Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Συμβολή στο σχεδίασμα μιας ιστορίας των αναπτυξιακών σταδίων της (μετα-)διαλεκτικής*


του Ονειρμάρξ (Γιόχαν φον Όιστατ)


I. Υλιστική διαλεκτική: Για την αμεσότητα, την αρνητικότητα και τη θετικότητα, την υπέρβασή της


1. Η διαλεκτική λογική ασκεί κριτική στους τρεις βασικούς νόμους της τυπικής λογικής, τον νόμο της ταυτότητας, τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου και τον νόμο του αποχρώντος λόγου, δείχνοντας πώς οι τρεις αυτοί νόμοι δεν είναι παρά τρεις στιγμές μιας έλλογης διαλεκτικής αυτοκριτικής του πρώτου νόμου, που οδηγεί στον δεύτερο, και του δεύτερου νόμου, που οδηγεί στον τρίτο. Ο νόμος της ταυτότητας, Α = Α, αναιρείται από το γίγνεσθαι του Α που οδηγεί στη διαφορά του Α από τον εαυτό του, όπως υποδηλώνει η ίδια η μορφή της κατηγόρησης της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία το Α, για να ισούται με τον εαυτό του, πρέπει να διαφέρει από τον εαυτό του. Το γίγνεσθαι του Α οδηγεί στη διαφορά από τον εαυτό του, και άρα στη δυνατότητα της αντίθεσής του, στο μη Α. Ο νόμος του αποκλειόμενου τρίτου, (+) Α διάφορο του -Α,  αναιρείται όταν συλληφθεί πως το Α ορίζεται μέσω της αντίθεσής του στο -Α, πράγμα που προϋποθέτει το κοινό εννοιολογικό τους πεδίο, το κοινό λογικό θεμέλιο των δύο πρώτων, εξίσου έγκυρων λογικών νόμων, οδηγώντας στον νόμο του αποχρώντος λόγου. Από την αρχαία διαλεκτική μέχρι τη νεωτερικότητα, είχαν ήδη διατυπωθεί οι πρώτες κριτικές των νόμων της τυπικής λογικής, στον Ηράκλειτο, τον Ζήνωνα, τον Πλάτωνα, τον ταοϊσμό, στις διάφορες μορφές σκεπτικισμού και στωικισμού, αλλά και με τη μορφή διαφόρων θεολογικών δογμάτων γεφύρωσης του χάσματος της τυπικής έννοιας με την πραγματικότητα. 

2. Αν ο Kant έδειξε την αναγκαιότητα της διαλεκτικής αντίφασης στη μορφή των αποριών του Καθαρού Λόγου, και ο Fichte έδειξε τη διαλεκτική παραγωγή των τριών θεμελιακών νόμων της τυπικής λογικής στο Θεμέλιο της Επιστημολογίας με σημείο εκκίνησης το καντιανό υπερβατολογικό Ego, ήταν ο Hegel εκείνος που έδωσε στη διαλεκτική λογική την πλέον ώριμη μορφή και μέθοδο. Ξεκινώντας από μια φαινομενολογία της άμεσης εμπειρίας, η συνείδηση οδηγείται από τη γνώση των φαινομένων της εμπειρίας στη γνώση της γνώσης, στην επιστημονική επί-γνωση της σκέψης από την ίδια τη σκέψη, άρα στην Επιστήμη της Λογικής. Η Επιστήμη της Λογικής οδηγείται από το καθαρό Είναι της Έννοιας, την απλούστερη έννοια της Λογικής, προς την Ουσία και την Έννοια της Έννοιας, τελικά στην Απόλυτη Ιδέα της Λογικής, στη διαλεκτική Μέθοδο. Η Απόλυτη Ιδέα του Λόγου εξωτερικεύεται στη Φύση (φιλοσοφία της φύσης), και το Πνεύμα (φιλοσοφία του Πνεύματος). 

Με τον Hegel η Ιδεαλιστική Διαλεκτική φτάνει στην ωρίμανσή της. 

3. Ενώ η κριτική του Hegel στον πρώιμο και μέσο Schelling της φιλοσοφίας της ταυτότητας, ήταν πως ο δεύτερος δεν συνέλαβε την ταυτότητα της ταυτότητας και της μη ταυτότητας στη διαλεκτική τους, αλλά υπέταξε τη μη ταυτότητα σε μια απόλυτη ταυτότητα, η κριτική του ύστερου Schelling στον Hegel ήταν πως ο Hegel υπέταξε την μη ταυτόσημη στην έννοια ύπαρξη στην συμπεριληπτική απόλυτη ταυτότητα της Έννοιας. Η μη αναγωγιμότητα και ασυμμετρία του είναι και της ύπαρξης στην έννοια, σύμφωνα με τον Schelling, διακρίνει τη διαλεκτική μέθοδο σε δύο μεθόδους, την αρνητική διαλεκτική που διαρκώς ανάγει την ύπαρξη στη διαμεσολάβηση της Ουσίας και της Έννοιας, και τη θετική διαλεκτική που αναγνωρίζει τη θετικότητα του δημιουργικού Είναι και της Ύπαρξης, μέσω της οποίας αποκαλύπτεται η Έννοια. Η Φιλοσοφία της Αποκάλυψης δεν είναι ούτε ορθολογισμός ούτε εμπειρισμός, είναι ένας μεταφυσικός εμπειρισμός, καθώς μέσω μιας ιστορικά προσδιορισμένης υπαρξιακής αποκάλυψης γνωρίζεται εξ αποκαλύψεως η αλήθεια που υπερβαίνει την αντίθεση Λόγου και Εμπειρίας. Ο Schelling αναγνωρίζει στον Hegel ότι εντοπίζει και τις δύο διαστάσεις της διαλεκτικής και τις αναπτύσσει, ωστόσο το φιλοσοφικό του σύστημα μεροληπτεί υπέρ της πρώτης, αρνητικής και κριτικής διαλεκτικής, και μόνο αντιφατικά, με ασυνέπεια, αναγνωρίζει τη θετική χριστιανική κρατική ύπαρξη. Αν η αρνητική διαλεκτική, μολονότι αναγκαία, περιορίζεται τελικά σε μια ακαδημαϊκή επιστημονική διαλεκτική που υποτιμά τη θετική, δοσμένη ύπαρξη, η θετική διαλεκτική μετατρέπει την αρνητική διαλεκτική σε θετική ύπαρξη της ελευθερίας πέρα από το φιλοσοφικό εννοιολογικό σύστημα κατανόησής της. Για τον Schelling, αυτό σημαίνει το πέρασμα από μια εννοιολογική διαλεκτική, που νομιμοποιούσε το Κράτος, σε μια πρακτική διαλεκτική του Κράτους στη βάση της εμπειρίας της χριστιανικής αποκάλυψης.

Η ασυμμετρία Έννοιας και Ύπαρξης, και η διάκριση ανάμεσα σε Αρνητική και Θετική διαλεκτική, Επιστημονική Φιλοσοφία και Φιλοσοφία της Ζωής, θα σημαδέψει όλη τη μετέπειτα ιστορία της διαλεκτικής. O Schelling δείχνει πως η θετικότητα και η αρνητικότητα διαιρούν εσωτερικά την ίδια τη διαλεκτική μέθοδο, δημιουργώντας νέες της εκδοχές και διαλεκτικές μεροληψίες, δηλαδή αποφάσεις περί της διαλεκτικής μεθόδου.

Με τον Schelling η Ιδεαλιστική Διαλεκτική φτάνει στην παρακμή της, θέτοντας τους όρους δυνατότητας μιας Υλιστικής Διαλεκτικής που αναγνωρίζει την προτεραιότητα της ύπαρξης και της ζωής έναντι της έννοιας και της φιλοσοφίας.

4. Το πέρασμα από την Ιδεαλιστική Διαλεκτική του Hegel στην Υλιστική Διαλεκτική των Marx-Engels διατηρεί το κεκτημένο της κριτικής του Schelling και του Feuerbach στον Hegel. Ο Engels, όπως και ο Bakunin και ο Kierkegaard, παρακολουθεί τις διαλέξεις περί της Φιλοσοφίας της Αποκαλύψεως (1840) του Schelling, και συγγράφει μια κριτική το 1841, το Anti-Schelling. Ο γερμανικός Ιδεαλισμός, ο γαλλικός υλισμός, η αγγλική πολιτική οικονομία, αποτελούν βασικές πηγές της μαρξιστικής υλιστικής διαλεκτικής, αν και όχι τις μόνες. Στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας ο Marx δίνει το στίγμα της υλιστικής αντιστροφής της διαλεκτικής, του υλιστικού αναποδογυρίσματός της, ώστε αυτή να περάσει από τον ουρανό των φιλοσοφικών αφαιρέσεων στην τραχιά γη της σπαρασσόμενης ανθρώπινης ύπαρξης και να σταθεί πλέον "με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω". Στην Αγία Οικογένεια και τη Γερμανική Ιδεολογία οι Marx-Engels θα συνεργαστούν για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού, ενάντια στον δεξιό, χριστιανικό-κρατικό εγελιανισμό, ενώ στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ ο Marx θα δώσει το αίτημα της δικής του, υλιστικής διαλεκτικής, στην ακροτελεύτια θέση: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε». Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο θα διακηρύξει αυτό το αίτημα ριζικής ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, σύμφωνα με την υλιστική πλέον διαλεκτική μέθοδο. 

Η διαλεκτική παραγωγή των νόμων της τυπικής λογικής, την οποία απέδειξε η ιδεαλιστική διαλεκτική, μετατρέπεται στην υλιστική διαλεκτική, δηλαδή σε μια νέα, αντεστραμμένη και ιστορική εκδοχή των νόμων αυτών. Οι ''τρεις νόμοι της διαλεκτικής'' του Engels αντιστοιχούν στους τρεις νόμους-στιγμές της διαλεκτικής λογικής. Ο νόμος μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα δείχνει πως το Α μετατρέπεται σε διάφορο του Α, σε "μη Α". Ο νόμος της πάλης των αντιθέτων δείχνει την ενότητα και αντίθεση των (+)Α και - Α. Ο νόμος της άρνησης της άρνησης δείχνει την επιστροφή στην ταυτότητα μέσα από την ετερότητα, στο κοινό θεμέλιο των δύο πρώτων νόμων. Για τους Marx-Engels, αυτή είναι η κίνηση της πραγματικής, υλιστικής-ιστορικής διαδικασίας. Η αρχική πρωτόγονη κοινότητα αυτομεταβάλλεται και οδηγείται στην πάλη των αντιθέτων, την ταξική πάλη, που είναι η ιστορία της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Η συμφιλίωση των αντιμαχόμενων τάξεων, και η επιστροφή στον αρχικό, πρωτόγονο κομμουνισμό σε ανώτερο επίπεδο, δεν υπάρχει ήδη, στην υπάρχουσα πολιτισμένη καπιταλιστική πραγματικότητα, όπως υπόσχεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η ελευθερία της αγοράς, αλλά μέλλεται, μπορεί να υπάρξει. Αυτός ο μελλοντικός προσανατολισμός σε μια επερχόμενη πραγμάτωση της συμφιλίωσης, διαχωρίζει την επαναστατική διαλεκτική από τη συντηρητική διαλεκτική. Οι Marx-Engels δεν αναποδογυρίζουν απλώς την ιδεαλιστική διαλεκτική του Hegel, δείχνοντας την υλική της βάση. Υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι ο τρίτος νόμος της συμφιλίωσης ταυτότητας και ετερότητας δεν ισχύει στον πραγματικό κόσμο, αλλά μπορεί να ισχύσει, αν επικρατήσει ο ώριμος κομμουνισμός, που ήδη έλκει μαγνητικά την ιστορική κίνηση, με την πραγματική υπέρβαση των τάξεων.


Έτσι αρχίζει η ιστορία της Υλιστικής Διαλεκτικής. 

5. Στην αρχή της ιστορίας της Υλιστικής Διαλεκτικής, θεωρία και πράξη, έννοια και ύπαρξη, αρνητικότητα και θετικότητα, βρίσκονται σε μία άμεση, ασαφή και υπανάπτυκτη ενότητα υποκειμένου-αντικειμένου, με προτεραιότητα της θετικής άρνησης της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, της ιδεώδους επαναστατικής πράξης που ακολουθεί το γίγνεσθαι της πραγματικής κίνησης του κομμουνισμού. Η πραγματική ήττα, όμως, των επαναστατικών κινημάτων, και ειδικά της Παρισινής Κομμούνας,  οδηγεί στην άνοδο της αρνητικής-κριτικής διάστασης, ώριμος καρπός της οποίας είναι τα ιστορικά έργα του Marx, η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το Κεφάλαιο, η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους του Engels. Με την ήττα των επαναστατικών προσπαθειών, η επαναστατική διαλεκτική περνά κρίση, την οποία υποδηλώνει το έργο του Engels, το Τέλος του Λουδοβίκου Φόυερμπαχ και της Γερμανικής Φιλοσοφίας, αλλά και η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα του Marx. Οι Marx-Engels νιώθουν την ανάγκη, τελικά, να θετικοποιήσουν την υλιστική διαλεκτική κριτική, συνδέοντάς τη με την άνοδο των συνδικάτων και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ενώ, ταυτόχρονα, η αρνητικότητα της κριτικής προς την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων πασχίζει να διατηρηθεί στη ζωή. Η θετικότητα και η αρνητικότητα αρχίζουν να μη βρίσκονται σε άμεση ενότητα αλλά να διασπώνται, συνεπώς ο διαχωρισμός θεωρίας και πράξης βαθαίνει. Το γεγονός πως οι Marx και Engels προτίμησαν αρχικά να διαπραγματευτούν τη δημοσίευση της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα, αναγνωρίζοντας το σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και προσπαθώντας να μην το εκθέσουν δημόσια για τη τραγική πολιτική του στροφή (με αποτέλεσμα το κείμενο να δημοσιευτεί σε ασφαλέστερη ιστορική συγκυρία, 13 χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Marx), αποκαλύπτει ακριβώς αυτή τη διάσπαση ανάμεσα σε μια Αρνητική υλιστική διαλεκτική, που είχε υποσχεθεί να ασκήσει ''ανελέητη κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων'', και μια Θετική υλιστική διαλεκτική, που προέκρινε τη θετική ύπαρξη του αναπτυσσόμενου συνδικαλισμού και του σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται το γεγονός ότι, ενώ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αρνούταν να δώσει ουτοπικές ''συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος'', η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα προσπαθεί να περιγράψει κάποιους θετικούς όρους ύπαρξης της Ουτοπίας.

6. Με τον Λένιν και τον Γκράμσι, η άμεση, υπανάπτυκτη ενότητα της αρνητικής υλιστικής διαλεκτικής με τη θετική, και η πρωταρχική διάσπαση θετικότητας και αρνητικότητας στο ύστερο έργο των Marx-Engels, κατευθύνεται προς μια ανάπτυξη και εξειδίκευση τόσο της αρνητικής, όσο και της θετικής πλευράς της διαλεκτικής, στην εφαρμοσμένη, και όχι ιδεώδη, επαναστατική υλιστική διαλεκτική. Από τη μία μεριά, ο αρνητικός παράγοντας της καταστροφής των δεδομένων συνθηκών βρίσκεται σε ανειρήνευτη πολεμική με κάθε μεταρρύθμιση του αστικού κράτους. Από την άλλη μεριά, ο υποκειμενικός παράγοντας της πρωτοπορίας και του Κόμματος ανατιμάται σε σχέση με τις αντικειμενικές υλικές συνθήκες, σηματοδοτώντας μια στροφή της πρώτης, άμεσης υλιστικής διαλεκτικής των Marx-Engels προς έναν ιστορικό ιδεαλισμό της υποκειμενικής πολιτικής ηγεσίας που παρεμβαίνει από μια θέση σχετικής εξωτερικότητας προς τις αντικειμενικές συνθήκες. Η τελική ανατίμηση του Θετικού Υποκειμένου έναντι της κριτικής του Αντικειμένου, ολοκληρώνεται με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αντίθετα, εκεί που η επανάσταση ηττήθηκε η διαλεκτική οδηγήθηκε σε μια κριτική των θετικών, αντικειμενικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένου και του υποκειμένου.

7. Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία και η ήττα της σοσιαλιστικής επανάστασης στον Δυτικό Κόσμο, βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα στη Θετική υλιστική διαλεκτική και την Αρνητική υλιστική διαλεκτική. 

Η ΕΣΣΔ αναπτύσσει μια Θετική διαλεκτική, που υπερασπίζεται τη θετική ύπαρξη της ελευθερίας στην ύπαρξη της σοβιετικής κρατικής εξουσίας.

Αντίθετα, ο δυτικός μαρξισμός αναπτύσσει μια Αρνητική διαλεκτική, που υπερασπίζεται την αρνητική μη ύπαρξη της ελευθερίας, ασκώντας κριτική στη θετική πραγματικότητα τόσο της δυτικής όσο και της σοβιετικής εξουσίας.

Έτσι λοιπόν, ο δεσμός Θεωρίας και Πράξης, Έννοιας και Ύπαρξης κόβεται πλήρως. Στη Δύση, έχουμε μια Αρνητική Διαλεκτική που υποτιμά την επαναστατική πράξη, στο όνομα της ακαδημαϊκής, διαρκούς αρνητικής κριτικής της αντικειμενικής εκμεταλλευτικής πραγματικότητας. Στην ΕΣΣΔ έχουμε μια Θετική Διαλεκτική που επίσης υποτιμά την επαναστατική πράξη, στο όνομα της πολιτικής, διαρκούς οικοδόμησης της αντικειμενικής σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής πραγματικότητας. 

Αρνητική και Θετική Διαλεκτική, δεν είναι παρά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; της ήττας της επαναστατικής πράξης σε Ανατολή και Δύση, παρά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στη Δύση, η εκτατική ανάπτυξη, η εξάπλωση της επανάστασης, απέτυχε. Στην ΕΣΣΔ, η εντατική ανάπτυξη, το βάθεμα της επανάστασης, επίσης απέτυχε. Αρνητική και Θετική Διαλεκτική βρίσκονται σε συμβιβασμό με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Η πρώτη, γιατί θεωρεί αδύνατη πλέον την επαναστατική πραγμάτωση της ελευθερίας, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από την πράξη για να ασκήσει θεωρητική κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Η δεύτερη, γιατί επίσης θεωρεί αδύνατη την επαναστατική πραγμάτωση της ελευθερίας, λόγω της καπιταλιστικής περικύκλωσης και καθώς θεωρεί την επανάσταση ήδη πραγματωμένη στην υπάρχουσα σοβιετική κατάσταση πραγμάτων, της οποίας η θετική ύπαρξη πρέπει τελικά να συντηρηθεί. 

Από την άμεση υλιστική διαλεκτική υποκειμένου-αντικειμένου των Marx-Engels, περάσαμε στη διαχωρισμένη αρνητική και θετική διαλεκτική υποκειμένου-αντικειμένου της μεταπολεμικής περιόδου, στην αρνητική υλιστική διαλεκτική του δυτικού μαρξισμού, και στη θετική υλιστική διαλεκτική του σοβιετικού μαρξισμού. Ακόμα και το έργο του δομο-μαρξισμού του Αλτουσέρ, καταστατικά ενάντια στη διαλεκτική, καταλήγει στη πράξη σε μια ακαδημαϊκή αρνητική διαλεκτική απέναντι στο Κόμμα και το Κράτος, που αρνείται τον εμπειρικό θετικισμό της μαρξιστικής σοβιετικής ορθοδοξίας αξιοποιώντας την έννοια της Δομής και, αργότερα, του υλισμού της συνάντησης, ενάντια στην ιδέα της αναγκαίας και θετικής ύπαρξης της ελευθερίας. Ο Theodor Adorno θα αναδειχθεί ο αδιαφιλονίκητος φιλοσοφικός εκφραστής του οριστικού πνεύματος της εποχής του δυτικού μαρξισμού, συγγράφοντας την Αρνητική Διαλεκτική.

8. Η Πολιτισμική Επανάσταση στην Κίνα, η Κουβανική Επανάσταση, και τα εξεγερτικά γεγονότα του ''παγκόσμιου Μάη'' στον δυτικό κόσμο, τον σοβιετικό κόσμο και στον ''τρίτο κόσμο'' της αποικιοκρατίας. αρθρώνουν το αίτημα μιας νέας διαλεκτικής. Μιας διαλεκτικής που δε θα βλέπει με άμεσο, υπανάπτυκτο τρόπο τη σχέση των υποκειμένων με τις αντικειμενικές υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους, ούτε με τον διαχωριστικό τρόπο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αρνητική και τη θετική διαλεκτική. Οι νέοι εργατικοί αγώνες της περιόδου, τα αντιαποικιοκρατικά και αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα, οι φεμινιστικοί και διαθεματικοί αγώνες, η απο-εθνικοποίηση, πέρα από το σοβιετικό μπλοκ, προς άλλους πολιτισμούς, του κέντρου της επαναστατικής δραστηριότητας (σε Κούβα, Ρωσία), θέτουν επιτακτικά το αίτημα μιας νέας θετικής άρνησης, που ανακτά τη ριζοσπαστική αρνητικότητα και θετικότητα του έργου των Marx και Engels, μέσα όμως από το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας της τελικής ήττας των προηγούμενων επαναστάσεων και της διάσπασης σε αρνητική και θετική υλιστική διαλεκτική. 

9. Αυτή η νέα διαλεκτική αναπτύσσεται θεωρητικά στο έργο των Marcuse, Benjamin, Bloch, Deleuze, σε έναν βαθμό στο έργο του Badiou, αλλά και σε διάφορα έργα της φεμινιστικής και διεθνιστικής ιστορικο-υλιστικής κριτικής. Και η σοβιετική παράδοση των Ilyenkov και Vazioulin, έχει να μας προσφέρει πολλά στην άρθρωση μιας συστηματικής κριτικής προς την κλασική μαρξιστική υλιστική διαλεκτική. Πρακτικά, η νέα διαλεκτική αναπτύσσεται στους αγώνες του 1960-1970, στους αγώνες του 1990, στις αραβικές εξεγέρσεις και τους αγώνες του 2008-2018.

Η νέα διαλεκτική, που θα ονομάσουμε συμβατικά και προσωρινά μεταδιαλεκτική, αναγνωρίζει πως η μέχρι τώρα ιστορία της πολιτισμένης ανθρωπότητας ήταν η ιστορία της αποξένωσης και της πάλης καταπιεστών-καταπιεσμένων. Πως η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αξίζει την αρνητική κριτική και τελικά τη συντριβή, με το πέρασμα ''από το όπλο της κριτικής, στην κριτική των όπλων''. Πως κάθε θετική πραγμάτωση της ελευθερίας των καταπιεσμένων μέχρι σήμερα, μετατρεπόταν στην αρνητική διαλεκτική μιας "κριτικής" που αξιοποιούσε το Κράτος, αποτρέποντας διαρκώς τον εμφύλιο πόλεμο και τη σύμπτωση έννοιας-ύπαρξης, εξελίσσοντας τον μηχανισμό του και δημιουργώντας μια νέα θετική ύπαρξη της καταπιεστικής πραγματικότητας. 

Η μεταδιαλεκτική αναγνωρίζει, επιπλέον, μια αλήθεια του μεταδομισμού, ή του λεγόμενου ιδεολογικού ''μεταμοντερνισμού''. Αναγνωρίζει πως η δοσμένη πραγματικότητα δεν είναι διαλεκτική, πως η συμφιλίωση ταυτότητας και ετερότητας είναι μια οντοθεολογική, κρατική ιδεολογία που συγκαλύπτει την πραγματική ασυμμετρία μεταξύ της έννοιας και της ύπαρξης, του ατομικού και του συλλογικού, των μερικών συμφερόντων και του γενικού συμφέροντας, της επιθυμίας και της πραγματικότητας. Ωστόσο, η μεταδιαλεκτική εργάζεται για μια μελλοντική πραγμάτωση της συμφιλίωσης, για μια μελλοντική μετατροπή της καταπιεστικής πραγματικότητας σε διαλεκτική σχέση πνεύματος-σώματος, ατομικού-συλλογικού, θεωρίας-πράξης, έννοιας-ζωής. Απέναντι στη ρήση ''η πραγματικότητα δεν είναι διαλεκτική'', η μεταδιαλεκτική απαντάει ''όχι ακόμα''. Η μεταδιαλεκτική είναι δημιουργική διαλεκτική, θέλει να δημιουργήσει τη συμφιλίωση, τη δυνατότητα της οποίας ήδη βλέπει σε κάθε σύμπτωμα, όταν σε αυτό εκδηλώνεται η αντικειμενική, ενσώματη αλήθεια της μοναδικότητας του υποκειμένου. Όμως η εκπλήρωση της διαλεκτικής συμφιλίωσης, θα σημάνει το τέλος της διαλεκτικής. Ήδη από τώρα, από τη σκοπιά του "όχι ακόμα".

Η μεταδιαλεκτική ισχυρίζεται ότι η διαλεκτική έρχεται μετά. Σήμερα βρισκόμαστε ριγμένοι σε θεμελιακά προ-διαλεκτικούς μηχανισμούς εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αλλά και σε μια διαλεκτική εξέλιξη της κυριαρχίας που αναιρεί, τελικά, τον διαλεκτικό της χαρακτήρα στο απλό γεγονός της ωμής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η μεταδιαλεκτική παλεύει για την προέλευση της ελεύθερης κοινότητας, όχι την προέλευσή της από τον πρωτόγονο κομμουνισμό, αλλά την προ-έλευση, την προ-ιστορία της πραγματικής της ιστορίας. Αυτή είναι η δική της "αρχή του αποχρώντος λόγου". Ο μεσσιανικός πυρήνας των μονοθεϊστικών θρησκειών (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, ισλάμ), του αναρχισμού, του μαρξισμού, αλλά και του ''μετακαπιταλισμού'' που υπόσχεται απελευθέρωση της εργασίας και της σεξουαλικότητας με τη βοήθεια των ρομπότ, βρίσκει στην μεταδιαλεκτική την επαναστατική, διαπολιτισμική και διαθεματική ανατίμησή του. Η μεταδιαλεκτική διαμορφώνει μια έλλογη πίστη.

Η μετα-διαλεκτική είναι υλιστική ως προς το ποιητικό της αίτιο, της πραγματικές ιστορικές δυνάμεις που την προωθούν, και ιδεαλιστική ως προς το τελικό της αίτιο, το μέλλον μιας απελευθέρωσης της σάρκας από τους υλικούς καταναγκασμούς, αλλά και από την ίδια την ανθρώπινη μορφή. Σύμφωνα με αυτό το στόχο κατέχει ειδικές αρχές που τη διέπουν ήδη από σήμερα, ως στάση ζωής.

10. Μετά την ιστορία της Ιδεαλιστικής Διαλεκτικής, η Ιστορία της Υλιστικής Διαλεκτικής. Και έπειτα, η ιστορία της Μετα-διαλεκτικής, που έχει ήδη ξεκινήσει, μέσα στους απελευθερωτικούς αγώνες της νέας εποχής.  Η διαλεκτική μέθοδος εξελίσσεται διαλεκτικά, υπερβαίνοντας τον εαυτό της.

Ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς μας τόσο με τον μεταμοντερνισμό όσο και με τη διαλεκτική, θέλουμε να αναπτύξουμε συστηματικά το ερευνητικό πρόγραμμα της μεταδιαλεκτικής, της διαλεκτικής που δημιουργεί ιστορικά το μη διαλεκτικό, το άνευ όρων, το απόλυτο.

Μαζί με τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας, είμαστε μόνο στην αρχή.



II. Εσχατολογία χωρίς Ουτοπία και Μεσσιανισμό


1. Στον ιουδαϊσμό, στον χριστιανισμό, στον ισλαμισμό, στον αναρχισμό, στον μαρξισμό, στον νιτσεϊσμό, στον μετα-ανθρωπισμό, υπάρχει ένας εσχατολογικός πυρήνας. Άλλοτε μεσσιανικός, άλλοτε κοινωνικός, κοινοτιστικός, άλλοτε τεχνολογικός. Το σχήμα είναι απλό: 1. Η αρχική, άμεση ενότητα 2. Ο αλλοτριωτικός διχασμός 3. Η αποκατάσταση της ενότητας, σε ένα ανώτερο επίπεδο. Πού οφείλεται αυτή η τριμερής, διαλεκτική δομή; Ίσως, στον ανθρώπινο ψυχισμό. Από μια αρχική κατάσταση άμεσης σχέσης με τον κόσμο, το ανθρώπινο σώμα υπάγεται στους ετερόνομους πολιτισμικούς καταναγκασμούς βιώνοντας την αλλοτρίωση, προσδοκώντας τελικά ένα μέλλον απελευθέρωσης και αποκατάστασης της χαμένης ενότητας. Ίσως, από την άλλη μεριά, η τριμερής αυτή δομή δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά οντολογική.

2. Όλες οι παραπάνω μορφές εσχατολογικής πίστης, στις ριζοσπαστικές τους εκδοχές, συμφωνούν στο ότι ο δοσμένος Κόσμος, το Κράτος και το Κεφάλαιο εκπροσωπούν την Αλλοτρίωση και το Κακό, που έχει επικρατήσει, και ότι έρχεται το Τέλος αυτού του κόσμου. Διαφωνούν ως προς την κατανόηση των μηχανισμών της Αλλοτρίωσης και του Κακού, ως προς τις μεθόδους απελευθέρωσης από αυτό, και ως προς τη συλλογική, στρατευμένη προετοιμασία απέναντι στη συντέλεια του κόσμου. Η δαιμονοποίηση του δοσμένου ανθρώπινου Κόσμου, του Κράτους και του Κεφαλαίου είναι αναγκαίος όρος επιβίωσης και ανάπτυξης κάθε εσχατολογίας.

3. Κάθε εσχατολογία είναι η συντέλεια της Οικογένειας, της Κοινωνίας των Ιδιωτών και του Έθνους.

4. Μέσα στην επικράτεια του Κακού θα υπάρχουν πάντα αυτοί και αυτές που ονειρεύονται την απελευθέρωση, αποκλίνοντας από την ίδια την εκμεταλλευτική θέση τους και την καταπιεστική ταυτότητά τους. Όταν αυτές οι αποκλίσεις αφυπνίζονται, αναγνωρίζουν στα τραύματα των παιδικών, εργατικών και πλεονασματικών σωμάτων τους τα ίχνη του κοινωνικού πολέμου.

5. Η πραγματική εσχατολογία δεν χρειάζεται πλέον την ουτοπία και τον μεσσιανισμό, παρά μόνο τη θέληση το επερχόμενο Τέλος να είναι καλό, και να έρθει σύντομα.

6. Ο εσχατολογικός πυρήνας είναι ο έλλογος πυρήνας των θρησκειών, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών και των μαρξιστικών. Η θρησκεία συγκαλύπτει αυτόν τον έλλογο πυρήνα και αντιστέκεται στο πραγματικό τέλος αυτού του κόσμου, λατρεύοντας κάποιο Κύριο Όνομα και μετατρέποντας την εσχατολογία σε ουτοπία ή σε μεσσιανισμό. Από τη σκοπιά της πραγματικής εσχατολογίας, ωστόσο, κάθε Κύριο Όνομα, κάθε Ουτοπία και κάθε μεσσιανισμός δεν είναι παρά η αναγκαία παρηγοριά, που αρχικά αναταράζει τον κόσμο, αλλά τελικά τον συντηρεί.  Η πραγματική εσχατολογία είναι η ριζική απομυθοποίηση του πεπερασμένου, θνητού παρόντος και η έλλογη πίστη στην ανοιχτή έκβαση του επερχόμενου Τέλους, μέθοδος και σπουδή των ζωντανών ενδεχομένων και απόφαση πάνω στον χαρακτήρα του Τέλους.

7. Μέχρι σήμερα, ο αναρχισμός και ο μαρξισμός, με αυτή τη σειρά, έφτασαν πιο κοντά στη σύλληψη της πραγματικής εσχατολογίας πέρα από την ουτοπία και τον μεσσιανισμό.

8. Η εσχατολογία αντιμετωπίζει πια έντονα το πρόβλημα της μεθόδου. Καμία εσχατολογία σήμερα δεν είναι αρκετά οικουμενική και αρκετά αποτελεσματική, ώστε να γίνει τρόπος σκέψης και ζωής μιας κρίσιμης μάζας καταπιεσμένων. Καμία εσχατολογική μέθοδος, καμία ενότητα θεωρίας και πράξης, δεν είναι αρκετά πειστική σήμερα. Ορισμένες αναρχικές, αυτόνομες, μαρξιστικές και ισλαμικές ομάδες, με επίκεντρο τις παραγκουπόλεις του δυτικού κόσμου και τη Μέση Ανατολή, αναγνωρίζουν έμπρακτα τον κοινωνικό πόλεμο, όχι όμως και το πρόβλημα της μεθόδου τους.

9. Κάθε αίσθηση ότι ο Χρόνος μας τελειώνει, είτε μπροστά στο ενδεχόμενο ενός ολοκληρωτικού πολέμου, είτε μπροστά στη δαρβινική υποκατάσταση του ανθρώπου από το cyborg, είτε μπροστά στο καθημερινό γεγονός της αρρώστιας, του πόνου και του θανάτου, πηγάζει από την αίσθηση πως ο ίδιος ο άνθρωπος έφτιαξε τις μηχανές της καταστροφής και της καταπίεσής του, πως ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ελαττωματικός, σκάρτος, θανατηφόρος και εκτεθειμένος στον θάνατο. Ο ίδιος ο άνθρωπος ήταν το πρόβλημα και το όριο μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, εκείνος που θέλησε ενεργητικά ή αποδέχτηκε την πατριαρχία, την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ταξική εκμετάλλευση, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, τον πόλεμο, τη δυνατότητα και την πραγματικότητα του θανάτου.

10. Μόνο οι καταπιεσμένοι θα ήταν διατεθειμένοι να επιλύσουν οριστικά το πρόβλημα του ανθρώπου, την ώρα που οι κυρίαρχοι παραγγέλνουν τις νέες ιδιωτικές τους μηχανές αυτόματης καθυπόταξης ανθρώπου από άνθρωπο. Ανάμεσα στην ιστορία των κυρίαρχων και την ιστορία των καταπιεσμένων, η εσχατολογία ανήκει πραγματικά μόνο στους καταπιεσμένους, που θέλουν να βάλουν στον Κόσμο, μέσα στον οποίο υποφέρουν, ένα τέλος, ανακτώντας τη χαμένη απόλαυση. Η Δυστοπία των κυρίαρχων δεν μπορεί να υποσχεθεί ένα τέτοιο τέλος, παρά μόνο τη διαιώνιση ενός παρόντος κινηματογραφικά διεσταλμένου έως τις ακρότατες συνέπειές του, φτάνοντας ''στο σημείο που δεν έχει επιστροφή''.

11. Υπήρξαν δύο διαλεκτικές, μία των κυρίαρχων, μία των καταπιεσμένων. Μπορεί να υπάρξει μια τρίτη διαλεκτική, που θα υπερβαίνει τη μη διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο, υπερβαίνοντας την κυριαρχία.

---------------------------
* Καθώς η χρονιά οδεύει προς την ολοκλήρωσή της, σπεύδουμε -με αρκετή καθυστέρηση ομολογουμένως!- να αναδημοσιεύσουμε το εν λόγω κείμενο από τη Λέσχη Νέων Χεγκελιανών (ειδικότερα το πρώτο μέρος, του οποίου το δεύτερο αποτελεί μάλλον παράρτημα) για δύο κυρίως λόγους. Αφενός και πρωτίστως γιατί είναι αφεαυτού πολύ ενδιαφέρον και φιλοσοφικά μεστό, όσες επιφυλάξεις και αν δικαιούται κανείς να διατηρήσει για την κατακλείδα του. Αφετέρου, επειδή με τον τρόπο του μοιάζει να συνεχίζει έναν διάλογο -ο οποίος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους καλούς "διαλόγους", συντελείται μέσω των πλέον απομακρυσμένων αλληλεπιδράσεων, ανεπίκαιρων παρεμβάσεων και υπόγειων διαδρομών- διεξαγόμενο μεταξύ του συντάκτη του και ημών εδώ και τουλάχιστον έξι η εφτά χρόνια - στην πραγματικότητα, λίγο περισσότερα. Το κείμενο αναπαράγεται έχοντας υποστεί την ελάχιστη δυνατή επιμέλεια, με μόνη επί της ουσίας δημιουργική εκ μέρους μας πινελιά την προσθήκη του τίτλου (αφού, με όλον τον σεβασμό, νομίζουμε ότι υστερούν στην απαιτούμενη φαντασία οι φίλοι της ΛΝΧ). Από τη δική μας σκοπιά, επισημαίνουμε ότι, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το επόμενο κείμενο που θα δημοσιευτεί στο ιστολόγιο, θα αποτελεί επίσης, με τον ιδιαίτερο τρόπο του, συμβολή στην υπογείως εκτυλισσόμενη συζήτηση. Είναι ίσως ευδιάκριτο ότι με τον Ο. εκφράζουμε, με διαφορετικό ενδεχομένως τρόπο, μορφή και διάρκεια, την επιθυμία παραμονής στο Ανυπόθετο και επωμισμού του - συνεπώς, την άρνηση εξορίας, παραίτησης ή υπαναχώρησης απ' αυτό. Έχουμε επομένως την παρατηρούμενη στο κείμενο νεοκομμουνιστική επιμονή στη δυνατότητα ανίχνευσης, χαρτογράφησης και εσπευσμένης πραγμάτωσης των εμμενών στην ιστορία λογικών τάσεων, η οποία οδηγεί και ενισχύει την αυτοπεποίθηση μιας έλλογης πίστης, έναντι (αλλά, ως γειτνιάζουσα τοπολογικά, ευρισκόμενη στο πλάι) μιας "χαμηλών εντάσεων" χειραφετικής προοπτικής, οριακά εκδραματιζόμενης δίχως την ανάγκη μιας ρητής, "διακηρυκτικής" εξασφάλισης, και εκφραζόμενης "υποκειμενικώς" με τη διαρκή αμφιρρέπεια -ως η αμφιρρέπεια- μιας βραδυφλεγούς αναμονής. 
- Κ. 


Πηγή Λέσχη Νέων Χεγκελιανών (Ι, ΙΙ)