Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους;



Αντιγράφω από το Χωρίς Επιστροφή*:



Μια θεωρητική ερμηνεία που επέστρεψε μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 ήταν και αυτή που συνδέεται με τις παρατηρήσεις του Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου σχετικά με τον περίφημο «νόμο» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Το επιχείρημα μπορεί να αναπτυχθεί απλά με όρους στοιχειώδους άλγεβρας (για μια ενδιαφέρουσα αναλυτική περιγραφή βλ. Μηλιός, κ.ά, 2005: 217-235). Ως γνωστόν, για το Μαρξ το ποσοστό του κέρδους μπορεί να οριστεί ως το πηλίκο της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας (υ) προς το συνολικό κεφάλαιο της οικονομίας (Κ). Το τελευταίο διακρίνεται σε σταθερό (σ), που αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής που τίθενται στη διάθεση των εργατών προκειμένου να παραχθεί το προϊόν και μεταβλητό (μ), το οποίο διατίθεται για την πληρωμή των εργατών. Το ποσοστό του κέρδους λοιπόν δίνεται ως r = υ/σ+μ. Αν συνεχίσουμε διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης με το μεταβλητό κεφάλαιο μ παίρνουμε τελικά πως

r = s/g+1,

όπου το s συμβολίζει το ποσοστό εκμετάλλευσης, το λόγο, δηλαδή, της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο (s = υ/μ), ενώ το g την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλαδή το λόγο του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο (g = σ/μ). Εύλογο είναι πως η οργανική σύνθεση εκφράζει τη σχέση μεταξύ «νεκρής» και ζωντανής εργασίας.

Για το Μαρξ, ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, η οποία συνδέεται με μια μεγαλύτερη αναλογικά χρήση των μέσων παραγωγής σε σχέση με τη χρήση της εργατικής δύναμης. Με άλλα λόγια, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου είναι συνέπεια της αύξησης της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου – η τελευταία υποδηλώνει την ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά μονάδα ζωντανής εργασίας σε φυσικούς όρους, δηλαδή πόσο πολλά μέσα παραγωγής χρησιμοποιεί ο εργάτης. Η εξέλιξη του καπιταλισμού συνδέεται με τη διαρκή εκμηχάνιση της παραγωγής και αυτή οδηγεί σε αύξηση του μέρους σ του κεφαλαίου που διατίθεται για την αγορά των μέσων παραγωγής σε σχέση με το μέρος μ, που πληρώνει την εργατική δύναμη. Η υπεραξία, όμως, παράγεται αποκλειστικά από τη ζωντανή εργασία και, συνεπώς, η απομείωση της αναλογίας της σημαίνει και προβλήματα στην παραγωγή της υπεραξίας.
   
Διαφορετικά ειπωμένο, αν αυξάνει η οργανική σύνθεση g, τότε αυτό ενεργεί πτωτικά στο ποσοστό κέρδους r, όπως εύκολα φαίνεται από τον τύπο του ποσοστού κέρδους. Πράγματι, η αύξηση του παρονομαστή, αν θεωρήσουμε πως ο αριθμητής δεν μεταβάλλεται, σημαίνει μείωση της τιμής του κλάσματος. Δεδομένου ότι η καπιταλιστική συσσώρευση τίθεται σε κίνηση με αποκλειστική επιδίωξη την κερδοφορία είναι προφανές πως αυτή η πτώση του ποσοστού κέρδους -η οφειλόμενη στη συνεχή εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών στην παραγωγή που αυξάνουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου- μπορεί να αποτελέσει αιτία των οικονομικών κρίσεων.
   
Φυσικά, η λειτουργία του «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έχει μια σειρά από προϋποθέσεις τις οποίες ο Μαρξ διεξέρχεται με αναλυτικό τρόπο στο Κεφάλαιο. Για παράδειγμα, το ποσοστό εκμετάλλευσης θεωρείται σταθερό, όπως επίσης θεωρείται πως η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται γρηγορότερα από την παραγωγικότητα της εργασίας (σε διαφορετική περίπτωση εύκολα αποδεικνύεται πως η οργανική σύνθεση δεν αυξάνεται). Επιπλέον, ο Μαρξ εξετάζει μια σειρά από αντεπιδρώσες στο «νόμο» αιτίες, όπως η αύξηση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, η εντατικοποίηση της λειτουργίας του συστήματος των μηχανών, η μείωση της τιμής των πρώτων υλών, η μείωση της αξίας των μηχανών, η αύξηση των δεξιοτήτων του «συλλογικού εργάτη» κ.ά. Για τους υποστηρικτές του «νόμου» ως του βασικού μηχανισμού που βρίσκεται πίσω από τις καπιταλιστικές κρίσεις, ωστόσο, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης είναι η πιο ισχυρή τάση, η οποία προσιδιάζει περισσότερο στην καπιταλιστική συσσώρευση και επηρεάζει καθοριστικά την πορεία της.
   
Η προσπάθεια ερμηνείας της κρίσης του 1970 στη βάση του «νόμου» στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Χένρικ Γκρόσμαν (Henryk Grossmann) και του Πάουλ Μάτικ (Paul Mattick). Ο βασικός μηχανισμός, λοιπόν, της κρίσης δεν είναι άλλος από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Καθώς το ποσοστό κέρδους πέφτει, η αύξηση της συνολικής ποσότητας του κέρδους επιβραδύνεται μέχρις ότου φθάσει σε ένα τέλος. Όταν, πλέον, η πρόσθετη επένδυση δεν συνεισφέρει καμιά αύξηση στο κέρδος έχουμε παύση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και ξέσπασμα της κρίσης. Δεδομένης της πτώσης του ποσοστού κέρδους, που οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης, η αυξανόμενη ανεργία, ο πληθωρισμός και οι αυξανόμενες κρατικές δαπάνες -στα χρόνια μετά το 1973- είναι φαινόμενα που πρέπει να ταξινομηθούν στις συνέπειες και όχι στα αίτια της κρίσης.
   
Με βάση την ανάλυση του Ντέιβιντ Γιάφε (David Yaffe) (1976), καθώς το ποσοστό του κέρδους πέφτει η συσσώρευση υποχωρεί. Οι καπιταλιστές αυξάνουν τις τιμές στην προσπάθεια τους να συγκρατήσουν την πτωτική κερδοφορία και έτσι δίνουν ώθηση στον πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή το κράτος υποχρεώνεται να παρέμβει έτσι, ώστε να διατηρήσει την απασχόληση σε πολιτικά αποδεκτά επίπεδα και, επιπλέον, να διασώσει πληττόμενες από την κρίση επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται γρήγορα και επιδεινώνουν τον πληθωρισμό, ενώ η μερική έστω προστασία της απασχόλησης δεν επιτρέπει την πτώση των μισθών σε επίπεδα τέτοια που θα ευνοούσαν την ανάκαμψη της κερδοφορίας. Οι συνολικές αντιφάσεις παροξύνονται και, έτσι, γίνεται όλο και δυσκολότερη η εύρεση αποτελεσματικών πολιτικών. Η κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στη δεκαετία του 1970, μαζί και ο στασιμοπληθωρισμός, μπορούν να βρουν την ερμηνεία τους σε αυτό το πλαίσιο (Shaikh, 1978).
   
Η μόνη πραγματική διέξοδος από την κρίση, συνεπώς, δεν μπορεί παρά να είναι, από τη μια πλευρά, η εξάλειψη των πιο αδύνατων και λιγότερο αποτελεσματικών κεφαλαίων και, από την άλλη, η αποδυνάμωση της θέσης των εργατών κυρίως λόγω της αύξησης της ανεργίας. Η καταστροφή του κεφαλαίου συντελεί στη μείωση της οργανικής σύνθεσης g του συνολικού κεφαλαίου, ενώ η πτώση των πραγματικών μισθών σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας ωθεί προς τα πάνω το ποσοστό εκμετάλλευσης s. Όλα αυτά οδηγούν σε μια τόνωση της κερδοφορίας που επιτρέπει την επανέναρξη της συσσώρευσης. Με τα λόγια του Ντέιβιντ Γιάφε (1973: 203), «... η καπιταλιστική κρίση μπορεί να ιδωθεί ως η σημαντικότερη αντεπιδρώσα αιτία στη μακροχρόνια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους».
   
Απέναντι στην ερμηνεία αυτή είχαν διατυπωθεί στην εξεταζόμενη περίοδο πολλών ειδών ενστάσεις, οι οποίες είναι αδύνατον να σχολιαστούν επαρκώς στο πλαίσιο της δικής μας παρουσίασης. Νομίζουμε, όμως, πως σε ό,τι αφορά την πολιτική σημασία της αποδοχής της οι επικριτές της δικαιώνονται από την πολύ συχνά ακραία ντετερμινιστική πρόσληψη που της έγινε από τους υποστηρικτές της. Μια πρόσληψη, η οποία έθετε όλους τους υπόλοιπους παράγοντες εντός παρενθέσεως και, κυρίως, αδυνατούσε να λάβει σοβαρά υπόψη την καταστατική σημασία της μαρξικής διατύπωσης πως η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ταξική πάλη και, επομένως, να κατανοήσει πως το πολιτικό στοιχείο δεν μπορεί να εξοβελιστεί από την ερμηνεία και των οικονομικών κρίσεων. Επιπρόσθετα, η θεώρηση αυτή, ενώ ορθά επισημαίνει την προτεραιότητα της παραγωγής ως καθοριστικής βαθμίδας σε σχέση με τη διανομή και την κυκλοφορία, εν τέλει τη μετατρέπει σε αποκλειστικό εξηγητικό παράγοντα ωθώντας σε μονοαιτιακές ερμηνείες, που είναι εντελώς αδύνατο να συλλάβουν τη συνθετότητα του συγκεκριμένου.
   
Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές της συχνά υπήρξαν οι χειρότεροι υπονομευτές της σημασίας της. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως πολλές από τις κριτικές που της απευθύνονται κυρίως με εμπειρικά επιχειρήματα είναι όσο βάσιμες εμφανίζονται. Και αυτό, γιατί οι μετρήσεις των μεγεθών που αξιοποιούνται είναι συνήθως τόσο επισφαλείς, που ελάχιστα μπορούν να επιβεβαιώσουν όσο και να απορρίψουν την ερμηνεία αυτή. Ο υπολογισμός, για παράδειγμα, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου με τη χρήση του λόγου κεφαλαίου-προϊόντος, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα εθνικολογιστικά στοιχεία, είναι εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Η άποψη, λοιπόν, που, βάσει αυτών, ισχυρίζεται πως η αύξηση της οργανικής σύνθεσης μπορεί να θεωρηθεί η βασική αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων μέχρι το 1920 όχι όμως για τη μετέπειτα περίοδο, οπότε θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι εξηγητικοί μηχανισμοί, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ασθενής ως επιχειρηματολογία. Γιατί, ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτή η μεθοδολογία των συγκεκριμένων επικριτών, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου το 1970 ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τον 19ο αιώνα και, συνεπώς, η απόκριση του ποσοστού κέρδους σε μεταβολές του ποσοστού εκμετάλλευσης θα είναι σαφώς δυσκολότερη.
   
Επιπλέον, στη διάρκεια της συζήτησης διατυπώθηκαν και προσεγγίσεις που ενσωμάτωναν την προβληματική του «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους εξαιτίας της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης σε περισσότερο σύνθετες αναλύσεις. Χαρακτηριστική είναι η εργασία του Έρνεστ Μάντελ (Ernest Mandel) (1995), ο οποίος, στο πλαίσιο μιας θεωρίας μακρών κυμάτων καπιταλιστικής εξέλιξης, σαν αυτήν που πρωτοδιατυπώθηκε συγκροτημένα από τον Νικολάι Κοντράτιεφ (Nikolai Kondratiev), υποστηρίζει πως είναι ένα σύνολο «εξωτερικών» καθορισμών που, ενισχύοντας τη θέση του κεφαλαίου στην ταξική σύγκρουση, επιτρέπει παραγωγικές αναδιαρθρώσεις αναγκαίες για τη δημιουργία των ανοδικών φάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αφότου, όμως, εγκαθιδρυθεί η ομαλή αυτή πορεία της συσσώρευσης αρχίζει η διαβρωτική επίδραση του «νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στο μέτρο που λειτουργεί πλέον ανεμπόδιστα η «ειδικά καπιταλιστική» τροχιά αύξησης της οργανικής της οργανικής σύνθεσης λόγω τεχνολογικής καινοτομίας.


Αναφορές

Mandel, E. (1995), Long Waves of Capitalist Development, 2η έκδοση, Verso.

Μηλιός, Γ. κ. ά. (2005), Η Θεωρία του Μαρξ για τον Καπιταλισμό, Αθήνα, Νήσος.

Shaikh, A. (1978), An Introduction to the History of Crisis Theories, στο: U. S. Capitalism in Crisis, URPE. 

Yaffe, D. (1973), “The Marxian Theory of Crisis, Capital an the State”, Economy and Society, τ. 2, αριθμός 2.

Yaffe, D. (1976), “Inflation, the Crisis and the Post War Boom”, Revolutionary Communist, 2.

-----------------------------------------------------------------
* Πλήρη στοιχεία: Χρήστος Λάσκος – Ευκλείδης Τσακαλώτος, Από τον Κέυνς στη Θάτσερ: Χωρίς Επιστροφή. Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός, σελίδες 52-56, εκδόσεις ΚΨΜ, 2011. Το απόσπασμα προέρχεται από το πλέον ενδιαφέρον ίσως σημείο του βιβλίου, το παράρτημα του Κεφαλαίου 1, με τίτλο "Οι Μαρξιστές και η Κρίση της δεκαετίας του 1970" (σελίδες 47-63). Για την ίδια προβληματική, παραπέμπω -ειδικά αναφορικά με τον Γκρόσσμαν- σε αυτήν την κριτική, την οποία είχαμε άλλωστε αναδημοσιεύσει, καθώς και στο κείμενο του Σταμάτη από το επαναστατικό ιστολόγιο Die Bestimmung des Menschen.



Σημείωση: Αναφερόμενοι σε αυτή την εργασία, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι οι Gérard Duménil και Dominique Lévy "αξιοποιώντας πέντε εναλλακτικές μετρήσεις του ποσοστού κέρδους -αυτή που αποδίδουν στο Μαρξ και ορίζεται ως ο λόγος των κερδών με την ευρεία έννοια (συνολικό εισόδημα μείον αμοιβή της εργασίας) προς το απόθεμα του κεφαλαίου και, επιπλέον με τη σειρά, αυτές που προκύπτουν με αφαίρεση από την πρώτη των φόρων επί της παραγωγής, των συνολικών φόρων, αυτή του λόγου του συνολικού κέρδους προς τα ίδια κεφάλαια με αφαίρεση των τόκων και, τέλος, αυτή που προκύπτει από την προηγούμενη μέτρηση αφαιρουμένων και των μερισμάτων- αποδεικνύουν τη σαφή και πολύ ισχυρή τάση για μείωση του ποσοστού κέρδους μετά από την κορύφωση του το έτος 1965" (σελίδα 65, "Για Περαιτέρω Ανάγνωση").

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Πάουλ Μάτικ - Μαρξισμός: Χθες, σήμερα, και αύριο (μέρος Β')




Υπό αυτές τις αλλαγμένες συνθήκες, ο Μαρξισμός, στο βαθμό που δεν απορριπτόταν συνολικά ή επανερμηνευόταν στο αντίθετο του, εξέλαβε μια καθαρά ιδεολογική μορφή που δεν επηρέαζε την φιλο-καπιταλιστική πρακτική του εργατικού κινήματος. Ως τέτοιος [έχων περιοριστεί σε μια καθαρά ιδεολογική μορφή], μπορούσε να υπάρχει πλάι πλάι με άλλες ιδεολογίες ανταγωνιζόμενες για [το ποια θα πρωτοδηλώσει] αφοσίωση [στον καπιταλισμό]. Δεν εκπροσωπούσε πλέον τη συνείδηση ενός εργατικού κινήματος αποφασισμένου να ανατρέψει την υπάρχουσα κοινωνία, αλλά μια κοσμοθεωρία υποτιθέμενα βασισμένη στην κοινωνική επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Με αυτό έγινε απασχόληση των περισσότερο κριτικών στοιχείων της μεσαίας τάξης, εχόντων συμμαχήσει με την εργατική τάξη [μεν], αλλά μη αποτελούντων τμήμα της. Αυτή ήταν απλώς η συγκεκριμενοποίηση της ήδη συντελεσθείσας διαίρεσης μεταξύ της μαρξιανής θεωρίας και της υπαρκτής πρακτικής του εργατικού κινήματος. 

Είναι βέβαια αλήθεια ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες αναπτύχθηκαν πρώτα και κύρια -αν και όχι μόνον- από μέλη της μεσαίας τάξης τα οποία είχαν ενοχληθεί από τις απάνθρωπες κοινωνικές συνθήκες του πρώιμου καπιταλισμού. Ήταν αυτές οι συνθήκες, όχι το επίπεδο της νοημοσύνης τους, που έστρεψε την προσοχή τους στην κοινωνική αλλαγή και επομένως στην εργατική τάξη. Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη [το γεγονός] ότι οι καπιταλιστικές βελτιώσεις στην καμπή του αιώνα θα ωρίμαζαν την κριτική τους οξύνοια, και αυτό όλο και περισσότερο καθώς η ίδια η εργατική τάξη είχε χάσει την περισσότερη από την αντιπαραθετική της θέρμη. Ο μαρξισμός έγινε έγνοια των διανοουμένων και εξέλαβε έναν ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Δεν ήταν πλέον κυρίαρχα προσεγγιζόμενος ως ένα κίνημα εργατών αλλά ως ενα επιστημονικό πρόβλημα προς συζήτηση. Παραταύτα οι διαμάχες γύρω από τα ποικίλα θέματα που εγείρονταν από τον μαρξισμό βοήθησαν στο να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση της μαρξιανής φύσης του εργατικού κινήματος μέχρι αυτή να αποβληθεί από την πραγματικότητα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο πόλεμος αυτός, ο οποίος αντιπροσώπευε μια γιγάντια κρίση της καπιταλιστικής παραγωγής, οδήγησε σε μια σύντομη αναζωογόνηση του ριζοσπαστισμού στο εργατικό κίνημα και στην εργατική τάξη σε μεγάλο βαθμό. Σε αυτό το βαθμό αποτελούσε μιαν επιστροφή στη μαρξιανή θεωρία και πρακτική. Αλλά ήταν μονάχα στη Ρωσσία που οι κοινωνικές αναταράξεις οδήγησαν στην ανατροπή του οπισθοδρομικού, ημιφεουδαρχικού καπιταλιστικού καθεστώτος. Παραταύτα, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα καπιταλιστικό καθεστώς είχε τελειώσει μέσω των πράξεων του καταπιεσμένου πληθυσμού του και της αποφασιστικότητας [δηλαδή του καθοριστικού χαρακτήρα] ενός μαρξιστικού κινήματος. Ο πεθαμένος μαρξισμός της Δευτέρας Διεθνούς έμοιαζε έτοιμος για αντικατάσταση από τον ζώντα μαρξισμό της Τρίτης Διεθνούς. Και επειδή ήταν το Κόμμα των μπολσεβίκων, υπό την καθοδήγηση του Λένιν, που μετέτρεψε τη ρώσσικη σε μια κοινωνική επανάσταση, ήταν η συγκεκριμένη ερμηνεία του μαρξισμού που έγινε ο μαρξισμός του νέου και “ανώτερου” σταδίου του καπιταλισμού. Αυτός ο μαρξισμός εξελίχθηκε αρκετά δικαιολογημένα στον μαρξισμό-λενινισμό που έχει κυριαρχήσει στον μεταπολεμικό κόσμο.

Δεν είναι αυτός ο χώρος για να επαναλάβουμε την εξιστόρηση της Τρίτης Διεθνούς και του τύπου μαρξισμού που γέννησε. Η ιστορία αυτή έχει καταγραφεί καλά σε αμέτρητες δημοσιεύσεις, οι οποίες είτε ρίχνουν την ευθύνη για την κατάρρευση της στους ώμους του Στάλιν είτε την εντοπίζουν πίσω στον ίδιο τον Λένιν. Τα γεγονότα είναι ότι η έννοια της παγκόσμιας επανάστασης δε μπορούσε να πραγματοποιηθεί και ότι η Ρώσσικη Επανάσταση παρέμενε μια εθνική επανάσταση και επομένως δεσμευμένη από την πραγματικότητα των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της. Στην απομόνωση της, δε μπορούσε να χαρακτηρισθεί μια σοσιαλιστική επανάσταση με τη μαρξιανή έννοια, καθότι έλλειπαν οι προϋποθέσεις για ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας – τουτέστιν, η κυριαρχία του βιομηχανικού προλεταριάτου, και ένας παραγωγικός μηχανισμός που, στα χέρια των παραγωγών, θα μπορούσε όχι μόνο να τερματίσει την εκμετάλλευση αλλά την ίδια στιγμή να οδηγήσει την κοινωνία επέκεινα των περιορισμών του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως ήταν τα πράγματα, ο μαρξισμός μπορούσε μόνο να παράσχει την ιδεολογία την υποστηρίζουσα, κι ενόσω ακόμα την αντέφασκε, την πραγματικότητα του κρατικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, όπως στη Δεύτερη Διεθνή, έτσι και στη διάδοχο της, υποταγμένος όπως ήταν στα ειδικά συμφέροντα της Ρωσσίας των μπολσεβίκων, ο μαρξισμός μπορούσε μόνο να λειτουργήσει ως μια ιδεολογία για να επικαλύψει μια μη επαναστατική κι εντέλει αντι-επαναστατική πρακτική.

Εν τη απουσία ενός επαναστατικού κινήματος, η Μεγάλη Ύφεση, επηρεάζοντας τον κόσμο σε βάθος, οδήγησε όχι σε επαναστατικές αναστατώσεις αλλά στον φασισμό και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό σήμαινε την συνολική έκλειψη του μαρξισμού. Την επαύριο του πολέμου δρομολογήθηκε ένα νέο κύμα καπιταλιστικής επέκτασης σε διεθνή κλίμακα. Όχι μόνον αναδύθηκε το μονοπωλιακό κεφάλαιο ενισχυμένο από την αναμέτρηση, αλλά προέκυψαν νέα κρατικο-καπιταλιστικά συστήματα μέσω είτε εθνικής απελευθέρωσης είτε ιμπεριαλιστικής κατάκτησης. Αυτή η κατάσταση περιελάμβανε όχι μιαν επανανάδυση του επαναστατικού μαρξισμού αλλά τον “ψυχρό πόλεμο”, τουτέστιν, τη σύγκρουση διαφορετικά οργανομένων καπιταλιστικών συστημάτων σε μια συνεχόμενη πάλη για σφαίρες συμφέροντος και σφαίρες εκμετάλλευσης. Στην πλευρά του κρατικού καπιταλισμού, η σύγκρουση αυτή καμουφλαρίστηκε ως ένα μαρξιστικό κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική μονοπωλιοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ από τη μεριά του, ο βασισμένος-στην-ατομική ιδιοκτησία καπιταλισμός ήταν πολύ πρόθυμος να ταυτοποιεί τους κρατικο-καπιταλιστικούς εχθρούς του ως μαρξιστές, ή κομμουνιστές, αποφασισμένους να καταστρέψουν μαζί με την ελευθερία συγκέντρωσης κεφαλαίου όλες τις ελευθερίες του πολιτισμού. Αυτή η συμπεριφορά βοήθησε να αποδοθεί σταθερά η ταμπέλα του “μαρξισμού” στην κρατικο-καπιταλιστική ιδεολογία.

Έτσι οι αλλαγές που προξενήθηκαν από μια σειρά υφέσεων και πολέμων οδήγησαν όχι σε μια σύγκρουση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αλλά σε μια διαίρεση του κόσμου σε περισσότερο ή λιγότερο κεντρικά ελεγχόμενα οικονομικά συστήματα και σε μια διεύρυνση του χάσματος μεταξύ καπιταλιστικά ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων εθνών. Είναι αλήθεια ότι αυτή η διαίρεση θεωρείται γενικά ως μία μεταξύ καπιταλιστικών, σοσιαλιστικών, και τριτοκοσμικών χωρών, αλλά αυτή είναι μια παραπλανητική απλοποίηση αρκετά συνθετότερων διαφοροποιήσεων μεταξύ αυτών των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων. Ο “σοσιαλισμός” κατανοείται συνήθως ως σημαίνων μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία εντός του εθνικού πλαισίου, στο οποίο ο σχεδιασμός αντικαθιστά τον ανταγωνισμό. Ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι πλέον καπιταλισμός με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ούτε είναι σοσιαλισμός στη μαρξιανή έννοια ενός συνεταιρισμού ελεύθερων και ίσων παραγωγών. Λειτουργώντας σε έναν καπιταλιστικό και επομένως ιμπεριαλιστικό κόσμο, δεν μπορεί παρά να συμμετέχει στον γενικό ανταγωνισμό για οικονομική και πολιτική ισχύ και, όπως ο καπιταλισμός, πρέπει είτε να επεκτείνεται είτε να συστέλλεται. Πρέπει να ισχυροποιείται σε κάθε τομέα, προκειμένου να περιορίσει την επέκταση του μονοπωλιακού κεφαλαίου από την οποία αλλιώς θα καταστρεφόταν. Η εθνική μορφή των ούτως καλούμενων σοσιαλιστικών ή κρατικά ελεγχόμενων καθεστώτων τα τοποθετεί σε σύγκρουση όχι μόνο με τον παραδοσιακό καπιταλιστικό κόσμο, ή [με] συγκεκριμένα καπιταλιστικά έθνη, αλλά επίσης το ένα με το άλλο· πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στα εθνικά συμφέροντα, δηλαδή, στα συμφέροντα των προσφάτως προκυψάντων κυρίαρχων στρωμάτων των οποίων η ύπαρξη και η ασφάλεια βασίζονται στο έθνος-κράτος. Αυτό οδηγεί στο θέαμα ενός “σοσιαλιστικού” είδους ιμπεριαλισμού και στην απειλή πολέμου μεταξύ κατ' όνομα σοσιαλιστικών χωρών

Μια τέτοια κατάσταση ήταν ασύλληπτη το 1917. Ο λενινισμός, ή (στη φράση του Στάλιν) “ο μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού”, ανέμενε μια παγκόσμια επανάσταση στο πρότυπο της ρωσσικής Επανάστασης. Ακριβώς όπως στη Ρωσσία διαφορετικές τάξεις είχαν συνεργαστεί για να ανατρέψουν τη μοναρχία, έτσι επίσης σε μια διεθνή κλίμακα έθνη σε διάφορα στάδια ανάπτυξης θα μπορούσαν να πολεμήσουν εναντίον του κοινού εχθρού, του ιμπεριαλιστικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Και ακριβώς όπως στη Ρωσσία ήταν η εργατική τάξη, υπό την καθοδήγηση του Κόμματος των μπολσεβίκων, που μετασχημάτισε την αστική σε μια προλεταριακή επανάσταση, έτσι η Κομμουνιστική Διεθνής θα ήταν το όργανο για να μετασχηματίσει τους αντιμονοπωλιακούς αγώνες σε σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν αντιληπτό ότι τα λιγότερο ανεπτυγμένα έθνη θα μπορούσαν να παρακάμψουν μια διαφορετικά αναπόφευκτη καπιταλιστική ανάπτυξη και να ενσωματωθούν στον αναδυόμενο σοσιαλιστικό κόσμο. Βασιζόμενη στην προϋπόθεση επιτυχημένων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στα προηγμένα έθνη, η θεωρία αυτή δε μπορούσε να αποδειχθεί ούτε ορθή ούτε εσφαλμένη, καθώς οι αναμενόμενες επαναστάσεις δεν πραγματοποιήθηκαν.

Εκείνο που έχει ενδιαφέρον σε αυτό το πλαίσιο είναι οι επαναστατικές συνεπαγωγές του κινήματος των μπολσεβίκων πριν και λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας στη Ρωσσία. Η επανάσταση του έγινε στο όνομα του επαναστατικού μαρξισμού, ως της πολιτικο-στρατιωτικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και της καθιέρωσης μιας δικτατορίας για να διασφαλίσει τον μετασχηματισμό σε μια αταξική κοινωνία. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το στάδιο, και όχι μόνον εξαιτίας των συγκεκριμένων συνθηκών που κυριαρχούσαν στη Ρωσσία, η λενινιστική έννοια της σοσιαλιστικής ανασυγκρότησης παρεξέκλινε από τις αντιλήψεις του πρώιμου μαρξισμού και βασιζόταν αντιθέτως σε εκείνες που εξελίχθηκαν εντός της Δευτέρας Διεθνούς. Για την τελευταία, ο σοσιαλισμός γινόταν κατανοητός ως το αυτοματικό ξεπέρασμα της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση συνεπαγόταν την προοδευτική εξάλειψη του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και συνεπώς της βασισμένης-στην-ατομική-ιδιοκτησία φύσης του, ώσπου η σοσιαλιστική κυβέρνηση, προκύπτουσα από τη δημοκρατική κοινοβουλευτική διαδικασία, θα μετασχημάτιζε το μονοπωλιακό κεφάλαιο στο μονοπώλιο του κράτους και θα δρομολογούσε έτσι τον σοσιαλισμό μέσω [της έκδοσης] κυβερνητικού διατάγματος. Παρ' ότι στον Λένιν και τους μπολσεβίκους αυτό φαινόταν μια μη πραγματοποιήσιμη ουτοπία όσο και μια βρωμερή δικαιολογία για αποχή από κάθε είδους επαναστατική δραστηριότητα, θεώρησαν και οι ίδιοι τη θέσπιση του σοσιαλισμού ως κυβερνητικό ζήτημα, έστω και δρομολογηθέντος μέσα από μιαν επανάσταση. Διέφεραν από τους σοσιαλδημοκράτες αναφορικά με τα μέσα προς επίτευξη του κατά τ' άλλα κοινού σκοπού – της εθνικοποίησης του κεφαλαίου από το κράτος και του κεντρικοποιημένου σχεδιασμού της οικονομίας.

Ο Λένιν επίσης συμφωνούσε με την φιλισταϊκή και αλαζονική πεποίθηση του Κάουτσκυ ότι η εργατική τάξη καθεαυτή είναι ανίκανη να αναπτύξει επαναστατική συνείδηση, η οποία πρέπει [επομένως] να εισαχθεί σε αυτήν απ' έξω από την ιντελλιγκέντσια της μεσαίας τάξης. Η οργανωτική μορφή αυτής της ιδέας ήταν το επαναστατικό κόμμα ως η πρωτοπορία των εργατών και η αναγκαία προϋπόθεση για μια επιτυχημένη επανάσταση. Εάν, σε αυτή την άποψη, η εργατική τάξη είναι ανίκανη να πραγματοποιήσει τη δική της επανάσταση, θα είναι ακόμη λιγότερο ικανή να οικοδομήσει τη νέα κοινωνία, ένα εγχείρημα που φυλάσσεται για το καθοδηγητικό κόμμα ως τον κάτοχο του κρατικού μηχανισμού. Η δικτατορία του προλεταριάτου εμφανίζεται έτσι ως εκείνη του οργανωμένου όπως το κράτος κόμματος. Και επειδή το κράτος πρέπει να έχει έλεγχο πάνω σε ολόκληρη την κοινωνία, πρέπει επίσης [το κυρίαρχο μετεπαναστατικά κόμμα] να ελέγχει τις δράσεις της εργατικής τάξης, μολονότι ο έλεγχος αυτός υποτίθεται ότι ασκείται για χάρη της. Στην πράξη, αυτό κατέληξε να γίνει η ολοκληρωτική κυριαρχία της κυβέρνησης των μπολσεβίκων.