Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Πιλάτος και Ιησούς



του Giorgio Agamben


Το Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» στο οποίο συνοψίζεται η χριστιανική πίστη, δεν περιέχει παρά ένα μόνο κύριο όνομα, εκτός από εκείνα της Παρθένου Μαρίας και του Κυρίου Ιησού Χριστού· ένα όνομα απολύτως ξένο, φαινομενικά τουλάχιστον, στα θεολογικά του συμφραζόμενα. Πρόκειται επιπλέον για το όνομα ενός παγανιστή, του Ποντίου Πιλάτου: «σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου». Το «Πιστεύω» όπως διαμορφώθηκε το 325 από τους Πατέρες στη σύνοδο της Νίκαιας αγνοούσε το όνομα αυτό, που προστέθηκε μόλις το 381, από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, για να προσδώσει ως φαίνεται ένα χρονολογικό στίγμα στην ιστορικότητα του Πάθους του Χριστού. Όπως έχει παρατηρήσει ήδη ο Καρλ Σμιτ, «το χριστιανικό ‘Πιστεύω’ αναφέρεται σε ιστορικές διαδικασίες. Η παρουσία σε αυτό του Ποντίου Πιλάτου οφείλεται σε λόγους ουσιαστικούς, δεν είναι απλώς κάποιος κακός οιωνός που έπεσε εδώ κατά τύχη».

Τούτο σημαίνει ότι ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία ιστορική, ότι τα «μυστήρια» που επικαλείται είναι επίσης καταρχάς ιστορικά γεγονότα. Στον βαθμό που ισχύει ότι  η ενσάρκωση του Χριστού είναι «ένα ιστορικό γεγονός απόλυτης μοναδικότητας, που δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε ούτε και να αφομοιώσουμε», τότε και η δίκη του Ιησού είναι ένα από εκείνα τα σημεία-κλειδιά στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η αιωνιότητα συναντάται με την ιστορία σε μιαν αποφασιστική στιγμή. Είναι ακόμα πιο επείγον να κατανοηθεί το πώς και το γιατί η συνάντηση αυτή ανάμεσα στη διάσταση του χρόνου κι εκείνη της αιωνιότητας, ανάμεσα στο θεϊκό και στο ανθρώπινο, πήρε τη μορφή ακριβώς μιας κρίσεως, της κρίσης δηλαδή στο πλαίσιο μιας δίκης.

Ο Πιλάτος και ο Ιησούς, ο εκπρόσωπος της εγκόσμιας βασιλείας και ο ουράνιος βασιλεύς βρίσκονται ενώπιος ενωπίω στον ίδιο και μοναδικό τόπο, το πραιτώριο των Ιεροσολύμων, του οποίου οι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι είχαν προσδιορίσει την απίθανη θέση. Για να μαρτυρήσει την αλήθεια, ο Ιησούς πρέπει να βεβαιώσει και την ίδια στιγμή να αρνηθεί τη Βασιλεία του, που είναι μακρινή («ουκ εστί εκ του κόσμου τούτου») αλλά και πολύ κοντινή («εντός υμών εστι», Λκ. 17,21). Από τη σκοπιά του δικαίου, η μαρτυρία του δεν μπορεί παρά να ξαστοχήσει και καταλήγει σε παρωδία: ο πορφυρός μανδύας, το ακάνθινο στεφάνι, το καλάμι που παριστάνει το σκήπτρο, οι φωνές, «Κρίνε ημάς»! Εκείνος –που δεν έχει έρθει να κρίνει τον κόσμο, αλλά να τον σώσει– βρίσκεται εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να λογοδοτήσει σε μια δίκη, να υποταχθεί σε μια κρίση, την οποία πάντως το alter ego του, ο Πιλάτος, δεν εκφέρει, δεν μπορεί να εκφέρει. Δικαιοσύνη και σωτηρία δεν μπορούν να συμβιβαστούν, καταλήγουν κάθε φορά να αλληλοαποκλείονται και να αλληλοεγκαλούνται. Η κρίση είναι εξίσου αμείλικτη όσο και ανέφικτη, γιατί σε αυτήν τα πράγματα εμφανίζονται χαμένα και μη διασώσιμα· η σωτηρία είναι σπλαχνική κι ωστόσο ανεπαρκής, γιατί σ’ αυτήν τα πράγματα εμφανίζονται ως αδύνατο να τεθούν σε κρίση. Γι’ αυτό και πάνω στον λεγόμενον Λιθόστρωτον, εβραϊστί δε Γαββαθά, δεν έχουν θέση –τουλάχιστον όσον αφορά τον Πιλάτο– μήτε η κρίση μήτε η σωτηρία: και οι δύο καταλήγουν σε ένα κοινό, αναποφάσιστο και μη αποφασιστικό non liquet.

Η μαρτυρία, εδώ και τώρα, για την αλήθεια της Βασιλείας που δεν είναι εντεύθεν, προϋποθέτει την αποδοχή του γεγονότος ότι αυτό που θέλουμε να σώσουμε μας κρίνει· καθώς ο κόσμος, μέσα στην παροδικότητά του, δε θέλει τη σωτηρία αλλά τη δικαιοσύνη: και τη θέλει ακριβώς επειδή δεν ζητά να σωθεί. Ως μη διασώσιμα, τα πλάσματα κρίνουν την αιωνιότητα: αυτό είναι το παράδοξο που στο τέλος, ενώπιον του Πιλάτου, αφαιρεί τον λόγο από τον Ιησού. Εδώ είναι ο σταυρός, εδώ είναι η ιστορία.

Ο αξεδιάλυτος, όπως υπονοείται, χαρακτήρας της συνάντησης ανάμεσα στους δύο κόσμους κι ανάμεσα στον Πιλάτο και τον Ιησού, επιβεβαιώνεται στις δύο ιδέες-κλειδιά της νεωτερικότητας: ότι η ιστορία «δικάζει» κι ότι, αφού αυτή η δίκη δεν καταλήγει σε μια ετυμηγορία, είναι μια κατάσταση διαρκούς κρίσης. Από την άποψη αυτήν, η δίκη του Ιησού είναι μια αλληγορία για την εποχή μας που, όπως κάθε ιστορική εποχή που σέβεται τον εαυτό της, θα έπρεπε να έχει την εσχατολογική μορφή μιας «καινούργιας ημέρας» (novissima dies), όμως η προοδευτική και σιωπηρή απαλοιφή του δόγματος της καθολικής Τελικής Κρίσης –για την οποία η Εκκλησία δεν θέλει πλέον να γίνεται λόγος– της στέρησε την μορφή αυτή. Όπως στην ιατρική, έτσι και στην θεολογική παράδοση, ο όρος «κρίση» είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένος με μια ορισμένη χρονική στιγμή: με τις «κρίσιμες ημέρες» (dies decretorii), όταν ο γιατρός «κρίνει» αν ο ασθενής θα επιβιώσει, και με την τελευταία ημέρα, που συμπίπτει με το τέλος του χρόνου ή εκείνου που θα πρέπει να κριθεί. Γράφει ο Ακινάτης:

«Η κρίση αφορά το τέλος, εκείνο δια του οποίου τα πράγματα φτάνουν στο τέρμα τους (Summa Theol., Suppl., ερ. 88, άρ. 1) [...] Δεν μπορεί να κριθεί κάτι το μεταβλητό πριν από την ολοκλήρωσή του [...] γι’ αυτό είναι αναγκαίο η τελική κρίση να λάβει χώρα την τελευταία ημέρα, γιατί μόνο τότε μπορεί να κριθεί πλήρως και σαφώς αυτό που αφορά σε κάθε άνθρωπο». (Summa Theol., ΙΙΙ, ερ. 59, άρ. 5)

Όπως το τραύμα στην ψυχανάλυση, έτσι και η κρίση, που είχε εκτοπιστεί από την τρομερή της θέση, εμφανίζεται εκ νέου με παθολογική μορφή, σε κάθε πεδίο και ανά πάσα στιγμή. Διαχωρισμένη από την «αποφασιστική ημέρα», μεταμορφώνεται σε μια μόνιμη κατάσταση. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα τής μια για πάντα απόφασης χάνεται, και η αδιάκοπη απόφαση δεν αποφασίζει, αυστηρά μιλώντας, το παραμικρό. Ή ακόμα, όπως συνέβη στον Πιλάτο, μεταστρέφεται αιφνίδια σε καταστροφή. Ο αναποφάσιστος –ο Πιλάτος– δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να λαμβάνει αποφάσεις, ο αποφασισμένος –ο Ιησούς– δεν έχει να λάβει καμιά απόφαση.


Αποσπάσματα από το βιβλίο: Giorgio Agamben, Πιλάτος και Ιησούς, μετάφραση Δέσποινα Λαμπαδά, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 80, που μόλις κυκλοφόρησε.


Πηγή Αναγνώσεις της Κυριακάτικης "Αυγής"

Εικόνα: π. Σταμάτης Σκλήρης, Η Ανάσταση.

Αντι-Οιδίπους, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: 7 ερμηνευτικά κλειδιά (Ονειρμάρξ)


Στη σειρά εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν από το Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής και τη Λέσχη Νέων Χεγκελιανών (http://bestimmung.blogspot.gr/2015/12/blog-post.html), με θέμα το έργο των Deleuze-Guattari Αντι-Οιδίπους, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, πραγματοποιήθηκαν τρεις συναντήσεις, μία για το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου για τις Επιθυμητικές Μηχανές, μία για τους Άγριους (προκρατικές κοινότητες) και τους Βάρβαρους (πρωτο-κρατικές) και μία για τους Πολιτισμένους (κεφαλαιο-κρατικές κοινωνίες).

Ο συνblogger Γιάννης Δ. ανέβασε τις δύο εισηγήσεις που ο ίδιος έκανε

1. Ψυχανάλυση και Οικογενειοκρατία (1η συνάντηση)

2. Η ''πολιτισμένη"' καπιταλιστική μηχανή (3η συνάντηση)

Η δική μου συμμετοχή στην 1η, τη 2η και την 3η συνάντηση, βασίστηκε σε εισηγήσεις σε μορφή σημειώσεων που λόγω έλλειψης χρόνου δεν κατέγραψα σε τρία διακριτά κείμενα. Σε αυτή την ανάρτηση θα προσπαθήσω πολύ συνοπτικά να προτείνω 7 ερμηνευτικά κλειδιά για μια κατανόηση του βιβλίου. Παραλείπω πολλές προοπτικές και συμπεράσματα, όπως για παράδειγμα τις θέσεις των Deleuze-Guattari για τον άξονα νεύρωση-διαστροφή-ψύχωση σε σχέση με την παγκόσμια ιστορία της επιθυμίας, αλλά και, κατά τα άλλα αναγκαίες, γενεαλογικές συσχετίσεις κυρίως με Freud-Lacan. (Για μια εισαγωγή του ίδιο του Deleuze στη προβληματική του Αντι-Οιδίποδα, βλ. http://bestimmung.blogspot.gr/2015/12/two-regimes-of-madness.html).

Στο πρώτο κεφάλαιο πάνω στις Επιθυμητικές Μηχανές, οι D+G παρουσιάζουν τις ''τρεις συνθέσεις του ασυνειδήτου", τις τρεις στιγμές της επιθυμητικής παραγωγής. Παραγωγή παραγωγής (σύνδεση, και...και), παραγωγή καταγραφής (διάζευξη, ή...ή), και παραγωγή κατανάλωσης (...ώστε λοιπόν). Λακανικά μιλώντας, οι στιγμές αυτές σχετίζονται αντίστοιχα με το Πραγματικό του Σώματος, τον Συμβολικό Νόμο και τον Ευνουχισμό, τέλος με τη Φαντασίωση και το Φαντασιακό - στους Deleuze-Guattari, σε αντίθεση με την κυρίαρχη πλευρά του έργου του Lacan, δεν έχουμε μια φαντασιωτική σταθερά, αλλά μια πραγματική παραγωγή φαντασιώσεων και φαντασιακών ταυτίσεων, δηλαδή υποκειμενοποιήσεων, που ταλαντεύεται ανάμεσα στο παρανοϊκό κλείσιμο και τη σχιζοφρενοποίηση. Επιπλέον, αυτές οι συνθέσεις σχετίζονται με τις ''συνθέσεις του Χρόνου'' του Deleuze (βλ. κυρίως στο Διαφορά και Επανάληψη), δηλαδή με τη σύνθεση του παρόντος (και την αντιληπτική συνήθεια), τη σύνθεση του παρελθόντος (μνημονική εγγραφή) και τη σύνθεση του μέλλοντος (αιώνια επιστροφή της υποκειμενοποίησης).

Αυτή τη θεωρητική αντίληψη τη χαρακτηρίζουν οι παρακάτω τομές με όλη την προηγούμενη παράδοση φροϋδο-μαρξισμού και λακανισμού:

1. Μετατοπίζοντας το πεδίο ορατότητας από την αναπαράσταση της επιθυμίας στην παραγωγή της επιθυμίας, επιδιώκουν μια ιστορικο-υλιστική αντίληψη της επιθυμίας, μια στροφή ανάλογη με εκείνη των Marx-Engels από το ''εποικοδόμημα'' των ιδεολογικών αναπαραστάσεων στην οικονομική βάση. Η ''επιθυμητική παραγωγή'' ανήκει στην υλική βάση της κοινωνίας, γράφουν. Η ιστορία της επιθυμητικής παραγωγής στη σχέση της με την κοινωνική παραγωγή (παραγωγικές δυνάμεις με την κλασική έννοια), δίνει το ''κλειδί'' κριτικής στις μυθολογικές, θεολογικές, νομικοπολιτικές και ιδεολογικές κοινωνικές αναπαραστάσεις και παραμορφώσεις.

2. Η επιθυμητική παραγωγή αποτελεί την παραγωγή της x-επιθυμίας, της επιθυμίας στη δυνητικότητά της, τον πραγματο-λογικό, και όχι απλώς λογικό, όρο δυνατότητας της α, β, γ επιθυμίας. Η δύναμη να επιθυμείς, η ικανότητα να επιθυμείς, προηγείται πραγματικά και λογικά της ικανότητας να επιθυμείς κάτι το ορισμένο. Η στροφή αυτή από τις επιμέρους επιθυμίες στον πραγματολογικό όρο δυνατότητας της επιθυμίας, την επιθυμητική παραγωγή των επιμέρους επιθυμιών, είναι ανάλογη με τη καντιανή κριτική στροφή από την α, β, γ, δ εμπειρία στους όρους δυνατότητας της εμπειρίας. Είναι επίσης ανάλογη με τη σύλληψη της libido από τον Freud σαν αφηρημένης ποσότητας και υποκειμενικής ουσίας - όρο δυνατότητας των επιμέρους επενδύσεων της επιθυμίας, και ανάλογη με τη σύλληψη του Marx της (κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης) Εργασίας ως αφηρημένης ποσότητας και υποκειμενικής παραγωγικής ουσίας - όρο δυνατότητας των επιμέρους παραγόμενων εμπορευμάτων.

3. Η σχιζοφρένεια και ευρύτερα η ψύχωση (το εκκρεμές παράνοια-σχιζοφρένεια) χρησιμοποιείται, με συγκεκριμένες αναφορές στον Lacan, ως η πλησιέστερη προς το Πραγματικό (πέρα από το Συμβολικό και το Φαντασιακό) υποκειμενοποίηση, και άρα μετα-μοντέλο κατανόησης όλων των υποκειμενοποιήσεων. Άρα, ως η ''βασιλική οδός'' κατανόησης της ίδιας της πληθωρικής επιθυμητικής παραγωγής πέρα από τις εδαφικοποιήσεις (σταθμεύσεις) και κωδικώσεις (αναπαραστάσεις και ταξινομήσεις) της επιθυμίας. Η Παγκόσμια Ιστορία της Επιθυμίας οδηγεί στην αναδρομική επίγνωση ότι ήδη-πάντα η επιθυμητική παραγωγή ήταν μια διαδικασία σχιζοφρενοποίησης πίσω από τις ιδεολογικές της μορφές.

4. Η ''θεμιτή χρήση του ασυνειδήτου'' αφορά μια επιθυμητική στάση σύμφωνη με τις ενύπαρκτες στην επιθυμητική παραγωγή στιγμές-συνθέσεις. Η ''αθέμιτη χρήση του ασυνειδήτου'' αφορά μια επιθυμητική στάση που παραμορφώνει αναπαριστώντας τις ενύπαρκτες αυτές συνθέσεις. Βλέπε πίνακα στο τέλος του παραπάνω κειμένου Ψυχανάλυση και Οικογενειοκρατία για τους 5 παραλογισμούς. Κάθε κρατική οργάνωση βασίζεται σε αυτούς τους 5 παραλογισμούς-παραμορφώσεις της επιθυμίας. Κάθε μη κρατική κοινοτική οργάνωση βασίζεται σε μια όσο το δυνατό πιο ''θεμιτή'' κοινωνική θέσμιση της επιθυμίας. Δηλαδή μια όσο το δυνατόν πιο ανοιχτή στην πολυσημία, νομαδική, μερική και μη εξειδικευμένη, εγκλειστική και μη περιοριστική θέσμιση της επιθυμίας. Το παράδειγμα που χρησιμοποίησα εδώ είναι η Παρισινή Κομμούνα, με αιρετά και ανακλητά αξιώματα, πολυεθνικό προσανατολισμό κ.α.

5. Οι ''Άγριοι'' (προκρατικές κοινότητες) είναι η κοινωνική οργάνωση της επιθυμίας στις οποίες ηγεμονεύει η Σύνδεση-παραγωγή παραγωγής (λιβιδινική σύνδεση και....και....), στους ''Βάρβαρους'' (πρωτοκρατικές κοινότητες) ηγεμονεύει η Διάζευξη-παραγωγή καταγραφής (διάζευξη Κώδικα-Πραγματικού και κατανομή του εγγεγραμμένου σε είτε...είτε), και στους ''Πολιτισμένους'' η Σύζευξη (υποκειμενοποίηση και αναδρομικό ''ώστε λοιπόν''). Δηλαδή, στους Άγριους ηγεμονεύει η παραγωγή παραγωγής (1 σύνθεση), στους Βάρβαρους η παραγωγή καταγραφής της καταγραφής (2η σύνθεση, Υπερ-κώδικας και υπερ-καταγραφή, κώδικας των κωδίκων = Κράτος), και στους Πολιτισμένους η παραγωγής της κατανάλωσης της κατανάλωσης (3η σύνθεση, η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, που σχετίζεται με τον αυτοερωτικό ναρκισσισμό). Αυτός ο αναδιπλασιασμός των όρων παραγωγή, καταγραφή, κατανάλωση (παραγωγή παραγωγής, καταγραφή καταγραφής, κατανάλωση κατανάλωσης), οφείλεται στο ότι σε κάθε στιγμή της επιθυμητικής παραγωγής ενυπάρχουν οι άλλες δύο, όπως φαίνεται ήδη με μια προσεκτική ανάγνωση του 1ου Κεφαλαίου. Άρα έχουμε 3 επί 3 = 9 διαστάσεις. Για παράδειγμα, και οι ''Άγριοι'' έχουν κώδικες εγγραφής της επιθυμίας, και στιγμή κατανάλωσης και ομαδικών φαντασιώσεων, και οι ''Βάρβαροι'' έχουν παραγωγικές συνδεσμολογίες επιθυμίας και κατανάλωση, και οι ''Πολιτισμένοι'' έχουν στιγμή εγγραφής σε κώδικες, κ.ο.κ. 9 διαστάσεις θα απορρέουν, σύμφωνα με την λακανική ορολογία, από την τριάδα Πραγματικό - Συμβολικό - Φαντασιακό. Με βάση τη σχέση με τις ''συνθέσεις του Χρόνου'', οι 3 διαστάσεις του χρόνου αποτελούν 9 διαστάσεις του Χρόνου, και έχουμε στους Άγριους μια ηγεμονία του παρόντος παρόντος, στους Βάρβαρους μια κυριαρχία του παρελθόντος παρελθόντος, και στους Πολιτισμένους μια ηγεμονία του μέλλοντος μέλλοντος. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ζουν κατά κύριο λόγο σε ένα διαρκές παρόν, οι πρωτοκρατικοί υπήκοοι σε ένα καταγεγραμμένο από το Κράτος αρχειακό παρελθόν, και οι ιδιώτες του καπιταλισμού χάνουν κάθε ιστορική μνήμη, ζώντας σε ένα διαρκές μέλλον που αποδομεί διαρκώς το παρόν και το παρελθόν.

6. Όλη η διαχρονική ιστορία της επιθυμίας βασίζεται σε ένα συγχρονικό εκκρεμές παράνοιας-σχιζοφρένειας. Η επιθυμητική παραγωγή ως διαδικασία γεννά μια στιγμή εμμένειας-κοινού πεδίου παραγωγικής διαδικασίας-προϊόντος, που οι Deleuze-Guattari ονομάζουν ''σώμα δίχως όργανα''. Πρόκειται για το σώμα που απολαμβάνει σε διάκριση από το τί απολαμβάνει. Η παρανοϊκή αναδίπλωση απωθεί με μια μανία καταδίωξης τα επιμέρους αντικείμενα της επιθυμίας (προϊόντα) για να εξασφαλίσει μια αυτάρκεια του σώματος που απολαμβάνει σαν αυτό να ήταν αρραγές. Η επανασύνθεση, ως αντίρροπη κίνηση, των επιθυμητικών οργάνων-ροών-προϊόντων και της επιθυμητικής παραγωγής γίνεται μέσω της θαυματοποιητικής-φετιχιστικής λειτουργίας, που ενοποιεί σώμα δίχως όργανα-επιμέρους επιθυμητικές μηχανές σε μια ''φετιχοποιημένη επιφάνεια καταγραφής'', που έρχεται να ενσαρκώνει την x-επιθυμία, το αίτιο-Φετίχ της επιθυμητικής παραγωγής, ενώ αυτή η επιφάνεια-σύνθεση δεν είναι στη πραγματικότητα αίτιο αλλά μόνο αποτέλεσμα και προϊόν της επιθυμητικής παραγωγής (αυτή η παραγνώριση και αντιστροφή αιτίου-αποτελέσματος ορίζει το φετιχισμό). Έτσι οι ''Άγριοι'' έχουν τα μικροφετίχ τους πάνω στην φετιχοποιημένη επιφάνεια της Μητέρας Φύσης/Γης , το σώμα του Θεού-Τυράννου είναι το κεντρικό Φετίχ των ''Βαρβάρων'', ενώ το Χρήμα-Κεφάλαιο γίνεται το αντικειμενοποιημένο φετίχ των πολιτισμένων σε έναν, θα έλεγα, ''διαφορικό φετιχισμό'' (Χρήμα-Εμπόρευμα-Περισσότερο Χρήμα, Χ-Ε-ΔΧ), και με βάση μια ''αξιωματική των αφηρημένων ποσοτήτων'' (βλέπε παραπάνω το κείμενο για την ''πολιτισμένη καπιταλιστική μηχανή'').

7. Στους ''Άγριους'', το Οιδιπόδειο δεν έχει ακόμα έρθει, είναι ένα όριο που διαρκώς τους απειλεί και το απωθούν, αποφεύγοντας την πραγμάτωση της πραγματικής δυνατότητας του Δεσποτικού Πατριαρχικού Σημαίνοντος, της ανάδυσης Κράτους - το Οιδιπόδειο υπάρχει στο Πραγματικό ως δυνητικότητα, δεν υπάρχει όμως ως Συμβολικός Νόμος του Πατριάρχη-βασιλιά και ως Φαντασιακό βίωμα. Οι επιθυμητικές ροές που αποκλίνουν από την οργάνωση των αγρίων δημιουργούν ανταγωνισμούς (προσώπων, ιδιοκτησίας - βλέπε καστικές και ταξικές συγκρούσεις, εμπορικών ροών κ.α), και οδηγούν στην υπεροργάνωση-υπερκωδίκωση των ροών που ξεφεύγουν σύμφωνα με το Δεσποτικό Σημαίνον - το Κράτος. Στους ''Βάρβαρους'' το Οιδιπόδειο ως Συμβολικό κατώφλι καταλαμβάνεται, ο συμβολικός Νόμος εγκαθιδρύεται, όμως ακόμα το Οιδιπόδειο δεν είναι φαντασιακά και σε κάθε υποκειμενικότητα ατομικά βιωμένο-ενσωματωμένο. Στους ''Πολιτισμένους'', το Οιδιπόδειο βιώνεται φαντασιακά και ατομικά, με την εξατομίκευση του Νόμου ως εσωτερικού Νόμου στο κάθε νεωτερικό αυτό-νομο υποκείμενο. Το Οιδιπόδειο ιδιωτικοποιείται και δεν είναι πια ένας εξωτερικός προς το κάθε άτομο Νόμος του Πατριάρχη-βασιλιά, αλλά φαντασιακά βιώνεται ως ατομικός μύθος του κάθε υποκειμένου. Όμως, πέρα από την οιδιπόδεια-οικογενειοκρατική φαντασίωση, η διαρκής παραγωγή φαντασιώσεων σηματοδοτεί μια επιστροφή στο αν-οιδιπόδειο Πραγματικό της επιθυμητικής παραγωγής υπό το πρίσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στην παρανοϊκή-φαντασιακή πληρότητα και τη σχιζοφρενοποίηση της πολυκερματισμένης και πολυδιάστατης υποκειμενικότητας. Ανάμεσα δηλαδή στους νεο-φονταμενταλισμούς και τους νομαδικούς πολυπολιτισμούς, με σημείο ισορροπίας διαστροφικές επανεδαφικοποιήσεις της επιθυμίας που περιστρέφονται κατά κανόνα γύρω από το Χρήμα-Κεφάλαιο ως φετίχ.

Υπό αυτή τη προοπτική το Οιδιπόδειο όπως το γνωρίζουμε σήμερα ιστορικοποιείται και οδηγείται στην αυτο-κριτική του, έρχεται στο τέλος και όχι στην αρχή της ιστορίας παραμόρφωσης της επιθυμίας, ως επιστέγασμα μιας πορείας εσωτερίκευσης στο υποκείμενο όλης της ιστορίας της παραμόρφωσης (όριο του Πραγματικού, όριο του Συμβολικού, όριο του Φαντασιακού).