Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Τα ανοιχτά ερωτήματα της Σοσιαλδημοκρατίας


 του Νικόλα Σεβαστάκη


Στους κλονισμούς που έφερε η κρίση στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, ειπώθηκε συχνά ότι η Κεντροαριστερά δεν έχει πλέον νόημα. Οταν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και τα προγράμματα αναμορφωτικής λιτότητας σφραγίζονται από μια πειθαρχική νεοφιλελεύθερη λογική, η πραγματικότητα γίνεται, «αντικειμενικά», διχοτομική. Ετσι άλλωστε και η καταβύθιση του ΠαΣοΚ ερμηνεύθηκε ως απόδειξη της καθολικής (αν όχι οριστικής) χρεοκοπίας κάθε εκδοχής Σοσιαλδημοκρατίας.

Σήμερα - λέει το ίδιο επιχείρημα - υπάρχει μια κοινωνική πόλωση η οποία μεταφράζεται, αναπόδραστα, σε πολιτικό ανταγωνισμό για την εξουσία. Ολες λοιπόν οι αξιώσεις για διαφορετική ερμηνεία της κατάστασης και των προοπτικών της συνιστούν είτε μετέωρη ηθικολογία είτε μεταμφιεσμένη ιδιοτέλεια όσων γυρεύουν να διασωθούν από την πολιτική κατακρήμνιση. Και κάπως έτσι, με μια τέτοια εξήγηση, κλείνει και η όλη συζήτηση.

Νομίζω ότι η παραπάνω προσέγγιση στο ζήτημα της Σοσιαλδημοκρατίας είναι λανθασμένη. Εχει με το μέρος της αληθινά ερωτήματα και βάσιμες υποψίες αλλά κατασκευάζει μια υπερβολικά μονοσήμαντη εικόνα για την πραγματικότητα.

Στις τελευταίες δεκαετίες η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε ή δεν επιδίωξε να αποτελέσει πολιτικό αντίβαρο στα κύματα των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Τις περισσότερες φορές υιοθέτησε μια πολιτισμικά διακριτή αλλά σε κρίσιμα σημεία παρόμοια ατζέντα με αυτήν των κεντροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή κυριάρχησε η πεποίθηση ότι οι όποιες λαϊκές και κοινωνικές αναφορές των προοδευτικών κομμάτων ανήκουν στο παρελθόν, στην εποχή των αρχαϊσμών και της ταξικής πάλης. Γι’ αυτό και επιλέχθηκαν με εκλογικό πανικό νέα κοινά-στόχοι, οι μεσαίες τάξεις της γνώσης και της πληροφορίας ή οι λεγόμενοι θύλακες καινοτομίας στην κοινωνία. Η ιδέα ότι έχουμε περάσει από τις κοινωνίες των αντιθέσεων στις κοινωνίες των soft αποχρώσεων βρήκε εν τέλει απροετοίμαστη την Κεντροαριστερά απέναντι στο νέο κοινωνικό ζήτημα και στις οικονομικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων. Ετσι άλλωστε «ανδρώθηκαν» τα διάφορα Εθνικά Μέτωπα όσο οι σοσιαλδημοκρατίες μετατρέπονταν σε κόμματα προυχόντων και ειδικών παραγόντων.

Η ελληνική περίπτωση έχει βέβαια και άλλα στοιχεία. Η αναφορά στον εκσυγχρονισμό και ο αφορισμός του λαϊκισμού λειτούργησαν για κάποια χρόνια ως μια μίνιμουμ ταυτότητα ενός χώρου που δεν απαντούσε σε σημαντικά ερωτήματα: πώς φτιάχτηκε το ελληνικό μοντέλο ευημερίας, ποιες αξίες και οικονομικές πρακτικές ενθαρρύνθηκαν από τις ελίτ της ύστερης Μεταπολίτευσης, ποια πολιτική μπορεί να υπερασπιστεί τα δημόσια αγαθά και την κοινωνική πρόοδο; Παρόμοια ερωτήματα είτε δεν αντιμετωπίστηκαν καθόλου είτε παράπεσαν ως υποσημειώσεις μέσα σε μια εκσυγχρονιστική ρητορεία που συνδυαζόταν με την ικανοποίηση που πρόσφερε το να ανήκει κανείς στο κόμμα του κράτους.

Τα χρόνια προ της κρίσης δεν μπόρεσε να σταθεί επίσης ένα πραγματικό ρεύμα ηθικής και διανοητικής μεταρρύθμισης στην ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα της σύγχρονης συλλογικής μας ταυτότητας στριμώχτηκε ανάμεσα σε έναν ξινό ορθολογισμό με μορφή κατήχησης και σε διάφορους απίθανους εθνικισμούς της «αντίστασης στη δυτική αλλοτρίωση».

Τι γίνεται όμως σήμερα ύστερα από τρία και περισσότερα χρόνια βύθισης; Εχουν έλθει βίαια στην επιφάνεια όλα τα πολιτικά και πνευματικά κενά των προηγούμενων δεκαετιών. Και είναι προφανές ότι η απάντηση σε αυτά τα κενά και ιδίως η διαμόρφωση ρυθμιστικών ιδεών για την υπέρβαση της κρίσης χρειάζεται ένα πνεύμα διαλόγου. Οχι το ύφος του επιθετικού τελεσιγράφου ούτε όμως και μια, εκτός τόπου και χρόνου, αντίληψη για εθνικές συναινέσεις σε μονόδρομους. Με άλλα λόγια, η κριτική, και η κριτική σε εγχειρήματα όπως αυτό των «58», δεν μπορεί να είναι μια παραλλαγή της γνωστής αγανάκτησης «κατά των ενόχων».

Η βασική αυταπάτη που καλλιεργείται στους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η ιδέα μιας Ελλάδας που εξαιτίας της κρίσης έγινε ή γίνεται Λατινική Αμερική. Στη βάση αυτή προβάλλει η βεβαιότητα ότι κάθε εκδοχή Σοσιαλδημοκρατίας είναι νεκρή ή απλώς ένα υποσύστημα των νεοφιλελεύθερων ελίτ. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει ένα σημαντικό γεγονός: ότι υπάρχει ένας δημοκρατικός κόσμος που θέλει την πρόοδο και τρομάζει με τις ανισότητες αλλά δεν αναγνωρίζεται στον θορυβώδη αντισυστημισμό και στη διαρκή κινηματική φαντασίωση. Και ότι παρά τον κλυδωνισμό ταυτοτήτων και δεσμών μέσα στην κρίση, η χώρα αποτελεί πάντοτε τμήμα ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και πολιτισμικού χώρου.

Από την άλλη, ωστόσο, είναι ορατή μια άλλη αυταπάτη: ότι στην Ελλάδα με τα μαγκάλια, τη μαζική ανεργία και τους κατακουρασμένους πολίτες μπορεί να δοκιμαστεί ένα είδος απογειωμένου «μπλερισμού». Την ίδια στιγμή που ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται στην πράξη εκτός κοινωνικού συμβολαίου και ανοίγονται νέα επικίνδυνα, οικονομικά και πολιτισμικά, χάσματα.
Τόσο η λυρική επίκληση ενός ελληνικού «τσαβισμού» όσο και μια Σοσιαλδημοκρατία που θα στόχευε να προβάλει το 2014 την κεντρώα μεταπολιτική είναι αδύναμα σενάρια. Ζούμε σε μια άλλη συνθήκη που επιβάλλει να ξαναδούμε τα περιεχόμενα κάθε πολιτικής υπόσχεσης δίχως καθήλωση σε ετοιμοπαράδοτες ταυτότητες, εξωτικές ή όχι. Το τι είναι ριζοσπαστικό και τι όχι, το ποιος είναι ο ελιτίστικος και ποιος ο λαϊκός ευρωπαϊσμός, το τι εννοούμε δίκαιη λιτότητα και κοινωνική ανασυγκρότηση, όλα αυτά αποτελούν καλά ερωτήματα. Και στα ερωτήματα δεν ταιριάζει περιφρόνηση, ακόμα και αν πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε τις ίδιες απαντήσεις.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Πηγή Βήμα, ecoleft

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Christmas Eve. Ο Ήγκλετον για τον Χριστό - Ο Χριστός στη Μανωλάδα




του Χρήστου Λάσκου


Σκέφτηκα για σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων του 2013, αντί επιφυλλίδας να παραθέσω μια σειρά από σκέψεις του γνωστού και μη εξαιρετέου Ιρλανδού μαρξιστή Τέρυ Ήγκλετον.  Ο ίδιος τις επεξεργάστηκε στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει έναν ορυμαγδό «αθεϊστικών» γραπτών της πρόσφατης αγγλοαμερικανικής βιβλιοπαραγωγής, μεταξύ των οποίων αυτά του Ρίτσαρντ Ντόκινς, του Κρίστοφερ Χίτσενς και του Ντάνιελ Ντένετ.  Τα βιβλία των οποίων, κατά τη γνώμη του, βρήκαν απήχηση αντιστρόφως ανάλογη προς την αξία τους.  

Στην πραγματικότητα, αυτό για το οποίο εγκαλεί τους συγκεκριμένους φιλελεύθερους είναι πως πλασάρουν έναν τζάμπα αθεϊσμό, δογματικό όσο και ο ισλαμισμός των ταλιμπάν. Και, ακόμη χειρότερα, πως, αν αυτό στο οποίο επιτίθενται είναι η θρησκεία, τότε δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, στο μέτρο που ελάχιστα γνωρίζουν γι’ αυτήν. Πράγμα που, μάλλον, εξηγεί καλύτερα από ο,τιδήποτε άλλο και το ύφος χιλίων καρδιναλίων (!), με το οποίο εκτοξεύουν τις επιθέσεις τους.

Αυτό που κάνει ο Ήγκλετον, εν τέλει, είναι να επισημάνει με όλη του την κριτική δύναμη πόσο άνευ κόστους είναι μια επίθεση στον χριστιανισμό, όταν δεν δείχνει πρωταρχικά την «κοιλάδα των δακρύων», στην οποία η θρησκεία δεν αποτελεί παρά τον «αναστεναγμό του καταπιεσμένου πλάσματος». Μιλήστε για τον καπιταλισμό ή σταματήστε να θορυβείτε, είναι η προτροπή που απευθύνει στους φιλελεύθερους –που πολύ εύκολα, όπως έχει δείξει, άλλωστε η πρόσφατη ιστορία, αναβαθμίζονται πρακτικά σε νεοφιλελεύθερους. 

***

Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να νομιστεί πως ο ίδιος ο Ήγκλετον είναι θρησκόφιλος (!). Κάθε άλλο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει, «[δ]ύσκολα κανείς αποφεύγει την αίσθηση ότι ένας Θεός τόσο λαμπρός, επινοητικός και ευφάνταστος, όπως αυτός που ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρχει, θα ήταν ικανός να κατεβάσει κάποια καλύτερη ιδέα από την θρησκεία για να σώσει τον κόσμο». 

Και, επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία πως, παρόλο που δεν γίνεται να μην ελεγχθούν με τον αυστηρότερο τρόπο οι φιλελεύθεροι αθεϊστές για ασύγγνωστη προχειρότητα,  «[π]ρωταίτιος της διανοητικής ατημελησίας των επικριτών του είναι βεβαιότατα ο ίδιος ο χριστιανισμός. Με εξαίρεση την ιδιάζουσα περίπτωση του σταλινισμού, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ιστορικό κίνημα που να έχει προδώσει με ποταπότερο τρόπο τις επαναστατικές του καταβολές. Ο χριστιανισμός έχει προ πολλού αλλάξει στρατόπεδο […] [Έ]χει ως επί το πλείστον μετατραπεί σε θρήσκευμα των ευκατάστατων προαστίων αντί να εκπροσωπεί την συγκλονιστική υπόσχεση που προσφέρθηκε στους ανυπόληπτους της κοινωνίας και στους μυστικούς αντιαποικιοκράτες μαχητές με τους οποίους έκανε παρέα ο Ιησούς. Η διάθεση των ευκατάστατων προαστίων απέναντι στους […] «ανεπρόκοπους» […] είναι βασικά να τους ξεπλύνουν από τους δρόμους σα λεκέδες. Η εν λόγω συνωμοταξία ευσέβειας τρομοκρατείται στη θέα ενός γυναικείου στήθους, αλλά θορυβείται απείρως λιγότερο από τις αισχρές ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Θρηνεί τον θάνατο ενός εμβρύου, αλλά δεν φαίνεται να συγκινείται με τα παιδιά που γίνονται παρανάλωμα του πυρός στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σε γενικές γραμμές, λατρεύει έναν Θεό βλάσφημα πλασμένο κατ’ εικόνα της –έναν καλοξυρισμένο, κοντοκουρεμένο, οπλοφορούντα, σεξουαλικό ψυχαναγκαστικό Θεό, με ιδιαίτερη αδυναμία στο οντολογικά προνομιούχο κομμάτι ακριβώς νοτίως του Καναδά και βορείως του Μεξικού […]».

Κι αυτό παρ’ όλο που ο Ιησούς είναι ό,τι περισσότερο απομακρυσμένο και εχθρικό απέναντι στους νερντς των προαστίων, απέναντι στους ωφελιμιστές και παρανοϊκά ατομικιστές προτεστάντες –και όχι μόνο– των μοντέρνων καιρών. Στο λόγο του είμαστε πλάσματα του Θεού στο μέτρο –και μόνο τότε– που υπάρχουμε καθαρά χάριν ευχαρίστησης. Ούτε για τη δουλειά, ούτε για την περιουσία και την  «προκοπή». Μόνο για την ευχαρίστηση. 

Με τα λόγια του Ήγκλετον και πάλι, «[τ]ο ερώτημα που έθεσε ο ριζοσπαστικός ρομαντισμός, ο οποίος υπό αυτό το πρίσμα συμπεριλαμβάνει τον Καρλ Μαρξ, είναι το ποιοι πολιτικοί μετασχηματισμοί θα ήταν απαραίτητοι για να γίνει κάτι τέτοιο πραγματικά εφικτό. Ο Ιησούς, σε αντιδιαστολή με την πλειονότητα των υπεύθυνων Αμερικανών πολιτών, εμφανίζεται να μην κάνει καμιά δουλειά, ενώ κατηγορείται ως κοιλιόδουλος και μεθύστακας. Παρουσιάζεται ως άστεγος, χωρίς υπάρχοντα, ταγμένος εργένης, πλανόδιος οδοιπόρος, κοινωνικά περιθωριακός, περιφρονητής των συγγενικών δεσμών, ανεπάγγελτος, φίλος των απόβλητων και των παριών, αποστρεφόμενος τα υλικά αποκτήματα, χωρίς φόβο για την ασφάλειά του, αμελής όσον αφορά τους κανόνες αγνότητας, επικριτής της παραδοσιακής αυθεντίας, αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου και μάστιγα για τους πλούσιους και τους ισχυρούς […] Βρίσκεται μεταξύ χίπη και πολεμιστή. Σέβεται το εβραϊκό Σάββατο όχι επειδή το τελευταίο σημαίνει εκκλησιασμό, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει μια προσωρινή απόδραση από το βάρος της εργασίας. Το Σάββατο έχει να κάνει με την ξεκούραση, όχι με την θρησκεία. Ένας από τους καλύτερους λόγους για να είσαι χριστιανός, όπως και σοσιαλιστής, είναι το ό,τι δεν σου αρέσει να δουλεύεις και απορρίπτεις την έμφοβη ειδωλολατρία που κάτι τέτοιο εμπεριέχει –ειδωλολατρία τόσο διαδεδομένη σε χώρες σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αληθινά πολιτισμένες κοινωνίες δεν οργανώνουν έξτρα-δυναμωτικά πρωινά μέσα στα άγρια χαράματα».   

Που πάει να πει πως ο Ιησούς, όπως κι αν το δεις, φέρνει πολύ σε αναρχοκομμουνιστικό φρικιό, μίασμα για κάθε ορθώς σκεπτόμενο άτομο της «εποχής» μας. Σίγουρα, πάντως, «δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο. Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στο ναό της Ιερουσαλήμ». Είναι με τους «ανεπρόκοπους», τους «αποτυχημένους», τα αποβράσματα και τα σκουπίδια της κοινωνίας. Απεχθάνεται τους πλούσιους και δεν συναγελάζεται μαζί τους. 

Γι’ αυτό και «[ο]ποιοδήποτε κήρυγμα του Ευαγγελίου αποτυγχάνει να αποτελέσει σκάνδαλο και ύβρι για το καθεστώς είναι [από τη σκοπιά που διαμόρφωσε ο Ιησούς, με το λόγο, αλλά και το βλέμμα του] άχρηστο». Τελική συναγωγή: «Αν δεν αγαπάς είσαι νεκρός, κι αν αγαπάς θα σε σκοτώσουν»

***

Θεώρησα καλό, μέρα που είναι να μεταφέρω τις παραπάνω σκέψεις. Η συνολική οπτική του Ήγκλετον καταγράφεται με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Λογική, Πίστη και Επανάσταση (μτφ. Πέτρος Γεωργίου, Πατάκη, 2011), από το οποίο πήρα τα παραθέματα προκειμένου να τσιγκλίσω για την ανάγνωση του, μια και το θεωρώ ένα από τα καλύτερα δοκιμιακά έργα εδώ και χρόνια. Κάποιες δικές μου σχετικές σκέψεις περιλαμβάνονται στα άρθρα Τα Χριστούγεννα και η Αριστερά και Η Αριστερά και το Ευαγγέλιο

Καλά Χριστούγεννα.

Red NoteBook


Προσθήκη: 18 Απριλίου 2014

Ο Χριστός στη Μανωλάδα. 

του Χρήστου Λάσκου


20  Και αυτός σηκώσας τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού έλεγε∙ Μακάριοι σεις οι πτωχοί, διότι υμετέρα η βασιλεία του Θεού […] 24 Πλην ουαί εις εσάς τους πλουσίους, διότι απηλαύσατε την παρηγορία σας.
-Κατά Λουκάν στ΄, 20-24


Είναι γνωστό πως για τον Ιησού, μια από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες στην ανθρώπινη ιστορία, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε πηγές έξω από αυτές που συνδέονται με τον πιο άμεσο τρόπο με τη χριστιανική ομολογία. Κάτι μισόλογα στο Φλάβιο Ιώσηπο, γραμμένα, μάλιστα, πολλές δεκαετίες μετά από τη Σταύρωση, είναι όλα όσα, νομίζω, διαθέτουμε σχετικά.

Πράγμα που σημαίνει πως τα Ευαγγέλια, εκτός από τα καλά νέα, για όσους αποδέχονται τον θεόπνευστο χαρακτήρα τους, προσφέρουν, κατ’ αποκλειστικότητα, και όλες τις πληροφορίες προκειμένου να προσεγγιστούν, από ιστορική άποψη,  τα ιδρυτικά γεγονότα ενός μαζικού συμβάντος, που έμελλε να προσδιορίσει καίρια τα 2000 χρόνια, που ακολούθησαν.

Μόνο τα Ευαγγέλια, λοιπόν, μιλούν για τον Χριστό. Η δική τους παρουσίαση είναι ό,τι διαθέτουμε. Ο Χριστός είναι ο Χριστός των Ευαγγελίων ή δεν είναι τίποτε.

Και σίγουρα δεν βοηθάει να επιχειρούμε να βγάλουμε συμπεράσματα γι’ αυτόν και τους πρωτοχριστιανούς βάσει των μετέπειτα πρακτικών πολλών «δικών του», περιβόητων σφαγέων, από τον Κωνσταντίνο και τον Θεοδόσιο –«Μεγάλοι» και οι δύο- έως τον Τορκουεμάδα και ων ουκ έστιν αριθμός έκτοτε.

Όπως δεν προσφέρει πολλά η προσπάθεια να ταυτίσουμε τον Ιησού με κάποιο ιστορικό πρόσωπο, για το οποίο έχουμε περισσότερες ανεξάρτητες πληροφορίες. Ο σύγχρονός του επαναστάτης από τα Γάμαλα ή ο Ναζαρηνός «Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης» των Εσσαίων, είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτοποιηθούν επαρκώς, ώστε η αναφορά να έχει οποιοδήποτε νόημα.

Ό,τι έχουμε είναι ο Χριστός των Ευαγγελίων.

Ο οποίος, μ’ όλο που τα Ευαγγέλια μεταξύ τους παρουσιάζουν διαφορές και μεγάλες, κάποιες φορές, αποκλίσεις,  δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία πως αντιστοιχεί σε μια κατεξοχήν επαναστατική φυσιογνωμία.

Στην παρέμβασή μου (1), στο σπουδαίο Συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που έγινε στην Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2013, υποστήριξα πως ευαγγελικές διατυπώσεις, όπως αυτή του εισαγωγικού παραθέματος, ή η άλλη που ισχυρίζεται πως ««ευκολότερο είναι να περάσει καραβόσκοινο από το μάτι της βελόνας, παρά να εισέλθει πλούσιος στο Βασίλειο του Θεού» είναι εξίσου ριζοσπαστικές με το επαναστατικό απόφθεγμα πως «δεν αρκεί να είσαι με τους φτωχούς, πρέπει να είσαι και εναντίον των πλουσίων».

Αντιγράφω: «Η βίαιη επίθεση του Ιησού εναντίον των εμπόρων του Ναού, μαζί και η διαχρονική αντιμετώπιση του χρήματος ως μιαρού και του τόκου ως αμαρτίας, τουλάχιστον από τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς, εικονοποιεί με πολύ σαφή τρόπο αυτήν την πρακτική στάση.

Ο Χριστός είναι με τους αναγουήμ αδιάλλακτα, είναι στην πλευρά των ενδεών και των απόκληρων. Εκπροσωπεί την συγκλονιστική υπόσχεση που προσφέρθηκε στους ανυπόληπτους της κοινωνίας και στους μυστικούς αντιαποικιοκράτες μαχητές, με τους οποίους έκανε ο ίδιος παρέα.

Τον Χριστό των Ευαγγελίων, όπως γράφει ο Τέρυ Ήγκλετον (Λογική, Πίστη και Επανάσταση, Πατάκη, 2011), «[θ]α τον γνωρίσεις αληθινά όταν δεις το πεινασμένο πλάσμα να χορταίνει με όλα τα καλά και τους πλούσιους να αποδιώχνονται, μένοντας με άδεια χρόνια»».

Ή, όπως το θέτει ο Γκουστάβο Γκουτιέρες, στη Θεολογία της Απελευθέρωσης, «Αγάπη δεν σημαίνει ότι οι καταπιεστές δεν είναι πια εχθροί, ούτε εξαλείφει τη ριζοσπαστικότητα της πάλης εναντίον τους. Η αγάπη για τους εχθρούς, δεν αμβλύνει τις εντάσεις, αλλά μάλλον προκαλεί το όλο σύστημα και γίνεται ανατρεπτική συνταγή» (2)

* * *

Νομίζω πως το κεντρικό μήνυμα των Ευαγγελίων, εξαιρετικά  επίκαιρο σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είναι πως «η τραυματική αλήθεια της ανθρώπινης ιστορίας είναι ένα βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα», που είναι προορισμένο  να αναστηθεί.

Αν είναι, όμως, έτσι δεν μπορώ παρά να μένω εντελώς άφωνος μπροστά στη παταγώδη αδιαφορία της Εκκλησίας για τα τρομερά παθήματα των σημερινών αναγουήμ, αυτών της Μανωλάδας π.χ. ή των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών.  Αδιαφορία που κανένα φιλανθρωπικό έργο -το οποίο καθόλου δεν υποτιμώ στις σημερινές μέρες της φοβερής κρίσης- δεν μπορεί να εξαγνίσει, στο μέτρο που του λείπει η αναγκαία για τη χριστιανική πράξη μαχητικότητα.

Πολλοί θεωρούν πως δεν θα έπρεπε να μένω άφωνος. Πως, βάσει της ίδιας της της ιστορίας, αυτό είναι το απολύτως αναμενόμενο. Ακόμη κι αν έχουν δίκιο, ωστόσο, οι τελευταίοι, δεν μπορεί να μην εγκαλείται ο θεσμός, που εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν κληρονόμος των «εντολών» του Χριστού, τον οποίο, μάλιστα, αντιλαμβάνεται ως Θεό.

Δεν μπορεί να μην εγκαλείται η Εκκλησία, όταν ανέχεται παθητικά, αν δεν αναγνωρίζει ως ευσεβή τέκνα της, αυτούς μπροστά στους οποίους ο κυρ Παντελής του Τζαβέλα είναι ηθικός αδάμας. Και, νομίζω, με την εμπειρία μου του περσινού Συνεδρίου, πως είναι πλειοψηφικός ο ενεργός κόσμος στους κόλπους της που δεν βολεύεται καθόλου με αυτήν της τη στάση.

Καλό Πάσχα.

Πηγή alterthess