Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Οι μαρξιστές και ο Νίτσε: μια παράδοξη προσέγγιση

[Λόγω φόρτου εργασίας το έχω ρίξει τελευταία στις αναδημοσιεύσεις κειμένων που μου φαίνονται ενδιαφέροντα. Αυτό που ακολουθεί είναι από το nomadicuniversality.wordpress.com Ημερομηνία δημοσίευσης 6 Ιουλίου 2011 - Weltschmerz K.]

Ο “εχθρός” Νίτσε παρ’ όλα αυτά γοήτευσε τους μαρξιστές με την προφητική κριτική του τού αστικού κόσμου. Απολογισμός μίας διφορούμενης ανάγνωσης.

ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΝΕΓΚΡΙ*

Η ιστορία των σχέσεων μεταξύ των μαρξιστών και του Νίτσε είναι πλούσια σε παράδοξα, που οφείλονται στο γεγονός ότι οι μαρξιστές ανέκαθεν γοητεύονταν από την εξαιρετική ισχύ τής προδρομικής κριτικής τού “εχθρού” Νίτσε κατά του αστικού κόσμου. Αυτά τα παράδοξα καθίσταντο ακόμη περισσότερο πολύπλοκα απ’ το γεγονός ότι, στη συζήτηση μέσα στους κόλπους τού εργατικού κινήματος, η γοητεία που ασκούσε ο Νίτσε ήταν αναγκασμένη να περάσει μέσα από δύο τουλάχιστο θεμελιώδη πεδία αντιπαράθεσης μεταξύ των διαφόρων σχολών : τον ορισμό τού υλισμού και την κρίση περί της νεωτερικότητας. Πεδία τα οποία επέβαλλε ο “εχθρός”.

Ο Νίτσε εισέρχεται διαμιάς, κατά διφορούμενο τρόπο, στη συζήτηση του μαρξιστικού κινήματος : ο Franz Mehring στις αρχές του αιώνα αναλαμβάνει την ευθύνη αυτής της πρώτης επαφής. Ο Νίτσε γνωρίζει διάδοση στους κύκλους της ανατρεπτικής σκέψης της επαναστατικής περιόδου που ακολουθεί τον Οκτώβριο του 1917. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Λένιν και ο Γκράμσι τον διαβάζουν, χωρίς να πολυγνωρίζουμε με ποια οπτική : πρόκειται άραγε για μια ερμηνεία που να τοποθετεί τη “θέληση για δύναμη” από την πλευρά τής εξέγερσης, ως μια “νέα αρχή (principe)”, ή μήπως για μια αποκήρυξη του νιτσεϊσμού ως ενός αποδυναμωμένου παράγοντα “εξτρεμισμού”; To Σοβιέτ τού Μονάχου του 1919 φαίνεται πως υπήρξε, για να αναφερθούμε και στον Χομπσμπάουμ, η κύρια έκφραση αυτού του διφορούμενου χαρακτήρα – πρώτη σύμπηξη αυτού του αναρχίζοντος “υποκειμενισμού” (κατ’ αντονομασία, “νιτσεϊκού”) που η ορθολογιστική προκατάληψη και η γραφειοκρατική καταστολή του επίσημου μαρξισμού δεν θα έπαυαν να καταδικάζουν τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι που ο Νίτσε γίνεται “τόπος” [1] τής εσωτερικής και εξωτερικής πολεμικής τού μαρξιστικού εργατικού κινήματος, όταν ο Γκ. Λούκατς, υιοθετώντας την ερμηνεία που είχε δώσει ο ναζισμός για το Νίτσε (και ιδίως εκείνη του ‘Αλφρεντ Μπόιμλερ, επίσημου επιμελητή τής έκδοσης των έργων του στη δεκαετία του τριάντα), την κατευθύνει κατά του ανορθολογισμού της αστικής κουλτούρας τής παρακμής και, συγχρόνως, κατά του ζντανοφικού υλισμού.

Το 1952, ο Γκ. Λούκατς εκδίδει το Die Zerstoerung der Vernunft [2]. Εδώ υποστηρίζεται για πρώτη φορά, με εξαιρετική βιαιότητα, η θέση περί του “πρωτο-φασισμού” τού Νίτσε. Το κατηγορητήριο είναι αδυσώπητο. “‘Ολο το έργο τού Νίτσε υπήρξε μία πολεμική κατά του μαρξισμού και του σοσιαλισμού, έστω και αν είναι φανερό ότι δεν διάβασε ποτέ έστω και μια γραμμή τού Μαρξ και του ‘Ενγκελς”. Ο Νίτσε “ενστικτωδώς” (αλλά “κατά μεγαλοφυή τρόπο”) ερμήνευσε τις πολιτιστικές και πολιτικές ανάγκες τού ιμπεριαλισμού, καθιστάμενος έτσι ο “φιλόσοφος-οδηγός” του, “παρά τις διάφορες αλλαγές τής κατάστασης και της αντίστοιχης τακτικής τής αντιδραστικής αστικής τάξης” : απ’ όπου απορρέει και η διαρκής “επικαιρότητα” του Νίτσε, από την εποχή τού Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και μετά τον Δεύτερο. Στο έργο του ο Νίτσε προτείνει μία ρωμαλέα ερμηνεία της παρακμής, ως θεμελιώδους φαινομένου της αστικής εξέλιξης του καιρού του, και θέλει να δείξει το δρόμο για το ξεπέρασμά της. Σε αυτό συνίσταται η πραγματική “κοινωνική αποστολή” της φιλοσοφίας τού Νίτσε, η οποία προσβλέπει στην ικανότητα λύτρωσης της αστικής διανόησης που συνταρασσόταν από την απώλεια του οικουμενικού νοήματος της ίδιας της τής λειτουργίας. Ο Νίτσε προτείνει μία “επανάσταση” η οποία θα διατηρούσε όλα τα προνόμια της αστικής τάξης και θα υπερασπιζόταν με σθένος την προνομιούχα και παρασιτική θέση τής ιμπεριαλιστικής διανόησης, μία επανάσταση κατευθυνόμενη κατά των μαζών, που απέκρυπτε, πίσω από την εμπαθή-επιθετική μορφή τού ύφους της, τον εγωιστικό χαρακτήρα των κινήτρων της. ‘Οσο για τη “θέληση για δύναμη” και τη θεωρία τού “υπερανθρώπου”, αυτές συνίστανται απλώς στην “γνωσεολογική παραπομπή στον ακραίο ανορθολογισμό, στην άρνηση κάθε δυνατότητας να γνωρίσουμε τον κόσμο, στην απεύθυνση σε όλα τα βάρβαρα και κτηνώδη ένστικτα”.

Οι εκατό σελίδες που είναι αφιερωμένες στον “Νίτσε ως θεμελιωτή τού ανορθολογισμού τής ιμπεριαλιστικής περιόδου” καταλήγουν και πάλι στην παράδοξη αναγνώριση του μεγαλείου μιας σκέψης που, μόνη αυτή, επέτυχε να κατασκευάσει, στην πάλη της κατά του σοσιαλισμού, μία αξιοθαύμαστη δύναμη αντίθεσης στο μύθο, προορισμένη να διαρκέσει επί πολλές δεκαετίες. Σε αυτή την παράδοξη αναγνώριση μπορεί κανείς να διακρίνει την επιμονή αυτής της νιτσεϊκής διδασκαλίας η οποία, στον κύκλο τού Μαξ Βέμπερ και του Γκέοργκ Ζίμμελ[3], είχε βαθιά επηρεάσει το νεαρό Λούκατς και τον είχε σίγουρα συνοδεύσει στις πρώτες μεγάλες αναλύσεις του πάνω στις μορφές της κουλτούρας. και ίσως είχε συντελέσει στην προσχώρησή του στον επαναστατικό μαρξισμό.

Στην αντινιτσεϊκή πολεμική τού Λούκατς ωστόσο βρίσκουμε ένα άλλο στοιχείο, εγγενές στην πολιτική πάλη τού κομμουνιστικού εργατικού κινήματος. Στο έργο του “Η παρούσα σημασία τού κριτικού ρεαλισμού” τού 1956 και στον πρόλογό του στην ιταλική μετάφραση τού Zerstoerung der Vernunft (1959)[4], ο Λούκατς το δηλώνει ανοιχτά. Η πολεμική κατά του ανορθολογισμού ουσιαστικά κατευθυνόταν κατά “του απλουστευτικού δόγματος του Ζντάνοφ που καθιέρωνε τη διάκριση υλισμού – ιδεαλισμού ως τη μόνη αντίθεση στην ιστορία της φιλοσοφίας”. Η επίθεση του Λούκατς κατά του Νίτσε, θεωρούμενου ως υπέρτατου αντιπροσώπου τού ανορθολογισμού, εμφανιζόταν εδώ στη σωστή της διάσταση : είναι μία επίθεση που κατευθύνεται εναντίον όλων των ρευμάτων τού σοσιαλισμού που δεν θέτουν ως καθήκον τους τον εκσυγχρονισμό ως πρακτικό περιεχόμενο της ουτοπίας, δηλαδή –σύμφωνα με τον Λούκατς- την ορθολογική μεταμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με κανόνες προόδου, της ολόπλευρης ανάπτυξης της ελευθερίας, της ισότητας και της ειρήνης. Ο αντινιτσεϊκός Λούκατς είναι εκείνος που θέλει να ξανασηκώσει όλες τις σημαίες που η αστική τάξη είχε αφήσει να πέσουν μέσα στη λάσπη και που, συνεπώς, αρνείται τη νιτσεϊκή διάγνωση για το μοιραίο τής παρακμής, για το μηδενισμό ως ουσία του αστικού πολιτισμού. Πραγματικά, στο ζντανοφισμό, ο Λούκατς διάβαζε αυτό που μπορεί κανείς να βρει σ’ αυτόν, μία λαϊκιστική –ή καλύτερα πληβειακή – εκδοχή στη λογοτεχνία, μία εργαλειακή μεταστροφή στη φιλοσοφία και την επιστήμη, έναν κυνικό βολονταρισμό στην πολιτική. όλα αυτά τα ερμηνεύει ως μία επάνοδο στις ανορθολογικές όψεις τής ιδεολογίας. Ο ανθρωπισμός του αντιδρούσε : o αντινιτσεϊκός Λούκατς είναι ο αντισταλινικός Λούκατς. Eνάντια σε μια σχετικιστική γνωσεολογία, ενάντια στο δίλημμα “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα”, πρότεινε για το σοσιαλισμό την ορθολογικότητα μιας κοσμοαντίληψης προερχόμενης από τον Γκαίτε, την έξοδο από την αλλοτρίωση και την πραγμοποίηση ως επανασύνθεση της ανθρώπινης ολότητας.

Το βιβλίο τού Λούκατς ανάγεται στο 1952. Η συζήτηση γύρω από την ευθύνη τού ναζισμού και η οξεία αντιπαράθεση σχετικά με το Schuldfrage (ζήτημα της ενοχής) βρίσκεται στο απόγειό της. Η κρίση τού Λούκατς για το Νίτσε γίνεται αποδεκτή από ένα σημαντικό μέρος τής κοινής γνώμης, όχι απαραίτητα της σοσιαλιστικής. Και ωστόσο, μέσα στην ανοικοδόμηση της καπιταλιστικής Ευρώπης, ο Νίτσε ξαναζεί και παρουσιάζεται εκ νέου ως ένας επίκαιρος κριτικός. ‘Ηταν άραγε ο Νίτσε πιο μαρξιστής από τους μαρξιστές; Για άλλους λόγους, ο Φραντς Μέριγκ είχει ήδη θέσει στον εαυτό του το ερώτημα αυτό. Ο αντι-βισμαρκικός Νίτσε, ο υλιστής και επαναστάτης Νίτσε, ο Νίτσε – επικριτής κάθε ιδεολογικού “ταρτουφισμού”, μπορεί και πρέπει να είναι “ένας σταθμός στο δρόμο για το σοσιαλισμό”. Και έπειτα; Μήπως ο Νίτσε δεν ήταν πια παρά ένας παιδαγωγός; Στη δεκαετία τού 50 βγαίνουν στην κυκλοφορία τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν για το Νίτσε στη διάρκεια της δεκαετίας τού 30 : πρόκειται για έργα των οποίων οι συγγραφείς υπήρξαν όλοι αντίπαλοι του ναζισμού, όπως ο Karl Loewith, o Karl Jaspers, o Edgar Salin, o Erich Podach. O Heinrich Mann αναδεικνύεται ως ο ερμηνευτής αυτής της νέας επικαιρότητας του Νίτσε και, μεταξύ άλλων, την προτείνει προς τους σοσιαλιστές και τους μαρξιστές. Να λοιπόν που ξαναεμφανίζεται, πάνω στη σκηνή της νέας καπιταλιστικής κυριαρχίας του κόσμου, η εικόνα ενός Νίτσε “αθώου”, προφήτη και διαλεκτικού, ο οποίος ξεκινώντας από την αποκήρυξη της “αντιστροφής των αξιών” καταλήγει στο μύθο τού υπερανθρώπου. Ο Νίτσε δεν είναι υπεύθυνος για το ναζισμό : ακόμα περισσότερο, δεν έπαψε να καταδικάζει τον εθνικισμό και ισχυρίστηκε ότι “η κουλτούρα και το κράτος είναι ανταγωνιστές”. Υπήρξε πάντα με το μέρος των καταπιεσμένων και συνέλαβε την απελευθέρωση ως παραγωγή – παραγωγή καινούρια, παραγωγή ελεύθερη και νεαρή. Το διονυσιακό θέμα είναι ένα θέμα υλιστικό και παραγωγικό : “είμαστε όλοι εργάτες”. Στο έργο τού Walter Kaufman που ανάγεται στο 1950 (όπως εξάλλου και στις νέες αναγνώσεις αυτών των χρόνων του Henri Lefevbre), αυτά τα στοιχεία ανασυντίθενται σε μία εικόνα τού Νίτσε που χαρακτηρίζεται αποφασιστικά ως “κριτικός διαφωτιστής”, ως συγγραφέας τού “μετα-μηδενισμού”.

Μέχρι ποιο σημείο ήταν πιστευτή αυτή η εικόνα ενός “Νίτσε χωρίς Ζαρατούστρα”, ενός Νίτσε που είχε “λειανθεί” για να γίνει όχι ένας κριτικός τής νεωτερικότητας αλλά απλώς ο κριτικός τής καπιταλιστικής νεωτερικότητας; Δεν θα ήταν δυνατό να παράσχουμε μία απάντηση σε αυτή τη διερώτηση αν δεν θεωρήσουμε ακόμα μια φορά τα ιδεολογικά εκείνα στοιχεία, τα εγγενή στις συζητήσεις στους κόλπους τού εργατικού κινήματος, που μπαίνουν στο παιχνίδι μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ο θετικός, διαφωτιστής, υλιστής Νίτσε που αντιπαρετίθετο στην καταλυτική κριτική τού Λούκατς, ήταν στην πραγματικότητα προϊόν τής απολογητικής τού ζντανοφισμού. Η σύγκρουση που, σχετικά με τον εκσυγχρονισμό, αντιπαρέθετε τον ορθολογισμό τού Λούκατς στη σταλινική εκδοχή τού υλισμού, είχε εδώ επιλυθεί. Ο Heinrich Mann[5] μάς παρέχει την απόδειξη : “Ενα ερώτημα τίθεται: ποιος υπήρξε πραγματικά ο μελλοντικός κυρίαρχος άνθρωπός του; Ο Νίτσε εξέφρασε την άποψή του για τον εργάτη. σήμερα θα ήταν καθαρός μπολσεβικισμός. ‘Σκηνή από τη μελλοντική ζωή του εργάτη’, εδώ δεν υπάρχουν πια αμφισβητήσεις και δισταγμοί : ‘Oι εργάτες θα έπρεπε να μάθουν να αντιδρούν σαν στρατιώτες. Αποζημιώσεις, οδοιπορικά, αλλά όχι μισθός! Καμία σχέση μεταξύ πληρωμής και εργασίας! Ας βάλουμε κάθε άτομο, ανάλογα με το είδος του, στη θέση που θα του επιτρέψει να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερο στην ειδικότητά του’”… Οποίον κιτς! Οποίον απίστευτο συμπέρασμα! Στην πραγματικότητα το έδαφος του διαλόγου σχετικά με το Νίτσε που κατελάμβαναν οι μαρξιστές ήταν αναπόφευκτα παγιδευμένο από τη στιγμή που συνέχιζαν να θεωρούν το Νίτσε από την άποψη της εκμέρους του αποκήρυξης της διάλυσης των αξιών και από την άποψη της εκπλήρωσης της νεωτερικότητας. από τη στιγμή που δεν άρχιζαν να τον θεωρούν από την άποψη της υπέρβασης της νεωτερικότητας, με βάση το Ζαρατούστρα και τη “θέληση για δύναμη”. Αλλά αυτό, στον ορίζοντα του υπαρκτού σοσιαλισμού, στον οποίο τοποθετούνταν ο Γκ. Λούκατς και οι “διαφωτιστές” αντίπαλοί του, ήταν κάτι αδύνατο.

Ο Νίτσε ανορθολογιστής αντίπαλος, ο Νίτσε υλιστής σύμμαχος: τι νόημα μπορεί να έχει μία τέτοια διάζευξη; Και αν ο υλισμός ήταν “ανορθολογικός”; διερωτώνται μια ορισμένη στιγμή ορισμένοι μαρξιστές. Το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει. με το 1968 η σύλληψη ενός σοσιαλισμού που συλλαμβάνει τον εαυτό του ως συνέχιση της νεωτερικότητας έχει κλείσει τον κύκλο της. Η κριτική κατά της εργαλειακής ορθολογικότητας του ώριμου καπιταλισμού όπως και του υπαρκτού σοσιαλισμού, οδηγούσε κάποιους να σκέφτονται το μαρξισμό πέραν της νεωτερικότητας. Μέσα στην ανορθολογικότητα, μέσα στον κομμουνισμό. Και από δω δεν θα μπορούσε να λείπει μία “νιτσεϊκή διάσταση” : και συγκεκριμένα η διάσταση της ελευθερίας του πνεύματος που γεννιέται από την κριτική, ορθολογική και απελευθερωτική αποστολή της σκέψης του και που δεν αναλώνεται στο να θέτει εκ νέου τα πάντα υπό αμφισβήτηση, και που επιτρέπει στον εαυτό της ακόμα και να απαιτήσει για το άτομο (ακόμα και σε μια κοινωνία τυπικά ίσων ανθρώπων) ένα χώρο άμυνας και ένα πεδίο για τη δική του αυθόρμητη δραστηριότητα (με την έννοια που το αντιλαμβανόταν και ο Burckhardt) σε μια κατεύθυνση, σε τελευταία ανάλυση, αντικρατική : εννοείται βέβαια ότι πιστεύει κανείς στ’ αλήθεια στην αναγκαία εξάλειψη του κράτους μέσα στο ‘βασίλειο της ελευθερίας’, με άλλα λόγια ότι επιθυμεί πραγματικά την υπέρβαση της ‘πολιτικής’ ως καταπίεσης”.

Ξαναπιάνοντας αυτά τα λόγια τού Mazzino Montinari[6], ιταλού μαρξιστή και επιμελητή μιας νέας έκδοσης του Νίτσε, μπαίνουμε στην τελευταία φάση της σχέσης μεταξύ των μαρξιστών και του Νίτσε. Η φάση αυτή ανοίγει με ένα επεισόδιο που λαμβάνει χώρα αμέσως μετά τον πόλεμο, στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όταν ορισμένοι κομμουνιστές όπως ο Luporini και ο Timpanaro, ερμηνεύοντας τον υλιστικό ανορθολογισμό τού Giacomo Leopardi (ιταλού ποιητή του 19ου αιώνα, από αρκετές απόψεις πρόδρομου του Νίτσε), ανακάλυπταν τον μοναδικά προοδευτικό χαρακτήρα τού αντιμοντερνισμού του[7]. De te fabula narratur : για τη δυνατότητα να πάμε πέρα από τον καταπιεστικό εναγκαλισμό τού σοσιαλισμού, της ορθολογικότητας και της νεωτερικότητας. Στη δεκαετία τού εξήντα, στους κόλπους αυτής της σχολής, ο Μοντινάρι και ο Κόλλι αρχίζουν στην RDT μία σημαντική προσπάθεια επανέκδοσης των έργων τού Νίτσε – που στην ουσία ήταν πρώτη έκδοση για ορισμένα θεμελιώδη κείμενα όπως Η θέληση για δύναμη,το Ecce Homo και η αλληλογραφία. Την ίδια εποχή η νέα ανάγνωση του Νίτσε στη Γαλλία, από τον Deleuze και τον Foucault, ανοίγει ένα νέο έδαφος για τον κριτικό μαρξισμό[8].

Yπάρχει λοιπόν ένα θεμελιώδες στοιχείο που καθορίζει την επανεξέταση του Νίτσε από τον κριτικό μαρξισμό : η μετατόπιση της θεωρητικής προσοχής, η οποία απομακρύνεται από τις παραλλαγές τού ορθολογισμού και του υλισμού στο εσωτερικό τής νεωτερικότητας, για να στραφεί προς την κριτική τής νεωτερικότητας. Με άλλους όρους, η πτώση τού ενδιαφέροντος για τον ορθολογισμό ως μορφή μιας καπιταλιστικής νεωτερικότητας που ο σοσιαλισμός ήθελε να επανοικειοποιηθεί και η επείγουσα κριτική ανάγκη να πάμε πέρα από την καπιταλιστική νεωτερικότητα για να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό. Ο Νίτσε δεν ήταν αποδεκτός για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, όπως επίσης και για όλους τους εραστές τής νεωτερικότητας : αντίστροφα, γίνεται ένας σύντροφος στην πορεία όλων εκείνων που σκέφτονται την καπιταλιστική νεωτερικότητα ως μια φυλακή της σκέψης και έναν βάναυσο καταναγκασμό για τη ζωή. Δεν χρειάζεται πλέον και κανένας ερμηνευτικός άθλος προκειμένου να αποσπάσει κανείς το σοσιαλισμό από το παρεφθαρμένο προϊόν τής χριστιανικής ηθικής. Ο σοσιαλισμός είναι ο “υπαρκτός σοσιαλισμός”, ή πάντως κάποια άλλη μορφή, λιγότερο ή περισσότερο κοινότυπα δημοκρατική, του μοντέρνου μηδενισμού. Πέρα από όλα αυτά, υπάρχει αυτό το νέο δημιουργικό άνοιγμα της ιστορικότητας που ο κριτικός μαρξισμός αποκαλεί κομμουνισμό. Αλλά υπάρχει και ένα δεύτερο νιτσεϊκό στοιχείο που ο κριτικός μαρξισμός υποδέχεται πλήρως : είναι ο τονισμός της δύναμης, ως περιεχομένου της θέλησης, και συνεπώς ως μήτρας παραγωγής τής συλλογικής υποκειμενικότητας, δηλαδή παραγωγής κουλτούρας, δηλαδή ως γίγνεσθαι των υποκειμένων εναντίον του κράτους[9].

*Διδάσκει στο College de philosophie (Montagne Sainte-Genevieve) στο Παρίσι. ‘Έργο του μεταξύ άλλων το L´anomalie sauvage : puissance et pouvoir chez Spinoza (ed. PUF, 1982).[=H άγρια ανωμαλία: δύναμη και εξουσία στο Σπινόζα].

[1]. [Στο πρωτότυπο : topos –σ. τ. μ.]

[2]. La destruction de la raison, L’ Arche, 1958 [=H καταστροφή του Λόγου –σ. τ. μ.].

[3]. Βλ. L.A. Scaff., Fleeing the Iron Cage : Culture, Politics and Modernity in the thought of Max Weber [=Απόδραση από το σιδερένιο κλουβί. Κουλτούρα, πολιτική και νεωτερικότητα στη σκέψη τού M.W.], University of California Press, 1990.

[4]. Τορίνο 1959.

[5]. H. Mann, Les pages immortelles de Nietzsche,textes choisis et presentes par …, [=Οι αθάνατες σελίδες τού Νίτσε, επιλογή και παρουσίαση κειμένων από τον ...], Paris 1958.

[6] [Στο πρωτότυπο, στο τέλος τής αμέσως προηγούμενης παραγράφου (στο ίδιο δηλαδή σημείο με το ελληνικό κείμενο) κλείνουν εισαγωγικά, τα οποία όμως, προφανώς λόγω τυπογραφικού λάθους, δεν ανοίγουν πουθενά στα προηγούμενα. έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποια ακριβώς από "αυτά τα λόγια" είναι του Ματσίνο Μοντινάρι και ποια του ίδιου του Νέγκρι -σ.τ.μ.].

[7]. Για το σύνολο του ζητήματος βλ. A. Negri, Lenta ginestra. Saggio sull’ ontologia di G.Leopardi, Milano 1987, υπό έκδοση στα γαλλικά στις εκδόσεις Le Quai Voltaire. [O τίτλος αν δεν κάνουμε λάθος σημαίνει: Το αργό σπάρτο (πιθανώς αναφορά σε κάποιο σημείο από το ποιητικό έργο τού Λεοπάρντι) - Δοκίμιο για την οντολογία τού G.L.].

[8]. Nietzsche, Cahiers de Royaumont,Philosophie, n. VI, Paris 1967.

[9]. A. Negri, Fabbriche del soggetto [=Βιομηχανίες τού υποκειμένου], Πίζα-Λιβόρνο 1987.

Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

Tο παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στον “Πολίτη”, (το αθηναϊκό περιοδικό που δεν υπάρχει πια, όχι την κυπριακή εφημερίδα), κάποια στιγμή πιθανότατα το 1993. (Δυστυχώς η έλλειψη ηλεκτρονικού αρχείου του περιοδικού καθιστά πολύ δύσκολη την ακριβέστερη αναφορά). Στη δημοσίευση εκείνη, υπήρχε η εξής εισαγωγή:

Το τεύχος Απριλίου του 1992 του γαλλικού περιοδικού Magazine Litteraire, ήταν αφιερωμένο στον Φρίντριχ Νίτσε και στις “ζωές” του (ο τίτλος του είναι Les vies de Nietzsche). Στο τεύχος αυτό περιλαμβανόταν και ένα κείμενο του ιταλού μαρξιστή φιλόσοφου Αντόνιο Νέγκρι, που ζει εδώ και χρόνια αυτοεξόριστος στο Παρίσι, το οποίο επιχειρεί έναν απολογισμό της υποδοχής τού γερμανού στοχαστή από τη μαρξιστική σκέψη στις διάφορες εκδοχές της. Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το Νέγκρι στα ιταλικά και μεταφράστηκε στα γαλλικά για το Magazine Litteraire από την Μarie-Josee Tramuta. η ελληνική απόδοση που δημοσιεύεται στη συνέχεια έγινε με βάση αυτή τη μετάφραση. Ο τίτλος, ο υπότιτλος και οι σημειώσεις (όπου δεν αναφέρεται αλλιώς) προέρχονται επίσης από το κείμενο του Magazine Litteraire.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Αυτονομία ή βαρβαρότητα: Η οικονομική κρίση υπό το φως ουσιωδών στιγμών της

Πηγή: http://autonomyorbarbarism.blogspot.com
Ημερομηνία δημοσίευσης: Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Εδώ κάποιους μήνες η παγκόσμια οικονομία διέρχεται εποχή σοβαρής κρίσης -ίσως της σοβαρότερης μετά το κραχ του 1929- με απρόβλεπτες συνέπειες. Η αφειδής παραχώρηση στεγαστικών δανείων από αμερικανικές τράπεζες και η αδυναμία των δανειοληπτών να τα αποπληρώσουν αποκάλυψε ότι οι τράπεζες δεν είχαν το απαιτούμενο κεφαλαιακό απόθεμα για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Για να ξεπεράσουν το πρόβλημα ρευστότητάς τους, οι τράπεζες παραχώρησαν ομόλογα με ευνοϊκούς όρους σε επενδυτικές τράπεζες, μεταθέτοντας ουσιαστικά σε αυτές το πρόβλημα της αφερεγγυότητας των δανειοληπτών τους. Αυτές, με τη σειρά τους, «τιτλοποίησαν» τα δάνεια των τοπικών τραπεζών, δημιουργώντας με αυτά πιστωτικά παράγωγα, τα οποία πούλησαν σε άλλα ιδρύματα (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) ή ιδιώτες. Η «πυραμίδα» αυτή δεν άργησε ασφαλώς να καταρρεύσει και να αποκαλυφθεί το γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει το χαρακτήρα της φούσκας. Τα παράγωγα που δημιούργησαν οι μεγάλες, συνήθως επενδυτικές, τράπεζες ονομάστηκαν «τοξικά», καθώς βασίζονταν στα πακεταρισμένα δάνεια υψηλού ρίσκου που είχαν δώσει οι τοπικές τράπεζες.

Αυτό που για εμάς έχει σημασία είναι, όχι τόσο να περιγράψουμε τις οικονομικές πλευρές ή συνέπειες του φαινομένου, αλλά να δούμε την ευρύτερη κοινωνική ή κοινωνιολογική του σημασία και πιο συγκεκριμένα τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του· αυτό, με άλλα λόγια, που μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και συμπεριφέρονται σήμερα τα άτομα, τόσο σε επίπεδο διεύθυνσης και διαχείρισης της κοινωνίας, όσο και σε επίπεδο ατομικής ζωής. Πιστεύουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει νόημα να προσεγγίζουμε τα οικονομικά φαινόμενα είναι αυτός της οικονομικής ανθρωπολογίας. Μόνο εξεταζόμενα σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στις υπόλοιπες κοινωνικές σφαίρες (πολιτική, κουλτούρα κ.λπ.) μπορούν να γίνουν κατανοητά.

Βάσει αυτών των αρχών πρέπει να πούμε ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και ανθρωπολογική. Οι δύο παράγοντες που την προκάλεσαν (η γενίκευση του εύκολου και ριψοκίνδυνου δανεισμού και η αποχαλίνωση των χρηματαγορών, που επέτρεψε το πακετάρισμα των δανείων και την κερδοσκοπία με τα παράγωγα) αποτελούν χαρακτηριστική έκφραση του τύπου ανθρώπου που παράγει ο σημερινός καπιταλισμός. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου είναι η ανευθυνότητα.

Εν προκειμένω αυτή η ανευθυνότητα εκφράστηκε σε δύο επίπεδα: πρώτον, στο επίπεδο της κατανάλωσης, με τους καταναλωτές, συχνά από χαμηλά εισοδήματα (μειονότητες κ.λπ.), οι οποίοι, στα πλαίσια της γενικής επιτρεπτικότητας και ανευθυνότητας, αφέθηκαν να δελεαστούν απ’ τους ευνοϊκότατους όρους των τραπεζών και πήραν δάνεια τα οποία γνώριζαν ότι δε θα μπορούσαν να αποπληρώσουν (αφού οι μηνιαίες δόσεις ξεπερνούσαν το μισθό τους)∙ δεύτερον, στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης, όπου, από τη μια μεριά, το κράτος και η Κεντρική Τράπεζα ενθάρρυναν με κάθε τρόπο τον επικίνδυνο δανεισμό, χωρίς, την ίδια στιγμή, να επιβάλλουν την παραμικρή ρύθμιση στις χρηματαγορές, και οι γιάπι κι οι διευθυντές των μεγάλων τραπεζών, απ’ την άλλη, που μέσα στη γενική ανευθυνότητα και αφελή αισιοδοξία τους έκαναν ριψοκίνδυνα κερδοσκοπικά παιχνίδια με τα ιδιαιτέρως πολύπλοκα παράγωγα. Μόνο ο σημερινός τύπος ανθρώπου θα μπορούσε να επιτρέψει τόση ανευθυνότητα και διοικητική προχειρότητα μαζεμένη.

Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος διαθέτει τουλάχιστον τρία επίπεδα. Το πρώτο αναφέρεται στο δανειολήπτη που ενώ γνωρίζει ότι δε θα μπορέσει να αποπληρώσει το δάνειο, το παίρνει. Το δεύτερο αφορά στην εμπορική τράπεζα που από τη μια γνωρίζει ότι ο δανειολήπτης δε θα μπορέσει να αποπληρώσει το δάνειο και παρ’ όλ’ αυτά το δίνει ενώ δε διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του δανειολήπτη. Και το τρίτο αφορά και πάλι τις εμπορικές τράπεζες που πακετάρουν το φέσι του δανειολήπτη σε μορφή προνομιακού ομολόγου και το πλασάρουν στην αγορά. Ο συνδυασμός αυτών των τριών επιπέδων συνιστά τη μεγάλη απάτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από την πρόσφατη κρίση. Ασφαλώς, υπάρχουν και επιμέρους, αλλά εξίσου σημαντικές απάτες, όπως η ίδια η ύπαρξη των τραπεζών, δηλαδή το μεγάλο χάσμα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων δανεισμού που συνιστά πραγματική ληστρική επιδρομή[1], όπως και τόσες άλλες αντίστοιχες απάτες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του. Αν αποφασίσουμε να αφαιρέσουμε τις απάτες αυτές από το σύστημα, όπως θα ήθελε ένας φιλελεύθερος, κοροϊδεύοντας εμάς ή τον εαυτό του, απλούστατα δε θα έμενε τίποτα από το τραπεζικό σύστημα.

Ο καταναλωτισμός

Γιατί ο δανειολήπτης παίρνει ένα δάνειο που δε μπορεί να αποπληρώσει; Γιατί θέλει να καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα κερδίζει; Δε λέμε απ’ όσα παράγει γιατί, όπως είναι γνωστό υπάρχει η υπεραξία που το αφεντικό κλέβει από τον εργαζόμενο, το γεγονός ότι τον εκμεταλλεύεται. Eίναι γνωστή η κατά τις τελευταίες δεκαετίες μετατόπιση του καπιταλισμού προς τις υπηρεσίες αντί της παραγωγής υλικών αγαθών καθώς και η δυσκολία καθορισμού της αξίας, της παραγωγικότητας της εργασίας, της υπεραξίας κ.λπ. που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές. Αν αυτό ήταν ήδη εξαιρετικά δύσκολο στον παραδοσιακό καπιταλισμό του Κεφαλαίου του Μαρξ, σήμερα είναι αδύνατο. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εκμετάλλευση δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικό (καθορισμός της δήθεν «αντικειμενικής» αξίας της εργασίας και σύγκρισή της με τον μισθό που προσφέρει ο καπιταλιστής[2]), αλλά πρόβλημα ουσιωδώς πολιτικό : έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο έλεγχος της παραγωγής βρίσκεται στα χέρια, όχι των ίδιων των εργαζομένων, αλλά των διάφορων διευθυντικών γραφειοκρατιών, οι οποίες αποφασίζουν από τα πάνω κι ερήμην των ίδιων των εργαζομένων για την αξία της εργασίας τους. Υποθέτουμε, εν πάση περιπτώσει, ότι ένας βασικός, ίσως ο βασικότερος λόγος που παίρνει κάποιος δάνειο είναι για να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες (πρβλ. εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, καταναλωτικά δάνεια). Με άλλα λόγια για να μπορέσει να καλύψει διά του καταναλωτισμού το κενό νοήματος που του προκαλεί η μεταμοντέρνα κοινωνία, το ολοκληρωτικό δηλαδή άδειασμα της ζωής του από κάθε περιεχόμενο, από κάθε τι που θα μπορούσε να του επιτρέψει να δοθεί ή να αφιερωθεί με πάθος[3]. Ασφαλώς, όπως είναι γνωστό το κενό αυτό δεν καλύπτεται απλά από τον καταναλωτισμό, μιας και αυτός αδυνατεί εκ των πραγμάτων, εκ της ουσίας του και του ανύπαρκτου φαντασιακού του βάθους ως σημασία, να απαντήσει στα βαθιά υπαρξιακά προβλήματα που θέτει το ζήτημα του νοήματος που μια κοινωνία δίνει στα μέλη της για να μπορέσουν αυτά να μετουσιώσουν τις ματαιωμένες επιθυμίες τους. Η ψευδαίσθηση ότι ο καταναλωτισμός μπορεί να προσφέρει κάτι σε αυτή την κατάσταση φτάνει στα όριά της με τη διαπίστωση ότι αυτό που μπορεί να προσφέρει η κατανάλωση και η χρονοβόρα ενασχόληση με την απόκτηση των χρημάτων που αυτή απαιτεί, είναι η απλή αποστροφή του βλέμματος από το πρόβλημα του κενού νοήματος, δηλαδή του γεγονότος ότι η ζωή των ατόμων έχει χάσει κάθε σχεδόν νόημα, πράγμα που συνιστά το πιο περίπλοκο και δυσεπίλυτο ζητήμα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Στη περίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης μιλάμε κατεξοχήν για δάνεια που ανταποκρίνονταν σε καταναλωτικές ανάγκες. Διότι ακόμα και τα δάνεια που δόθηκαν στα φτωχότερα στρώματα ήταν έτσι οργανωμένα ώστε, και στην περίπτωση ακόμα που ο δανειολήπτης στόχευε απλώς στην έξοδο από μια κατάσταση σχετικής ανέχειας, εν τέλει τον εισήγαγαν στη λογική της προσπάθειας ανόδου στην ιεραρχία του καταναλωτικού στάτους. Πράγμα που φαίνεται κι απ’ το είδος των κατοικιών που κατασχέθηκαν. Συνεπώς, μια βασική συνιστώσα του προβλήματος είναι ο καταναλωτισμός, το γεγονός ότι, αφενός, ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει τον τύπο εκείνο του ανθρώπου που ζει για να καταναλώνει, χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες και, αφετέρου, ότι η προσφορά της αφειδούς κατανάλωσης είναι το μόνο στο οποίο μπορεί να στηριχτεί το σύστημα, αφού έχει καταστρέψει τις αξίες και τις κοινωνικές παραστάσεις, οδηγώντας στη γενικευμένη ασημαντότητα.

Το γεγονός δείχνει μια σημαντική ανευθυνότητα των ανθρώπων απέναντι στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους, ακόμα κι αν αυτές καθορίζονται από το ληστρικό τρόπο με τον οποίο τους συμπεριφέρονται οι τράπεζες. Γιατί κανένας απ’ αυτούς δε μιλάει για την ανάγκη περιορισμού του ποσοστού κέρδους των τραπεζών, ούτε καν ψηφίζει τα κόμματα που υποστηρίζουν τέτοιες παρεμβατικές πολιτικές. Οι άνθρωποι είναι ανεύθυνοι απέναντι στα πάντα. Ακόμα και απέναντι σ’ αυτό που τους βασανίζει καθημερινά, τη δόση του δανείου. Είναι γνωστή η ανάλυση του Ντάνιελ Μπελ, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία της πίστωσης απ’ τον καπιταλισμό προώθησε σε ουσιώδη βαθμό την ηδονοθηρία και την έλλειψη υπευθυνότητας που χαρακτηρίζουν τις σημερινές επιτρεπτικές κοινωνίες. Λογικό: όταν ο άλλος δε βλέπει άμεσα, χειροπιαστά, το χρήμα που ξοδεύει, το σκορπάει δίχως πολλή σκέψη. Ο Μπελ βέβαια τα έγραφε αυτά πριν από 30 χρόνια –ας αναλογιστούμε τι συμβαίνει σήμερα με τις αγορές μέσω διαδικτύου (όπου αρκεί ένα ανώδυνο κλικ για να χρεώσουμε στην πιστωτική μας υπέρογκα ποσά) και με τα καταναλωτικά δάνεια, το άκρον άωτον δηλαδή της ανευθυνότητας: σου δίνουμε χρήμα για να καλύψεις, ανώδυνα, τα αποτελέσματα της προηγούμενης ανευθυνότητάς σου[4]. Μέσα στο πνεύμα αυτό, σαν απολύτως μαγνητισμένη από την αποχαυνωτική γοητεία της διαφήμισης, δηλαδή της οπτικοποίησης του καπιταλισμού, σπεύδουν να πάρουν τα δάνεια τους και κατόπιν δουλεύουν σαν είλωτες για να τα ξεπληρώσουν. Γιατί τα χρέη στις τράπεζες συνιστούν ένα σύγχρονο είδος δουλοπαροικίας. Και στο τέλος δεν αισθάνονται ούτε είναι ικανοί να ανταποκριθούν είτε στη δόση του δανείου είτε σε έναν υποτιθέμενο πολιτικό και κοινωνικό αγώνα που απαιτείται για να μη γίνονται οι ίδιοι είλωτες των τραπεζών. Πού πήγε η ορθολογικότητα του homo œconomicus κύριε οικονομολόγε;

Η πλασματικότητα, οι (αυτ)απάτες και η διαφθορά ως δομικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης φάσης του καπιταλισμού

Παλαιά, ακροατή μου, οι ελβετόψυχοι
χαρτογιακάδες είχανε κάποια στοιχειώδη τσίπα,
κάποια στοιχειώδη τσίπα.
Μετά την ανακάλυψη του μικροτσίπ όμως
συρρικνώθηκαν οι όποιες ηθικές τους αναστολές.

Τζ. Πανούσης


Ας περάσουμε στο δεύτερο και στο τρίτο στάδιο της κρίσης, στη διπλή απάτη των τραπεζών που απόλυτα αποχαλινωμένες από το άνευ όρων κυνήγι του κέρδους και την απληστία τους, δανείζουν σε μεγάλη ευκολία ελπίζοντας ότι θα δώσουν στον ίδιο δανειολήπτη και δεύτερο δάνειο που θα ξεπληρώσει το πρώτο και τρίτο που θα ξεπληρώσει το δεύτερο κ.λπ. Και θεωρούν ότι η μπλόφα θα συνεχίζεται επ’ άπειρον μιας και το ταμείο δε θα ξεμείνει ποτέ. Αλλά και όταν ξεμείνει μεταβιβάζουν τα φέσια, τιτλοποιημένα στους «μεγάλους αδελφούς» του καπιταλιστικού συστήματος, τις μεγάλες τράπεζες, λες και δεν ξέρουν ότι η απάτη αυτή μπορεί να οδηγήσει το σύστημα σε κατάρρευση. Δεν πρόκειται απλά για έναν «ανορθολογισμό» του καπιταλισμού, πρόκειται για το δομικό χρακτηριστικό ενός συστήματος που λειτουργεί πέρα από κάθε υποτιθέμενη ορθολογικότητα, ειδικά στη σημερινή, νεοφιλελεύθερη απορρύθμισή του. Όπως έχει πει ο Καστοριάδης, η οικονομία λειτουργεί πλέον ως καζίνο. Η βασική αρχή δεν είναι η «ανάπτυξη» ή η «πρόοδος» (αφού έχουν καταρρεύσει κι αυτές, ως ιδεολογίες, αν και όχι ως πρακτικές, μέσα στα πλαίσια της γενικής αποσύνθεσης των σημερινών καθεστώτων), αλλά το πώς θ’ αρπάξουμε πιο πολλά. Χωρίς κανένα κανόνα. Με κάθε κόστος, ακόμα και μ’ αυτό της κατάρρευσης του συστήματος που μας εκτρέφει, δηλαδή του ίδιου του καπιταλισμού[5]. Το χρήμα είναι η υπέρτατη «αξία» της κοινωνίας χωρίς αξίες. Οι τύποι του «αυτοδημιούργητου», εργατικού πουριτανού αλά Φραγκλίνος όπως επίσης και του βεμπεριανού ή σουμπετεριανού «δημιουργικού» επιχειρηματία είναι παρελθόν. Ζούμε στην εποχή του επιχειρηματία γκάνγκστερ (χαρακτηριστικό το παράδειγμα της σημερινής Ρωσίας) και του μπάνκστερ (bankster). Αλλά ζούμε και στην εποχή του ανθρώπου μικρο-γκάνγκστερ, όπου ο αμοραλισμός αποτελεί τον κανόνα. Ποιόν ενδιαφέρει στ’ αλήθεια το οικολογικό κραχ που θα συμβεί σε 20 μόλις χρόνια; Κανέναν. Εκτός βέβαια απ’ τους μεγαλο-«οικολόγους» τύπου Αλ Γκορ και Αλ Αφούζου (ιδιοκτήτη του Σκάι και της Καθημερινής, ο οποίος έχει κατηγορηθεί επανηλειμμένως, στο παρελθόν, για το ότι αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την εντολή της Ε.Ε. για ενίσχυση των μονοπύθμενων πλοίων και τη μετατροπή τους σε διπλοπύθμενα, με σκοπό την κατά το δυνατό μεγαλύτερη πρόληψη των ατυχημάτων που οδηγούν στην ανάπτυξη πετρελαιοκηλίδων). Ποιόν ενδιαφέρει στ’ αλήθεια αν η οικονομική ευμάρεια, η ανάπτυξη και η απληστία της Δύσης, αλλά όχι μόνο (ας μην ξεχνάμε και την Κίνα, την Ινδία ή την Ιαπωνία), βασίζεται στην κατασπατάληση των ενεργειακών πόρων του πλανήτη, στην απόλυτη εκμετάλλευση του «ανθρώπινου δυναμικού» του τρίτου κόσμου, στην καταστροφή του περιβάλλοντος; Κανέναν. Γιατί κανένας δεν παραδέχεται ότι αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τα προβλήματα αυτά, οφείλουμε να αλλάξουμε την ίδια τη μορφή του κόσμου και τον ίδιο τον ανθρωπολογικό τύπο που έχουμε δημιουργήσει εδώ και 3-4 αιώνες. Ποιός είναι διατεθειμένος να το κάνει αυτό; Ποιός έχει σοβαρότητα και υπευθυνότητα αντίστοιχη με την κρισιμότητα του ζητήματος; Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι;

Από τον τύπο του κράτους νυχτοφύλακα έχουμε περάσει στον τύπο του κράτους μπέιμπι σίτερ. Γιατί αρχικά η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας έσπευσε να ρίξει στην αγορά άφθονο χρήμα μέσω άμεσων δανειοδοτήσεων ακόμα και σε μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τους οποίους αδυνατεί να ελέγξει, και οι οποίοι δεν είναι καθόλου απίθανο να αρχίσουν τα ίδια ή αντίστοιχα παιχνίδια, αφού είναι βέβαιο ότι με τέτοιους τρόπους θα εξασφαλίσουν εύκολο χρήμα. Και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις των κρατών της Δύσης έσπευσαν να κοινωνικοποιήσουν τα χρέη των τραπεζών, πράγμα που είχαν ξεχάσει εδώ και δεκαετίες να κάνουν για τα κέρδη τους. Το κράτος δηλαδή, την κεϊνσιανή παρεμβατικότητα[6] του οποίου αναπόλησαν πολλοί τελευταία, έδωσε στα κακομαθημένα παιδιά (τραπεζίτες, μεγαλοστελέχη, golden boys, δανειοδότες αλλά και, κατ’ επέκταση, δανειολήπτες) καινούργια παιχνίδια για να παίζουν, αφού αυτοί κατέστρεψαν τα προηγούμενα.

Το οικονομικό σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί μια γιγαντιαία φούσκα η οποία ξεφουσκώνει κάθε τόσο μέσω των περιοδικών κρίσεων, αλλά δε σκάει. Πρόκειται να σκάσει σύντομα και εκ των πραγμάτων, όταν θα αρχίσουν να εμφανίζονται στην καθημερινότητα οι επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης. Το σύστημα αυτό βασίζεται σε μια σειρά από απάτες και στρεβλωμένες πραγματικότητες, όπως οι κίβδηλοι «ρυθμοί ανάπτυξης», οι πληθωρισμοί και τα ΑΕΠ[7]. Πάνω σε τέτοια θεμέλια οικοδομούνται εθνικές οικονομίες και διεθνείς επενδύσεις. Οπότε, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν τα περιοδικά κραχ, ακόμα κι αν λαμβάνουν την έκταση του σημερινού. Πρέπει μάλιστα να μάθουμε να ζούμε σε ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας αντίθετο από κείνο της «πραγματικής», προς το οποίο μας εκπαιδεύει η παρακολούθηση του δελτίου ειδήσεων που επιμένει ότι ο πληθωρισμός είναι στο 4,5% μετά τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Η εικονική αυτή πραγματικότητα δεν είναι παρά η συνολική άποψη της υπερτροφίας της οικονομίας (ως βασικού κινήτρου και μοναδικής ανθρώπινης δραστηριότητας). Επειδή ζούμε σε μία οικονομιστική κοινωνία, όπου η οικονομική (παραγωγή και κατανάλωση) θεωρείται η βασική αν όχι η μοναδική δραστηριότητα του ανθρώπου, η οικονομία γίνεται το κέντρο του σύμπαντος. Και όταν το κέντρο του σύμπαντος είναι πλασματικό, η πλασματικότητα επεκτείνεται απειλητικά, όπως η έρημος για την οποία μιλάει η Νίτσε.

Από την εποχή που ο καπιταλισμός μετατόπισε το κέντρο βάρους στις υπηρεσίες και ιδιαιτέρως από την εποχή που το χρήμα πουλιέται και αγοράζεται σε καζινοποιημένα διεθνή χρηματιστήρια, η οικονομία έχασε ένα μεγάλο μέρος του πραγματικού της χαρακτήρα και μετουσιώθηκε σε παίγνιο στο οποίο το μόνο που μετρά είναι να ξέρεις να μπλοφάρεις, να καιροσκοπείς και να αισχροκερδείς, σ’ ένα περίεργο είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού, όπου τα πραγματικά ρίσκα διαγράφονται μέσω της μετακύλισής τους σε οικονομικά προϊόντα-«τέρατα» σαν τα πιστωτικά παράγωγα[8]. Σε αυτό συνέβαλε και η μετακύληση του οικονομικού ενδιαφέροντος από τα υλικά προϊόντα στις υπηρεσίες, μια δεδομένη δηλαδή απο-υλικοποίηση της οικονομίας που έχει λάβει χώρα εδώ και μερικές δεκαετίες. Συναρτώνται επίσης αυτής της πλασματικοποίησης οι δυνατότητες εύκολης και «επιτρεπτικής» πίστωσης για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω ή το «πλαστικό» χρήμα[9]. Η πλασματική πλευρά της οικονομίας έχει υπερισχύσει της πραγματικής οικονομίας. Για παράδειγμα μία «υγιής», εισηγμένη στο χρηματιστήριο επιχείρηση υπόκειται απολύτως στους ψυχολογικούς όρους με τους οποίους το τελευταίο λειτουργεί και μπορεί παρότι «υγιής» να καταρρεύσει μέσα σε μία μόλις στιγμή, αν οι γενικοί δείκτες κάνουν την απαιτούμενη βουτιά. Αυτό θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και διαφορά της λογιστικής από τη χρηματιστηριακή αξία μιας επιχείρησης. Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε κι αυτό που ορισμένοι οικονομολόγοι αποκαλούν «δικτατορία των μετόχων» ή «θεμελιώδη κρίση της σχέσης των μετόχων με τους μάνατζερ»: το γεγονός δηλαδή ότι οι εταιρίες αντικαθιστούν όλο και περισσότερο τη λήψη δανείων απ’ τις τράπεζες, ως μορφή χρηματοδότησης, από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο και την έκδοση μετοχών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, πολύ συχνά, οι μεγαλοεπενδυτές (και κυρίως οι επενδυτικοί οργανισμοί) να παρεμβαίνουν και να παραγκωνίζουν τα Δ.Σ. των εταιριών στων οποίων τις μετοχές έχουν επενδύσει, όταν οι πολιτικές των τελευταίων δεν ανταποκρίνονται στα συμφέροντά τους.

Για να συλλάβουμε το επίπεδο της πλασματικότητας, ας αναλογισούμε μονάχα τι μπορεί να σημαίνει να πουλάς χρήμα ή –ακόμα χειρότερα- να πουλάς την προσδοκία ή το ρίσκο να εισπράξεις ή να μην εισπράξεις χρήμα. Και ας αναλογιστούμε μια οικονομία βασισμένη σε τέτοιου είδους «ιδεατότητες». Αυτό που αποδεικνύεται από σκάνδαλα που βγαίνουν στη επιφάνεια κάθε τόσο -π.χ. Siemens- είναι η πλήρης κυριάρχηση του οικονομιστικού φαντασιακού και η αδυναμία του ίδιου του καπιταλισμού να αυτοαναπαραχθεί, αναπαράγοντας εκείνο τον τύπο ανθρώπου και τους αντίστοιχους θεσμούς που θα κάνουν δυνατή τη διατήρηση του συστήματος, βάζοντας φρένο στις εγγενείς –όπως φαίνεται- αυτοκαταβροχθιστικές τάσεις που εκδηλώνονται ως απεριόριστο και χωρίς κανένα όρο κυνήγι του κέρδους. Το σύστημα δείχνει, για παράδειγμα, ανίκανο να δημιουργήσει το συνεπή εκείνο υπάλληλο που θα επανδρώσει το θεσμό ο οποίος θα διασφαλίσει τα θεμιτά όρια του ανταγωνισμού, ώστε ο τελευταίος να λειτουργήσει προς το συμφέρον της υγιούς[10] επιχειρηματικότητας και του καταναλωτή. Φαίνεται ανίκανο να αναπαράγει το ήθος της παραδοσιακής τραπεζικής που ακολουθούσε «συντηρητική» πολιτική και δεν αφηνόταν στα επικίνδυνα παιχνίδια με τα παράγωγα. Ή φαίνεται επίσης ανίκανο να δημιουργήσει τον συνεπή τύπο του υπαλλήλου ή του δικαστή που θα καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Αυτά δεν είναι τυχαία περιστατικά, αδυναμίες συγκεκριμένων προσώπων, αλλά δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Οι «στρεβλώσεις της αγοράς» δεν είναι πρόσκαιρα ή τυχαία γεγονότα αλλά αναπτύξεις της ίδιας της λογικής του συστήματος, σάρκα από τη σάρκα του. Έτσι είναι απολύτως αβέβαιο ότι ένα σύστημα που βασίζεται στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπου κάθε ρυθμιστική αξία έχει χαθεί και όπου η αρπακτικότητα και ο αμοραλισμός είναι οι μοναδικοί κοινοί τόποι, δε θα φτάσει σύντομα στα όριά του. Φυσικά το κράτος μπέιμπι σίτερ εγγυάται προς το παρόν τη συνέχιση αυτής της κατάστασης. Απολύτως σύμφωνη με το οικονομιστικό φαντασιακό, που θεωρεί ότι η οικονομία είναι το θεμέλιο όλων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, και η «πολιτική» εμφανίζεται απόλυτα υποταγμένη στο χρήμα. Ή οι πολιτικοί είναι αυτοί που εισπράττουν τις βαλίτσες της Siemens. Ο πολιτικός που χρηματίζεται ή που δημιουργεί offshore εταιρείες είναι ο τύπος πολιτικού που αντιστοιχεί σε αυτό το σύστημα. Γι’ αυτό γράφεται κανείς στη ΔΑΠ, γι’ αυτό γίνεται βουλευτής, για να αποκομίσει προσωπικά οφέλη, για να γίνει πλούσιος. Αυτή είναι η σημερινή κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική. Και οι παντός είδους Ανδριανόπουλοι που βλέπουν το κράτος ως παράγοντα που απειλεί την «ελεύθερη» (χα) αγορά και τους μεταφυσικούς όρους που τη συνέχουν, που ονειρεύονται «ανόθευτους ανταγωνισμούς» είναι βαθιά νυχτωμένοι, οφθαλμοφανώς πια αμήχανοι και βυθισμένοι σε μία ιδεοληψία σχεδόν απόλυτα αποκομμένη από την πραγματικότητα του σύγχρονου ξεσαλωμένου καπιταλισμού[11].

Ποιά είναι οι λύση; Ας γίνουμε λίγο κουραστικοί: Η λύση είναι η αναγέννηση εκείνου του τύπου ανθρώπου που μπορεί να στοχάζεται αυτό που κάνει, να φαντάζεται και να επιθυμεί ένα διαφορετικό κόσμο και να αγωνίζεται γι’ αυτόν. Η λύση είναι η αναζωπύρωση της επιθυμίας να ζούμε σαν άνθρωποι και όχι σαν δουλοπάροικοι, σαν τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ, σαν καταναλωτικά ζόμπι. Η λύση είναι να ενεργοποιηθούμε για να περιορίσουμε το τεράστιο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, την εκμετάλλευση και την κατασπατάληση των πόρων του Τρίτου Κόσμου και τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Η λύση είναι να αναγνωρίσουμε ότι ο πλανήτης καταστρέφεται μέρα με τη μέρα και δεν υπάχουν περιθώρια αναβολής μιας ουσιαστικής ενεργοποίησής μας προς την αλλαγή του εαυτού μας και του κόσμου· προς το σταμάτημα της οικονομικής μεγέθυνσης και την ανάσχεση της ανάπτυξης. Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας. Εμείς και κανένας άλλος.



____________________________
[1] Η έκταση αυτής της τραπεζικής απάτης, δηλαδή το γεγονός ότι οι τράπεζες πουλάνε πολύ ακριβά το χρήμα που αγοράζουν πολύ φθηνά, φαίνεται να σώζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καθώς εμφανίζεται ανεπηρέαστο από τα τοξικά ομόλογα που κυκλοφορούν με ελάχιστες εξαιρέσεις. Τα τεράστα υπερκέρδη των τραπεζών που απομυζούν υπέρ του δέοντος τους καταθέτες και τους δανειολήπτες έκαναν προφανώς την επένδυση σε ομόλογα υψηλού ρίσκου και υψηλού κέρδους αχρείαστη. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πατάει γερά στα πόδια του, δηλαδή στον τράχηλο των πελατών του. Κάτι ήξεραν φαίνεται οι κυβερνήσεις που δεν επενέβαιναν για να περιορίσουν την αισχροκέρδεια των τραπεζιτών και που σιγοντάριζαν το ξεσάλωμά τους. Εδώ τα κορόιδα πληρώνουν αδιαμαρτύρητα και το κόστος της οικονομικής κρίσης το έχουν πληρώσει προ πολλού, ασχέτως αν χρειστεί σε λίγο να το ξαναπληρώσουν.

[2] Καθώς η εργασία δεν είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα υπόλοιπα. Η αξία της, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι και στις περιπτώσεις των υπόλοιπων εμπορευμάτων θα μπορούσε να οριστεί αντικειμενικά, είναι κάθε φορά καθορισμένη απ’ το επίπεδο των κοινωνικών αγώνων και των διεκδικήσεων των εργαζομένων.

[3] Υπό αυτή την έννοια είναι χρήσιμο να τονίζουμε ότι ο γενικευμένος δανεισμός στον οποίο στηρίζει τα τελευταία χρόνια η αμερικανική οικονομία την ανάπτυξή της δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τις διάφορες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες αυτοί που δανείζονται είναι μόνο τα φτωχότερα στρώματα. Τα φτωχότερα στρώματα απλώς πήραν τα πιο επισφαλή δάνεια (τα περίφημα subprimes). Κατά τα άλλα ο δανεισμός κι η υπερχρέωση είναι γενικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει το σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας και βρίσκεται στη βάση της εσωτερικής κατανάλωσης των ΗΠΑ, η οποία αντιπροσωπεύει τα 2/3 του ΑΕΠ τους.

[4] Για να μη μιλήσουμε για το περίφημο σύστημα mortgage equity withdrawal, το δανεισμό που βασίζεται στην υπεραξία των ακινήτων: παίρνεις ενυπόθηκο δάνειο και καθ’ όλη την περίοδο που η αξία του σπιτιού σου αυξάνεται (φανταστείτε τι έγινε κατά την περίοδο της φούσκας των ακινήτων, οπότε οι τιμές είχαν απογειωθεί!), η τράπεζα ή η εταιρία υποθηκών που σου έχει δώσει το δάνειο, σου αυξάνει αυτόματα και δίχως κόστος το ποσό του αρχικού δανείου.

[5] Μ’ αυτό δε θέλουμε, φυσικά, να πούμε ότι η κερδοσκοπία κι η λογική του τζόγου είναι φαινόμενα μόνο της σημερινής περιόδου. Αμφότερα είναι εγγενή στην καπιταλιστική νοοτροπία. Η μόνη διαφορά είναι ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια παρατηρείται μια υποχώρηση του παραδοσιακού, επιχειρηματικού καπιταλιστικού φαντασιακού, στα πλαίσια της γενικότερης αποσύνθεσης της δυτικής παράδοσης και της μετατόπισης της οικονομίας προς τον χρηματοπιστωτικό κλάδο (ο οποίος ανέκαθεν χαρακτηριζόταν περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας απ’ τη λογική του τζόγου). Ως αποτέλεσμα υποχωρούν τα στοιχεία «ορθολογικότητας», διαφάνειας και, στοιχειώδους έστω, εντιμότητας που συναποτελούσαν, μεταξύ άλλων, παλαιότερα το καπιταλιστικό πνεύμα (και τα οποία έχει αναλύσει ο Μαξ Βέμπερ, επί παραδείγματι), χάριν των καθαρά κερδοσκοπικών και αρπακτικών του πτυχών. Γι’ αυτό μπορούμε να δούμε ένα συγγραφέα δεδηλωμένο οπαδό του καπιταλισμού να γράφει (σε σχετικό εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο) ότι «… είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί το θέμα της επιχειρηματικής ηθικής. Η εποχή που αυτή θεωρούνταν ως κάτι το αυτονόητο παρήλθε οριστικά» (Cl. Jessua, Ο καπιταλισμός, μτφρ. Γ. Σιδέρης, Αθήνα, Το Βήμα-γνώση, συλλ. «Τι γνωρίζω;», 2007, σ. 81).

[6] Αν και οφείλουμε να πούμε ότι δεν πρόκειται για κεϊνσιανισμό, στο βαθμό που η κρατική παρέμβαση δεν αναζωογονεί την πραγματική οικονομία, δεν κάνει δημόσιες δαπάνες που θα ενισχύσουν το ρυθμό ανάπτυξης, αλλά απλά εξισορροπεί στο μέτρο του δυνατού την κατάσταση στην πλασματική οικονομία, εν προκειμένω στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Βέβαια, επειδή η πραγματική οικονομία εξαρτάται απόλυτα από την πλασματική, οι κρατικές παρεμβάσεις θα έχουν επίπτωση και στην πρώτη.

[7] Ο Σερζ Λατούς στο βιβλίο του Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης αποδεικνύει τον κίβδηλο χαρακτήρα αυτού που ονομάζεται Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν πάνω στο οποίο βασίζεται ολόκληρη η οικονομική ανάλυση. Με την θέση του αυτή μας υπενθυμίζει τα όρια της ποσοτικοποίησης, την ξεχασμένη αλλά αναντίρρητη αλήθεια ότι δεν είναι τα πάντα μετρήσιμα.

[8] Παραθέτουμε εδώ κομμάτι ενός άρθρου που δείχνει το εύρος του ανορθολογισμού της σημερινής πλασματικής οικονομίας: «Η παρούσα κρίση των χρηματαγορών έχει μερικές κοινές πλευρές με την εξέλιξη δηλαδή ορισμένων κατευθύνσεων των μαθηματικών του 19ου αιώνα, όταν μαθηματικοί σαν τον Πεανό ή τον Καντόρ παρήγαγαν “τερατώδη” μαθηματικά αντικείμενα σαν την καμπύλη πλήρωσης απείρου χώρου ή σαν την ιδέα τις μη ύπαρξης του συνόλου όλων των συνόλων, τα οποία έκαναν τους επιστήμονες να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα μαθηματικά. Περίπλοκα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, σαν τα εξασφαλισμένα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου ή τα πιστωτικά παράγωγα, είναι τα σημερινά “τέρατα”. Όπως ακριβώς μερικοί επιστήμονες αμφέβαλλαν, τότε, για τα ίδια τα θεμέλια των κλάδων τους, έτσι μερικοί τραπεζίτες έχουν χάσει σήμερα την πίστη τους στους συναδέλφους τους και ακόμα περισσότερο στις αγορές. Όπως ακριβώς οι μαθηματικοί ζητούσαν τη “διασάφηση”, έτσι και οι policy makers και οι επενδυτές ζητούν τη “διαφάνεια”… Οι χρηματαγορές απορυθμίστηκαν ολοκληρωτικά, ακολουθώντας το “big bang” της Μ. Θάτσερ. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια ποικιλία νέων οικονομικών θεωριών και προϊόντων, μεταξύ των οποίων (απ’ τα πιο πρόσφατα) πράγματα σαν τα πιστωτικά παράγωγα ή τους εγγυημένους από περιουσιακά στοιχεία τίτλους… η ίδια η πολύπλοκη φύση των νέων αυτών προϊόντων δημιούργησε ένα πλατύ γνωστικό χάσμα ανάμεσα στους παραγωγούς και τους αγοραστές. Πάρα πολλοί διευθυντές αγόρασαν προϊόντα τα οποία δεν κατανοούσαν απόλυτα, ενώ πάρα πολλοί πωλητές δεν ήταν ικανοί να μεταφράσουν σε λέξεις τους κινδύνους που ήταν κρυμμένοι σε σκοτεινές οικονομικές εξισώσεις» (E. Chaney “Monsters in the Closet”, Newsweek, 22.10.2007).

[9] Λέγοντας ότι κάτι είναι «πλαστικό» εννούμε ήδη ότι δεν είναι αρκετά ανθεκτικό, ότι είναι ελαφρύ, ότι είναι ψεύτικο. Στον κόσμο της πλασματικής οικονομίας ακόνα και τα υλικά αντικείμενα χάνουν τη βαρύτητά τους. Πρόκειται για έναν πλαστικό κόσμο (πλαστικό χρήμα, πλαστικό φαγητό, πλαστική χειρουργική κ.λπ.), έναν κόσμο αντικειμένων μιας χρήσης που η αντοχή του στο χρόνο είναι ανάλογη της αντοχή των μουσικών hits στην κορυφή των charts. Το πλαστικό είναι το υλικό που αντιστοιχεί σε μία πλασματική οικονομία και το εφήμερο είναι η μορφή εκείνη της ελαφρότητας, της ταχύτητας και της λήθης που υποκαθιστά τον ίδιο το χρόνο.

[10] Το κριτήριο αυτής της «υγείας» δεν είναι η οικονομική ισότητα και δημοκρατικότητα –καθώς μέσα στον καπιταλισμό δε νοείται ούτε οικονομική ισότητα ούτε καμία κυριαρχία των καταναλωτών (ως οικονομικών υποκειμένων), αλλά η λειτουργικότητα του συστήματος, το «ποσοστό» δηλαδή κερδοσκοπίας, αδιαφάνειας και διαφθοράς πέραν του οποίου ο καπιταλισμός δυσκολεύεται να λειτουργήσει.

[11] Αλλά και του καπιταλισμού γενικώς, καθώς «εκεί όπου υπάρχει καπιταλισμός δεν υπάρχει αγορά· κι εκεί όπου υπάρχει αγορά, δε μπορεί να υπάρχει καπιταλισμός. Υπάρχει μόνο μια ολιγοπωλιακή ψευδο-αγορά, περισσότερο από “ατελής”, η οποία είναι ανορθολογική» (Κ. Καστοριάδης, «Quelle démocratie?» [«Ποια δημοκρατία;»], Figures du pensable, Παρίσι, Seuil, 1999, σ. 167).