Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Ευκλείδης Τσακαλώτος: Τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήματα

Αναδημοσίευση από: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4594



Μπορεί να δώσει λύσεις η Αριστερά; Μπορεί να ξαναγίνει µια ηγεµονική δύναµη από την οποία όχι µόνο περιµένει ο κόσµος πρωτοβουλίες, αλλά που επηρεάζει ακόµα και τη σκέψη και τις κινήσεις των αντιπάλων της; Τέτοια ερωτήµατα δεν απαντιούνται εύκολα µε ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αλλά για πρώτη φορά ύστερα από αρκετές γενιές διαφαίνεται ότι η Αριστερά, στο σύνολό της, έχει κάποια συγκριτικά πλεονεκτήµατα.

Το πρώτο έχει να κάνει µε την ερµηνεία της κρίσης. Υπάρχουν βέβαια και στοχαστές του συστήµατος που έχουν πλήρη κατανόηση για τα βαθιά δοµικά προβλήµατα του καπιταλισµού. Το πρόσφατο βιβλίο του Raghuram Rajan, οικονοµολόγου του Σικάγου και παλαιότερα του ∆ΝΤ, για τις ρωγµές που ακόµα απειλούν την παγκόσµια οικονοµία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα. Οπως επίσης η σειρά άρθρων των «Financial Times» για τον «καπιταλισµό σε κρίση» (ποιος θα φανταζόταν µια τέτοια σειρά πριν από λίγα χρόνια;). Αλλά οι προβληµατισµοί για το αχαλίνωτο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, για τις κοινωνικές ανισότητες και το πρόβληµα της δηµοκρατικής νοµιµοποίησης, για τις παγκόσµιες µακροοικονοµικές ανισορροπίες, για τη µη λύση της λιτότητας δεν φαίνονται να επηρεάζουν τις ελίτ και για αυτόν τον λόγο οι προβλέψεις τους πέφτουν συνεχώς έξω: για την αποτελεσµατικότητα των προγραµµάτων λιτότητας και των ταµείων στήριξης, για το βάθος της ύφεσης, για τη συνεισφορά των µειώσεων µισθών στην ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας. Σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά έχει ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτηµα. ∆εν είναι µόνο ότι προβλέπει καλύτερα από τους αντιπάλους της. ∆εν λέει γενικώς ότι οι λύσεις που προτείνονται δεν θα βγουν, αλλά αναδεικνύει κάθε φορά τους µηχανισµούς πίσω από την αποτυχία. Κατανοεί, για παράδειγµα, το πώς η οικονοµική και χρηµατοπιστωτική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης χειροτερεύει τα δοµικά προβλήµατα που αναφέραµε παραπάνω, ενισχύοντας και τις κοινωνικές αλλά και τις γεωγραφικές ανισότητες του σύγχρονου καπιταλισµού.

Το δεύτερο συγκριτικό πλεονέκτηµα είναι ότι η Αριστερά έχει τη δυνατότητα να αντιπροσωπεύσει στο πολιτικό πεδίο τον κόσµο της εργασίας που εγκαταλείπει, προσωρινά τουλάχιστον, τα κόµµατα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. ∆εν είναι προφανές πώς αυτά τα κόµµατα σκοπεύουν να αναδιαµορφώσουν τις σχέσεις τους µε τη λαϊκή τους βάση. Με το κοινωνικό κράτος; Μέσω δανεισµού από το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα; Με την αναστήλωση του πελατειακού κράτους; Και οι τρεις λύσεις χρησιµοποιήθηκαν στη µεταπολεµική περίοδο, µε διαφορετικές δοσολογίες σε διαφορετικές χώρες, αλλά και οι τρεις έχουν έρθει σε δοκιµασία από τις δύο µεταπολεµικές κρίσεις του καπιταλισµού. Αλλά µέχρι να βρεθεί νέα λύση (υποθέτοντας ότι ο στόχος δεν είναι µια µορφή αυταρχικότερου καπιταλισµού που «ξεµπερδεύει» µε τον συµβιβασµό µε τη δηµοκρατία), η Αριστερά έχει ένα µεγάλο πεδίο παρέµβασης. Γιατί είναι η δύναµη αυτή που η πρακτική της και ο προγραµµατικός λόγος της όλο και περισσότερο βασίζονται στην επέκταση της δηµοκρατίας και στην αντιµετώπιση των αναγκών των πολλών.

Το τρίτο συγκριτικό πλεονέκτηµα έχει να κάνει µε το λαϊκό στοιχείο. Στην εκσυγχρονιστική σκέψη το λαϊκό στοιχείο ταυτίζεται µε τον λαϊκισµό. Μόνο που ο λαϊκισµός υπάρχει ακριβώς επειδή υπάρχουν προβλήµατα, όχι µόνο οικονοµικά αλλά και πολιτιστικά: οι από κάτω δεν θέλουν µόνο οικονοµικές τακτοποιήσεις, όπως ισχυρίζονται οι εκσυγχρονιστές, αλλά µια αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, ότι µπορούν να συµµετέχουν σε συλλογικότητες που δίνουν νόηµα στη ζωή τους. Η σύγχρονη Αριστερά ξέρει ότι οι πιο µεγάλες θετικές κοινωνικές αλλαγές ήρθαν µε πιέσεις από τα κάτω: η ενεργή συµµετοχή, ο ακτιβισµός και η διεκδίκηση δεν αποτελούν µια στείρα άρνηση, αλλά την προϋπόθεση για µια αλλαγή ατζέντας. Η συγκρότηση του ευρωπαϊκού λαού, µας λέει ο Balibar, αποτελεί αναγκαίο όρο σε µια Ευρώπη που θέλει τη συνεργασία για να προστατέψει τα δικαιώµατα, να επεκτείνει τη δηµοκρατία και να ενθαρρύνει όλα αυτά τα κοινωνικά και οικονοµικά πειράµατα που βάζουν τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη.

Στη πρώτη µεταπολεµική εποχή ο καπιταλισµός διεκδικούσε, σε σχέση µε τη Σοβιετική Ενωση, τον πλουραλισµό. Τώρα πια έχει περιοριστεί στη µονοκαλλιέργεια της αγοράς, της επιχειρηµατικότητας και των µεθόδων του µάνατζµεντ στον δηµόσιο τοµέα. Το νέο υπόδειγµα της Αριστεράς µπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της πλουραλιστικής δύναµης, υποστηρίζοντας και τον δηµόσιο τοµέα και την κοινωνική οικονοµία, και τις δηµόσιες επιχειρήσεις και την αυτοδιαχείριση, και τους αγροτικούς συνεταιρισµούς και την αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων. Με αυτή την έννοια, τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήµατα της Αριστεράς αποτελούν µια βάση ενότητας µε τον εαυτό της, απαραίτητη προϋπόθεση για να ενώσει έναν κόσµο που έχει όλο και λιγότερα να περιµένει από τους από πάνω.

Πηγή: Βήμα

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Το πνεύμα του μηδενισμού, ή ένας νέος Γάλλος φιλόσοφος IV


Η θεολογία είναι ένα επιστρέφον θέμα στο Πνεύμα του μηδενισμού, κατά ένα μεγάλο μέρος χάρη στην επίδραση του Ζαμπέ. Ένα σημαντικό μεσαίο κεφάλαιο, “Το ρηγματώδες Ένα στον Σιϊσμό”, συνίσταται από μια θεωρία της περιοδολόγησης για τους τρεις μεγάλους μονθεϊσμούς. Ο Κασέμ το αποκαλεί τη δική του «ιστορία... των τοπολογιών του Είναι». Εβραίοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι εξαρτώνται από «την εγγενή σε καθεμία από τις ιστορικές τους περιόδους ορθολογικότητα», γράφει. Ο στόχος, τότε, είναι να ιστορικοποιηθεί η ίδια η θρησκεία, και εντέλει να περιγραφεί πως οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες αντιμετωπίζουν τη σχέση μεταξύ Είναι (Être) και είναι [ή όντος] (étant). Στην πρώτη τοπολογία του είναι [όντος], ο Ιουδαϊσμός, περιγράφει το Είναι και το ον ως δυο παράλληλα επίπεδα χωριζόμενα από μια άπειρη διαχωριστική γραμμή. Στη σχηματοποίηση του Κασέμ, ο εβραίος στέκεται ως μια διάρρηξη της γραμμής, ως μια εξαίρεση, ως το αντικείμενο α, ως η μορφή της εξόδου. Η δεύτερη τοπολογία του είναι [όντος], ο χριστιανισμός, επιτελεί μια διπλή δράση. Πρώτον, καθολικοποιεί το Είναι ως τον Θεό-Πατέρα, και δεύτερον, ανάγει το ον σε μια μόνη άθλια αναπαράσταση, [η οποία είναι] το μαρτυρημένο σώμα του Χριστού-Υιού. Όπως εξηγεί ο Κασέμ, «ο Χριστιανισμός ανατρέπει τον κόμβο του Είναι=συμβάν καθολικοποιώντας την πρόσβαση-στο-Είναι... ο Χριστός είναι η εμφάνιση του ανώτατου Είναι». Αν ο εβραίος είναι γραμμή, ο χριστιανός είναι σημείο. Ο Χριστός είναι «το οντικό κέντρο υποστήριξης της κυκλικής ολότητας του Είναι». Η τρίτη τοπολογία του είναι [όντος], το Ισλάμ και συγκεκριμένα ο Σιισμός, τον οποίο αποκαλεί την «πρωτοπορία» του Ισλάμ, υπερβαίνει τη δυαλιστική μαντεία του είναι/Είναι (ως Πατρός/Υιού) τοποθετώντας τον Θεό όπισθεν του Είναι. Υπάρχουν έτσι τρεις όροι που διακυβεύονται, όχι δύο: είναι [ον], Είναι, και Θεός (ή το Ένα): «Η πρωτοτυπία αυτής της κατασκευής είναι έτσι ότι το μη-είναι του Ενός είναι όπισθεν του Είναι, ακριβώς όπως βλέπουμε, στις πλέον δραματικές ενοράσεις του Χάιντεγγερ κατά τη διάρκεια της περιόδου 1936-1938, ότι τίποτε δεν είναι “όπισθεν” του Είναι». Με αυτόν τον τρόπο στο Ισλάμ το Ένα (ο Θεός) δεν είναι αναγώγιμο στο Είναι. Η σιιτική επανάληψη επιτρέπει στον Κασέμ ένα σύνδεσμο πίσω στον Μπαντιού, μέσω της ιδέας ότι το τίποτα (το κενό) υπηρετεί ως μια βασική συνθήκη για το Είναι (από την οποία ενδέχεται να αναδυθούν όντα όπως “συμβάντα”).

Η ανάλυση του Κασέμ για τη θρησκεία τον οδηγεί σε μια συζήτηση της σύγχρονης γεωπολιτικής. Για παράδειγμα, ασχολείται ευθέως με την Ισραηλινο-Παλαιστινιακή σύγκρουση, κριτικάροντας εκείνο που θεωρεί ως την υποκρισία του Ισραηλινού κράτους και υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ είναι το αδύνατο αποτέλεσμα της ίδιας αδύνατης λογικής που το Ισραήλ επιβάλλει αυτή την περίοδο στους Παλαιστίνιους. «Αυτή είναι η κατ' εξοχήν σιωνιστική ψύχωση», γράφει, αναφερόμενος στους σιωνιστικούς ισχυρισμούς περί της μη-ύπαρξης της Παλαιστίνης, και [σ]την τάση να σκεφτόμαστε με όρους “Αράβων”, μιας εθνοπολιτισμικής κατηγορίας, παρά “Παλαιστινίων”, [δηλαδή με όρους] μιας πολιτικής κατηγορίας. «Πριν την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ», συνεχίζει ο Κασέμ, «τι θα είχε σκεφτεί κανείς για κάποιον ο οποίος θα είχε ισχυριστεί ότι οι Εβραίοι δεν υπήρχαν απλώς επειδή δεν είχαν κράτος;». Ο ιστορικός μετασχηματισμός από τον ακρατικό Εβραίο στον ακρατικό Παλαιστίνιο είναι έτσι συμπτωματικός για αυτόν. Όμως το αποτέλεσμα αυτών των ισχυρισμών δεν είναι εντελώς σαφές, και απομένει να δειχθεί αν ο Κασέμ θα γίνει το αντικείμενο του είδους κριτικής που έχει εκτοξευτεί εναντίον των Μπαντιού και Ζίζεκ για τα γραπτά τους πάνω στο σιωνισμό και τη μορφή του εβραίου.

Ο Κασέμ είναι μεγάλος συνθέτης. Το ταλέντο του είναι ο ανασυνδυασμός. Κάνει στη φιλοσοφία -και αυτό είναι δύναμη και αδυναμία συνάμα- εκείνο που ένας deejay κάνει στη μουσική. Έχει την αυτοπεποίθηση να διαβάζει τους μεγάλους φιλοσόφους και να κάνει δραματικούς μακροσκοπικούς ισχυρισμούς. Για κάποιους αυτό θα μπορούσε να φανεί αδιάκριτο ή επιδέξιο. Κάποιες φορές οι αιχμηρές κρίσεις του είναι το αποτέλεσμα μιας βαθέως αισθητής οντολογικής δέσμευσης: «ο Ντελέζ έχει άδικο και ο Μπαντιού δίκιο». Σε άλλες περοπτώσεις ακούγονται βεβιασμένες, όπως μια υπερβολικά τυχοδιωκτική επίθεση: «ο Χάιντεγγερ έχει άδικο, ο Λακού-Λαμπάρτ δίκιο». Η πρακτική της δημιουργίας και διατήρησης σχέσεων συνδεδεμένων με τη μαθητεία και την προστασία είναι ισχυρή στη Γαλλία. Σημαδεμένος από τέτοιες σχέσεις, ο Κασέμ είναι επίσης παγιδευμένος απ' αυτές σε ένα θεμελιώδες επίπεδο. Ειρωνικά, αυτός ο “αντι-σχολαστικός” ξένος είναι περισσότερο υπόχρεος στη βιβλιοθήκη του απ' όσο κάποιος σαν τον Μεγιασσού, ο οποίος αντιμετωπίζει τον Νταίηβιντ Χιουμ ή τον Καντ κατευθείαν, με την ίδια άνεση και [το ίδιο] πάθος όπως ένας μηχανικός που επιτελεί μια αλλαγή λαδιών.

Η Γαλλία αυτή την περίοδο υφίσταται ένα ευρύ νέο κύμα φιλοσοφικής έρευνας και ανάπτυξης, ένα κίνημα που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τον Κασέμ και τον Μεγιασσού. Για παράδειγμα, η Κατρίν Μαλαμπού έχει αποδειχτεί μια κορυφαία ερμηνεύτρια του Χέγκελ, έχοντας σπουδάσει υπό τους Ντερριντά και Ζαν-Λυκ Μαριόν. Το έργο διάφορων “νεο-καταστασιακών” συλλογικοτήτων όπως οι Tiqqun, Invisible Committee, Claire Fontaine, και άλλες δείχνει ότι το πνεύμα της πολιτικής εξέγερσης ζει και είναι καλά. Ο Κασέμ θα είναι σίγουρα μια μείζων φωνή σ' αυτή τη νέα γενιά. Το πρόβλημα είναι ότι θεωρεί τον εαυτό του τον επόμενο Μπαντιού. Δεν είναι αυτό· δεν είναι δημιουργός συστημάτων και δεν έχει ακόμη καθιερώσει ένα λεξιλόγιο που να έχει απήχηση πέραν των ακαδημαϊκών κύκλων, όπως έχει κάνει ο Μπαντιού με την “πιστότητα” του, ή τους “τονικούς” ή “ατονικούς” κόσμους του. Αλλά αν όχι ο επόμενος Μπαντιού, ενδεχομένως ο Κασέμ να είναι ο επόμενος Ζίζεκ. Το πνεύμα του μηδενισμού μοιάζει λίγο με το βιβλίο του Ζίζεκ, Προς υπεράσπιση χαμένων σκοπών (2008). Όπως το κείμενο του Ζίζεκ, η δύναμη του Πνεύματος του μηδενισμού είναι λιγότερο στη λαμπρότητα ενός μόνο επιχειρήματος ή φιλοσοφικής ρήξης (αφήστε το αυτό στον Μεγιασσού) αλλά περισσότερο στην ενεργητική επωδό υπερβολικού σχολιασμού που ο Κασέμ διατηρεί για δεκάδες σελίδες. Αυτή η τάση μπορεί να βοηθήσει να εξηγηθεί γιατί το καλύτερο βιβλίο του Κασέμ, ή τουλάχιστον το πλέον διασκεδαστικό, είναι η Ποπ φιλοσοφία (2005), ένα βιβλίο εκτενών συνεντεύξεων κατευθυνόμενων από τον Φιλίπ Νασσίφ το 2003. Υπάρχει εκπληκτικό υλικό στο Πνεύμα του μηδενισμού, και τουλάχιστον δυο από τις μεγάλες ενότητες, “Συμβάν και Βεβήλωση” και “Άλγεβρα της Τραγωδίας”, πιθανότατα θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί ως ξεχωριστά βιβλία. Ίσως ένας μεταφραστής πέρα απ' τη θάλασσα να σώσει τον Κασέμ απ' τον εαυτό του φιλτράροντας το ατάκτως συγκροτημένο έργο του προκειμένου να εξαγάγει και να οργανώσει τα σημαντικότερα δοκίμια. Ένα βιβλίο επιλεγμένων γραπτών θα ήταν ιδανικό. Μέχρι τότε, τόμοι όπως το Πνεύμα του μηδενισμού (και θα υπάρξουν κι άλλοι σαν αυτόν) θα αποτυγχάνουν να εισπράξουν την προσοχή που αξίζουν – απορριπτόμενοι ως η αυτοματική γραφή ενός υπερδραστήριου φιλοσόφου, αλλά ενός ο οποίος παρ' όλα αυτά αδικείται με το να διαβάζεται συστηματικά λιγότερο απ' όσο θα έπρεπε.