Αντιγράφω από το Χωρίς Επιστροφή*:
Μια θεωρητική ερμηνεία που επέστρεψε μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 ήταν και αυτή που συνδέεται με τις παρατηρήσεις του Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου σχετικά με τον περίφημο «νόμο» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Το επιχείρημα μπορεί να αναπτυχθεί απλά με όρους στοιχειώδους άλγεβρας (για μια ενδιαφέρουσα αναλυτική περιγραφή βλ. Μηλιός, κ.ά, 2005: 217-235). Ως γνωστόν, για το Μαρξ το ποσοστό του κέρδους μπορεί να οριστεί ως το πηλίκο της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας (υ) προς το συνολικό κεφάλαιο της οικονομίας (Κ). Το τελευταίο διακρίνεται σε σταθερό (σ), που αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής που τίθενται στη διάθεση των εργατών προκειμένου να παραχθεί το προϊόν και μεταβλητό (μ), το οποίο διατίθεται για την πληρωμή των εργατών. Το ποσοστό του κέρδους λοιπόν δίνεται ως r = υ/σ+μ. Αν συνεχίσουμε διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης με το μεταβλητό κεφάλαιο μ παίρνουμε τελικά πως
r = s/g+1,
όπου το s συμβολίζει το ποσοστό εκμετάλλευσης, το λόγο, δηλαδή, της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο (s = υ/μ), ενώ το g την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλαδή το λόγο του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο (g = σ/μ). Εύλογο είναι πως η οργανική σύνθεση εκφράζει τη σχέση μεταξύ «νεκρής» και ζωντανής εργασίας.
Για το Μαρξ, ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, η οποία συνδέεται με μια μεγαλύτερη αναλογικά χρήση των μέσων παραγωγής σε σχέση με τη χρήση της εργατικής δύναμης. Με άλλα λόγια, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου είναι συνέπεια της αύξησης της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου – η τελευταία υποδηλώνει την ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά μονάδα ζωντανής εργασίας σε φυσικούς όρους, δηλαδή πόσο πολλά μέσα παραγωγής χρησιμοποιεί ο εργάτης. Η εξέλιξη του καπιταλισμού συνδέεται με τη διαρκή εκμηχάνιση της παραγωγής και αυτή οδηγεί σε αύξηση του μέρους σ του κεφαλαίου που διατίθεται για την αγορά των μέσων παραγωγής σε σχέση με το μέρος μ, που πληρώνει την εργατική δύναμη. Η υπεραξία, όμως, παράγεται αποκλειστικά από τη ζωντανή εργασία και, συνεπώς, η απομείωση της αναλογίας της σημαίνει και προβλήματα στην παραγωγή της υπεραξίας.
Διαφορετικά ειπωμένο, αν αυξάνει η οργανική σύνθεση g, τότε αυτό ενεργεί πτωτικά στο ποσοστό κέρδους r, όπως εύκολα φαίνεται από τον τύπο του ποσοστού κέρδους. Πράγματι, η αύξηση του παρονομαστή, αν θεωρήσουμε πως ο αριθμητής δεν μεταβάλλεται, σημαίνει μείωση της τιμής του κλάσματος. Δεδομένου ότι η καπιταλιστική συσσώρευση τίθεται σε κίνηση με αποκλειστική επιδίωξη την κερδοφορία είναι προφανές πως αυτή η πτώση του ποσοστού κέρδους -η οφειλόμενη στη συνεχή εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών στην παραγωγή που αυξάνουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου- μπορεί να αποτελέσει αιτία των οικονομικών κρίσεων.
Φυσικά, η λειτουργία του «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έχει μια σειρά από προϋποθέσεις τις οποίες ο Μαρξ διεξέρχεται με αναλυτικό τρόπο στο Κεφάλαιο. Για παράδειγμα, το ποσοστό εκμετάλλευσης θεωρείται σταθερό, όπως επίσης θεωρείται πως η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται γρηγορότερα από την παραγωγικότητα της εργασίας (σε διαφορετική περίπτωση εύκολα αποδεικνύεται πως η οργανική σύνθεση δεν αυξάνεται). Επιπλέον, ο Μαρξ εξετάζει μια σειρά από αντεπιδρώσες στο «νόμο» αιτίες, όπως η αύξηση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, η εντατικοποίηση της λειτουργίας του συστήματος των μηχανών, η μείωση της τιμής των πρώτων υλών, η μείωση της αξίας των μηχανών, η αύξηση των δεξιοτήτων του «συλλογικού εργάτη» κ.ά. Για τους υποστηρικτές του «νόμου» ως του βασικού μηχανισμού που βρίσκεται πίσω από τις καπιταλιστικές κρίσεις, ωστόσο, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης είναι η πιο ισχυρή τάση, η οποία προσιδιάζει περισσότερο στην καπιταλιστική συσσώρευση και επηρεάζει καθοριστικά την πορεία της.
Η προσπάθεια ερμηνείας της κρίσης του 1970 στη βάση του «νόμου» στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Χένρικ Γκρόσμαν (Henryk Grossmann) και του Πάουλ Μάτικ (Paul Mattick). Ο βασικός μηχανισμός, λοιπόν, της κρίσης δεν είναι άλλος από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Καθώς το ποσοστό κέρδους πέφτει, η αύξηση της συνολικής ποσότητας του κέρδους επιβραδύνεται μέχρις ότου φθάσει σε ένα τέλος. Όταν, πλέον, η πρόσθετη επένδυση δεν συνεισφέρει καμιά αύξηση στο κέρδος έχουμε παύση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και ξέσπασμα της κρίσης. Δεδομένης της πτώσης του ποσοστού κέρδους, που οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης, η αυξανόμενη ανεργία, ο πληθωρισμός και οι αυξανόμενες κρατικές δαπάνες -στα χρόνια μετά το 1973- είναι φαινόμενα που πρέπει να ταξινομηθούν στις συνέπειες και όχι στα αίτια της κρίσης.
Με βάση την ανάλυση του Ντέιβιντ Γιάφε (David Yaffe) (1976), καθώς το ποσοστό του κέρδους πέφτει η συσσώρευση υποχωρεί. Οι καπιταλιστές αυξάνουν τις τιμές στην προσπάθεια τους να συγκρατήσουν την πτωτική κερδοφορία και έτσι δίνουν ώθηση στον πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή το κράτος υποχρεώνεται να παρέμβει έτσι, ώστε να διατηρήσει την απασχόληση σε πολιτικά αποδεκτά επίπεδα και, επιπλέον, να διασώσει πληττόμενες από την κρίση επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται γρήγορα και επιδεινώνουν τον πληθωρισμό, ενώ η μερική έστω προστασία της απασχόλησης δεν επιτρέπει την πτώση των μισθών σε επίπεδα τέτοια που θα ευνοούσαν την ανάκαμψη της κερδοφορίας. Οι συνολικές αντιφάσεις παροξύνονται και, έτσι, γίνεται όλο και δυσκολότερη η εύρεση αποτελεσματικών πολιτικών. Η κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στη δεκαετία του 1970, μαζί και ο στασιμοπληθωρισμός, μπορούν να βρουν την ερμηνεία τους σε αυτό το πλαίσιο (Shaikh, 1978).
Η μόνη πραγματική διέξοδος από την κρίση, συνεπώς, δεν μπορεί παρά να είναι, από τη μια πλευρά, η εξάλειψη των πιο αδύνατων και λιγότερο αποτελεσματικών κεφαλαίων και, από την άλλη, η αποδυνάμωση της θέσης των εργατών κυρίως λόγω της αύξησης της ανεργίας. Η καταστροφή του κεφαλαίου συντελεί στη μείωση της οργανικής σύνθεσης g του συνολικού κεφαλαίου, ενώ η πτώση των πραγματικών μισθών σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας ωθεί προς τα πάνω το ποσοστό εκμετάλλευσης s. Όλα αυτά οδηγούν σε μια τόνωση της κερδοφορίας που επιτρέπει την επανέναρξη της συσσώρευσης. Με τα λόγια του Ντέιβιντ Γιάφε (1973: 203), «... η καπιταλιστική κρίση μπορεί να ιδωθεί ως η σημαντικότερη αντεπιδρώσα αιτία στη μακροχρόνια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους».
Απέναντι στην ερμηνεία αυτή είχαν διατυπωθεί στην εξεταζόμενη περίοδο πολλών ειδών ενστάσεις, οι οποίες είναι αδύνατον να σχολιαστούν επαρκώς στο πλαίσιο της δικής μας παρουσίασης. Νομίζουμε, όμως, πως σε ό,τι αφορά την πολιτική σημασία της αποδοχής της οι επικριτές της δικαιώνονται από την πολύ συχνά ακραία ντετερμινιστική πρόσληψη που της έγινε από τους υποστηρικτές της. Μια πρόσληψη, η οποία έθετε όλους τους υπόλοιπους παράγοντες εντός παρενθέσεως και, κυρίως, αδυνατούσε να λάβει σοβαρά υπόψη την καταστατική σημασία της μαρξικής διατύπωσης πως η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ταξική πάλη και, επομένως, να κατανοήσει πως το πολιτικό στοιχείο δεν μπορεί να εξοβελιστεί από την ερμηνεία και των οικονομικών κρίσεων. Επιπρόσθετα, η θεώρηση αυτή, ενώ ορθά επισημαίνει την προτεραιότητα της παραγωγής ως καθοριστικής βαθμίδας σε σχέση με τη διανομή και την κυκλοφορία, εν τέλει τη μετατρέπει σε αποκλειστικό εξηγητικό παράγοντα ωθώντας σε μονοαιτιακές ερμηνείες, που είναι εντελώς αδύνατο να συλλάβουν τη συνθετότητα του συγκεκριμένου.
Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές της συχνά υπήρξαν οι χειρότεροι υπονομευτές της σημασίας της. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως πολλές από τις κριτικές που της απευθύνονται κυρίως με εμπειρικά επιχειρήματα είναι όσο βάσιμες εμφανίζονται. Και αυτό, γιατί οι μετρήσεις των μεγεθών που αξιοποιούνται είναι συνήθως τόσο επισφαλείς, που ελάχιστα μπορούν να επιβεβαιώσουν όσο και να απορρίψουν την ερμηνεία αυτή. Ο υπολογισμός, για παράδειγμα, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου με τη χρήση του λόγου κεφαλαίου-προϊόντος, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα εθνικολογιστικά στοιχεία, είναι εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Η άποψη, λοιπόν, που, βάσει αυτών, ισχυρίζεται πως η αύξηση της οργανικής σύνθεσης μπορεί να θεωρηθεί η βασική αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων μέχρι το 1920 όχι όμως για τη μετέπειτα περίοδο, οπότε θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι εξηγητικοί μηχανισμοί, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ασθενής ως επιχειρηματολογία. Γιατί, ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτή η μεθοδολογία των συγκεκριμένων επικριτών, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου το 1970 ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τον 19ο αιώνα και, συνεπώς, η απόκριση του ποσοστού κέρδους σε μεταβολές του ποσοστού εκμετάλλευσης θα είναι σαφώς δυσκολότερη.
Επιπλέον, στη διάρκεια της συζήτησης διατυπώθηκαν και προσεγγίσεις που ενσωμάτωναν την προβληματική του «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους εξαιτίας της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης σε περισσότερο σύνθετες αναλύσεις. Χαρακτηριστική είναι η εργασία του Έρνεστ Μάντελ (Ernest Mandel) (1995), ο οποίος, στο πλαίσιο μιας θεωρίας μακρών κυμάτων καπιταλιστικής εξέλιξης, σαν αυτήν που πρωτοδιατυπώθηκε συγκροτημένα από τον Νικολάι Κοντράτιεφ (Nikolai Kondratiev), υποστηρίζει πως είναι ένα σύνολο «εξωτερικών» καθορισμών που, ενισχύοντας τη θέση του κεφαλαίου στην ταξική σύγκρουση, επιτρέπει παραγωγικές αναδιαρθρώσεις αναγκαίες για τη δημιουργία των ανοδικών φάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αφότου, όμως, εγκαθιδρυθεί η ομαλή αυτή πορεία της συσσώρευσης αρχίζει η διαβρωτική επίδραση του «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στο μέτρο που λειτουργεί πλέον ανεμπόδιστα η «ειδικά καπιταλιστική» τροχιά αύξησης της οργανικής της οργανικής σύνθεσης λόγω τεχνολογικής καινοτομίας.
Αναφορές
Mandel, E. (1995), Long Waves of Capitalist Development, 2η έκδοση, Verso.
Μηλιός, Γ. κ. ά. (2005), Η Θεωρία του Μαρξ για τον Καπιταλισμό, Αθήνα, Νήσος.
Shaikh, A. (1978), An Introduction to the History of Crisis Theories, στο: U. S. Capitalism in Crisis, URPE.
Yaffe, D. (1973), “The Marxian Theory of Crisis, Capital an the State”, Economy and Society, τ. 2, αριθμός 2.
Yaffe, D. (1976), “Inflation, the Crisis and the Post War Boom”, Revolutionary Communist, 2.
-----------------------------------------------------------------
* Πλήρη στοιχεία: Χρήστος Λάσκος – Ευκλείδης Τσακαλώτος, Από τον Κέυνς στη Θάτσερ: Χωρίς Επιστροφή. Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός, σελίδες 52-56, εκδόσεις ΚΨΜ, 2011. Το απόσπασμα προέρχεται από το πλέον ενδιαφέρον ίσως σημείο του βιβλίου, το παράρτημα του Κεφαλαίου 1, με τίτλο "Οι Μαρξιστές και η Κρίση της δεκαετίας του 1970" (σελίδες 47-63). Για την ίδια προβληματική, παραπέμπω -ειδικά αναφορικά με τον Γκρόσσμαν- σε αυτήν την κριτική, την οποία είχαμε άλλωστε αναδημοσιεύσει, καθώς και στο κείμενο του Σταμάτη από το επαναστατικό ιστολόγιο Die Bestimmung des Menschen.
Σημείωση: Αναφερόμενοι σε αυτή την εργασία, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι οι Gérard Duménil και Dominique Lévy "αξιοποιώντας πέντε εναλλακτικές μετρήσεις του ποσοστού κέρδους -αυτή που αποδίδουν στο Μαρξ και ορίζεται ως ο λόγος των κερδών με την ευρεία έννοια (συνολικό εισόδημα μείον αμοιβή της εργασίας) προς το απόθεμα του κεφαλαίου και, επιπλέον με τη σειρά, αυτές που προκύπτουν με αφαίρεση από την πρώτη των φόρων επί της παραγωγής, των συνολικών φόρων, αυτή του λόγου του συνολικού κέρδους προς τα ίδια κεφάλαια με αφαίρεση των τόκων και, τέλος, αυτή που προκύπτει από την προηγούμενη μέτρηση αφαιρουμένων και των μερισμάτων- αποδεικνύουν τη σαφή και πολύ ισχυρή τάση για μείωση του ποσοστού κέρδους μετά από την κορύφωση του το έτος 1965" (σελίδα 65, "Για Περαιτέρω Ανάγνωση").