Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

11 ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ


του Χρήστου Λάσκου


1 Ένα από τα σημαντικά αίτια της εκτίναξης της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πρόταση για την κυβέρνηση της αριστεράς ως διεξόδου έναντι της συντελούμενης κοινωνικής καταστροφής. Η πρότασή μας για κυβέρνηση της αριστεράς είναι στον αντίποδα μιας ιδέας για κυβέρνηση σωτηρίας, όποιος κι αν είναι ο επιθετικός προσδιορισμός που θα συνοδεύσει τη «σωτηρία». Και ο λόγος είναι σαφής. Στην πρώτη περίπτωση, η πρόταση αξονίζεται γύρω από μια ιδέα πως, ακόμη και για τη «σωτηρία» απαιτούνται ριζικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί και, συνεπώς, το πρόσημο της πολιτικής είναι απολύτως καθοριστικό για την απλή της βιωσιμότητα, ενώ στη δεύτερη αφήνονται υπόνοιες πως η κατάργηση του μνημονίου μπορεί να επιτευχθεί ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του άμεσου προγράμματος.

2 Στην πραγματικότητα, βέβαια, έχουμε το τελευταίο διάστημα κάτι περισσότερο από υπόνοιες. Σε διάφορες περιστάσεις έχει εκφραστεί η άποψη πως η ευρύτητα της πολιτικής συμμαχίας στην οποία προσβλέπουμε, έχει ως μόνο όριο τη δεξιά και ακροδεξιά no good man’s land. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υποστηριχθεί με την προσφυγή σε καμία κομματική απόφαση, οσοδήποτε διασταλτική ερμηνεία και αν δοθεί. Και αυτό γιατί, όπως σαφώς το θέτει η Διακήρυξή μας, «[ο] κεντρικός στόχος που θέτει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι η ανατροπή της κυριαρχίας των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, των δυνάμεων της κοινωνικής καταστροφής, της διαπλοκής, της διαφθοράς και της σήψης, είναι η ανάδειξη μιας κυβέρνησης της συμπαραταγμένης Αριστεράς στηριγμένης σε μια πλατιά συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων».

3 Αναφορικά με την προβληματική της «σωτηρίας», βέβαια, υπάρχει και κάτι σημαντικότερο. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη προβληματική είναι ο σκληρός πυρήνας της μνημονιακής προπαγάνδας. Ξέρουμε πως όσα γίνονται είναι άδικα, ίσως και αναποτελεσματικά, λένε οι μνημονιακοί. Γίνονται, ωστόσο, για τη σωτηρία της χώρας στο μέτρο που ο,τιδήποτε διαφορετικό θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική καταστροφή.

«Σωτηρία» ή αναστροφή πορείας

4 Γι’ αυτό η αριστερή προβληματική θα πρέπει να στοχεύει όχι στην «σωτηρία από την καταστροφή», αλλά στη συγκεκριμένη –εδώ και τώρα- ανακούφιση της κοινωνικής πλειοψηφίας, των κατώτερων τάξεων και των πληττόμενων κατηγοριών του πληθυσμού και, μαζί, στη ριζική αναστροφή της πορείας που έχει προδιαγράψει και υλοποιεί ο ελληνικός και διεθνής καπιταλισμός. Πράγμα που σημαίνει πως η άμεση και ριζική παρέμβαση στη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου είναι προϋπόθεση, ώστε οποιοδήποτε κυβερνητικό εγχείρημα της αριστεράς να αντέξει.

5 Αν είναι έτσι, αν, δηλαδή, υπάρχει ένα πρωταρχικά και ισχυρά κοινωνικό στοιχείο σε οποιαδήποτε αληθοφανή διαθέσιμη πολιτική επιλογή, είναι προφανές, νομίζω, πως η όλη συζήτηση περί «κέντρου» είναι εντελώς έωλη. Πρώτον, γιατί, όπως σωστά το διατύπωσε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας, μετά από τρία χρόνια καταστροφικής ύφεσης και λιτότητας, «κέντρο» στην πράξη δεν υφίσταται πλέον από κοινωνική άποψη. Η κοινωνική πόλωση αντανακλάται στην πολιτική πόλωση σκληρής δεξιάς και ριζοσπαστικής αριστεράς με γνήσιο τρόπο, έστω και αν δεν είναι πάντοτε η συνθήκη αυτή αντιληπτή από το σύνολο των ενεχομένων. Θέλω να πω, μπορεί πολύς κόσμος να αναζητάει στις δημοσκοπήσεις τον χαμένο ενδιάμεσο χώρο, αυτό, ωστόσο, δεν συνιστά παρά νοσταλγία για την «παλιά καλή εποχή» της μικρομεσαίας γαλήνης. Ο ίδιος αυτός κόσμος είναι που επιλέγει δημοσκοπικά τα «άκρα» συλλαμβάνοντας ασυνείδητα το νόημα των καιρών –και τοποθετούμενος σχετικά.

6 Μήπως, όμως, μια ορισμένη έγνοια για το «κέντρο» μπορεί να υποστηριχθεί στη βάση μιας ανάλυσης που δίνει μεγάλο βάρος στη διαχείριση των νοοτροπιών και των συναισθημάτων αν είναι μια πολιτική πρόταση να αποδειχθεί αποτελεσματική; Μήπως, δηλαδή, κι αν ακόμη η ραγδαία εξέλιξη της κοινωνικής πόλωσης γίνει αποδεκτή, υπάρχει θέμα με αυτούς που ήταν το «κέντρο» προηγουμένως και συνεχίζουν, με όλη την κοινωνική εκπτώχευση, να διαθέτουν ευαισθησίες και προσλαμβάνουσες, που αν δεν ληφθούν υπόψη θα παράξουν αδιέξοδα, των οποίων η άρση ίσως αποδειχθεί πολύ δύσκολη; Δεν το πιστεύω. Και ο κύριος λόγος είναι, ακριβώς, πως η συγκυρία είναι σε ακραίο βαθμό επικαθορισμένη από το «γυμνό» κοινωνικό ζήτημα.

Πώς φτάνουμε σε μια κυβέρνηση της αριστεράς

7 Προφανώς, όλα τα προηγούμενα αποκτούν τη σημασία τους μόνο στο μέτρο που συμφωνούμε σχετικά με το τι θα αντιμετωπίσει και, επομένως, τι θα έχει από το πρώτο λεπτό να κάνει μια κυβέρνηση της αριστεράς. Υπάρχει ένα τμήμα του κόμματος, που φαίνεται να θεωρεί ότι κυβέρνηση της αριστεράς σημαίνει την εφαρμογή ενός συνεκτικού και πειστικού προγράμματος, που θα έχει τη συναίνεση μιας ευρύτατης πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού. Γνώμη μου είναι πως αυτό προς το οποίο κινούμαστε με μεγάλη ταχύτητα, είναι μια κοινωνική και πολιτική σύγκρουση μεγάλων διαστάσεων, όπου καθοριστικά θα αποδειχθούν η αποφασιστικότητα, η ετοιμότητα αντιμετώπισης των άμεσων ζητημάτων που θα προκύψουν και η ισχυρή στήριξη στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, ο οποίος θα είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία στη πρώτη γραμμή της σύγκρουσης. Πράγμα που σημαίνει πως η ταξική μεροληψία και στην εκφορά της πολιτικής μας είναι καθοριστική για την ίδια της την επιτυχή έκβαση.

8 Αν ο στόχος είναι το 30% να γίνει 50 ή 60% για τις δυνάμεις της αριστεράς και, ακόμη περισσότερο, αν ο στόχος είναι η δημιουργία της αναγκαίας μαχητικής κοινωνικής συσπείρωσης μπροστά στην επερχόμενη μεγάλη σύγκρουση, η μέθοδος αναφορικά με τις προτεραιότητες στις γενικές της γραμμές είναι αρκετά προφανής. Αν παίρνεις 30%, ενώ σε ψηφίζει το 40% των ανέργων ή των νέων και το 35% των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων, ο πρώτος και κυριότερος στόχος είναι να συστρατευθεί μαζί σου το 80% των ανέργων και των νέων και το 70% των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή, είναι να επεκτείνεις την ταξική σου επιρροή ακριβώς σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, για τις οποίες η αριστερά ιδρύθηκε και υπάρχει. Αυτοί είναι που θα φέρουν και τους υπόλοιπους. Πρώτη προϋπόθεση, λοιπόν, για μια ριζοσπαστική πολιτική με έρεισμα στην πραγματικότητα είναι η διατύπωση μιας πρότασης προς αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες και τάξεις, που θα διευκρινίζει τι έχουν να προσδοκούν βάσιμα και γρήγορα από μια κυβέρνηση της αριστεράς οι άνεργοι, οι εργάτες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στην υγεία και στην παιδεία, οι γυναίκες και οι νέοι, μαζί με όσους υποφέρουν και πλήττονται συνεχώς.

Οι συμμαχίες προς τα αριστερά

9 Έχουν δίκιο, λοιπόν, όσοι ισχυρίζονται πως θα πρέπει να απευθυνόμαστε προνομιακά προς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Όχι. Πρώτον, γιατί το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ποσώς ενδιαφέρονται για την πρόσκλησή μας. Μόνον εξαναγκασμένοι θα προστρέξουν. Και, δεύτερον, η αριστερά, πλην ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γι’ αυτό σωστά και πάλι η Διακήρυξη ορίζει πως πρέπει να επιδιώξουμε τη «διεύρυνση προς άλλα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, των αριστερών σοσιαλιστών, του φεμινισμού και της ριζοσπαστικής οικολογίας», υπαινισσόμενη ρητά πως η κοινωνική αριστερά είναι πολύ περισσότερο το θέμα από ό,τι οι υπάρχοντες δυσκίνητοι, για να χρησιμοποιήσω έναν επιεική όρο, πολιτικοί φορείς. Η υπερβολική ενασχόληση με τους φορείς συνιστά έναν πολιτικισμό χωρίς ουσιαστικό έρεισμα στην πραγματικότητα. Και, από αυτήν την άποψη, όσα επισημαίνονται στο σημείο 9 αφορούν εξίσου και τους υποστηρικτές αυτής της άποψης. Η προσέγγιση ειδικά του «Αριστερού Ρεύματος» είναι τόσο εμφανώς λαϊκομετωπική, που επί της ουσίας δεν διαφοροποιείται, ως προς την κοινωνική απεύθυνση, από τους οπαδούς των ευρέων εγχειρημάτων.

10 Βέβαια, οι υποστηρικτές της προνομιακής απεύθυνσης προς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πραγματικότητα θεωρούν πως θα πρέπει να την επιδιώξουμε υπαναχωρώντας από τις δικές μας αναλύσεις, θέσεις και προτεραιότητες. Να βάλουμε όλοι νερό στο κρασί μας, όπως συχνά λέγεται. Και τι σημαίνει αυτό; Απλά, «όλοι» να αποδεχτούμε τις αναλύσεις, τις θέσεις και τις προτεραιότητες των … συμμάχων! Κι ας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε συντριπτικά τη μάχη σε αυτό το πεδίο ακριβώς με τις συγκεκριμένες θέσεις και προτεραιότητες. Ανορθολογισμός; Όχι, μάλλον λαθροχειρία από όσους ούτως ή άλλως συμφωνούν πολύ περισσότερο με τους προτεινόμενους συμμάχους από ό,τι με την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.

11 Ενα πρώτο συμπέρασμα: τόσο η «στενή» όσο και η «ευρεία»- ακόμη κι αν αφορά πραγματικά πολιτικά φαντάσματα- εκδοχή σχετικά με τις πολιτικές συμμαχίες αστοχούν. Η πάγια τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κατ’ επανάληψη έχει αποφασιστεί από τα κομματικά σώματα, μου φαίνεται πολύ περισσότερο συνεκτική και, γι’ αυτό, πολύ περισσότερο δυναμική και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Γιατί, επιπλέον όλων όσων μέχρι εδώ σημειώθηκαν, δεν είναι καθόλου απίθανο να μας δοθεί από τις εργαζόμενες τάξεις η δυνατότητα να πορευθούμε πολιτικά αυτοδύναμα. Και, προφανώς, δεν θα έχουμε την πολυτέλεια να το αρνηθούμε στο όνομα των «αναγκαίων» –και ανύπαρκτων ή ανυπόστατων- συμμαχιών.

Πηγή Εποχή, Red NoteBook.

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Για την Ευρωζώνη, ξανά: "Να βγει κανείς ή να μη βγει;"



Του Χρήστου Λάσκου
 

Αριστερά διλήμματα μπροστά στα κυπριακά γεγονότα

Με αφορμή τα όσα συνέβησαν τις δύο τελευταίες εβδομάδες με επίκεντρο την κυπριακή κρίση επανήλθε το γνωστό ζήτημα περί της ανάγκης επανεξέτασης της ευρωπαϊκής –και όχι μόνο- πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. «Ασφαλώς», μας είπε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης από την «Αυγή» της προηγούμενης Κυριακής, «η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρωζώνη αλλά και για την ΕΕ χρειάζεται επανεξέταση». Για να συμπληρώσει παρακάτω: «Φοβούμαι ότι η Ευρωζώνη αλλά και η ΕΕ εδώ που έχουν φτάσει, δεν μεταρρυθμίζονται, αλλά μόνο ανατρέπονται».

Διατυπώσεις, όπως η τελευταία, υπαινίσσονται πως η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως τα παραπάνω υποκείμενα μεταρρυθμίζονται, που σημαίνει πως δεν απαιτείται να ανατραπούν. Είναι, όμως, έτσι [1]; Ας θυμηθούμε τις σχετικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Όπως σημειώνει η πρόσφατη Διακήρυξη, «[τ]ο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακριτής οικονομικοπολιτικής οντότητας προμηνύεται δυσοίωνο καθώς η ευρωζώνη εξελίσσεται σε ζώνη γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, αν όχι καταναγκασμού, που οδηγεί σε ασφυξία τις πιο αδύναμες χώρες και σε όλο μεγαλύτερες ανισότητες, ενώ η Γερμανία προωθεί την ηγεμονία της στο πολιτικό επίπεδο». Σε αυτό το πλαίσιο, «[ο]ι λαοί στις χώρες του ευρωπαϊκού ότου, στην Ιρλανδία,… αλλά και στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου όλο και περισσότερο στενάζουν υπό αντίστοιχα προγράμματα λιτότητας ενόσω αναπτύσσουν παράλληλα τις δικές τους αντιστάσεις και τα δικά τους κινήματα. Η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της Ευρώπης… γιατί η πολιτική του κεφαλαίου ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες… Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μέρος αυτού του ευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης και εξέγερσης». Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικό μέτωπο, «όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών… Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο… απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση».

Έτσι, «[θα] διεκδικήσουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα το αίτημα για ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης,… ώστε να επανεθεμελιωθεί συνολικά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού». Συνεπώς, όπως το θέτει η Απόφαση της τελευταίας Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης: «Υπάρχει εναλλακτική λύση: Να οικοδομήσουμε μια νέα Ελλάδα, να αγωνιστούμε για μια προοδευτική και σοσιαλιστική Ευρώπη, που απαιτεί τη ρήξη με το σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα».

Παρέθεσα εκτεταμένα αποσπάσματα από τα αποφασισμένα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, για να έχει αντικείμενο η διαφωνία, που εμφανίζεται στις τάξεις μας. Τι αφορά, λοιπόν, το αίτημα για επανεξέταση; Να μεταβάλλουμε τη γραμμή της ρήξης με το σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα, τη γραμμή της ανατροπής του, με προσανατολισμό την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σοσιαλισμό;  Προφανώς δεν ισχυρίζονται αυτό οι αιτούντες την επανεξέταση, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν, όπως γίνεται φανερό από όσα παρατέθηκαν, ο ΣΥΡΙΖΑ πουθενά δεν υπερασπίζεται μια γραμμή «μεταρρύθμισης» της νεοφιλελεύθερης ΕΕ, αλλά με σαφήνεια τοποθετείται στη γραμμή της ανατροπής. Ανατροπής όχι της πολιτικής, αλλά, με σαφήνεια, του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος στην κατεύθυνση μιας Ενωμένης Ευρώπης του σοσιαλισμού. 

Τι μένει, λοιπόν, από το αίτημα της επανεξέτασης; Μόνο ένα πράγμα –να φύγουμε από το ευρώ! Να το πούμε, να το διακηρύξουμε ως την κεντρική μας επιλογή.

Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό ψύχραιμα και παραγωγικά. Διευκρινίζοντας εξαρχής πως προφανώς και θα πρέπει ένα πολιτικό υποκείμενο που επαγγέλλεται την ανατροπή να είναι σοβαρά προετοιμασμένο για πολλές πιθανές εκβάσεις, διευκρινίζοντας, επιπλέον, πως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπαναχωρούμε απέναντι στην καθεστωτική δραχμοφοβική προπαγάνδα [2] επιμένω να μην κατανοώ την ωφέλεια από την πρόταξη αυτού του συνθήματος. Και εξηγούμαι.

Τι ήταν αυτό που δεν επέτρεψε την αναβάθμιση του αρχικού κυπριακού «όχι» σε μια νικηφόρα εναλλακτική; Προφανώς καθοριστικό είναι το γεγονός πως στην ηγεσία βρίσκεται η αδελφή δεξιά του Σαμαρά και της Μέρκελ, που έχει πολύ διαφορετικούς στόχους από τη ριζοσπαστική αριστερά. Και ακόμη περισσότερο καθοριστικό είναι το γεγονός πως ο πολιτικός συσχετισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι εξαιρετικά δυσμενής. Αν θέλαμε να το αποτυπώσουμε με μια φράση θα λέγαμε πως, με όλες τις εσωτερικές του αντιφάσεις, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο εμφανίζει ένα σκληρά αρραγές μέτωπο απέναντι στις εργατικές τάξεις της ηπείρου. Υπάρχει δυνατότητα απάντησης χωρίς την παρουσία ενός ακόμη ισχυρότερου ευρωπαϊκού εργατικού μετώπου, το οποίο να επιτρέπει τον μαχητικό συντονισμό και την έμπρακτη αλληλεγγύη, που απαιτείται για τη νικηφόρα έκβαση της άγριας ταξικής πάλης που εξελίσσεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης τα πέντε τελευταία χρόνια και για καιρό ακόμη; Νομίζω πως η απάντηση είναι ρητά και κατηγορηματικά όχι. Αν είναι έτσι δεν βλέπω σε τι μας βοηθάει μια πολιτική που αξονίζεται γύρω από το σύνθημα της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Σίγουρα δεν οικοδομεί συνθήκες ενιαίας δράσης των εργαζομένων διεθνώς στο μέτρο που συνιστά αντικειμενικά μια κατεξοχήν πολιτική εθνικού ακροατηρίου.  Τη στιγμή που περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαιτείται μια πολιτική πρόταση που συνέχει τα συμφέροντα και τα αιτήματα των εργατικών τάξεων σε όσο το δυνατό ευρύτερο πεδίο η πρόταξη της δραχμής λογικά προτείνει στους Πορτογάλους την επιστροφή στο εσκούδο, στους Ισπανούς την πεσέτα κ.ο.κ. και τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά για την κατάκτηση της καλύτερης εθνικής θέσης. Όχι μόνο είναι εξαιρετικά αδύναμο πολιτικά, κατά τη γνώμη μου, αλλά, κυριολεκτικά, δεν βγάζει νόημα ως αριστερή πρόταση.

Τα προηγούμενα, ξαναλέω, δεν σημαίνουν πως δεν θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για όλα –δεδομένου, μάλιστα, πως δεν αποκλείεται η Ευρωζώνη να διαλυθεί αφεαυτής. Ούτε σημαίνουν πως έχω οποιαδήποτε αμφιβολία πως: «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς νερό, αλλά υπάρχει ζωή χωρίς ευρώ». Αυτό που αμφισβητούν είναι η στρατηγική ή, έστω, τακτική ωφελιμότητα της δραχμικής επιλογής. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μια τέτοια επιλογή ακόμη κι αν προταχθεί, αφορά την περίοδο μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από την αριστερά. Πράγμα που σημαίνει πως, πέρα από τα προφανή διαχειριστικά της κατάστασης πλεονεκτήματα που έχει ο αντίπαλος, η αριστερή κυβέρνηση θα αναλάβει αναγκαστικά εντός ευρώ και θα πρέπει σε αυτές τις συνθήκες να πάρει τα πρώτα μέτρα, που θα καθορίσουν εν πολλοίς τη συνολική της πορεία. Και δεν θα είναι προφανώς το βασικό ο έλεγχος της εκροής των κεφαλαίων γιατί, μπροστά στη τεράστια σύγκρουση, τα κεφάλαια μάλλον θα έχουν ήδη εκρεύσει!

Νομίζω, εν κατακλείδι, και για να μην επαναλάβω τον εαυτό μου, πως σωστά το έθεσε ο Πάνος Κοσμάς, στέλεχος της «Αριστερής Πλατφόρμας» και όχι της «Αριστερής Ενότητας», στο Rproject, πριν από μερικές μέρες: «Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κύπρου, η ρήξη με την Ευρωζώνη και η ωρίμανση των διαθέσεων -πρώτα απ’ όλα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αλλά και σε τμήματα μεσαίων τάξεων- για μια τέτοια ρήξη αποτελούν προϊόν - συνέπεια της επιθετικότητας της άλλης πλευράς (της Ευρωζώνης) αλλά και της εφαρμογής ενός προγράμματος ανατροπής της λιτότητας. Έτσι, όχι μόνο «νομιμοποιείται» αυτή η ρήξη αλλά και αποκτά το κοινωνικό, ταξικό και προγραμματικό περιεχόμενο που μπορεί να αναδείξει την Αριστερά σε ηγεμονική πολιτική δύναμη μιας τέτοιας ρήξης. Αλλά και να νομιμοποιήσει τον αγώνα και τις θυσίες που θα απαιτηθούν από μια τέτοια ρήξη… Το αντίθετο, δηλαδή να φανταστούμε ότι μια «προκαταβολική» ρήξη με την Ευρωζώνη με μονομερή έξοδο από αυτή θα φέρει ή θα ευνοήσει τη ρήξη με τις πολιτικές λιτότητας και τον εγχώριο καπιταλισμό συνιστά μια αντιστροφή προτεραιοτήτων που μπορεί να αποβεί καταστροφική για την Αριστερά.

Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το νόμισμα και η ανταγωνιστικότητα της (καπιταλιστικής) εθνικής οικονομίας αποκτούν τον ηγεμονικό ρόλο σε βάρος του ταξικού περιεχομένου της ρήξης, με αποτέλεσμα την ηγεμονία σε μια τέτοια ρήξη να την πάρουν δυνάμεις εχθρικές προς την Αριστερά. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα τέτοιο αγώνα για να είναι την επόμενη μέρα απλός «παραγωγικός συντελεστής» σε ένα πιο ανταγωνιστικό και «εθνικά κυρίαρχο» καπιταλισμό.

Ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατά το δυνατόν ευρύτερη μετάδοση της ρήξης στην ίδια την Ευρωζώνη και την Ε.Ε… Ο «αδύναμος κρίκος» που σπάει από τις πολιτικές λιτότητας, δεν πρόκειται να επιβιώσει παρά μόνο αν η δυναμική της ρήξης επεκταθεί σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή έστω σε μερικούς ακόμη κρίκους της… Είναι γι’ αυτό το λόγο που το «Έξω από το ευρώ», ενώ είναι ένα ισχυρό ενδεχόμενο αποτέλεσμα της ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα, δεν πρέπει να είναι στόχος της Αριστεράς… Με λίγα λόγια, ο στόχος της ρήξης με την Ευρωζώνη είναι η κινηματική-διεθνιστική επέκταση και όχι η «εθνική» αναδίπλωση».


Συντομευμένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύεται στην Αυγή της 31ης Μαρτίου.
_________________________

Σημειώσεις

[1] Για μια προηγούμενη απάντηση σε αντίστοιχα ερωτήματα:  «Αναμένοντας τη Μεγάλη Νύχτα στην Ευρωζώνη!», RedNoteBook, 12 Δεκεμβρίου 2012.

[2] Βλ. Χρήστος Λάσκος-Ευκλείδης Τσακαλώτος, «Είμαστε χαμένοι χωρίς το ευρώ» στο:  22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ, σ. 213-220.
 
Πηγή Red NoteBook