Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Robert Kurz - Marx 2000


Μετά το τέλος του κρατικού σοσιαλισμού, ο καπιταλισμός μετέστρεψε την πολύ γνωστή μαρξιστική μεταφορά του νεκροθάφτη στο αντίθετο της και την ενσωμάτωσε στο δικό του ιδεολογικό οπλοστάσιο. Ωστόσο έναντι του ισχυρισμού τους για πολλοστή φορά πως η μαρξική θεωρία κείτεται θαμμένη, οι επίσημες, ακαδημαϊκές πολιτικές επιστήμες έχουν με σιγουριά θάψει στο έδαφος το λάθος πτώμα. Το έργο του Μαρξ, αν και στην πραγματικότητα αξιοποιήθηκε κανιβαλικά από τις γραφειοκρατικές δικτατορίες του κρατικού σοσιαλισμού για την δική τους νομιμοποίηση δεν αποτελεί, σύμφωνα με το πραγματικό του περιεχόμενο, μία θετική θεωρία που πρεσβεύει την “σοσιαλιστική ανάπτυξη” αλλά αντιθέτως είναι μία αρνητική θεωρία της κρίσης του σύγχρονου συστήματος εμπορευματικής παραγωγής. Επομένως, η λογική του και η συνάφεια του αναλυτικού του πεδίου είναι η θεωρητική προβολή της ανάπτυξης του καπιταλισμού υπό το φως της ώριμης μελλοντικά κρίσης του.

Η ιδεολογικά εργαλειακή χρήση του έργου, στην υπηρεσία μίας «ασθμαίνουσας εκσυγχρονιστικής αναπλήρωσης» (nachholenden Modernisie-rung*) στην καπιταλιστικά καθυστερημένη περιφέρεια της παγκόσμιας αγοράς (από την Οκτωβριανή επανάσταση έως τα λεγόμενα “απελευθερωτικά” κινήματα του Τρίτου Κόσμου), έχει συσκοτίσει εντελώς τον θεωρητικό του πυρήνα. Βεβαίως, αυτό δεν ήταν απλά το ζήτημα ενός εσωτερικού σφάλματος μέσα στην ίδια την θεωρία αλλά αντανακλούσε εν τοις πράγμασι την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας: αυτό που χαρακτηρίζει τον 20ο αιώνα δεν ήταν στην πραγματικότητα η δομική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά οι κρίσεις των κοινωνικά ιστορικών ανωμαλιών του οι οποίες έπονταν από την παγκόσμια ανισοκατανομή της κεφαλαιακής δύναμης και της παραγωγής μέσα στο ίδιο το σύστημα. Ήταν, για να το πούμε διαφορετικά, το δικαίωμα των ιστορικά βραδυκίνητων να χρησιμοποιούν τον Μαρξ υπεραπλουστευμένα και κατακερματισμένα, ως φορέα νομιμοποίησης της ιδεολογίας τους, προκειμένου να είναι στη θέση να λογαριάζονται με το χαρακτηριστικό του ανεξάρτητου στο αστικό σύμπαν της παγκόσμιας αγοράς, ικανοί να καλύψουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των πληθυσμών τους. Όμως η προσπάθειά τους ήταν καταδικασμένη να αποτύχει αναπόφευκτα λόγω των κριτηρίων που θέτει η λογική του συστήματος και παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι αυτό θα μπορούσε να εξημερωθεί διαμέσου της διαπραγμάτευσης του από το φορέα τους κράτους.

Η κατάρρευση των κρατικά προσχεδιασμένων συστημάτων της αγοράς άφησε τον δυτικό καπιταλισμό ολομόναχο. Κι αυτός πλέον έχει καταστεί ένα καθολικό, μονοπολικό, παγκοσμιοποιημένο και “ταυτόχρονα εξελισσόμενο” (vergleichzeitigten) σύστημα, το οποίο δεν έχει πια τη δυνατότητα να θρέψει ιδεολογικά τον εαυτό του από τις εξωτερικευμένες δομές της δικής του ιστορικής ανισότητας. Η εν λόγω δυνατότητα εξαλείφθηκε μαζί με το υποτιθέμενα εχθρικό του σύστημα. Η δυτική καπιταλιστική αυτοδικαίωση ανέκαθεν ευδοκιμούσε από τα ελλείμματα του «καθυστερημένου αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού» (nachholenden Modernisierung*), τα οποία συγκρίνονταν με το στάδιο ανάπτυξης των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών (η κατανάλωση των εμπορευμάτων ως ιδεολογία, εκστρατεία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.). Σήμερα ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να αποδεικνύει την αυτό-νομιμοποίησή του κι ακριβώς εδώ είναι που αποτυγχάνει παταγωδώς. Με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται και πιο αβάσιμο να κατηγορείς τα προτερόχρονα συστήματα για την αδυσώπητη διόγκωση της εξαχρείωσης σε Ανατολή και Δύση και να παρερμηνεύεις αυτή την απαθλίωση σαν αποκλειστικό φορτίο της προηγούμενης κληρονομιάς. Θα ήταν εντελώς γελοίο να προσπαθείς να καταστήσεις τον παλιό κακό εχθρό υπεύθυνο για την μαζικά αυξανόμενη φτώχεια και τον κοινωνικό εκφυλισμό της Δύσης. Αυτό που συμβαίνει στο παρόν μπορεί να είναι μονάχα το αποτέλεσμα από την θαυμάσια και ανεπανάληπτη, μία και μοναδική “οικονομία της αγοράς”.

Σ’ αυτή την ζοφερή κοινωνική κατάσταση είναι επιτακτική η ανακάλυψη του Μαρξ και η ανάγνωση της θεωρίας του από την αρχή, με μια νέα ματιά: δηλαδή της θεωρίας της ανάπτυξης και της κρίσης του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής (του όρου που συμπεριλαμβάνει εύσχημα τον δυτικό καπιταλισμό και τα κρατικά σοσιαλιστικά συστήματα του «εκσυγχρονισμού που αναπληρώνει την υστέρηση» {nachholenden Modernisierung*}). Η ανάγνωση του Μαρξ «κόντρα στο ρεύμα» της συνήθους ερμηνείας του απαιτεί βεβαία δύο πράγματα. Κατ’ αρχάς την ιστορικοποίηση της σκέψης του, που σημαίνει την αποσαφήνιση εκείνων των στοιχείων που παραμένουν δέσμια μέσα στον ιστορικό ορίζοντα του αστικού εκσυγχρονισμού. Κατά δεύτερον, είναι απαραίτητο για τη συγκεκριμένη ανάγνωση να αντιστραφεί η πολικότητα της μαρξικής θεωρίας έτσι ώστε αυτή να μην εννοείται πλέον με μία θετικιστική απεικόνιση των καπιταλιστικών κατηγοριών (οι οποίες στη συνέχεια δεν θα αφομοιώνονται από την πεπερασμένη και ακατάργητη μορφή της αστικής υποκειμενικότητας), αλλά αντιστρόφως να προσλαμβάνεται η ενυπάρχουσα ριζοσπαστική κριτική της. Με άλλα λόγια: είναι απόλυτα αναγκαίο να ανακαλύψουμε και να υπερβούμε τις αντιφάσεις μέσα στη μαρξική θεωρία οι οποίες οφείλονται στον περιορισμένο ιστορικό ορίζοντα της εποχής του Μαρξ. Η ανάγνωση του Μαρξ με αρνητικό πρόσημο, αντί ενός θετικού, είναι η μόνη προϋπόθεση για να καταστήσουμε και πάλι εκρηκτικό το θεωρητικό του έργο.

*

Η ουσία της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας

Ο όρος “εργασία” είναι ένας καταστατικός όρος για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες με δύο εκφάνσεις: τουτέστιν με μία οικονομική – διαρθρωτική και με μία ηθική – δεοντολογική έκφανση. Ο φιλελευθερισμός ως απότοκος του Διαφωτισμού εκκοσμίκευσε τον χριστιανικό μαζοχισμό του μαρτυρίου υιοθετώντας την προτεσταντική ηθική της εργασίας η οποία στη συνέχεια βρήκε σαν αστική κληρονομιά την θέση της μέσα στον μαρξισμό. Παρομοίως, οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας και αργότερα ο Μαρξ ενσωμάτωσαν την θετική προτεσταντική κατηγορία της εργασίας μέσα στις θεωρίες τους. Αυτή η ενσωμάτωση δεν ήταν ωστόσο ένα απλό υποθετικό και θεωρητικό αξίωμα αλλά αντιθέτως η θεωρητική ανάκλαση του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται στην πραγματικότητα η καπιταλιστική παραγωγή. Μέσα σ’ αυτήν την κοινή αντίληψη η “Εργασία”, που ουσιαστικά είναι η δαπάνη της ανθρώπινης ενέργειας με σκοπό την κοινωνική (ανα)παραγωγή, εμφανίζεται με την υπόσταση της οικονομικής αξίας. Η διακριτή μορφή του περιεχομένου αυτής της αξίας είναι το χρήμα (το διανεμημένο “καθολικό εμπόρευμα”). Συνεπώς, τα εμπορεύματα επειδή θεωρούνται αντικείμενα της εργασίας, εμπεριέχουν την αξία και γι’ αυτό λαμβάνουν χρηματικές τιμές.

Για την αντίληψη της αστικής υποκειμενικότητας αυτή η σχέση είναι θετική και εσωτερικευμένη. Και στο βαθμό που ο ίδιος ο Μαρξ επιχειρηματολογεί μέσα σε ένα καταφατικό πλαίσιο για τον εκσυγχρονισμό ο «θετικισμός» αυτός εμφανίζεται επίσης και στο δικό του έργο. Υπό την έννοια αυτή το μαρξιστικό έργο αποδεικνύεται πως είναι απόγονος της φιλελεύθερης ιδεολογίας και των κλασικών οικονομικών που ενώ μεν θανατώνει την νεοτερική, μητρική του θεωρία, εξακολουθεί δε να κουβαλά μαζί του τα σημάδια της γέννησης του. Αυτή ακριβώς είναι η θετικιστική πλευρά του Μαρξ που αποτελεί τον γνώριμο “εξωτερικό” μαρξισμό του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης. Η έμφαση στην υπεραξία η οποία εκλαμβάνεται με την καπιταλιστική μορφή της «απλήρωτης εργασίας» και η υπόρρητη και δομικά προσδιορισμένη «εκμετάλλευση» των εργατών από τους κεφαλαιοκράτες, συνιστά κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη της διεκδίκησης «όλης της παραγόμενης αξίας» για την «εργατική τάξη». Ωστόσο, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η αξία και η «εργασία» που είναι οι κατηγορίες που αφορούν τη μορφή και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής κοινωνίας καθίστανται ταυτόχρονα θετικιστικές μέσα στις οντολογικές και υπεριστορικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έτσι το πρόβλημα της κοινωνικής αντίφασης αναλύεται επάνω στις υποκειμενικές σχέσεις της βούλησης (κίνητρα) δεδομένου ότι οι διαρθρωτικές κατηγορίες έχουν θεωρηθεί ουδέτερες, θετικές και οντολογικές, παραμένοντας a priori ασυναίσθητες κοινωνικά. Κατά συνέπεια φαίνεται ότι η ουσία του καπιταλισμού προσδιορίζεται στον ανταγωνισμό: η τάξη η οποία είναι το υποκείμενο της κυριαρχίας χρησιμοποιεί και καταπιέζει μίαν άλλη τάξη —την «εργατική» που είναι το υποκείμενο της εργασίας— για την ευημερία της και αποσπά προς όφελός της τον υλικό πλούτο ως «άρχουσα τάξη». Ωστόσο, μολονότι ασαφής και αντιφατική ως προς την ορολογία της και την παρουσίασή της, η βαθύτερη διάσταση της μαρξικής θεωρίας παραπέμπει σε μία εντελώς διαφορετική ερμηνεία. Στη συγκεκριμένη ανάγνωση η «εργασία» δεν εμφανίζεται αιφνιδίως με μία θετική υπόσταση, αλλά αντιθέτως με μία αρνητική, κι επομένως η αξία αναπαριστά την μορφή μιας αρνητικής κοινωνικοποίησης. Η εμφάνιση της εργασίας ως ουσίας της οικονομικής αξίας είναι πραγματική και αντικειμενική μόνο εντός του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής. Ιστορικά σε καμία άλλη παραγωγική λειτουργία και σε κανέναν άλλο τρόπο της ανθρώπινης διαβίωσης η πρακτική δραστηριότητα της κοινωνίας ως «προϊόν μεταβολισμού της φύσης» (Μαρξ) δεν έχει προσληφθεί επί της ουσίας με την κοινωνικά – γενική (καθολική) αφαίρεση της «εργασίας» που κυριαρχεί σε ολόκληρη τη διαδικασία της αναπαραγωγής με την μορφή της αξίας.

Σ’ ένα τέτοιο σύστημα τα χρήματα, η απτή εκδήλωση της αξίας, επανατροφοδοτούν την υπόστασή τους. Στην ανακυκλούμενη κίνηση αξιοποίησης των κεφαλαίων, που πολλαπλασιάζει τα χρήματα μέσα από τα χρήματα, η διαδικασία γίνεται αυτοσκοπός. Όμως εάν η «εργασία» νοείται ως υπόσταση της αξίας και τοιουτοτρόπως η αξία είναι η ουσία του χρήματος τότε και η εργασία χαρακτηρίζεται επίσης ως αυτοσκοπός: είναι η αυτοαναφορική και διαρκώς αλλοτριωμένη δαπάνη της ανθρώπινης ενέργειας. Ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας της «εργασίας» στον «μεταβολισμό με τη φύση» και ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας των χρημάτων στον κοινωνικό μεταβολισμό μεταμορφώνονται σε αυτοσκοπό και κατά συνέπεια καθορίζουν τις δράσεις των εμπειρικών υποκειμένων επειδή αυτή ακριβώς η ταυτολογική και συστημική αυτοαναφορά καθιστά την «εργασία» μοναχά για την «εργασία» και τα λεφτά μονάχα για τα λεφτά. Ο Μαρξ ονομάζει αυτό το παράδοξο και συνάμα παράλογο επίτευγμα της ανεξαρτησίας των μέσων (ή του μέσου) το «αυτόματο υποκείμενο» της νεοτερικότητας.

Ενώ απέχουν παρασάγγας ώστε να θεωρούνται τα υποκείμενα του κοινωνικού γίγνεσθαι, οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου καθώς επίσης και όσοι το διευθύνουν (manager) αποδεικνύονται πως είναι σκέτοι λειτουργοί του «αυτόματου υποκειμένου» το οποίο ενεργεί πέρα από τις δικές τους επιδιώξεις. Παρεμπιπτόντως οι απολαύσεις εκείνων που αποτελούν την αποκαλούμενη “άρχουσα τάξη” δείχνουν σχεδόν καταγέλαστες εάν αναλογιστούμε τους γιγάντιους κόπους τους οποίους καταβάλλουν. Η πολυτελής κατανάλωση της χλιδής τους υστερεί σε πολύ μεγάλο βαθμό εν συγκρίσει μ’ εκείνης των προ-νεοτερικών ελίτ, και μάλιστα αυτή έχει γίνει ολοένα και πιο ανόητη και γλίσχρα με την πρόοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η εν λόγω αντίληψη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των συνθηκών διαβίωσης υποδηλώνει με σαφήνεια την έννοια της (αντικειμενοποιημένης) “χρησιμοποίησης” που υφίσταται η ικανότητα για εργασία αντί του όρου της “εκμετάλλευσης” (όρος που είναι κοινωνιολογικά αντιληπτός με στενόμυαλο και υποκειμενικό τρόπο). Η μισθωτή εργασία δεν παρακρατείται απευθείας από το ίδιο το κοινωνικό προϊόν που παράγει διότι είναι η κοινωνική παραγωγή του πλούτου που καθυποτάσσεται εξ’ ολοκλήρου στους συστημικούς περιορισμούς του θηριώδους αυτοσκοπού.

Κατόπιν της αυτο-αναφορικότητας των οιονεί ανεξάρτητων μέσων («εργασία») ή μέσου (χρήμα) οι παράδοξες «κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων» (Μαρξ) προκύπτουν εκεί που οι άνθρωποι δεν αλληλεπιδρούν άμεσα μεταξύ τους αλλά παραμένουν πρωταρχικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο. Η κοινωνική τους διάδραση λαμβάνει χώρα δευτερευόντως μόνο μέσω της αξίας και της ιδιοκτησίας των προϊόντων εργασίας. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι που ο Μαρξ ονόμασε φετιχισμό της εμπορευματικής μορφής. Η χρήση των φυσικών και κοινωνικών πόρων δεν γίνεται εκ των προτέρων μέσω συνειδητά αμοιβαίων ρυθμίσεων από τους κοινωνικούς θεσμούς αλλά διαμέσου της τυφλής δαπάνης της ανθρώπινης ενέργειας με τη μορφή εργασίας για λογαριασμό των ανώνυμων αγορών. Η δαπάνη της αφηρημένης εργασίας ως ανθρώπινης ενέργειας μπορεί να αποδειχθεί συνεκτική για την κοινωνία μόνο εκ των υστέρων, “πίσω από τις πλάτες” των δρώντων υποκειμένων με τον ίδιο τυφλό, αντικειμενοποιημένο και συστημικά συμμορφωμένο τρόπο, γι’ αυτό και η κοινωνική συνοχή ποτέ δεν είναι εξασφαλισμένη (ως γνωστόν ο Άνταμ Σμιθ επιδοκίμασε το συγκεκριμένο σημείο με τον κοινό τόπο του «αόρατου χεριού», αγνοώντας τις προφανείς προστριβές της τυφλής δυναμικής που επισείει αυτού του είδους η κοινωνικοποίηση).

Μέσα στον φετιχισμό της κοινωνικοποίησης των νεκρών πραγμάτων αντί των ζωντανών όντων, ο οποίος αποτελεί κατά γράμμα την ίδια την φύση του «αυτόματου υποκειμένου», εγκαθίσταται μία σχέση μεταξύ της μορφής και του ουσιώδους περιεχομένου που είναι συγχρόνως πραγματική και πλασματική. Η συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα του μετασχηματισμού των φυσικών στοιχείων παραμένει ακοινώνητη και ιδιαίτερη (ζήτημα που αφορά τον τομέα “οικονομικής των επιχειρήσεων”), και παρότι εξαρχής δεν είναι αυτόνομη, στοχεύει ωστόσο μέσα σ’ ένα γενικευμένο περιβάλλον αμοιβαίων σχέσεων καθολικής εξάρτησης. Η αμιγώς δευτερεύουσα κοινωνικοποίηση μέσω της αγοράς επιβάλλει την αναγκαιότητα δύο πραγμάτων: πρώτα, ότι η παραγωγική δραστηριότητα έχει απογυμνωθεί από κάθε συγκεκριμένο χαρακτήρα, δηλαδή ανάγεται αφαιρετικά σε σκέτη «δαπάνη ανθρώπινου μυαλού, νεύρων και μυώνων» (Μαρξ) ώστε να κάνει τις ποιοτικά διαφορετικές δραστηριότητες και τα ετεροειδή προϊόντα ισόμετρα στην μεταξύ τους ανταλλαγή ως εμπορεύματα. Και δεύτερον, η αφαιρετική δαπάνη της ανθρώπινης-κοινωνικής ενέργειας, ανεξάρτητα από το γεγονός πως η πραγματική διαδικασία έχει παρέλθει, εμφανίζεται πλέον (στη συγκεκριμένη ποσοτικοποίηση του αντίστοιχου επιπέδου παραγωγικότητας) να είναι κοινωνική ιδιότητα και ουσία των προϊόντων, όπου με την σειρά της αυτή η ουσία αποκτά την έκφραση της μέσα από το διανεμημένο “καθολικό εμπόρευμα” (χρήμα) με τη μορφή χρηματικής τιμής.

Ωστόσο, δεδομένου ότι τα χρήματα ως κεφάλαιο αναπαριστούν το καθολικό και αυτοαναφορικό στοιχείο στην «αξιοποίηση της αξίας» {»Ver-wertung des Werts»} που επεκτείνεται (και επομένως αποτελούν και το σημείο αφετηρίας), η συγκεκριμένη δραστηριότητα της ανθρώπινης παραγωγικής σχέσης με τη φύση πραγματοποιείται από την πρώτη στιγμή μονάχα από τη πλευρά της αφαίρεσης (και μόνο ως αυτοσκοπός) η οποία στην κυριολεξία έχει καταστεί πραγματική με την ιδιότητα της αξίας και του χρήματος. Συνεπώς η αντιστροφή του σκοπού με τα μέσα ισοδυναμεί με την αντιστροφή του Συγκεκριμένου με το Αφηρημένο. Πλέον το συγκεκριμένο (Concretum) δεν είναι παρά μονάχα η έκφραση του αφηρημένου (Abstractum) αντί να συμβαίνει ταυτολογικά το ανάστροφο. Επομένως, η αποκαλούμενη “συγκεκριμένη εργασία” και το συσχετισμένο μαζί της φάσμα των “αξιών χρήσης” αναπαριστούν όχι την «καλή», και προσανατολισμένη στις ανάγκες πλευρά του συστήματος, αλλά μόνο τον αμετάβλητα συγκεκριμένο τρόπο εκδήλωσης της αφαίρεσης που έχει γίνει μία πραγματικότητα. Διότι ως συγκεκριμένη η παραγωγική δραστηριότητα εμφανίζεται στην κοινωνία αποκλειστικά σαν «φορέας» της παρούσας αφαίρεσης. Η “συγκεκριμένη εργασία” δεν δικαιολογεί την χρησιμότητα της επειδή και η ίδια είναι το υποκείμενο στις προσταγές της «αξιοποίησης της αξίας» («Verwertung des Werts»)και γι’ αυτό προξενεί ακόμα και ανορθολογικά ή και καταστροφικά αποτελέσματα στη κατηγορία της “αξίας χρήσης”, παρ’ όλη την ορθοβουλία των συμμετεχόντων οι οποίοι όμως παραμένουν δέσμιοι στη δομική ισχύ του συστήματος.

Φυσικά η αξία ως ιδιότητα των προϊόντων τα οποία φέρουν την αφαίρεση της δαπανημένης “εργασίας/ουσίας” (Arbeitssubstanz) είναι ψευδαισθητική (Phantasmagorisch). Αυτό συμβαίνει διότι, πρώτον, η παραγωγική δραστηριότητα με τη μορφή αφηρημένης δαπάνης της ανθρώπινης ενέργειας δεν μπορεί πραγματικά να αντικαταστήσει την υλική – αισθητή μορφή της “συγκεκριμένης εργασίας”. Η εν λόγω διαδικασία πραγματοποιείται μόνο μέσα στην αφαίρεση του κοινωνικού ασυνείδητου σαν ένας αυτονόητος αυτοματισμός, έστω κι αν παίρνει σάρκα και οστά σε κάτι εμπράγματο, το χρήμα. Μέσω των χρημάτων η κοινωνία εκχωρεί στη δική της ασυνείδητη αφαίρεση μια ανεξαρτητοποιημένη και αλλότρια εξουσία. Δεύτερον και με δεδομένο ότι πρόκειται για μία διαδικασία διαβίωσης έμβιων όντων, η παραγωγική δραστηριότητα δεν συγκρατείται ωσάν μια αφηρημένη “sui generis ουσία” η οποία έχει ”αποκρυσταλλωθεί” με σχηματισμένη μορφή επάνω στα προϊόντα. Τα μέλη της κοινωνίας τα οποία είναι απομονωμένα το ένα από το άλλο και τα οποία βρίσκονται εκ των υστέρων υπό την μεσολάβηση των εμπορευματικών προϊόντων, θα πρέπει εκ των πραγμάτων να αναπαραστήσουν παραπλανητικά την εκάστοτε παρελθούσα (δαπανημένη) “εργασία” σαν ιδιότητα αυτών των προϊόντων (και συν τοις άλλοις, εναρμονισμένοι με την συστημική ανάδραση που βιώνουν, θα πρέπει να ξεκινήσουν την εκάστοτε παραγωγική τους δραστηριότητα υπό την επήρεια αυτής της αφαιρετικής και παραπλανητικής αλλά δεδομένης πραγμοποίησης). Κάποιος που κοινωνικοποιείται μέσα στις συνθήκες που ορίζουν οι κατηγορίες του εμπορευματικού συστήματος παραγωγής αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή μονάχα την ψευδαισθητική ιδιότητα της αξίας/τιμής διότι αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σαν έννοια υλικής ποιότητας. Ωστόσο αυτή η φετιχιστική ψευδαίσθηση δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τυχαία: Η κοινωνικά ισχύουσα και καταβεβλημένη ποσότητα της εργασίας που είναι προσαρμοσμένη στο αντίστοιχο επίπεδο παραγωγικότητας πρέπει στην πραγματικότητα να δαπανηθεί. Το εμπορευματικό σύστημα με δεδομένο ότι παίρνει την μορφή του καπιταλιστικού αυτοσκοπού αποκτά την σταθερότητα και την ικανότητα της αναπαραγωγής του μονάχα μέσα από την κοινωνικά παραπλανητική και αναφορική σχέση προς το παρελθόν, των υφιστάμενων (με συγκεκριμένη/αισθητή μορφή) ξοδεμένων ποσοτήτων εργασίας.

Η μαρξική ανάλυση της διαπεραστικής καπιταλιστικής δομής μαζί με τον εμπεριεχόμενο φετιχισμό αποκαλύπτει τον αρνητικό χαρακτήρα της εργασίας/ουσίας και της αξίας/μορφής της η οποία έχει αγνοηθεί επαίσχυντα από το μαρξιστικό – εργατικό κίνημα ενώ απορρίφθηκε από τις επίσημες οικονομικές επιστήμες με τον χαρακτηρισμό της «φιλοσοφικής ανοησίας». Στη γραμμή άμυνας της απέναντι στη μαρξική θεωρία η ακαδημαϊκή επιστήμη αναθεμάτισε ακόμα και τη θεωρία των κλασσικών αστών οικονομολόγων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι το δαπανηθέν ποσό εργασίας είναι το περιεχόμενο της οικονομικής αξίας. Η κυρίαρχη συνείδηση διατήρησε μόνο τη δεοντολογικά καταπιεστική σημασία και την καταναγκαστική ηθική της εργασίας με το θετικό πρόσημο του όρου κι έτσι προστάτευσε με την άγνοια της την ανακάλυψη της δικής της ανορθολογικής ιδιοσυστασίας (καταστατικής δραστηριότητας) η οποία υπονοείται στον μαρξικό όρο του φετιχισμού. Τα οικονομικά έγιναν η επιφανειακή Θεωρία της Οριακής Χρησιμότητας ή η Υποκειμενική Θεωρία της Αξίας. Η τελευταία, που θεωρείται σήμερα το θεμέλιο στην επικρατούσα τάση των σύγχρονων οικονομικών αναλύσεων, απλουστεύει τελείως τον όρο της αξίας στην εμφάνιση της τιμής των προϊόντων. Η τιμή, δηλαδή, περιστέλλεται στην καθαρά υποκειμενική χρησιμότητα των υπολογισμών που γίνονται από τους παίκτες της αγοράς (των οποίων η ύπαρξη και η θέσπιση προσλαμβάνεται a priori). Αυτή η νεοκλασική θεωρία όχι μόνο δεν έχει την πρόθεση αλλά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να επεξηγήσει τίποτα, αντ’ αυτού προσομοιάζει τους λογιστικούς υπολογισμούς των υποκειμένων της αγοράς με την απεικόνιση της συστημικής μαθηματικοποίησής τους. Στις κοινωνικές επιστήμες, τα Μαθηματικά εμφανίζονται πάντοτε στο προσκήνιο όταν οι προϋποθέσεις της κριτικής έχουν εμφανώς χαθεί και τότε πρέπει να καταστήσουν την περιγραφή των κοινωνικών συνθηκών, η οποία στερείται μια επαρκή θεωρητική εξήγηση, και πάλι διαχειρίσιμη.

Ότι η τιμή δεν έχει καμία σχέση με το αντικειμενικό περιεχόμενο της αξίας, αλλά προκύπτει από τους υποκειμενικούς λογιστικούς υπολογισμούς της χρησιμότητας, ευσταθεί σαν αξίωμα μόνο σε ακραίες καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στις απόλυτα δεδομένες κοινωνικές σχέσεις: Αυτό υποδεικνύει και το περίφημο παράδειγμα με «το ποτήρι του νερού στην έρημο» του οποίου η οριακή χρήση τείνει προς το άπειρο. Τα παραδείγματα αυτού του είδους στερούνται σοβαρότητας δεδομένου ότι δεν αποτελούν μέρος της συνηθισμένης λειτουργίας των κοινωνικό-οικονομικών δράσεων και επομένως εκπίπτουν από τον τομέα της Οικονομίας. Μέσα στις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες του συστήματος της εμπορευματικής παραγωγής η επεξηγηματική ισχύς των λογιστικών υπολογισμών για τις αξίες χρήσης στη βάση της Οριακής Χρησιμότητας είναι πρακτικά μηδενική. Οι συμμετέχοντες στην αγορά προφανώς και ζυγίζουν την υποκειμενική χρησιμότητα των προϊόντων τους έναντι της αντίστοιχης χρηματικής τιμής που πρέπει να καταβάλλουν οι αγοραστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πράττουν ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες αλλά ότι το πράττουν κάτω από αντικειμενοποιημένους όρους οι οποίοι τους επιβάλλονται και επιδρούν a priori στους υπολογισμούς τους κατά τρόπο ασυνείδητο. Η Υποκειμενική Θεωρία της Αξίας ή καλύτερα Θεωρία της Τιμής συγχέει την αιτία και το αποτέλεσμα. Κανονικά ένα ορισμένο αγαθό είναι διαθέσιμο σε μεγάλη κλίμακα επειδή η αντίστοιχη παραγωγικότητα έχει αυξηθεί ελαττώνοντας έτσι και την ποσότητα εργασίας που έχει δαπανηθεί ανά μονάδα προϊόντος. Επομένως η αντικειμενική αξία για κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα λιγοστεύει μέσω της μείωσης της εργασίας/ουσίας του (Arbeitssubstanz). Ο υποκειμενικός υπολογισμός, λοιπόν, της χρησιμότητας ακολουθεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μόνο την εξέλιξη της κοινωνικής παραγωγικότητας σε συσχετισμό με τη δαπανηθείσα εργασία.

Η επίγνωση της μεγαλύτερης ή της μικρότερης χρησιμότητας με κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες ουδόλως ρυθμίζει την παραγωγή των αγαθών. Επί παραδείγματι ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μία μεγάλη μάζα άνεργων και δικαιούχων της κοινωνικής πρόνοιας ανθρώπων, δηλαδή που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ορισμένα επιθυμητά και απαραίτητα αγαθά. Μια αύξηση στον υποκειμενικό υπολογισμό αυτών των αγαθών σε καμία περίπτωση δεν αυξάνει και τις τιμές τους ως εμπορεύματα. Αντιθέτως, είναι πιθανότερη η πτώση των τιμών επειδή μειώθηκε η ζήτηση των εμπορευμάτων σαν αποτέλεσμα της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών παρά την αυξημένη γι’ αυτά κοινωνική ανάγκη. Είναι απροκάλυπτος κυνισμός να αποδίδεται αυτή η πτώση των τιμών (όπως ένα αποπληθωριστικό κύμα, φερ’ ειπείν) στην έκπτωση της οριακής χρησιμότητας των αγαθών εξαιτίας του κορεσμού στην κάλυψη των ανάλογων αναγκών.

Αντίθετα η έλλειψη της ζήτησης δεν θα οδηγήσει σε κάποια αυθαίρετη μείωση των τιμών η οποία θα βρίσκεται κάτω από το επίπεδο παραγωγικότητας της αντικειμενοποιημένης εργασίας/ουσίας αλλά θα επισπεύσει τη διακοπή της λειτουργίας αυτής της παραγωγής ακόμα κι αν αυτή εξυπηρετεί ζωτικές ανάγκες ή παρέχει μία πλούσια σε δυνατότητες παραγωγική δραστηριότητα.

Η θεωρητική σχολή της Οριακής Χρησιμότητας ή της Υποκειμενικής Θεωρίας της Αξίας, συμπεριλαμβανομένων και των διάφορων παραλλαγών της μέσα στον 20ο αιώνα, αγνοεί πλήρως ότι η κοινωνική τάξη πραγμάτων της οικονομίας της αγοράς δεν καθορίζεται από τα υποκείμενα της κυκλοφορίας αυτής της αγοράς αλλά από τον ανορθολογικό αυτοσκοπό της ίδιας της παραγωγής της. Η καπιταλιστική αντιστροφή των μέσων με τον σκοπό, που ο Μαρξ ανέλυσε, εξαναγκάζει κατ’ αρχάς τους ανθρώπους να μην μπορούν με κανένα τρόπο να εμφανιστούν από την πλευρά της ζήτησης μέσα στις εμπορευματικές αγορές εάν δεν έχουν προηγουμένως πουλήσει το ίδιο τους το τομάρι στην αγορά εργασίας εν ονόματι του συστημικού αυτοσκοπού.

Δευτερευόντως, και κατά συνέπεια των προηγουμένων, η αγορά εμπορευμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί με καμία έννοια ο τόπος των προϋπολογισμών της αξίας χρήσης/χρησιμότητας όπου συγκεντρώνονται τα ανεξάρτητα υποκείμενα της παραγωγής. Απεναντίας, η αγορά που εμφανίζεται ως τόπος της «ελεύθερης» αγοραπωλησίας, δεν αναπαριστά κάτι άλλο εκτός από την σφαίρα της «πραγμάτωσης της υπεραξίας», δηλαδή της μετατροπής της δαπανηθείσας εργασιακής ποσότητας στην τελική μορφή που είναι αυτή του χρηματικού κεφαλαίου. Η εμπορευματική αγορά είναι μέχρι τώρα το πεδίο διέλευσης του αδιάκοπου και ακατάβλητου καπιταλιστικού αυτοσκοπού και απέχει πάρα πολύ από το να αποτελεί το άθροισμα των υποκειμενικών εκτιμήσεων για την χρησιμότητα των προϊόντων. Σε αυτή την περίπτωση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι υπολογισμοί της χρησιμότητας μπορούν να κινηθούν μόνο μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών νόμων του συστήματος. Η έννοια της χρησιμότητας προκαθορίζεται από αυτούς και όχι από τη λογική της ευημερίας και της ικανοποίησης των αναγκών σε όσους συμμετέχουν στις αγορές.

 *

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και ο νόμος της κατάρρευσης του κεφαλαίου

Είναι προφανές αυτό που ωθεί τους ιδεολόγους των οικονομικών επιστημών στην άρνηση της αντικειμενικής ουσίας της εργασίας: το πρόβλημα της ουσίας πρέπει να εξοβελιστεί διότι ο καπιταλισμός έχει την εγγενή τάση να καθιστά αυτή την ουσία περιττή και παρωχημένη με αποτέλεσμα να καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό. Από τη σκοπιά της αντίληψης που είναι μονάχα ικανή να σκέφτεται εντός των αστικών κατηγορικών τύπων (κυκλοφορίας, ανταλλαγής εμπορευμάτων, και των συσχετιστικών παραγώγων τους) η καθαρή μορφή (ουσία) παραμένει και πρέπει να διαιωνίζεται μέσα σε οποιεσδήποτε ψευδο-χειραφεσιακές αυταπάτες. Το ουσιαστικό της περιεχόμενο είναι ιδεολογικά συγκαλυμμένο προκειμένου να αποφευχθεί η επίγνωση των καταστροφικών του δυνάμεων που υπαγορεύονται από το εμπράγματο τέλος της, και κατά συνέπεια της αναπότρεπτης απαξίωσης που αυτό προκαλεί στην ανταλλαγή προϊόντων και στις ενσυνείδητες μορφές της.

Η συστημική αυτοαντίφαση κατά την οποία ο καπιταλισμός καταστρέφει το δική του φετιχιστική ουσία (περιεχόμενο) στοιχειοθετείται με ακρίβεια στον περίφημο μηχανισμό του ανταγωνισμού που κινεί την καπιταλιστική δυναμική. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαχωρισμένων οικονομικών επιχειρήσεων που επιφέρει η μεσολάβηση των ανώνυμων αγορών τις καθυποτάσσει στη διαρκή μεγέθυνση της παραγωγικότητας η οποία με τη σειρά της, μπορεί μονάχα να επιτευχθεί με την υποκατάσταση, σε βάθος χρόνου, της ανθρώπινης εργασίας από τα «τεχνολογικά – επιστημονικά μέσα» (Μαρξ). Αυτό σημαίνει πως κάθε εμπόρευμα ως μονάδα χάνει διαρκώς αξία γιατί του αναλογεί ολοένα και λιγότερη εμπεριεχόμενη “εργασία/ουσία”. Κατά συνέπεια είναι δυνατή η προβολή ενός τερματικού σημείου μετά το οποίο ολόκληρη η υπόσταση της εργασίας με την κοινωνική της μορφή μειώνεται στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα, σε τέτοιο βαθμό που η πλασματική αξία/ιδιότητα ως χαρακτηριστικό των προϊόντων εκπίπτει διότι είναι οργανωμένη επάνω σε αυτό τον ανορθολογισμό.

Στο παρελθόν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορούσε μόνο να αναπαράγει τον εαυτό του μέσα από τη σταθερή του επέκταση και με αυτή επέλυε προσωρινά τη βάσιμη αντίφασή του. Όσο λιγότερη ήταν η αξία, (ήτοι η εργασία/ουσία που την επιτελεί), που αντιστοιχούσε σε κάθε προϊόν ανά μονάδα, τόσο περισσότερα προϊόντα έπρεπε να παραχθούν και να πουληθούν. Εφ’ όσον η ποσότητα των παραγόμενων εμπορευμάτων επεκτεινόταν ταχύτερα από τη συρρίκνωση της εργασίας ή της εμπεριεχόμενης αξίας ανά προϊόν τότε και η κατάρρευση του συστήματος αναβαλλόταν. Συνεπώς, ήταν απαραίτητο να “βομβαρδίζεις” τον κόσμο με κάθε είδους εμπόρευμα και να προδιαθέτεις τους ανθρώπους να οργανώνουν τις ζωές τους με βάση τη συνθήκη της αδιάκοπης παραγωγής τους και της αντίστοιχης σταθερής αύξησης της κατανάλωσής τους. Ωστόσο η καπιταλιστική ανάπτυξη ποτέ δεν ήταν ομαλή. Απεναντίας, μέσα στον ιστορικό ορίζοντα της κατίσχυσής της, η επεκτατική της εξέλιξη αντιμετώπισε πολύ σοβαρές διακοπές αλλά κάθε φορά ήταν σε θέση να επανεκκινεί και πάλι τη διαδικασία της.

Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο ο διάσημος μαρξικός «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» εντοπίζεται. Το ποσοστό του κέρδους είναι ο λόγος του επιχειρηματικού κέρδους στο σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους. Στο τέλος ενός κύκλου εργασιών μίας επιχείρησης όλα τα προκαταβεβλημένα στοιχεία κόστους πρέπει να καλυφθούν καθώς επίσης πρέπει να έχει επιτευχθεί κι ένα πλεόνασμα (υπεραξία). Το σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους αποτελείται από δύο διαφορετικά μέρη: την δαπάνη του «σταθερού κεφαλαίου» (κτίρια, μηχανές, και ό,τι αντιστοιχεί σε μέσα παραγωγής) και τη δαπάνη του μεταβλητού κεφαλαίου (μισθοί). Δεδομένου λοιπόν ότι η αξία από το μέρος του «σταθερού κεφαλαίου» που το αποτελούν μονάχα νεκρά υλικά αναπαράγεται αμετάβλητη στη διαδικασία της παραγωγής των προϊόντων (εκπεφρασμένη από τη φετιχιστική πλάνη του όρου της ουσίας, ας πούμε πως η αξία παράγεται από τη “κοπιώδη” φθορά των μηχανημάτων που “δοκιμάζονται” στην παραγωγή), το πλεόνασμα της υπεραξίας πηγάζει μόνο από το μερίδιο της έμβιας εργασίας η οποία δημιουργεί την επιπρόσθετη ουσία της αξίας πέρα από τις προϋποθέσεις της δικής της αναπαραγωγής και με αυτόν τον τρόπο τροφοδοτεί τον αυτόματο κοινωνικό μηχανισμό.

Καθώς όμως η ουσία της αξίας ενός προϊόντος ανά μονάδα μειώνεται εξαιτίας της αντικατάστασης του εργατικού δυναμικού με τεχνο-επιστημονικές μονάδες, εύλογα το αντίστοιχο ποσοστό κέρδους του εκάστοτε χρηματικού κεφαλαίου εκπίπτει από ένα συγκεκριμένο μέγεθος με την ίδια ακριβώς διαδικασία. Το μερίδιο κεφαλαίου των νεκρών συστατικών από το σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους που απλά αναπαράγεται και δεν προκαλεί κάποια επιπλέον υπεραξία δηλαδή ουσία αξίας (Wertsubstanz) μεγαλώνει σταθερά. Το μερίδιο κεφαλαίου που δαπανιέται για την “έμβια εργασία” (μισθοί) και το οποίο είναι η μοναδική πηγή της υπεραξίας/αξίας ως ουσίας λιγοστεύει αντιστοίχως. Οπότε κι ο λόγος του κέρδους προς το συνολικό κεφάλαιο καταβολής κόστους αναγκαστικά πρέπει να είναι πάντα μικρότερος. Με άλλα λόγια για να εξασφαλιστεί το ίδιο κέρδος σε αριθμούς απαιτείται πάντα μια μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου από τα προκαταβεβλημένα στοιχεία κόστους.

Ωστόσο, όπως υποδηλώνει ο όρος, η «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» είναι μόνο ένα σχετικό μέγεθος και γι’ αυτό σε καμία περίπτωση (όπως πολύ συχνά θεωρείται εσφαλμένα ως επιχείρημα) δεν συνιστά το απόλυτο όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι απλώς ο τρόπος με τον οποίο η καπιταλιστική αυτοαντίφαση εκφράζεται στην αντισταθμιζόμενη επεκτατική της κίνηση. Εφόσον η ελάττωση της ουσίας της αξίας ανά μονάδα προϊόντος ισοσκελίζεται και ξεπερνιέται με την ταχύτερη παραγωγή επιπρόσθετων εμπορευμάτων τότε εξακολουθεί να “παράγεται” και περισσότερη αξία/ουσία (Wertsubstanz) από αυτή που παράχθηκε στο παρελθόν, κι έτσι η μάζα των κερδών μεγαλώνει. Κατά τον ίδιο βαθμό, η πτώση του ποσοστού κέρδους ισοσταθμίζεται και υπερκαλύπτεται με την επένδυση περισσότερων χρηματικών κεφαλαίων σε τέτοια έκταση που το επαυξημένο αυτό κεφάλαιο αποδίδει σωρεία κερδών. Το (σχετικό) ποσοστό κέρδους μπορεί λοιπόν να πέσει, ενώ η (απόλυτη) μάζα τού κέρδους μπορεί ωστόσο να αυξηθεί.

Αυτός ο καθαρά σχετικός χαρακτήρας της πτώσης του ποσοστού κέρδους εμφανίζεται στις «αντίρροπες τάσεις» που ο ίδιος Μαρξ επεσήμανε, με τον ευτελισμό της αξίας του αποκαλούμενου «σταθερού κεφαλαίου» (δηλαδή του “νεκρού” κεφαλαίου με τη μορφή των μέσων παραγωγής) να είναι η πιο σημαντική. Εάν η αύξηση της παραγωγικότητας στην παραγωγή των μέσων παραγωγής (παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών) υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας στο σύνολό της, τότε και τα κεφαλαιουχικά προϊόντα θα φθηνύνουν ταχύτερα από τη μείωση της αναλογίας του εργατικού δυναμικού που απασχολήθηκε για κάθε ποσό κεφαλαίου. Ακολούθως, η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να σταματήσει ή ακόμα και να αναστραφεί σε αύξηση του ποσοστού έστω κι αν η αναλογία της «υλικοτεχνικής μάζας» του “νεκρού” κεφαλαιουχικού εξοπλισμού συνεχίζει να αυξάνεται ως προς το επικερδώς καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Εφόσον όμως οι καπιταλιστικές κατηγορίες αναφέρονται αποκλειστικά στην πραγματική αφαίρεση της αξίας/ουσίας (Wertsubstanz) αυτό που έχει μόνο σημασία είναι τα σχετικά μεγέθη τους. Επομένως, όταν φτηναίνουν γρήγορα τα κεφαλαιουχικά προϊόντα του σταθερού κεφαλαίου τότε μπορεί να διακοπεί η πτώση στο ποσοστό κέρδους, ωστόσο την ίδια στιγμή αυτή η απόσβεση είναι μέρος της μείωσης της αξίας/ουσίας (Wertsubstanz) ανά μονάδα προϊόντος διότι η αυτή η μείωση ισχύει τόσο για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών όσο και για την παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών (μέσων παραγωγής).

Αυτό που συμβαίνει στις κρίσεις δεν είναι κατά κύριο λόγο μια εντεινόμενη πτώση του ποσοστού κέρδους αλλά πρώτα και κύρια μία πτώση στην απόλυτη μάζα του κέρδους που σημαίνει ότι η αντισταθμιζόμενη επεκτατική κίνηση άρα και η παραγωγική διαδικασία διακόπτεται σε μία μεγάλη κοινωνική κλίμακα. Η σχετική διάσταση των κρίσεων αυτών χαρακτηρίζεται από τη χρονικά περιορισμένη εκδήλωσή τους και τον συσχετισμό τους με κάποιον συγκεκριμένο σχηματισμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακόμα δεν έχει προσεγγίσει το τελικό του στάδιο. Ο Μαρξ προείδε την αφηρημένη δυνατότητα (και στο σύγγραμμα των Grundrisse το εύλογο καταληκτικό της σημείο) του αδιέξοδου σχηματισμού, εντός του οποίου η αντισταθμιζόμενη επεκτατική κίνηση δεν μπορεί να επανεκκινήσει τη διαδικασία της καθώς η απόλυτη μάζα του κέρδους υποχωρεί χωρίς όριο και η πλειονότητα των ανθρώπων “τίθενται εκτός της πορείας της”. Αυτό συμβαίνει διότι σε ένα ορισμένο στάδιο του επιστημονικού εκσυγχρονισμού της παραγωγής, που περιλαμβάνει την υποκατάσταση του εργατικού δυναμικού με τεχνητές μονάδες, η υποκείμενη παραγωγή της αξίας παύει πλέον να είναι δυνατή σε μία σημαντικά εκτεταμένη κοινωνική κλίμακα.

Στο σημείο αυτό η εξασθένηση της αξίας/ουσίας (Wertsubstanz) μετασχηματίζεται από σχετική (πτώση στο ποσοστό του κέρδους) σε απόλυτη (πτώση του συνόλου των κερδών) κατάσταση χωρίς δυνατότητα κοινωνικής αναστροφής διότι γίνεται πλέον αισθητή με τη μαζική διακοπή σε εκτεταμένους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας και με τη μόνιμη και σε τεράστια κλίμακα ανεργία. Κάτω από τη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων που έχουν τέτοιες μορφές όπως αυτές της γενικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, της αγοράς εργασίας και της βιοπάλης «του να κερδίζεις τα προς το ζην, βγάζοντας χρήματα» προκύπτει η παράδοξη συνθήκη της φτωχοποίησης της ίδιας της κοινωνίας παρά το γεγονός ότι όλοι οι υλικοί συντελεστές που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή του πλούτου είναι διαθέσιμοι σε υπέρ-άφθονες (überreichlichen) αναλογίες.

Ακριβώς μέσα σε αυτό τον εξωφρενισμό μας οδηγεί σήμερα με γιγάντια βήματα η τρίτη βιομηχανική επανάσταση της μικροηλεκτρονικής. Αυτό που ο Μαρξ είχε συλλάβει μόνο ως μία αφηρημένη και εξ’ αποστάσεως πεπερασμένη λογική ή «λογική του τέλους» (Endlogik) εμφανίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα με τη μορφή νέων δυνατοτήτων, μέσα από τον εξορθολογισμό και την αυτοματοποίηση, οι οποίες ξεκινούν τώρα την εφαρμογή τους μετά από μια μακρά περίοδο διαμόρφωσης (οι πρώτες συζητήσεις για το θέμα αυτό πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1950 και του ‘60) αν και δεν είναι ακόμα πλήρως εκμεταλλεύσιμες. Η μαζικά εξελισσόμενη δομική ανεργία (και άλλα συναφή φαινόμενα όπως η συμπίεση των μισθών, η συρρίκνωση της κοινωνικής πρόνοιας, οι άστεγοι, οι παραγκουπόλεις και άλλες μορφές φτώχειας) δείχνει ότι η ιστορική κίνηση της αντισταθμιζόμενης επέκτασης του κεφαλαίου έχει περιέλθει σε τέλμα.

Εάν αυτό το τέλμα εμφανίζεται αρχικά ως αδράνεια μόνο στα πλαίσια του κοινωνικού γίγνεσθαι και όχι σαν καθίζηση της μάζας του κέρδους έτσι ώστε η ψευδαίσθηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου να είναι εφικτή χωρίς τη συνδρομή της αντίστοιχης εργασίας/ουσίας (Arbeits-substanz), αυτό συμβαίνει για έναν απλούστατο λόγο. Η διευρυνόμενη αναπαραγωγή στην πραγματική οικονομία, δηλαδή η παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων με βάση τη δαπάνη της ισχύουσας κοινωνικά (επ’ αμοιβή) εργασίας, μπορεί πλέον να προσομοιωθεί από το πιστωτικό σύστημα και την αποσύνδεση των κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών αγορών για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Η πίστωση (ήτοι η μάζα των αποταμιεύσεων της κοινωνίας που συλλέγεται από το τραπεζικό σύστημα και δανείζεται για τους σκοπούς της παραγωγής ή της κατανάλωσης με αντάλλαγμα την πληρωμή τόκων) είναι ένα φυσιολογικό καπιταλιστικό φαινόμενο που όμως απέκτησε βαρύνουσα σημασία καθώς επιταχυνόταν η καπιταλιστική επεκτατική ανάπτυξη.

Η πίστωση προϋποθέτει την χρήση των μελλοντικών χρηματικών εσόδων (άρα και της μελλοντικής απασχόλησης του εργατικού δυναμικού όπως και της μελλοντικής δημιουργίας της αξίας/ουσίας (Wertsubstanz)) προκειμένου να διατηρήσει την παρούσα λειτουργία. Η εξάπλωση των πιστώσεων από τις απαρχές του 20ου αιώνα. καθώς επίσης και η «αποουσιαστικοποίηση» (Entsubstantialisierung) του χρήματος μέσω της αποσύνδεσής του με την υλική υπόσταση της αξίας του, όταν και εγκαταλείφθηκε ο συναλλαγματικός κανόνας του χρυσού, επεσήμαναν το συμφυές φράγμα στη διαδικασία της αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Η αντισταθμιζόμενη επέκταση και κατά συνέπεια η σταθερή αύξηση της μάζας των κερδών παράλληλα με την πτώση του ποσοστού κέρδους θα μπορούσε ωστόσο να συνεχιστεί εφ’ όσον οι μελλοντικές χρηματικές εισπράξεις λαμβάνονταν με βάση την πραγματική ουσία της αξίας (συμπεριλαμβανομένων και των πληρωμών των τόκων). Όμως αυτό δεν είναι μόνο αδύνατο να επιτευχθεί αλλά συνεχώς αναιρείται από την τρίτη βιομηχανική επανάσταση που υποκινεί την καταφυγή στην πίστωση καθιστώντας την όλο και πιο σύνηθες και ισχυρό φαινόμενο. Κατά συνέπεια, η συντριβή μιας γενικευμένης χρηματοοικονομικής κρίσης θα συμβεί απότομα και επιβλητικά όταν η πραγματική αξία/ουσία (Wertsubstanz) δεν θα μπορεί να ανατροφοδοτηθεί. Η πιστωτική χρηματοδότηση της δημόσιας κατανάλωσης και των κρατικών δαπανών με τη μορφή δημοσιονομικού χρέους έχει ήδη προσεγγίσει σε παγκόσμια κλίμακα το όριο της προσομοιωμένης αναπαραγωγής. Εξάλλου, η επιχορήγηση της ιδιωτικής μαζικής κατανάλωσης μέσω των τραπεζικών πιστώσεων και η λεηλασία των αποταμιεύσεων, των κληρονομιών κ.λπ. για καταναλωτικούς σκοπούς όπως επίσης και η μείωση των αφανών αποθεματικών στις εταιρείες, η αμετάβλητη καθίζηση στα μερίδια των ιδίων κεφαλαίων τους, αλλά, πάνω απ’ όλα, η δημιουργία του «πλασματικού κεφαλαίου» με την πρωτοφανή απογείωση στις τιμές των μετοχών τους (σε σχέση με την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας), δείχνουν πως η διαιώνιση της προσομοίωσης της καπιταλιστικής επέκτασης πλησιάζει τα όρια της.

Η τραγελαφική αυταπάτη με τη μορφή μίας ατέρμονης διαδικασίας άνευ ουσιαστικού περιεχομένου που εμφανίζεται στην εποχή μας ως «καπιταλισμός καζίνο» ή και ως «διαβίωση με δανεικά» θα μπορούσε να λάβει μια επίφαση σταθερότητας επειδή η κατάρρευση της αποσυνδεδεμένης και χωρίς περιεχόμενο χρηματοοικονομικής υπερδομής πραγματοποιείται ύστερα από μία ορισμένη χρονική περίοδο ανέλιξής της. Οι προθεσμίες στις εξοφλήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος κυμαίνονται από μία ημέρα μέχρι και κάμποσα χρόνια ή δεκαετίες κι εκτός αυτού τα χρέη μπορούν επίσης να διακανονιστούν προσωρινά. Και η φούσκα της φαινομενικά απεριόριστης διόγκωσης των χρηματιστηριακών αξιών χρειάζεται μια εξωτερική αφορμή για να πυροδοτήσει την αναπόφευκτη κατάρρευσή της. Στο μέτρο που πραγματοποιείται η επικείμενη “υποτίμηση της αξίας” και αποκαλύπτεται ο φετιχιστικός αυτοσκοπός ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η Ιστορία καθιστά ολοφάνερη την αμοιβαία γελοιότητα της τρέχουσας θεωρητικής σκέψης και της παρούσας κοινής λογικής που στηρίζουν τις “σχετικές” κατηγορικές μορφές με σημείο αναφοράς την καθολικότητα της ανταλλαγής εμπορευμάτων.

*

Ουτοπία και συγκεντρωτικά σχεδιασμένη οικονομία

Δεν είναι τυχαίο ότι το θετικιστικό και ιστορικό, εργατικό κίνημα δεν αποσκοπούσε να απελευθερώσει την παραγωγή του υλικού πλούτου από τον περιορισμό και τις ανορθολογικές συνέπειες της “εργασίας” και της αξίας. Απεναντίας εκείνο που προσδοκούσε ήταν η δήθεν απελευθέρωση της φετιχιστικής ουσίας (“απελευθέρωση της εργασίας”) και το “δίκαιο μερίδιο” στα κέρδη από την ανορθολογική ανάλωση της ανθρώπινης ενέργειας. Κι έτσι το μεγάλο αυτό κοινωνικό κίνημα έγινε το ίδιο ακούσια, ο υποκινητής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παλεύοντας για την προώθηση και τη γενίκευση των μέχρι τότε υπανάπτυκτων σχέσεων του κεφαλαίου έναντι της αντίστασης των στενόμυαλων αντιπροσώπων του. Η μαρξιστική «ταξική πάλη» αποδείχτηκε ότι είναι μία πανταχού παρούσα μορφή της ίδιας της κίνησης του καπιταλισμού κι όχι το υπερβατικό κίνημα της κατάργησης του (Aufhebung), όπως πίστευε ο Μαρξ.

Το εργατικό κίνημα έγινε το υποκείμενο και συγχρόνως ο ιδιώτης του μοντέρνου εμπορευματικού, φετιχιστικού συστήματος. Μαζί με την αφηρημένη εργασία/ουσία και την γενικευμένη αξία ως μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής, κατέστησε θετικές και όλες τις δομικές κατηγορίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις νοσφίστηκε και τις μεταλαμπάδευσε στην οντολογία των συνθηκών της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά τον ίδιο τρόπο με την αγορά εργασίας, τη μισθωτή εργασία και την ανταλλαγή εμπορευμάτων και οι άλλοι αστικοί θεσμοί, δηλαδή ο κρατικός μηχανισμός (η αφηρημένη διεύθυνση των ανθρώπων), το έθνος και η οικονομία, η διοίκηση επιχειρήσεων και οι υπηρεσίες πληροφοριών, οι δεσμοί αίματος της “πυρηνικής οικογένειας” και η ιδεολογική επέλαση της χρήσης των αυτοκινήτων (Automobilisierung) κ.λπ. υιοθετήθηκαν υπό την αιγίδα του “σοσιαλιστικού” προσήμου. Προσωπικότητες όπως ο Μπλερ, ο Σρέντερ, ο Βόλφγκανγκ Κλέμεντ, ή εκείνοι που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της γης, ο Γκορμπατσόφ, ο Γιέλτσιν και οι συν αυτοίς δεν εκπροσωπούν κάτι άλλο από το τελικό στάδιο αυτής της ιστορικής παρερμηνείας. Από αυτή την συστημικά εμφωλεύουσα θέαση, η έννοια της κρίσης δεν μπορούσε να επεκταθεί θεωρητικά στην απόλυτη και χωρίς ελπίδα παρακμή της αξίας και της ουσιαστικής παραγωγής της, ειδάλλως ολόκληρη η κατασκευή της θετικιστικής αυτό-επεξήγησης (Selbstverständnisses) θα ήταν άνευ αντικειμένου. Η εργατική/κινηματική ιδεολογία ήταν μάλιστα και αφελώς αισιόδοξη όσον αφορά τη διαιώνιση της εργασίας ως ουσίας (Arbeitssubstanz), θεωρώντας ότι αυτή θα μεταφέρει τον σοσιαλισμό στο απώτερο μέλλον.

Αναπόφευκτα, αυτή η κοντόφθαλμη αντίληψη για τον καπιταλισμό επηρέασε τις διακηρύξεις για μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Ο ίδιος ο Μαρξ ελάχιστες φορές είχε διακρίνει στις θέσεις του ότι μαζί με την κατάλυση του κοινωνικού φετιχισμού της εργασίας ως ουσίας (Arbeitssubstanz) θα πρέπει να εξαφανισθεί και η μορφή της αξίας. Πέραν αυτού, εκείνος εμμένει σχεδόν σε ολόκληρο το έργο του σε μία υποστασιακή οντολογία της «εργασίας» ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον σοσιαλισμό. Η κατάργηση της φετιχιστικής μορφής παραμένει αρκετά σκοτεινή, αόριστα εκπεφρασμένη στην ιδέα της “ένωσης των ελευθέρων ανθρώπων”. Τελικά, το εργατικό κίνημα εγκατέλειψε τελείως αυτή την ιδέα και υπαναχώρησε σε μία ασυνείδητη κοινωνική μορφή, παίρνοντας το ρόλο του εκσυγχρονιστικού λειτουργού. Ο σοσιαλισμός περιορίστηκε στην ιδέα της κρατικά προγραμματισμένης και κοινωνικά ποσοτικοποιημένης εργασίας. Έτσι ο υποτιθέμενος και «εκ των προτέρων» κοινωνικός σχεδιασμός αφορούσε παράδοξα την κατηγορία/φετίχ μίας «εκ των υστέρων» κοινωνικής διαδικασίας. Ήταν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που μια σύγχρονη κρατική γραφειοκρατία έπρεπε να εκτελέσει τον προγραμματισμό της παραγωγής. Αλλά, στη μαρξική θεωρία, ο κρατικός μηχανισμός θεωρείται εξ’ ορισμού μία διακριτή οντότητα από την κοινωνία και επομένως μπορεί να λειτουργήσει μόνο σαν εξωγενές όργανο διοίκησης των ανθρώπων εν ονόματι του προϋποτιθέμενου καπιταλιστικού αυτοσκοπού και όχι ως θεσμός μιας συνειδητής κοινωνικής οργάνωσης.

Υπό την έννοια αυτή το προγραμματικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας καθώς επίσης και η εφαρμοσμένη πρακτική των ανατολικών σοσιαλιστικών κρατών ήταν δύο κακέκτυπες «εργατικές ουτοπίες», ήταν δηλαδή τα παράδοξα φαινόμενα ενός «τόπου χωρίς τόπο», που απέρρεαν από την παράδοξη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Σε αυτόν τον «τόπο του μη τόπου» θεωρήθηκε ότι ο ακατάργητος φετιχισμός της εργασίας/ουσίας ως αυτοσκοπού και η αξία/μορφή της θα γεννούσαν όχι μόνο την απαλλαγή από τους παράλογους καπιταλιστικούς περιορισμούς της παραγωγής του πλούτου αλλά θα επέφεραν επίσης ένα είδος παραδείσου σαν τελική συνθήκη της Ιστορίας. Η μεταφυσική εξιδανίκευση του σκοπού προέκυψε ως ανάγκη από την ιδέα της αυταπάτης η οποία συγκλόνιζε το θυμικό αυτού του παραπλανητικού και ουτοπικού κόσμου της εργασίας. Στο μέτρο που επιχειρήθηκε η δοκιμή της “πραγμάτωσης” αυτού του «τόπου χωρίς τόπο», έπρεπε είτε να λάβει τις μορφές της κρατικής τρομοκρατίας και στο τέλος να αποτύχει, είτε να οδηγηθεί άμεσα (όπως στη περίπτωση της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας) στην ενσωμάτωση στο υπαρκτό καπιταλιστικό κράτος και στο διοικητικό του μηχανισμό.

Συγκεκριμένα, οι φαινομενικά πιο ριζοσπαστικές ιδέες της ιστορίας παγιδεύτηκαν μέσα στις εμφανίσεις της καπιταλιστικής επιφάνειας και γι’ αυτό έπρεπε να απολυτοποιήσουν τις υποκείμενες κατηγορίες της, σχηματίζοντας έναν αντίθετο πόλο πανομοιότυπης αρνητικής κοινωνικοποίησης (Vergesellschaftung). Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη επειδή ήταν ουδόλως ριζοσπαστικές. Προπαντός η ιδέα της ξαφνικής «κατάργησης των χρημάτων» η οποία ήταν ένας επιδερμικός ριζοσπαστισμός που παρουσιάστηκε περιστασιακά, μπορούσε να συμβεί μόνο ως καταστροφή της διαμεσολαβητικής στιγμής στο αυστηρό πλαίσιο των κινήσεων της ακατάλυτης φετιχιστικής ουσίας, κάτι που θα γινόταν εφικτό μόνο με τη μορφή μιας άμεσης κρατικής τρομοκρατίας. Υπό την έννοια αυτή το διαβόητο τρομοκρατικό καθεστώς του Πολ Ποτ πρέπει να κατανοηθεί ως εκτροπή των δικτατοριών του «εκσυγχρονισμού που προλαβαίνει τις υστερήσεις» (nachholenden Modernisierung*) αντί να λογίζεται μία αποτυχημένη προσπάθεια υπέρβασης του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής. Μια απελευθερωτική «κατάργηση του χρήματος» είναι μονάχα δυνατή μέσα στο πλαίσιο κατάλυσης της εργασίας/ουσίας, της αξίας/μορφής της και παράλληλα του συμπληρωματικού και κοινωνικά εξωγενούς κρατικού μηχανισμού. Για να το πούμε αλλιώς, ασφαλώς και δεν πραγματώθηκε στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Πολ Ποτ ο «εσωτερικός» Μαρξ που επέκρινε τον φετιχισμό και επομένως πρέπει ρητά να το καταδικάσουμε και να αποδοκιμάσουμε συγχρόνως όλες τις φρικαλέες εκφάνσεις του. Απεναντίας, ο Μαρξ των Ερυθρών Χμερ είναι ακριβώς αντίθετος από εκείνον που θεωρεί την κατάργηση της εμπορευματικής μορφής (και επομένως του χρήματος ως μέσου και αυτοσκοπού) ταυτόσημη με την αχρησία της αφηρημένης εργασίας αλλά και με την “αναίρεση του κράτους μέσα στην κοινωνία”. Η μαρξική θεωρία, αναγνωσμένη με μη θετικιστικό τρόπο, προσδιορίζει τα χρήματα και το κράτος ως τους δύο πόλους της αρνητικής και αφηρημένης γενικότητας που βρίσκονται μέσα σε μία κοινωνία η οποία δεν έχει ούτε συναίσθηση, ούτε είναι αυτεξούσια πάνω στον εαυτό της επειδή τα μέσα και ο σκοπός της αναπαραγωγής, το αφηρημένο (Abstraktum) και το συγκεκριμένο (Konkretum) έχουν εσφαλμένα αντιστραφεί.

Η απόπειρα της χρήσης του κράτους ώστε να διακοπεί η κίνηση των χρημάτων αντί μιας απελευθερωτικής κατάργησης της αρνητικής ολότητάς του αναπόφευκτα γεννά μια κοινωνική και ηθική καταστροφή, όπως αντίστροφα κάνει επίσης και η “απολυτοποίηση” των χρημάτων πάνω από την κρατική ρύθμιση. Αυτό ακριβώς κάνει η παρούσα νεοφιλελεύθερη συναίνεση των παγκόσμιων ελίτ που δημιουργεί μια εικόνα στην οποία καθρεφτίζεται το εγχείρημα του Πολ Ποτ. Οι γραφειοκρατικές μέθοδοι επιβολής της καταναγκαστικής εργασίας σε όσους δέχονται τα προνοιακά επιδόματα, οι περικοπές στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι επιθέσεις από σκίνχεντ σε άτομα με ειδικές ανάγκες είναι τα “ιχνοστοιχεία Πολ Ποτ” μέσα στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης καθώς επίσης και το σύμπτωμα του αχαλίνωτου πραγματιστικού μίσους ενάντια στο διανοητικό προβληματισμό. Είναι η οργή που εξαπολύει το “άνευ υποκειμένου” χρήμα, μαζί με την αυξάνουσα απελπισία από την κοινωνική κρίση της εργασίας, που σε τελική ανάλυση απειλούν εξαναγκάζοντας τα φιλελεύθερα/δημοκρατικά καθεστώτα της Δύσης να εγκαταστήσουν κρανίου τόπους, όπως ακριβώς έκανε και το βίαιο και ολοκληρωτικό σύστημα της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Η τωρινή και ανεπαρκής κεϋνσιανή νοσταλγία που υποβόσκει στην Ευρώπη δεν μπορεί να αντιληφθεί την ιστορική απειλή διότι ο κεϋνσιανισμός είναι και ο ίδιος μία χλωμή αντανάκλαση της χλωμής ανάκλασης του θετικιστικού εργατικού/μαρξισμού ο οποίος ήταν ωχρός από τις απαρχές του. Εντούτοις διαισθάνεται τον κίνδυνο και γι’ αυτό θέλει να εξισορροπήσει τους δύο πόλους της αρνητικής κοινωνικοποίησης σχεδόν ξεβασκαίνοντας παρακλητικά ως ικέτης την εργασία/ουσία. Αλλά όταν η ουσία αυτή εκφυλιστεί οριστικά και αμετάκλητα, και κατά συνέπεια το χρήμα και το κράτος που είναι οι δύο πόλοι της αφηρημένης καθολικότητας δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν την κοινωνική αναπαραγωγή, τότε δεν θα έχει πλέον και κανένα νόημα η απαίτηση “συμμαχιών για την εργασία” και η “επιστροφή στις κρατικές ρυθμίσεις”.

Το άφευκτο ιστορικό καθήκον είναι η απάρνηση της κατεξοχήν αρνητικής κοινωνικοποίησης ήτοι της απελευθέρωσης της παραγωγής του πλούτου από τις χαλιναγωγήσεις του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος. Σύμφωνα με τις συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, ο προγραμματισμός της “ποσότητας της εργασίας” έχει καταστεί παρωχημένος και άνευ νοήματος όπως και η διανομή με βάση την “ποσότητα της απόδοσης” που δαπανάται μεμονωμένα από κάθε εργαζόμενο ως μονάδα και καθιστά με αυτό τον τρόπο την ανθρώπινη ενέργεια αφηρημένη (δηλαδή με γνώμονα την πραγματική ή υποτιθέμενη συνεισφορά στο κοινωνικό μέγεθος της ουσίας). Το επίπεδο της κοινωνικής αλληλεξάρτησης έφθασε πλέον σε τέτοιο σημείο που όχι μόνο δεν είναι δυνατός ο (προσδι)ορισμός της “αποδοτικότητας” στα άτομα αλλά αυτός δεν έχει και καμία βαρύνουσα σημασία. Αντιθέτως, εκείνο που μετράει πια είναι η συνετή χρήση των επιστημονικών/τεχνολογικών μονάδων και η υπαγωγή τους στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Με την έννοια αυτή δεν μπορεί να γίνει δυνατή η επικοινωνία με κοινωνική αυτεπίγνωση ούτε μέσα στο πλαίσιο της φετιχιστικής μορφής της αξίας, ούτε μέσω ενός γραφειοκρατικού δημόσιου μηχανισμού, αλλά έξω και πέραν της αγοράς και του κράτους και μόνο διαμέσου των αποφάσεων για την απρόσκοπτη ροή των πόρων με την “εκ των προτέρων” συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας. Εδώ και αρκετό καιρό το διαθέσιμο κοινωνικό απόθεμα του χρόνου έχει καταστεί άφθονο από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όμως αυτή η δυνατότητα μπορεί να εμφανιστεί μονάχα με την αρνητική μορφή της «μαζικής ανεργίας» κάτω από τις προϋποθέσεις του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής.

Ο μαρξικός κομμουνισμός παραμένει το φάσμα που μέσα του αναπτύσσεται η ριζοσπαστική κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, όσο η μαρξική θεωρία γίνεται κατανοητή με τον παλαιό και απαρχαιωμένο τρόπο ανάγνωσης του θετικού εργατικού/μαρξισμού αυτό το φάσμα είναι καταδικασμένο να μείνει ακίνδυνο. Ο αντικειμενοποιημένος νόμος της κατάρρευσης της φετιχιστικής ουσίας αυτοεκπληρώνεται με ή χωρίς κριτική. Στην τελευταία περίπτωση, ασφαλώς και χωρίς ελπίδα.

Το κείμενο του Robert Kurz δημοσιεύτηκε αρχικά τον Φεβρουάριο του 1999.

http://www.exit-online.org/link.php?tab=autoren&kat=Robert%20Kurz&ktext=Marx%202000

Στα αγγλικά:

http://www.exit-online.org/textanz1.php?tabelle=transnationales&index=1&posnr=67&backtext1=text1.php



Σημείωση του μεταφραστή:

* Ο όρος nachholenden Modernisierung (αναπληρούμενος εκσυγχρονισμός) που χρησιμοποιεί ο Ρόμπερτ Κουρτζ υπονοεί τη διαδικασία ανάπτυξης μιας χώρας από αναπτυσσόμενη σε ανεπτυγμένη. Επειδή ο πιο κοντινός όρος στα ελληνικά, που είναι αυτός του αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού, θα παρέπεμπε στη θετική και αστικά αφομοιωμένη ερμηνεία του, επέλεξα να τον μεταφράσω κάθε φορά με διαφορετική σύνταξη για να μην παρερμηνεύεται η αρνητική του σημασία.