Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Ζακ Ντεριντά


του Αριστείδη Μπαλτά


Τούτες τις μέρες, ακριβώς δέκα χρόνια πριν, πέθανε ο Ζακ Ντεριντά. Σίγουρα του αξίζουν δυο λόγια. Εκεί που θα χρειάζονταν τόμοι. Για να βοηθηθούμε να καταλάβουμε τον κόσμο. Το πού βρίσκεται και το πού βαδίζει.

Ζακ Ντεριντά λοιπόν. Γάλλος της Αλγερίας, από εβραϊκή μικροαστική οικογένεια. Διωγμένος από το σχολείο λόγω νόμων ναζιστικής έμπνευσης. Που έπαιζε ποδόσφαιρο στα σοκάκια του Αλγερίου και ονειρευόταν να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Που βρέθηκε στο μητροπολιτικό Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει στην περίφημη Εκόλ Νορμάλ. Για να αποτύχει την πρώτη φορά στις εισαγωγικές εξετάσεις. Συνηθίζοντας από τότε να αποτυγχάνει σχεδόν κάθε πρώτη φορά…

Φιλόσοφος. Με τα πολλά που προικίζουν τον όρο το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα και οι γαλλικές παραδόσεις. Με έργο ιδιαζόντως πρωτότυπο, πλούσιο και πολυδιάστατο. Που τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές των καιρών. Με καθοδηγητικό μίτο και κεντρικό μέλημα την καθολική δικαιοσύνη. Της οποίας η δυναμική, όπως είναι ανεξίτηλα εγγεγραμμένη στις ανθρώπινες κοινωνίες, τείνει πάντα να υπερβαίνει την ισότητα που ορθώς επιτάσσει το δίκαιο του νόμου. Την τάση προς την καθολική δικαιοσύνη ο ίδιος ονομάζει τάση προς τη δημοκρατία-που-έρχεται, προς τη δημοκρατία-μέλλον. Το περιεχόμενο του όρου δεν διαφέρει από το περιεχόμενο που δίναμε παλιά στον κομμουνισμό. Όπου η ισότητα δεν καταστέλλει τη διαφορά που υπονοεί η ελευθερία. Αντίθετα, την προϋποθέτει.

Ο Ντεριντά θεωρεί συνώνυμη την καθολική -ή άπειρη, όπως τη χαρακτηρίζει- δικαιοσύνη με την “αποδόμηση”. Δηλαδή τον όρο – κλειδί που έχει ταυτιστεί με την όλη προσέγγισή του. Όμως γιατί; Τι είναι “αποδόμηση”;

Η αποδόμηση είναι μια πρακτική ανάγνωσης. Που εστιάζει σε κάποιο περιθωριακό στοιχείο του εκάστοτε αντικειμένου της. Και αποδεικνύει, μέσα από μια εξαντλητικά αυστηρή εργασία, που δεν παρεκκλίνει στο ελάχιστο από εκεί όπου εστιάζει ούτε υποτάσσεται σε γενικότητες, ότι το περιθωριακό μπορεί να είναι κύριο. Πράγμα που ανατρέπει ολόκληρη τη δομή του αντικειμένου όπως θα την ήθελαν οι κυρίαρχες αναγνώσεις. Κυρίαρχες επί μακρόν. Κάποιες από την εποχή του Πλάτωνα. Αποδόμηση είναι λοιπόν η έλλογη πειθαρχημένη υπονόμευση των θεμελιωδών διακρίσεων που οργανώνουν τη σκέψη μας. Αλλά έτσι αποδίδεται δικαιοσύνη γιατί το περιθωριακό και το δευτερεύον αποκτά την καθοριστική θέση που του αξίζει. Το αποτέλεσμα είναι να αποσταθεροποιείται η σκέψη μας αλλά ταυτόχρονα να ανοίγεται σε απρόσμενες κατευθύνσεις.

Η εμπειρία που κομίζει η ανάγνωση έργων του Ντεριντά είναι εμπειρία απελευθέρωσης. Την οποία όμως αρκετοί δεν αντέχουν. Γιατί θίγει καίρια βαθιά εμπεδωμένες προκαταλήψεις. Και ίσως πάνω απ’ όλα την ίδια την εικόνα του εαυτού. Που προσδιορίζει, όπως προσδιορίζει, τη ζωή μας, τη δράση μας, το τι νομίζουμε πως αξίζουμε ή πετύχαμε, τα ρητά μας πιστεύω. Γι’ αυτό ο Ντεριντά πολεμήθηκε όπως πολεμήθηκε. Και αντίστροφα, για όμοιους λόγους, το έργο του Ντεριντά επέφερε τα αποτελέσματα που επέφερε. Συμβάλλοντας ίσως περισσότερο από όλα της γενιάς του στο να αλλάξουν άρδην οι ανθρωπιστικές σπουδές στα πανεπιστήμια του κόσμου. Και όχι μόνον αυτές ούτε μόνον εκεί.

Παρά τις φήμες, η ανάγνωση ενός έργου του Ντεριντά δεν είναι δύσκολη. Χρειάζεται μόνο λίγη υπομονή και κάποια προετοιμασία. Όπως απαιτεί κάθε σημαντικό θεωρητικό έργο.


Πηγή Αυγή, ecoleft

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Οι δρόμοι μιλούν, τα κτίρια λένε


του Νίκου Ξυδάκη


Σήμερα Κυριακή οργανώνεται για δεύτερη φορά ένας περίπατος στην Αθήνα της Κατοχής, με αφορμή τα εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας. Πέρυσι σε παρόμοιο ιστορικό περίπατο προσήλθαν πάνω από χίλια άτομα. Η ιδέα είναι απλή: ένας οδηγός μεταφέρει τους περιπατητές σε τοπόσημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Και τους θυμίζει τι συνέβη σε αυτή η γωνία, τι υποδεχόταν αυτό το κτίριο, τι συνέβη σε αυτό το πεζοδρόμιο.

Μερικά τα γνωρίζουμε. Στην οδό Μασσαλίας, εκεί που γνωρίσαμε τα υπαίθρια μικροβιβλιοπωλεία, βρισκόταν επί Κατοχής το νεκροτομείο· εμείς γνωρίσαμε το νεκροτομείο στα κτίρια της Ιατρικής στο Γουδί. Καλούμαστε να ανασυνθέσουμε μια σκληρή εικόνα: τα κάρα που μετέφεραν στη Μασσαλίας τις σορούς των νεκρών του κατοχικού λιμού.

Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος ένα μισοκρυμμένο μνημείο θυμίζει ότι εδώ η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ, που στρατολογούσε Ελληνες για τη Βέρμαχτ. Το γνωρίζω. Γνωρίζω ότι στα υπόγεια της Κοραή ήταν τα κολαστήρια της Κομαντατούρ, όπου μαρτύρησαν χιλιάδες πατριώτες – τα έχω επισκεφθεί. Δεν γνώριζα όμως ότι Πανεπιστημίου 64 και Σανταρόζα βρισκόταν το καζίνο του Μαυροκέφαλου, όπου μαυραγορίτες και δωσίλογοι έπαιζαν τις λίρες της προδοσίας.

Η πόλη είναι η μνήμη της, μάλλον οι μνήμες των ανθρώπων της, αυτών που έζησαν κι αυτών που τη ζουν τώρα, συνυφασμένες αξεδιάλυτα σ’ ένα συνεχές χωροχρόνου άλλοτε ορατό κι άλλοτε κρυμμένο, πάντα εκεί, πάντα εδώ, περιμένει να το δούμε, να μας μιλήσει, να μας παρωθήσει σε αυτογνωσία.

Η Αθήνα είναι τέτοιο θέατρο μνήμης, που περιμένει το βλέμμα του κατοίκου, του περιπλανητή, για να ανασύρει δράματα ατομικά και συλλογικά, τραγωδίες και ειρωνικές λεπτομέρειες. Εδώ μια κλινική που φιλοξένησε τραυματίες, στην Οικονόμου το σπίτι του Λαπαθιώτη, στην Ασκληπιού του Παλαμά, στη Ζωοδόχου Πηγής του Κουν, στην Ιπποκράτους έξω από την πανεπιστημιακή Λέσχη μαζεύονταν οι νέοι γύρω από τον Σικελιανό, στη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου έπεσε ο Τέλλος Αγρας χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα τις μέρες της απελευθέρωσης, τα σημάδια στους τοίχους είναι από σφαίρες. Στη Βασιλίσσης Σοφίας δολοφονήθηκε την εποχή του Διχασμού ο Ιων Δραγούμης. Γύρω απ’ το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια, μέχρι την Ομόνοια και τα Προπύλαια, εξόρμησαν οι παράτολμοι απεργοί του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943, εναντίον της αναγκαστικής επιστράτευσης για τα γερμανικά εργοστάσια, σε αυτούς τους δρόμους πέφτουν οι δεκάδες νεκροί διαδηλωτές την 22α Ιουλίου 1943 ξεσηκωμένοι για την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Σε αυτούς τους δρόμους, τριάντα χρόνια αργότερα, πέφτουν οι νεαροί διαδηλωτές του Πολυτεχνείου χτυπημένοι από ελεύθερους σκοπευτές.

Το μεταίχμιο που ζούμε οδηγεί το βλέμμα μας σε ό,τι ήταν αθέατο έως πρόσφατα· το στρέφει από τo mall της ματαιοδοξίας στα ίχνη ενός ζωτικού παρελθόντος, σε ίχνη αγώνων και αγωνίας. Επανασυνδεόμενοι με το παρελθόν, ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε βαθύτερα το δύσκολο παρόν, την εσωτερική λογική των συμβάντων και των ενδεχομένων μες στην ιστορική ροή, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αντέξουμε τη δυσχέρεια, να αντέξουμε την ιστορία ως δρώντα υποκείμενα, ως συνδιαμορφωτές, και όχι ως άβουλοι θεατές.

Πλάι στον Κεραμεικό, την Αγορά, την Πνύκα, την Ακαδημία Πλάτωνος, υπό τη σκιά της Ακροπόλεως και του αβάσταχτου κλέους των χρυσών χρόνων, πλάι στους διάσπαρτους μεσαιωνικούς ή μεταβυζαντινούς ναΐσκους, διαλείμματα ησυχίας, βρίσκονται τα πρώτα οικήματα του κράτους, άλλα ταπεινά, σαν τις λαϊκές αυλές θαυμάτων του Παπαδιαμάντη, του Μητσάκη, του Ροΐδη, άλλα ευκλεή και μνημειώδη, νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά, καυτατζόγλεια και άλλα. Από τον Μεσοπόλεμο και, κυρίως, μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, η λαϊκή και νεοκλασική Αθήνα γίνεται μοντέρνα, χαώδης, μεγάλη, χωνευτήρι, γίνεται μητρόπολη.

Σε αυτή τη μητροπολιτική κορυφή, σκοτεινιασμένη απ’ την κρίση, στεκόμαστε τώρα, αμήχανοι, σαστισμένοι, με κρυμμένη τη γραμμή του ορίζοντος. Ετσι γυρνάμε το βλέμμα στο παρελθόν. Νομίζω γόνιμα. Σίγουρα με αίσθηση σοβαρότητας, ίσως και αίσθηση επείγοντος, για να καλύψουμε κενά, για να κερδίσουμε τον άδειο χρόνο της προηγούμενης αμεριμνησίας, της αμνησίας. Περπατάμε, λοιπόν, για να ανακτήσουμε το ιστορικό κέντρο, την πόλη, τον ζωτικό χώρο της δημοκρατίας, για να ξανανιώσουμε πολίτες και ιστορικά όντα, με παρελθόν, με συνέχειες, με ρήξεις. Το άστυ είναι πολύ βαθύτερο και πλουσιότερο από real estate και gentrification.

Πηγή βλέμμα