Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ανταγωνισμός και Αρνητική Κριτική: Μια συνέντευξη


Ο Βέρνερ Μπόνεφελντ διδάσκει Κριτικές Θεωρίες της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ. Σπούδασε στο Μαρβούργο, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και στο Εδιμβούργο. Έχει διδάξει στο Βερολίνο και το Εδιμβούργο, στα πανεπιστήμια της Πουέμπλα και του Μπουένος Άιρες. Ήταν συνεκδότης του σημαντικού περιοδικού Open Marxism. Είναι δεινός κηπουρός, ποδηλάτης και λατρεύει τον Captain Beefheart.



Viewpoint: Μεγάλο μέρος της εργασίας σας αφορά τη συνεισφορά της «Νέο μαρξιστικής φιλολογίας», της «νέας ανάγνωσης του Μαρξ» η οποία επιστρέψει στην ερμηνεία του Κεφαλαίου υπό το πρίσμα της φιλοσοφικής πρόκλησης της Σχολής της Φρανκφούρτης, και την πολιτική πρόκληση των φοιτητικών κινημάτων στην δεκαετία του 1960 και του 1970. Μπορείτε να μας πείτε σχετικά με την πολιτική σημασία αυτής της παράδοσης; 

Werner Bonefeld: Για εμένα η «νέα ανάγνωση του Μαρξ» ήταν θεμελιώδης ως μια προσπάθεια κριτικής αναπαράστασης της επαναστατικής σημασίας της κριτικής του Μαρξ στην πολιτική οικονομία. Τι πραγματικά σημαίνει «κριτική»; Κριτική ποιού και για ποιόν σκοπό; Η «νέα ανάγνωση του Μαρξ» με έμαθε ότι αυτό σημαίνει μια κριτική των οικονομικών κριτικών, και ότι αυτή η κριτική συνεπάγεται μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης οικονομικών κατηγοριών ως τις αντικειμενικοποιημένες μορφές των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων.

Οι οικονομικές σχέσεις σχηματίζονται κοινωνικά, και η κριτική της πολιτικής οικονομίας ισοδυναμούσε κατά συνέπεια με μια καταστροφική κριτική των σχέσεων οικονομικής αντικειμενικότητας. Συνιστούν μια αντικειμενική αυταπάτη των κοινωνική σχέσεων. Εξουσιαζόμαστε από την κυκλοφορία νομισμάτων και ό,τι εκφράζει τον εαυτό της σε αυτήν την κυκλοφορία δεν είναι κάποια οικονομική αντικειμενικότητα. Αντίθετα, συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις επιβάλλονται οι ίδιες στην κυκλοφορία των νομισμάτων. Οι κοινωνικές σχέσεις εξαφανίζονται στην εμφάνισή τους, και αυτή η εμφάνιση είναι πραγματική – ως μια έκφραση των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. 


Ποια ήταν η δική σας προσωπική εμπειρία με τη νέα ανάγνωση του Μαρξ; 

Δίδασκα στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και στο πλαίσιο αυτό γνώρισα τον Hans-Georg Backhaus πολύ καλά. Όταν πήγα στη Φρανκφούρτη έμεινα μαζί του και κοιμήθηκα στον καναπέ του. Γνώρισα τον Helmut Reichelt το 1992 σε ένα συνέδριο που διοργανώθηκε από, μεταξύ άλλων, τον Jean Marie Vincent, τον Antonio Negri και εμένα. Ο Backhaus ήταν επίσης εκεί, όπως ήταν και ο Johannes Agnoli.


Είναι εντυπωσιακό όταν κοιτάμε τις βιβλιογραφίες σας ή τον πίνακα περιεχομένων των συλλογών του OpenMarxism που έχετε επιμεληθεί από κοινού να βρίσκουμε τον Backhaus και τον Reichelt δίπλα στον Negri, τον Sergio Bologna, και ούτω καθεξής. Μερικές φορές η ανάλυση της «μορφής της αξίας» παρουσιάζεται ως ασυμβίβαστα αντίθετη με τον εργατισμό, με έμφαση στην ταξική πάλη. Ποια είναι η αιτιολόγηση της αντιπαράθεσής τους στο έργο σας; 

Το κίνητρο για τα τεύχη του Open Marxism προήλθε από μια βαθιά δυσαρέσκεια για την επικρατούσα μαρξιστική ορθοδοξία. Ο τίτλος προέρχεται από τη θέση του Johannes Agnoli σε ένα βιβλίο το οποίο εξέδωσε μαζί με τον Mandel: Open Marxism: A Debate about Dogma, Orthodoxy and the Heresy of Reality. Η «νέα ανάγνωση του Μαρξ» παρέχει μια κριτική της πολιτικής οικονομίας η οποία είναι εντελώς αντι-οντολογική, ενυπάρχουσα στο δικό της πλαίσιο και ανατρεπτική στην κριτική της πρόθεση.  Απορρίπτει την ορθόδοξη «οπτική γωνία της εργασίας» και αντ’ αυτού, αντιλαμβάνεται ότι τόσο ο εργάτης, όσο και ο καπιταλιστής είναι προσωποποιήσεις των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών. Η διορατικότητα του Adorno ότι η καπιταλιστική κοινωνία αναπαράγει τον εαυτό της όχι σε πείσμα, αλλά λόγω του ταξικού ανταγωνισμού, είναι θεμελιώδης, τόσο ως κριτική του σοσιαλισμο,ύ ως μια οικονομία της εργασίας, όσο και κριτικής του καπιταλισμού, ως μια ταξική κοινωνία. Και στις δυο περιπτώσεις η κριτική είναι εντελώς αρνητική. 

Ο Agnoli με εισήγαγε στην ιδέα της αρνητικής κριτικής, σε αντίθεση με μια καταφατική κριτική. Ο Horkheimer αποκάλεσε την πολιτική πρακτική αυτού του τελευταίου είδους κριτικής μια «κομφορμιστική εξέγερση», μια από αυτές οι οποίες αναζητούν να υπερνικήσουν την καπιταλιστική οικονομία της εργασίας μέσω μιας σοσιαλιστικής οικονομίας της εργασίας.  Ωστόσο, στο πλαίσιο της «νέας ανάγνωσης του Μαρξ», η πολιτική διάσταση, ας πούμε, της θέσης του Horkheimer, ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσα. Η κριτική του επιδίωξε μια κριτική ανακατασκευή του Μαρξ χωρίς τη θεώρηση της αντίληψης του Adorno ότι η συνολική κίνηση της κοινωνίας είναι ανταγωνιστική από την αρχή (Αρνητική διαλεκτική). Με άλλα λόγια, η «νέα ανάγνωση του Μαρξ» αποκρυπτογράφησε την αξιακή μορφή ως μια μορφή κοινωνικών σχέσεων, αλλά δεν κατάφερε να επερωτήσει σχετικά με τον χαρακτήρα αυτών των σχέσεων. Εδώ είναι που η παράδοση του ιταλικού εργατισμού βρίσκει τη θέση της. Στην πιο ακατέργαστη μορφή της, η αντίληψη του Tronti ότι, αντί της ανάλυσης του καπιταλισμού από τη σκοπιά του κεφαλαίου, χρειάζεται να αναλυθεί από τη σκοπιά του εργαζόμενου που παλεύει, εκμεταλλεύεται την παλαιο-ορθόδοξη ιδέα σύμφωνα με την οποία η επιστήμη του σοσιαλισμού είναι μια επιστήμη από τη σκοπιά της εργασίας. 

Αντλεί σοσιαλισμό από τον καπιταλισμό, απορρίπτοντας την ιδέα ότι ο χρόνος του σοσιαλισμού είναι διαφορετικός από τον χρόνο του καπιταλισμού. Ο ένας είναι ο χρόνος της κοινωνίας της ελευθερίας και της ισότητας, ο άλλος είναι ο χρόνος του χρήματος. Στην καλύτερη περίπτωση, η αντίληψη υπογραμμίζει την ιδέα ότι η κατανόηση του καπιταλισμού σχετίζεται με τις συνθήκες και τους αγώνες της εργατικής τάξης, που είναι η τάξη που εργάζεται. Το να είσαι ένας παραγωγικός εργάτης δεν είναι μια προνομιακή θέση, λέει ο επιστημονικός σοσιαλισμός. Ο ανταγωνισμός συνεπάγεται αγώνα, και η κοινωνία αναπαράγει τον εαυτό της μέσω του αγώνα –για την πρόσβαση στα μέσα διαβίωσης, ενάντια στη μείωση του χρόνου ζωής προς όφελος του χρόνου εργασίας υπεραξίας. Στα καλύτερά του, ο  εργατισμός είναι μια προσέγγιση αυτής της αντίληψης.   

Θα ήταν λάθος για τον εργατισμό να πει ότι ο αγώνας είναι από μόνος του καλός. Η πάλη ανήκει στον αντεστραμμένο κόσμο. Η λύση για την ταξική πάλη είναι η αταξική κοινωνία. Στη μιζέρια της εποχής μας, μπορούμε επομένως να βρούμε το θετικό μόνο στην άρνηση, και αυτή είναι η ιδέα πάνω στην οποία οι καλύτερες πτυχές του εργατισμού και οι καλύτερες της νέας ανάγνωσης του Μαρξ ενώνονται στην κριτική τους ιδέα. 


Υπάρχει μια πιθανή θεωρητική σύνδεση μεταξύ ανάλυσης των συνθηκών εργασίας και ανάλυσης της μορφής της αξίας; 

Εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να συνδέονται. Η ανάλυση της μορφής της αξίας ασχολείται με την αρνητική αντικειμενικότητα της αφηρημένης ανταλλαγής, και η κριτική της εργασιακής διαδικασίας ασχολείται με την επιβάρυνση της εργασίας. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να υπάρξει μια αφηρημένη ανταλλαγή χωρίς την παραγωγή πλούτου, και  η ιδιαιτερότητα της αφηρημένης ανταλλαγής δεν βασίζεται στην ανταλλαγή. Βασίζεται στην πώληση και αγορά εργατικής δύναμης, δηλαδή στην ταξική σχέση ανάμεσα στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, τα οποία είναι τα μέσα κοινωνικής διαβίωσης, και τον ελεύθερο εργάτη. Στην πραγματικότητα, όπως υποστήριξε και ο Adorno, η αντικειμενική ψευδαίσθηση της αφηρημένης ανταλλαγής δεν στηρίζεται σε κοινωνικά έγκυρη αντικειμενικότητα του φετιχισμού του εμπορεύματος. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι βασίζεται στην ιδέα της υπεραξίας. Δηλαδή, η ισοδύναμη ανταλλαγή μεταξύ δυο άνισων αξιών προϋποθέτει την απόσπαση υπεραξίας, και μέσω αυτής την καπιταλιστική εργασιακή διαδικασία ως μια διαδικασία κατά την οποία ο αναγκαίος χρόνος εργασίας βρίσκεται προς όφελος του χρόνου υπερεργασίας. 


Αναφερθήκατε στον Johannes Agnoli, του οποίου το έργο σχετικά με τη μορφή του αστικού κράτους επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένου και του Negri). Πως η ανάλυσή του για το κράτος σχετίζεται με την κριτική της πολιτικής οικονομίας; 

Η πολιτική οικονομία δεν είναι οικονομικά. Για τον Adam Smith, η πολιτική οικονομία είναι ένας κλάδος της επιστήμης του πολιτικού και του νομοθέτη. Το αόρατο χέρι δεν έχει καμιά ανεξάρτητη πραγματικότητα. Ούτε έχει και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία. Όπως και το αόρατο χέρι, η πολιτική οικονομία είναι μια πολιτική πρακτική. Η οικονομία είναι πολιτική οικονομία, δηλαδή η ίδια η κοινωνία αναδιπλασιάζει τον εαυτό της στην κοινωνία και το κράτος, και το κράτος είναι κατά συνέπεια η πολιτική μορφή της αστικής κοινωνίας. Ο σκοπός του δεν είναι διαπραγματεύσιμος. Είναι ένα καπιταλιστικό κράτος. Αυτό είναι σαφές από την αντίληψη του Μαρξ ότι το κράτος είναι η συγκεντρωμένη δύναμη της κοινωνίας. Οι αμφίπλευρες σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ αγοραστή και πωλητή της εργατικής δύναμης ή καλύτερα: ο αγοραστής εργατικής δύναμης και ο παραγωγός υπεραξίας, συνεπάγεται το πολιτικό κράτος ως μια δύναμη αποπολιτικοποίησης. Επομένως, η ανάλυση του κράτους δεν σχετίζεται με την οικονομία, καθώς η οικονομία και το κράτος είναι δυο διακριτές μορφές οργάνωσης. Αντίθετα, ο σκοπός του κράτους είναι να επιτύχει την αξιοποίηση της αξίας, και το κράτος είναι η πολιτική μορφή για αυτόν τον σκοπό. 


Μερικά από τα πρόσφατα άρθρα σας έχουν ασχοληθεί με το θέμα της «πρωταρχικής συσσώρευσης», και της συνεχούς κοινωνικής συγκρότησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Φαίνεται ότι αυτή η δυναμική της κοινωνικής συγκρότησης παρέχει επίσης έναν τρόπο διασύνδεσης μεταξύ του «οικονομικού» και «πολιτικού» δίνοντας έμφαση στην μαρξιστική θεωρία. Ποια είναι για εσάς τα θεωρητικά επίδικα της πρωταρχικής συσσώρευσης; 

Συμφωνώ με τη «νέα ανάγνωση του Μαρξ» ότι η μαρξιστική οικονομία είναι κατά βάση ρικαρδιανή στο πεδίο εφαρμογής της και στην σύλληψή της. Έχω εργαστεί γύρω από την έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης από τη δεκαετία του 1980. Ουσιαστικά, οι καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις περιλαμβάνουν ιστορικά πρότυπα κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, και δεν αποθηκεύουν τα πρότυπά τους κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αντίθετα, η καπιταλιστική ανάπτυξη βασίζεται στην αναπαραγωγή συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, η οποία περιλαμβάνει τη διαιώνιση του διπλά ελεύθερου εργάτη –αυτή, όπως την αποκαλεί ο Μαρξ, την απαραίτητη προϋπόθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η καπιταλιστική συσσώρευση βασίζεται στο γεγονός ότι μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων είναι αποκομμένη από τα μέσα παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής είναι τα μέσα κοινωνικού μεταβολισμού με τη φύση. Από τη στιγμή που ο εργάτης είναι διαχωρισμένος από τα μέσα παραγωγής του, μετατρέπεται σε έναν προλετάριο ο οποίος είναι «ο δούλος των άλλων ατόμων οι οποίοι έχουν μετατρέψει τους εαυτούς τους σε ιδιοκτήτες των μέσων ανθρώπινης ύπαρξης» -έτσι υποστηρίζει ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Το πρόβλημα του κομμουνισμού δεν είναι η ταξική πάλη – η οποία είναι καπιταλιστική πραγματικότητα. Το πρόβλημα του κομμουνισμού είναι να βρει τον τρόπο για τον τερματισμό της (προ)ιστορίας της ταξικής πάλης, προς όφελος όχι των απελευθερωμένων προλετάριων, οι οποίοι, επίσης, είναι μια καπιταλιστική πραγματικότητα, αλλά προς όφελος μιας αταξικής κοινωνίας. 

Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα