Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Αναλύοντας το χάος


Το πρωινό της 27ης Μαρτίου βρήκε τον Yakov Sinai, διαπρεπή καθηγητή του Πρίνστον στον τομέα της Μαθηματικής Φυσικής πλουσιότερο κατά 0.99 εκ. δολάρια, λίγο λιγότερα δηλαδή από το $1 εκ., γεγονός που προφανώς αποδίδεται στην τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία της Νορβηγικής κορώνας έναντι του δολαρίου και όχι στη τσιγκουνιά της Νορβηγικής κυβέρνησης για το μη στρογγύλεμα του ποσού στο 1 εκ. Άλλωστε δεν θα υπήρχε και λόγος να το κάνει, μιας και ελέω πετρελαίου τα ταμεία της χώρας ουδέποτε σταμάτησαν να πηγαίνουν απ' το καλύτερο στο... καλυτερότερο.

Η κυβέρνηση λοιπόν, αντιλαμβανόμενη το κενό που υπήρχε σχετικά με τη βράβευση επιφανών μαθηματικών, και θέλοντας να τιμήσει τον Νορβηγό Niels Henrik Abel (1802–1829), ιδιοφυή μαθηματικό, εισηγητή της αβελιανής θεωρίας ομάδων (Abelian Groups) και μιας σειράς άλλων καινοτομιών, αποφάσισε το 2002, στα 200 χρόνια από τη γέννησή του να θεσπίσει το ομώνυμο βραβείο, συνοδευόμενο μάλιστα από γενναίο χρηματικό ποσό, αντίστοιχο αυτού των βραβείων Nobel.

Για κάποιο περίεργο λόγο ο κ. Alfred Nobel, ενώ στη διαθήκη του το 1895 φρόντισε να θεσπίσει βραβεία για εξέχοντες δημιουργούς και ερευνητές από το χώρο της κουλτούρας και των επιστημών, συγκεκριμένα από τη Φυσική, Χημεία, Ιατρική, Λογοτεχνία και Ειρήνη, εν τούτοις οι μαθηματικοί δεν θεωρήθηκαν άξιοι λόγου για να συμπεριληφθούν στους ευεργέτες της ανθρωπότητας και να επιβραβευτούν. Το ίδιο και οι οικονομολόγοι, αν και το ατόπημα αυτό κάποιοι πίεσαν να διορθωθεί αρκετά αργότερα, το 1968. Παρά το γεγονός ότι οι οικονομολόγοι απέκτησαν το status του επιστήμονα με τη βοήθεια εξελιγμένων μαθηματικών εργαλείων, εν τούτοις οι δωρητές τους οι μαθηματικοί συνέχισαν να παραμένουν εκτός νυμφώνος.

Η αβλεψία αυτή διορθώθηκε αφ' ενός με το γενναιόδωρο βραβείο Abel, όπως είδαμε παραπάνω, αφ' ετέρου με το λιγότερο γενναιόδωρο, μόλις $15000, μετάλλιο Fields, ίσως διότι απευθυνόταν μεν σε εξέχοντες μαθηματικούς, μικρότερης ηλικίας δε.

Ο Yakov Sinai, ο φετινός παραλήπτης του βραβείου Abel, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Νορβηγικής Ακαδημίας Επιστημών επιβραβεύτηκε για την πεντηκονταετή του συνεισφορά στη μαθηματική φυσική, στην εργοδική θεωρία, στη θεωρία πιθανοτήτων και στην εξερεύνηση των δυναμικών συστημάτων. Γεννημένος το 1935 στη Μόσχα, έλαβε το διδακτορικό του το 1963 από το πανεπιστήμιο της Μόσχας κάτω από την επίβλεψη του τιτανοτεράστιου Kolmogorov, ενός από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς του 20ού αιώνα. Εργάστηκε ταυτόχρονα σαν καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο, και σαν ερευνητής στο περίφημο Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής Landau, της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Αυτά, μέχρι το 1993 οπότε και μεταπήδησε στην Αμερική, στο Πρίνστον, όπως συνέβαινε τότε, την εποχή της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, με τους περισσότερους επιστήμονες του ανατολικού μπλοκ που δεν είχαν δελεαστεί από τα grants που μοίραζε αφειδώς ο Soros.

Δυναμικό, είναι κάθε σύστημα το οποίο εξελίσσεται στο χρόνο βάσει ενός ορισμένου και σταθερού κανόνα. Γνωρίζοντας τις αρχικές θέσεις και ταχύτητες των σωματιδίων που το αποτελούν, καθώς και τον κανόνα που μεταθέτει τα σωματίδια στο χώρο από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη, μπορεί κανείς λύνοντας ένα σετ διαφορικών εξισώσεων να προβλέψει τη μελλοντική θέση και τις ιδιότητες του συστήματος. Οι μάντεις και οι προφήτες είχαν ανέκαθεν περίοπτη θέση στις ανθρώπινες κοινωνίες. Με τον καιρό τη θέση τους την πήραν οι επιστήμονες οι οποίοι μπορούσαν να δουν στο χρόνο τόσο μακριά, όσο η φύση των ίδιων των συστημάτων τους επέτρεπε να δουν. Κάποια συστήματα, τα ντετερμινιστικά, επιτρέπουν ακριβείς προβλέψεις, κάποια άλλα, τα χαοτικά, ανάλογα με το βαθμό της μη γραμμικής αλληλεπίδρασης των μεταβλητών τους, τις αποτρέπουν. Ένα χαοτικό σύστημα μπορεί να είναι είτε ντετερμινιστικό, είτε στοχαστικό.

Ο καιρός, για παράδειγμα, αποτελεί ντετερμινιστικό χαοτικό σύστημα, η πρόβλεψη του οποίου καθίσταται επισφαλής πέρα από ένα χρονικό ορίζοντα ολίγων ημερών. Αν και χαοτικό, περιγράφεται από καλοδιατυπωμένες εξισώσεις, χωρίς όμως ενσωματωμένη τυχαιότητα. Η αδυναμία μακροπρόθεσμης πρόβλεψης οφείλεται στην αδυναμία ακριβούς καθορισμού των αρχικών συνθηκών πίεσης και θερμοκρασίας. Μια ανεπαίσθητη διαφορά στις αρχικές τιμές μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικές εξελίξεις στο χρόνο, γεγονός που ουσιαστικά εξαλείφει την έννοια της πρόβλεψης.

Το πρόβλημα των τριών σωμάτων, όπως η περιγραφή της κίνησης του συστήματος Ήλιος-Γη-Σελήνη αποτελεί ένα ντετερμινιστικό χαοτικό σύστημα. Το ίδιο και η δυναμική εξέλιξη ενός πληθυσμού. Το πού θα σταθεροποιηθεί ο πληθυσμός εξαρτάται από το ρυθμό αναπαραγωγής. Πέραν μιας τιμής κάθε πρόβλεψη καθίσταται αδύνατη.

Από την άλλη, έχουμε τα στοχαστικά δυναμικά συστήματα τα οποία εξελίσσονται υπό την επίδραση θορύβου, δηλαδή τυχαίων διακυμάνσεων ενός πολύ μεγάλου αριθμού εξωτερικών μεταβλητών. Η επίδραση των τυχαίων κινήσεων των μορίων του νερού στη δυναμική εξέλιξη μιας πρωτεΐνης μπορεί να εκληφθεί σαν θόρυβος.

Η εισαγωγή της έννοιας της εντροπίας Kolmogorov-Sinai ήταν καθοριστική για τη διερεύνηση και κατάταξη των δυναμικών συστημάτων αναλόγως του βαθμού αβεβαιότητας στη μελλοντική τους εξέλιξη. Όσο μεγαλύτερη η εντροπία, τόσο μεγαλύτερη η αβεβαιότητα. Οι μελέτες και τα μαθηματικά εργαλεία που ανέπτυξε όλα αυτά τα χρόνια κάλυψαν όλο το φάσμα, από τα αρχετυπικά ως τα πραγματικά χαοτικά συστήματα, από τους τυχαίους περιπάτους, ως την τυρβώδη ροή, από τις μεταβολές φάσης ώς τη μελέτη των μπιλιάρδων για την κατανόηση της χαοτικής συμπεριφοράς των πραγματικών και ιδανικών αερίων.

Παρά την ηλικία του, ο Sinai είναι ακόμα ακμαίος και ενεργός, συνεχίζοντας να διδάσκει, να εκπαιδεύει και να εξερευνεί σε βάθος τον πολύπλοκο κόσμο που μάς περιβάλλει.

Πηγή CYNICAL

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος


Τη συνέντευξη πήραν η Ντίνα Δαβάκη και ο Δημήτρης Μπούκας


Ενα χειμωνιάτικο απόγευμα στο σπίτι του στο χιονισμένο Leeds, ο επίτιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν μάς μίλησε για την κρίση, τον καταναλωτισμό, τις μορφές αντίστασης, την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και το πώς βλέπει το μέλλον. 


-Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη διέρχονται μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και δέχονται συνέχεια σκληρά μέτρα λιτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά που συμβαίνουν;

Τα μέτρα συνδέονται με τα δάνεια που ζητούνται. Είναι σημαντικό όμως να δει κανείς για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα. Αν χρησιμοποιούνται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν αμείωτες. Οι οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με καταστροφή του πλούτου, αλλά με αναδιανομή του. Σε κάθε κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μετά την κρίση έχει παρατηρηθεί μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού.


-Στα βιβλία σας έχετε πολλές φορές αναφερθεί στον καταναλωτισμό της σύγχρονης, μετανεωτερικής κοινωνίας. Σε τι βαθμό υπάρχει συμβατότητα μεταξύ καταναλωτισμού και μέτρων λιτότητας; 

Μέχρι το 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά το 1970, και με τη συνδρομή πολιτικών, όπως ο Ρέϊγκαν, η Θάτσερ και θεωρητικών όπως ο Φρίντμαν, το καπιταλιστικό σύστημα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να κατακτηθεί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αυτή που είχε πει ότι ο καπιταλισμός αναζωογονείται μέσω νέων παρθένων περιοχών. Αλλά προέβλεψε λανθασμένα ότι όταν το σύστημα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη θα καταρρεύσει. Αυτό που δεν προέβλεψε ήταν ότι ο καπιταλισμός θα αποκτούσε την ικανότητα να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μία από αυτές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες.

Διαμορφώθηκε λοιπόν μια κουλτούρα διαφορετική από αυτή της αποταμίευσης. Τώρα πλέον μπορούσε κανείς να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει. Η φάση μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Κι όταν κανείς χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν, όπως παλιότερα, να στείλουν τον κλητήρα, αλλά το αντίθετο: έστελναν ένα πολύ ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος! Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι που ο Κλίντον εισήγαγε τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους με τα έσοδα μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια κλπ. Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση.

Παρόλα αυτά, η καπιταλιστική οικονομία φαίνεται να αντέχει. Είχαμε, για παράδειγμα, το κίνημα Καταλάβετε τη  Wall Street, το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο. Στο μόνο μέρος που δεν έγινε αισθητό ήταν στην ίδια τη  Wall Street, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο! Και αυτό είναι το πρόβλημα. Κυριαρχεί η ιδέα, στο μυαλό της κας Μέρκελ και των άλλων πολιτικών, ότι ο μόνος τρόπος είναι να υποστηρίζονται οι τράπεζες για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Αλλά αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη πολιτική, αφού αυτή η παρθένα περιοχή του καπιταλισμού έχει πια εξαντληθεί: Οποιοσδήποτε μπορούσε να χρεωθεί έχει χρεωθεί! Ακόμα και τα εγγόνια σας είναι ήδη χρεωμένα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα πληρώνουν αυτά τα τριάντα χρόνια καταναλωτικού οργίου. Κι ενώ στην αρχή η παρθένα περιοχή των ανθρώπων που χρεώνονται απέφερε τεράστια κέρδη, βαθμιαία τα κέρδη αυτά λιγόστεψαν και τώρα είναι μηδαμινά, σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Αυτό που γινεται στην Ελλάδα τώρα είναι ότι η χώρα επενδύει σε φαντάσματα, αυτό ακριβώς είναι οι τράπεζες που δίνουν δάνεια!


-Ποια είναι η διέξοδος, αν, όπως είπατε σε μια ομιλία σας, «έχει το μέλλον Αριστερά»;

Μού ζητάτε να απαντήσω ένα ερώτημα το οποίο πολύ πιο έξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Στίγκλιτς, δυσκολεύονται να απαντήσουν. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ριζικές λύσεις. Κι εκείνο που με ανησυχεί, είναι ότι μεταξύ των πολιτικών θεσμών που έχουμε στη διάθεση μας δεν υπάρχει ούτε ένας που να είναι σε θέση να παράσχει μακροπρόθεσμες λύσεις. Όλες οι κυβερνήσεις υπόκεινται στους, κατά τον R.D.Laing [1], διπλούς δεσμούς, που στην περίπτωση των κυβερνήσεων, για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, συνίστανται στις πιέσεις που δέχονται. Από τη μία για να επανεκλεγούν πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού, εκούσια ή ακούσια, και να υποσχεθούν την ικανοποίησή τους. Από την άλλη, όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές κι αριστερές,αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Για παράδειγμα, όταν η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σαρκοζί συναντήθηκαν μια Παρασκευή να διαβουλευτούν για το μνημόνιο της Ελλάδας, έλαβαν και κοινοποίησαν κάποιες αποφάσεις και έτρεμαν όλο το σαββατοκύριακο μέχρι να ανοίξουν τα χρηματιστήρια τη Δευτέρα.

Δεν ξέρω αν η άποψη του Laing είναι σωστή ή λάθος ως προς την οικογένεια, αλλά θεωρώ ότι έχω δίκιο όταν υποστηρίζω πως ισχύει στην περίπτωση των κυβερνήσεων.


-Ο κόσμος ψηφίζει από απογοήτευση. Εχουμε ολοένα και πιο συχνές εναλλαγές Δεξιάς και Αριστεράς. Στα πλαίσια της ίδιας κρίσης, ο αριστερός Θαπατέρο ηττήθηκε από τον δεξιό Ραχόι στην Ισπανία, ενώ στη Γαλλία ο δεξιός Σαρκοζί αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Ολάντ.

Αυτό ακριβώς εννοώ με τον όρο διπλοί δεσμοί. Από τη μία η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη το παγκόσμιο κεφάλαιο, χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτές, που υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβέρνηση. Μέχρι και οι ΗΠΑ είναι καταχρεωμένες. Φαντάζεστε να ζητήσουν οι δανειστές της αμερικανικής κυβέρνησης άμεση εξόφληση του χρέους; Η αμερικανική οικονομία θα καταρρεύσει εν ριπεί οφθαλμού. Σε συνθήκες διπλών δεσμών, τόσο στην ψυχολογία όσο και στην μακροοικονομία, δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων και αυτό χρειάζεται χρόνο.


-Ναι, χρειάζεται ριζική λύση. Ποιά η γνώμη σας για τα κινήματα στη Νότια Ευρώπη; Εμείς ελπίζουμε πως τα κινήματα βάσης φαίνονται να ενισχύονται ολοένα. Είναι η πρώτη φορά, που στην Ελλάδα παρατηρούνται ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά την πτώση της δικτατορίας. Υπάρχει συσπείρωση των πολιτών και νομίζουμε πως είναι πολύ καλός οιωνός και ελπιδοφόρος.

Είναι η μόνη ελπίδα. Στο «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Κούτσι επανεξετάζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σκέψη μας, τα θεμέλια του στοχασμού μας που θεωρούνται δεδομένα. Ο αρχαίος ελληνικός όρος είναι «δόξα» και υποδηλώνει τις ιδέες με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε, που όμως δεν αμφισβητούμε (ΣτΜ «δοξασία» στα νέα ελληνικά). Μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι γίνεται γύρω μας, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, αλλά δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Τις αποδεχόμαστε σιωπηρά.  Ο Κούτσι τις θέτει σε αμφισβήτηση. Και λέει λοιπόν: «Αν θέλουμε πόλεμο, τον έχουμε. Αν επιθυμούμε ειρήνη, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Αν αποφασίσουμε πως τα έθνη πρέπει να δρουν σε καθεστώς ανταγωνισμού και όχι φιλικής συνεργασίας, αυτό θα γίνει». Επομένως κάθε αλλαγή είναι εφικτή.


-Είναι θέμα πολιτικής βούλησης...

Στη θέση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, μπορούμε να έχουμε συνεταιρισμούς,  Oταν έκανα την διατριβή μου για υφηγεσία στο LSE, το θέμα μου ήταν η κοινωνιολογική ανάλυση του βρετανικού εργατικού κινήματος. Πώς από την παρακμή του στο τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε και απέκτησε ισχύ τον 20ο. Δεν έγινε χάρη στις τράπεζες, ούτε χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα. Ενισχύθηκε όμως από το συνεταιρισμό καταναλωτών Ροτσντέιλ, που ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός το 19ου αιώνα. Τα μέλη του αποφάσισαν να σταματήσουν να αγοράζουν από τα μαγαζιά, να μην πληρώνουν τους κεφαλαιούχους, αλλά να διανέμουν τα έσοδα του συνεταιρισμού στα μέλη του και στις τοπικές κοινότητες. Ο Ροτσντέιλ δεν ήταν ο μόνος, υπήρχαν κι άλλοι. Υπήρχαν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, που με μια μικρή συνδρομή, τα μέλη σε περίπτωση δυσκολίας μπορούσαν να δανειστούν χρήματα και να μην καταφύγουν στην τράπεζα. Αυτά τα ταμεία δεν ήταν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Κούτσι αλλά εφικτό το να γίνουν αλλαγές. Προϋποθέτουν όμως επανάσταση στο επίπεδο της κουλτούρας και νοοτροπίας.


-Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακάμπτουν το μεσάζοντα και αγοράζουν από τους παραγωγούς και πωλούν σε τιμές κόστους απευθείας στους καταναλωτές. Μόνο έτσι μπορούν να αντεπεξέλθουν οι πολίτες , των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί στο μισό από τις αλλεπάλληλες περικοπές. Πρόκειται για έγκλημα...

Αν τελικά η αλλαγή νοοτροπίας έχει αρχίσει, είναι μια αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία, που πρέπει να υπερνικήσει ισχυρότατους αντιπάλους. Έτσι όταν μιλάμε για λύσεις, το μείζον πρόβλημα δεν είναι το να βρούμε το τι είναι αναγκαίο να γίνει. Σ’ αυτό εύκολα μπορούμε να πετύχουμε σύγκλιση απόψεων. Το θέμα είναι το ποιός θα το κάνει.


-Μήπως οι αγανακτισμένοι πολίτες;

Σίγουρα όχι τα πολιτικά κόμματα οποιασδήποτε απόχρωσης. Ούτε οι κυβερνήσεις, που δεν ελέγχουν την οικονομία, οι δυνάμεις τις οποίας είναι παγκόσμιες. Τα κράτη είναι εξ ορισμού υποχρεωμένα να δρουν στα πλαίσια της επικράτειάς τους. Η οικονομία δεν ασχολείται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή σύστημα αξιών των κατοίκων του. Μόλις διαπιστωθεί σύγκρουση, παίρνουν τους laptop, τα i-pad και i-phones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπανγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν 2 δολάρια τη μέρα.  Υπάρχει αυτό που ο Ισπανός κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς αποκαλεί «χώρο των ροών» (space of flows). Εκατομμύρια δολλάρια μεταφέρονται ελεύθερα με το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, από τη μια μεριά έχουμε την εξουσία, που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο και από την άλλη έχουμε την πολιτική, που συνεχώς πάσχει από έλλειμμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στον χώρο των ροών.


-Εννοείτε ότι η πολιτική είναι τοπική, ενώ η εξουσία παγκόσμια...

Ακριβώς. Και ο πιο αδύναμος κρίκος δεν είναι η κοινότητα, η πόλη, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, που είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους από τη μια και των αγορών από την άλλη. Και οι πρωτοβουλίες που αναφέρατε γεννιούνται στο υπο-εθνικό επίπεδο. Οι θεσμοί του εθνικού επιπέδου (κόμματα, κυβέρνηση, βουλή κλπ) δε μπορούν  ν’αντεπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση. Οι πολίτες στην προσπάθεια τους να προστατευθούν από τις επιπτώσεις αυτών των ανώνυμων δυνάμεων της αγοράς αντιδρούν με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή οργανώνονται με γνωστούς τους, γείτονες, με όλους αυτούς με τους οποίους αντιλαμβάνονται από κοινού, πως η βελτίωση του τόπου τους θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους και δεν είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.


-Γίνεται στις μέρες μας συχνά λόγος για δίκτυα...

Ξέρετε, αντιμετωπίζω τον όρο αυτον με δυσπιστία. Τα δίκτυα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία και η επικοινωνία περικλείει ταυτόχρονα τη δυναμική της σύνδεσης και τη δυναμική της αποσύνδεσης. Προτιμώ να μιλώ για κοινότητα, γιατί αυτός ο όρος εμπεριέχει την έννοια της δέσμευσης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των δικτύων. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες φίλους σε ένα online δίκτυο και απλά κάποια στιγμή να σταματήσει να επικοινωνεί με κάποιους, χωρίς να χρειαστεί καν να εξηγήσει γιατί ή να ζητήσει συγγνώμη.


-Στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ποσοστό περίπου 27% για πρώτη φορά στην ιστορία. Η δέσμευσή του είναι ότι θα σταματήσει την αποπληρωμή του χρέους και τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί.

Από μια άποψη ήταν ευτυχής συγκυρία που η Αριστερά δε μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση. Μπορώ να φανταστώ τη δυσκολία της θέσης της απέναντι σε πολιτικές που έχουν επιβληθεί, όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από τις ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα, δε νομίζω ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν αλλάξει το σύστημα.

Όπως ανέφερα, εκείνο που παρατηρείται σήμερα είναι η αποκοπή της εξουσίας από την πολιτική. Ως εξουσία αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να κάνει κανείς κάποια πράγματα. Ως πολιτική αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να αποφασίζει κανείς τι πρέπει να γίνει. Παλιότερα, το ζητούμενο ήταν να επιβάλλει κανείς τη δική του πολιτική ατζέντα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος θα υλοποιούσε την όποια ατζέντα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν εννοώ ότι το κράτος είναι τελείως ανίσχυρο, αλλά ότι έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Έτσι, μπορεί π.χ. να αποφασίσει ποιούς θα φορολογήσει περισσότερο, αλλά δεν έχει λόγο στα μεγάλα προβλήματα. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα, όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας.

Αλλά τώρα πια η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί αυταπάτη, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα έθνος που να είναι κυρίαρχο. Ακόμη και πολύ θαραλλέοι πολιτικοί, όπως ο Λούλα στη Βραζιλία, χρειάζεται να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αγορών όταν υιοθετούν τη μια ή την άλλη πολιτική. Αντίθετα, κυριαρχούν τα χρηματιστήρια που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παρακολουθούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων κι όταν εντοπίσουν μια αδυναμία να την διογκώνουν μέχρι να πάρει διαστάσεις τεράστιου προβλήματος μέσω των ΜΜΕ και της πληροφορικής, ώστε να οδηγήσουν σε πτώση των μετοχών και υποτιμήσεις και να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοσκοπίας για το μεγάλο κεφάλαιο.


-Πώς μπορεί να επέλθει η αλλαγή; Πώς είναι δυνατόν το σύστημα της αγοράς να παραμένει τόσο σταθερό σ’ένα περιβάλλον γενικής ρευστότητας, για να χρησιμοποιήσουμε δικούς σας όρους;

Όπως σάς είπα, δε βλέπω κάποια αρχή ικανή να επιβάλει κάτι διαφορετικό και πιστεύω ότι για να υπάρξει θα περάσουν δεκαετίες, δεν είναι κάτι που θε εμφανιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η μόνη ριζική λύση που βλέπω είναι να εδραιωθεί ένας τρόπος ζωής που θα καταστήσει το υπάρχον σύστημα έκπτωτο. Δηλαδή, να σταματήσει το σκεπτικό τού να δανείζεται κανείς για την απόκτηση αυτοκινήτου ή σε επίπεδο κρατών το να καταφεύγουν σε δανεισμό για να μειώσουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους, και να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής, που θα παρέχει σε κάποιο βαθμό ασφάλεια σε όλους. Σε τέτοιο περιβάλλον οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.


-Δηλαδή ένας αντικαταναλωτικός τρόπος ζωής.

Ακριβώς. Το μισό πρόβλημα είναι ο υπερβολικός, καταναλωτισμός της σπατάλης, που κυριαρχεί. Γι’ αυτό και κανένα επίδοξο κόμμα εξουσίας δεν υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως θα πατάξει τον καταναλωτισμό. Δεν μιλάμε φυσικά για λιτότητα, αλλά για αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής με έμφαση στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι την ικανοποίηση των καταναλωτών. Ο κόσμος τότε δε θα σπαταλάει χρήματα για την απόκτηση διάφορων gadgets, όπως για παράδειγμα το να αγοράζεις καινούριο κινητό, χωρίς το παλιό να έχει βλάβη...


-Αυτό γίνεται γιατί οι κατασκευαστές των gadgets διασφαλίζουν ότι μόλις εισαχθεί το νέο μοντέλο μιας συσκευής τα παλιότερα θα γίνουν παρωχημένης τεχνολογίας και αυτό ακριβώς τονίζουν όταν τα διαφημίζουν. Τέτοια τεχνάσματα χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν τους καταναλωτές.

Φυσικά. Τα διαφημιστικά κόλπα αρχίζουν από τις διαφημίσεις στην παιδική τηλεόραση, όταν π.χ. τα νέα μοντέλα αθλητικών παπούτσιών παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται πως θα γίνουν ρεζίλι στο σχολείο αν εμφανιστούν με παλιότερα. Μ’αυτόν τον τρόπο ασκούνται πιέσεις από παντού και απαιτείται θάρρος και αντοχή για να αντισταθεί κανείς στον καταναλωτισμό. Κάποιοι το κατορθώνουν και δημιουργούνται μικροί πυρήνες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία υπάρχει το κίνημα slow food, που έχει εξαπλωθεί σε 160 χώρες. Ή το Cittaslow, που αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού ζωής στα αστικά κέντρα και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής αντί για την ποιότητα της κατανάλωσης. Τέτοιες πρωτοβουλίες, αποτελούν «νησάκια» σε ένα αρχιπέλαγος. Από αυτό το σημείο ως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας είναι μακρύς ο δρόμος. Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία ξεκίνησε ως μειοψηφία κι έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κινήσεις που αναφέραμε. Δεν έχω δυστυχώς άλλο όραμα να σας προσφέρω.


-Ποιός θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος των διανοούμενων σε αυτήν την προσπάθεια;

Η διανόηση έχει γίνει κι αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται και αυτό ισχύει για όλους, τόσο συντηρητικούς όσο και προοδευτικούς. Παλιότερα, ας πούμε στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν διανοούμενοι με κάποιο όραμα, κομμουνιστικό ή ακόμη και φασιστικό. Σήμερα, οι διανοούμενοι με όραμα είναι πολύ λίγοι. Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι: οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπιστήμια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, η κάθε κατηγορία τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη.


-Αυτή η απουσία έχει να κάνει με τη σχετικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της γνώσης;

Οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της απορρύθμισης, του ατομισμού χαρακτηρίζουν όλες τις πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι δεν υπάρχουν πια «κέντρα βάρους», σημεία συνεύρεσης, και «εργοστάσια αλληλεγγύης». Όλα είναι σκόρπια, ρευστά. Συνεργαζόμαστε στιγμιαία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος και στη συνέχεια μεταπηδάμε σε κάτι άλλο όταν βαρεθούμε και όχι όταν το πρόβλημα έχει επιλυθεί. Δεν υπάρχει αγκυροβόλι.


-Αν λοιπόν, όπως περιγράφετε και στα βιβλία σας, ζούμε πια σε ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο, μια ρευστή μετανεωτερικότητα, ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση;

Χρησιμοποιώ, όπως ίσως ξέρετε, τον όρο interregnum, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο για να περιγράψει την κατάσταση στη Ρώμη μετά το θάνατο του Ρωμύλου, που βασίλεψε για 37 χρόνια, όσο ήταν τότε ο μέσος όρος ζωής. Μετά το θάνατό του, ελάχιστοι Ρωμαίοι θυμούνταν τη Ρώμη πριν το Ρωμύλο. Οπότε επικρατούσε μια κατάσταση τραγικής αβεβαιότητας και έλλειψης προσανατολισμού μέχρι να βρεθεί βασιλιάς. Ο Γκράμσι δανείστηκε τον όρο και τον προσάρμοσε για να περιγράψει μια κατάσταση, όπου οι παλιές πρακτικές δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ νέοι τρόποι δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ποιοί θα είναι αυτοί οι τρόποι. Ίσως σε άλλα σημεία της υδρογείου να έχουν ήδη βρεθεί και να μην το γνωρίζουμε. Αυτό το μαθαίνουμε πάντα εκ των υστέρων. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ούτε ένα από τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας δεν είχε προβλεφθεί. Όλα αποτέλεσαν εκπλήξεις και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει, πως συνέβαιναν. Οταν μελετούσα την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και έκανα έρευνα στα αρχεία της Guardian στο Μάντσεστερ, διαπίστωσα πως ούτε μια φορά μέχρι το 1870  δεν είχε γίνει αναφορά στην βιομηχανική επανάσταση, ούτε στην κοιτίδα της, το Μάντσεστερ. Ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί πως ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, αν τώρα ζούμε μια μετα-ρευστή επανάσταση, μόνο τα παιδιά σας θα τη συνειδητοποιήσουν.


-Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Ο συμπατριώτης σας Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν, λόγω των ριζοσπαστικών του θέσεων, ερωτήθηκε αν στόχος του ήταν να αλλάξει τον κόσμο απάντησε «Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ είναι να αλλάξει η ανθρωπότητα από μόνη της, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν». Αυτή είναι οπτική αισιόδοξου ανθρώπου.


-Την προσυπογράφετε σε τελική ανάλυση;

Δεν θα προλάβω να το δω, γιατί είναι μακροπρόθεσμο. Όμως ελπίζω ο 21ος αιώνας να είναι αφιερωμένος στην επανασύνδεση εξουσίας και πολιτικής, μέσα από συλλογική δράση και κοινούς στόχους. Η διάκριση μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης στάσης κατά τη γνώμη μου είναι λογικά εσφαλμένη, αφού δεν εξαντλεί όλες τις πιθανότητες. Ποιός είναι ο αισιόδοξος; Όποιος πιστεύει, πως ο κόσμος ως έχει εδώ και τώρα είναι ο καλύτερος δυνατός. Ποιός είναι ο απαισιόδοξος; Αυτός που σκέπτεται, πως ίσως ο αισιόδοξος να έχει δίκιο.

Υπάρχει και ο Καστοριάδης μεταξύ των δύο θέσεων, που λέει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και έλπιζε πως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά στο απώτερο μέλλον η άποψη του είναι σωστή, όχι όμως όσον αφορά στο άμεσο μέλλον. Όσο για μένα, είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος και μακροπρόθεσμα αισιόδοξος. Δεν βλέπω ριζοσπαστικές αλλαγές σύντομα, αλλά είμαι σίγουρος, πως είναι στο πρόγραμμα.

------------------------------------------------------- 
[1] Ο ψυχίατρος R.D. Laing, ορίζει ως «διπλούς δεσμούς», τα διαφορετικά αντιφατικά μηνύματα στα οποία είναι εκτεθειμένα τα μέλη της οικογένειας λόγω της ταυτόχρονης επιρροής της κοινωνίας και της οικογένειας και την ανάγκη να απαντήσουν σε πολύ συχνά παράλογες προκλήσεις για να μην τιμωρηθούν.

Πηγή Εποχή

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμμαχίες: τι επιδιώκουμε κοινωνικά και ποιοί είναι οι προνομιακοί πολιτικοί συμβαλλόμενοι


του Χρήστου Λάσκου


Το ζήτημα των συμμαχιών συνιστά διαρκώς επίδικο ερώτημα για οποιονδήποτε πολιτικό οργανισμό κι ακόμα περισσότερο για οποιοδήποτε αριστερό κόμμα. Η συνάρθρωση διαφορετικών συμφερόντων, στοχεύσεων και προσδοκιών είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση του ιστορικού συνασπισμού, που κάνει εφικτή και διεκδικήσιμη μια ισχυρή πλειοψηφία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Είναι ταυτόσημη με την κατάκτηση της ηγεμονίας, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο για την ανάπτυξη οποιασδήποτε συνεκτικής και αποτελεσματικής πολιτικής.

Η κεντρικότητα του ζητήματος για τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι προφανής και, συνεπώς, είναι πολύ λογικό να μας απασχολεί ζωηρά. Το κακό, κατά τη γνώμη μου, είναι πως, το τελευταίο διάστημα, η σχετική συζήτηση παραέγινε επιφανειακή, για να είναι ωφέλιμη. Ίσως λόγω του άγχους που προκαλεί, σε ορισμένους συντρόφους, η δημοσκοπική «στασιμότητα» του ΣΥΡΙΖΑ ή οι εκλογικές «αποτυχίες» σε συλλόγους, π.χ., μηχανικών και δικηγόρων.

Η συζήτηση, λοιπόν,έχει αδικηθεί κι αυτό θα έπρεπε να προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από ό,τι τα προηγούμενα. Έτσι, διατυπώνονται απόψεις που, εν πολλοίς, υποστηρίζουν πως η αιτία των σχετικών «προβλημάτων» μας βρίσκεται, στην πραγματικότητα, στο γεγονός πως δεν έχουμε «ανοίξει» όσο θα έπρεπε σε πασοκογενείς δυνάμεις και πρόσωπα. Πρόσφατα κείμενα, που απέκτησαν, μάλιστα, και σημαντική δημοσιότητα, αφιερώνουν εκατοντάδες λέξεις για να πουν μοναχά αυτό: ν’ «ανοίξουμε» κι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Ο λόγος της «στασιμότητάς» μας είναι η σκαντζοχοιρίαση, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. 

Δενσυμφωνώ καθόλου. Πράγμα, βέβαια, που καθόλου δεν σημαίνει πως έχω οποιαδήποτε εκτίμηση στα αριστερόμετρα ή ρέπω προς την ιδέα ότι οι μόνοι «καλοί» πολιτικοί σύμμαχοι είναι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκτός του ότι οι τελευταίοι, στο προβλεπτό μέλλον, ελάχιστα προσφέρονται να συνδράμουν στην προσπάθειά μας για ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών υπάρχει και το δεδομένο πως το κοινωνικό εύρος μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας είναι εξαιρετικά κοντά στα όρια της αποκλειστικής δικής μας κομματικής αναφοράς. 

Έχει δίκιο, έτσι, ο Χ. Γεωργούλας («Εποχή», 16 Μαρτίου), όταν λέει για τους υποστηρικτές της άποψης πως προνομιακός -αποκλειστικός, στην πραγματικότητα- σύμμαχος είναι η «λοιπή Αριστερά» πως «δοκιμάζ[ουν] έναν κατ’ όνομα συντηρητικό αριστερισμό, που μοιάζει πιο πολύ με γεροντική πάθηση παρά με παιδική ασθένεια». Γιατί, στην πράξη, αυτή η στάση είναι αποφυγή αναζήτησης της λύσης στο πραγματικό και επιτακτικό πρόβλημα που τίθεται και σημείωσα στην αρχική παράγραφο.

Εξίσου και περισσότερο, όμως, δίκιο έχει όταν συνεχίζει αναφερόμενος σε ένα άλλο τμήμα του κόμματος, που «φαίνεται να πιστεύει ότι η ανάγκη πρόσβασης [και στα μεσοστρώματα] μπορεί να καλυφθεί με δυο- τρεις έξυπνες κινήσεις "διευρυντικές", που κάτι σηματοδοτούν (τι μαγική λέξη κι αυτή…)».Κανείς, βέβαια, δεν θα αποδεχτεί πως αυτή είναι η αντίληψή του. Από πρακτική άποψη, ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία σημασία.


Το πραγματικό ζήτημα

Ας το πιάσουμε από την αρχή. Για τη διακυβέρνηση απαιτούνται ευρύτατες συμμαχίες. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να επιτευχθούν; Νομίζω, πως η πρώτη προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση του κοινωνικού «υποκειμένου», που θα αποτελέσει τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο θα συγκροτηθούν οι ευρείες συμμαχίες.Αυτό, από την οπτική της Αριστεράς, δεν μπορεί να είναι άλλο από τους μισθωτούς εργαζόμενους με κέντρο την εργατική τάξη η οποία, ό,τι και αν ισχυρίζονται οι «μεταβιομηχανικοί» και «μεταμοντέρνοι», παραϋπάρχει και επεκτείνεται.Αυτό σημαίνει πως η πρώτη επιδίωξη είναι να συγκροτηθεί το εργατικό υποκείμενο, να κατακτήσει την ταξική του αυτονομία και έτσι να αποτελέσει βάση για τα ευρύτερα. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο -και κακώς φαίνεται - η ταξική αυτονομία αποτελεί πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση για την οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών. 

Ως προς αυτό, ο δρόμος για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτός. Ήδη από τα μέσα του 2012, φαίνεται πως ένα μεγάλο μέρος των ανέργων, των επισφαλώς εργαζόμενων, της παραδοσιακής εργατικής τάξης, των ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και των γιατρών και των εκπαιδευτικών του δημόσιου αναγνωρίζονται εκλογικά στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ένα πρώτο στοίχημα είναι αυτό το μέρος να γίνει ακόμη μεγαλύτερο, ισχυρά πλειοψηφικό στις κοινωνικές αυτές κατηγορίες. Όπως έχω γράψει άλλοτε, αν μας ψηφίζει το 40% των ανέργων, πρώτο μας μέλημα πρέπει να είναι να μας ψηφίζει το 80%. Ανάλογαστις υπόλοιπες, μισθωτές, κατηγορίες. Αυτό έχει ως αναγκαία προϋπόθεση πως η ατζέντα της πολιτικής μας και του αντίστοιχου δημόσιου λόγου θα μιλάει κατά απόλυτη προτεραιότητα για τα προβλήματα των ανέργων, όσων δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία, όσων δουλεύουν και πληρώνονται όποτε δεήσουν τα μικρά και μεγάλα αφεντικά τους. Η επιμονή στη δέσμευση για άμεση επίλυση των προβλημάτων αυτών των κοινωνικών ομάδων, η επιμονή, όπου κι αν βρισκόμαστε, πως αυτή είναι η πραγματική ατζέντα σε ανυποχώρητη αντίθεση με αυτήν που θέτουν τα μέσα, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και συνεργατικής εμπλοκής είναι ο τρόπος που έχουμε για να το πετύχουμε.

Αυτό, περισσότερο από οποιαδήποτε «διεύρυνση», θα καθορίσει την πορεία των συμμαχιών. Κανένας «ευρύτερος» συνδικαλιστής δεν πρόκειται να αυξήσει την πρόσβασή μας στον κλάδο από όπου προέρχεται. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η παρουσία του μπορεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη συκοφάντηση της προσπάθειάς μας. 

Θέλω να πω, δηλαδή, το μότο μας δεν μπορεί παρά να είναι το: «από του κοινωνικού άρξασθαι».Δηλαδή, πρώτα εντοπίζεις με σαφήνεια αυτό που επιδιώκεις κοινωνικά και στη συνέχεια βλέπεις ποιοί είναι οι προνομιακοί πολιτικοί συμβαλλόμενοι.


Μεσοστρώματα

Η επίκληση να ξεκινάμε από την ανάγκη για ταξική αυτονομία δεν σημαίνει, όμως, πως αδιαφορούμε προγραμματικά για τα κοινωνικά στρώματα, που δεν ανήκουν στη μισθωτή εργασία, σε σημαντικό, ωστόσο, βαθμό πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση. Κάθε άλλο. Η διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων που αφορούν μεγάλα τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, ελευθεροεπαγγελματικής και μικροϊδιοκτητικής, είναι απαραίτητη. 

Με δύο «γνωστικές» προϋποθέσεις. 

Η πρώτη, είναι πως κατανοούμε ότι η απεύθυνση σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, ειδικά στις σημερινές συνθήκες ανθρωπιστικής καταστροφής, να υπαινίσσεται πως τους επιφυλάσσεται η προνομιακή θέση, που οι αστικές δυνάμεις τους πρότειναν, στις «καλές μέρες», για να τις έχουν ως υποστηρίγματα του δικού τους συνασπισμού εξουσίας.

Η δεύτερη, πως αντιλαμβανόμαστε -κάτι που για το μαρξισμό είναι παλιά και ελεγμένη «αλήθεια»- ότι η μικροαστική τάξη, ακόμη και στις ώρες της μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής πίεσης, της προϊούσας φτωχοποίησής της είναι εξαιρετικά ευεπίφορη στην ιδέα πως δεν είναι σαν τους «από κάτω», αλλά της «αξίζουν» οι ανοδικές προσδοκίες. 

Αν τα ξέρουμε αυτά, δεν θα εκπλησσόμαστε από τις μέτριες επιδόσεις των παρατάξεών μας στους μηχανικούς και τους δικηγόρους, ιδίως όταν μεγάλο μέρος τους, οι νεότεροι και οιονεί προλεταριοποιημένοι, δεν εμφανίζονται καν στις εκλογικές διαδικασίες. Ούτε θα εντοπίζουμε το βασικό ζήτημα στο τι δεν κάναμε καλά εμείς -χωρίς να σημαίνει πως τα κάνουμε όλα καλά. Απλώς, καταλαβαίνουμε πως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορούμε να τους έχουμε όλους μαζί μας και δεν βγάζουμε εσφαλμένα συμπεράσματα υποτιμώντας τη δυναμική της ανατροπής που εμπεριέχει η περίοδος, παρόλα τα προηγούμενα.


Καταληκτικά σχόλια

Κάποιοι,βέβαια, θα αντιδράσουν στην «ανάλυσή» μου επικαλούμενοι την τύφλωσή μου μπροστά στο, προφανές κατά τα άλλα, γεγονός πως το 40% που ψηφίζει Αριστερά αποτελείται σε πολύ μικρό ποσοστό από αριστερούς. Νομίζω πως αυτή η αντίρρηση είναι έωλη, στο μέτρο που, πρώτο, έχει μια πολιτικίστικη ανάγνωση της «αριστεροσύνης», και, δεύτερο και σημαντικότερο, δεν κατανοεί πως πρωτεύουσα στόχευση της παρέμβασής μας δεν μπορεί παρά να είναι η διαμόρφωση όλο και περισσότερων «αριστερών» αλλιώς αυτά που επαγγελόμαστε, δεν θα γίνουν.

Σοβαρότερη, νομίζω,αιτίαση είναιαυτή που προσάπτει στην αντίληψη, που αναπτύχθηκε και κυριαρχεί σε σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιου είδους κοινωνιολογισμό.Λέει: Ανάγοντας τα πάντα στον ταξικό διχασμό, κάνοντας αφαίρεση της σύνθετης πραγματικότητας στο όνομα της ταξικής χαρτογράφησης, χάνοντας τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις και τις πολιτισμικές σταθερές, που λειτουργούν σχετικά αυτόνομα, δαιμονοποιώντας κάθε σοσιαλδημοκρατία, δημιουργεί αυταπάτες και, τελικά, αδυνατεί να ανταποκριθεί, ακριβώς,στις αναγκαιότητες μιας ηγεμονικής πολιτικής.

Ο αναγωγισμός και ο χύδην κοινωνιολογισμός υπήρξαν ιστορικά, όντως, μεγάλοι εχθροί αποτελεσματικής αριστερής πολιτικής. Γι’ αυτό κάνουν καλά όσοι είναι ευαίσθητοι και μας προσφέρουν σχετικές κριτικές επισημάνσεις. 

Δεν είναι αλήθεια, όμως, πως είμαστε ανυποψίαστοι. Ας μείνουμε εδώ προς το παρόν, με πρόθεση να το συζητήσουμε εκτενώς σε επόμενη ευκαιρία.

Πηγή Εποχή

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Διάλογος μεταξύ Κώστα Δουζίνα και Δημήτρι Βεργέτη για τον Αλαίν Μπαντιού


Αλαίν Μπαντιού ή η αναγέννηση της Ιστορίας

του Κώστα Δουζίνα


Τον Ιανουάριο του 2013, στη διάρκεια του συνεδρίου «Το Ελληνικό Σύμπτωμα» στο Παρίσι, βρέθηκα στο ίδιο πάνελ με τον Αλαίν Μπαντιού. Παρουσίασα τη γνωστή μου άποψη ότι, σ' όλο τον κόσμο, έχουμε μπει σε μια νέα «εποχή αντίστασης» με τρεις κοινές μορφές: εξεγέρσεις (χρησιμοποίησα το παράδειγμα του Δεκέμβρη), μαρτύριο/μαρτυρία και έξοδος (Υπατία) και αμεσοδημοκρατικές καταλήψεις (Αγανακτισμένοι). Aκούγοντας την απάντηση του Μπαντιού, η έκπληξη μου ήταν τέτοια, που νόμιζα ότι δεν κατάλαβα καλά. Την αντιγράφω από το άρθρο του «Ή σημερινή μας αδυναμία»: «Θαυμάζω βεβαίως την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα, που στήριξε τη δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα, όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά δεν πείστηκα […] Τα ίδια είδαμε […] τον Μάη του '68 στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ». [1]

Ο Μπαντιού είναι πιθανόν ο τελευταίος μεγάλος γάλλος φιλόσοφος της γενιάς των '60. Η θεωρία του συμβάντος, η μαθηματική οντολογία, η κριτική του ηθικισμού και του νομικισμού και το λογοτεχνικό του έργο αποτελούν άξια συνέχεια του Φουκώ, του Λακάν, του Σαρτρ. Θεωρώ όμως τις πρόσφατες πολιτικές παρεμβάσεις του και την πεποίθηση περί «ανικανότητας» της Αριστεράς προβληματικές. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, ο Μπαντιού απέρριπτε τις πολιτικές των ταυτοτήτων, τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, έβρισκε ιδιαίτερα προβληματικές τις εξεγέρσεις των νέων. Αποκαλούσε το πλήθος «ονειρική παραίσθηση», που διεκδικεί το δικαίωμα «των αργόσχολων του πλανήτη μας […] να απολαμβάνουν χωρίς να κάνουν τίποτα, φροντίζοντας επιμελώς να αποφεύγει κάθε μορφή πειθαρχίας, ενώ γνωρίζουμε καλά ότι η πειθαρχία, σε όλα τα πεδία, είναι το κλειδί για την αλήθεια». Απέρριπτε την κατηγορία του «κινήματος», γιατί «είναι συνδεδεμένο με τη λογική του κράτους»· η πολιτική, υποστήριζε, πρέπει να κατασκευάσει «νέες μορφές πειθαρχίας που θα αντικαταστήσουν την πειθαρχία των πολιτικών κομμάτων». [2]

Η Αναγέννηση της Ιστορίας, βιβλίο του Μπαντιού που εκδόθηκε το 2012, συνεχίζει την πολιτική ανάλυση, ταξινομώντας τις πρόσφατες αντιστάσεις σε «άμεσες» ταραχές και «ιστορικές» εξεγέρσεις. Οι «ταραχές» (Παρίσι 2005, Αθήνα 2008, Λονδίνο 2011) χαρακτηρίζονται, όχι πολύ διαφορετικά από τα κατεστημένα ΜΜΕ, ως μη πολιτικές, «μηδενιστικές», βίαιες. Αντίθετα, βρίσκω ενδιαφέρουσα την ανάλυση για τις «ιστορικές» εξεγέρσεις, την οποία και χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου Philosophy and Resistance in the Crisis (2013). Κατά τον Μπαντιού, η εξέγερση της Ταχρίρ χαρακτηρίστηκε από διάρκεια, επιμονή, συνοχή και ανεξαρτησία από πολιτικά κόμματα. Κατέλαβε έναν κεντρικό χώρο και πέρασε από την «κακοφωνία» της άμεσης εξέγερσης στο κεντρικό σύνθημα «Να φύγει ο Μουμπάρακ», το οποίο συνένωσε τις λαϊκές δυνάμεις. Οι καταληψίες δημιούργησαν μια «λαϊκή δικτατορία». Είχαν με το μέρος τους την εξουσία της αλήθειας και επέβαλαν τις αποφάσεις τους, ακολουθώντας την νέα μορφή πειθαρχίας που υποστηρίζει ο Μπαντιού.

Η πρόγνωση, ωστόσο, για το μέλλον της εποχής των αντιστάσεων εντάσσεται σ' αυτό που ο Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία». Χαρακτηρίζει τον επαναστάτη που είναι προσκολλημένος στην παλιά του θεωρία και ιδεώδες --ακόμη και στην αποτυχία του ιδεώδους αυτού--, παραγνωρίζοντας τη δυνατότητα να παρέμβει στην τρέχουσα πολιτική πρακτική, για να αλλάξει τον κόσμο. Είναι μετεξέλιξη της αριστερής πίστης στην ιστορική νομοτέλεια και δυναμώνει όσο οι προβλέψεις της αποτυχαίνουν. Για να αποφύγουν λοιπόν την ήττα ή την αφομοίωση οι εξεγερμένοι πρέπει, κατά τον Μπαντιού, να εμπνέονται από την ιδέα του για τον κομμουνισμό. Η απουσία της, που επιδεινώνεται από την έλλειψη σφικτής πολιτικής οργάνωσης, σημαίνει ότι οι εξεγέρσεις δεν μπορούν να ωριμάσουν και να εξελιχθούν σε χειραφετητική πολιτική. Η πολιτική οργάνωση που φαντασιώνεται ο Μπαντιού είναι μικρή, χαρακτηρίζεται από υψηλή πειθαρχία και, χωρίς να είναι προσκολλημένη σε μια κοινωνική τάξη, ενεργεί απέναντι στον λαό με ηγετικό και δεσποτικό τρόπο. Αυτό είναι το είδος της οργάνωσης που απέρριψαν κατηγορηματικά τα πρόσφατα κινήματα αντίστασης, με την άμεση δημοκρατία και τις οριζόντιες δικτυώσεις τους. Δυστυχώς, για τον Μπαντιού, η «αναγέννηση της Ιστορίας» αποδείχτηκε θνησιγενής.

Η τυποποίηση των αντιστάσεων κάνει τον Μπαντιού να υποτιμά τις επιτυχίες και να υπερτιμά τις ήττες. Η απέχθειά του για το κράτος τον οδηγεί να απορρίπτει τα αριστερά κόμματα. Η αδιαφορία του για την οικονομία τον κάνει να αγνοεί τη συμβολή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια έκρηξη. Αλλά η κρίση του καπιταλισμού οδήγησε στα Μνημόνια, τα οποία τα επέβαλαν το κράτος και η Ε.Ε. Δεν μπορεί η Αριστερά να εγκαταλείψει το πεδίο αυτό. Όπως λέει ο Ζίζεκ, «αν δεν ξέρεις ακριβώς με τι θέλεις να αντικαταστήσεις το κράτος, δεν έχεις το δικαίωμα να "αποσυρθείς" από αυτό». [3] Μ' αυτές λοιπόν τις «ελλείψεις», η «ιστορική» εξέγερση στην Αίγυπτο απέτυχε, ενώ η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα – και ίσως για πάντα-- στην εποχή των «ταραχών».

Ο Μπαντιού ελπίζει ότι θα γεννηθεί στο μέλλον μια πολιτική οργάνωση που θα εκπροσωπεί την κομμουνιστική ιδέα για να ανταποκριθεί στην ιστορική πρόκληση. Μπαίνει λοιπόν κι αυτός στη σειρά των αριστερών «προφητών» που υπόσχονται κατά καιρούς την επανίδρυση της «σωστής» κομμουνιστικής οργάνωσης και καταγγέλλουν όποιους αποπλανούνται από τις απομιμήσεις της. Η ριζοσπαστική αλλαγή παραπέμπεται στις εσχατολογικές καλένδες. Επίσης, θεωρεί σωστά ότι η ανάδυση μιας στρατευμένης υποκειμενικότητας είναι κεντρικής σημασίας για το ριζοσπαστικό εγχείρημα. Αλλά μόνο οι λίγοι στρατευμένοι που ασπάζονται την «ιδέα του κομμουνισμού» μπορούν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας. Ωστόσο, η κατασκευή πολιτικού υποκειμένου δεν αφορά μόνο τους στρατευμένους κομμουνιστές. Η παραγωγή υποκειμένων αρχίζει με την απαγκίστρωση των ανθρώπων από την οικονομία της απόλαυσης και της κατανάλωσης, τη σταδιακή είσοδό τους στην ηθική της ανυπακοής και την πολιτική της αντίστασης. Αυτό συνέβη στο Κάιρο, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι εξεγερμένοι περιγράφουν την εμπειρία τους στις πλατείες ως «πολιτικό βάπτισμα» που άλλαξε τη ζωή τους. Στην Ελλάδα η μεταμόρφωση του πλήθους των πλατειών σε λαό που υποστηρίζει την Αριστερά έχει δημιουργήσει τις συνθήκες ριζικής αλλαγής.

Οι πλατείες επιβεβαίωσαν την άποψη του Μπαντιού ότι η πολιτική είναι ένα είδος σκέψης που δημιουργεί τη δική της αλήθεια· απέρριψαν όμως την εκδοχή του για την αλήθεια που είχε δημιουργηθεί σε απόσταση από την πολιτική της αντίστασης και κινητοποιεί μόνο λίγους. Χρησιμοποιώντας την ορολογία του, θα λέγαμε ότι η «αλήθεια» της επερχομένης ριζοσπαστικής αλλαγής οφείλεται στην πίστη των εξεγερμένων στο «συμβάν» της αντίστασης, στη «Στάση Σύνταγμα», όπως την ονομάσαμε. Μ' αυτή την έννοια, οι αντιστάσεις βρέθηκαν πολύ μπροστά από τη θεωρία. Η κουκουβάγια της Αθηνάς του Χέγκελ θα πετάξει το σούρουπο, όταν η φιλοσοφία αναγνωρίσει ότι η πράξη την ξεπέρασε και ακουμπήσει ξανά πάνω της.

Το έργο του Μπαντιού μας επιτρέπει να καταλάβουμε την έλευση της εποχής της αντίστασης. Εντούτοις, η προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες περιπτώσεις αντίστασης ως παράδειγμα της θεωρίας αποδεικνύεται προβληματική. Ό,τι δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο θεωρητικό οικοδόμημα απορρίπτεται. Εντάσσεται έτσι σε μια γνωστή παράδοση της ακαδημαϊκής Αριστεράς, η οποία διορθώνει το κίνημα αφήνοντας ανέπαφη τη θεωρία. Παραφράζοντας τον Μπρεχτ, θα λέγαμε ότι αν το κίνημα δεν ενεργεί σύμφωνα με τη θεωρία, πρέπει να εκλέξουμε νέο κίνημα. Αν η αλήθεια της πολιτικής αναδύεται στην πολιτική δράση, όπως σωστά λέει ο Μπαντιού, η φιλοσοφία πρέπει να πάρει αυτή την «αλήθεια» και να την κάνει οικουμενική. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ευθύνη της θεωρίας: αναλύοντας τις πρόσφατες αντιστάσεις, με τις αποτυχίες και επιτυχίες τους, πρέπει να βελτιώσουμε τόσο τη ριζοσπαστική φιλοσοφία όσο και τη δράση.

Η --συχνά κοινότυπη-- συζήτηση των οικονομολόγων έχει σημασία, η ευθύνη των φιλοσόφων όμως είναι εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να ψηλαφήσουν το όραμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ένα όραμα χωρίς προηγούμενα ή μοντέλα. Σ' αυτό το εγχείρημα, η ελληνική Αριστερά κατέχει κεντρικό ρόλο. Όπως πλησιάζουμε την ιστορική καμπή αριστερής διεξόδου στην κρίση, ας ξεχάσουμε τη μελαγχολία του συντρόφου και φίλου Μπαντιού και ας κρατήσουμε την ελπίδα, και την ευθύνη που την ακολουθεί, ότι στην Ελλάδα θα ξεκινήσει η αναγέννηση της Ιστορίας.

-------------------------------------------
1 Alain Badiou, «Our Contemporary Impotence», Radical Philosophy, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2013, τχ. 131 (στα ελληνικά σε μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, στο aristeroblog.gr/node/1997).
2 Alain Badiou, «Beyond Formalisation» [συνέντευξη, 2.7.2002], στο Bruno Bosteels, Badiou and Politics, Duke University Press 2011, σ. 336, 337.
3 Slavoj Žižek, The Year of Dreaming Dangerously, Verso 2013, σ. 130.

Πηγή Αυγή


Πυροβολήστε τον πιανίστα Μπαντιού!

του Δημήτρι Βεργέτη


Η πρόσφατη επίσκεψη του Α. Μπαντιού (ΑΜ) οργανωμένη από το περιοδικό αληthεια, το τεράστιο ενδιαφέρον που την περιέβαλε, οι τρεις διαλέξεις του σε υπερπλήρεις αίθουσες είχαν και κάποιες δυσανάγνωστες παρενέργειες. Εντάσσω σε αυτές και το άρθρο του φίλτατου Κ. Δουζίνα (ΚΔ) στα «Ενθέματα» (9.2.2014). Ας μιλήσουμε ευθέως. Πρόκειται για ένα κείμενο εμφορούμενο από την υπέρμετρη και βιαστική φιλοδοξία να ισοπεδώσει σε ελάχιστες γραμμές όλο σχεδόν το πολιτικό έργο του ΑΜ, αποσυνδέοντάς το μάλιστα άνευ συζητήσεως από τις φιλοσοφικές του συντεταγμένες και κατακρημνίζοντας το στα τάρταρα του «ακαδημαϊσμού»! Έχω μια σχέση χρόνιας εγγύτητας με το γραπτό και σεμιναριακό έργο του ΑΜ όπως και με τον ίδιο, έχω μεταφράσει και σχολιάσει σε άρθρα και σεμινάρια αρκετά έργα του και ομολογώ ότι μένω ενεός μπροστά στην ελαφρότητα της προσέγγισης του ΚΔ. Δεν υπάρχουν εξ αποκαλύψεως αλήθειες αλλά, ακριβώς γι αυτό, το έργο του ΑΜ αξίζει μια πολύ σοβαρότερη κριτική προσέγγιση. Δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε μία σχεδόν φράση στο κείμενο του ΚΔ που να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Ελλείψει χώρου θα περιοριστώ εδώ σε μια μινιμαλιστική σταχυολόγηση και θα επανέλθω αλλού με έναν εμπεριστατωμένο σχολιασμό φράση προς φράση. Επιγραμματικά λοιπόν.

1. Το ύφος και η μεθόδευση. Οι λεπτά σμιλεμένες θέσεις του ΑΜ, βίαια αποσπασμένες από τα συμφραζόμενα, τη θεωρητική τους πλαισίωση και το εννοιολογικό τους υπόβαθρο εκτίθενται πετσοκομμένες και γίνονται αντικείμενο συνοπτικής εκτέλεσης. Μια ακροβατική συρραφή βεβιασμένων ετυμηγοριών μοντάρει μια εξευτελιστική καρικατούρα του ΑΜ, εμφανίζοντάς τον ακόμη και ως εγγαστρίμυθο των «κατεστημένων ΜΜΕ» ή αστοιχείωτο σε σημείο που «αγνοεί τη συμβολή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια έκρηξη». Και λοβοτομημένος να ήταν ο άνθρωπος μάλλον θα το είχε υποψιαστεί! (το αμίμητο αυτό επιχείρημα έχει διατυπωθεί από τον Νέγκρι και ο ΑΜ του απαντά στην αρχή του Réveil de l'histoire). Ομοίως, τα επιστρατευμένα παραθέματα θα αποδειχτούν ράκη κοπτοραπτικής.

2. Ο ΚΔ επικαλείται την « Αναγέννηση της ιστορίας, βιβλίο του Μπαντιού». Ακόμη και το κομβικό σημαίνον του τίτλου έχει παραμορφωθεί. Réveil δεν σημαίνει ποτέ και πουθενά renaissance. Σημαίνει αφύπνιση, ξύπνημα – εξ ου και η χρήση του πρακτικά συνώνυμου éveil . Δεν πρόκειται για μεταφραστική ανεπάρκεια αλλά για πλήρη εννοιολογική καθίζηση του τίτλου. Για λόγους που δυστυχώς ο ΚΔ δεν έχει αντιληφθεί, ο ΑΜ επιστρατεύει σκοπίμως το εμβληματικό σημαίνον réveil με το οποίο ο Λακάν επισφράγισε την δομική ασυμβατότητα ανάμεσα σε πραγματικότητα και πραγματικό, ένα επιστημολογικό μοτίβο που εντυπώθηκε βαθιά στη σύγχρονη σκέψη. Ο όρος υποδηλώνει το σημείο σύμπραξης του υποκειμένου και ενός ενεργοποιημένου συμβαντικού χώρου όπου συμπυκνώνεται η λανθάνουσα παρουσία ενός πραγματικού. Ο ΑΜ το ενεργοποιεί στο πεδίο της ιστορίας. Δεν υπάρχει τοπική διάρρηξη της ιστορικής πραγματικότητας χωρίς την ανάδυση ενός πραγματικού, μιας αναφομοίωτης ετερογένειας της τάξεως του μη υπαρκτού(inexistant), δηλαδή μη ταυτοποιήσιμου από την θεσμική συμβολική τάξη. Εκεί διαμορφώνονται εστίες αφύπνισης της ιστορίας. Ο τίτλος πλαισιοθετεί τον ορίζοντα της αναλυτικής ων εξεγέρσεων και η εννοιολογική του κένωση, δηλαδή η στρεβλή κατανόησή του ναρκοθετεί εκ προοιμίου την ενστόχαστη πρόσληψή της.

3. Το βιβλίο ταξινομεί «τις πρόσφατες αντιστάσεις σε «άμεσες» ταραχές και «ιστορικές» εξεγέρσεις», γράφει ο ΚΔ. Νέα συγχυτική απόδοση βασικών εννοιών. Σε όλο το βιβλίο έως και τα περιεχόμενα ο ΑΜ σηματοδοτεί με έναν ενιαίο και αδιαφοροποίητο ταξινομικό όρο ως «εξεγέρσεις» τόσο τις άμεσες όσο και τις ιστορικές: émeute immédiate, émeute historique. Ταξινόμηση ανακριβέστατη πρωτίστως, γιατί εκεί που ο ΚΔ βλέπει δύο τύπους εξέγερσης το βιβλίο μας εκθέτει διεξοδικά τρεις! Συγκεκριμένα ο Αμ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην ανάλυση της «λανθάνουσας εξέγερσης», αποδίδοντάς της έναν κρίσιμο ρόλο : «Οι Δυτικές χώρες γνώρισαν και θα γνωρίσουν άμεσες εξεγέρσεις. Δεν έχουν γνωρίσει ιστορικές εξεγέρσεις εδώ και σαράντα χρόνια . Η άποψη μου είναι ότι έχει ανοίξει η εποχή αν όχι της δυνατότητας τους τουλάχιστον της δυνητικής δυνατότητας τους… Αυτό που με οδηγεί στην πρόταξη αυτής της υπόθεσης είναι εκείνο που ονομάζω η ύπαρξη στις πλούσιες χώρες μας μιας υποκειμενικότητας λανθάνουσας εξέγερσης – une subjectivité d'émeute latente». Συναντάμε εδώ μια ιδιότυπη βαθμίδα του υποκειμένου ως διακριτικό γνώρισμα μιας ιστορικής ακολουθίας – βαθμίδα μη αναγώγιμη στην ένδοξη διάκριση σε αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες που κυοφόρησε ο κλασσικός μαρξισμός.

4. Περίοπτη θέση στο κατηγορητήριο καταλαμβάνει η καταγγελία του «ολιγαρχικού» πυλώνα της σκέψης του «προφήτη» Μπαντιού! Γράφει ο ΚΔ: «μόνο οι λίγοι στρατευμένοι που ασπάζονται την «ιδέα του κομμουνισμού» μπορούν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας. Ωστόσο, η κατασκευή πολιτικού υποκειμένου δεν αφορά μόνο τους στρατευμένους κομμουνιστές». Οι «λίγοι» του ΑΜ επανέρχονται πιο κάτω ενώ πιο πάνω ο ΑΜ οραματίζεται μια «πολιτική οργάνωση που χαρακτηρίζεται από υψηλή πειθαρχία και ενεργεί απέναντι στο λαό με ηγετικό και δεσποτικό τρόπο». Επιτέλους οι μάσκες έπεσαν: κάτω από τον πράο φιλόσοφο ο επίδοξος δεσπότης, ο δυσοίωνος τύραννος. Ο Γκλυκσμάν και τα απομεινάρια των Νέων φιλοσόφων έχουν προ πολλού διαπρέψει σε αυτό το άθλημα! Η παραποίησης όμως δεν αντέχει στην δοκιμασία των κειμένων γιατί ο ΑΒ διακηρύσσει με εμμονική συνέπεια ακριβώς το αντίθετο. Σταχυολογώ στην τύχη και ο αναγνώστης ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματα του. « Ο Πλάτωνας δίνει μια λειτουργική περιγραφή της ταξινόμησης των πολιτών και υποστηρίζει ότι η διεύθυνση του κράτους δεν μπορεί παρά να ανήκει σε μια περιορισμένη αριστοκρατία […] εγώ διεύρυνα και προσέδωσα καθολικότητα σε αυτό το προνόμιο: αυτό που ο Πλάτωνας λέει για τη φύση και την κατάρτιση της ελίτ, το μετέφρασα έτσι ώστε να εφαρμόζεται σε όλους τους πολίτες χωρίς εξαίρεση. Αντικατέστησα την ελιτίστικη προκατάληψη του Πλάτωνα με μια εξισωτική θεώρηση» (πρόσφατη διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο). Απερίφραστη επίσης απόρριψη «της κομματικής συγκέντρωσης της εξουσίας, της κυριαρχίας των στελεχών, του σταλινικού κανόνα "όταν η γραμμή καθοριστεί τα στελέχη αποφασίζουν για όλα"» (Logiques des Mondes, σ. 522). « Κάθε πολιτική αλήθεια ριζώνει σ' ένα μαζικό λαϊκό συμβάν» (Le réveil…, σ. 132) Όλη η θεωρία του γενολογικής πολλαπλότητας, της «ενσωμάτωσης» και της ιδιότυπης χρήσης του λακανικού καθολικού ποσοδείκτη διαψεύδει την "ολιγαρχική" επινόηση του ΚΔ. Ελλείψει χώρου αφήνω εδώ ασχολίαστους τους επιδερμικούς και παραπειστικούς υπαινιγμούς στην λογική έννοια της «πειθαρχίας». Ένα μόνο παράθεμα, όπου καλεί να: «να επινοήσουμε μια επαναστατική πολιτική πειθαρχία η οποία, καίτοι κληρονόμος της δικτατορίας του αληθούς που γεννιέται με την ιστορική εξέγερση, να μην αναπαράγει το αυταρχικό, ιεραρχικό και σχεδόν άνευ σκέψεως μοντέλο των στρατών και των ταγμάτων εφόδου». Αυτό που φαίνεται να ενοχλεί στον ΑΒ είναι η άρνησή του να αναγορεύσει την «κομματική πειθαρχία» σε αρχή συμπύκνωσης της πολιτικής, όπως επιθυμούν οι κρυπτοθαυμαστές του σταλινισμού.

5. Η εικοσιπεντάχρονη κλινική εμπειρία μου δεν με συνδράμει επαρκώς ώστε να ενστερνιστώ την διαγνωστική ετυμηγορία του ΚΔ για την μελαγχολία του ΑΜ ως μοιραία «μετεξέλιξη της αριστερής πίστης στην ιστορική νομοτέλεια». «Ας ξεχάσουμε τη μελαγχολία του συντρόφου Μπαντιού» προτρέπει ο ΚΔ. Εδώ συμφωνώ αμέριστα. Με τον τρόπο μου! Στην ιδιότυπη νοσολογική ταξινόμηση του ΑM στην μπενγιανιμική «αριστερή μελαγχολία» θα αντιτάξω το παροιμιώδες σφρίγος ζωής, την αστείρευτη και χαρούμενη δημιουργικότητα του, την ανεξάντλητη αισιοδοξία του, αποτυπωμένη στον τίτλο και στις του επίμαχου βιβλίου. Η γλυκιά μελαγχολική μορφή του Μπένγιαμιν παραδόθηκε σε ένα εκούσιο τέλος στο χείλος της Hilflosigkeit της εποχής του και του είναι του. Επιτρέψτε μου να σας καθησυχάσω: ο Μπαντιού δεν πρόκειται να αυτοκτονήσει!

Επίσης για ποια μετεξελιγμένα ίχνη ιστορικής νομοτέλειας μιλάμε στη σκέψη του ΑΒ όταν η θεωρία του συμβάντος κονιορτοποιεί κάθε έννοια περατοκρατικής τελεολογίας και ενσταλάζει την συμβαντική ενδεχομενικότητα σε κάθε πτυχή του ιστορικού γίγνεσθαι; Έλεος!

6. Όντως ο ΑΜ, όπως και οι Φουκώ, Ντελέζ, Λακάν, αντιτίθεται στην πολιτική της ταυτότητας γιατί η οικουμενικότητα έχει ως υπόβαθρο τη γενολογική πολυμορφία, την «γενολογική ανθρωπότητα» ( Μαρξ). Ο ΑΜ δεν αγνοεί το κομβικό λακανικό αξίωμα που στοιχειοθετεί το υποκείμενο ως μη ταυτόσημο-προς-εαυτόν αντιδιαστέλλοντάς το με την απολίθωσή του υπό το Κύριο σημαίνον, εμπεδωτή εξουσίας. Η πολιτική της ταυτότητας είναι η πολιτική του συμβολικού εγκλεισμού, στον πυρήνα της υπολανθάνει η διαχειριστική αρχή της αστυνομικής ταξινόμησης σε παγιωμένες ταυτότητες (Ρανσιέρ) και διαμορφώνει εστίες όπου κυοφορείται η μικροφυσική της γκετοποίησης αλλά και η βιοπολιτική εθνοκάθαρση. Ο ναζισμός υπήρξε το μείζον υπόδειγμα μια πολιτικής κεντροθετημένης στην πολιτική της ταύτισης, της ταυτότητας των ταυτοτικών ταξινομήσεων (Λακού-Λαμπάρτ). Εξάλειψη των διακρίσεων δεν διασφαλίζεται με την κατάφαση της «αστυνομικής» αρχής της ταυτότητας αλλά με την απόρριψη κάθε εξαντικειμενισμού της υποκειμενικότητας με όρους φυλετικής προέλευσης, σεξουαλικής προτίμησης κτλ. Υπενθυμίζω ενδεικτικά ότι, μαχητική αιχμή του κινήματος των γκέι, ο Φουκώ αρνείτο τον εγκλεισμό του στην ταυτότητα του ομοφυλόφιλου.

Πηγή Αυγή


Χωρίς συναξάρια και αχρείαστες προσβολές

του Κώστα Δουζίνα


Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να μπω σε διαμάχη με τον φίλτατο Δημήτρι Βεργέτη, και πολύ περισσότερο να επιτεθώ ως ο δήθεν νεότερος των «νέων φιλοσόφων» στον Αλαίν Μπαντιού, του οποίου το έργο έχω τιμήσει και σχολιάσει επανειλημμένα (όπως και στο εγκαλούμενο άρθρο). Φιλοσοφία δεν σημαίνει δύσπεπτος αναμηρυκασμός αλλά σκέψη και κριτική, η οποία κατά Αντόρνο προϋποθέτει μια απόσταση --έστω και ελάχιστη-- από το αντικείμενο της. Συγκεκριμένα για τις αιτιάσεις:

1. Η αγγλική έκδοση του βιβλίου του Μπαντιού, την οποία χρησιμοποίησα, τιτλοφορείται The Rebirth of History (rebirth σημαίνει αναγέννηση).

2. Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι Times of Riots and Uprisings, δηλαδή η γαλλική λέξη émeutes μεταφράζεται σε ταραχές (banlieues Παρισιού, Δεκέμβρης, Λονδίνο) και εξεγέρσεις (μόνο η Ταχρίρ αναφέρεται). Το βιβλίο μου Philosophy and Resistance in the Crisis αναγνωρίζει και σχολιάζει εκτεταμένα τη μεταφραστική αυτή επιλογή, η οποία υποβιβάζει την πολιτική σημασία του Δεκέμβρη και των νεανικών εξεγέρσεων σε όλο τον κόσμο και δεν αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται κοντά σε μια δύσκολη βέβαια, μα μεγάλη αλλαγή (σ. 141-2, 182-6). Η αγγλική διττή μετάφραση εκφράζει πλήρως τις εννοιακές διαφοροποιήσεις στη χρήση της γαλλικής émeute στο πρωτότυπο.

3. Για τα υπόλοιπα, δίνω στο άρθρο των «Ενθεμάτων», καθώς και στην πλήρη μορφή του που θα εμφανιστεί σύντομα, εκτενείς βιβλιογραφικές αναφορές. Σκοπός μου δεν ήταν να επιτεθώ στον Μπαντιού, τον οποίο έχω ονομάσει τον «μεγαλύτερο ζώντα φιλόσοφο της γενιάς των '60», ούτε βέβαια να τον παρουσιάσω ως «τύραννο» (εκτός αν αυτό παραπέμπει στον Οιδίποδα). Ήθελα να υποστηρίξω ότι, στην ελληνική συγκυρία, η άποψή του περί «αφαίρεσης» από το κράτος και την οικονομία δεν συνάδει με τις ανάγκες της κοινωνίας ούτε με την πολιτική συγκυρία.

Όλα τα άλλα μπορούμε να τα συζητήσουμε εν καιρώ, στο πλαίσιο της επιτακτικής ανάγκης μιας συζήτησης εφ' όλης της ύλης στην Αριστερά χωρίς συναξάρια, τυφλοσούρτες και αχρείαστες προσβολές.

Πηγή Αυγή