Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Κοκτέιλ Ομπλόμοφ: 1, 2, 3 και 4 (ακατάσχετη φλυαρία περί επιφανειακών θεμάτων)


----------------------------------- I --------------------------------------

«Για το γιόκα μου θλίβομαι, πατερούλη, ένα τρίχρονο ήταν, παρά τρεις μήνες θα ήταν τριών χρονών. Για το γιόκα μου βασανίζομαι, πάτερ, για το γιόκα μου. Ήταν ο τελευταίος που μας είχε μείνει, τέσσερεις είχαμε με τον Νικίτουσκα, αλλά δεν μας μένουν τα παιδιά, δεν μας μένουν, οσιώτατε, δεν μας μένουν. Τους τρεις πρώτους τους έθαψα, δεν θλίφτηκα τόσο, ενώ αυτόν τον τελευταίο τον κήδεψα και δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Σαν να στέκεται εδώ μπροστά μου, δεν φεύγει. Μου μάρανε την ψυχή. Κοιτάζω τα ρουχαλάκια του, το πουκαμισάκι ή τα παπουτσάκια του και θρηνώ. Απλώνω ό, τι άφησε πίσω του, κάθε πραγματάκι, το κοιτάζω και θρηνώ».


Όταν δεν έχεις τίποτε να πεις είναι καλύτερα, ίσως, να σωπαίνεις. Για όποιον τουλάχιστον θεωρεί ότι οι απέραντες κενολογίες στερούνται νοήματος. Μια φορά λοιπόν θα μιλήσω -επί προσωπικού, όπως λένε- και θα επιστρέψω στη σιωπή. Του εξαιρετικά συμπαθούς -καίτοι σοσιαλιστή- Ονειρμού του χρωστoύσα ένα κείμενο, για το οποίο κατάλαβα ότι πιθανότατα δε θα ολοκληρωνόταν μέχρι να ζήσουνε (τα 'γγόνια μας) τη λαϊκή εξουσία. Έπειτα από περιπλάνηση σε διάφορους τίτλους, σκόπευα να το ονομάσω "Από τον Στάλιν στον Γκορμπατσώφ: Χωρίς Επιστροφή" - αλλά πήγε στράφι, όπως είπαμε. Παραήμουν κουρασμένος για να το φέρω εις πέρας, να πούμε, πέρα από κάποιες καταγεγραμμένες σκόρπιες σκέψεις. Δεν απαντάς με συνθήματα -που άλλη δουλειά δεν κάνουν απ' το να μακιγιάρουν την άγνοια και να επιδεικνύουν τις όποιες λογοτεχνικές αρετές- σε κάποιον που έχει καταπιεί όλη τη μαρξιστική βιβλιογραφία. Δεν αρμόζει στην περίσταση μια τέτοια απόκριση. Τελικά ο όποιος προβληματισμός ενσωματώθηκε σε αυτό το κείμενο, το οποίο ξεκίνησα να γράφω αρχές Οκτώβρη (η ιστορία βέβαια ξεκίνησε ήδη από τον Ιούλη με το κείμενο της Παρτάλιοφ) με στόχο να δημοσιευθεί ως το τέλος του μήνα, και έπειτα την ημέρα της συμπλήρωσης δύο χρόνων του ιστολογίου (γύρω στα μέσα Νοέμβρη), και τέλος την συμβολικά φορτισμένη μέρα της 6ης Δεκεμβρίου, αλλά όπως τα κατάφερα δηλώνω ικανοποιημένος που ήρθε στην επιφάνεια οριακά εκτός της επόμενης προθεσμίας, αυτής των χριστουγέννων, μιας επίσης πολύ σημαντικής στιγμής για την υπόθεση του σοσιαλισμού, κατά την οποία οι μάγοι έσπασαν τον νόμο της αξίας με τα δώρα τους στο βρέφος.

Είναι αλήθεια πως ο απολογισμός του -με αφορμή τα δυο χρόνια του ιστολογίου του- μου κίνησε το ενδιαφέρον, ίσως λόγω των ομοιοτήτων μεταξύ δυο αποκλινουσών γραμμών. Συμπληρώθηκαν μόλις δυο χρόνια και από τη λειτουργία αυτού εδώ του μπλογκ. Ας θέσουμε λοιπόν το ερώτημα: Τι διαφοροποιεί μια ζωή από μιαν άλλη; [Όχι προς απάντηση]. Λοιπόν, η διαδρομή μου έχει ως εξής: από τη στιγμή που έπεσα πάνω στον Μαρξ, αισθάνθηκα την έλξη του. Ήμουν παντελώς αδιάφορος για την πολιτική, και άρα αρκετά τυχερός διότι τον αντιμετώπισα ως έναν [αστό] φιλόσοφο μεταξύ άλλων (μαζί με τον Νίτσε συντροφεύουν ως σήμερα την όποια σκέψη μου) - η σημασία ετούτης της ευτυχούς συγκυρίας έγινε κατανοητή σε μένα με τον καιρό, δεδομένου ότι δε συνάντησα κανέναν άλλο που να ασχολήθηκε με τον μαρξισμό εξαιτίας ευρύτερων ενδιαφερόντων: σκοπός όλων είναι να δικαιολογηθεί μια προηγηθείσα πρακτικο-πολιτική στράτευση.

Δεν υπήρξα ποτέ λενινιστής, μολονότι για ένα μικρό διάστημα έβλεπα με κριτική συμπάθεια τους μπολσεβίκους και τους πολιτικούς επιγόνους τους, ειδικά τους τροτσκιστές (για ευνόητους λόγους: δεν άσκησαν εξουσία, ο ηγέτης τους σκοτώθηκε από αμερικανούς πράκτορες). Θεωρούσα τον εαυτό μου τότε αριστερό ευρωκομμουνιστή, εμπίπτοντα στην παράδοση του "δημοκρατικού σοσιαλισμού". Συμπαθούσα τον ΣΥΝ, και όταν πέρασα στη σχολή, έπειτα από κανα τρίμηνο γράφτηκα στη νεολαία. Τη θυμάμαι ακόμη εκείνη τη βραδιά: σε τσιπουροκρασσάδικο, δέκα σύντροφοι να είναι καθισμένοι, κι εγώ να μιλώ λίγο, προβαίνοντας σε σκωπτικές παρατηρήσεις του στυλ: "μα εσείς να πούμε ψηφίσατε το Μάαστριχτ!" ή, "είστε τα δεκανίκια να πούμε του ΠΑΣΟΚ". Εν τέλει ο τότε γραμματέας είχε φρίξει, ρώταγε που τον βρήκαν αυτόν κλπ. Να σημειώσω μόνο πως υπήρξα διπλά τυχερός, διότι η συμμετοχή μου στη συγκεκριμένη οργάνωση παρέμεινε τυπική και υπερβολικά χαλαρή, ακόμη και για τα δεδομένα της. Ικανοποίησα την ανάγκη αίσθησης του ανήκειν σε μια συλλογικότητα αποφεύγοντας το χαμαλίκι (λούφα από αφισοκολλήσεις και λοιπές επαναληπτικές εργασίες). Στην ουσία η συμμετοχή μου περιορίστηκε στα εξής: ορισμένες φορές το χρόνο, εμφανίζομαι στις συγκεντρώσεις (πολιτικές κινήσεις τις λένε, νομίζω), ακούω σιωπηλός τους άλλους να μιλούν ακατάπαυστα (συνήθως τα τρία-τέσσερα ίδια άτομα, αλλά λίγοι είμαστε ούτως ή άλλως) λέγοντας ενδιαφέροντα πράγματα. Εγώ δεν επιθυμώ να παρέμβω, κι όταν ακόμη θέλω να πω κάτι, περιμένω υπομονετικά να μιλήσουν οι υπόλοιποι, και στο μεταξύ βαριέμαι ή κουράζομαι ή κάποιος άλλος με έχει καλύψει. Συχνά με παρακαλούν να τοποθετηθώ, ιδίως για θεωρητικά ζητήματα, οπότε προβαίνω σε αστεία εις βάρος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή, εναλλακτικά, εις βάρος του ΣΥΝ (διότι πάνω απ' όλα είμαστε δημοκράτες κι αυτοκριτικοί). Έπειτα εξαφανίζομαι για κανα τρίμηνο, και εμφανίζομαι απροσδόκητα κάποια άλλη στιγμή. Αυτό που μου άρεσε να κάνω είναι να υποστηρίζω την άποψη που κάθε φορά είναι σε δυσμένεια - κάποτε για παράδειγμα, στη διάρκεια του '11, είχα επιχειρηματολογήσει υπέρ της επιλογής εξόδου από το ευρώ υπό αριστερή κυβέρνηση, επειδή κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να το κάνει.

Όταν λοιπόν πέρασα στη σχολή, επειδή δεν υπήρχε σχήμα, σύχναζα στα τραπεζάκια των Κνιτών και των Εαακιτών, και προσπαθούσα να χτίσω γέφυρες διαλόγου μεταξύ τους. Μου φαινόταν παράλογο οι αριστεροί να είναι χωρισμένοι για ζητήματα που μου έμοιαζαν -τότε- τόσο σημαντικά όσο οι αψιμαχίες για το φύλο των αγγέλων. Φυσικά συμπαθούσα περισσότερο τους οππορτούνες των ΕΑΑΚ. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια και κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Η θέση μου εξελίχθηκε, αλλά δεν άλλαξε στις βασικές της γραμμές. Εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου σύγχρονο του αριστερού ευρωκομμουνισμού, δηλαδή σύγχρονο της προβληματικής του '68. Ο αντικομμουνισμός μου εντάθηκε, καθώς συνειδητοποίησα εδώ και καιρό ότι ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία είναι έννοιες αντίθετες, ή το ένα θα έχεις ή το άλλο. Ο σοσιαλισμός μου έμοιαζε όλο και περισσότερο η "αριστερή" εκδοχή του φασισμού, έτυχε άλλωστε κομμουνιστές φίλοι μου να έχουν παράξενες θέσεις για ταινίες (το Νησί των καταραμένων του Σκορσέζε, ένας Κνίτης φίλος μου το κατηγόρησε για αντισοβιετική προπαγάνδα επειδή... κάνει μια αναφορά σε σοβιετικά γκουλάγκ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας!), το παλαιστινιακό ("μακάρι να τους γ..ουν τους κ..εβραίους", "ένα καλό πήγε να κάνει ο Χίτλερ", "κ...λαός") και την ελευθερία σεξουαλικού προσανατολισμού ("τα πουστιλίκια προβάλλονται από την τηλεόραση και το σύστημα, είναι προϊόν της εκφυλισμένης αστικής τάξης") - καθόλου παράξενο δε μου φαίνεται που διάφορα μεταμοντέρνα υβρίδια έχουν ξεπηδήσει διεθνώς με τις πλέον "απίθανες" δοσολογίες Μουσσολίνι/Λένιν/Στράσσερ/Στάλιν (εθνικομπολσεβίκοι, στρασσερικοί κλπ). Κάπως έτσι κατέληξα να δηλώνω άθεος: όταν εννιά στους δέκα που πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού είναι σκοταδιστές, φανατικοί, ομοφοβικοί κι επιθυμούν την εξάλειψη του κράτους του Ισραήλ από το χάρτη, λες "δε γ....ται, καλύτερα, δεν αξίζει ν΄ ασχοληθεί κανείς". Ομοίως, όταν εννιά στους δέκα από τους αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές που τυχαίνει να γνωρίσεις είναι σκοταδιστές, φανατικοί, ομοφοβικοί και... επιθυμούν τον αφανισμό του Κράτους του Ισραήλ, πας πάσο. Κάπως έτσι εγκατέλειψα κάθε αναφορά στο σοσιαλισμό και τον "κομμουνισμό". Συμφώνησα με τους μαρξιστές φίλους μου ότι σοσιαλιστής είναι όποιος επιθυμεί την κρατικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής (και είναι ενταγμένος στο Κόμμα, διότι αν δεν είναι, μάλλον δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά). Σοσιαλιστής είναι σε τελική ανάλυση αυτός που είναι στο Κομμουνιστικό Κόμμα, και κανείς άλλος: αυτή είναι η ταυτολογία στην οποία κατέληξα (δε σταμάτησα βέβαια, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, και πάντοτε χάριν αστεϊσμού, να επικαλούμαι έναν ορισμένο "κομμουνισμό" για λογαριασμό μου).

Προσπαθώντας τώρα να γονιμοποιήσουμε στην εποχή μας και για την εποχή μας την προβληματική του αριστερού ευρωκομμουνισμού, οφείλουμε να έχουμε υπόψιν ότι: α) Αμφότερα τα δυο ιστορικά ρεύματα της αριστεράς τον εικοστό αιώνα, η σοσιαλδημοκρατία και ο Κομμουνισμός, εμφάνισαν τα εξής συμπτώματα: κρατισμός και λογική της ανάθεσης. Ο κρατισμός, δηλαδή η πρόσδεση στους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας, ήταν ίσως αναγκαστική επιλογή, καθότι το έθνος-κράτος παρείχε τα αποτελεσματικότερα εργαλεία ανάσχεσης των συνεπειών της ελεύθερης αγοράς (κάποιου είδους κεντρικός σχεδιασμός). Η λογική της ανάθεσης αναφέρεται στην ενστικτώδη καχυποψία των αριστερών απέναντι στην είσοδο των μαζών στην πολιτική (των ίδιων εκείνων μαζών εν ονόματι των οποίων μιλούν, και τις οποίες λιβανίζουν όσο μένουν σιωπηλές). Οι σοσιαλδημοκράτες ανέθεταν τη δράση εργολαβικά στη φωτισμένη ηγεσία του κοινοβουλευτικού κόμματος που εκπροσωπούσε τους μισθωτούς ("Ο Αντρέας θα μας σώσει", "Ο Αλέξης μπορεί" κλπ) Στους Κομμουνιστές έχουμε κάτι αντίστοιχο. Αρχικά η διαπίστωση: οι εργάτες στην πλειοψηφία τους δεν επιθυμούν την επανάσταση, προτιμούν μεταρρυθμίσεις που θα τους επιτρέψουν να πάνε να τα φάνε στα κωλάδικα. Έπειτα το συμπέρασμα: ο καπιταλισμός εξαχρειώνει τον εργάτη, άρα αυτό που απαιτείται είναι η εισαγωγή της ταξικής συνείδησης από έναν εξωτερικό προς την εργατική τάξη παράγοντα, που είναι η πολιτική πρωτοπορία των επαγγελματιών επαναστατών, μια συνωμοτική ομάδα που δρα με μυστικοπάθεια, αυστηρή οργάνωση, στρατιωτική πειθαρχία και δογματισμό, εφόσον εμφορείται μεταξύ άλλων από την ακλόνητη πεποίθηση ότι οι νόμοι της ιστορίας είναι με το μέρος της. Αμφότερα τα δυο ιστορικά ρεύματα της αριστεράς, απέτυχαν: η σοσιαλδημοκρατία έδωσε κατά τη γνώμη μου τους περισσότερους καρπούς, ειδικά στη Σουηδία των ετών 1960-1980. Όμως οι κατακτήσεις της αποδείχτηκαν παροδικές, και επιπλέον το έθνος-κράτος δεν είναι πλέον το καθοριστικό πλαίσιο αναφοράς. Από αυτή την αποτυχία ορισμένα συμπεράσματα βγαίνουν: η δράση της σύγχρονης αριστεράς οφείλει να είναι α) διεθνιστική στη σκόπευση της, β) σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται από το κράτος, και γ) συμμετοχική, με ολοένα διευρυνόμενους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς που θα επιτρέπουν την εμπλοκή ευρύτερων στρωμάτων στη διαμόρφωση των αποφάσεων και τον έλεγχο της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Έχοντας πάντοτε κατά νου την -καταστατική για τη συγκρότηση της νέας αριστεράς- κριτική των 68άρηδων, μπορούν να προστεθούν κάποια ακόμη: δ) ριζικός πλουραλισμός απόψεων εντός μιας πολιτικής οργάνωσης της αριστεράς, κατοχύρωση ελεύθερων συζητήσεων, συγκροτημένα ρεύματα ιδεών κλπ, ε) διαρκής αναζήτηση νέων οργανωτικών μορφών, ενίσχυση του πειραματισμού, στ) συμπερίληψη των νέων κινημάτων (οικολογικό, φεμινιστικό, μειονοτήτων κάθε είδους) όχι ως απλών συμπληρωμάτων, δευτερευόντων προς τους ταξικούς αγώνες, αλλά ως αναπόσπαστων για τον ορίζοντα της άλλης κοινωνίας που υποτίθεται ότι οραματίζονται οι σοσιαλιστές, και σύναψη στενών σχέσεων μαζί τους. Και ασφαλώς δυο ακόμη παρατηρήσεις: α) η κριτική στη Σοβιετική Ένωση και οι αποστάσεις από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε αυτήν και τα όμορα κράτη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση κι απόπειρα επανεκκίνησης (επαναθεμελίωσης, λέει ένας φίλος μου στο ΝΑΡ) του "κομμουνιστικού" προτάγματος. Και τέλος, β) το ίδιο το ευρωκομμουνιστικό πείραμα ως προσπάθεια υπέρβασης του διπόλου επανάσταση ή μεταρρύθμιση (δίπολο του 1912 παρεμπιπτόντως, όχι του 2012), Κομμουνισμός ή σοσιαλδημοκρατία, απέτυχε παταγωδώς, τείνοντας στην πράξη προς τον έναν ή τον άλλον πόλο της αντίθεσης, και επωμιζόμενο τις αντιφάσεις του. Το κείμενο με το οποίο συμφωνώ ως προς την αντίληψη του ανανεωτικού εγχειρήματος είναι το "Ανανέωση τέλος;" του Ευκλείδη Τσακαλώτου από τα ενθέματα της Αυγής, όταν αποχώρησε η ανανεωτική πτέρυγα. Η γενική διακήρυξη που με καλύπτει είναι αυτή του Εντγκάρ Μορέν ("Η δική μου Αριστερά"), σύμφωνα με την οποία εντός μιας σύγχρονης αριστεράς είναι αδιαχώριστες η σοσιαλδημοκρατική-σοσιαλιστική, η "κομμουνιστική", η οικολογική και η αναρχική-ελευθεριακή συνιστώσα (την οποία σκόπιμα ως τώρα άφησα απ' έξω, αν και αποτελεί την ψυχή της αριστεράς, της εκφυλισμένης έστω, που είναι και αυτή που με ενδιαφέρει).


------------------------------------ II -------------------------------------
Μικροαστική ή Εργατική Αριστερά;

Ας θυμόμαστε: Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Η στυγνή απόφαση προηγείται της δικαιολόγησης της, την οποία συγκροτεί. Η σφαγή του Κατύν θεμελιώνει τον φασισμό των εκτελεσθέντων, όχι το αντίστροφο.


Το πρόβλημα με τον σοσιαλισμό δεν είναι μόνον ότι απετέλεσε την εκκοσμικευμένη εκδοχή του χριστιανισμού, αλλά ότι απέτυχε να γονιμοποιήσει ακριβώς ό, τι ήταν θερμό σε αυτόν - εν ολίγοις, κατέληξε αντενεργός. Ιδού σε ποια πρόταση συνοψίζεται ο πρακτικός λενινισμός: το Άγιο Πνεύμα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αιρετικοί είναι αυτοί που την κρίσιμη ώρα των αποφάσεων, τυχαίνει να βρίσκονται στη λάθος μεριά του τείχους (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Τύριον Λάννιστερ [Game of Thrones] για τους αγρίους βόρεια των Εφτά Ρηγάτων), δηλαδή στην εκάστοτε μειοψηφούσα τάση.

Ορόσημο στην τωρινή συγκυρία είναι η στάση απέναντι στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, το φάσμα της οποίας για έναν οποιονδήποτε δημοκράτη οφείλει νομίζω να κυμαίνεται από την κριτική συμπάθεια έως την κριτική απόρριψη. Μένω έκπληκτος (όχι κυριολεκτικά) με την καταφανή δυσαρέσκεια των εκπροσώπων της εργατικής τάξης έναντι ενός καταρχήν θετικού συμβάντος, όπως είναι η εκλογική εκτίναξη ενός λιγότερο έστω αυταρχικού-συστημικού πολιτικού σχηματισμού. Όταν ακούω ουρλιαχτά απέναντι στο "νέο ΠΑΣΟΚ" και διαβάζω φιλιππικούς εναντίον της πολιτικής του ανεντιμότητας, δε μπορώ να μην υποψιαστώ ότι κάτι άλλο υπάρχει από πίσω, ανεξαρτήτως της βασιμότητας των κατηγοριών. Αυτό το σημείο απαιτεί προσοχή: όπως ιδιαίτερες ας πούμε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε λαμπρά αποτελέσματα στην Τέχνη, κατά τη διαδικασία της πρόσληψης-απεικόνισης-κατασκευής μιας πραγματικότητας, έτσι και υπό μια πολιτικά παρανοϊκή οπτική είναι δυνατόν οι αφανείς κινήσεις, οι δομικές τάσεις και οι μορφικές αποκρυσταλλώσεις του πραγματικού να φανούν με ιδιαίτερη σαφήνεια. Αλλά αυτό δε δικαιώνει την πολιτική παράνοια. Το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να έχει δίκιο για τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε όποιος έχει μια γενική γνώση της ιστορίας των εργατικών κινημάτων, της αριστεράς και του μαρξισμού (ή απλά οξυμένο πολιτικό ένστικτο) είναι σε θέση να παράσχει αρκετούς λόγους για τους οποίους αυτό το κόμμα θα αποτύχει. Εγώ σίγουρα μοιράζομαι τέτοιους προβληματισμούς, και υποθέτω πολλοί ακόμη εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη κι έτσι, όμως, η φανατική στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη πολύ πριν την ανάδειξη του σε κυβερνητικό πόλο του πολιτικού συστήματος (στη λογική ενός χρόνιου μετώπου εναντίον του οππορτουνισμού, που αποτελεί τον κεντρικό εχθρό στο πολιτικό πεδίο) είναι ενδεικτική της σταλινικής παράνοιας. Απέναντι στον προβληματισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ, εγώ έχω να παρατηρήσω τα εξής: είναι καλό από μεθοδολογικής πλευράς, και σίγουρα έντιμο, να κρίνεις κάποιον επί τη βάσει των δικών του ρητά δηλωμένων σκοπεύσεων και ερμηνευτικών/αξιακών/ιδεολογικών σχημάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, και ούτε φιλοδοξεί να γίνει τέτοιο, κι όμως οι περισσότερες εξ ευωνύμων κριτικές ανάγονται στην υπόρρητη παραδοχή ότι είναι ή θα όφειλε να είναι τέτοιο! Το να κατηγορείς κάποιον επειδή δε συμφωνεί μαζί σου, ως εάν να μοιράζεστε τις ίδιες στρατηγικές βλέψεις και κοσμοθεωρητικές παραδοχές, τη στιγμή που είναι σαφές ότι αυτό δε συμβαίνει (όπως διατυμπανίζουν άλλωστε τόσα άρθρα πολεμικής στον Ριζοσπάστη που επιμένουν -ορθώς- στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι άλλο από το Κομμουνιστικό Κόμμα, με τις μεταξύ τους διαφορές να είναι βαθιές και πολυεπίπεδες) είναι σύμπτωμα ακριβώς αυτού που -ελλείψει καλύτερου όρου και χωρίς καμία διάθεση ψυχολογισμού- αποκαλώ "πολιτική παράνοια" (στην περίπτωση μας, ειδικά σταλινικού τύπου), όπως επίσης η ροπή προς μια ορισμένη συνωμοσιολογία και μανία καταδίωξης. Όπως έγραφα σε ένα σχόλιο στο Lenin Reloaded στις 27 Απριλίου: «Κάνοντας λόγο για "πολιτική παράνοια" εννοώ μια νοοτροπία που εξαπλώνεται σε οιονεί-συνωμοσιολογικές θεωρήσεις και μανίες καταδίωξης του τύπου: α) μια ελίτ αποφασίζει κι ελέγχει μυστικά τις εξελίξεις στον κόσμο, κρατώντας τους υπόλοιπους στην άγνοια, ή β) το σύστημα μας φοβάται τόσο πολύ που δημιουργεί αναχώματα, όλοι εκτός από μας αποτελούν τέτοια, όλοι δρουν εναντίον μας, δυνητικά λοιπόν είναι επικίνδυνοι». Τι περιμένω και τι ελπίζω εγώ από μιαν "αριστερή κυβέρνηση"; Να επιχειρηθεί στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής μια υπεράσπιση των δικαιωμάτων του "κόσμου της εργασίας" (και της τεμπελιάς), όσο αυτό είναι δυνατόν, μια υπεράσπιση και ει δυνατόν διεύρυνση δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών, και μια ανεκτική αν όχι ενθαρρυντική στάση απέναντι σε πρωτοβουλίες εναλλακτικής οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης (στο μικρο-επίπεδο), σε κοινωνικά δίκτυα που διάσπαρτα και κόντρα στη ζοφερότητα των καιρών δημιουργούνται (ό, τι ονομάζεται "κοινωνική-αλληλέγγυα οικονομία", που είναι ανέφικτη στην εποχή της προκεχωρημένης μονοπωλιακής συσσώρευσης). Τίποτε παραπάνω, τίποτε παρακάτω. Τα υπόλοιπα δεν είναι στο χέρι της, και ούτε θα μπορούσαν να είναι. Οι αντικειμενικοί και ιδεολογικοπολιτικοί συσχετιμοί, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, θα καθορίσουν εάν μπορούν να λάβουν χώρα διεθνώς περαιτέρω προωθητικές εξελίξεις που θα φέρουν εγγύτερα ευρύτερους μετασχηματισμούς.

Εντός του μαρξισμού εμφανίζονταν σε διαφορετικές δοσολογίες δύο δυναμικές τάσεις, μια πραγματιστική-επιστημονική και μια ας πούμε ρομαντική-ουτοπική. Στην πρώτη, η έμφαση πέφτει στην ανάγκη απαλλοτρίωσης της ατομικής ιδοκτησίας και την ταξική πάλη. Η κρατική ("κοινωνική") ιδιοκτησία είναι ο σκοπός, η ταξική πάλη ο κινητήριος μοχλός και μέσον προς επίτευξη του. Η οικονομική και τεχνολογική εξέλιξη, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έφτασαν την εποχή του καπιταλισμού με τη βιομηχανική οργάνωση της παραγωγής σε ένα πρωτοφανές επίπεδο, και αυτό που μένει είναι η οικειοποίηση τους εν ονόματι της εργατικής τάξης. Πρόκειται για διαλεκτική αντιστροφή του καπιταλιστικού συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού (ο οποίος τείνει στα μονοπώλια), βιομηχανικής μαζικής παραγωγής και ατομικής ιδοκτησίας των μέσων, που χάρη στην πανουργία του Λόγου μετασχηματίζεται από την εγγενή κίνηση της Ιστορίας σε (και αντικαθίσταται από) ένα κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα (σοσιαλισμός) κρατικών μονοπωλίων. Ένα τέτοιο σύστημα είναι οριακά διακρίσιμο από ένα αντίστοιχα (φιλολαϊκό) γενικευμένο κρατικοκαπιταλιστικό. Από την άλλη πλευρά, την ρομαντική, είναι η ίδια η βιομηχανική οργάνωση μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης, φορτισμένη με καπιταλιστικό πρόσημο, και άρα η απαλλοτρίωση της αλλάζει τον αφέντη, αλλά διατηρεί τη σχέση. Η έμφαση μετατίθεται έτσι στις ιεραρχικές σχέσεις εντός της παραγωγικής διαδικασίας, αντί της ύπαρξης διευθυντών προτάσσεται η συμμετοχή, η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια, και βέβαια η αυτοδιαχείριση, αυτο-οργάνωση και αυτοδιεύθυνση των εργατών. Σε σύγχρονες διατυπώσεις, το ζητούμενο δεν είναι πλέον η χειραφέτηση της εργασίας αλλά από την εργασία, δηλαδή η έξοδος από την ίδια τη σχέση μίσθωσης που προϋποθέτει η κοινωνία της ανταλλακτικής αξίας. Η όξυνση της παραδοσιακής ταξικής πάλης, της υπεράσπισης των μισθών και της διεκδίκησης περισσότερων υλικών απολαβών για τους εργαζόμενους είναι ένα αμυντικό μέσον, όχι αυτοσκοπός, γιατί η ίδια η εργατική τάξη είναι μέρος της σχέσης, αποτελεί ανεξαρτήτως της θέλησης της συγκροτητικό πυλώνα του συστήματος. Βλέπουμε λοιπόν ότι σε κάθε ανάλυση υπάρχει ένα μόνιμο υπόλειμμα λόγω της ανεξάλειπτης πολυπλοκότητας του πραγματικού. Στην κεϋνσιανή ρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος, οι Κομμουνιστές αντιπαραθέτουν τον εμφανώς καπιταλιστικό του χαρακτήρα. Δεν καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία, παρά την κρατικοποίηση κάποιων επιχειρήσεων και την αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολογίας, η παρέμβαση περιορίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη σφαίρα της διανομής (του ήδη παραχθέντος πλούτου), αφήνοντας άθικτη εκείνη της παραγωγής. Ο σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός μοιάζει υπερβολικά πολύ με τον οποιονδήποτε άλλον, οι σοσιαλδημοκράτες έχουν δια παντός συμβιβαστεί. Έπειτα έρχονται άλλοι, στα αριστερά των Κομμουνιστών και λένε ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στις σοβιετικές χώρες δεν άλλαξε τελικά τόσα πολλά, ο γραφειοκρατικός σοσιαλισμός θυμίζει σε υπερβολικά πολλά τον μεταπολεμικό γραφειοκρατικό καπιταλισμό, εάν υποθέσουμε κιόλας πως είναι σοσιαλισμός. (Ας κρατήσουμε κι ένα ερώτημα από αυτή τη διατύπωση: εάν η μετάβαση στις καλές εποχές του κοινωνικού κράτους είναι όντως αδύνατη, γιατί δεν ισχύει το ίδιο και με τα σοβιετικά καθεστώτα; Επειδή, αντίθετα από τη σοσιαλδημοκρατία, αυτά αποτελούν ένα ριζικό εκτός του καπιταλιστικού συστήματος και άρα η α-δυνατότητα τους δεν επηρεάζεται από τους δομικούς μετασχηματισμούς του τελευταίου;)

Το ζήτημα δεν είναι τόσο να λάβουμε υπόψη την ιστορική διαλεκτική μεταξύ των δύο αριστερών (της αριστεράς της εργασιολατρείας και της τεμπελιάς, της οικονομίστικης και της πολιτιστικής/εναλλακτικής, της εργατικής τάξης και της αταξίας) επιχειρώντας να διαλέξουμε ανάμεσα τους, ακόμη κι αν δεν είμαστε πλέον σε θέση να το κάνουμε, όπως έλεγε και μια ανάρτηση στο RD, η οποία χάρη σε μιαν ευχάριστη σύμπτωση έφερε ως τίτλο το όνομα της αγαπημένης μου μπάντας. Σε συνθήκες μεγέθυνσης αναπτύσσεται η δεύτερη σαν καρκίνωμα, ενώ σε κρισιακές, υπάρχει μια τάση πόλωσης και επιστροφής στην πρώτη. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό, να αποκλείσουμε δυνατότητες, αλλά να τις πολλαπλασιάσουμε. Ένας ακόμη λόγος που απορρίπτω τον σοσιαλισμό είναι γιατί απορρίπτει βίαια όλες τις άλλες εναλλακτικές: ενώ εντός αστικής να πούμε δημοκρατίας υπάρχει χώρος για δημοκρατικές διεκδικήσεις και σύσταση "αντισυστημικών" πολιτικών οργανώσεων κάθε είδους (αναρχικές, λενινιστικές, ναζιστικές) στο σοσιαλισμό δεν υπάρχουν φοβούμαι τέτοια περιθώρια. Και αυτό διότι είναι ολοκληρωτικό καθεστώς, κληρονόμος των καλύτερων -αλλά κυρίως όπως ανέφερα των χειρότερων- παραδόσεων της ιουδαιοχριστιανικής εσχατολογίας. Ας δούμε επί παραδείγματι το παρακάτω απόσπασμα: "Οι κομμουνιστές δεν μπορούν ποτέ να "εξαπατήσουν" κάποιον να τους στηρίξει. Πρώτον, επειδή μιλούν ρητά για τους σκοπούς τους και για το τι είναι και τι πρεσβεύουν. Δεύτερον, και για αυτό ακριβώς τον λόγο κάνουν το πρώτο, επειδή ο κομμουνισμός δεν είναι εύκολο πράμα. Απαιτεί θυσίες και δυσκολίες. Και επειδή τις απαιτεί, δεν επιζητά και δεν χρειάζεται ευκαιριακούς υποστηρικτές και συμμάχους. Αναζητά να πείσει τους ανθρώπους ολοκληρωτικά, γιατί έχει ανάγκη από στήριξη που απαιτεί μεγάλες δυσκολίες. Δεν αναζητά απλά μια ψήφο, δεν είναι αυτός ο απώτατος στόχος του". Θα μπορούσε να έχει ειπωθεί από τον Γιάννη τον Χρυσόστομο, αλλά το έχει γράψει ο Αντώνης του LR. Και φυσικά έχει δυο τουλάχιστον αναγνώσεις: από τη μία, οι κομμουνιστές είναι πολύ ιδιαίτερη φάρα ανθρώπων, με αυτοπειθαρχία, εγκράτεια, υπομονή. Από την άλλη, ο στυγνός ολοκληρωτισμός: δε δεχόμαστε να κυβερνήσουμε εάν δεν έρθει πρώτα όχι μονάχα σε ιδέες και τρόπο σκέψης, αλλά και σε τρόπο ζωής, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας με το μέρος μας! Πόσο δύσκολο, πράγματι, να το λες αυτό, εν αντιθέσει με το ΣΥΡΙΖΑ που σπεύδει να εγκαταλείψει τις όποιες αρχές του για να μετάσχει στη νομή της αστικής εξουσίας! Πόσο θάρρος, ψυχικό σθένος και δημοκρατικό ήθος απαιτεί η δήλωση: δεν ενδιαφέρομαι για εξουσίες, αν πρώτα σχεδόν όλοι δεν ενστερνιστούν ολοκληρωτικά τις απόψεις μου, και εάν δεν μου παραχωρηθεί η κρατική εξουσία άνευ όρων! Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι είναι αδύνατο να εξέλθουμε βολονταριστικά από αυτή την αμφισημία (ηρωϊκή αυτοθυσία, διακονία και αυταρχικός πατερναλισμός είναι εφεξής αδιαχώριστοι), καθώς και ότι προτιμώ μια κοινωνία όπου υπάρχουν φασίστες, νεοφιλελεύθεροι, οικολόγοι, Πειρατές και οππορτουνιστές, παρά μιαν άλλη όπου όλοι ετούτοι θα... "μετανοήσουν" ή δε θα υπάρχουν! Εγώ απ' όλα αυτά συμπεραίνω ότι ο ριζικός πλουραλισμός είναι αδιαπραγμάτευτος, και η επιλογή του διαρκούς πληθωρισμού των νοημάτων εκ των πραγμάτων στρατηγική για την υπόθεση της αριστεράς. Υπάρχει για όσους θέλουν ο κανόνας του Μάο ("ας ανθίσουν εκατό λουλούδια"), που στην περίπτωση μου δεν είναι παρά ο κανόνας του Κάφκα: «Ο σοσιαλισμός θα έλθει από τη στιγμή που ο πλέον άτακτος ατομισμός θα είναι εφικτός μέσα στο Κόμμα – εκεί που δεν θα βρεθεί κανείς για να ακυρώσει αυτήν τη δυνατότητα και κανείς για να ανεχθεί αυτήν την ακύρωση, δηλαδή όταν θα ανοίξουν οι τάφοι... Ο σοσιαλισμός δεν θα έρθει παρά όταν δεν θα είναι πια αναγκαίος, δεν θα έρθει παρά μία μέρα μετά τον ερχομό του, δεν θα έρθει την τελευταία αλλά την εντελώς τελευταία ημέρα»...

Και φυσικά ως κομβικό ζήτημα ανακύπτει πάντοτε η στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ. Διότι, θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Ονειρμό, εάν θεωρεί κανείς ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση εκεί υπήρξε, μέσα από λάθη και αντιφάσεις, μια σε γενικές γραμμές θετική εξέλιξη για την υπόθεση μας (;), τότε η λύση για τη Γραικία είναι σαφής: ολική διαγραφή του χρέους, άμεση στάση πληρωμών, έξοδος από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, αυστηροί έλεγχοι στις ροές κεφαλαίων, προσπάθειες ανεύρεσης και σύναψης συμμαχιών με όμορα "αντι-ιμπεριαλιστικά" καθεστώτα, ενδεχομένως κήρυξη των περισσότερων κομμάτων εκτός νόμου, αυταρχική διαχείριση των αντιφρονούντων κάθε ιδεολογικής απόχρωσης (που άλλωστε θα χρηματοδοτούνται αποδεδειγμένα από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ!), μαζικοί εκτοπισμοί, αυτο-εξορίες, αν το πράγμα στραβώσει ίσως και μερικές εκκαθαρίσεις αντεπαναστατών για παραδειγματισμό. Πιθανώς θα λάβει χώρα διπλωματική ή/και οικονομική απομόνωση της νέας Λαϊκής Δημοκρατίας, αλλά το τίμημα φαντάζει μικρό στα μάτια ενός απελπισμένου, εάν σκεφτούμε ότι ένα κομμάτι ψωμί, ένα μεροκάματο και δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας θα υπάρχουν για όλους (πλην Λακεδαιμονίων, βεβαίως). Αυτό είναι περίπου ένα ρεαλιστικά αισιόδοξο σενάριο, εάν παραβλέψουμε ότι οι δυνάμεις που μπορεί να απελευθερωθούν από ενδεχόμενη αποχώρηση δεν είναι αρκετά πιο ζοφερές (εθνικισμός, "αυγά του φιδιού" αρκετά πλέον για να φτιάξουν ομελέττα). Εάν, από την άλλη, θεωρεί κανείς ότι ο σοσιαλισμός όπως τον γνωρίσαμε, παρά τα όποια επιτεύγματα του, κατέληξε σαφώς σε τραγική αποτυχία, κερδίζοντας επάξια μια θέση στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, [τότε] ο τσελεμεντές του σοσιαλιστή του εικοστού αιώνα έχει αίφνης καταστεί άχρηστος, και προχωρά κανείς με αβεβαιότητα σε κάτι άλλο με όσους έχουν ένα μίνιμουν κοινών σκοπεύσεων και ευαισθησιών με τον ίδιο. Η εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πρέπει να μελετηθεί ενδελεχώς από τους αριστερούς, ιδίως από όσους είχαν την τύχη να γεννηθούν μετά το σωτήριον έτος 1989 - διότι ναι, ζούμε σε δύσκολους αλλά θαυμαστούς καιρούς σε σχέση με όλες τις διαδοχικές γενιές σοσιαλιστών που προγήθηκαν: αυτή είναι η γνώμη μου. Ό, τι είναι διατηρητέο από τη δομή των σοβιετικών κρατών, ας μείνει. Προπαντός, να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη. Ας γίνουν άλλα, ευκολότερα στο να διορθωθούν από τον διαρκή συλλογικό πειραματισμό, αλλά έλεος: όχι τα ίδια, όχι άλλες κρατικίστικες, πατερναλιστικές, μυστικοπαθείς, παρανοϊκές σοσιαλιστικές οργανώσεις που φαντασιώνονται ηρωϊκές επελάσεις, στρατιωτικές συγκρούσεις με τον "εχθρό", κατάληψη της κεντρικής εξουσίας στη διάρκεια της Μεγάλης Νύχτας (κατά την οποία υπενθυμίζω ότι όλες οι γελάδες φαίνονται μαύρες, και οι φασίστες δεν ξεχωρίζουν από τους αναρχικούς) - υπάρχουν να πούμε αρκετές από δαύτες. Όπως έγινε αντιληπτό, από τα δύο όρια στα οποία εκτείνεται το φάσμα των δυνατών τοποθετήσεων για το σοσιαλισμό του εικοστού αιώνα, όσον αφορά πάντα κάποιον που ενδιαφέρεται για την υπόθεση της "κοινωνικής απελευθέρωσης", ο Ονειρμός κλίνει προς τη μία μεριά, εγώ προς την αντίθετη. Συμφωνούμε ωστόσο σε ένα πράγμα, κόντρα σε μέρος της "αντισταλινικής" αριστεράς, αυτών των συμπαθητικών ρομαντικών που εύκολα θαρρούν ότι ξεμπερδεύουν με το μουστάκι του Βυζαριόνοβιτς: αυτό που έλαβε χώρα στη Σοβιετική Ένωση ήταν πράγματι σοσιαλισμός, ο Σοσιαλισμός par excellance, ο μόνος που μπορούσε να δώσει η εποχή. Από εκεί και πέρα, ή υπερασπίζεται κανείς αυτό το πρόταγμα με κάποιες έστω βελτιώσεις, ή το εγκαταλείπει εντελώς, προσπαθώντας να διαβεί ένα δρόμο που ακόμη δεν υπάρχει και είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει ποτέ, με ορίζοντα μια διαφορετική διευθέτηση των κοινωνικών πραγμάτων, με το βέλτιστο συνδυασμό δημοκρατίας, συμμετοχής, αυτοδιαχείρισης, ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Αυτές οι λέξεις (κούφιες, όπως ξέρει κάθε σοσιαλιστής, "ιδεολογικές") είναι πάνω-κάτω ό, τι έχουμε στο στόμα μας, μόνο μ' αυτές μπορούμε να μιλήσουμε από εδώ και στο εξής και να δικαιολογήσουμε τον αθεράπευτα μικροαστικό ρεφορμισμό μας.

Ένα από τα προβλήματα του μαρξισμού είναι η αντίληψη της τάξης και, συγκεκριμένα, η συγκόλληση μιας κοινωνιολογικής θεώρησης, μιας εμπειρικής και μιας αντίληψης κληρονομημένης από μιαν ορισμένη φιλοσοφία της ιστορίας. Ως αναλυτικό εργαλείο μιας κριτικής κοινωνικής θεωρίας, η έννοια της εργατικής τάξης εκφράζει τη μισθωτή εργασία στην καθαρή της μορφή, δηλαδή τον ένα δομικό πόλο εντός [ενός οποιουδήποτε] καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχει ένα δυναμικό μαγνητικό πεδίο, που διαπερνάται ολόκληρο από αντιθέσεις και πολύπλοκες μεταβολές, όπου απέραντες και σύνθετες διαβαθμίσεις οργανώνονται γύρω από δυο δυναμικές τά(κ)σεις. Ως έννοια συναγόμενη επαγωγικά από μια μεγάλη αλληλουχία καθημερινών παραστάσεων, η εργατική τάξη δηλώνει το βιομηχανικό προλεταριάτο της εποχής του Μαρξ, δηλαδή της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης. Ως έννοια παραδομένη από τη φιλοσοφία της ιστορίας, πάλι, εκπληρώνει μιαν εσχατολογική λειτουργία ευθέως προερχόμενη από τις υποσχέσεις των Ιουδαίων προφητών για ψωμί και δικαιοσύνη. Σε αυτό το κοσμοϊστορικό δράμα η εργατική τάξη θάβει την αστική, όπως εκείνη στις ένδοξες ημέρες της έθαψε τη φεουδαρχία, και λυτρώνει τον εαυτό της λυτρώνοντας συνάμα την ανθρωπότητα, διότι έχει γίνει η ίδια προνομιακός εκφραστής μιας "στιγμής" της ανθρωπότητας, στο τελικό στάδιο κατά το οποίο αυτή μεταβαίνει, από τις ατελείωτες περιπλανήσεις στην Κοιλάδα των δακρύων, στο βασίλειο της ελευθερίας. Στους αγώνες της εργατικής τάξης, με αυτήν την έννοια, δικαιώνονται οι σφαγμένοι όλης της ιστορίας, οι σκλάβοι και οι δουλοπάροικοι και οι επαναστάτες και οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα, γιατί οι ανυπολόγιστες θυσίες αποκτούν νόημα, και οι αδικίες αποκαθίστανται αναδρομικά. Το μέλλον δικαιώνει το παρελθόν.

Στα καλύτερα της, αυτή η τάση εκφράζεται με τον "ουτοπισμό" -τον οποίο ενστερνίζομαι- της κατάργησης του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας, του περάσματος από το βασίλειο της αναγκαιότητας σε εκείνο της ελευθερίας, όπου οι ταξικές διαφοροποιήσεις θα έχουν εκλείψει και θα μπορούμε επιτέλους να απολαμβάνουμε συζητήσεις για τα πραγματικά σοβαρά ζητήματα, για τη λογοτεχνία και το θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική κλπ. Στα χειρότερα της, στην ανάγκη να τελειώνουμε "μια για πάντα" με το παιχνίδι, δηλαδή με την πολιτική, τη φιλοσοφία κλπ. Το νόημα αυτής της φράσης νομίζω πως είναι το εξής: η προλεταριακή δημοκρατία είναι ανώτερη πολιτειακή μορφή από την αστική-κοινοβουλευτική, εφόσον γεννάται και αρμόζει ως υπερδομή σ' ένα ανώτερο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα από το καπιταλιστικό, άρα δε χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες μορφές, εφόσον τις έχει εξαρχής εγκολπώσει σε μια νέα, ανώτερη σύνθεση. Μέσω αυτού του εγελιανισμού δευτέρας διαλογής, η "ελευθερία της έκφρασης" γίνεται ορατή και στους τυφλούς ακόμη ως "αστική", τα ατομικά δικαιώματα ως δικαιώματα του αστού κοκ. Παρατηρούμε ότι σήμερα απολαμβάνουν αρκετές ελευθερίες οι αντίπαλοι του καπιταλιστικού συστήματος - αν μη τι άλλο έχουμε νόμιμο Κομμουνιστικό Κόμμα που κατεβαίνει στις εκλογές, έχοντας δική του εφημερίδα -μέχρι πρότινος και τηλεόραση-, καθώς και μια ολόκληρη γκάμα εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων για όποιον θεωρεί ότι δεν καλύπτεται από αυτό. Ας θέσουμε το αφελές ερώτημα: οι "ιδεολογικοί" εχθροί του σοσιαλισμού, θα χαίρουν παρόμοιων ανέσεων; Αυτό μας επαναφέρει στον προβληματισμό της τάξης. Εάν σε τελική ανάλυση ο Αλέξης Τσίπρας είναι καπιταλιστής, ως έμμεσα τουλάχιστον εξαρτώμενος για την υλική αναπαραγωγή του κόμματος στο οποίο προεδρεύει, από την ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία, δε θα πρέπει να τύχει ανάλογης αντιμετώπισης; Δε θα πρέπει να απαγορευτεί το δικαίωμα ψήφου ή δημόσιας τοποθέτησης σε όλα τα στελέχη του ΣΥΝ πχ, ακριβώς επειδή θα προωθούν τα συμφέροντα της ΕΕ ανεξαρτήτως προθέσεων, δεδομένου ότι η ΕΕ χρηματοδοτεί το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Οι κρυφοπασόκοι αντικομμουνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Κι αν χρήζουν ανάγκη συνετισμού αυτοί, που έχουν να πούμε μιαν άλφα "μαρξιστική" παιδεία, τότε ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει με τους υπόλοιπους. Δε θα πρέπει να ληφθούν προστατευτικά για το λαό μέτρα, ώστε να αποτρεπεί το ενδεχόμενο παλινδρόμησης υπό την κυριαρχία πχ μιας νοσταλγίας για κατανάλωση; Δε θα πρέπει να πούμε τα πλέον πρωτοπόρα και φωτισμένα τμήματα της εργατιάς, που έχουν συσπειρωθεί στο Κόμμα, να εξηγήσουν στους ανυπόμονους συντρόφους τους την κατάσταση και να τους πείσουν για την ανάγκη της υπομονής, μιας υπομονής με ημερομηνία λήξεως, δεδομένου του σταδιακού μαρασμού του κράτους, η πορεία προς τον οποίο θα έχει ήδη ξεκινήσει να διανύεται; Λοιπόν, είναι με αυτή την αυταρχική, πατερναλιστική νοοτροπία που δε μπορώ να συμβιβαστώ και να με συμπαθάτε για την καχυποψία μου. Δε μπιστεύω ότι η διχτατορία του προλεταριάτου, εάν υποθέσουμε ότι εφαρμοζόταν, θα τελείωνε ποτέ, εξαιρουμένης βέβαια της κατάρρευσης ή της βίαιης ανατροπής της. Στην περίπτωση αυτή, το μέσον είναι το μήνυμα, ο προπομπός του σοσιαλισμού είναι ο Κομμουνισμός ο ίδιος - κι όποιος το κατάλαβε, εγκαταλείπει το καράβι και γίνεται αποστάτης.

Εκφράζω, λοιπόν, την μικροαστική* παρασιτική τάξη των τεμπέληδων που τρέφονται από το ταξικό κράτος, και προσπαθούν να απομακρύνουν τη σκέψη τους από την ευγενική προστασία του, εμφορούμενοι από ένα ορισμένο (αλλά όχι ασίγαστο, ώστε να ρισκάρει τα προνόμια τους!) πάθος για "ισοελευθερία". Εκφράζω τους οκνηρούς, τους παρίες, τους περιθωριακούς, τους δονκιχώτες της σκέψης, που επιλύουν φαντασιακά τις συγκρούσεις, διεκδικώντας το δικαίωμα να μην εξεγερθούν όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, τους εκκολαπτόμενους διανοουμένους που αποδίδουν στο συνάφι τους το ρόλο που η Ιστορία επιφυλάσσει στην εργατική τάξη. Θα έλεγα ότι μιλώ εξ ονόματος του πλήθους, αν η σχέση μου με την τεχνολογία δεν ήταν λίγο χειρότερη εκείνης των πρώιμων φαινομενολόγων, ώστε δε μου επιτρέπει να συμβάλλω στην επανοικειοποίηση των ψηφιακών κοινών. Όχι επειδή δε θέλω, να πούμε, αλλά επειδή δεν μπορώ.

Ας θυμηθούμε πάντως ότι η φεουδαρχία δεν ανατράπηκε από δουλοπάροικους αλλά από αστούς. Αλλά όχι! Το τροπάρι αμετάλλαχτο: Ο καπιταλισμός είναι διαφορετικός, ιδιόμορφος, δε θα αυτομετασχηματιστεί σε κάτι έτερον, μόνον εκ των έξω μπορεί να ανατραπεί: οι εργάτες "πρέπει" να ανατρέψουν το καπιταλιστικό σύστημα. Ο Λένιν μάλλον κατάλαβε ότι οι εργάτες προτιμούν κατά κανόνα καλύτερους μισθούς, μεταρρυθμίσεις και κωλάδικα από τη ρήξη με το σύστημα (κι εγώ 'δω που τα λέμε, εάν ήμουν αναγκασμένος να διαλέξω, στα κωλάδικα θα πήγαινα). Ας έχουμε εμπιστοσύνη στην ιστορία, μπορεί να φέρουν το σοσιαλισμό τα νέα μικροαστικά στρώματα και το κογκνιταριάτο! Ω, ναι, ναι! Ο Μικροαστός είναι για τον Προλετάριο όχι μονάχα η καταδίκη, αλλά κι ο έσχατος προορισμός.

* για περισσότερες διευκρινίσεις στην έννοια του μικροαστού παραπέμπω στο αντι-μικροαστολογικό μανιφέστο στο Τάξ(ε)ις και Ηθική, το οποίο ενσωματώθηκε ως παρέκβαση στο κείμενο για τους Αγανακτισμένους.


-------------------------------- III -------------------------------------
Περί της φιλοσοφίας και της ασυμβατότητας της με τον σοσιαλισμό

«“Μανούλα μην κλαις, καλή μου” της έλεγε εκείνος- “θα ζήσω πολύ ακόμα, θα γλεντήσω πολύ ακόμα μαζί σας, κι η ζωή, η ζωή είναι χαρούμενη, εύθυμη!” - “Αχ, αγαπημένε μου, ποια είναι η χαρά για σένα, αφού τη νύχτα καίγεσαι στον πυρετό και βήχεις, και το στήθος σου πάει να σπάσει”. -“Μαμά” - της απαντάει- “μην κλαις, η ζωή είναι παράδεισος κι είμαστε όλοι μας στον παράδεισο, αλλά δεν θέλουμε να το ξέρουμε αυτό, κι αν θέλαμε να το μάθουμε, όλος ο κόσμος θα γινόταν παράδεισος, αύριο κιόλας” [...] Στους υπηρέτες που έμπαιναν έλεγε συνεχώς; “Καλοί μου, ακριβοί μου, γιατί με υπηρετείτε, το αξίζω άραγε αυτό, να με υπηρετείτε; Αν με ευσπλαγχνιζόταν ο Θεός και μ' άφηνε να ζήσω, θα σας υπηρετούσα εγώ, διότι οι πάντες οφείλουν να υπηρετούν τους πάντες”. Η μητερούλα τον άκουγε και κούναγε το κεφάλι της: “Ακριβέ μου, λόγω της αρρώστιας μιλάς έτσι”. -“Μαμά, χαρά μου”, λέει, “δεν γίνεται να μην υπάρχουν αφέντες και δούλοι, αλλά, ας γίνω κι εγώ υπηρέτης των υπηρετών μου, έτσι ακριβώς όπως κι αυτοί δικοί μου. Και θα σου πω ακόμα, μητερούλα, ότι ο καθένας από μας είναι ένοχος απέναντι σε όλους και για όλα, κι εγώ περισσότερο από όλους” [...] -“Δεν είναι του κόσμου ετούτου ο γιος σας” -είπε ο γιατρός στη μητερούλα, την ώρα που εκείνη τον ξεπροβόδιζε ως την έξοδο- “λόγω της αρρώστιας αρχίζει να τα χάνει”».


Τι είναι φιλοσοφία: Έστω ότι η σκέψη συνάπτει, συμμαζεύει και διακρίνει εντός της χαοτικής ποικιλομορφίας του πραγματικού. Συνδέσεις -> διαρκής ενίσχυση της ικανότητας επιτέλεσης -ή, σε μια λιγότερο υποκειμενιστική διατύπωση, δεξίωσης- συνδέσεων. αύξηση εύρους, έκτασης, βάθους (ποιοτικά χαρακτηριστικά) και αριθμού (ποσοτικά) των δυνητικών συνδέσεων εντός ενός εμμενούς πεδίου, ούτως ώστε το κύκλωμα να διατηρείται "κλειστό", δηλαδή η όσο γίνεται ελεύθερη κυκλοφορία του ρεύματος να συνεχίζεται απρόσκοπτα και το έδαφος για αλληλεπιδράσεις να παραμένει ανοιχτό. Η φιλοσοφία είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του χάους και ταυτόχρονα επωμισμού του. Λένε πως ο Μαρξ γράφει κάπου πως η πραγμάτωση της φιλοσοφίας θα επέλθει με την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου, και αντίστροφα. Ποιάς πανουργίας παιχνίδι είναι, που τείνω στο ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της πορείας της σκέψης μοιάζει ολοένα και περισσότερο να συναρτάται της ενδεχόμενης εξαφάνισης των σοσιαλιστικών ιδεών;

[Στο σημείο αυτό εμφανίζεται, μπροστά στο παράθυρο, το φάντασμα ενός Γερμανοεβραίου γενειοφόρου σταλινικού του 19ου αιώνα. "Τι... Τί θέλετε;" ψελλίζω. Ήρθε για να με βασανίσει; Το φάντασμα έρχεται με αργά, αποφασιστικά βήματα πίσω μου και ακουμπά το χέρι του στον ώμο μου. Η αμηχανία πλανάται στην ατμόσφαιρα σαν σκιά. "Αφήστε με, σας παρακαλώ", διαμαρτύρομαι ευγενικά. Για λίγο, καμιά αντίδραση. Έπειτα, η μορφή μουρμουρίζει κάτι σε ξένη γλώσσα, μου φαίνεται πως ακούω τη λέξη "δικτατορία" και, ίσως, τη λέξη "προτσές". Σφίγγει τα ατσάλινα δάχτυλα του στον ώμο μου. "Άσε με, ρε" φωνάζω επιχειρώντας μιαν απότομη συστροφή. Σιωπή.]


Ιντερλούδιο: Περί της αστικής στρατηγικής του "να πούμε"

«“Αφανάσι”, λέω, “χτες σε χτύπησα δυο φορές στο πρόσωπο, συγχώρα με” - του λέω. Εκείνος αναπήδησε, σαν να φοβήθηκε, με κοιτάζει, και βλέπω ότι αυτό δεν αρκεί, δεν αρκεί, και τότε, έτσι όπως ήμουνα, με τις επωμίδες μου, μπαμ, πέφτω στα πόδια του, με το μέτωπο να ακουμπάει το δάπεδο: “Συγχώρα με!” - λέω».

Θα μπορούσαν ίσως να δημιουργηθούν απορίες στον αναγνώστη από τα πολλά "να πούμε" που χρησιμοποιούμε στο λόγο μας, που είναι ζωντανός σαν ψάρι. Δεν είναι βέβαια σαφές το εύλογο των αποριών αυτών. Θα κάνω ωστόσο μια προσπάθεια να ξηγηθώ. Το "να πούμε" μπορεί δικαιολογηθεί με διάφορους τρόπους:

α) μέσω αυτού κοροϊδεύω τις λαϊκές εκφορές λόγου, αφού εκθέτω στον αναγνώστη πόσο γελοία ακούγεται η γλώσσα των αμόρφωτων εργατών και αγροτών, τουλάχιστον όπως εγώ τους φαντάζομαι να μιλούν. Για παράδειγμα γελούσα εις βάρος ενός εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ (μαοϊκών καταβολών) σε μια εκπομπή μεταξύ των δυο εκλογικών αναμετρήσεων, όταν είχε πει αντί οποιουδήποτε επιχειρήματος ότι "εδώ παίρνουνε του παιδιού το γάλα" (!)

β) αποδίδω φόρο τιμής στο Ρούσση (καμία σχέση μ' επαναστατικό "πόλεμο θέσεων"!) συγγραφέα Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, του οποίου οι ήρωες συχνά δε μπορούν να αρθρώσουν πρόταση αν δεν έχει μέσα δεκαπέντε "να πούμε". Εύκαιρο παράδειγμα ο λαϊκός γλεντζές Μίτια-Μίτενκα (Μήτσος-Μητσάρας) Καραμάζοφ. Έτσι κι εγώ, στο μυθιστόρημα που προσπαθώ να γράψω έχω βάλει αγράμματους χαρακτήρες που επαναλαμβάνουν δυο τρεις φορές αυτό που θέλουν να πουν, μπερδεύουν τα λόγια τους και δυσπιστούν απέναντι στις πολλές φιλοσοφίες - καταλαβαίνουν μόνο τις γνήσιες αλήθειες της πρακτικής σοφίας, δηλαδή αυτές που τους υπαγορεύει η κοινωνική τους καταγωγή.

γ) παράλληλα αυτοσαρκάζομαι, δεδομένου ότι με την εισαγωγή και μόνο αυτών των λαϊκότροπων εκφράσεων -το "να πούμε" αποτελεί ένα ενδεικτικό τμήμα- υπονομεύω την περισσότερο επίσημη πρόζα μου, εισάγοντας μια μη αποφασίσιμη διάσταση: τελικά τι είναι περισσότερο αληθές, ο Weltschmerz K. "χρησιμοποιεί" λαϊκές εκφράσεις για να κοροϊδέψει τις εξαχρειωμένες μάζες, ή τη διοικητική γραφειοκρατία του άψογου φορμαλισμού; Ούτε ο ίδιος δεν ξέρει. Μου αρέσει να οξύνω τις αντιθέσεις εισάγοντας βίαια τέτοιες "χαμερπείς" εκφράσεις στην κανονική ροή του αστικού καθωσπρεπισμού, όπως για παράδειγμα στο κάτωθι απόσπασμα, όπου ένας χαρακτήρας εξομολογείται: "Καθώς απευθυνόταν σε μας, στεντόρειος ήταν του Κομισάριου η φωνή, επιβλητική, διαπεραστική: όπως εξηγούσε εις ακροατήριον φιλομαθές κι εργατικό τη νομοτέλεια του ιστορικού προτσές, μου ξέφυγε να πούμε ένα κλανίδι".

δ) μάλιστα η στάση αυτή έχει αγγίξει εσχάτως και τον προφορικό μου λόγο, δεδομένου ότι αυτός μοιάζει υπερβολικά με επίσημο έγγραφο. Οι φίλοι μου, χαμηλού επιπέδου στην πλειοψηφία τους από πλευράς γενικής κουλτούρας και γλωσσικής διαπαιδαγώγησης, με κοροϊδεύουν συχνά επειδή ο προφορικός λόγος μου παραείναι να πούμε επίσημος. Οπότε άρχισα να χρησιμοποιώ όλο και λαϊκότερες (και πιο ταιριαστές στους πατεράδες μας) εκφράσεις και λέξεις που μου αρέσουν: "κωλάδικα" (φοβερή λέξη!), "βγάλαμε τη βέμπελη" αντί για "έχει ζέστη", "γινήκανε" αντί για "έγιναν", "οβριός" αντί για "Εβραίος/Ισραηλίτης", "κουμουνιστής" αντί για "κομμουνιστής", "γεια σου, λεβέντη" ή "λεβεντιά μου" αντί για "τι γίνεται, ρε;" ή έστω "που 'σαι αγορίνα μου;" και πλήθος άλλων εκφράσεων. Για να χτυπήσω μάλιστα τον ευρωκεντρισμό μου χρησιμοποιώ πολλές τούρκικες καταλήξεις, ώστε να θυμίσω την ανατολίτικη καταγωγή των γραικών (λέω πχ πουστάκογλου αντί για ομοφυλόφιλος/γκέι) αλλά εις μάτην - και αυτή η στάση προξένησε τα πειράγματα των άξεστων, που θεώρησαν το γνήσιο, ρετρό, λαϊκότροπο ύφος μου επιτηδευμένο. Τελικά ο Βέλτζερ Χ. χρησιμοποιεί αυτού του είδους τις διατυπώσεις για να απομακρυνθεί από το λαό "πλησιάζοντας" τον ή το αντίστροφο; Δεν το ξέρω, αλήθεια δε το γνωρίζω. Να τι δηλώνω σταράτα και παντελονάτα (πεντακαθαρίδης να πούμε, παστρικές δουλειές): ο σοσιαλισμός είναι οβραίικη επινόηση, κάποια στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου θα 'ρθει η ώρα να διαλέξει κι εγώ διάλεξα και διαλέγω κάθε μέρα τη λεύτερη 'κονομία που τη δημιουργήσανε να πούμε οι αρχαίοι έλληνες (το 'πε η Αικατερίνη Μουτσάτσος στο "δεν είμαι γραική, είμαι σεληνίδα" βιντεάκι της κι εγώ τη μπιστεύω γιατί δε μπορώ ν' αρνηθώ τίποτα σε μιαν όμορφη κοπέλα, γι'αυτό δε τη μπέφτω να πούμε σε κνίτισσες, με το πιώμα μπορεί να κρυφτεί η σταλινική ασκήμια τους και να βρεθώ γραμμένος πουθενά - απελθέτω Φάδερ απ' εμού το ποτήρι τούτο).


--------------------------------------- IV ---------------------------------
Οι καμπάνες χτυπούν

«Δεν είναι πως δεν παραδέχομαι τον Κομμουνισμό, μα το καθεστώς που δημιούργησε αυτός, το καθεστώς του Κομμουνισμού δεν παραδέχομαι... Γιατί δεν υπέφερα εγώ για να χαρίσω με τα βάσανα μου και τους κόπους μου σε κάποιους άλλους την τελική χειραφέτηση, σε κάποιο επέκεινα της Ιστορίας. Θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια πως αυτός που το πρωί ήταν σκουπιδιάρης και χειρώνακτας εργάτης θα γράφει κριτική θεάτρου το απόγευμα, και πως ο ψαράς θα είναι σε θέση να σχολιάζει τον Ιονέσκο και τη γλυπτική του Γιόζεφ Μπόις στον ελεύθερο του χρόνο. Θέλω να τον δω τον θρίαμβο των καταπιεσμένων, αυτόν που τόσο αναγγέλλεται, και σας λέω ότι δε βλέπω τίποτε, παρά υποσχέσεις εκδίκησης. Αλλά η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, όπως η γλαύκα της Αθηνάς που ίπταται λένε το σούρουπο και φτάνει πάντοτε πολύ αργά. Και τί να την κάνω την εκδίκηση τους, τί να το κάνω, αν οι εκμεταλλευτές πάνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ποιό είναι το νόημα τώρα που σκάφτηκαν οι λάκκοι; Τι μπορεί να διορθώσουν στην περίπτωση αυτή τα στρατόπεδα, όταν το παιδί έχει ήδη βασανιστεί; Και τι χειραφέτηση θα 'ναι αυτή, όταν θα υπάρχουνε στρατόπεδα και ψυχιατρεία;... Λοιπόν, σας λέω πως δεν τη θέλω τη χειραφέτηση, όχι γι' άλλο λόγο, παρά από αγάπη για την ανθρωπότητα... Σαν πολύ την εκτιμήσανε τη χειραφέτηση, εδώ που τα λέμε, δεν είναι για την τσέπη μας, δεν μπορούμε να πληρώσουμε τόσα για το εισιτήριο της. Γι' αυτό κιόλας βιάζομαι να επιστρέψω το δικό μου εισιτήριο... Αυτό είναι όλο. Δεν είναι πως δεν παραδέχομαι τον Κομμουνισμό, μονάχα το εισιτήριο σας επιστρέφω μ' όλον τον απαιτούμενο σεβασμό».


Τρία από τα πλέον ενδιαφέροντα ιστολόγια που γνώρισα, με τη σειρά που τα συνάντησα, είναι: το Radical Desire, το Left Liberal Synthesis και το Τάξ(ε)ις και Ηθική. Έπεσα πάνω στο πρώτο αρχές Νοεμβρίου του 2010, αν δεν κάνω λάθος, ελάχιστες ημέρες πριν τη δημιουργία του μικροαστικού ιστολογίου που διαβάζετε, και πριν τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών. Όταν διάβασα κάποια ανάρτηση για πρώτη φορά, ψάχνοντας κάτι για τον "ξεμωραμένο γέρο" Αλαίν Μπαντιού -για τον οποίο ετοιμάζω εδώ και μήνες ένα εισαγωγικό κείμενο-, αισθάνθηκα κάτι αντίστοιχο με την πρώτη φορά που διάβασα Κάφκα, ή άκουσα Joy Division, ανεφώνησα δηλαδή: "Αυτό είναι!", ή: "Αυτό έψαχνα!", και: "Αυτό θα ήθελα να μπορούσα να κάνω κι εγώ!" Το RD είναι ανοιχτό λειτουργώντας ως διαδικτυακό αρχείο, και ως δείκτης παραπομπής στην άτυπη (α)συνέχεια του, το Lenin Reloaded. Πριν περίπου ένα χρόνο, ακολουθώντας έναν θερμό πολιτικά Ιούνη, και έχοντας υποστεί κάποιες ρωγμές στο πέρασμα του χρόνου, υποκαταστάθηκε (στα μάτια ενός μικροαστού, πάντα) από το LR που στοχεύει κυρίως στην Kομμουνιστική διαπαιδαγώγηση εργατών. Το ιστολόγιο του LLS ενίσχυσε την πεποίθηση μου ότι στον πλουραλισμό κρύβεται το "μυστικό", αν και μυστικό δεν υπάρχει. Ακόμη και στις αντιρρήσεις, όπως την αμηχανία μπροστά στην ιδιοποίηση του Χάγεκ, ο LLS μου υπενθύμισε ότι λαμβάνουν χώρα ενδιαφέρουσες διεργασίες, οι οποίες δεν παύουν ποτέ, ακόμη και κατά την πλέον σιωπηρή νύχτα. Βρίσκονται πάντοτε εν εξελίξει, στο περιθώριο, ή στο μεσοδιάστημα, σε κάθε περίπτωση μακριά από τις γραφειοκρατίες. Είναι ένα συντροφικό ιστολόγιο. Τελευταίο γνώρισα το μπλογκ του Ονειρμού, το οποίο δεν υπάρχει πια. Νομίζω πως άρχισα να το διαβάζω λίγο πριν το καλοκαίρι -μολονότι ήξερα τον διαχειριστή ως σχολιαστή στο LR, από τους καλύτερα καταρτισμένους κι ενδιαφέροντες, μαζί πχ με τον Σμιρνόφ-, κι εν πάση περιπτώσει συστηματικά από τον Αύγουστο κι έπειτα, επειδή αυτός ο Ονειρμός μου έγινε να πούμε τσιμπούρι κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή έγινε ο μοναδικός που άφηνε σχόλια (!) σε αυτό εδώ το ιστολόγιο το μικροαστικό (ελπίζω να μην ήταν και ο μοναδικός που διάβαζε τα κείμενα). Κάπως έτσι κάθησα και διάβασα αρκετά προγενέστερα κείμενα του, σχεδιάζοντας την -άδοξη- απάντηση μου και αποθηκεύοντας αρκετά εν όψει του χειμώνα - και φχαριστώ τον Χριστό γι' αυτή μου την έμπνευση, να πούμε, γιατί στη διάρκεια των εβδομάδων που δούλευα αυτή την ανάρτηση (!) αποφάσισε να το καταργήσει (ο Ονειρμός, όχι ο Χριστός). Οι καμπάνες χτυπούν, το Τάξ(ε)ις και Ηθική δεν υπάρχει πια.

Από τα τρία αυτά ιστολόγια κράτησα κάτι. Η περίπτωση του RD είναι ασφαλώς ο οδοδείκτης, που είναι αδιαχώριστος από τον ιδεατό προορισμό. Στην περίπτωση του εγχειρήματος της υπερφιλελεύθερης αριστεράς, είναι η ενίσχυση της ελπίδας ότι Χριστός, Μαρξ, Νίτσε, Κάφκα και Νέγκρι δείχνουν το μονοπάτι, ότι ο ελευθεριακός κομμουνισμός μπορεί να μας προκύψει κατά τύχη, και οι νεκροί να δικαιωθούν. Στην τρίτη και τελευταία περίπτωση, δε θα ήθελα να αναφέρω ποιο νομίζω πως είναι το μάθημα που άντλησα. Αναρωτιέμαι μονάχα εάν είχε ο διαχειριστής του ιδέα του πόσο σημαντική (σλουρπ!*) ήταν η δουλειά του για κάποιους, του πόσο σημαντική (σλουρπ!!) θα μπορούσε να γίνει για κάποιους άλλους στο μέλλον. Στο κείμενο για τους Αγανακτισμένους που αναδημοσίευσα -κάτι σαν μακροσκελές ρέκβιεμ του Τάξ(ε)ις και Ηθική, όπου συγκεφαλαιώνεται η εξέλιξη που είχε ήδη διαγραφεί στις τελευταίες παρεμβάσεις του, η εξαιρετικά φιλόδοξη και ταπεινή συνάμα απόπειρα σύνθεσης μαρξισμού, Ντελέζ και θεωρίας συστημάτων-, γίνεται φανερό ότι αυτός που έχουμε μπροστά μας είναι από μεγάλη πάστα (σλουρπ!!! Αυτό που λέμε στοχαστής μεγάλου διαμετρήματος, αντίστοιχου των πυραυλικών συστημάτων του Ισρ... της Βόρειας Κορέας).

Τρία ιστολόγια. Ένα έμεινε ανοιχτό ως αρχείο, ένα διαλύθηκε. Να ανησυχεί άραγε ο LLS;

* σλουρπ = ήχος γλειψίματος.