Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Μία ιστορία τεχνολογίας από τη Χιλή του Αλιέντε

 

της Δώρας Κοτσακά

 


Τον Σεπτέμβριο έκλεισαν 50 χρόνια από το πραξικόπημα στη Χιλή και μια ματιά στον διεθνή Τύπο φανερώνει ότι η επέτειος λειτούργησε από αναστοχαστικά και με συγκινησιακή φόρτιση για τους περισσότερους έως αναθεωρητικά για την πλευρά που ακόμα στοιχειώνει το φάντασμα του Αλιέντε. Η πολιτική κληρονομιά του είναι πολύπλευρη και στο παρόν κείμενο μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε μία ενδιαφέρουσα -σαν από φουτουριστική χρονοκάψουλα προερχόμενη- ιστορία. Ο Πρόεδρος της Χιλής έπεσε υπερασπιζόμενος τη δημοκρατία μισό αιώνα πριν, ωστόσο μια ματιά στα πεπραγμένα τής σύντομης κυβέρνησής του μπορεί σήμερα να προσφέρει και σε ζητήματα που σχετίζονται με την ψηφιακή μετάβαση.
 
Το σημερινό μοντέλο τού Διαδικτύου έχει τα θεμέλιά του στο US Defense Department’s Advanced Research Projects Agency Network (ARPANET) και στα τέλη τής δεκαετίας τού ’60. Ένα από τα βασικά κίνητρα για την κατασκευή του υπήρξε η ανάγκη αποκεντρωμένης επικοινωνίας σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου τα κέντρα αποφάσεων και ελέγχου θα αποτελούσαν τους πρώτους στόχους. Παρότι οι Βρετανοί είχαν βγει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την ισχυρότερη τεχνολογία στην Πληροφορική, ήταν τελικά οι ΗΠΑ που δημιούργησαν τη ραχοκοκαλιά τού παγκόσμιου ιστού με δημόσια χρηματοδότηση και χαρακτηριστικά ψυχροπολεμικής αμυντικής βιομηχανίας. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους εργάζονταν από το 1959 πάνω στο OGAS project, μία πρωτόλεια σύλληψη του Διαδικτύου μέσω της προσπάθειας διασύνδεσης των υπολογιστών. Εντός αυτού του διεθνούς περιβάλλοντος εμφανίστηκε η ιδέα του Cybercyn στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70 στη Χιλή. Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς σε αυτή την ιδιαίτερη πολιτική συνθήκη επιστήμονες και πολιτικοί προεικόνισαν τις εφαρμογές τής τεχνολογίας και της επεξεργασίας των δεδομένων, απαλλαγμένοι από τις προεγγραφές του σήμερα.
 
 
 
Το Cybersyn στην υπηρεσία ενός πολιτικού σχεδίου
 
Το Project Cybersyn ήταν ένα τολμηρό τεχνολογικό σχέδιο, συνδεδεμένο με ένα τολμηρό πολιτικό σχέδιο. Η σύνδεση κράτους, εταιρικών διευθυντών και εργατών αποτέλεσε τη βάση ενός νέου τεχνολογικού συστήματος με στόχο τη ρύθμιση της οικονομικής μετάβασης της Χιλής, ώστε να εξυπηρετήσει τη σοσιαλιστική προοπτική με τον τρόπο που την εφάρμοζε η κυβέρνηση του Αλιέντε. Η εθνικοποίηση καίριων βιομηχανιών αποτέλεσε το θεμέλιο του επανασχεδιασμού τής χιλιανής οικονομίας. Μέχρι το τέλος τού 1971 η κυβέρνηση είχε πάρει υπό τον έλεγχό της περισσότερες από 150 επιχειρήσεις, μεταξύ αυτών 12 από τις 20 μεγαλύτερες εταιρείες τής χώρας. Η επόμενη εικόνα ήταν η δημιουργία πλήθους προβλημάτων στη διαχείριση του όγκου των δεδομένων που προέκυπταν, καθώς η κυβέρνηση δεν είχε εμπειρία σε αυτόν τον τομέα.
 
Σε μία προσπάθεια να απαντηθούν οι προκλήσεις που είχαν δημιουργηθεί, το 1971ο νεαρός Χιλιανός μηχανικός Fernando Flores, ο οποίος εργαζόταν για τον Αλιέντε, προσκάλεσε τον Βρετανό Stafford Beer, ειδικό στην επιστήμη τής κυβερνητικής (cybernetician), να συνδράμει την προσπάθεια. Η κυβερνητική αναδύθηκε ως επιστημονικό πεδίο στα μέσα του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της προσπάθειας κατανόησης του ρόλου τής επικοινωνίας στον έλεγχο κοινωνικών, βιολογικών και τεχνικών συστημάτων. Στην πρόσκληση που τού απηύθυνε ο Flores ζητούσε τη συμβολή του σχετικά με την εφαρμογή τής κυβερνητικής στη διαχείριση του εθνικοποιημένου τομέα τής χιλιανής οικονομίας, ο οποίος διευρυνόταν ταχύτατα.
 
Τα δεδομένα συλλέγονταν μέσω ενός δικτύου εκατοντάδων συσκευών τέλεξ (cybernet) και τα επεξεργαζόταν το λογισμικό Cyberstride που είχε εγκατασταθεί σε έναν ογκωδέστατο υπολογιστή IBM 360/50. Το σύστημα που σχεδιάστηκε θα παρείχε σε καθημερινή βάση πρόσβαση στα δεδομένα παραγωγής των εργοστασίων και σε ένα σετ εργαλείων πληροφορικής, τα οποία η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να προβλέψει μελλοντικές εξελίξεις στο πεδίο. Επιπλέον, περιλάμβανε μία φουτουριστική αίθουσα που λειτουργούσε ως κέντρο ελέγχου και θα διευκόλυνε την κυβέρνηση μέσα από επεξεργασία και καλύτερη κατανόηση των δεδομένων.
 
Ο Beer οραματίστηκε ένα σύστημα που θα αύξανε τη συμμετοχή των εργατών στην οικονομία, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε την αυτονομία των διευθυντών των εργοστασίων, ακόμα και στο πλαίσιο της αυξανόμενης κρατικής επιρροής. Η συνεχής και υποβοηθούμενη από την Πληροφορική ανάλυση είχε ως στόχο να επιτρέψει στους διευθυντές να κάνουν τις σωστές παρεμβάσεις τη σωστή στιγμή και στο σωστό επίπεδο του συστήματος παραγωγής. Στο σχέδιο του Beer θα δινόταν στα εργοστάσια κάποιος χρόνος να λύσουν τα ανακύπτοντα προβλήματα. Μόνο αν αποτύγχαναν, θα παρενέβαιναν τα ανώτερα επίπεδα του συστήματος, περιλαμβανομένων και των υπουργείων.
 
Εκτός από το να συλλέγει δεδομένα από τα εθνικοποιημένα εργοστάσια και τις πηγές εφοδιασμού τής χώρας, το Project Cybersyn έδειξε την αξία του και κατά τη διάρκεια των σχεδόν εμφυλιοπολεμικών συνθηκών που επικράτησαν πριν από το πραξικόπημα του 1973. Όταν η CIA πρόσφερε 2 εκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες μεταφορών για να σηκώσουν το χειρόφρενο και να προκαλέσουν οικονομική ασφυξία στη Χιλή, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το Cybersyn για να συντονίσει τον εφοδιασμό τού Σαντιάγκο με είδη πρώτης ανάγκης, έχοντας στη διάθεσή της μόλις 200 φορτηγά. Σύμφωνα με τον Beer, το δίκτυο των συσκευών τέλεξ μετέδιδε δύο χιλιάδες μηνύματα σε καθημερινή βάση κατά τη διάρκεια της απεργίας. Σε μια χώρα που δεχόταν συνεχείς προβοκάτσιες και σαμποτάζ από δυνάμεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, της τοπικής αστικής τάξης και φασιστικών ομάδων, όπως η Patria y Libertad, το Cybersyn βοήθησε τη χιλιανή κυβέρνηση να έχει πρόσβαση στο ταχύτατα μεταβαλλόμενο απεργιακό περιβάλλον και να προσαρμοστεί.
 
Παράλληλα, φαίνεται ότι η επεξεργασία πολιτικής θέσης απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη σημασία τής τεχνολογίας δεν απασχόλησε μόνο τη Χιλή στην ευρύτερη περιοχή τής Λατινικής Αμερικής. Την 1η Αυγούστου τού 1973 στη Λίμα τού Περού έλαβε χώρα μία διπλωματική σύνοδος, της οποίας τις εργασίες πλαισίωσαν διπλωμάτες από τη Βολιβία, τη Χιλή, την Κολομβία, το Εκουαδόρ και το Περού, με αντικείμενο τη δημιουργία μίας δίκαιης τεχνολογικής παγκόσμιας τάξης. Κεντρικό ερώτημα συνιστούσε το αν ένας νέος διεθνής θεσμός -το τεχνολογικό ισοδύναμο του ΔΝΤ- θα μπορούσε να εξασφαλίσει πρόσβαση στα οφέλη τής τεχνολογικής προόδου για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο Χιλιανός υπουργός εξωτερικών δήλωνε τότε ότι «500 πολυεθνικές επιχειρήσεις ελέγχουν το 90% τής παγκόσμιας παραγωγής στον τομέα τής τεχνολογίας».
 
Τα παραπάνω αποτελούν μία ενδιαφέρουσα γωνία θέασης προκειμένου να εκτιμήσουμε την κατάσταση στο σήμερα, στο πλαίσιο του -σχεδόν φυσικοποιημένου στο κυρίαρχο αφήγημα- ολιγοπωλιακού καθεστώτος λειτουργίας των Big Tech. Για τους συμμετέχοντες στη σύνοδο η τεχνολογική κυριαρχία συνιστούσε προϋπόθεση για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και την εθνική τους κυριαρχία. Κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από τις ομιλίες που εκφωνούσε δημόσια ο Αλιέντε όσο και από τις πολιτικές του που στόχο είχαν να περιορίσουν τη μονοκρατορία τής αμερικανικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών ITT Corporation στη χώρα του. Η πολιτική του κληρονομιά περιλαμβάνει και ένα πλαίσιο αντίληψης της τεχνολογίας με όρους γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς.
 
 
Η σημασία του δημοκρατικού ελέγχου
 
Είναι αναγκαία η επανατοποθέτηση των κοινωνιών στον έλεγχο των μηχανικών υπολογιστών και των προγραμματιστών, όταν οι αλγόριθμοι και οι πληροφορίες παίζουν τόσο ζωτικό ρόλο στην καθημερινή όσο και στην πολιτική μας ζωή
 
Η εμπειρία του κορωνοϊού και των εντεινόμενων καταστροφικών φαινομένων που συνοδεύουν την κλιματική κρίση αποκάλυψαν τον μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας των σύγχρονων παγκόσμιων προκλήσεων. Οι ελπίδες επιβίωσης για μία κοινωνία, πέραν των δημόσιων υποδομών, συνδέονται και με τη συλλογή πληροφοριών, στη βάση των οποίων δημιουργούνται αφαιρετικά μοντέλα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι απειλές. Πρόκειται για μια μορφή συλλογικής διάνοιας, που δεν πρέπει να συγχέουμε με τις παρακολουθήσεις και την παραβίαση του προσωπικού απορρήτου των πολιτών.
 
Ο Αλιέντε και οι συνεργάτες του φαίνεται να αναζήτησαν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πενήντα χρόνια πριν. Το Project Cybersyn δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο. Απώτερο στόχο δεν είχε να προσφέρει το μονοπώλιο της γνώσης και της εποπτείας στον ηγέτη, αλλά να επιτρέψει τη λειτουργία αυτόνομων -ωστόσο συντονισμένων- μονάδων παραγωγής, με έλεγχο από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Μας θυμίζει ότι το κράτος παίζει σημαντικό ρόλο στον τεχνικό σχεδιασμό και μπορεί να βοηθήσει στην εφαρμογή καινοτομιών προτεραιοποιώντας το κοινωνικό όφελος και την υποστήριξη περιθωριοποιημένων ομάδων. Μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για νέες κατευθύνσεις στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο τον σχεδιασμό. Έχει τη δυνατότητα να θέσει ψηλά στην ατζέντα όσων ασχολούνται με την τεχνολογία την κοινωνική ωφελιμότητα των αναπτυσσόμενων συστημάτων. Το τελευταίο μπορεί να συνάδει ή να μην συνάδει με κερδοφορία, επιτυχία στην αγορά, αποτελεσματικότητα, τεχνική φινέτσα ή στιλ στον σχεδιασμό τού συστήματος. Η καινοτομία στον τομέα τής Πληροφορικής δεν γεννήθηκε με τις startups τής Silicon Valley και μπορεί να θριαμβεύσει λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους που η εμβέλεια της αγοράς δεν αγγίζει.
 
Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο που οραματίστηκαν στη Χιλή τού Αλιέντε αναδεικνύει τη σημασία όχι μόνο τής ανοικτότητας και της διαφάνειας στον σχεδιασμό τού κώδικα και των τεχνολογιών, αλλά και του δημοκρατικού ελέγχου. Σήμερα οι αλγόριθμοι παράγουν αποτελέσματα με κανονιστικό περιεχόμενο για τη λειτουργία τής κοινωνίας. Αυτό και μόνο αρκεί για να μην τους αντιμετωπίζουμε ως αποκλειστική αρμοδιότητα των μηχανικών και των προγραμματιστών. Ο απολίτικος ντετερμινισμός, που εκθειάζει την καινοτομία αντιμετωπίζοντας την επόμενη εφαρμογή, online υπηρεσία ή smart συσκευή ως τον καλύτερο τρόπο να προχωρήσει η κοινωνία και να απαντηθούν τα προβλήματα, έχει φέρει την ανθρωπότητα σε ένα κρίσιμο όριο. Είναι απαραίτητο να σκεφτούμε δημιουργικά σχετικά με τη νέα δομή των οργανώσεων και της πολιτικής διαδικασίας που μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες τού «ψηφιακού μας κόσμου», όπως και τον τρόπο με τον οποίο οι νέες τεχνολογίες μπορούν να αποτελέσουν μέρος αυτής της προσπάθειας.
 
 
* Η Δώρα Κοτσακά είναι Δρ Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ερευνήτρια
 
 
Πηγή Η Αυγή