Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Τόνι Νέγκρι: Μέσα στην ΕE και εναντίον των κυρίαρχων πολιτικών




Ο Τόνι Νέγκρι, ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές των τελευταίων δεκαετιών, μιλάει στην «Εποχή» για την παγκόσμια τάξη και τις εξελίξεις στην Ευρώπη, σχολιάζει την κρίση του νεοφιλελευθερισμού και επιμένει ότι η Ευρώπη παραμένει το έδαφος για την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων.

Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Γκιβίσης.


- Πώς θα περιγράφατε σήμερα την παγκόσμια τάξη; Τι έχει αλλάξει από τότε που γράψατε την «Αυτοκρατορία»;

Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που μαζί με τον Μάικλ Χαρντ αρχίσαμε να γράφουμε την «Αυτοκρατορία». Με ρωτάς τι έχει αλλάξει στον κόσμο από τότε… Τα πάντα και τίποτα. Τα πάντα, με την έννοια ότι έχει αποκεντρωθεί η αυτοκρατορική ισχύς, ουσιαστικά από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, και εν τω μεταξύ έχουμε δει την εμφάνιση και άλλων δυνάμεων που ισχυρίζονται ότι είναι παγκόσμιες, από την Ινδία ως τη Βραζιλία. Τίποτα, επειδή το γενικό πλαίσιο έχει επιβεβαιωθεί και είναι πλέον απαραίτητο σε κάθε πολιτική και γεωπολιτική θεώρηση. Η κληρονομιά της «Αυτοκρατορίας» και η αξία της συνίσταται όχι μόνο στον καθορισμό της εικόνας της τάξης (αταξίας) στην περίοδο αμέσως μετά την πτώση του τείχους, αλλά στο ότι «επιβάλλει» νέες κατηγορίες στην πολιτική σκέψη. Σήμερα, η εμβάθυνση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική διάρθρωση και οι επιπτώσεις της άσκησης μιας αστυνόμευσης (κατά της τρομοκρατίας) ενωμένης σε παγκόσμια κλίμακα, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνουν την αλλαγή του παραδείγματος που σηματοδοτεί η «Αυτοκρατορία». Ένα άλλο στοιχείο που μου φαίνεται ότι επαληθεύτηκε, είναι ότι δύσκολα υπάρχουν, για την ώρα, ανταγωνιστικές αντιπαραθέσεις, που να αγγίζουν τον τρόπο παραγωγής και το μοντέλο ανάπτυξης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό πεδίο.


- Ποιες ανταγωνιστικές θέσεις βλέπετε σήμερα;

Η κατάσταση είναι προφανώς πάντα ρευστή, η ενότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών μπορεί να σπάσει και να προκαλέσει πολεμικές αντιπαραθέσεις. Παρόλα αυτά, η υπόθεσή μου, που είναι συνεπής με εκείνες που διατυπώνονται στην «Αυτοκρατορία», είναι ότι αυτές οι αντιφάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα δεν θα εκραγούν. Οι μόνες ανταγωνιστικές θέσεις που καταγράφονται σήμερα, παραμένουν εκείνες που καθορίζονται από τους λαϊκούς αγώνες αντίστασης, όχι τόσο στην παγκοσμιοποίηση, όσο στους κανόνες του νεοφιλελευθερισμού, που έχουν κατακλύσει τον κόσμο. Αναζητάμε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Το μεγάλο θύμα των παλιών αντιφάσεων έγινε η Ελλάδα. Μόνο όταν ένα κατάλληλο υποκείμενο (δηλαδή, η δημιουργία μιας νέας διεθνούς οργάνωσης των εκμεταλλευμένων) μπορέσει να επέμβει σε αυτά τα βήματα, θα σπάσει η τάξη της «Αυτοκρατορίας».


- Πώς βλέπετε την κρίση του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη;

Μου φαίνεται σαφές ότι η κρίση του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, και φυσικά λίγο πολύ σε όλο τον πλανήτη, φθάνει σε μια φάση σταθεροποίησης. Η κυκλική διαδικασία της κρίσης επαναρρύθμισης διακόπηκε και την αντικατέστησε ένας μακρύς κύκλος οικονομικής αποτελμάτωσης και αντιδραστικής σταθεροποίησης. Από την άλλη πλευρά, είναι μη αναστρέψιμα τα βήματα που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η κρίση της νομισματικής τάξης που αντισταθμίζεται από την λιτότητα, η κρίση της μετανάστευσης αντιρροπούμενη από τους συμβιβασμούς γύρω από την Συνθήκη Σένγκεν, το Brexit, που ωστόσο αντισταθμίζεται από τη διατήρηση του Σίτι ως κέντρο της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς, δείχνουν ότι όλες αυτές οι κρίσεις τείνουν στην σταθεροποίηση του νεοφιλελευθερισμού.


- Οι τοποθετήσεις σας σε κορυφαία πολιτικά ζητήματα που προέκυψαν την τελευταία δεκαετία σχετικά με την Ευρώπη και την ενοποίηση (δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα στη Γαλλία, ελληνική υπόθεση, μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα), διαπνέονταν από τη θέση «μέσα και εναντίον», δηλαδή μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εναντίον των κυρίαρχων πολιτικών. Πώς αξιολογείτε πλέον τις εξελίξεις, και πώς αποτιμάτε τις εν λόγω τοποθετήσεις σας;

Οι καπιταλιστές χρειάζονται μια ενωμένη Ευρώπη, χωρίς αυτήν θα ήταν στο έλεος όλων των παγκόσμιων αναταραχών. Αλλά και μια ανατρεπτική και ανταγωνιστική θέση απέναντι στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο έχει ανάγκη το ευρωπαϊκό έδαφος, σαν μοναδικό χώρο στον οποίο είναι δυνατόν να διατηρηθεί μια συνεχής αντίσταση, σαν τον χώρο που μπορεί να επαναμορφοποιηθεί και να επαναμετρηθεί η δύναμη της ταξικής πάλης. Δεν μπορούμε να έχουμε ψευδαισθήσεις σχετικά με αυτήν την καταραμένη προϋπόθεση. Το «μέσα και εναντίον» παραμένει το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν οι αγώνες.


- Η Ιταλία φαίνεται ότι είναι ο «αδύναμος κρίκος» στον ευρωπαϊκό Νότο. Θεωρείτε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ξαναδούμε μια ισχυρή ιταλική Αριστερά;

Η ιταλική κατάσταση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη στο θέμα της ανοικοδόμησης μιας νέας Αριστεράς, επειδή το πτώμα του PCI (του οποίου θυμόμαστε την ιδεολογική υποκρισία και το ριζοσπαστικό ρεφορμισμό), φράζει το δρόμο σε πολλές πρωτοβουλίες.


- Πώς βλέπετε σήμερα τον κύκλο των αγώνων που άρχισε το 2011 με τα κινήματα της αντίστασης και της αξιοπρέπειας (15M, Occupy, κλπ); Θεωρείτε ότι εξακολουθούν να επηρεάζουν τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης; Και αν ναι, με ποιο τρόπο;

Θέλω πρώτα να επιμείνω στο γεγονός ότι ο κύκλος των αγώνων που ξεκίνησε το 2011 διατηρεί τη δυναμική του. Η αντίσταση αναδύεται με διαβρωτική μορφή, αναζητεί νέες μορφές οργάνωσης, αλλά εξακολουθεί να είναι παρούσα και αποδυναμώνει (είτε άμεσα είτε μέσω της έκφρασης μιας οριστικής απομάκρυνσης) τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτά γίνονται σε όλη την Ευρώπη. Όμως, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν δύσκολες συνθήκες για την ανοικοδόμηση μιας ισχυρής Αριστεράς. Η διαδικασία ωστόσο έχει αρχίσει και συνεχίζεται. Το ελληνικό δημοψήφισμα, η αριστερή μετατόπιση της πορτογαλικής κυβέρνησης, η ανάδειξη του Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, και ιδιαίτερα το σπάσιμο του μεγάλου «ισπανικού κέντρου» από το Ποδέμος, όλα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει ακόμα ένα έδαφος που μπορούμε να διανύσουμε και ότι προχωράμε.


- Πρόσφατα δημοσιεύσατε την αυτοβιογραφία σας, με τίτλο «Η ιστορία ενός κομμουνιστή». Τι σας οδήγησε στην απόφαση να την γράψετε; Η διαδικασία της συγγραφής της σας οδήγησε μήπως να ξαναδείτε αλλιώς πράγματα που κάνατε ή σκεφτήκατε στο παρελθόν;

H πρόσφατη αυτοβιογραφία μου, που φτάνει μέχρι και το 1979, που είναι η στιγμή της καταστολής των κινημάτων της δεκαετίας του ’70, δεν μιλάει μόνο για την ιστορία μου, αλλά για την ιστορία μιας γενιάς. Της μοναδικής, αυτής των Ιταλών αυτονομιστών, η οποία προσπάθησε στην Ευρώπη να σπάσει το καπιταλιστικό σύστημα που χτίστηκε μετά τον πόλεμο και να ανοίξει μια ιδρυτική πρωτοβουλία. Είναι προφανές, ότι η αυτοκριτική μου και γενικά η αναθεώρηση πολλών στόχων εκείνης της εποχής είναι απαραίτητη. Αλλά όλα αυτά δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση μεταμέλεια: υπάρχει υπερηφάνεια για ότι έγινε, και το οποίο τροφοδότησε την ανασυγκρότηση των επαναστατικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Το μίσος του καθεστωτικού Τύπου εναντίον του βιβλίου, αποδεικνύει τις δυσκολίες που έχουν αυτού του είδους οι άνθρωποι στο να θυμούνται την «τουρκικού τύπου» καταστολή, την οποία πραγματοποίησαν τότε εναντίον των αυτονομιστών βέβαια, αλλά πάνω από όλα ενάντια στους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες. Η Αριστερά βγήκε νεκρή από αυτή τη διαδικασία της καταστολής.


* Η συνέντευξη έγινε με την πολύτιμη βοήθεια του Μιχάλη Μπαρτσίδη


Πηγή Εποχή

Πάντα μπροστά μας τα θεμελιώδη διλήμματα του ευρωκομουνισμού




Στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» (Ακαδημίας 32) στις 28 Ιανουαρίου έγινε μια πολύ ενδιαφέρουσα και πολυπρισματική του βιβλίου του Γιάννη Μπαλαμπανίδη με τίτλο «Ευρωκομμουνισμός: Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή αριστερά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις». Με τον συγγραφέα, στην κυριολεξία με το έργο του, συζήτησαν ο Νίκος Θεοτοκάς, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ο Γιάννης Βούλγαρης και ο Αντώνης Μανιτάκης. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση δεν περιορίστηκε μόνο στο περιεχόμενο και την αξία του βιβλίου, για το οποίο και οι τέσσερις ομιλητές συμφώνησαν ότι πρόκειται για εξαιρετική δουλειά που καλύπτει ένα κενό στην πολιτική ιστορία, ειδικότερα της αριστεράς των δεκαετιών ’60-70. Έφτασε στο τρέχον παρόν στην αριστερά, που βρίσκεται σήμερα στην κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου του θα ορίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως απόγονο του ευρωκομουνισμού και όσον αφορά την Ελλάδα, το ΚΚΕ Εσωτερικού. Οι απόψεις, ως προς αυτό, διασταυρώθηκαν, δεν ταυτίστηκαν και συχνά ήταν αντίθετες.

Η σάλα του «Επί Λέξει» όχι απλώς γέμισε, αλλά είχε και πολλούς όρθιους. Κυρίως έβλεπε κανείς πολλούς που υπήρξαν στελέχη και μέλη της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και του ΚΚΕ Εσωτερικού. Του μικρού αυτού κόμματος, αλλά με πολύ μεγαλύτερη επιρροή στις εξελίξεις της αριστεράς και στη συγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς, που έφτασε ως σήμερα μέσα από μια ενδιαφέρουσα υπόγεια διαδρομή. Η «Εποχή» δημοσιεύει, με την ευθύνη μιας δικής της απομαγνητοφώνησης, την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουκαλά.


του Κωνσταντίνου Τσουκαλά

To βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη με έκανε να πάω πίσω στη νιότη μου, να αναπολήσω όλες αυτές τις κοσμοϊστορικές εποχές, που δίκην ύστερης εφηβείας διαπραγματεύτηκα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Την εποχή που μέσα στο πλαίσιο μιας πρωτοφανούς ιστορικής συμπύκνωσης και ώσμωσης, συνέβησαν άπειρα γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο: ο Μάης του ’68, τα γεγονότα της Πράγας, η πολιτιστική επανάσταση της Κίνας, ο Τσε κ.ά. Από τη στιγμή αυτή και πέρα, μαζί με τη διάσπαση του ΚΚΕ και τη χούντα, βρεθήκαμε όλοι σε ένα εντελώς νέο πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Πρόκειται ουσιαστικά για μια θεμελιώδους σημασίας πολιτιστική, όχι απλώς πολιτική, επανάσταση. Αυτή η περίοδος σήμανε το τέλος όλων των βεβαιοτήτων, όλων των από καθέδρας αληθειών, των μονοθεϊσμών και μια προσπάθεια να θυσιάσουμε ό,τι έχουμε στον άγνωστο θεό. Ήταν η εποχή των πειραματισμών, των αναστοχασμών και των αναζητήσεων, όχι μόνο θεωρητικών και επιστημολογικών, αλλά κυρίως υπαρξιακών. Όλοι όσοι βρεθήκαμε σε εκείνη τη χοάνη, αλλάξαμε και γίναμε αυτό που είμαστε σήμερα λόγω και χάρη σε αυτήν την εποχή, την οποία εξέφρασε ο ευρωκομουνισμός.


Η αδυσώπητη εμπλοκή του τότε με το τώρα

Διάβασα το βιβλίο και δεύτερη φορά και προσπάθησα να το δω πιο κριτικά, πιο αποστασιοποιημένα, πιο επιστημονικά. Απέτυχα, διότι είδα πόσο το τότε εμπλέκεται αδυσώπητα με το τώρα. Ο στοχασμός στον οποίο μας οδηγεί ο συγγραφέας είναι κατ’ ανάγκη επικαιρικός. Η ανάλυση μας εγκαλεί να ξαναστρατευτούμε σε μια σειρά από προβλήματα και διλήμματα, στα οποία δεν είμαστε ίσως συνειδητά ενταγμένοι. Αυτό νομίζω είναι το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου αυτού: Ότι πίσω από την επιστημονική του επάρκεια κρύβεται ένα στρατευμένο πάθος, που δεν ξέρει ούτε το ίδιο πού πηγαίνει, αλλά μεταφέρει στον αναγνώστη την ανάγκη να πάρουμε όλοι θέση στα τεράστια ζητήματα που μπαίνουν μπροστά μας σήμερα. Το βιβλίο αυτό μας εγκαλεί να μετέχουμε, να γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε και κυρίως να ξαναερμηνεύσουμε πράγματα τα οποία ξέραμε και μας έχουν σφραγίσει, αλλά τα οποία πολλοί από εμάς έχουμε αρχίσει να θεωρούμε ως δεδομένα. Αυτή την αμφιβολία καλούμαστε τώρα να επανερμηνεύσουμε. Πολύ περισσότερο που σε μεγάλο βαθμό ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ιστορίας παραμένει γενικά άγνωστο. Όπως άγνωστες παραμένουν πολλές πτυχές της νεότερης ιστορίας μας. Αυτό ισχύει για καίριες στιγμές της μεταπολεμικής ιστορίας, για τη χούντα, ακόμα και για τον εμφύλιο, και πάντως για τη μεταπολίτευση. Οι ιστορικοί που θα επιχειρήσουν να φωτίσουν αυτά τα περίπλοκα και αντιφατικά σχήματα, και ακόμα περισσότερο τον ευρωκομουνισμό και το ΚΚΕ Εσωτερικού, βρίσκονται μπροστά σε μια τεράστιας σημασίας δοκιμασία.

Εκείνο που με συγκινεί είναι ότι πολλά από τα διλήμματα και προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Αριστερά, και μαζί της η ελληνική κοινωνία, είναι παραπλήσια από πολλές πλευρές και σε πολλά επίπεδα με εκείνα που αναδύθηκαν στη δεκαετία του ’60.  Σήμερα, όπως και τότε, η ριζοσπαστική αριστερά καλείται να αναδιατυπώσει το όραμά της από την αρχή. Καλείται να πάψει να είναι δεσμευμένη από δόγματα, ορθοδοξίες και πεπατημένες οδούς. Οφείλει να προσαρμοστεί σε μια περιρρέουσα πραγματικότητα, αλλά οφείλει επίσης επί ποινή αυτοακύρωσης να επινοήσει νέες μορφές πάλης, νέα διακυβεύματα και νέες πολιτικές αλλά και πολιτιστικές ημερήσιες διατάξεις. Σήμερα, όπως τότε, η ριζοσπαστική αριστερά, για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο, βρίσκεται ιστορικά σε θέση να ασκήσει εξουσία ή τουλάχιστον να μετάσχει ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τέλος, σήμερα, όπως και τότε, η ριζοσπαστική αριστερά είναι υποχρεωμένη να χαράξει νέους δρόμους σε εντελώς άλλα κοινωνικά πλαίσια.


Από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση

Εκεί διαφέρει η κατάσταση από την εποχή του ευρωκομουνισμού. Διότι καλείται η Αριστερά να ξανασκεφτεί ποια είναι η κοινωνία -αν μπορούμε να μιλάμε ακόμα για κοινωνίες-, ποιο είναι το πλαίσιο, ποιες είναι οι κοινωνικές δομές, επί των οποίων καλείται να παρέμβει ενεργά και να αλλάξει ριζικά. Έχει αλλάξει εκ βάθρων η οργάνωση της παραγωγής, τα νέα μεσοστρώματα ανέρχονται και κλυδωνίζονται ταυτόχρονα, ο παραδοσιακός εργατισμός έχει πάψει να είναι δυνατόν να λειτουργεί ως επίπεδο γενικής στράτευσης του πληθυσμού, τα εισοδηματικά και κοινωνικά συνεχή, τα οποία είχαμε μάθει να είναι σταθεροποιημένα, υπό συνθήκες κρίσης έχουν αρχίσει να διαλύονται, οι εργασιακές σχέσεις έχουν αποσαρθρωθεί και απορρυθμιστεί τελείως και η εισροή προσφύγων, μεταναστών, αλλοεθνών, αλλοθρήσκων αλλάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατόν μια πολιτική να κινείται και να στοχεύει.

Ταυτόχρονα, στο επίπεδο της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων, η ΤΙΝΑ (=δεν υπάρχει εναλλακτική) είναι η θεσμοποιημένη συρρίκνωση των ευκαιριών, αρμοδιοτήτων και δυνατοτήτων του πολιτικού υποσυστήματος παντού. Σε άλλο επίπεδο, αυτό εκφράζεται με τα ιδεολογήματα περί τέλους της ιστορίας, της ιδεολογίας και της πολιτικής. Εκφράζεται, επίσης, με την ορολογική αλλαγή της έννοιας της κυβέρνησης με την έννοια της διακυβέρνησης.

Έτσι, λοιπόν, τότε και τώρα η ριζοσπαστική αριστερά βρίσκεται στην κόψη όχι ενός αλλά πολλών ιστορικών ξυραφιών. Γι’ αυτό ακριβώς, στον απολογισμό που επιχειρεί να κάνει ο Γ. Μπαλαμπανίδης στο βιβλίο του, και στο ερώτημα που θέτει: Νίκησε ή νικήθηκε ο ευρωκομουνισμός, δεν επιδέχεται απάντηση. Διότι, τότε όπως και τώρα, τα γεγονότα είναι μπροστά μας ανοιχτά, ενδεχομενικά και απρόβλεπτα. Γι’ αυτό όλοι μας αντιμετωπίζουμε το μέλλον με αγωνία. Είναι βέβαιο ότι δεν έχει νικήσει η Αριστερά, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι δεν έχει νικηθεί. Παλεύει, προσβλέπει και ελπίζει. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχουν ασφαλή κριτήρια για να κρίνουμε ή να αξιολογήσουμε την ιστορική συμβολή της Αριστεράς στην πορεία του κόσμου. Η ουτοπία, αυτό που δεν υπάρχει ακόμα, δεν παραμένει μόνο, όπως και πριν, αχνό και αναποκρυστάλλωτο, αρχίζει και γίνεται ανονόμαστο. Δεν μπορούμε να ονομάσουμε εκείνο το οποίο δεν υπάρχει ακόμα.


Το μη διαπραγματεύσιμο της δημοκρατίας

Όπως ακριβώς είχε συμβεί και την περίοδο του ευρωκομουνισμού, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά από αδυσώπητα διλήμματα, τα οποία δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε. Υπάρχει, όμως, ένα σημείο για το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει πια κανένα δίλημμα για τη ριζοσπαστική αριστερά: το ζήτημα της δημοκρατίας. Όπως συμβαίνει με το σοσιαλισμό, σύμφωνα με τον Ν. Πουλαντζά, η ριζική μεταρρύθμιση ή θα είναι δημοκρατική ή δεν θα υπάρξει. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε συνδέονται με το αίτημα για διεύρυνση και αναδιατύπωση της θεμελιώδους και απαραβίαστης ιδέας της δημοκρατίας. Η μη διαπραγματευσιμότητα της δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι δεν έχει προβλήματα. Από τη μια, το θετικό και αναγκαίο στοιχείο είναι ότι σηματοδοτείται η πλήρης και ανεπίστρεπτη ρήξη με το σταλινικό παρελθόν και με όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού. Από την άλλη, η εμμονή στη δημοκρατία οδηγεί και σε κάτι αρνητικό: στον κατακερματισμό των αριστερών δυνάμεων και στην οργανωτική χαλαρότητα των ριζοσπαστικών στρατεύσεων. Ίσως και σε μια ιδεολογική σύγχυση, δύσκολο να ξεπεραστεί. Να επισημάνω εδώ μια εγγενή διαφορά ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Η Δεξιά όταν κινδυνεύει να χάσει την εξουσία έχει τον τρόπο να αναγεννάται από τις τέφρες της, να ανακατασκευάζει τα μέτωπά της δίχως προκαταλήψεις. Αντίθετα, η Αριστερά παραμένει δέσμια του καθρέφτη της, των αρχών και των αξιών της και της συνείδησης της. Δεν μπορεί παρά να το κάνει αυτό, διότι αυτή είναι η φύση της Αριστεράς. Δεν συγκροτείται μέσα από συμφέροντα, τα οποία είναι πάντοτε δυνατό να συγκλίνουν, αλλά μέσα από αξίες και ιδέες, οι οποίες μέσα σε ένα ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο μπορεί πάντοτε να αποκλίνουν. Συνεπώς, ο δημοκρατικός πλουραλισμός ίσως να ευνοεί εκείνους που δεν δεσμεύονται από οποιαδήποτε ηθική ή αξιακή παρωπίδα. Πρόκειται για ένα τίμημα που καλούμαστε να πληρώνουμε ες αεί.


Τα θεμελιώδη διλήμματα

Κλείνοντας, θέλω να αναφερθώ σε πέντε θεμελιώδη διλήμματα τα οποία ενυπάρχουν στο ευρωκομουνιστικό πρόταγμα. Πρώτον: Ποια είναι η θέση της ριζοσπαστικής αριστεράς ή του ευρωκομουνιστικού πειράματος για την εξουσία που έχει την τάση να φθείρει και να διαφθείρει ακόμα και τις αγνότερες των προθέσεων; Δεν μπορούμε παρά να θέλουμε να την κατακτήσουμε. Εδώ τίθεται το μείζον ερώτημα: Τι είναι καλύτερο, να παραμένουμε πιστοί στις απαράβατες αρχές μας ή να αποφασίσουμε να παίξουμε το δημοκρατικό παιχνίδι; Τι είναι καλύτερο, να κινδυνεύουμε να φθαρούμε και να διαφθαρούμε ή να προκρίνουμε την αναζήτηση της αλήθειας σαν τους καλογέρους του μεσαίωνα πίσω από κλειστά τείχη μοναστηριών; Πρόκειται για ένα δίλημμα που δεν μπορεί να απαντηθεί εκ των προτέρων, αλλά ενυπάρχει στην καθημερινότητα της Αριστεράς.

Δεύτερον: Πολιτική συμμαχιών. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε μόνοι, είτε διότι δεν είμαστε αρκετοί είτε διότι αυτό που ονομάζουμε «εμείς» κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να κατατμηθεί σε διάφορα διάσπαρτα «εμείς». Επομένως, χρειάζεται να βρούμε πολιτικές συμμαχιών οι οποίες να υπερβαίνουν το ιδεολογικό πλαίσιό μας. Εδώ τίθεται το ζήτημα, τι κάνουμε το κράτος, είτε το θεωρήσουμε ετερόνομο είτε ως μια σχέση που χαρακτηρίζεται από σχετική αυτονομία και επομένως μπορεί να δώσει αγώνες μαζί με άλλους συμμάχους. Ποια είναι, λοιπόν, η δυνατότητα σύμπλευσης με συγγενείς δυνάμεις και ποιες είναι αυτές; Είναι η σοσιαλδημοκρατία; Προφανώς είναι και αυτή ή τουλάχιστον ένα μέρος της. Είναι τα οικολογικά κινήματα. Είναι επίσης ορισμένες κινήσεις που εμπνέονται από το αίτημα αυτονόμησης της ατομικής ταυτότητας. Ωστόσο, όσο πιο πολύ διευρύνεις τις συμμαχίες σου, τόσο δημιουργούνται εσωτερικά προβλήματα ιδεολογικά και πολιτικά.

Τρίτο δίλημμα: Μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το προαιώνιο μαρξιστικό πρόβλημα της σχέσης παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων; Μήπως θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να συμπλεύσουν οι υλιστικές με τις μεταϋλιστικές αξίες; Πώς θα τοποθετηθούμε απέναντι στην αντίφαση που μπορεί να εμπεριέχει η άνευ όρων ανάπτυξη σε αντιδιαστολή με τη χειραφέτηση;

Τέταρτον και σημαντικότερο είναι το ζήτημα της σχέσης της ριζοσπαστικής αριστεράς με άλλα κινήματα που βρίσκονται αλλού, αλλά την εποχή του ευρωκομουνισμού ήδη συμπλέανε. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα, διότι τότε το εθνικό κράτος μπορούσε ακόμα να σκέφτεται με όρους ενός εθνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό. Αμφιβάλλω αν σήμερα, υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι δυνατόν να υπάρξει η ριζοσπαστική αριστερά σε μία μόνο χώρα. Όταν το κεφάλαιο έχει αποσπαστεί εντελώς από την επικράτεια, όταν το παγκόσμιο κεφάλαιο έχει πλέον αναπτύξει πρακτικές και αξίες που στηρίζονται στην υπερεπικρατειακότητα, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να σκεφτούμε τρόπους ώστε το οποιοδήποτε πολιτικό πρόταγμα να είναι δυνατό να περιοριστεί στο πλαίσιο μιας εθνικής επικράτειας.

Πέμπτο και τελευταίο δίλημμα: Ποια είναι η σχέση λογική, πολιτική και ιδεολογική ανάμεσα στη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας και στη συνεχή βούληση ανατροπών και ρήξεων μέσα από διαρκείς αγώνες; Αυτό που συμβαίνει σήμερα με τους αγρότες είναι απλώς ένα παράδειγμα για το πόσο δύσκολα μπορεί να είναι συμβατές οι ρεαλιστικές πραγματιστικές κυβερνητικές θέσεις και αρχές με μια άνευ όρων υποστήριξη του αγώνα. Ίσως η εξαιρετικά αμφίσημη έννοια της διαλεκτικής μπορεί να δώσει απαντήσεις για τη σχέση αυτόνομων κινημάτων και κυβέρνησης, αλλά αυτή δεν λύνει τα καθημερινά πολιτικά προβλήματα.

Τα πέντε αυτά στρατηγικά διλήμματα δεν είναι βέβαια καινοφανή. Είναι δε τεράστια η ιστορική σημασία του ευρωκομουνισμού κατά το ότι για πρώτη φορά η ευρωκομουνιστική θεωρία και πρακτική τολμά να τοποθετήσει αυτά τα άλυτα διλήμματα στο επίκεντρο του επίσημου λόγου. Η ιστορική νίκη και σημασία αυτής της τοποθέτησης είναι μια νίκη απαράγραπτη και πολιτιστική. Για πρώτη φορά κατέστη σαφές ότι τα μονοπάτια που οδηγούν στη χειραφέτηση του ανθρώπου από τα αιώνια δεσμά του δεν είναι μόνο δύσβατα, αλλά και αντιφατικά πολλές φορές. Το βιβλίο αυτό, μέσα από τις αναλύσεις του, καταδεικνύει ότι η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί και πρέπει να επιζήσει και να νικήσει ακόμα και ως απομυθοποιημένη, έστω και μόνο επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά από το να προβληματιστούμε. Ρητά και απερίφραστα πιστεύω ότι μόνο στο χώρο αυτό είναι δυνατόν να ξανατεθεί το θέμα της χειραφέτησης του ανθρώπου.


Πηγή Εποχή

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Από την εργασία ποιος θα μας προστατεύσει;


του Άκη Γαβριηλίδη

Ληστέψανε την τράπεζα.
Και τι με νοιάζει εμένα;
Δεν είμαι με κανένα.
Π. Σιδηρόπουλος



Η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση[1] έχει ήδη γεννήσει έναν μεγάλο όγκο κειμένων.

Κάθε τέτοιο κείμενο που σέβεται τον εαυτό του, είθισται να εξηγεί τρία στοιχεία: α) πώς φτάσαμε στην κρίση, β) τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα, γ) γιατί κάνουν λάθος όσοι λένε διαφορετικά πράγματα για τα α) και β).

Κι εγώ στο παρόν άρθρο δεν σκοπεύω να κάνω κάτι διαφορετικό. Αυτά λοιπόν που έχω να πω είναι τα εξής:



α) η κρίση είναι αποτέλεσμα της εξόδου του πλήθους από τη μισθωτή σχέση.

Ο δανεισμός και η «υπερχρέωση των λαϊκών νοικοκυριών», για την οποία φρίττουν συντηρητικοί και προοδευτικοί σχολιαστές, μαρτυρεί μια –γνήσια και όχι «κατασκευασμένη»- επιθυμία των ανθρώπων να εξασφαλίζουν τα προς το ζην ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία· διότι μας δείχνει ότι ο κόσμος, εάν έχει την επιλογή, προτιμά να δανείζεται παρά να εργάζεται. Και η προτίμηση αυτή είναι απολύτως φυσιολογική και θεμιτή· δυνάμει μάλιστα είναι αντικαπιταλιστική. Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε και να ανησυχούμε γι’ αυτή ή να την κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί· αντιθέτως πρέπει να την φέρουμε στο φως, να διδαχτούμε απ’ αυτήν και με βάση αυτήν να χαράξουμε την πολιτική μας.



β) Πώς θα γίνει αυτό; Είπα προηγουμένως ότι η επιθυμία είναι γνήσια και αξιόπιστη, αλλά φυσικά ο τρόπος ο οποίος προσφέρθηκε για την εξυπηρέτησή της –δηλ. ο δανεισμός από καπιταλιστικές επιχειρήσεις- ήταν απρόσφορος και διαστροφικός. Δική μας δουλειά είναι να επινοήσουμε έναν πιο πρόσφορο τρόπο, και έναν τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας με βάση αυτή την επιθυμία. Ένας τέτοιος τρόπος είναι να ζητήσουμε την καθιέρωση πολιτικού μισθού, δηλαδή εξασφαλισμένο εισόδημα για όλους /-ες ασχέτως εάν έχουν θέση εργασίας ή όχι.



γ) Αν τα παραπάνω ευσταθούν, ποιοι –και σε τι ακριβώς- έχουν άδικο;

Για να το εξηγήσω, θα πάρω ως παράδειγμα τη συνέντευξη του Κώστα Λαπαβίτσα στην Εποχή τής 9.11. Εκεί αναφέρεται:



Ο βαθύτερος μετασχηματισμός έχει να κάνει με το πώς άλλαξε καταρχήν το πιστωτικό σύστημα (…). Οι μεγάλες επιχειρήσεις δανείζονται πλέον ελεύθερα πηγαίνοντας στις ανοιχτές αγορές (ομόλογα κτλ) και όχι στις τράπεζες. Όμως για τις τράπεζες αυτό συνιστά περιορισμό του πεδίου κερδοφορίας. Γι΄ αυτό στράφηκαν προς το προσωπικό εισόδημα, προς τα άτομα. Έχουμε έτσι διεύρυνση του δανεισμού για κατοικία, κατανάλωση, εκπαίδευση, υγεία κ.τ.λ.

–Και αυτό συναντήθηκε με κενό της πολιτικής.

-Ακριβώς, συναντήθηκε με την έλλειψη κοινωνικής πολιτικής, την αλλαγή που συμβαίνει τα τελευταία τριάντα χρόνια με την υποχώρηση του κράτους από τους τομείς αυτούς που οδήγησε τον κόσμο, εκόντες άκοντες, για να ικανοποιήσουν αυτές τις βασικές ανάγκες τους, στην αγκαλιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος.



Η αφήγηση αυτή, όσον αφορά την περιγραφική-τεχνοκρατική πτυχή της οικονομίας, είναι ακριβής. Από πολιτική σκοπιά, όμως, βασίζεται σε μια θεμελιώδη ερμηνευτική επιλογή: ότι η πρωτοβουλία ανήκει αποκλειστικά στο κεφάλαιο. Όλες οι εξελίξεις εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των κινήσεων του κράτους, των τραπεζών κ.λπ. τις οποίες ο κόσμος απλώς ακολουθεί «εκών άκων».

Την ερμηνευτική αυτή επιλογή συμμερίζονται όλοι όσες έγραψαν στο σχετικό αφιέρωμα του «Εντός Εποχής» (τ. 33). Για παράδειγμα, ο Ρικ Γουλφ αναφέρει:



Τη δεκαετία του 1970, οι εργοδότες είχαν βρει ένα τρόπο να φρενάρουν τη σε μακροπρόθεσμη κλίμακα βραδεία αύξηση των μισθών των εργαζόμενων. Βγάζοντας με το outsourcing τις θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, για να εκμεταλλευτούν φθηνότερους μισθούς, βάζοντας γυναίκες μέσα στην εργατική δύναμη, αντικαθιστώντας εργάτες με υπολογιστές κι άλλα μηχανήματα και φέρνοντας τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών (…). Αφού οι εργοδότες κατάφερναν να κρατούν τους μισθούς χαμηλούς, ο μόνος τρόπος για να πουλούν τους καρπούς της ολοένα και αυξανόμενης παραγωγής ήταν με το να δανείζουν στους εργάτες χρήματα.



Σε αυτή την αφήγηση, υπάρχει ένας μόνο ενεργός παράγων, μία μόνο δύναμη προικισμένη με αυτενέργεια: οι εργοδότες. Οι άλλοι –στο βαθμό που υπάρχουν καν- σκηνοθετούνται απλώς ως άβουλα όντα που απλώς υφίστανται τη δράση του κεφαλαίου. Η επιθυμία τους δεν υπάρχει πουθενά, η ύπαρξή τους δεν παράγει καθόλου αποτελέσματα. Ο αρθρογράφος δεν φαίνεται ούτε στιγμή να αναρωτιέται: ωραία, οι εργοδότες έβγαλαν θέσεις στο εξωτερικό· αυτοί που κατέλαβαν αυτές τις θέσεις, τι έκαναν μετά; Επίσης, έβαλαν γυναίκες στην παραγωγή. Αυτές οι γυναίκες γιατί μπήκαν; Μήπως αυτό ανταποκρινόταν σε κάποια δική τους σκέψη/ σχέδιο/ επιθυμία; Και αν ναι, μήπως την επιθυμία αυτή πρέπει κάπως να την λάβουμε υπόψη; Έπειτα, έφεραν μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί γιατί ήρθαν; Και, αφού ήρθαν, έκαναν μήπως τίποτε αγώνες, διεκδίκησαν πράγματα; Ή απλώς ήταν και παρέμειναν μια αδρανής ύλη, πιόνια στα χέρια των εργοδοτών; Διότι αν το δεύτερο, τότε το μόνο που μένει είναι να ζητήσουμε να γυρίσουν οι ξένοι στις χώρες τους και οι γυναίκες στις κουζίνες τους.

Τέλος, οι εργοδότες έδωσαν δάνεια. Αυτοί που πήραν δάνεια, γιατί τα πήραν;

Εφόσον ο αρθρογράφος δεν δίνει καμία απάντηση σε αυτό, θα δώσω εγώ μία για λογαριασμό του, η οποία όμως φοβάμαι ότι διευρύνει σε βαθμό υπονόμευσης το βασικό του σχήμα: Τα πήραν διότι ο βασικότερος ταξικός αγώνας των εργαζομένων δεν αφορά την αύξηση των μισθών, αλλά την κατάργησή τους, την έξοδο από αυτούς. Το κεφάλαιο και το κράτος είναι που ακολούθησε εκόν-άκον αυτή την έξοδο, και φυσικά σε δεύτερο χρόνο προσπάθησε να τη διαχειριστεί, να επωφεληθεί απ’ αυτή και να την «βάλει να δουλέψει» για λογαριασμό του. Δεν την προκάλεσε όμως, ούτε ήταν ένα σατανικό σχέδιο που εκπόνησε για να εξαπατήσει τις μάζες και να τις βγάλει από τη θαλπωρή της σταθερής απασχόλησης.



Μια πιο συγκεκριμένη απάντηση όμως ίσως μας δίνει ο Λαπαβίτσας:



[το σύστημα] ωθούσε τις τράπεζες να δώσουν δάνεια στα φτωχά στρώματα και το παρουσίαζε τότε μάλιστα, ως εκδημοκρατισμό του τραπεζικού συστήματος! Είχε να κάνει με την επίλυση, υποτίθεται, κοινωνικών προβλημάτων μέσω του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. (…) Τα στρώματα του πληθυσμού που δανείστηκαν, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είναι οι λατινοαμερικανοί, αφροαμερικανοί, γυναίκες πάρα πολλές, και ήταν αποκομμένα από τον πιστωτικό τομέα. (…). Κατέληξαν στον ιδιωτικό δανεισμό μέσω της τιτλοποίησης υποστηρίζοντας ότι η μέθοδος αυτή και ο μηχανισμός δεν είναι μόνο ο ιδανικότερος για να λύσει τα οικονομικά προβλήματα αλλά και τα κοινωνικά!.



Ας προσέξουμε λίγο εδώ: προς τι ακριβώς ο σκανδαλισμός και τα θαυμαστικά; Με την περιγραφή του αυτή, ο ίδιος ο ομιλών παραδέχεται ότι πράγματι υπήρξε εκδημοκρατισμός του τραπεζικού συστήματος! (εφόσον ομάδες που ως τότε ήταν αποκλεισμένες απ’ αυτό, και από όλα τα άλλα συστήματα, εντάχθηκαν σε αυτό και απέκτησαν πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο). Το ότι αυτό δεν ήταν η «ιδανική λύση», είναι ένα άλλο ζήτημα. Ασφαλώς δεν ήταν. Ποια θα ήταν όμως μία καλύτερη λύση;

Συνεχίζει η συνέντευξη:



Οι τράπεζες, όπως γνωρίζουμε από την Πολιτική Οικονομία και το Μαρξ αλλά και τους νεοκλασικούς, είναι μια επιχείρηση που μεσολαβεί, συλλέγει τα πλεονάσματα και τα κατευθύνει σ’ αυτούς που έχουν έλλειμμα και επιθυμούν να παράγουν. (…) Για να γίνει αυτό συλλέγουν πληροφορίες για την αξιοπιστία του δανειζόμενου και προχωρούν. Το τραπεζικό σύστημα είναι το νευρικό σύστημα του καπιταλιστικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, είδαμε ότι δεν λειτουργεί έτσι. (…) Αντί να συλλέγουν πληροφορίες για τους δανειζόμενους στην ουσία λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι στην κίνηση τίτλων. Δάνειζαν στον οποιονδήποτε. Δεν τους ενδιέφερε.



Και εγώ, εν τη αφελεία μου, αναρωτιέμαι: αφού δεν ενδιέφερε αυτούς, γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει εμάς; Δηλαδή η δουλειά μας είναι να ζητήσουμε από τις τράπεζες να «συλλέγουν πληροφορίες» καλύτερα και να ελέγχουν πιο αυστηρά σε ποιον δανείζουν; Ποιο είναι το πρόβλημα αν οι τράπεζες δανείζουν «στον οποιονδήποτε», ιδίως αν αυτός ο «οποιοσδήποτε» είναι οι λατινοαμερικανοί, οι αφροαμερικανοί και οι γυναίκες;

Αυτό είναι πρόβλημα μόνο για όσους έχουν ως απόλυτο ορίζοντα της πολιτικής τους φαντασίας τη νοσταλγία του εθνικού-κοινωνικού κράτους, τη λεγόμενη «πραγματική οικονομία» και την εργασιολαγνεία.

Στην ίδια πάντα συνέντευξη, διατυπώνεται (ως ερώτηση) ο εξής ισχυρισμός:

Όμως, όλα αυτά συνδέονται με την απασχόληση. Χωρίς αυτή ούτε αποπληρωμή δανείου θα γίνει, ούτε αποταμίευση.

Κι εγώ ρωτάω: τι πειράζει αν δεν γίνει αποπληρωμή δανείου, ούτε αποταμίευση; Ας μη γίνει! Τόσο το καλύτερο.

Είναι βεβαίως πολύ καλό να διακηρύσσουμε, με το ξέσπασμα της κρίσης, ότι θέλουμε να εργαστούμε «για τις ανάγκες των εργαζομένων». Καλό όμως είναι επίσης να θυμόμαστε ότι η πιο βασική, και η πιο υγιής, ανάγκη ενός εργαζόμενου είναι να πάψει να είναι εργαζόμενος. Όσοι θριαμβολογούνε για τη «δικαίωση του Μαρξ εις βάρος του Κέινς», θα πρέπει να βρουν και τον καιρό να θυμηθούν ότι ακριβώς ο Μαρξ όριζε ως ιστορική αποστολή του προλεταριάτου «να καταργήσει τον εαυτό του ως τάξη». Και βεβαίως, να βρουν επίσης την υπομονή να ανιχνεύσουν πώς εκδηλώνεται αυτή η τάση αυτοκατάργησης στις παρούσες συνθήκες. Αλλιώς, αρχίζει να γίνεται δυσδιάκριτο ποια τέλος πάντων είναι αυτή η τόσο ασυμφιλίωτη διαφορά τους από τον Κέινς. Αντί λοιπόν να ζητάμε «προστασία από την ανεργία», ίσως θα ήταν καλύτερο να δούμε πώς θα προστατευθούμε από την εργασία. Αν επιτευχθεί το δεύτερο, επιτυγχάνεται –ή μάλλον, καθίσταται άνευ αντικειμένου- και το πρώτο.

Υποθέτω ότι η λογική μέσω της οποίας αυτό το αίτημα χρίζεται αριστερό/ επαναστατικό, είναι κάποιου είδους «θεωρία των σταδίων»: αν γίνει αυτό, πιο πολλοί άνθρωποι θα γίνουν μισθωτοί, μετά θα καταλάβουν ότι η μισθωτή εργασία είναι σκλαβιά, θα γραφτούν στο συνδικάτο, μετά στο κόμμα, θα κάνουν την επανάσταση, θα φέρουν το σοσιαλισμό και μετά από ογδόντα χρόνια θα καταργηθεί η μισθωτή εργασία.

Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος τρόπος. Η άλλη, εναλλακτική συνεπαγωγή θα ήταν: από την κρίση αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι ο κόσμος δεν γουστάρει να δουλεύει, δεν αντέχει η επιβίωσή του και όλη η ύπαρξή του να εξαρτάται από το αν έχει θέση απασχόλησης ή όχι, και δραπετεύει ήδη τώρα από τη φυλακή της μισθωτής εργασίας αντί να ζητά από το κράτος την διά νόμου κατάργησή της (ή μάλλον τη διάδοσή της ώστε μετά να καταργηθεί). Αυτό ας το ωθήσουμε ως το τέλος, ας αντλήσουμε τις λογικές του συνεπαγωγές.

Η εργασία δεν είναι δικαίωμα, είναι εκβιασμός. Οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να δουλεύουν. Επιθυμούν να ζουν, και ζητούν εργασία απλώς επειδή (όταν) αυτός είναι ο μόνος διαθέσιμος τρόπος για να επιβιώνουν. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε κάποιον καλύτερο, ο οποίος να βαίνει προς την κατεύθυνση της αποδέσμευσης από τον εκβιασμό του μισθού και όχι της μεγαλύτερης πρόσδεσης σε αυτόν.

---------------------------------
[1] To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην Εποχή την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου του 2008. Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει διαθέσιμο ηλεκτρονικά πουθενά, σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ να υπάρχει.