Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Αλαίν Μπαντιού, Η περιπέτεια της γαλλικής φιλοσοφίας V


Με τον Φρόυντ και εναντίον του Φρόυντ

Αυτό που διακυβεύεται, τελικά, σε αυτή την επινόηση μιας νέας γραφής, είναι η εξαγγελία του νέου υποκειμένου· της δημιουργίας αυτής της φιγούρας εντός της φιλοσοφίας, και η αναδόμηση του πεδίου μάχης γύρω απ' αυτήν. Γιατί αυτό δεν μπορεί να είναι πια το ορθολογικό, συνειδητό υποκείμενο που φτάνει σε μας από τον Ντεκάρτ: δεν μπορεί να είναι, για να χρησιμοποιήσω μια τεχνικότερη έκφραση, το αναστοχαστικό υποκείμενο. Το σύγχρονο ανθρώπινο υποκείμενο οφείλει να είναι κάτι σκοτεινότερο, περισσότερο εμπλεκόμενο με τη ζωή και το σώμα, πιο εκτατό από το καρτεσιανό μοντέλο· εγγύτερα σε μια διαδικασία παραγωγής, ή δημιουργίας, που συγκεντρώνει πολύ μεγαλύτερες πιθανές δυνάμεις εντός της. Αν παίρνει ή όχι το όνομα του υποκειμένου, είναι αυτό που η γαλλική φιλοσοφία έχει προσπαθήσει να βρει, να εξαγγείλει, να σκεφτεί. Αν η ψυχανάλυση έχει υπάρξει ένας συνομιλητής, είναι επειδή η φροϋδική επινόηση ήταν επίσης, στην ουσία, μια νέα πρόταση για το υποκείμενο. Γιατί αυτό που ο Φρόυντ εισήγαγε με την ιδέα του ασυνειδήτου ήταν η έννοια ενός ανθρώπινου υποκειμένου που είναι μεγαλύτερο από τη συνείδηση – που περιέχει τη συνείδηση, αλλά δεν περιορίζεται σ' αυτήν· τέτοια είναι η θεμελιώδης σημασία της λέξης «ασυνείδητο».

Η σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία έχει επομένως εμπλακεί επίσης σε μια μακρόχρονη συζήτηση με την ψυχανάλυση. Αυτή η ανταλλαγή έχει υπάρξει δράμα μεγάλης πολυπλοκότητας, ιδιαίτερα αποκαλυπτικό το ίδιο του εαυτού του. Διακυβευόμενη, θεμελιωδέστατα, έχει υπάρξει η διαίρεση της γαλλικής φιλοσοφίας μεταξύ, από τη μία μεριά, εκείνου που θα αποκαλούσα υπαρξιακό βιταλισμό, καταγώμενου απ' τον Μπερξόν και εκτεινόμενου στους Σαρτρ, Φουκώ και Ντελέζ, και από την άλλη ενός εννοιολογικού φορμαλισμού, παραγόμενου από τον Μπρυνσβίκ και συνεχιζόμενου μέσω των Αλτουσέρ και Λακάν. Εκεί όπου τα δυο μονοπάτια διασταυρώνονται είναι στο ερώτημα του υποκειμένου, που θα μπορούσε εντέλει να οριστεί, σε ό, τι αφορά τη γαλλική φιλοσοφία, ως το είναι που αναδεικνύει την έννοια. Υπό μια ορισμένη σημασία το φροϋδικό ασυνείδητο καταλαμβάνει τον ίδιο χώρο· το ασυνείδητο, επίσης, είναι κάτι ζωτικό ή υπαρκτό ακόμα το οποίο παράγει, το οποίο γεννά την έννοια. Πως δύναται μια ύπαρξη να γεννήσει μια έννοια, πως μπορεί κάτι να δημιουργηθεί από ένα σώμα; Αν αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα, μπορούμε να δούμε γιατί η φιλοσοφία σύρεται σε τόσο έντονες ανταλλαγές με την ψυχανάλυση. Εκ φύσεως, υπάρχει πάντα μια ορισμένη τριβή εκεί όπου κοινοί στόχοι επιδιώκονται με διαφορετικά μέσα. Υπάρχει ένα στοιχείο συνενοχής -κάνεις το ίδιο με μενα- αλλά επίσης αντιπαλότητας: το κάνεις διαφορετικά. Η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης εντός της γαλλικής φιλοσοφίας είναι ακριβώς αυτή, μια σχέση ανταγωνισμού και συνενοχής, γοητείας και εχθρότητας, αγάπης και μίσους. Δεν είναι να απορεί κανείς που το δράμα μεταξύ τους έχει υπάρξει τόσο βίαιο, τόσο πολύπλοκο.

Τρία κείμενα-κλειδιά μπορεί να μας δώσουν μια ιδέα του. Το πρώτο, ίσως το σαφέστερο παράδειγμα αυτής της συνενοχής και αντιπαλότητας, έρχεται από την αρχή του έργου του Μπασλάρ, Η ψυχανάλυση της φωτιάς (1938). Ο Μπασλάρ προτείνει μια νέα ψυχανάλυση στηριγμένη στην ποίηση και το όνειρο, μια ψυχανάλυση των στοιχείων – φωτιά, νερό, αέρας και γη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Μπασλάρ προσπαθεί εδώ να αντικαταστήσει τη φροϋδική σεξουαλική παρεμπόδιση με την ονειροπόληση για να καταδείξει ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη και ανοιχτότερη κατηγορία. Το δεύτερο κείμενο προέρχεται από το τέλος του Είναι και το μηδέν όπου ο Σαρτρ, με τη σειρά του, προτείνει τη δημιουργία μιας νέας ψυχανάλυσης αντιπαραθέτοντας την «εμπειρική» ψυχανάλυση του Φρόυντ με το δικό του (δια συνεπαγωγής) κατάλληλα θεωρητικό υπαρξιακό μοντέλο. Ο Σαρτρ ζητά να αντικαταστήσει το φροϋδικό σύμπλεγμα -τη δομή του ασυνειδήτου- με εκείνο που ονομάζει «πρωταρχική επιλογή». Γι' αυτόν εκείνο που ορίζει το υποκείμενο δεν είναι μια δομή, νευρωτική ή διεστραμμένη, αλλά ένα θεμελιώδες πρόταγμα της ύπαρξης. Πάλι, μια παραδειγματική περίπτωση συνδυασμένης συνενοχής και αντιπαλότητας.

Το τρίτο κείμενο προέρχεται από το κεφάλαιο 4 του Αντι-Οιδίποδα των Ντελέζ και Γκουατταρί. Εδώ, η ψυχανάλυση προορίζεται να αντικατασταθεί από μια μέθοδο που ο Ντελέζ ονομάζει σχιζοανάλυση, σε ρητό ανταγωνισμό με τη φροϋδική ανάλυση. Για τον Μπασλάρ, ήταν η ονειροπόληση μάλλον παρά η παρεμπόδιση· για τον Σαρτρ, το πρόταγμα μάλλον παρά το σύμπλεγμα. Για τον Ντελέζ, όπως ο Αντι-Οιδίπους καθιστά σαφές, είναι η κατασκευή μάλλον παρά η έκφραση· η κύρια ένσταση του προς την ψυχανάλυση είναι ότι δεν κάνει περισσότερα απ' το να εκφράζει τις δυνάμεις του ασυνειδήτου, όταν θα όφειλε να τις κατασκευάσει. Απαιτεί ρητώς μιαν αντικατάσταση της «φροϋδικής έκφρασης» με την κατασκευή που είναι το έργο της σχιζοανάλυσης. Είναι εντυπωσιακό, το λιγότερο, να βρίσκουμε τρεις μεγάλους φιλοσόφους, τους Μπασλάρ, Σαρτρ και Ντελέζ, τον καθένα να προτείνει να αντικαταστήσει την ψυχανάλυση με ένα δικό του μοντέλο.