Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Η ιδεολογία, η ηγεμονία και οι συμμαχίες.


των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου


Είναι πολλοί όσοι ισχυρίζονται πως η επικράτηση του Θατσερισμού μετά από την κρίση του ’70 ακολούθησε μια μετατόπιση στο πεδίο των ιδεών και των συναισθημάτων. Με άλλα λόγια, η ιδέα είναι πως η ατομικιστική κοσμοαντίληψη προηγήθηκε των εφαρμοζόμενων πολιτικών και καθόρισε τη μοίρα τους.

Ο νεοφιλελευθερισμός, η ακραία πολιτική υπέρ του κεφαλαίου, που επικράτησε στον κόσμο ολόκληρο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, προετοιμάστηκε από εξελίξεις στον «καθαρό» χώρο της ιδεολογίας. Φυσικά, οι φορείς αυτής της ιδεολογίας διέθεταν υλικότατες δυνάμεις στήριξης των απόψεών τους, μια πανίσχυρη προπαγανδιστική μηχανή χρηματοδοτούμενη αφειδώς και ακαδημαϊκά προγεφυρώματα, που, ακόμη και στις μοναχικότερες στιγμές, τους έδιναν την αυτοπεποίθηση, που είναι αναγκαία σε όλους τους πολέμους. Από την άλλη πλευρά, οι ιδέες τους ήταν οι πιο συμβατές με τον πραγματικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και, από αυτήν την άποψη, μπορούσαν να είναι βέβαιοι πως, υπό «φυσιολογικές συνθήκες», θα έρχονταν και πάλι η ώρα της απόλυτης κατίσχυσής τους.

Τα τελευταία σχόλια, ωστόσο, δεν αλλάζουν το αναμφισβήτητο γεγονός πως η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική επίθεση ενάντια στο συλλογικό προηγήθηκε του πολιτικά εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού και υπήρξε προϋπόθεση του υλικού θριάμβου του. Και δεν υπάρχει κανένας «ιδεαλισμός» εδώ. Αρκεί να θυμηθούμε πως για το Μαρξ οι ίδιες οι ιδέες γίνονται υλική δύναμη, όταν κατακτήσουν τις μάζες –και δυστυχώς αυτό δεν αφορά μόνο τις προοδευτικές ιδέες. Η ιστορία δίνει πολυάριθμα σχετικά παραδείγματα.

* * *

Η άποψή μας είναι πως, εν όψει της δυνατότητας μιας πολιτικής ανατροπής στην Ελλάδα, «για μας μιλάει ο μύθος». Διαφορετικά, το μέλλον της κυβέρνησης της Αριστεράς και του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μεγάλο βαθμό, θα καθοριστεί από τεκτονικές μετατοπίσεις στο πεδίο των ιδεών, των αντιλήψεων και των παθών της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Θα πρέπει, λοιπόν, πολύ σοβαρά να δούμε πού βρισκόμαστε και τι πρέπει να κάνουμε στον κρίσιμο αυτό τομέα έτσι ώστε να πάμε εκεί που θέλουμε.


Κάποια καλά νέα

Αυτά κυρίως έρχονται από τα πάνω, πράγμα, ωστόσο, που κάθε άλλο παρά τα κάνει ασήμαντα. Αντίθετα, μάλιστα, φαίνεται να αντανακλούν πραγματικούς φόβους των κυρίαρχων πως η συνέχιση της ίδιας κατάστασης ίσως θέσει σε μεγάλο κίνδυνο την αναγκαία νομιμοποίηση όχι μόνο των ασκούμενων πολιτικών, αλλά και του ίδιου του συστήματος.

Στο επίπεδο των ιδεών, λοιπόν, διαβλέπουμε πως σημαντικό μέρος των απολύτως φιλοκαπιταλιστικών κατασκευαστών συναίνεσης -διανοούμενοι, think tanks, διεθνείς οργανισμοί- παίρνουν τις αποστάσεις τους από τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Το πιο πολυσυζητημένο, στους καθεστωτικούς κύκλους, οικονομικό βιβλίο των χρόνων της κρίσης, το Capital in the 21st Century του Thomas Piketty, δεν εντοπίζει απλώς τάσεις και προβλήματα του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως η ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων, αλλά, ακόμη περισσότερο προτείνει λύσεις, που αρθρώνονται κεντρικά γύρω από την ιδέα της αναγκαιότητας μιας γενναίας φορολόγησης του κεφαλαίου και του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο αποδομώντας έναν από τους βασικούς πυλώνες της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, που είναι το θεώρημα του trickle-down, η ιδέα, δηλαδή, πως ο πλουτισμός των πλούσιων είναι ο απολύτως ενδεδειγμένος τρόπος για την ευημερία του συνόλου. Έχουμε φτάσει, μάλιστα, στο σημείο ακόμη και οι εμβληματικά ορθόδοξοι οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, να διακηρύσσουν πως «η ανισότητα είναι εχθρός της ανάπτυξης».

Από την άλλη, πληθαίνουν κείμενα και αναλύσεις, όπου επανεξετάζεται η ιδέα της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου σε βασικούς τομείς. Τόσο σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα όσο και την, τόσο κεντρική για όλους τους νεοκλασικούς, ωφέλεια του καταναλωτή. Τελευταία, ψελλίσματα ακούγονται ακόμη και σχετικά με θέματα δημοκρατίας: τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα δύσκολα ρυθμίζονται -αντιθέτως εύκολα αποφεύγουν το να επενδύουν επαρκώς στα δίκτυα ή να διαμορφώσουν χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές. Επιπλέον, το επιχείρημα του "too-big-to-fail" φαίνεται ότι δεν ισχύει μόνο για τις τράπεζες!

Σε πιο άμεσα για μας πεδία, η θεωρητική υποστήριξη του οράματος της Μέρκελ για την ΕΕ, για τη συντηρητική ομοσπονδοποίηση δηλαδή, είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η ιδέα ότι η ευρωζώνη θα είναι η μοναδική νομισματική ένωση που δε θα χρειαστεί δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, αμοιβαιοποίηση των χρεών, μια "κανονική" κεντρική τράπεζα κλπ, επιβάλλεται απηνώς, κάθε άλλο, ωστόσο, παρά ηγεμονεύει ιδεολογικά. Οι υποστηρικτές της δεν έχουν να παραθέσουν παρά επιχειρήματα (!) του είδους «αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού», «η Γερμανία έχει τη δύναμη να επιβάλλει τους κανόνες», «αν δεν σας αρέσει τη βόλτα σας». Η γυμνή επιβολή, όμως, ποτέ δεν μακροημέρευσε –γι’ αυτό και καθεστωτικά think tanks αρχίζουν να παίρνουν τις αποστάσεις τους.


Τα κακά νέα

Στο πεδίο των ιδεών διαμορφώνονται, όπως είναι γνωστό, διαφορετικές χρονικότητες. Όπως συνέβη και σε προηγούμενες κρίσεις η ιδεολογική μετατόπιση φαίνεται να αρχίζει από τα πάνω - ας θυμηθούμε πως και πριν από το παράδειγμα του νεοφιλελευθερισμού, στο οποίο αναφερθήκαμε εισαγωγικά, η δουλειά του Κέυνς στη Βρετανία έγινε ηγεμονική μόνο μετά από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το κυριότερο, που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι πως οι κυριαρχούμενοι μετατοπίζονται με σαφώς αργότερους ρυθμούς. Δεδομένου δε πως η κυρίαρχη ιδεολογία είτε είναι η έμπρακτη ιδεολογία των κυριαρχούμενων είτε δεν είναι τίποτε τα περισσότερα παίζονται στο πεδίο των αναπαραστάσεων των κατώτερων τάξεων. Κι εδώ όλα δείχνουν πως ακόμη οι θεμελιώδεις ιδέες, που κυριάρχησαν στις δεκαετίες του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού παραμένουν ακλόνητες. 

Η απαξίωση του δημόσιου και των συλλογικών λύσεων, η κυριαρχία του ατομικισμού, η καθόλα συμβατή με την προηγούμενη κυριαρχία εθνικιστικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων, η απόδοση μέγιστου σεβασμού στους πιο αντιδραστικούς θεσμούς είναι αντίπαλος ισχυρότερος για την ριζοσπαστική Αριστερά και από το ίδιο το κεφάλαιο. Το γεγονός πως οι από τα κάτω, ανταποκρινόμενοι αντανακλαστικά κάποιες φορές στην ταξική τους θέση, μπορεί να τεθούν σε τροχιά αντίστασης ακόμα και αν ιδεολογικά βρίσκονται «αλλού» δεν επιτρέπει τον παραμικρό εφησυχασμό.

Κανένα αριστερό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού δεν έχει την παραμικρή τύχη αν δεν εμπλέξει ενεργητικά τη μεγάλη πλειοψηφία των κατώτερων τάξεων. Και ενεργητικά σημαίνει, πρώτα από όλα, με το μυαλό και την καρδιά, άρα με εντελώς άλλη από τη σημερινή τους ιδεολογία. 


Η συγκυρία

Βάσει των παραπάνω μπορούν να προκύψουν κάποια πολύ άμεσα συμπεράσματα για την τρέχουσα πολιτική μας. Ξεκινώντας από το μότο του Μαρξ πως πρέπει να πολεμάμε το παρόν χωρίς να υποστηρίζουμε το παρελθόν, πράγμα, όπως έγινε φανερό ήδη, κρισιμότατο για το σχέδιό μας, θα πρέπει να αποτιμούμε τις πολιτικές μας πρωτοβουλίες.

Δεδομένου, ακριβώς, πως στο ιδεολογικό επίπεδο υπάρχουν ποικίλων ειδών ετεροχρονισμοί, συνιστά συνήθη αυτοματισμό να αντιπαλεύεις το παρόν  είτε υποστηρίζοντας το παρελθόν είτε κάνοντας χρήση των υλικών του παρελθόντος. Μόνο που η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει το παραμικρό περιθώριο, επί ποινή πραγματικής καταστροφής, να ταυτιστεί με το παρελθόν, με πρακτικές ή με πρόσωπα. Και, από αυτήν την άποψη, η αιτίαση πως όσοι καταθέτουν έντονο προβληματισμό σε σχέση με συγκεκριμένες επιλογές είναι εναντίον του «ανοίγματος» του κόμματος είναι απολύτως παραπειστική.

Είναι δεδομένο π.χ. πως οι μεγάλες μάχες εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων απαιτούν τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση, τη μέγιστη δύναμη πυρός, που είναι δυνατό να συγκεντρωθεί. Την ίδια στιγμή, όμως, η επιτυχία είναι άμεσα συναρτημένη με τη δυνατότητα να πείσεις πως ο δημόσιος τομέας, που υπερασπίζεσαι, είναι στους αντίποδες αυτού που υπήρξε το κράτος στην Ελλάδα για πολλές δεκαετίες. Πως ο συνδικαλισμός που θέλεις να ζωογονήσεις είναι το ακριβώς αντίθετο του «ιστορικού» συνδικαλισμού, κυβερνητικού, εργοδοτικού, όντως συντεχνιακού συχνά, σε τέτοιο βαθμό, που ως ξεκάρφωμα εφάρμοζε έναν εντελώς αντιαισθητικό κουτσαβακισμό.

Η μεγάλη πλειοψηφία των φτωχών ανθρώπων και των λαϊκών τάξεων αναγνωρίζει, από βαθύ ένστικτο –και παρόλη την ιδεολογική υστέρηση, πρόσωπα και καταστάσεις, που ταυτίζει με αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να μην επαναληφθεί ποτέ. Και αυτό δεν μπορείς να μην το παίρνεις υπόψη. Αλλιώς, τη στιγμή που θεωρείς πως κάνεις τη μέγιστη πολιτική καταδικάζεσαι σε πολιτική αναπηρία.

Κι έτσι σε κερδίζει πάλι ο νεοφιλελεύθερος: αν είναι για το ίδιο κράτος καλύτερα ένα πολύ μικρότερο κράτος.

Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και σε ό,τι αφορά το περίφημο ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών. Προφανώς, μια κυβέρνηση της Αριστεράς, πολύ περισσότερο ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός,  απαιτούν ευρείες κοινωνικές συμμαχίες. Αν όμως είναι να υπηρετηθούν αυτοί οι συγκεκριμένοι στόχοι, περισσότερο από τις ίδιες τις κοινωνικές συμμαχίες μετρούν οι όροι και οι προϋποθέσεις τους.

Οι συνασπισμοί εξουσίας που κυριάρχησαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης στηρίζονταν σε ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες. Στο πλαίσιο τους συγκεκριμένες μισθωτές κατηγορίες του δημόσιου τομέα κυρίως, αλλά και μικροεργοδοτικά και ελευθεροεπαγγελματικά στρώματα, ευνοήθηκαν να αποτελέσουν τις τάξεις-στηρίγματα, που έκαναν ασφαλή την πολιτεία του άρχοντος συγκροτήματος. Από την παροχή απίθανων προσόδων μέχρι την εθελοτυφλία απέναντι στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή, φοροκλοπή και εισφοροδιαφυγή και στην παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων –και όχι μόνο ξένων μεταναστών- είχαμε μια τεράστια γκάμα «παροχών».

Είναι απολύτως προφανές πως για τη ριζοσπαστική Αριστερά όλα αυτά είναι, με τον πιο ρητό τρόπο, καταδικαστέα. Η εξάλειψή τους αποτελεί όρο για την κοινωνική σωτηρία. Δεν είναι, λοιπόν, διαπραγματεύσιμα.  

Η Αριστερά παντού και πάντα υποστηρίζει ένα μοντέλο υψηλών καθολικών κοινωνικών παροχών και της γενικής φορολογίας, που μπορεί  να το στηρίξει. Κανένα σκόντο ως προς αυτό δεν είναι δυνατό να υπάρξει. Η διαβεβαίωση πως ο πλούτος, όχι των «200 οικογενειών», αλλά πολύ περισσότερων θα στηρίξει αυτό το σχέδιο πρέπει να είναι σαφής και καθαρή σε κάθε μας παρέμβαση.

Κερδίζονται, όμως, έτσι εκλογές; Είμαστε πεπεισμένοι πως μόνο έτσι κερδίζονται –και ας μην επεκταθούμε σε πράγματα πολύ σοβαρότερα από τις εκλογές. 

Μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεσμεύεται απέναντι στα μεσαία στρώματα για εξασφάλιση ρευστότητας, δημιουργία παραγωγικών δικτύων που θα ευνοήσουν τη δραστηριότητά τους, ενίσχυση της ενεργού ζήτησης.  Μαζί και ταυτοχρόνως, δεν θα αποδεχτεί τις κακές πρακτικές, που, στο παρελθόν, αποτέλεσαν τη βάση των κυρίαρχων κοινωνικών συμμαχιών και θα φορολογήσει δίκαια και αναλογικά τον πλούτο. Αν απαιτούνται μέσα στην ύφεση μεταβατικές ρυθμίσεις και προσωρινές διευκολύνσεις κατά περίπτωση να ιδωθεί. Αυτό, ωστόσο, δεν μεταβάλλει τα βασικά.

Γιατί αυτά τα βασικά δίνουν το ισχυρότερο σήμα στη μεγάλη πλειοψηφία, διαπαιδαγωγούν και διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την ιδεολογική μετατόπιση, χωρίς την οποία τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί.

* Tο κείμενο δημοσιεύθηκε σε μικρότερη εκδοχή στην Αυγή.

Πηγή alterthess