Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Πρόχειρη συζήτηση για την μεταφυσική, την αντικειμενική και υποκειμενική Λογική


του Θάνου Λιάπα


1. H μεταφυσική εξέταζε τους νοητικούς προσδιορισμούς ως θεμελιώδεις προσδιορισμούς των πραγμάτων. Όμως, αυτή η ταυτότητα ανάμεσα στους αναγκαίους νοητικούς προσδιορισμούς και στα πραγματικά αντικείμενα δεν είχε ποτέ αυτοτελώς θεματοποιηθεί μέχρι τον Καντ. Δεν είχε τεθεί ποτέ το ερώτημα δηλ. με ποιο δικαίωμα ισχυρίζομαι ότι ό,τι σκέπτομαι, υπάρχει. Η θεματοποίηση αυτή οδήγησε στην υπερβατολογική Λογική και συγκεκριμένα στο θεμελιώδες ερώτημα της παραγωγής των κατηγοριών, το "quid juri" βλέπε παράγραφο 13 της Κριτικής του Καθαρού Λογου). Πρέπει να αποδείξουμε δηλαδή ποια είναι η σχέση του υποκειμένου με το αντικείμενό του. Αντίθετα, η παραδοσιακή μεταφυσική ενδιαφερόταν για τους ίδιους τους προσδιορισμούς της σκέψης, ποιες θα είναι δηλαδή οι μεταφυσικές κατηγορίες (quid facti). 

Κατά τη γνώμη μου, η εγελιανή Λογική ενσωματώνει σε ανηρημένη μορφή τόσο το quid facti (αντικειμενική λογική) όσο και το quid juris (υποκειμενική λογική). Το quid facti ο Καντ το ονόμασε, όχι τυχαία και «μεταφυσική παραγωγή των κατηγοριών», διότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το πως αποκτάμε απριόρι τις κατηγορίες και όχι το πως αυτές εφαρμόζονται απριόρι στα αντικείμενα της εποπτείας. Η λύση που δίνει είναι ότι τις αποκτάμε μέσα από την ικανότητα του κρίνειν. Άρα, οι κατηγορίες δεν είναι έμφυτες όπως στον Wolff και αυτές είναι αυθεντικά αποκτημένες (aqcuisitio originaria, ursprunglich erworben βλέπε Oberhausen).

Η αντικειμενική Λογική του Χέγκελ ερευνά τις κατηγορίες της σκέψης, που η σκέψη η ίδια αναπτύσσει όταν μελετάει γνωστικά αντικείμενα, κατηγορίες που αφορούν την φύση του ίδιου του γνωστικού αντικειμένου. Με άλλα λόγια, η αντικειμενική Λογική συμπυκνώνει τους πιο θεμελιώδεις νόμους που ακολουθεί η σκέψη για να κατανοήσει το γνωστικό της αντικείμενο. Άρα, το ότι κάθε αντικείμενο πρέπει όταν μελετάται να μελετάται αρχικά ως προ την ποιότητά του, ως την ποσότητά του, το μέτρο του και την ουσία του, δεν μας το λέει η κάθε επιμέρους επιστήμη αλλά η αντικειμενική λογική. Η κάθε επιμέρους επιστήμη μέσα από την αυτοτελή έρευνά της ,συνεισφέρει απλά το νοητικό, κατηγοριακό υλικό (κάθε επιστήμη έχει τις δικές κατηγορίες), το οποίο αποκωδικοποιεί η αντικειμενική Λογική και στη συνέχεια το αναπτύσσει σε καθαρή μορφή και στις αναγκαίες στιγμές του (πχ. εκεί που η πολιτική οικονομία εισάγει την έννοιας της παραγωγής, η λογική βλέπει την κατηγορία της ουσίας κτλ.). Αυτό σημαίνει ότι η αντικειμενική Λογική δεν είναι κλειστή, στο βαθμό που οι επιστήμες προχωρούν και εξελίσσονται, παρόλα αυτά η εξέλιξη της Λογικής δεν γίνεται ποτέ με απλή άρνηση του κεκτημένου της.

Θα ρωτήσει κανείς πώς γίνεται ο Χέγκελ να βρήκε τις ορθές κατηγορίες της αντικειμενικής Λογικής όταν στην εποχή του οι επιστήμες ήταν ακόμα τόσο ανώριμες. Πέραν του ότι ο Χέγκελ μελέτησε ό,τι υπήρχε (τα μαθηματικά ειχαν ήδη αναπτύξει τον λογισμό) σε θετικές επιστήμες, ο Χέγκελ είχε ως υλικό, όλη την πριν από αυτόν φιλοσοφία. Η μεταφυσική όπως είπαμε δεν θεματοποίησε μεν την σχέση υποκειμένου-αντικειμένου αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μελέτησε το ποιες ειναι οι καταλληλότερες κατηγορίες για να μελετήσουν ένα αντικείμενο. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα του Ένγκελς από την διαλεκτική της φύσης ,που κατά τα άλλα κάθε άλλο παρά πρόθεση έχει να κολακεύσει τους μεταφυσικούς: «Προτάσεις που διατυπώθηκαν από αιώνες στη φιλοσοφία και που φιλοσοφικά έχουν αρκετά συχνά απορριφθεί από καιρό, παρουσιάζονται συχνά σαν ολοκαίνουργια σοφία από φυσικούς επιστήμονες που επιδίδονται στη θεωρία και μάλιστα βλέπουμε να γίνονται της μόδας για κάμποσο καιρό. Αναμφισβήτητα είναι μεγάλη επιτυχία της μηχανικής θεωρίας της  θερμότητας, ότι ενίσχυσε με νέες αποδείξεις την αρχή της διατήρησης της ενέργειας και την ξανάφερε στην πρώτη γραμμή. Αλλά η αρχή αυτή θα μπορούσε να έχει εμφανιστεί σαν κάτι εντελώς νέο, αν οι κύριοι φυσικοί θυμούνταν πως η αρχή αυτή είχε ήδη διατυπωθεί από τον Καρτέσιο. Από τότε που η φυσική και η χημεία ξανάρχισαν να λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με μόρια και με άτομα, ξανάρθε αναγκαστικά στην πρώτη γραμμή η ατομική θεωρία των αρχαίων Ελλήνων. "Ετσι ο Κεκυλέ αναφέρει (Σκοποί και αποτελέσματα της χημείας) ότι η θεωρία αυτή προέρχεται από τον Δημόκριτο (αντί να πει από τον Λεύκιππο) και ισχυρίζεται ότι ο Δάλτωνας ήταν ο πρώτος που δέχτηκε την ύπαρξη στοιχειωδών ατόμων ποιοτικά διαφορετικών, και ότι ήταν ο πρώτος που τους απέδοσε διαφορετικά βάρη, χαρακτηριστικά για τα διάφορα στοιχεία. Ωστόσο ο καθένας μπορεί να διαβάσει στον Διογένη τον Λαέρτιο (Χ, 1 § 43-44 και 61) πως ήδη ο Επίκουρος απέδιδε στα άτομα διαφορές όχι μονάχα στο μέγεθος και στη μορφή αλλά και στο βάρος*, ότι γνώριζε λοιπόν με τον τρόπο του το ατομικό βάρος και τον ατομικό όγκο» (Διαλεκτική της Φύσης, παλιός πρόλογος Αντι-Ντυρινγκ, σελίδες 26, 27).

2. Ο Καντ με το quid juris έδωσε απάντηση στο ερώτημα του Χιουμ , πώς νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για αναγκαία και καθολική γνώση των πραγμάτων. Το ιδιοφυές στην απάντηση του Καντ είναι ότι είπε ότι δεν νοείται πολλαπλό που να μην είναι ήδη από το υποκείμενο προσδιορισμένο. Σε πρώτη φάση το πολλαπλό ενοποιείται, προ-εννοιακά από την σύνθεση της φαντασίας (η οποία όμως επικαθορίζεται από τις έννοιες), σε δεύτερη φάση από έννοιες και κρίσεις και σε τρίτη φάση(μέσω των κρίσεων) σε συλλογισμούς. Για την ακρίβεια είπε ο Καντ ότι δεν υπάρχει εμπειρία έξω από την φαντασία, τις κατηγορίες και τις κρίσεις. Το υποκείμενο είναι αυτό που συγκροτεί την εμπειρία (όρος δυνατότητας της εμπειρίας)  και άρα και την δυνατότητα των αντικειμένων της εμπειρίας (Β197). Με αυτόν τον τρόπο θεώρησε ότι κατάφερε να προσδώσει στην εμπειρία αναγκαιότητα και καθολικότητα. Το πρόβλημα σε αυτό το σχήμα είναι ότι έπρεπε να προϋποθέσει ένα πολλαπλό το οποίο δεν έχει την προέλευσή του στο υποκείμενο (παρότι ως εμπειρία συγκροτείται από το υποκείμενο) ούτως ώστε να μην υποπέσει σε έναν ιδεαλισμό που τα παράγει όλα από το υποκείμενο. Αυτή του όμως η παραδοχή (η τόσο αναγκαία για να έχει συνέπεια το προτζεκτ του), τον οδηγεί σε ένα δυϊστικό μοντέλο το οποίο δεν θα μπορέσει ποτέ να υπερβεί και θα αποβεί μοιραία για το φιλοσοφικό του παράδειγμα. Η σύνθεση με άλλα λόγια της Apprehension (προσοχή, ΟΧΙ της Apperzeption) δεν είναι παρά εμπειρική, όπως ο ίδιος λέει, και αποτελεί τη δυνατότητα της εμπειρικής εποπτείας ή αντίληψης. Άρα, το πολλαπλό είναι αποστεριόρι, εξω-υποκειμενικό και η όλη σύνδεση με το υποκείμενο είναι εξωτερική. Είναι όπως λέει ο Χέγκελ τόσο εξωτερική όσο η θερμαινόμενη πέτρα και ο ήλιος ως πηγή της θερμότητας.

Το μοντέλο που αντιπροτείνει ο Χέγκελ στην Φαινομενολογία είναι ότι το αντικείμενο όχι απλά είναι εξ αρχής εννοιακά προσδιορισμένο, αλλά στην σύνδεσή του με το υποκείμενο ,στο βαθμό που υπάρχει μεταξύ τους ανισότητα, αλλάζει αλλάζοντας και το υποκείμενο και αντίστροφα. Με άλλα λόγια, αλήθεια και γνώση βρίσκονται σε μια διαρκή διαπάλη, που δεν αφήνει χώρο στον δυϊσμό. Δεν είναι τη παρούσης η περαιτέρω ανάλυση του επιχειρήματος της Φαινομενολογίας.

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως επιλύει ο Χέγκελ το quid juris στην Λογική. Την επίλυση αναλαμβάνει η υποκειμενική Λογική. Όσα έλαβαν χώρα στην αντικειμενική Λογική, δηλαδή η εμμενής παραγωγή των κατηγοριών μας έδειξε ποιο είναι το αντικείμενο της Λογικής. Είναι οι ίδιες οι κατηγορίες της σκέψης. Άρα, η σκέψη εξετάζει τον εαυτό της(αυτό είναι η ιδιοτυπία της Λογικής που δεν την έχει καμία άλλη επιστήμη). Η υποκειμενική Λογική τώρα θα δείξει κάτι που φαντάζει κουφό: το με ποια νομιμοποίηση η σκέψη συνδέεται με το αντικείμενό της, δηλαδή με τον εαυτό της... Το quid juris της Λογικής άρα είναι το πως η Έννοια ως μορφή συνδέεται με το περιεχόμενό της. Σε αυτήν όμως την εξέταση έχουμε μία περαιτέρω ανάπτυξη των Λογικών κατηγοριών και άρα τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική Λογική είναι τμήματα της Μεθόδου ή της λογικής εν συνόλω. Πώς συγκεκριμένα το κάνει αυτό ο Χέγκελ είναι τεράστια κουβέντα, και δεν μπορώ να πω ότι έχω συλλάβει ούτε το επιχείρημα πλήρως ούτε κατά συνέπεια αν το κάνει με την πληρότητα που του αναλογεί. Πάντως, το κλειδί είναι το κεφάλαιο για την τελεολογία, επειδή εκεί συνδέει για πρώτη φορά την υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα.

Άρα, η υποκειμενική Λογική επί της αρχής και χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες είναι το εξής: Ενώ η αντικειμενική λογική μελετά τις κατηγορίες της σκέψης που αφορούν τους νοητικούς προσδιορισμούς εκάστου γνωστικού αντικειμένου, η υποκειμενική μελετά τον τρόπο (με έννοιες,κρίσεις, συλλογισμούς, σύνθεση, ανάλυση) με τον οποίο η σκέψη σχετίζεται και αίρει την αντίθεση με το γνωστικό της αντικείμενο. Με άλλα λόγια, εξετάζει την πορεία-γίγνεσθαι του επιστημονικού (όχι του εμπειρικού) γνωρίζειν από την πρώτη του επαφή (πχ. Κρίσεις του Dasein ή Μηχανισμός ή Ανάλυση) με το γνωστικό αντικείμενο ως την στιγμή που φθάνουμε στην απόλυτη επίγνωση αυτού και, άρα, στην άρση υποκειμένου-αντικειμένου. Η διαδοχή για παράδειγμα των κρίσεων (οι κρίσεις είναι το αναγκαία εργαλείο του γνωρίζειν, οπότε η κλιμάκωσή τους είναι η κατ’ εξοχήν ένδειξη εμβάθυνσης του τελευταίου) είναι μια πορεία που ξεκινά από την εξωτερική σχέση υποκειμένου και κατηγορουμένου και φθάνει στην ταυτότητα των δύο με την κρίση της έννοιας και την μετάβαση στον συλλογισμό.

Εδώ πρόκειται όμως για το αντικείμενο ως περιεχόμενο της έννοιας και όχι για κάποιο εμπειρικό αντικείμενο, διότι αυτή η αντίθεση έχει λυθεί με την Φαινομενολογία, η οποία θέτει τις βάσεις για κάθε επιστημονικό γνωρίζειν. Αλλά κάθε επιστημονικό γνωρίζειν που λειτουργεί με έννοεις, δεν σημαίνει ότι έχει λύσει και τις γνωσιολογικές αντιθέσεις που προκύπτουν εν σχέσει προς το αντικείμενό του.

Θεωρώ τον προσδιορισμό του ρόλου της υποκειμενικής Λογικής ό,τι πιο δύσκολο έχω συναντήσει προς το παρόν στον Χέγκελ. Η παρούσα ανάλυση απλά θέτει το ερώτημα και μόνο αδρά παρουσιάζει μια κατεύθυνση απάντησης. Θεωρώ ότι το quid juris, ως κλειδί σύνδεσης της υπερβατολογικής Λογικής και της υποκειμενικής Λογικής, είναι γενικά ορθό. Επιβεβαιώνεται και από το ότι ο Χέγκελ, στο κεφάλαιο για την Διαίρεση της Λογικής, συνδέει την υποκειμενική λογική με την υπερβατολογική λογική, αλλά και εξηγεί γιατί η εισαγωγή στην υποκειμενική λογική είναι μια ενδελεχής αναφορά στον Καντ. Επίσης, θεωρώ δόκιμη την άποψη για τον κομβικό ρόλο της τελεολογίας. Από εκεί και πέρα το χάος... πλήθος ερωτημάτων και αποριών.