Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Η θεωρησιακή μεταφυσική του Alain Badiou*

 

Ο Alain Badiou είναι κατά πάσα πιθανότητα ο γνωστότερος εν ζωή Γάλλος φιλόσοφος, αρκετά αγαπητός και στη χώρα μας λόγω των πολιτικών παρεμβάσεων, των συχνών επισκέψεών του και των ουκ ολίγων μεταφρασμένων έργων του. Μάλλον όμως είναι λιγότερο γνωστό το αρχιτεκτονημένο σύστημα που υποβαστάζει τις επιμέρους επεξεργασίες των μικρότερης έκτασης έργων. Πρόκειται για την τριλογία τού Είναι και συμβάν, η οποία αποτελεί το κυρίως αντικείμενο πραγμάτευσης της διατριβής μας.

Στο πρώτο κεφάλαιο προβαίνουμε σε μια επισκόπηση των πρώιμων γραπτών τού φιλοσόφου, ούτως ώστε να προλειανθεί το έδαφος για την κριτική προσέγγιση του συστήματος. Από τα εν λόγω κείμενα δεν απουσιάζουν οι συνάφειες με τους κατοπινούς προβληματισμούς ή ακόμη η προεικόνισή τους, εντούτοις η αξιωματική τής σκέψης τού φιλοσόφου παραμένει εμφανώς προσδεδεμένη σʼ έναν κατά περίσταση αλτουσεριανό, μαοϊκό ή λακανικό προσανατολισμό. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για «τον Badiou πριν από τον Badiou». Έτσι, σκιαγραφείται η εξέλιξη του στοχασμού του από τα πρώιμα κείμενά του μέχρι τη δημοσίευση του πρώτου μείζονος έργου, της Θεωρίας του υποκειμένου. Διαφαίνεται η μέριμνα του Badiou να προσδιορίσει τη λογική τής εννοιολογικής καινοτομίας, εκκινώντας από το εσωτερικό τής γαλλικής επιστημολογικής παράδοσης. Πρόκειται για κείμενα που καταλαμβάνουν ένα δεκαπενταετές χρονικό διάστημα και μαρτυρούν τη μετάβαση του φιλοσόφου από μια ευρύτερη αλτουσεριανή ορθοδοξία προς μια πρώτη απόπειρα σύλληψης της διαλεκτικής μεταξύ της υφιστάμενης διάρθρωσης ενός πεδίου και της δυνατότητας μιας μετασχηματιστικής παρέμβασης για τη σκοποθετούμενη μεταβολή τής εσωτερικής λογικής που διέπει την οργάνωσή του. Ήδη με το πέρας της νεανικής φάσης, διακρίνονται ανάγλυφα οι δύο πόλοι ή άξονες, πέριξ των οποίων αρθρώνεται το σύστημα: Αφενός, αυτός της απρόσωπης επινοητικότητας και εμμενούς ορθολογικότητας των μαθηματικών, και αφετέρου εκείνος των προδιαγραφών μιας ακτιβιστικής, «μεταμεταφυσικής» σύλληψης της υποκειμενικής παρέμβασης. Τούτων λεχθέντων, εξακολουθεί να ισχύει ότι στα υπό εξέταση έργα τής περιόδου ίσαμε το 1980 δεσπόζουν οι –ενίοτε ευρισκόμενες σε στενή συνύφανση– επιστημολογικές και πολιτικές μέριμνες, με τη φιλοσοφική προβληματοθεσία να υφίσταται ένα είδος συρραφής σ’ αυτές.  

Στο δεύτερο κεφάλαιο, εξετάζεται η «ώριμη» φάση τού Badiou, η οποία εγκαινιάζεται με τη δημοσίευση του πρώτου, ομότιτλου τόμου τής τριλογίας τού Είναι και συμβάν. Στεκόμαστε ειδικότερα στην κομβική θέση περί της ανάληψης του ρόλου τής οντολογίας από τα μαθηματικά, και συγκεκριμένα από την αξιωματική θεωρία συνόλων, τις προϋποθέσεις και τις προεκτάσεις της, τους λόγους για τους οποίους ο φιλόσοφος οδηγήθηκε σ’ αυτήν, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο, υπό την οπτική τού ενστερνισμού της, αναμορφώνεται ο στοχασμός για πλήθος παραδοσιακών μεταφυσικών ζητημάτων, όπως είναι εκείνα του ενός και των πολλών, του όλου και των μερών, του διακριτού και του συνεχούς, του πεπερασμένου και του απείρου, καθώς και η σύστοιχη σύλληψη της φύσεως, του είναι και του γίγνεσθαι, της ταυτότητας και της διαφοράς, κτλ. Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Badiou προτείνει την εν λόγω εξίσωση χάρη στα ενδοφιλοσοφικά αποτελέσματα, τα οποία φαίνεται να εγγυάται ή να υπόσχεται, σε σχέση με τον στοχασμό τού πολλαπλού ως αμιγούς, δίχως έννοια –σε ρήξη επομένως με την ιδέα τού Ενός– και ως απείρου –σε ρήξη επομένως με την ιδέα ενός περιεκτικού Όλου–, τον οποίο εκτιμά πως απαιτούν οι καιροί. Άλλως ειπείν, η ZFC αποτελεί το ιστορικά βέλτιστο, προσφορότερο οντολογικό μοντέλο με τις ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις.  

Συνεχίζοντας την εξέταση των επεξεργασιών τής «ώριμης περιόδου» και συγκεκριμένα της αρχικής φάσης της, η οποία καλύπτει το χρονικό διάστημα μέχρι τα μέσα τής δεκαετίας τού ʼ90, στο τρίτο κεφάλαιο στρέψαμε την προσοχή μας προς ό,τι δεν μπορεί να αφομοιωθεί δίχως εντάσεις σε/από την αξιωματική τής οντολογικής επικράτειας, ήτοι στο εννοιακό τρίπτυχο του συμβάντος, της αλήθειας και του υποκειμένου. Η εν λόγω εξέταση ανέδειξε τόσο την οφειλή τού Badiou και τη συγγένειά του προς τις εκδοχές τής στρατευμένης θεωρίας της απόφασης (δηλ. εκείνες που είναι βουλησιαρχικού, ντεσιζιονιστικού ή/και υπαρξιστικού τύπου), όσο και τη συνάφεια των αναλύσεών του με προβλήματα που αφορούν τα εμμενή όρια και τις απορίες των συνολοθεωρητικών επεξεργασιών. Η θέση τού Badiou δεν είναι ότι οι μαθηματικές επεξεργασίες εγγυώνται κατά κάποιον τρόπο την ύπαρξη συμβάντων, αλλά ότι, άπαξ και τούτη η συμβαντική ρήτρα γίνει αποδεκτή, έχουμε στη διάθεσή μας ορθολογικά πρωτόκολλα για τον στοχασμό τής μορφολογίας και των συνεπειών της. Τα μαθηματικά διά της αρνητικής οδού υποδεικνύουν ότι όλοι οι διευθετημένοι κόσμοι είναι ενδεχομενικοί ως προς την οργάνωσή τους και έχουν όρια ως προς το τι μπορεί να νοηθεί εντός τους, και ότι, συνεπώς, ουδείς δύναται ν’ αποκλείσει την ανάβρυση συμβάντων, ακόμη και αν είναι εντελώς θεμιτό να ενστερνιστεί αυτή την απορριπτική στάση. Τα μαθηματικά στον Badiou δεν παρέχουν άλλοθι για την αντικατάσταση ή παράλειψη των καθαυτό φιλοσοφικών επιχειρημάτων, αλλά έμπνευση, προσανατολισμό και περιορισμούς ως προς τη διατύπωση των θεμιτών φιλοσοφικών θέσεων. Ούτως, το κυρίως έδαφος έχει διαμορφωθεί και η συστηματική αρχιτεκτονική τού μπαντιουϊκού εγχειρήματος αρθρώνεται ευδιάκριτα γύρω από το πρόβλημα της μετασχηματιστικής διέλευσης του καινοφανούς εντός μιας προϋπάρχουσας κατάστασης διαμέσου της ανάληψης επινοητικής δράσης.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, διερευνήσαμε πώς, κατά τα έτη που ακολούθησαν, οι κριτικές που στράφηκαν προς τις «μεταοντολογικές» αναπτύξεις τού πρώτου τόμου, ώθησαν τον φιλόσοφο στη συστηματική εκ νέου πραγμάτευση των ίδιων θεμάτων υπό το φως τού προβλήματος της πληθυντικής ύπαρξης των κόσμων. Άλλως ειπείν, εάν η αφηρημένη ή μάλλον αφαιρετική προσέγγιση του Είναι και συμβάν αρκούσε για να παράσχει ένα γενικό και λίαν επεξεργασμένο σχήμα, έμενε εντούτοις μετέωρο το βήμα προς την εφαρμογή ή ενεργοποίηση του σχήματος αυτού αναφορικά με τις διαφορετικές υπαρκτές καταστάσεις, η πολυμορφία, ο πλούτος και η απαραμείωτη πολυπλοκότητα (του «οντικού», «εμπειρικού» ή «φαινομενολογικά πυκνού» χαρακτήρα) των οποίων απαιτούσαν τη μετάβαση σ’ ένα άλλο επίπεδο πραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, στον δεύτερο τόμο, ο οποίος φέρει τον τίτλο Λογικές των κόσμων (2006), ο Badiou επεξεργάστηκε μια συστηματική λογική τού φαίνεσθαι ή του υπάρχειν σʼ έναν κόσμο. Στηριζόμενος στους πόρους τής θεωρίας κατηγοριών, θα προτείνει μία αντικειμενότροπη φαινομενολογία η οποία λαμβάνει υπόψη της τον απαράκαμπτο χαρακτήρα των σχέσεων και τις πληθυντικές λογικές που ρυθμίζουν τη συνεκτικότητα των διαφόρων πεδίων. Η τελεσφόρα συναρμογή τής εν λόγω φαινομενολογίας με το οντολογικό υπόβαθρο των πολλαπλοτήτων αποτελεί το στρατηγικά κρισιμότερο σημείο τού δεύτερου τόμου – και πιθανότατα το πλέον στριφνό: λαμβάνει τον χαρακτήρα ενός υλιστικού αιτήματος για την αναδρομική έδραση του φαίνεσθαι στο είναι (ένα είδος υπερβατολογικού ρεαλισμού).

Αν το πρόβλημα της οικουμενικότητας των αληθειών και εκείνο της ενικότητάς τους αντίστοιχα ήταν αυτά που είχαν καθοδηγήσει τις αναλύσεις των δύο πρώτων τόμων, τότε ήταν το πρόβλημα της εμμενούς απολυτότητας των αληθειών εκείνο πέριξ του οποίου αρθρώθηκε η προβληματική τού τρίτου τόμου, ο οποίος αποτέλεσε προϊόν επεξεργασίας την επόμενη δωδεκαετία. Έτι περαιτέρω απ’ όσο στα προγενέστερα έργα του, βλέπουμε σ’ αυτό το κείμενο τον Badiou να εστιάζει στη διαλεκτική τού πεπερασμένου και του απείρου, προκειμένου να αναδείξει την κρίσιμη διαφοροποίηση μεταξύ του δυνάμενου να κατασκευαστεί από τον περατοκρατικό αλγόριθμο αρχείου και του επιτυχώς ανθιστάμενου σε μια τέτοιου τύπου υπαγωγή έργου. Η διερεύνηση της τυπολογίας τού απείρου οδηγεί στη σταδιακή και συνάμα ανέφικτη (άνευ διαμεσολάβησης) προσέγγιση του απολύτου, τη φιλοσοφική επικαιρότητα του οποίου εμφανώς υποστηρίζει ο Badiou. Δίχως αμφιβολία, η Εμμένεια των αληθειών περατώνει την αρχιτεκτονική διάταξη του μπαντιουϊκού συστήματος και αποτυπώνει περισσότερο ανάγλυφα τις στοχεύσεις και τη διακύβευσή του, επανεγγράφοντάς τες μάλιστα σ’ ένα λεξιλόγιο εμπνευσμένο όχι μόνο από την παράδοση του Πλάτωνα, αλλά και από εκείνη του Baruch Spinoza. Οδηγητικός μίτος τού εγχειρήματός του παραμένει η επένδυση στο αναφομοίωτο των δυνατοτήτων έναντι κάθε απόπειρας πλήρους και οριστικής (ακόμη και εκ των υστέρων) καθίζησης και περιστολής τους στο επίπεδο των θετικά αρθρωμένων γνώσεων (των κωδικοποιήσιμων από την εγκυκλοπαίδεια τεμαχίων πληροφορίας και των κανόνων σύνδεσής τους με εμπειρικά ανάφορα). Στο έργο τού φιλοσόφου, τον τελευταίο λόγο έχει η εμμενής απολυτότητα των αληθειών ως –διαρκής, καίτοι σπάνια– δυνατότητα αποτύπωσης ενός ίχνους αιωνιότητας στην παροντική αυτοαναφορικότητα του «ανθρώπινου ζώου». Η (προφανώς φιλοσοφική) δικαιολόγηση της ύπαρξης του άτυπου «δεύτερου μέρους» τής διατριβής αφορά το γεγονός ότι κάθε συγκεκριμένη φιλοσοφική πραγμάτευση, οσοδήποτε συστηματική ή σύγχρονη και αν φιλοδοξεί να είναι, διαμεσολαβείται εκ των πραγμάτων από την εννοιακή κοίτη μιας ευρύτερης παράδοσης, ήτοι τις κληρονομημένες έννοιες, δομές σκέψης και προβληματοθεσίες, οι οποίες λειτουργούν ως οπλοστάσιο, εργαλειοθήκη και συνάμα «δέρμα» τού επίδοξου στοχαστή (το οποίο εκείνος δεν θα ήταν επομένως σε θέση ν’ απεκδυθεί εντελώς, ανεξαρτήτως τού πόσο σφοδρά θα το επιθυμούσε).

Έχοντας λοιπόν διατρέξει προηγουμένως την οργανική εκδίπλωση του συστήματος του Badiou, στο δεύτερο μέρος τής μελέτης μας επωμιζόμαστε την προσπάθεια ιστορικοφιλοσοφικής του πλαισίωσης, αρχής γενομένης, στο έκτο κεφάλαιο, από το πώς συλλαμβάνει ο ίδιος τη φιλοσοφία εν γένει και την ιδιαίτερη συμβολή του εντός τού πεδίου τής σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας. Αναμενόμενα, στο κεφάλαιο αυτό αναδείχτηκαν η αναγκαία έδραση του φιλοσοφικού εγχειρήματος στο εκτός του ή στο μη φιλοσοφικό, όσο και οι περίπλοκες σχέσεις ανάκτησης, οικείωσης και μετάπλασης προγενέστερων φιλοσοφημάτων εν είδει μιας διαρκώς ανανεούμενης διελκυστίνδας μεταξύ της πιστότητας και της προδοσίας. Κατά την περιδιάβαση αυτή, η πολεμική συνέπεια αναδεικνύεται ως σημαντικός παράγοντας διάλληλου ετεροπροσδιορισμού (κατά τη σύστοιχη συγκρότηση υποκειμενικής ταυτότητας και κοσμοεικόνας), επομένως η «επιλογή» τού εκάστοτε αντιπάλου (όπως λχ. οι γαλλικές απολήξεις τού χαϊντεγγεριανισμού ή ο ανανήψας νεοκαντιανισμός, η αυξανόμενη διείσδυση της αναλυτικής φιλοσοφίας και η διαπιστούμενη «θεολογική στροφή» τής φαινομενολογίας) επηρεάζει αναπόδραστα τον τρόπο απόκρισης και την αυτοκατανόηση του μπαντιουϊκού εγχειρήματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, σημαντικές είναι επίσης η αντίληψη του Badiou για την ιστορία τής φιλοσοφίας και δη η αποτίμηση των συγκαιρινών του φιλοσοφικών προγραμμάτων, η εκ μέρους του διάκριση του φιλοσοφείν από τα εννοιακά προσωπεία τού σοφιστή και του αντιφιλοσόφου, όπως και οι συναφείς μεταφιλοσοφικές αντιλήψεις και παραδοχές του.

Εφόσον η διάσταση των πολεμικών συμφραζομένων μιας φιλοσοφικής τοποθέτησης –και δη κάποιας που εγείρει συστηματικές βλέψεις– έχει αναδειχθεί στα προηγούμενα, αφιερώνουμε το έβδομο κεφάλαιο στις κριτικές που έχουν ασκηθεί στο έργο τού Badiou (και δευτερευόντως στις αποκλίνουσες αναγνώσεις του, δεδομένου ότι τούτες δεσμεύονται και ελέγχονται σε κάποιον βαθμό από την αυστηρότητα των διατυπώσεών του). Οι ενστάσεις που εγείρονται εν πολλοίς αφορούν τον πρώτο τόμο τού Είναι και συμβάν, οδηγώντας στις μεταγενέστερες επεξεργασίες των Λογικών των κόσμων, δεν απουσιάζουν ωστόσο και ορισμένες επικρίσεις, οι οποίες άπτονται του σύνολου εγχειρήματος και φαίνονται επομένως να διατηρούν ακέραια την επικαιρότητά τους. Πέραν αυτών, επιμένουμε ακόμη σε ζητήματα που χρήζουν διασάφησης, καθώς και σε ιδιάζουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις επιμέρους θεμάτων, αναδεικνύοντας συνοπτικά τόσο τα όρια όσο και την εμβέλεια της οπτικής τού φιλοσόφου (στο θέμα τής δύναμης και του προσίδιου άσκεπτου της οποίας επανερχόμαστε στα συμπεράσματα της διατριβής). Ούτως, επιχειρείται η συσχέτιση της συμβολής τού Badiou με μια ευρύτερη τάση για την επεξεργασία «θεωρησιακών οντολογιών», η οποία παρατηρείται κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– στον αγγλόφωνο κόσμο ήδη από τη δεκαετία τού ’90 και ακόμη περισσότερο την επόμενη, λαμβάνουσα χώρα εν πολλοίς ενάντια στον ηθικισμό και το πρωτείο τής γνωσιολογίας, όπως και στον γλωσσοποιημένο ιδεαλισμό ενός εύκολου «κοινωνικού κονστρουξιονισμού», αλλά ενίοτε και στον διακηρυκτικό ανθρωποκεντρισμό που θεωρείται ότι τα υποβαστάζει. Επιμείναμε ιδιαίτερα στον καταρχήν θεμιτό χαρακτήρα ορισμένων ριζικών ενστάσεων και αντιρρήσεων που έχουν διατυπωθεί έναντι του μπαντιουϊκού συστήματος, απορρίπτοντάς το συλλήβδην ως κάποια μορφή φιλοσοφικής αγυρτείας ή αυταρχικής ιδεολογικής κατήχησης.

Στο καταληκτήριο –και μάλλον παρεκβατικό– όγδοο κεφάλαιο, επιχειρείται να «μετρηθεί» η εμβέλεια των βλέψεων και των φιλοδοξιών τού έργου τού Badiou απέναντι σ’ ένα διαφορετικό και από ορισμένες τουλάχιστον απόψεις συμμετρικά αντίθετο «παράδειγμα σκέψης», το οποίο μετέχει ωστόσο στην ίδια «φιλοσοφική στιγμή». Ακολουθώντας εν πολλοίς τις σχετικές υποδείξεις τού ίδιου του Badiou, αντιπαραβάλουμε το έργο του προς εκείνο τού διαπρεπέστερου σύγχρονου εκπροσώπου και συνεχιστή τής Φυσιοφιλοσοφίας, εκλαμβάνοντας αμφότερα ως σύγχρονες παραδειγματικές ενσαρκώσεις των δύο κύριων πνευματικών παραδόσεων, οι οποίες κατά τον Badiou διατρέχουν σύμπασα τη γαλλική φιλοσοφία τού 20ού αι. Σε συμφωνία με την αντίστοιχη διάκριση του Canguilhem, πρόκειται αφενός για έναν «εννοιακό φορμαλισμό» (ή «ιδεαλισμό τού γραμματολογικού μαθήματος των επιστημών») και αφετέρου για έναν «υπαρξιακό βιταλισμό», οπότε η υποβόσκουσα διχαλοδρόμηση προσφέρεται να κωδικοποιηθεί σχηματικά και ολίγον παραπλανητικά στο δίπολο «Έννοια – Ζωή». Η διακριτική και αναμφίβολα συχνή παρουσία τού Deleuze στα κείμενα του Badiou συνιστά επαρκή ένδειξη του γεγονότος ότι είναι ο σύγχρονος συγγραφέας με τον οποίο διαλέγεται περισσότερο, αποτελώντας για τον ίδιο ένα είδος «φιλοσοφικής νέμεσης». Έτσι, αφορμώμενοι από το πλήθος κειμένων που ο δεύτερος έχει αφιερώσει στο έργο τού πρώτου, ήδη από το 1976 και με επίκεντρο τη μονογραφία τού 1997, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε και ει δυνατόν να ανασυγκροτήσουμε με επάρκεια τις εντάσεις και το επίδικο που χαρακτηρίζουν τις διακριτές πολικότητες μιας φιλοσοφικής στιγμής, φωτίζοντας καλύτερα την ιδιοφυσιογνωμία και τις διακυβεύσεις τής καθεμιάς, καθώς και το ευρύτερο κοινό τους υπέδαφος. Σκοπός τής σκηνοθεσίας τής εν λόγω αντιπαράθεσης δεν είναι η μεροληπτική πρόκριση της μίας εκ των δύο θέσεων ως καταλληλότερης ή ελκυστικότερης, αλλά, διαμέσου της υπαγορευόμενης από μια «παιδαγωγική τού θαυμασμού» απότισης φόρου τιμής, η κατάφαση ενός ορισμένου ύφους εκδραμάτισης του φιλοσοφείν (και κατ’ επέκταση της φιλοσοφίας αυτής τούτης).


--------------------------

* Σύνοψη της ομότιτλης διατριβής (Ιωάννινα, 2023), 667-671.Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την αποστολή του κειμένου, καίτοι επαφίεται στην αναγνώστρια η τελική κρίση όσον αφορά τα περιεχόμενά του.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ο φιλόσοφος της εξεγερμένης επιθυμίας

 

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Ο Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι που πέθανε στα 90 του δεν ήταν ένας ακαδημαϊκός φιλόσοφος, ο ειδικός στη σκέψη τού Μπαρούχ Σπινόζα ή του Μαρξ. Μάλλον έγινε μια πολιτισμική αναφορά τής παγκόσμιας ριζοσπαστικής σκηνής αφού πρώτα έζησε στη σάρκα του την περιπέτεια της ανατρεπτικής δράσης. Νέος που βγήκε και αυτός από το φυτώριο του κοινωνικού καθολικισμού τής δεκαετίας τού ΄50, μέλος τού Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος συνδέθηκε γρήγορα με μια ιδιαίτερη εκδοχή ιταλικού μαρξισμού: τον «εργατισμό» (operaismo). Οι εργατιστές κοινωνιολόγοι επιχείρησαν να ερευνήσουν τους μετασχηματισμούς τής μισθωτής εργασίας και τις νέες πραγματικότητες του «καπιταλιστικού εργοστασίου» σε μια εποχή εμπέδωσης της νέας καταναλωτικής κοινωνίας. Οι άλλες μεγάλες φυσιογνωμίες τού εργατισμού, ο Μάριο Τρόντι και ο Αλμπέρτο Αζορ Ρόζα κατέληξαν πάλι στην αγκαλιά τού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποκρούοντας την άγρια δυναμική τής νέας ιταλικής άκρας αριστεράς που διαμορφώθηκε σε χίλιες δυο συγκρούσεις και διασπάσεις τού τέλους τής δεκαετίας τού ‘60. Ο Νέγκρι, αντιθέτως, άντλησε από τον εργατισμό ιδέες που βάθυναν τη συναισθηματική και ιδεολογική του ρήξη με τις βασικές επιλογές τής ιταλικής Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Βρέθηκε στην αντίπερα όχθη από τη λεγόμενη «ευρωκομμουνιστική» πορεία και ήταν εξαρχής και έως τέλους ξένος προς τον δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την προτεραιότητα της κοινοβουλευτικής και πολιτικής δράσης.

Οι αρχές της δεκαετίας τού ΄70 στάθηκαν γι’ αυτόν ένα εργαστήριο ιδεών και συναισθημάτων που ιχνηλατούσαν μια εμπειρία διαχωρισμού: τον διαχωρισμό από την αστική πολιτική κοινότητα και τη διαλεκτική μεταξύ της αστικής και της κοινωνικής-εργατικής δημοκρατίας. Η ιδέα της εργατικής αυτονομίας, προτού γίνει τίτλος ενός ολόκληρου κινηματικού γαλαξία, βρισκόταν στην αιχμή τής επίθεσης του Νέγκρι στην βασική παράδοση του ιταλικού κομμουνισμού. Ο Νέγκρι θα αρνηθεί να δει το εργατικό κίνημα ως κέντρο μιας εθνικής δημοκρατικής αναγέννησης, ως υποκείμενο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που θα γεννούσαν μια πιο προοδευτική Ιταλία. Αυτή η γλώσσα και οι στόχοι της τού έφερναν αηδία και θα αποκαλούσε το ΚΚ του Μπερλινγκουέρ «άθλια σοσιαλδημοκρατία». Όσο το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έριχνε το βάρος του στους θεσμούς και προσανατολιζόταν σε μια κουλτούρα κόμματος διακυβέρνησης (αφήνοντας πίσω τη λενινιστική αντίληψη για την κατάληψη της εξουσίας), τόσο εντονότερα ο Νέγκρι και ο χώρος του αναζητούσαν μια εμπειρία «προλεταριακής χαράς» πέρα και εναντίον των θεσμών και του κράτους των κομμάτων. Η κριτική στα εργατικά συνδικάτα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα γινόταν όλο και οξύτερη. Κατηγορούνταν πως επιδίωκαν τον έλεγχο των μαζών και τον εγκλωβισμό τους σε μια ηθική τής παραγωγικής εργασίας και της συνδιαλλαγής με τον εχθρό. Και με τη σειρά τους, οι άνθρωποι του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρονταν με πολύ σκληρά λόγια στον «εξτρεμισμό» τού Νέγκρι και στην Αυτονομία στην οποία έφτασαν να βλέπουν το ύφος των αποσπασμάτων δρόμου τού πρώιμου φασισμού. Ήταν πια η στιγμή τής μεγάλης αντιπαράθεσης όπου στις διαδηλώσεις αλλά και στις παράνομες δράσεις τής Αυτονομίας υπήρχαν πια στοιχεία ένοπλου αγώνα, ακόμα και αν ο Νέγκρι θα κόψει ταχύτητα.

Τον Απρίλιο του 1979, στην ατμόσφαιρα ανελέητης πολιτικής και αστυνομικής σύγκρουσης μετά την απαγωγή και τη δολοφονία τού μετριοπαθούς χριστιανοδημοκράτη Άλντο Μόρο, ο εισαγγελέας Πιέτρο Καλότζερο, δικαστικός με δεσμούς στην Αριστερά, θα κατηγορήσει ευθέως τον Νέγκρι ως στρατηγικό εγκέφαλο όλου του ακροαριστερού ένοπλου χώρου. Ο Καλότζερο και πολλοί άλλοι ήταν πεπεισμένοι ότι ο «καθηγητής Νέγκρι» δεν ήταν απλώς ένας θεωρητικός τού εξεγερσιακού κομμουνισμού αλλά ένας παίκτης στην καρδιά τής ένοπλης αριστερής βίας. Η ιστορία στη συνέχεια αποδείχτηκε πιο περίπλοκη και οι μαρτυρίες, τα αρχεία και οι έρευνες συνεχίζονται ακόμα. Έχει αποδειχτεί σε μεγάλο βαθμό ότι ο Νέγκρι διατηρούσε επαφές με στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών μέχρι το 1976, είναι πάντως φανερό πως από ένα σημείο και μετά η οπτική του οδηγήθηκε αλλού: θα διαφωνήσει έτσι με αυτό που ονομάζουμε ιταλική τρομοκρατία όχι τόσο γιατί είχε ενστάσεις για την επιθετική και βίαιη δράση όσο γιατί αντιλαμβάνεται ως ξεπερασμένη την ανάλυση των Ερυθρών Ταξιαρχιών για τον χαρακτήρα του ιταλικού καπιταλισμού, το παγκόσμιο σύστημα και τον ρόλο τής πολιτικής πρωτοπορίας. Ο Νέγκρι θα δώσει έμφαση στη σφαίρα των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, στους επισφαλείς και άνεργους των μητροπόλεων, στις δυνάμεις μιας νέας, «άγριας» νεολαίας που ζητούν να ζήσουν πέρα από τη θλίψη τής μισθωτής εργασίας και την καταστολή των επιθυμιών τους. Σε επικοινωνία με το πνεύμα φιλοσόφων ενός αριστερού νιτσεϊσμού όπως ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μισέλ Φουκώ, ο Νέγκρι δίνει μεγάλη σημασία στην επιθυμία και στις εμπειρίες κατάφασης σε έναν «διονυσιακό» κομμουνισμό. Βρίσκει έτσι στον μαρξισμό-λενινισμό των τρομοκρατών μια συντηρητική και ακατάλληλη μορφή σκέψης για την έκφραση των επιθυμιών αυτών των νέων τύπου προλετάριων που θα ονομαστούν «κοινωνικοί εργάτες».

Ο Νέγκρι επιλέγει επίσης, με τον δικό του τρόπο, την οδό τής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς αν και η σκέψη του έχει ως αιχμή την ακαταπόνητη επιθυμία για υπέρβαση της μορφής τού κράτους, της εργασιακής δομής και της ιεραρχικής συνθήκης. Η πυκνότερη ενασχόλησή του με τη φιλοσοφική και θεωρητική εργασία, οι δεσμοί του με Γάλλους και Αμερικανούς στοχαστές (ακόμα και η καμπάνια τού φιλελεύθερου και αντικομμουνιστή Μπερνάρ Ανρί Λεβί υπέρ του παίζει τον ρόλο της) θα μετατρέψουν τον Νέγκρι σε φιλόσοφο τής νέας διεθνούς ριζοσπαστικής σκηνής. Η μελέτη του για τον Σπινόζα αναγνωρίζεται ως εξαιρετικά σημαντική και οι αναλύσεις του για τις νέες μορφές κυριαρχίας και γνώσης στον «παγκόσμιο ενοποιημένο καπιταλισμό» θα γεννήσουν διάλογο σε ευρύτερη βάση. Είναι ένας radical leftist philosopher που αποκτά καινούρια ακροατήρια, πέρα από αυτά που είχε ως πολιτικός ηγέτης και στρατευμένος διανοούμενος.

Φυσικά οι δικαστικές και ποινικές εκκρεμότητες θα τον ακολουθούν, θα εκτίσει τέσσερα χρόνια φυλάκισης και ύστερα πάλι (όταν επιστρέψει στην Ιταλία το 1997) θα συναντήσει κάποιους έγκλειστους-φαντάσματα των παλαιών οργανώσεων - εκείνος όμως έχει πια ένα άλλο status. Η ποιότητα των φιλοσοφικών του εργασιών είναι αναμφισβήτητη. Όπως είπε ο Μάσιμο Κατσιάρι, παλαιός σύντροφος του Νέγκρι που πήρε πολύ διαφορετικό δρόμο, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τον στοχαστή Νέγκρι ακόμα και αν είναι αντίπαλός του.

Τώρα βέβαια οι νέοι υπερδεξιοί υπουργοί και παράγοντες της Μελόνι αναφέρονται στον θάνατο του Νέγκρι επαναλαμβάνοντας την έκφραση «κακός δάσκαλος» (cattivo maestro). H έκφραση είχε τις δόξες της στα χρόνια τής τρομοκρατίας όταν στον Τύπο ή στα κόμματα έψαχναν τις σκοτεινές μορφές κάποιων διανοουμένων και καθηγητών πίσω από τους σχεδιασμούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ο Νέγκρι δεν υπήρξε φυσικά περιστερά ή συνηθισμένος ριζοσπάστης δάσκαλος σαν αυτούς που συναντούμε πλέον παντού, από το Harvard μέχρι το Πάντειο. Μερικά από τα κείμενά του πετούσαν σπίθες. Ύμνησε άλλωστε την κουκούλα και την αίσθηση της θερμής, συγκρουσιακής κοινότητας. Είδε τον αγώνα ως μια σχεδόν σωματική, πυρετική και υπαρξιακή εμπειρία που δεν είχε πρόβλημα με κάποιες παραβατικές πρακτικές: την απαλλοτρίωση αγαθών ή διάφορες εκδοχές αστικού «σαμποτάζ». Αυτό το γράφω γιατί υπάρχει ο πειρασμός να παρουσιαστεί ο Νέγκρι σαν να είναι άλλος ένας διανοούμενος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που, απλώς, υπήρξε θύμα κάποιας σκευωρίας.

Η φιλοσοφική αποτίμηση των έργων του είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Η κρίση όμως για τις μεγάλες πολιτικές και ηθικές του επιλογές είναι κάτι διαφορετικό. Το βέβαιο είναι πως ο Αντόνιο Νέγκρι που όλοι τον φώναζαν Τόνι υπήρξε μια από τις σύνθετες, εν μέρει σαγηνευτικές και από άλλες πλευρές απαράδεκτες, προσωπικότητες μιας άλλης σκηνής, μιας αντισυμβατικής –θερμής– εμπειρίας. Το ίχνος του ήταν ένας ιδιόμορφος μαρξισμός που μιλούσε μια αναρχική, νιτσεϊκή και σχεδόν εκστατική γλώσσα. Από την άλλη, έγραψε κοπιώδη, λεπτά και ενημερωμένα κείμενα φιλοσοφίας τού δικαίου και κοινωνικής θεωρίας. Κυρίως όμως προϋπάντησε τη δύναμη του πλήθους απέναντι στην Αυτοκρατορία. Υπονόμευσε πολλά από τα είδωλα του παλιού σοσιαλισμού για να γιορτάσει την πολλαπλότητα των επιθυμιών και των σχεδίων ενός κόσμου που ήθελε και ίσως θέλει να «ζήσει τον κομμουνισμό» στο τώρα.

Κάποιοι από τους συντρόφους του τής παλιάς εποχής δεν τού συγχώρησαν που έγινε διάσημος και αποκήρυξε ορισμένα πρόσωπα και ιδέες. Άλλοι, μάλλον περισσότεροι, δεν μπόρεσαν ποτέ να τον αποδεχτούν γιατί συνέχισε να διεκδικεί ανατρεπτικές ιδέες κλείνοντας πάντα το μάτι στις αποκοτιές τού παρελθόντος του (είχε παραδεχτεί τη συμμετοχή του σε ένοπλες ληστείες που ήταν μια από τις πρακτικές τής Αυτονομίας, ιδίως στην αρχική της φάση).

Με μια έννοια, ο Νέγκρι, καθηγητής στην Πάντοβα, ηγετική φυσιογνωμία  επαναστατικών οργανώσεων και στοχαστής των μεταφυσικών θεμελίων τής κυριαρχίας και της ζωής μπόρεσε να συνυφάνει πολλές διαστάσεις τής εποχής του: να πειραματιστεί πολιτικά με τα όρια, να διδάξει και να γράψει, να δημιουργήσει κύματα συμπαράστασης αλλά και μεγάλη εχθρότητα και αντιπάθειες σε φίλους και αντιπάλους.

Υπήρξε, εντέλει, ένα μεγάλο μέγεθος. Και εγγράφεται ασφαλώς στην ιστορία τού ανατρεπτικού στοχασμού ως μια ιδιαίτερη περίπτωση επιμονής και επινοητικότητας, μέσα στις έννοιες της φιλοσοφίας και στις πρακτικές των αγώνων όπως αυτός τους εννοούσε.

 

Πηγή LiFO

 

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Η ανάκτηση της φυσιοφιλοσοφικής και βιοφιλοσοφικής παράδοσης στο έργο του Renaud Barbaras*

 

 

Σε μια σειρά πονημάτων, εκτεινόμενων σε βάθος εικοσαετίας, ο Renaud Barbaras επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην προϊούσα ριζοσπαστικοποίηση της φαινομενολογικής διερώτησης, η οποία, εφόσον ακολουθηθεί με συνέπεια, οδηγεί στη φιλοσοφία τής φύσης. Το παραδοξολογικό χίασμα που φέρνει στο φως η φαινομενολογική αναγωγή ήτοι το πρωταρχικό δεδομένο μιας υπερβατολογικής συστοιχίας μεταξύ συνείδησης και φαινομένου, με το υποκείμενο να συγκροτεί το αντικείμενο και συνάμα να ανήκει στον κόσμο τον οποίο κατόπιν συγκροτείγεννά το ερώτημα για τη γένεση των ίδιων των όρων τής φαινομενολογικής δωρεάς, ήτοι για το «a priori τού a priori» τής εν λόγω υπερβατολογικής συστοιχίας. Δεδομένου ότι εντός μιας φαινομενολογικής οπτικής η ανάδυση της συνείδησης από μια ύλη ή ζωή στερούμενη συνείδησης παραμένει ένα στερούμενο νοήματος ερώτημα, ο Barbaras θα προχωρήσει διαπιστώνοντας το ομοεκτατό τής συνείδησης ως φαινομενοποιούσας δραστηριότητας και της ζωής ως κίνησης. Το πρόβλημα τότε αφορά τον τρόπο με τον οποίο μια συνεχής, αυτοφανερούμενη Ζωή διασπάται ή χωρίζεται προκειμένου να εκδηλωθεί σε και ως πεπερασμένες ενικές οντότητες, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να γίνει λόγος για τούτο το «πρωταρχικό συμβάν» με φιλοσοφικά μεστό τρόπο. Όμως καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω αρχιζωή δεν έχει αφεαυτής τίποτα το προσωπικό ή το ατομικευμένο, ούτε μάλιστα το καθαυτό ανθρώπινο. Ανήκει στον κόσμο ή μάλλον είναι ο κόσμος ως απερίσταλτη και ακατάπαυστη διεργασία κοσμοποίησης. Η ατομική συνείδηση αποτελεί απότοκο του αρχισυμβάντος τής περατότητας, μιας αναίτιας και αθεμελίωτης ρήξης τής ζωής με τον εαυτό της, μιας αενάως συντελούμενης αυτοπεριστολής, η οποία συνιστά μια πραγματική οντολογική εξορία, έναν αναντίστρεπτο χωρισμό από το απόλυτο. Σημειωτέον ότι ο Barbaras δεν εγκαταλείπει το λίκνο τής φαινομενολογίας ούτε απαρνείται την πλούσια παρακαταθήκη της. Μάλλον επιχειρεί να τανύσει την εμβέλεια της εν λόγω παράδοσης ενίοτε κινούμενος στο όριο, δεδομένου ότι η επίμονη επάνοδος στα αφετηριακά ερωτήματά της απολήγει αβίαστα στην κοσμολογία και τη μεταφυσική. Ούτως, με το φιλοσοφικό του εγχείρημα επαναλαμβάνει με εντυπωσιακή πιστότητα ορισμένα μοτίβα συναντώντας, ανυπερθέτως, και τις ενδεχόμενες απορίεςτής μετακαντιανής φυσιοφιλοσοφικής παράδοσης, αναδιατυπώνοντάς την προβληματική της σʼ ένα ιδιόρρυθμο φαινομενολογικό ιδίωμα.

 ----------------------

* Περίληψη εισήγησης στο συνέδριο «Η φαινομενολογική έρευνα στην Ελλάδα σήμερα» που διοργανώθηκε από το Τμήμα Φιλοσοφίας τού ΕΚΠΑ στις 23-25 Νοεμβρίου τού 2023. Μολονότι το περιεχόμενό της μας είναι ελάχιστα κατανοητό, ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την αποστολή της.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Η ηθική μιας εξέγερσης


 

του Νικόλα Σεβαστάκη 

 

Μισός αιώνας πέρασε από τον Νοέμβριο του 1973 και ακόμα διεξάγονται μάχες μέσα στις λέξεις και στα συναισθήματά μας. Πολλοί είναι πια εκείνοι που σπεύδουν στην ξινή απομυθοποίηση έως τον βαθμό της απαξίωσης. Αντλούν από την εκ των υστέρων γνώση διαφόρων εξελίξεων (όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου) για να αποφανθούν είτε για το μάταιο είτε και για το λάθος εκείνης της συλλογικής έγερσης με επίκεντρο τους φοιτητές αλλά και έναν αφανή λαό: μαθητές, εργάτες, μεγαλύτερους και νεότερους που βρέθηκαν στις συγκρούσεις έξω από το κτίριο του Μετσοβίου (το τελευταίο βιβλίο του ακαταπόνητου ερευνητή Λεωνίδα Καλλιβρετάκη για τους αφανείς εκείνων των ημερών επιβεβαιώνει τη σημασία αυτού του πλήθους¹).

Δεν είναι, φυσικά, ασυνήθιστο να κρίνει κανείς μια ιστορική στιγμή (ούτε την ίδια του τη νεότητα) αναλογιζόμενος τις συνέπειες ή με μια εκ των υστέρων πολιτική καχυποψία. Δεν κρίνεται όμως έτσι η Ιστορία και οι πράξεις των ανθρώπων. Δοκιμάζοντας να κρίνει κανείς την εξέγερση του Πολυτεχνείου με κριτήριο ατομικές περιπτώσεις ή το πώς έγινε πιο σκληρή η δικτατορία μετά την εξέγερση δεν έχει νόημα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί κανείς να εξάγει (από την εξέγερση εκείνη) όλες τις χρήσεις και τις καταχρήσεις δεκαετιών που πιστώθηκαν σε ιδέες και συνθήματα. Το ιδεώδες της εξέγερσης είναι η καρδιά κάθε μαχητικού ιδεαλισμού και ριζοσπαστικής φαντασίας. Μιλώντας όμως για το 1973 και τα παιδιά του Νοέμβρη μιλούμε επί συγκεκριμένου. Ήταν μια μοναδική εξεγερσιακή στιγμή, μια αφύπνιση συνειδήσεων και σωμάτων σε καθορισμένο τόπο και χρόνο.

 Όταν, λοιπόν, εξακολουθούμε να συγκινούμαστε από αυτήν τη στιγμή, έχουμε κατά νου κάτι άλλο από «γνωστά πρόσωπα», επαναλαμβανόμενα συνθήματα ή χιλιοπαιγμένες εικόνες. Κάτι άλλο από επεισόδια, τηλεοπτική αναμονή επεισοδίων ή ρητορικές κορόνες. Κακά τα ψέματα, το Πολυτεχνείο υπήρξε η ηθική νοημοσύνη όσων το έπραξαν και το βίωσαν. Ήταν μια υπογραφή, μια συλλογική επιστολή κάποιων ανθρώπων που βρέθηκαν μέσα σε μια ασυνήθιστη πτύχωση της Ιστορίας. Όλα όσα σωρεύτηκαν ως γνώση εκ των υστέρων για τον ανταγωνισμό πολιτικών γραμμών στο φοιτητικό κίνημα, τις οργανωμένες ή αυθόρμητες πράξεις, τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες ηρωισμού κ.λπ. έχουν φυσικά τη σημασία τους. Δεν μας δίνουν όμως πρόσβαση στην αλήθεια εκείνης της στιγμής που ήταν μια εμπειρία συλλογικής ελευθερίας.

Το '73, εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άνθρωποι, μέσα και έξω, αναμετρήθηκαν με τον φόβο και την οργανωμένη, φονική βία μιας παρακμιακής δικτατορίας. Αποφάσισαν, αθετώντας εν μέρει γραμμές και συχνά παρακούοντας υποδείξεις, να μη γίνουν μέρος μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα «εξημέρωνε» τάχα την εικόνα της χούντας και θα διαιώνιζε μια συνθήκη αυταρχικού κράτους με φιλελεύθερες πινελιές κανονικότητας.  

Οι άνθρωποι που συνέπραξαν στο Πολυτεχνείο, με τον έναν ή άλλο βαθμό συμμετοχής και κινδύνου, είχαν μια ορμή για επινόηση νέων κοινοτήτων αγώνα, ερωτικής και πολιτικής δημιουργίας. Και σκέφτομαι πως ίσως είναι αυτό που δεν τους συγχωρείται από κάποιους μεταγενέστερους. Εμείς, λόγου χάρη, της γενιάς του ’80, νιώθαμε πάντα ως βάρος ενοχλητικό την ιστορία του Πολυτεχνείου. Έτσι προέκυψε είτε η μιμητική χορογραφία είτε μια δύσθυμη άρνηση και ωμή δεξιά υποτίμηση. Η νοεμβριανή εξέγερση έγινε ένα αυτοαναφορικό ξέσπασμα για κάποιους που πάντα εξιδανικεύουν τη σύγκρουση και την κατάληψη, εκτός τόπου και χρόνου. Θεωρήθηκε όμως και κάτι αφόρητο και αντιπαθές από εκείνους που γλίστρησαν σταδιακά στη μνησίκακη ενατένιση του παρελθόντος. Οι μεν θέλουν να ζήσουν διαρκώς μια νεότητα της ρήξης. Οι δε απωθούν και αντιστρατεύονται όλο τον παλαιό εαυτό τους, αποξενωμένοι όμως και από αιτήματα και προσδοκίες που έχουν ακόμα νόημα. Έπειτα ήρθε η εύκολη απομυθοποίηση που τρεφόταν από μια μονότονη προοδευτική ηρωολατρεία. Πολλοί είναι πρόθυμοι να μουρμουρίσουν ένα «σιγά το Πολυτεχνείο» ή «αμάν πια με το Πολυτεχνείο». Ωστόσο, αυτή η διάθεση σχετικοποίησης και σμίκρυνσης είναι απλώς αχαριστία. Αχαριστία όχι απέναντι στον έναν ή άλλον επώνυμο/-η εκείνης της γενιάς παρά στην ίδια την ηθική εκείνης της εξέγερσης που πήρε πάνω της την ευθύνη να μιλήσει για έναν λαό (όπου οι απόντες ήταν πάντοτε η μεγάλη πλειονότητα).

Ας το παραδεχτούμε: τον Νοέμβριο του ’73 συνέβη ένα θαύμα συλλογικότητας. Το υλικό της ήταν συναισθήματα και ιδέες, αλλά κυρίως η αποκοτιά και το θάρρος μιας νεότητας. Γι’ αυτό και η κατοπινή θεσμική και επαγγελματική ζωή, τα συμβόλαια ενηλικίωσης και οι στρατηγικές επιβίωσης των ανθρώπων τις δεκαετίες που ακολούθησαν δεν λένε κάτι για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Όλα αυτά όπως και οι καριέρες και οι χαρακτήρες του τάδε ή του δείνα, όλο αυτό το σχόλιο πάνω στο τι αποδείχτηκε κάποιος ή κάποια στα πενήντα του/της, είναι απλώς η ζωή μετά. Το Πολυτεχνείο υπήρξε όμως μια τομή και ένα ρήγμα απ’ όπου ένας κόσμος μπόρεσε να αισθανθεί θετικά ελεύθερος, ικανός να προσδιορίσει το μέλλον με τις δικές του δυνάμεις. Εφήμερη επινόηση μιας νέας ελευθερίας, αξεδιάλυτα ατομικής και κοινωνικής. Μισό αιώνα αργότερα μπορούμε να ξανασκεφτούμε αυτήν τη στιγμή δίχως αχαριστία και χωρίς τα κουρασμένα λόγια που διανθίζουν τα κομματικά μας διαγγέλματα.

 

[1] Βλ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο - Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973, Θεμέλιο, 2023.

 

Πηγή LiFO

Γκόραν Θέρμπορν - Το καπιταλιστικό κράτος και το διαφαινόμενο τέλος της δυτικής παγκόσμιας κυριαρχίας

 

Στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου έγινε στην Αθήνα ένα ενδιαφέρον συνέδριο με τίτλο «Απέναντι στο κράτος. Αριστερές αναλύσεις και προοπτικές», που διοργανώθηκε από το ευρωπαϊκό δίκτυο transform!, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και το ετήσιο περιοδικό τού transform!, το φετινό τεύχος του οποίου φέρει τον ίδιο τίτλο. Από αυτό το τεύχος επιλέξαμε να μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε, σε δύο συνέχειες, τη συνέντευξη του γνωστού Σουηδού μαρξιστή κοινωνιολόγου και καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, Γκόραν Θέρμπορν, ο οποίος ήταν και ένας από τους ομιλητές τής προαναφερθείσας εκδήλωσης.

[Προλογικό σημείωμα δεύτερου μέρους] Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης του Γκόραν Θέρμπορν στο ετήσιο περιοδικό του transform!, την οποία δημοσιεύσαμε το προηγούμενο Σάββατο, ο Σουηδός μαρξιστής κοινωνιολόγος επικέντρωσε την προσοχή του κυρίως σε δύο θέματα. Το πρώτο αφορούσε τη σημασία τού ελέγχου τού κράτους για την πραγματοποίηση ριζικών μετασχηματισμών, γεγονός που έχει αποδειχθεί από την ιστορική εμπειρία.

Το δεύτερο, πιο θεωρητικό αυτό, αναφερόταν στην ανάγκη διεύρυνσης του ορισμού τού Πουλαντζά για το κράτος ως υλικής συμπύκνωσης του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και μερίδων τάξεων (καθώς και της εθνικής κουλτούρας και της ιστορίας του), αλλά και ως υλικής διάθλασης της θέσης και της ιστορίας του στο γεωπολιτικό διακρατικό σύστημα κάθε εποχής.

Στη βάση αυτού του διευρυμένου ορισμού, η αυτόνομη άσκηση πολιτικής των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών περιορίζεται και από ορισμένους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγαλύτερων από αυτά τα κράτη, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι απόψεις του Θέρμπορν για τον ρόλο τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο φύλλο, συμπληρώνονται στο τωρινό με όσα γράφει για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.

Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της συνέντευξης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι σκέψεις του για την υποχώρηση τής υπό την αμερικανική ηγεμονία νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης –με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναδιπλώνονται στον λεγόμενο «παρεοκρατικό καπιταλισμό», για τη σύνδεση των καπιταλιστικών κρατών με το ψηφιακό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, για τον πράσινο καπιταλισμό που προωθούν διεθνώς η σοσιαλδημοκρατία και η «πεφωτισμένη» Δεξιά, καθώς και για τις ευκαιρίες που ανοίγονται στις δυνάμεις τής Αριστεράς να συνδυάσουν την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με τον οικονομικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

 - Χάρης Γολέμης

 

 

- Ο καπιταλισμός στις διάφορες μορφές του ευθύνεται για τις κλιματικές, υγειονομικές και οικονομικές κρίσεις, δημιουργεί τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό όλων των χωρών και μεταξύ τους, περιορίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία, και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τις πολεμικές συγκρούσεις τής εποχής μας που υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν μέχρι και στην καταστροφή τής ανθρωπότητας. Όλα αυτά πραγματοποιούνται με τις ενέργειες ή τις παραλήψεις κρατών, ιδίως εκείνων των μεγάλων χωρών. Για τον λόγο αυτό, από τον 19ο αιώνα μέχρι πρόσφατα -τουλάχιστον πριν από την πτώση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου- οι ριζοσπαστικές αριστερές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας της Δεύτερης Διεθνούς), καθώς και οι μαρξιστές και ριζοσπάστες διανοούμενοι σε όλο τον κόσμο που ενδιαφέρονταν για την υπέρβαση του καπιταλισμού, είχαν μια συγκεκριμένη στρατηγική απέναντι στο καπιταλιστικό κράτος: ή να το ανατρέψουν και να το αντικαταστήσουν με ένα άλλο, ή να το μετασχηματίσουν με διάφορους τρόπους. Πιστεύετε ότι αυτό έχει αλλάξει τον 21ο αιώνα και αν ναι, ως προς τι;

Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε υπήρχε ένα σημαντικό ρεύμα τού εργατικού κινήματος, ο αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός, που δεν είχε στόχο την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό το ρεύμα ήταν αρκετά ισχυρό στη Νότια Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ισπανία, καθώς και σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από την επαναστατική οργάνωση των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World), οι οποίοι εστίαζαν την δράση τους στους εργασιακούς χώρους, υπήρχαν και τα μετριοπαθή συνδικάτα τής Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας (American Federation of Labor), που κι αυτά δεν προσανατολίζονταν στην κατάκτηση του κράτους. Ο αναρχισμός ήταν επίσης η κύρια πηγή έμπνευσης των πρώτων σύγχρονων επαναστατικών κινημάτων τής Ιαπωνίας και της Κορέας.

Η μετέπειτα καταλυτική στροφή προς μια κρατικο-κεντρική εστίαση τόσο της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής πτέρυγας της εργατικής τάξης, όσο και της Αριστεράς, δικαιώθηκε από την εμπειρία. Οι μεγάλοι προοδευτικοί μετασχηματισμοί που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού οφείλονταν στον με κάποιο τρόπο έλεγχο του κράτους, είτε αυτός αφορούσε τα κράτη πρόνοιας είτε τις αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις. Ούτε οι εργατικές κινητοποιήσεις, ούτε οι συνεταιρισμοί, για να μην αναφερθώ στην αναρχική «άμεση δράση» ενάντια σε μεμονωμένους φορείς εξουσίας και εκμεταλλευτές, έχουν κάποιο συγκρίσιμο ιστορικό κοινωνικών επιτευγμάτων, αν και οι δύο πρώτοι τρόποι δράσης έχουν κι αυτοί καταγράψει διαχρονικές επιτυχίες.

Στην Αριστερά του 21ου αιώνα, μετά το τέλος ή την σχετική περιθωριοποίηση της ταξικής διαλεκτικής τού βιομηχανικού καπιταλισμού, και απέναντι σε καπιταλιστικά κράτη με εμφανώς ισχυρή θωράκιση, εμφανίστηκαν νεο-αναρχικές και συνεταιριστικές ιδέες, ανάλογες εκείνων που ανέφερα προηγουμένως. Τα μαχητικά κινήματα των αρχών τού 21ου αιώνα, όπως αυτά των Occupy και των Αγανακτισμένων, πίστευαν ότι η θεωρητικά χωρίς ηγέτες συμμετοχική δράση τους ήταν το πρόπλασμα ενός διαφορετικού, νέου κοινωνικού κόσμου –περισσότερο ή λιγότερο κομμουνιστικού με την κλασική μαρξιστική έννοια – και όχι το μέσο για την κατάκτηση της εξουσίας.

Σε θεωρητικό επίπεδο, εκείνος που ανέπτυξε μια νέα συλλογιστική προς αυτή την κατεύθυνση ήταν ο αείμνηστος Έρικ Όλιν Ράιτ. Πρώτος αυτός μάς επέστησε την προσοχή στην «κοινωνία», βάζοντας το κράτος σε παρένθεση και θέτοντας το πρωτότυπο ερώτημα: «Ποιο είναι το σοσιαλιστικό στοιχείο στον σοσιαλισμό;». Υποστήριζε ότι αυτό είναι η «κοινωνική εξουσία», δηλαδή η διακυβέρνηση από ανθρώπους οργανωμένους σε εθελοντικές ενώσεις, σε κόμματα, σε κοινότητες, σε συνδικάτα…». Στο τελευταίο στρατηγικό πόνημά του κατέθεσε την άποψη περί της «υπονόμευσης του καπιταλισμού» με διάφορες μορφές κοινωνικής δράσης που δεν εστιάζονται στην κεντρική κρατική εξουσία, οι οποίες δραπετεύουν από τον καπιταλισμό, αντιστέκονται σ’ αυτόν, τον τιθασεύουν και τον εξαρθρώνουν. Θεωρούσε αυτό το είδος τού σύνθετου, σταδιακού κοινωνικού μετασχηματισμού παρόμοιο με την ανάδυση του καπιταλισμού μέσα από τη φεουδαρχία.

Αυτές οι πρακτικές και οι θεωρητικές προσεγγίσεις εμπλουτίζουν την Αριστερά. Ωστόσο, οι δομές και οι θεσμοί τής εξουσίας και της εκμετάλλευσης εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ τα ενθαρρυντικά ριζοσπαστικά κινήματα των δύο πρώτων δεκαετιών αυτού του αιώνα μάς έχουν αφήσει ελάχιστα πράγματα περισσότερα από τη ανάμνησή τους. Η θεωρία του Ράιτ για την υπονόμευση του καπιταλισμού διευρύνει την οπτική τής αριστερής σκέψης και συνδυάζει ένα φάσμα χρονικών οριζόντων, που αρχίζει από τις εδώ και τώρα αποδράσεις από τον καπιταλισμό, όπως η Wikipedia, η κοινοβιακή διαβίωση ή η πρόταση για το βασικό εισόδημα, και φτάνει μέχρι την πολλαπλή συρρίκνωση του χώρου συσσώρευσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Όμως, ο ιστορικός παραλληλισμός τού καπιταλισμού και του σοσιαλισμού που υπάρχει στο έργο του υποτιμά τον ρόλο τής κρατικής βίας και εξουσίας στην ανάδυση του καπιταλισμού μέσω των αστικών επαναστάσεων, και πολύ περισσότερο τον ρόλο τής πολιτικής εξουσίας και της βίας στην υφαρπαγή συλλογικών κοινοτήτων, στην αποικιακή εκμετάλλευση, στους διακρατικούς πολέμους με τα κρίσιμα από ιστορικής πλευράς αποτελέσματά τους, καθώς και στη διατήρηση της εργασιακής πειθαρχίας.

Επιπλέον, πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολύ μεγαλύτερη σημασία που έχει σήμερα το κράτος για τη δυναμική τού καπιταλισμού, σε σύγκριση με τον προηγούμενο αιώνα. Η ψηφιακή επανάσταση, για παράδειγμα, ξεκίνησε από τον αμερικανικό στρατό. Ο σημερινός χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός διατηρείται σε λειτουργία από τις πολιτικές και τις παρεμβάσεις τού κράτους και των κρατικών τραπεζών. Η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση που χρηματοδοτούνται από την φορολογία έχουν γίνει πλέον «κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων» (asset classes) για τη συσσώρευση εταιρικού κεφαλαίου. Ο μετριασμός των, αναπόφευκτων πλέον, κλιματικών καταστροφών εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από κρατικές και διακρατικές δράσεις.

 

- Σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά, το έργο του οποίου εξακολουθώ να θεωρώ πολύτιμο σαράντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, το καπιταλιστικό κράτος είναι «η υλική συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και μερίδων τάξεων». Πιστεύετε ότι αυτός ο ορισμός είναι εννοιολογικά εύστοχος και χρήσιμος για την συγκρότηση του εν δυνάμει νέου επαναστατικού ή μετασχηματιστικού υποκειμένου τής εποχής μας;

Πάντα πίστευα, και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι ο ορισμός τού Πουλαντζά ήταν ευφυέστατος και αποτελεί εξαιρετικό σημείο εκκίνησης για την κατανόηση και την ανάλυση του κράτους. Επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα καπιταλιστικό κράτος δεν είναι απλώς «μια επιτροπή τής άρχουσας τάξης», και ότι μπορεί κάλλιστα να επηρεάζεται από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα. Νομίζω, όμως, ότι αυτός ο ορισμός πρέπει αφενός να γενικευτεί, και αφετέρου να συγκεκριμενοποιηθεί.

Όσον αφορά τη γενίκευση, το σύγχρονο κράτος δεν μπορεί να προσλαμβάνεται μόνο ως καπιταλιστικό κράτος. Τα κράτη αποτελούν επίσης μέρος ενός ιστορικά εξελιγμένου γεωπολιτικού συστήματος κρατών. Και έχουν τις ρίζες τους στην εθνική τους ιστορία και τον πολιτισμό. Θα έλεγα λοιπόν, ότι τα κράτη είναι, ή καλύτερα θα έπρεπε να προσλαμβάνονται αφ’ ενός ως η υλική συμπύκνωση της σχέσης των κοινωνικών δυνάμεων μέσα σε έναν συγκεκριμένο εδαφικό χώρο, του κατά Πουλαντζά συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και μερίδων τάξεων, αλλά και της εθνικής κουλτούρας και ιστορίας με τις δυνάμεις τους και τα αντίστοιχα κινήματα, π.χ. τα κοσμικά ή τα θρησκευτικά, τα φεμινιστικά ή τα πατριαρχικά -και αφ’ ετέρου ως η υλική διάθλαση της θέσης και της ιστορίας τους στο εκάστοτε γεωπολιτικό σύστημα κρατών. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η μελέτη τού τρόπου οργάνωσης ενός κράτους και των τρόπων τής καθημερινής λειτουργίας του -που πραγματοποιείται καλύτερα σε ένα συγκριτικό πλαίσιο- συνιστά μια σημαντική μέθοδο κατανόησης της πολυ-επίπεδης κοινωνικής, πολιτισμικής και γεωπολιτικής ιστορίας μιας κοινωνίας.

Ως προς την συγκεκριμενοποίηση, η υλική συμπύκνωση και η διάθλαση των κρατών ενσωματώνονται σε έναν οργανισμό - στο σύμπλεγμα του κρατικού μηχανισμού. Συνεπώς, το κράτος είναι ένας δρων, κατά μία έννοια με πιο άμεσο τρόπο από ό,τι μια τάξη, επειδή η δεύτερη δεν είναι ένας οργανισμός αλλά μια κοινωνικά δικτυωμένη δύναμη. Επομένως, μεταξύ ενός κοινωνικού αποτυπώματος συμπύκνωσης και διάθλασης, και ενός δρώντος τυπικού οργανισμού υπάρχει πάντα η δυνατότητα μιας σημαντικής κοινωνικής απροσδιοριστίας, δηλαδή οργανωτικής αυτονομίας.

Ποια εξουσία ασκείται όταν λειτουργεί το κράτος; Η κρατική εξουσία ή η ταξική εξουσία ή, γενικότερα, η κοινωνική εξουσία; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που συζητήθηκε πολύ τον καιρό τού Πουλαντζά, αλλά και αργότερα. Η αντιπαράθεση μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιον τρόπο ως επιλογή μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων. Με βάση τη φιλελεύθερη προσέγγιση, η διάκριση μεταξύ κρατικής και μη κρατικής εξουσίας είναι κομβικής σημασίας∙ υπό τη μαρξιστική οπτική, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η ταξική εξουσία ανήκει στην αστική ή την εργατική τάξη. Γενικότερα, το ενδιαφέρον για τον κοινωνικό χαρακτήρα τής εξουσίας οφείλεται στο ενδιαφέρον για ένα ερώτημα που αφορά την εξουσία, το οποίο συχνά αγνοείται: Ποιος είναι ο ρόλος τής εξουσίας;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε την κοινωνική και γεωπολιτική μήτρα -στην οποία περιλαμβάνεται και το είδος τού κρατικού μηχανισμού- μιας κρατικής κυβέρνησης/πολιτικής ηγεσίας. Σ’ αυτήν την κοινωνική μήτρα, έχουν μεγάλη σημασία οι σχέσεις μεταξύ αφενός του κρατικού μηχανισμού, και αφετέρου των εθελοντικών ταξικών οργανώσεων και άλλων κοινωνικών ομάδων, καθώς και το σχετικό βάρος τους.

 

- Στο πλαίσιο της παραπάνω ανάλυσης, συμφωνείτε με την «αριστερή λαϊκιστική» στρατηγική απέναντι στο κράτος που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εμείς (ο λαός) είμαστε το 99%, ενώ οι άλλοι (οι ελίτ) είναι μόνο το 1%», όταν σ’ αυτό το 99% υπάρχουν ανταγωνιστικές μεταξύ τους κοινωνικές δυνάμεις; Θα μπορούσαν οι επιχειρηματικές «μεσαίες τάξεις» (δηλαδή οι ιδιοκτήτες καπιταλιστικών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που ο στόχος τους είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους) να έχουν τις ίδιες απαιτήσεις και την ίδια αντιμετώπιση από το εθνικό κράτος με τους δικούς τους, συνήθως επισφαλείς, εργαζόμενους; Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει την στρατηγική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που οφείλει να έχει η Αριστερά η οποία στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό, πάντοτε όμως μετά από την συγκεκριμένη ανάλυση της εκάστοτε συγκεκριμένης κατάστασης. Δεδομένου ότι έχετε ασχοληθεί στο παρελθόν με τη θεωρία του κράτους -έχω κατά νου το βιβλίο σας What Does the Ruling Class Do when it Rules? [Τι κάνει η άρχουσα τάξη όταν κυβερνά;], αλλά και διάφορα άρθρα σας– θα ήθελα να μας πείτε την άποψή σας γι’ αυτό το ζήτημα.

Η ανάλυση του κράτους και η στρατηγική τού λαϊκισμού είναι κατά τη γνώμη μου δύο εντελώς διαφορετικά θέματα. Η σχεσιακή θεωρία τού κράτους καταδεικνύει τον κοινωνικό του χαρακτήρα, τον οποίο είναι πάντα καλό να γνωρίζουμε, ανεξάρτητα από τους πολιτικούς στόχους και την στρατηγική μας. Ο αριστερός λαϊκισμός είναι μια στρατηγική για να σπάσει το κοινωνικοπολιτικό περίβλημα ενός πολιτικού τοπίου, στο οποίο το ενδεχόμενο η εργατική τάξη να είναι η πλειοψηφία ανήκει ή σε ένα μακρινό και μάλλον απρόσιτο μέλλον -στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής- ή στο παρελθόν - στην περίπτωση της Ευρώπης. Ο ισχυρισμός τού αριστερού λαϊκισμού ότι εκφράζει το 99% είναι, φυσικά, μια ρητορική κατασκευή, τίποτα περισσότερο. Στη Λατινική Αμερική, διφορούμενες προσωπικότητες και καθεστώτα, όπως αυτά του Βάργκας στη Βραζιλία και του Περόν στην Αργεντινή, κατάφεραν να διασπάσουν τον ολιγαρχικό κλοιό στις χώρες τους. Ο αριστερός λαϊκισμός στην Ευρώπη ήταν λιγότερο επιτυχής, και οι προσπάθειες προσέγγισης των μη αριστερών πολιτών δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές.

Τα ταξικά συμφέροντα στην Ευρώπη είναι περισσότερο εδραιωμένα και αρθρωμένα από ό,τι στη Λατινική Αμερική. Παρ’ όλα αυτά, ο ευρωπαϊκός αριστερός λαϊκισμός έχει διευρύνει την απήχηση της Αριστεράς, όπως συνέβη στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην Ισπανία με τους Podemos, και στην Γαλλία με το κόμμα Ανυπόταχτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Μια αμιγώς ταξική στρατηγική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, αλλά ακόμη και στον βιομηχανικό καπιταλισμό τα επιτυχημένα εργατικά κινήματα υποχρεώθηκαν, για να διευρύνουν την απήχησή τους, να απευθυνθούν και σε άλλα στρώματα πέραν της εργατικής τάξης.

 

- Πώς επιδρούν οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, στις πολιτικές των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών;

Αυτό είναι ένα σημαντικό νέο ερώτημα, μεταγενέστερο των συζητήσεων για το μαρξιστικό κράτος των δεκαετιών 1960-1970. Έχει δημιουργηθεί ένα σύνολο διακρατικών οργανισμών που αποτελούν σημαντικούς πυλώνες τής καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η οποία σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στην στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι σημαντικότεροι από αυτούς τους οργανισμούς, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική των περισσότερων καπιταλιστικών κρατών, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο ΝΑΤΟ, η Γαλλία τού Ντε Γκωλ διεκδίκησε στο παρελθόν μια κάποια ανεξαρτησία, και σήμερα η Τουρκία του Ερντογάν αρνείται να συμμετάσχει στον οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στην Ε.Ε, η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν λίγο πολύ να κάνουν ό,τι θέλουν. Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ ασκούν έντονες πιέσεις κυρίως στις φτωχές ή αδύναμες χώρες.

Στο τέλος του 20ού και στις αρχές τού 21ου αιώνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν η Διεθνής Ταξιαρχία τού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Τα «προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής» που επέβαλε είχαν οδυνηρές συνέπειες σε πολλές ευάλωτες οικονομίες και κοινωνίες, οδηγώντας μεταξύ άλλων στην υπερβολική αύξηση των θανάτων από ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος και από φυματίωση. Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ένας πολύ μεγαλύτερος και περισσότερο πολυδιάστατος οργανισμός, αλλά αποτελεί και αυτός μια ισχυρή δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου. Στη δεκαετία τού 1990, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεκίνησε μια βίαιη εκστρατεία με στόχο την ιδιωτικοποίηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, προκειμένου να ενισχύσει τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Εμπνεόμενη από το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων που πραγματοποίησε στη Χιλή η στρατιωτική δικτατορία –υπό την επήρεια των οικονομικών τής Σχολής τού Σικάγου- η εκστρατεία τής Παγκόσμιας Τράπεζας επικεντρώθηκε αρχικά στη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη. (Σύντομα, αυτή η πολιτική κατέληξε σε φιάσκο, διακόπηκε, και σε μεγάλο βαθμό καταργήθηκε.)

Τα τελευταία χρόνια, οι θέσεις τόσο του ΔΝΤ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι λιγότερο ακραίες λόγω των ανησυχιών τους για τις ανισότητες τις οποίες θεωρούν δυνητικά αποσταθεροποιητικές σε κοινωνικό επίπεδο. Τον Σεπτέμβριο του 2022, το ΔΝΤ άσκησε κριτική ακόμη και σε μια μεγάλη δυτική χώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο, επικρίνοντας τον ακραία νεοφιλελεύθερο προϋπολογισμό τής συντηρητικής πρωθυπουργού Λιζ Τρας και του υπουργού οικονομικών τής κυβέρνησής της, Κουάσι Κουαρτένγκ, όχι μόνο για τις πληθωριστικές επιπτώσεις του, αλλά και γιατί οδηγούσε σε διεύρυνση των ανισοτήτων.

 

- Μας είπατε προηγουμένως ότι, εκτός από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, τις πολιτικές των επιμέρους κρατών επηρεάζουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Μπορείτε να μας εξηγήσετε με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Γερμανία και η Γαλλία κάνουν σχεδόν ό,τι θέλουν, είναι ένα μεγάλο φιλελεύθερο σχέδιο, που βασίζεται στο ελεύθερο εμπόριο, την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και την ελεύθερη μετακίνηση των κατοίκων στο εσωτερικό της, το οποίο όμως υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του τις κοινωνικές ανησυχίες των ευρωπαϊκών πληθυσμών. Άλλωστε, οι κυβερνώντες στα κράτη μέλη θέλουν την επανεκλογή τους. Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις η ΕΕ αυτοπροβάλλεται ως ένας οργανισμός που προωθεί την ειρήνη. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα αυτό να φανεί στην πράξη, αποδείχτηκε απρόθυμη ή ανίκανη να αποτρέψει τους πολέμους που οδήγησαν στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, να δεσμευτεί στην εφαρμογή τής Συμφωνίας του Μινσκ για την αυτονομία τής ανατολικής Ουκρανίας και να σταματήσει την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για επέκταση του ΝΑΤΟ και των στρατιωτικών βάσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά τη ρωσική εισβολή, η ΕΕ αποφάσισε να συμμετάσχει και αυτή στον πόλεμο, μετατρεπόμενη σε μια γεωπολιτική οικονομική πολεμική μηχανή επιβολής συνεχώς κλιμακούμενων «κυρώσεων».

Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε ως ένας αντικομμουνιστικός στρατιωτικός οργανισμός του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος δεν χρειάστηκε ποτέ να υπερασπιστεί κάποια χώρα μέλος του από εξωτερική επίθεση, αλλά συμμετείχε στις εισβολές στο Αφγανιστάν και τη Λιβύη. Ανέπτυξε έναν διεθνή μυστικό μηχανισμό υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες εσωτερικές απειλές κατά της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, καθώς και για να λειτουργήσει ως δύναμη υποστήριξης στα μετόπισθεν (stay-behind force) σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, όπως αποδείχτηκε από την «Επιχείρηση Gladio»[1]. Η Gladio επισήμως διαλύθηκε το l990, αλλά η ευθυγράμμιση του ΝΑΤΟ με την αμερικανική υπερδύναμη ενίσχυσε το «παρακράτος» σε μια σειρά από χώρες, το οποίο λειτουργούσε –κάτω από το ραντάρ της δημοκρατίας– υπό την καθοδήγηση του Πενταγώνου και της CIA, αποτελούμενο από στρατιωτικούς, ασφαλίτες, κατασκόπους, πράκτορες, «αναλυτές σε θέματα ασφάλειας» και κάποιους επιλεγμένους πολιτικούς.

Όμως, το πιο επικίνδυνο παρακράτος είναι η Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, που σχεδιάζει, υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών φυσικά, ποιες περιοχές της Ρωσίας και της Κίνας θα αφανιστούν σε έναν μελλοντικό πυρηνικό πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αίτηση της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ συνοδεύτηκε από ένα νέο νόμο που δίνει στο κράτος το δικαίωμα να κλείνει τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια που θεωρούνται επικίνδυνα για την εθνική ασφάλεια, και να προχωρήσει σε αλλαγή τού Συντάγματος η οποία θα καθιστά δυνατή την παραπομπή ατόμων για κατασκοπεία στην περίπτωση που δημοσιοποιήσουν πληροφορίες που βλάπτουν τις συμμαχικές δυνάμεις και τις μεταξύ τους σχέσεις.

 

- Παρά τον κυρίαρχο λόγο για την «παγκοσμιοποίηση», σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι προϊόν τής «τεχνολογικής αλλαγής» ή/και μιας αυτόνομης αλλαγής στις σχέσεις παραγωγής, η οποία οδήγησε στη μείωση του ρόλου τού εθνικού καπιταλιστικού κράτους και στη σταδιακή εξαφάνισή του, το τελευταίο ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι παρόν στις κοινωνίες στο ορατό μέλλον. Τα μεγάλα κράτη, κυρίως οι ΗΠΑ, ήταν αυτά που δημιούργησαν και επέβαλαν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μέσω των εθνικών νομοθεσιών, του αυταρχισμού, των διεθνών οργανισμών, του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία Covid, και ύστερα από σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερων πολιτικών, το κράτος παρεμβαίνει εκ νέου στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, αυτή τη φορά με ένα θετικό τρόπο. Θεωρείτε αυτή την εξέλιξη ως μια ήττα τού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, να ωφελήσει τη χειραφετητική αντικαπιταλιστική υπόθεση της Αριστεράς, ή μήπως υπάρχει ο κίνδυνος αυτή να οδηγήσει στην επικράτηση του δεξιού και ακροδεξιού εθνικισμού;

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έχει εξουδετερωθεί από τη γεωπολιτική τής υπεροχής της Δύσης. Το ελεύθερο εμπόριο, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού έχουν πια παραμεριστεί ως προτεραιότητες από την εθνική ασφάλεια, την οικονομική απεξάρτηση και την εθνική ισχύ. Την δεκαετία του 2010, η ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών διαπίστωσε ότι οι Κινέζοι ήταν αυτοί που κέρδιζαν το παιχνίδι τής παγκοσμιοποίησης. Η Κίνα έγινε η μεγαλύτερη οικονομία τού κόσμου, με βάση τη σταθμισμένη αγοραστική δύναμη. Ως εκ τούτου, το καθεστώς των ΗΠΑ επανήλθε στο παλιό παιχνίδι τής αυτοκρατορικής γεωπολιτικής. Τώρα, τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται στη διατήρηση της αμερικανικής τεχνολογικής και στρατιωτικής υπεροχής.

Το τέλος της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης πρέπει να θεωρηθεί ως η αρχή τού τέλους 500 χρόνων παγκόσμιας κυριαρχίας τής Δύσης, και της παρακμής τής ευρωαμερικανικής λευκής χριστιανικής δυναστείας που κυβέρνησε τον κόσμο για σχεδόν μισή χιλιετία. Η αμερικανική ελίτ συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί πλέον να προσδοκά ότι θα κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και κάνει μια στρατηγική υποχώρηση. Αντί να επιδιώκουν την κυριαρχία σε οικονομικό επίπεδο μέσω μιας οικουμενικής αγοραίας τάξης πραγμάτων που «δεσμεύεται από κανόνες», οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδιπλώνονται σε αυτό που οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι μέχρι [;] ονομάζουν «παρεοκρατικό καπιταλισμό» ή «καπιταλισμό των κολλητών», ο οποίος οχυρώνεται σε έναν υπο-παγκόσμιο κύκλο φιλικών χωρών.

Η παγκόσμια επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιθανό να συνεχίσει να υποχωρεί, και η ασιατική, όχι μόνο η κινεζική, επιρροή να συνεχίσει να αυξάνεται. Αλλά ούτε ο τρόπος, ούτε ο χρόνος τού τέλους της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ μπορούν να προβλεφθούν, ούτε και τι θα διαδεχθεί τη δυτική δυναστεία. Δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η διάδοχη κατάσταση να είναι μια παγκόσμια δημοκρατία.

Η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού έχει δεχθεί δύο μεγάλα πλήγματα: την πανδημία και τις γεωπολιτικές προκλήσεις. Το κράτος δεν είναι πλέον «το πρόβλημα», όπως διακήρυττε κάποτε ο Ρήγκαν, αλλά η λύση στα μεγάλα προβλήματα: τις πανδημίες, τις πολεμικές κινητοποιήσεις κατά της Ρωσίας και της Κίνας, την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται σαφώς για μια ήττα τού νεοφιλελευθερισμού, αλλά σίγουρα όχι για μια νίκη τού ακροδεξιού εθνικισμού.

Προς το τέλος της πανδημίας, φάνηκε ότι αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει μια οικολογική αλλαγή και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ιδέες για μια «Πράσινη Νέα Συμφωνία» κέρδιζαν έδαφος, η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργαζόταν ένα νέο σχέδιο χρηματοδότησης των μεταρρυθμίσεων στα κράτη μέλη, η πεφωτισμένη αστική τάξη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους συντάκτες των Financial Times και τον διευθυντή του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, Κλάους Σβαμπ, πρότεινε και (ο Σβαμπ) προέβλεπε την πραγματοποίηση μιας ριζοσπαστικής εξισωτικής κοινωνικής αλλαγής. Όμως, οι αγγλοσαξονικές Νέες Συμφωνίες εμποδίστηκαν από τις εγχώριες πολιτικές και η διεθνής μεταρρυθμιστική ατζέντα ανατράπηκε από τη γεωπολιτική εποχή των παγετώνων, που εγκαθιδρύθηκε με αυξανόμενη ταχύτητα από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Αυτός που ενισχύεται, δεν είναι τόσο ο ακροδεξιός εθνικισμός, όσο ο ακροδεξιός και κεντρώος διεθνισμός, που αποτυπώνεται στην αυξανόμενη παν-δυτική σινοφοβία και την πανευρωπαϊκή ρωσοφοβία, με τον επικεφαλής των εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ να διαχωρίζει τον κόσμο σε έναν ευρωπαϊκό (και συμμαχικό) «κήπο» και σε μια «ζούγκλα» του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και με τις αγωνιώδεις προσπάθειες του καθεστώτος Μπάιντεν να δημιουργήσει δύο παγκόσμια μπλοκ, ένα με συμμάχους–εταίρους και ένα με εχθρικούς στόχους στους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις. Σε όλη αυτήν τη διαδικασία πουθενά δεν φαίνονται κάποια σημάδια ενίσχυσης μιας χειραφετητικής αντικαπιταλιστικής πορείας.

 

- Υπάρχουν κάποια παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, παραδείγματα κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας από κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς ή συμμετοχής σ’ αυτήν από τη θέση του ελάσσονος εταίρου. Αναφέρω ενδεικτικά τη βραχυχρόνια κυβέρνηση συνεργασίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος τη δεκαετία του 1980, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (σε συνεργασία με το μικρό δεξιό κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες) στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2019, καθώς και τη συμμετοχή των UNIDAS PODEMOS στην κυβέρνηση υπό τον σοσιαλιστή Σάντσεθ στην Ισπανία την περίοδο 2020-2023. Με βάση αυτές και άλλες εμπειρίες, όπως π.χ. από τις Βόρειες Χώρες, σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η κυβερνώσα ή η συμμετέχουσα σε πλουραλιστικές κυβερνήσεις ριζοσπαστική Αριστερά, ειδικά σε μικρές ή μεσαίες χώρες της Ευρώπης μπορεί να υπηρετήσει τον στρατηγικό της στόχο σταδιακής υπέρβασης του καπιταλισμού; Μήπως, το πιθανότερο αποτέλεσμα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ο μετασχηματισμός των ριζοσπαστικών κομμάτων που κυβερνούν σε ακίνδυνες πολιτικές δυνάμεις; Θα μπορούσε η κατάσταση να είναι διαφορετική σε μεγάλες χώρες ή σε χώρες άλλων περιοχών τού πλανήτη, για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική;

Στο ορατό μέλλον, δεν υπάρχει η δυνατότητα ριζικών προοδευτικών µετασχηµατισµών σε οποιαδήποτε περιοχή της Ευρώπης. Αντιθέτως, ολόκληρη η ήπειρος οπισθοδρομεί, καταφεύγοντας στη στρατιωτικοποίηση, την ξενοφοβία, τη λογοκρισία, καθώς και σε μια σαδο-φιλελεύθερη τιμωρητική επιχείρηση. Οι προοδευτικές δυνάμεις που έχουν απομείνει, πρέπει να παλέψουν για την επιβίωσή τους. Στη Λατινική Αμερική έχει δημιουργηθεί κάποιος χώρος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και για μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Αλλά ο κοινωνικός χώρος είναι σαφώς μικρότερος από εκείνον της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα. Η Αφρική και η Ασία απεγκλωβίζονται από τη μέγγενη των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων. Ωστόσο, οι κοινωνικές προοπτικές σ’ αυτές τις περιοχές τού κόσμου είναι πολύ ασαφείς.

 

- Κατά την γνώμη σας ισχύει η άποψη ότι τα καπιταλιστικά κράτη είναι συνδεδεμένα με το χρηματοπιστωτικό και το ψηφιακό κεφάλαιο; Και μπορεί η Αριστερά να σπάσει αυτή τη διασύνδεση;

Ναι, όντως συμβαίνει αυτό. Οι κρατικές πολιτικές και η κρατική χρηματοδότηση επέτρεψαν και προώθησαν την ψηφιακή επανάσταση, άνοιξαν τις στρόφιγγες για τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και επενέβησαν για να διασώσουν τους κερδοσκόπους στις περιπτώσεις οικονομικής κατάρρευσης. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το κεφάλαιο υψηλής τεχνολογίας συγκροτούν τον πυρήνα τού σύγχρονου καπιταλισμού και ο δεσμός τους με το κράτος-προστάτη τους είναι άρρηκτος στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως, είναι εφικτό να δημιουργηθεί μια ισχυρή αριστερή ψηφιακή υποδομή και αριστερά κοινωνικά δίκτυα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την καπιταλιστική εξουσία. Στον αιώνα που ζούμε η ψηφιακή κινητοποίηση αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο τόσο της εξουσίας, όσο και της αντι-εξουσίας. Δυστυχώς, στις δημοκρατικές χώρες αυτό το εργαλείο έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής με μεγαλύτερη επιτυχία από ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο.

 

- Μπορεί η κυβερνώσα Αριστερά να αμφισβητήσει την υποταγή τού κράτους στις διαθέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση;

Η αντίσταση στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πολύ δύσκολη, γιατί κοστίζει πολύ ακριβά, δεδομένου ότι μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση του νομίσματος, μείωση της δυνατότητας δανεισμού ή ακόμα και αποκλεισμό από τις χρηματαγορές, με αποτέλεσμα τη βραχυπρόθεσμη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Για να μπορέσει να αντισταθεί κάποιος σ’ αυτές τις πιέσεις, πρέπει να έχει το σθένος τού Λένιν ή του Φιντέλ Κάστρο, και τη στήριξη μιας ομάδας άλλων κρατών.

Πάντως, η σχέση των χρηματαγορών με την κλιματική κρίση είναι ένα περίπλοκο ζήτημα. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είναι εξ ορισμού προστάτης τής παραγωγής που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Δεν υπάρχει κάποια εγγενής σύνδεση των συμφερόντων τους, αν και πολλοί διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων (asset managers) έχουν επενδύσεις σε εταιρείες παραγωγής υδρογονανθράκων. Ένα σημαντικό τμήμα τού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχει εκφράσει την υποστήριξή του στη μετάβαση σε έναν καπιταλισμό χωρίς ορυκτά καύσιμα. Η πίεση του κεφαλαίου κατά της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι πιο πιθανό να προέλθει –και ήδη προέρχεται– από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων παρά από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Η δυνατότητα προσαρμογής του κεφαλαίου σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων μένει να φανεί. Αλλά η Αριστερά καλό είναι να γνωρίζει ότι ο πράσινος καπιταλισμός δεν είναι αδιανόητος και ότι αποτελεί την επιδίωξη τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της πεφωτισμένης Δεξιάς. Όμως, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και ως εκ τούτου οι δυνάμεις τής Αριστεράς είναι πολύ πιθανόν να έχουν αρκετές ευκαιρίες να πιέσουν για εναλλακτικές λύσεις που θα συνδυάζουν την ενεργειακή μετάβαση με τον οικονομικό μετασχηματισμό.

 

Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

 

Σημειώσεις:

1. ΣτΕ: Η Επιχείρηση Γκλάντιο (Operation Gladio‎) είναι η κωδική ονομασία μιας μυστικής παρακρατικής-παραστρατιωτικής επιχείρησης του ΝΑΤΟ και της CIA, που οργανώθηκε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, σε συνεργασία με διάφορες εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών με στόχο την αποτροπή εγκαθίδρυσης στη Δυτική Ευρώπη κομμουνιστικών καθεστώτων, ή/και στην περίπτωση που αυτό θα συνέβαινε, την οργάνωση ένοπλης αντίστασης από ειδικές δυνάμεις των μετόπισθεν (stay behind forces). Η δράση της ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά στην Ιταλία, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτή είχε επεκταθεί και σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με δυτικοευρωπαίους ερευνητές, η Επιχείρηση Gladio περιλάμβανε τη χρήση δολοφονιών, ψυχολογικού πολέμου και ενεργειών που αποδίδονταν στους αντιπάλους τού ΝΑΤΟ με στόχο την απονομιμοποίηση των κομμουνιστικών και κάποιων αριστερών κομμάτων, ενώ έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει αντικομμουνιστικές πολιτοφυλακές που βασάνισαν και δολοφόνησαν κομμουνιστές.

 

Πηγή Εποχή (I, II

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Μία ιστορία τεχνολογίας από τη Χιλή του Αλιέντε

 

της Δώρας Κοτσακά

 


Τον Σεπτέμβριο έκλεισαν 50 χρόνια από το πραξικόπημα στη Χιλή και μια ματιά στον διεθνή Τύπο φανερώνει ότι η επέτειος λειτούργησε από αναστοχαστικά και με συγκινησιακή φόρτιση για τους περισσότερους έως αναθεωρητικά για την πλευρά που ακόμα στοιχειώνει το φάντασμα του Αλιέντε. Η πολιτική κληρονομιά του είναι πολύπλευρη και στο παρόν κείμενο μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε μία ενδιαφέρουσα -σαν από φουτουριστική χρονοκάψουλα προερχόμενη- ιστορία. Ο Πρόεδρος της Χιλής έπεσε υπερασπιζόμενος τη δημοκρατία μισό αιώνα πριν, ωστόσο μια ματιά στα πεπραγμένα τής σύντομης κυβέρνησής του μπορεί σήμερα να προσφέρει και σε ζητήματα που σχετίζονται με την ψηφιακή μετάβαση.
 
Το σημερινό μοντέλο τού Διαδικτύου έχει τα θεμέλιά του στο US Defense Department’s Advanced Research Projects Agency Network (ARPANET) και στα τέλη τής δεκαετίας τού ’60. Ένα από τα βασικά κίνητρα για την κατασκευή του υπήρξε η ανάγκη αποκεντρωμένης επικοινωνίας σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου τα κέντρα αποφάσεων και ελέγχου θα αποτελούσαν τους πρώτους στόχους. Παρότι οι Βρετανοί είχαν βγει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την ισχυρότερη τεχνολογία στην Πληροφορική, ήταν τελικά οι ΗΠΑ που δημιούργησαν τη ραχοκοκαλιά τού παγκόσμιου ιστού με δημόσια χρηματοδότηση και χαρακτηριστικά ψυχροπολεμικής αμυντικής βιομηχανίας. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους εργάζονταν από το 1959 πάνω στο OGAS project, μία πρωτόλεια σύλληψη του Διαδικτύου μέσω της προσπάθειας διασύνδεσης των υπολογιστών. Εντός αυτού του διεθνούς περιβάλλοντος εμφανίστηκε η ιδέα του Cybercyn στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70 στη Χιλή. Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς σε αυτή την ιδιαίτερη πολιτική συνθήκη επιστήμονες και πολιτικοί προεικόνισαν τις εφαρμογές τής τεχνολογίας και της επεξεργασίας των δεδομένων, απαλλαγμένοι από τις προεγγραφές του σήμερα.
 
 
 
Το Cybersyn στην υπηρεσία ενός πολιτικού σχεδίου
 
Το Project Cybersyn ήταν ένα τολμηρό τεχνολογικό σχέδιο, συνδεδεμένο με ένα τολμηρό πολιτικό σχέδιο. Η σύνδεση κράτους, εταιρικών διευθυντών και εργατών αποτέλεσε τη βάση ενός νέου τεχνολογικού συστήματος με στόχο τη ρύθμιση της οικονομικής μετάβασης της Χιλής, ώστε να εξυπηρετήσει τη σοσιαλιστική προοπτική με τον τρόπο που την εφάρμοζε η κυβέρνηση του Αλιέντε. Η εθνικοποίηση καίριων βιομηχανιών αποτέλεσε το θεμέλιο του επανασχεδιασμού τής χιλιανής οικονομίας. Μέχρι το τέλος τού 1971 η κυβέρνηση είχε πάρει υπό τον έλεγχό της περισσότερες από 150 επιχειρήσεις, μεταξύ αυτών 12 από τις 20 μεγαλύτερες εταιρείες τής χώρας. Η επόμενη εικόνα ήταν η δημιουργία πλήθους προβλημάτων στη διαχείριση του όγκου των δεδομένων που προέκυπταν, καθώς η κυβέρνηση δεν είχε εμπειρία σε αυτόν τον τομέα.
 
Σε μία προσπάθεια να απαντηθούν οι προκλήσεις που είχαν δημιουργηθεί, το 1971ο νεαρός Χιλιανός μηχανικός Fernando Flores, ο οποίος εργαζόταν για τον Αλιέντε, προσκάλεσε τον Βρετανό Stafford Beer, ειδικό στην επιστήμη τής κυβερνητικής (cybernetician), να συνδράμει την προσπάθεια. Η κυβερνητική αναδύθηκε ως επιστημονικό πεδίο στα μέσα του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της προσπάθειας κατανόησης του ρόλου τής επικοινωνίας στον έλεγχο κοινωνικών, βιολογικών και τεχνικών συστημάτων. Στην πρόσκληση που τού απηύθυνε ο Flores ζητούσε τη συμβολή του σχετικά με την εφαρμογή τής κυβερνητικής στη διαχείριση του εθνικοποιημένου τομέα τής χιλιανής οικονομίας, ο οποίος διευρυνόταν ταχύτατα.
 
Τα δεδομένα συλλέγονταν μέσω ενός δικτύου εκατοντάδων συσκευών τέλεξ (cybernet) και τα επεξεργαζόταν το λογισμικό Cyberstride που είχε εγκατασταθεί σε έναν ογκωδέστατο υπολογιστή IBM 360/50. Το σύστημα που σχεδιάστηκε θα παρείχε σε καθημερινή βάση πρόσβαση στα δεδομένα παραγωγής των εργοστασίων και σε ένα σετ εργαλείων πληροφορικής, τα οποία η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να προβλέψει μελλοντικές εξελίξεις στο πεδίο. Επιπλέον, περιλάμβανε μία φουτουριστική αίθουσα που λειτουργούσε ως κέντρο ελέγχου και θα διευκόλυνε την κυβέρνηση μέσα από επεξεργασία και καλύτερη κατανόηση των δεδομένων.
 
Ο Beer οραματίστηκε ένα σύστημα που θα αύξανε τη συμμετοχή των εργατών στην οικονομία, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε την αυτονομία των διευθυντών των εργοστασίων, ακόμα και στο πλαίσιο της αυξανόμενης κρατικής επιρροής. Η συνεχής και υποβοηθούμενη από την Πληροφορική ανάλυση είχε ως στόχο να επιτρέψει στους διευθυντές να κάνουν τις σωστές παρεμβάσεις τη σωστή στιγμή και στο σωστό επίπεδο του συστήματος παραγωγής. Στο σχέδιο του Beer θα δινόταν στα εργοστάσια κάποιος χρόνος να λύσουν τα ανακύπτοντα προβλήματα. Μόνο αν αποτύγχαναν, θα παρενέβαιναν τα ανώτερα επίπεδα του συστήματος, περιλαμβανομένων και των υπουργείων.
 
Εκτός από το να συλλέγει δεδομένα από τα εθνικοποιημένα εργοστάσια και τις πηγές εφοδιασμού τής χώρας, το Project Cybersyn έδειξε την αξία του και κατά τη διάρκεια των σχεδόν εμφυλιοπολεμικών συνθηκών που επικράτησαν πριν από το πραξικόπημα του 1973. Όταν η CIA πρόσφερε 2 εκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες μεταφορών για να σηκώσουν το χειρόφρενο και να προκαλέσουν οικονομική ασφυξία στη Χιλή, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το Cybersyn για να συντονίσει τον εφοδιασμό τού Σαντιάγκο με είδη πρώτης ανάγκης, έχοντας στη διάθεσή της μόλις 200 φορτηγά. Σύμφωνα με τον Beer, το δίκτυο των συσκευών τέλεξ μετέδιδε δύο χιλιάδες μηνύματα σε καθημερινή βάση κατά τη διάρκεια της απεργίας. Σε μια χώρα που δεχόταν συνεχείς προβοκάτσιες και σαμποτάζ από δυνάμεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, της τοπικής αστικής τάξης και φασιστικών ομάδων, όπως η Patria y Libertad, το Cybersyn βοήθησε τη χιλιανή κυβέρνηση να έχει πρόσβαση στο ταχύτατα μεταβαλλόμενο απεργιακό περιβάλλον και να προσαρμοστεί.
 
Παράλληλα, φαίνεται ότι η επεξεργασία πολιτικής θέσης απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη σημασία τής τεχνολογίας δεν απασχόλησε μόνο τη Χιλή στην ευρύτερη περιοχή τής Λατινικής Αμερικής. Την 1η Αυγούστου τού 1973 στη Λίμα τού Περού έλαβε χώρα μία διπλωματική σύνοδος, της οποίας τις εργασίες πλαισίωσαν διπλωμάτες από τη Βολιβία, τη Χιλή, την Κολομβία, το Εκουαδόρ και το Περού, με αντικείμενο τη δημιουργία μίας δίκαιης τεχνολογικής παγκόσμιας τάξης. Κεντρικό ερώτημα συνιστούσε το αν ένας νέος διεθνής θεσμός -το τεχνολογικό ισοδύναμο του ΔΝΤ- θα μπορούσε να εξασφαλίσει πρόσβαση στα οφέλη τής τεχνολογικής προόδου για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο Χιλιανός υπουργός εξωτερικών δήλωνε τότε ότι «500 πολυεθνικές επιχειρήσεις ελέγχουν το 90% τής παγκόσμιας παραγωγής στον τομέα τής τεχνολογίας».
 
Τα παραπάνω αποτελούν μία ενδιαφέρουσα γωνία θέασης προκειμένου να εκτιμήσουμε την κατάσταση στο σήμερα, στο πλαίσιο του -σχεδόν φυσικοποιημένου στο κυρίαρχο αφήγημα- ολιγοπωλιακού καθεστώτος λειτουργίας των Big Tech. Για τους συμμετέχοντες στη σύνοδο η τεχνολογική κυριαρχία συνιστούσε προϋπόθεση για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και την εθνική τους κυριαρχία. Κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από τις ομιλίες που εκφωνούσε δημόσια ο Αλιέντε όσο και από τις πολιτικές του που στόχο είχαν να περιορίσουν τη μονοκρατορία τής αμερικανικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών ITT Corporation στη χώρα του. Η πολιτική του κληρονομιά περιλαμβάνει και ένα πλαίσιο αντίληψης της τεχνολογίας με όρους γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς.
 
 
Η σημασία του δημοκρατικού ελέγχου
 
Είναι αναγκαία η επανατοποθέτηση των κοινωνιών στον έλεγχο των μηχανικών υπολογιστών και των προγραμματιστών, όταν οι αλγόριθμοι και οι πληροφορίες παίζουν τόσο ζωτικό ρόλο στην καθημερινή όσο και στην πολιτική μας ζωή
 
Η εμπειρία του κορωνοϊού και των εντεινόμενων καταστροφικών φαινομένων που συνοδεύουν την κλιματική κρίση αποκάλυψαν τον μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας των σύγχρονων παγκόσμιων προκλήσεων. Οι ελπίδες επιβίωσης για μία κοινωνία, πέραν των δημόσιων υποδομών, συνδέονται και με τη συλλογή πληροφοριών, στη βάση των οποίων δημιουργούνται αφαιρετικά μοντέλα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι απειλές. Πρόκειται για μια μορφή συλλογικής διάνοιας, που δεν πρέπει να συγχέουμε με τις παρακολουθήσεις και την παραβίαση του προσωπικού απορρήτου των πολιτών.
 
Ο Αλιέντε και οι συνεργάτες του φαίνεται να αναζήτησαν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πενήντα χρόνια πριν. Το Project Cybersyn δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο. Απώτερο στόχο δεν είχε να προσφέρει το μονοπώλιο της γνώσης και της εποπτείας στον ηγέτη, αλλά να επιτρέψει τη λειτουργία αυτόνομων -ωστόσο συντονισμένων- μονάδων παραγωγής, με έλεγχο από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Μας θυμίζει ότι το κράτος παίζει σημαντικό ρόλο στον τεχνικό σχεδιασμό και μπορεί να βοηθήσει στην εφαρμογή καινοτομιών προτεραιοποιώντας το κοινωνικό όφελος και την υποστήριξη περιθωριοποιημένων ομάδων. Μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για νέες κατευθύνσεις στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο τον σχεδιασμό. Έχει τη δυνατότητα να θέσει ψηλά στην ατζέντα όσων ασχολούνται με την τεχνολογία την κοινωνική ωφελιμότητα των αναπτυσσόμενων συστημάτων. Το τελευταίο μπορεί να συνάδει ή να μην συνάδει με κερδοφορία, επιτυχία στην αγορά, αποτελεσματικότητα, τεχνική φινέτσα ή στιλ στον σχεδιασμό τού συστήματος. Η καινοτομία στον τομέα τής Πληροφορικής δεν γεννήθηκε με τις startups τής Silicon Valley και μπορεί να θριαμβεύσει λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους που η εμβέλεια της αγοράς δεν αγγίζει.
 
Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο που οραματίστηκαν στη Χιλή τού Αλιέντε αναδεικνύει τη σημασία όχι μόνο τής ανοικτότητας και της διαφάνειας στον σχεδιασμό τού κώδικα και των τεχνολογιών, αλλά και του δημοκρατικού ελέγχου. Σήμερα οι αλγόριθμοι παράγουν αποτελέσματα με κανονιστικό περιεχόμενο για τη λειτουργία τής κοινωνίας. Αυτό και μόνο αρκεί για να μην τους αντιμετωπίζουμε ως αποκλειστική αρμοδιότητα των μηχανικών και των προγραμματιστών. Ο απολίτικος ντετερμινισμός, που εκθειάζει την καινοτομία αντιμετωπίζοντας την επόμενη εφαρμογή, online υπηρεσία ή smart συσκευή ως τον καλύτερο τρόπο να προχωρήσει η κοινωνία και να απαντηθούν τα προβλήματα, έχει φέρει την ανθρωπότητα σε ένα κρίσιμο όριο. Είναι απαραίτητο να σκεφτούμε δημιουργικά σχετικά με τη νέα δομή των οργανώσεων και της πολιτικής διαδικασίας που μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες τού «ψηφιακού μας κόσμου», όπως και τον τρόπο με τον οποίο οι νέες τεχνολογίες μπορούν να αποτελέσουν μέρος αυτής της προσπάθειας.
 
 
* Η Δώρα Κοτσακά είναι Δρ Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ερευνήτρια
 
 
Πηγή Η Αυγή

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας

 

του Γεράσιμου Μοσχονά

 

Το Κοινό Πρόγραμμα (Κ.Π.) αποτελεί «το πιο συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που διατυπώθηκε ποτέ στη Γαλλία». Αυτό δήλωνε στις 28 Ιουνίου 1972, την επομένη τής υιοθέτησης του Κ.Π. από τους Γάλλους κομμουνιστές και σοσιαλιστές, ο Αλέν Κριβίν, εμβληματικός τροτσκιστής ηγέτης και έντονα κριτικός προς την Ενωμένη Αριστερά. Το Κοινό Πρόγραμμα έφερε τα πάνω κάτω στο γαλλικό πολιτικό σύστημα. Οδήγησε σε έναν ισχυρό διπολισμό (Δεξιά – Αριστερά), ανέτρεψε την πρωτοκαθεδρία των κομμουνιστών στο εσωτερικό τής Αριστεράς και οδήγησε, μετά πάνω από 20 χρόνια στην αντιπολίτευση, στη μεγάλη νίκη τού Φρανσουά Μιτεράν στις 10 Μαΐου 1981, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με ποσοστό 51,8%. Το «πιο συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που διατυπώθηκε ποτέ στη Γαλλία» ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για τα δεδομένα τής ευρωπαϊκής Αριστεράς τής εποχής. Η υπογραφή του ολοκλήρωσε μια δύσκολη διαδικασία προσέγγισης μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών, η οποία είχε ξεκινήσει στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960· είχε δε ως στόχο όχι απλώς την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία, αλλά τον μετασχηματισμό τής κοινωνίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Ήταν όμως έτσι;

Παρακάτω θα αναπτύξουμε δύο ιδέες.

Το Κ.Π. αποτέλεσε το πρώτο βήμα διαμόρφωσης ενός «συστήματος δυαδικής δύναμης» (σοσιαλιστές + κομμουνιστές) το οποίο οδήγησε τη γαλλική Αριστερά, στο εσωτερικό τής οποίας κανένα κόμμα, και πάντως όχι το σοσιαλιστικό, δεν διέθετε τα χαρακτηριστικά τής κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, στην ανάληψη ενός άτυπου σοσιαλδημοκρατικού «ρόλου» εντός τού κομματικού συστήματος.

Η κυβερνητική εμπειρία τής Ενωμένης Αριστεράς υπήρξε –για το σύνολο της Ευρώπης– η τελευταία, η πιο προχωρημένη και πολιτικά η πιο αξιόπιστη απόπειρα διατήρησης στη ζωή τού μεταπολεμικού σοσιαλδημοκρατικού οικονομικού παραδείγματος. Η οικονομική αποτυχία της, αποτυχία που σηματοδοτείται από τη μεγάλη στροφή στη λιτότητα το 1983, άνοιξε οριστικά τον δρόμο προς μια νέου τύπου κυβερνώσα Αριστερά, πιο κοντά σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε ο «Τρίτος Δρόμος».

Η θεωρία τής «αστικοποίησης» της εργατικής τάξης βρήκε τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της στα τέλη τής δεκαετίας τού 1950 και στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960. Στη Γαλλία, ο Ρενέ Μουριό, το 1970, θεωρούσε δεδομένο ότι «οι εργάτες ψήφιζαν όλο και περισσότερο υπέρ δεξιών υποψηφίων. Πρόκειται για ένα διεθνικό φαινόμενο που πήρε μεγαλύτερη έκταση στη Γαλλία απ’ ό,τι αλλού, και ιδιαίτερο χρωματισμό με την προεδρία τού στρατηγού Ντε Γκωλ». Ωστόσο, η αλλαγή τής «πολιτικής προσφοράς», μέσω της συγκρότησης της Ένωσης, φάνηκε να σαρώνει, σε λιγότερο από ένα χρόνο, τις θεωρίες τής αστικοποίησης της εργατικής τάξης και του τέλους των ιδεολογιών. Στις βουλευτικές τού 1973, ένα μόλις έτος μετά την υπογραφή τού Κοινού Προγράμματος, η Αριστερά λαμβάνει 68% της εργατικής ψήφου (+14 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 1967) και 44% στο εσωτερικό τής ευρύτερης κατηγορίας των υπαλλήλων και μεσαίων στελεχών (όσο ακριβώς και το 1967). Στον δε δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τού 1974 ο Φρανσουά Μιτεράν, κοινός υποψήφιος της Αριστεράς, λαμβάνει 73% της εργατικής ψήφου (+18 μονάδες σε σχέση με το ποσοστό που είχε ο ίδιος λάβει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τού 1965).

Ο σχηματισμός τής αριστερής συμμαχίας επαναφέρει στο επίκεντρο της γαλλικής πολιτικής ζωής την ταξική ψήφο και διαίρεση. Δημιουργείται έτσι ένας χωρίς προηγούμενο –στη μεταπολεμική γαλλική εκλογική ιστορία– συνασπισμός εκλογέων, ο οποίος φέρει την Αριστερά πολύ κοντά, από την άποψη της εκλογικής κοινωνιολογίας, στα κόμματα του «σοσιαλδημοκρατικού τριγώνου» τής εποχής (σκανδιναβικά, βρετανικό Εργατικό Κόμμα, γερμανικό SPD). Οι ομοιότητες είναι σημαντικές. Θα αναφερθώ σε δύο από αυτές: α) Το επίπεδο διακύμανσης της εργατικής διείσδυσης της γαλλικής Αριστεράς κατά την περίοδο 1973-1981 (68%-73% της εργατικής ψήφου) είναι αντίστοιχο με αυτό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. β) Η εκλογική ανάπτυξη της γαλλικής Αριστεράς σε δύο φάσεις (πρώτη φάση: ταχύτατη βελτίωση της επιρροής της στο εσωτερικό των εργατικών στρωμάτων, δεύτερη φάση: βαθμιαία ενίσχυσή της στο εσωτερικό των μεσαίων μισθωτών στρωμάτων) ανταποκρίνεται απόλυτα στη δόμηση του «κοινωνιολογικού χρόνου» που χαρακτηρίζει τους σοσιαλδημοκρατικούς συνασπισμούς εκλογέων. Έτσι, όχι μόνον ως προς τη στατική εικόνα, αλλά και ως προς τη δυναμική, το εκλογικό σώμα τής Συμμαχίας μοιάζει εντυπωσιακά –για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– στα εκλογικά σώματα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Επιπλέον, σε συνθήκες αύξουσας αποβιομηχάνισης, με το ποσοστό τής κατηγορίας «εργάτες» να μειώνεται σημαντικά στο εσωτερικό τής μισθωτής εργασίας, η Ένωση εμφανίζεται να έχει την ίδια δομή εκλογικής επιρροής με εκείνη των επιτυχημένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά ταυτόχρονα να είναι πιο μοντέρνα από αυτά (λόγω της πιο ισχυρής διείσδυσής της στα νέα μισθωτά στρώματα).

Την περίοδο 1973-1981, η Ένωση καθιερώνεται ως ισχυρή λαϊκή συμμαχία και συγχρόνως ακολουθεί μια πορεία μερικής αποριζοσπαστικοποίησης. Η αποριζοσπαστικοποίηση είναι το αποτέλεσμα, αφενός, της αλλαγής τού συσχετισμού ισχύος μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΓΣΚ) και του Κομμουνιστικού (ΚΚΓ) –και άρα της ιδεολογικής μετατόπισης του κέντρου βάρους τής Συμμαχίας υπέρ του πιο μετριοπαθούς πόλου– και, αφετέρου, της συνειδητής κεντρομόλου στρατηγικής τού Μιτεράν.

Σε όλο το διάστημα μετά την υπογραφή τού Κ.Π. όλοι οι δείκτες ισχύος, είτε έμμεσοι (δημοσκοπήσεις, εικόνα κομμάτων και ηγεσιών) είτε άμεσοι (τοπικές, επαναληπτικές εκλογές) ευνοούν το ΓΣΚ εις βάρος των κομμουνιστών. Στα μάτια των Γάλλων, το ΓΣΚ εμφανίζεται σαν «το κόμμα τού μέλλοντος» – με εντυπωσιακά μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με όλα τα γαλλικά κόμματα της εποχής. Βέβαια, η αλλαγή τού εκλογικού συσχετισμού υπέρ τού ΓΣΚ και εις βάρος τού ΚΚΓ έγινε μόλις το 1978. Όμως οι κομμουνιστές, που έσπασαν τη συμμαχία το 1977, διατυπώνοντας αιτήματα ριζοσπαστικοποίησης του Κοινού Προγράμματος, δεν έκαναν καθόλου λάθος: η μετατόπιση του ιδεολογικού κέντρου βάρους τής Ένωσης δεν τους ευνοούσε. Ήταν όμως ήδη αργά γι’ αυτούς, με δεδομένο το ισχυρό ενωτικό φαντασιακό που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό τού «κόσμου τής Αριστεράς».

Σταδιακά, το Κοινό Πρόγραμμα έπαψε να προκαλεί φόβο στο εκλογικό σώμα. Και όπως έγραψε ο Ετιέν Σβεσγούτ, ένα τμήμα των εκλογέων τής Αριστεράς ψήφιζε αριστερά παρά το Κ.Π. και όχι εξαιτίας του. Η γαλλική Αριστερά, μέσω της στρατηγικής τού Κ.Π., επιβλήθηκε, είτε ως επίσημη τυπική συμμαχία (1972-1977) είτε, μετά τη διάσπασή της το 1977, ως ελάχιστος άτυπος εκλογικός συνασπισμός (1977-1981), ως δύναμη φυσικής κυβερνητικής εναλλαγής. Καθιερώθηκε ως νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής κλίσης ικανή να εξουδετερώσει την «καθεστωτική ψήφο» – την ψήφο που θα έτεινε να εμποδίσει μια αντισυστημική δύναμη να ανέλθει στην εξουσία.

Συνεπώς, η Ενωμένη Αριστερά δεν λειτούργησε ως πόλος αντίστοιχος με τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μόνον ως προς τη δομή τής κοινωνικής της επιρροής. Λειτούργησε ως πόλος αντίστοιχος με τη σοσιαλδημοκρατία και ως προς τη συμπεριφορά της στον κομματικό ανταγωνισμό, δηλαδή ως «εκλογικός επιχειρηματίας». Και κατάφερε, όπως ακριβώς η πλειονότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, να καθιερωθεί ως νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής εναλλαγής. Παραδόξως, η Ενωμένη Αριστερά ανέλαβε ένα ρόλο κοντινό με αυτόν των κομμάτων σοσιαλδημοκρατικού τύπου, σε μια περίοδο που έμοιαζε να συγκροτείται, περισσότερο από ποτέ, ως το αντι-παράδειγμα, ως ένα είδος «αντι-σοσιαλδημοκρατίας». Ο δε Φρανσουά Μιτεράν αποδείχτηκε, βοηθούμενος από την προεδρική λογική τού συστήματος την οποία πλήρως υιοθέτησε, ένας δεξιοτέχνης των ισορροπιών. Η μεγάλη ιστορική νίκη τού 1981 ήταν σε μεγάλο βαθμό δικό του επίτευγμα.

Αν η γαλλική Αριστερά προσέγγισε πολύ, και ως κοινωνικός συνασπισμός και ως εκλογικός επιχειρηματίας, το σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα, το ιδεολογικό-προγραμματικό της προφίλ παρέμεινε, εν τούτοις, πιο ριζοσπαστικό από εκείνο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τής εποχής. Στην πράξη, η Ένωση της Αριστεράς υπήρξε, στη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980, η σημαντικότερη προσπάθεια προώθησης στην Ευρώπη ενός είδους αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Βέβαια, η κίνηση προς τον ριζοσπαστισμό δεν έλαβε χώρα μόνο στη Γαλλία, όπως δείχνουν το σχέδιο Μάιντνερ των Σουηδών και η στροφή στα αριστερά τού βρετανικού Εργατικού Κόμματος. Μόνο, όμως, στη Γαλλία η κίνηση αυτή έλαβε κυβερνητικά χαρακτηριστικά (για το ΠΑΣΟΚ ας μη μιλήσουμε), στηρίχτηκε από υψηλού επιπέδου ελίτ και από την dirigiste κουλτούρα τού γαλλικού κράτους.

Με ένα πρόγραμμα που συνδύαζε δομικές μεταρρυθμίσεις (ανάμεσά τους, εκτεταμένες εθνικοποιήσεις) και μεταρρυθμίσεις αναδιανομής, καθώς και μια ατζέντα κεϊνσιανής αναθέρμανσης της οικονομίας, ο Μιτεράν προώθησε μια οικονομική και κοινωνική πολιτική που εμπνεόταν από το μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα. Η ενδεχόμενη επιτυχία αυτής της πολιτικής θα αποτελούσε πρότυπο για την ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία ταλαντευόταν ανάμεσα στην παραδοσιακή πολιτική της και στη στροφή στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Η ενδεχόμενη αποτυχία της θα αποτελούσε επίσης «πρότυπο», αλλά αρνητικό.

Το φύσει επισφαλές και φύσει πρόσκαιρο εγχείρημα της Ένωσης, αυτή η οιονεί σοσιαλδημοκρατία χωρίς σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, προσέκρουσε στον εχθρικό εθνικό και διεθνή περίγυρο (οικονομική κρίση), σε ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς, αλλά και στις διαιρέσεις τόσο της πολιτικής όσο και της συνδικαλιστικής γαλλικής Αριστεράς. Εντέλει, η «άλλη πολιτική» εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1983.

Μαζί με τη στροφή τού Μιτεράν στη λιτότητα, το τρίτο προγραμματικό κύμα συγκρότησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αυτό που δημιούργησε το εκτεταμένο κοινωνικό κράτος και μια νέα ισορροπία μεταξύ πολιτικής και αγορών, έφτασε στο τέλος του. Η τελευταία σημαντική σοσιαλδημοκρατική μάχη ήταν ριζοσπαστική και ήταν γαλλική. Η μάχη αυτή χάθηκε.

Η τελική έκβαση, η εγκατάλειψη της αρχικής οικονομικής πολιτικής, αποδείχτηκε «παραδειγματική». Επικύρωσε και επιτάχυνε το τέλος τής «παλαιάς» σοσιαλδημοκρατίας και άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στη λεγόμενη «νέα» σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η νέα σοσιαλδημοκρατία, που κυριαρχεί και σήμερα, υπήρξε η λιγότερο σοσιαλδημοκρατική και η λιγότερο εκλογικά αποτελεσματική στο σύνολο της ιστορίας τής Αριστεράς.

 

-----------------

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου 


Πηγή Η Καθημερινή