Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

To φάντασμα του 1989, το καλοκαίρι του 2015



 των Χρήστου Λάσκου και Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ, σε συνεργασία με το RedNotebook, το βιβλίο με τίτλο «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ», που επιμελήθηκαν οι Χρήστος Λάσκος και Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος. Υπό το πρίσμα ενός αγώνα γύρω από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκε πριν και κατά τη διάρκεια της εφτάμηνης κυβερνητικής θητείας, το βιβλίο επιχειρεί να συμβάλει στη συζήτηση για τις μεθοδεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, την ακύρωση της νίκης στο δημοψήφισμα, τη διάσπαση και τη συστημική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν οι εξελίξεις αυτές προδιαγεγραμμένες ή επρόκειτο για κεραυνό εν αιθρία; Μπορούμε πράγματι να μιλάμε για ήττα σε μια «σκληρή διαπραγμάτευση» ή έχουν δίκιο όσοι μιλούν απλουστευτικά για «προδοσία»; Οι απαντήσεις που προτείνονται δεν αφορούν μόνο όσα προηγήθηκαν, αλλά κυρίως τη συνέχεια, σε μια συγκυρία που επιβεβαιώνει διαρκώς ότι ο «ιστορικός συμβιβασμός» με τη βαρβαρότητα είναι ανέφικτος. Το κείμενο που ακολουθεί, και που δημοσιεύεται σήμερα στις ιστοσελίδες RedNotebook, k-lab και YaBasta, και την εφημερίδα Πριν, είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου.

 

O ΣΥΡΙΖΑ διέγραψε μια ραγδαία ανοδική τροχιά, ως πείραμα ενότητας της Αριστεράς που ανέδειξε την κρίση εκπροσώπησης στην Ελλάδα ήδη από το 2007, προσπαθώντας επιπλέον να υπερβεί την ιστορική αποτυχία της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς και της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας να διατυπώσουν μια υπερεθνική απάντηση στην οικονομία, στα χρόνια που ένας διεθνοποιημένος χρηματιστικός καπιταλισμός εξουδετέρωνε την εθνική-κεϋνσιανή συναίνεση των Χρυσών Τριάντα χρόνων.

Με τη νίκη του, τον Ιανουάριο του 2015, φαινόταν να ξεπερνιέται το τραύμα της ήττας του 1949· αυτό που αποδείχτηκε ανυπέρβλητο, ωστόσο, ήταν το τραύμα του 1989 – ο ρεαλισμός του Δεν Υπάρχει Εναλλακτική. Όχι μόνο, και σίγουρα όχι κυρίως, με ιδεολογικούς όρους. Αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε τη σημασία της οικοδόμησης μιας κοινωνικής αντιεξουσίας που θα στήριζε ένα εγχείρημα ρήξης, μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον που την καθιστούσε αναπόφευκτη.

Για πολύ καιρό πριν από τις εκλογές, πολλοί υποστήριξαν ότι το εγχείρημα αυτό –μια αριστερή κυβέρνηση σε ένα καπιταλιστικό κράτος και εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης–, ήταν πρωτότυπο σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν υπήρχαν οι θεωρητικές επεξεργασίες που θα υποδείκνυαν πιθανούς δρόμους· για άλλους, πάλι, το πρόβλημα ήταν γενικώς ο ευρωκομμουνισμός. Τουλάχιστον όμως μια συγκεκριμένη εκδοχή αυτού του τελευταίου προειδοποιούσε πως, «αν περιοριστούμε στο πεδίο του κράτους, ακόμα και υιοθετώντας τη λεγόμενη στρατηγική ρήξης, θα γλιστρήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε στη σοσιαλδημοκρατία: εξαιτίας του ίδιου του βάρους της υλικής υπόστασης του κράτους, η αλλαγή του εσωτερικού στο κράτος συσχετισμού δυνάμεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με τη στήριξη στους αγώνες και τα κινήματα που υπερβαίνουν το κράτος»[1]. Η προειδοποίηση αυτή δεν εισακούστηκε – και όχι μόνο λόγω του ανελαστικού πολιτικού χρόνου.

Η υποκατάσταση του κόμματος, και μέσω αυτής, η υποκατάσταση της εμπλοκής των πολλών από την κοινοβουλευτική διαδικασία και τους κρατικούς μηχανισμούς, η απουσία συλλογικότητας και κεντρικού σχεδιασμού, και αντ’ αυτών, η πλήρης διαμερισματοποίηση (κάθε υπουργός, βουλευτής και κομματικό στέλεχος αποκομμένοι στον ιδιαίτερο τομέα ευθύνης τους), αλλά και η ένταξη κομματικών στελεχών και βουλευτών στο σύστημα κόμματος-κυβέρνησης με αυστηρά ατομικούς ρόλους, ήταν οι αρμοί στο μηχανισμό νομιμοποίησης μιας εκφυλιστικής λειτουργίας, που κόστισε τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο κόμμα – στο φόντο του κατεπείγοντος: να κερδηθεί κι έπειτα να διατηρηθεί, κυριολεκτικά πάση θυσία, η κυβέρνηση που θα τελείωνε με τα Μνημόνια.

Mε τους αντιπάλους της να έχουν έτοιμη την προληπτική οχύρωσή τους ήδη από το 2012 μπροστά στην πιθανή εξάπλωση του «ιού ΣΥΡΙΖΑ», η κυβέρνηση αυτή δεν ήταν καταδικασμένη να κερδίσει. Κάθε άλλο. Όμως η ήττα της, ήττα που δυσχεραίνει την προοπτική κάθε εκδοχής Αριστεράς στην Ελλάδα για άδηλο διάστημα, δεν οφείλεται μόνο στις σοβαρές αντικειμενικές δυσκολίες, αλλά και στην ίδια την πολιτική της: μια πολιτική που, σε όλες τις πτυχές που προαναφέραμε, αποφασίστηκε από το ίδιο πολιτικό κέντρο και επιβλήθηκε άλλοτε με αυθαιρεσίες και άλλοτε από τη ροή των πραγμάτων. Είναι στην πολιτική αυτή που οφείλεται, πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο, η καταστροφική διαχείριση της ήττας της 12ης Ιουλίου.

Η διαχείριση αυτή δεν ήταν αναπόφευκτη. Την επαύριο του νικηφόρου δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία, παρουσιάζοντάς της την κατάσταση ως είχε – χωρίς εξιδανικεύσεις, εφησυχασμούς και δημαγωγίες. Θα μπορούσε να είχε υπερασπιστεί τη θέση ότι το νόμισμα δεν συνιστούσε γι’ αυτήν ταμπού, και την τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα, ότι για τον ίδιο και την Αριστερά η κυβέρνηση δεν ήταν αυτοσκοπός. Με αυτή την έννοια, η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε παραιτηθεί, διασφαλίζοντας την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ, άρα και τις προϋποθέσεις επανόδου του, χωρίς πλέον τις αυταπάτες ενός απλοϊκού αντιμνημονιακού κυβερνητισμού. Αντί γι’ αυτά, προτιμήθηκε η εξιδανίκευση της ήττας στη διαπραγμάτευση, η παραμονή στην εξουσία πάση θυσία, η δαιμονοποίηση των διαφωνούντων και η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ: η προσχώρηση, τελικά, σε έναν μνημονιακό κυβερνητισμό, και μέσω αυτού, στο ιδεολογικό και πολιτικό σύμπαν των πολιτικών αντιπάλων του κόμματος.

[…] Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα, στη δύσκολη νέα συγκυρία.

Με τη λιτότητα και την κρίση εκπροσώπησης να δημιουργούν μια εκρηκτική κατάσταση, που μεσοπρόθεσμα μπορεί να ευνοήσει τη ναζιστική Ακροδεξιά, ο δρόμος για τη συνέχεια περνά από τη σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική, τη διαρκή αντίθεση στο Μνημόνιο και την κινηματική ανυπακοή. Σε πολιτικό επίπεδο, περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός ενωτικού μετώπου από όλες τις αριστερές αντιμνημονιακές δυνάμεις και την ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών: για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης και των εργατικών δικαιωμάτων, για την προστασία της πρώτης κατοικίας από τις αρπακτικές διαθέσεις των τραπεζών, για την αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, πολλά από αυτά συμβαίνουν ήδη.

H πρόκληση για την Αριστερά είναι να σκεφτεί το περιεχόμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού σήμερα, αν η επιδίωξη των κυρίαρχων κύκλων της Ένωσης δεν είναι τόσο η εκδίωξη της Ελλάδας, το Grexit, όσο το να καταστεί αδύνατη η επιβίωσή της εκτός ευρώ, όσους βαθμούς αυτονομίας και αν αποκτήσει η οικονομία της. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι η ρήξη με την Ευρωζώνη δεν αποτελεί μια ηρωική στιγμή, αλλά μια μακρά διαδικασία, που βραχυπρόθεσμα μας υποχρεώνει να σκεφτούμε τι απαιτεί αυτή η επιβίωση: με ποιους όρους η πολιτική εκπροσώπηση μπορεί να σημαίνει πραγματική κοινωνική ισχύ για τους ανθρώπους και όχι απλά κατάληψη θέσεων στη Βουλή και τους κρατικούς μηχανισμούς […] Το να σκεφτεί κανείς μετά την Ευρωζώνη, που είναι επιβεβλημένο, σημαίνει να σκεφτεί πέρα από το επίσημο (καπιταλιστικό) οικονομικό κύκλωμα, που στην Ελλάδα έχει συνδέσει την επιβίωσή του με τη Μεγάλη Ιδέα του ευρώ.

Γράφουν: Γιάννης Αλμπάνης, Γιάννος Γιαννόπουλος, Νίκος Γιαννόπουλος, Αλέξανδρος Ζαχιώτης, Ηλίας Ιωακείμογλου, Ανδρέας Καρίτζης, Τόνια Κατερίνη, Κυριακή Κλοκίτη, Χρήστος Λάσκος, Αλέξης Μπένος, Στρατής Μπουρνάζος, Νίκος Νικήσιανης, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Νίκος Σαμανίδης, Πέτρος Σταύρου, Ντίνα Τζουβάλα, Στέφανος Τυροβολάς, Ηλία Χρονόπουλος

Σκίτσα: Τάσος Αναστασίου

________________________________________________

[1] Νίκος Πουλαντζάς στο: Λ. Αλτουσέρ, Ε. Μπαλιμπάρ, Ν. Πουλαντζάς, Μ. Εντελμάν, Συζήτηση για το Κράτος (μετάφραση:. Α. Χρυσικόπουλος, Δ. Ψαρράς, Αγώνας, 1980


Πηγή Red NoteBook