Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Η γενική ερμηνευτική του Σλαϊερμάχερ

Ο Σλαϊερμάχερ παρατηρεί ότι ως την εποχή του η γενική ερμηνευτική δεν είχε συγκροτηθεί ως επιστήμη, αλλά υπήρχε με τη μορφή εξειδικευμένων οδηγιών με πρακτικό προσανατολισμό. Η όποια εγκυρότητα και πρωτοτυπία της ερμηνευτικής επαφίεντο στην οξυδέρκεια του κάθε ατομικού φορέα της. Η συγκρότηση γενικών κανόνων είναι ανα

γκαία, διότι ακόμη κι όταν κάποιος δεν καταφεύγει σε αυτούς, τους προϋποθέτει· αυτή η ανάγκη υιοθέτησης ρητά διατυπομένων κανόνων δεν εξαλείφει τον εγγενώς δημιουργικό και ως ένα βαθμό αυθαίρετο χαρακτήρα του ερμηνεύειν.

Κάθε εκφορά λόγου σχετίζεται με την ολότητα της γλώσσας ως δεδομένου συστήματος συμβόλων, σημασιών, δυνατών συνδέσεων και κανόνων που κληρονομεί το υποκείμενο αυτής της εκφοράς, όσο και με το σύνολο της σκέψης του και της προσωπικής του βιοϊστορίας. Κάθε δυνατότητα άρθρωσης λαμβάνει χώρα εντός ενός ήδη παρόντος και σχηματισμένου πλαισίου, που περιλαμβάνει το γλωσσικό σύστημα, τη γλωσσική κοινότητα και όλες τις διαθέσιμες στον ομιλητή-συγγραφέα παραχθείσες ποσότητες λόγου. Προϋποθέτει επίσης μια ήδη σχηματισμένη σκέψη – και αντιστρόφως· κάθε σκέψη εκκινεί από ένα γλωσσικό-κειμενικό ερέθισμα. Έτσι το υποκείμενο της εκφοράς γίνεται αντιληπτό σε αναφορά με αυτό το δοσμένο πλαίσιο, αλλά και ως ο τόπος ενικών αρθρώσεων, όπου από το γενικό σύστημα παράγονται εξατομικευμένες εκφράσεις, που συνδέονται επίσης με την εξέλιξη του υποκειμένου μέσα στο χρόνο και το σύνολο των πράξεων που επιτελεί, οι οποίες είναι με τη σειρά τους ενταγμένες σε ένα χωρο-χρονικό πλαίσιο. Προκύπτει λοιπόν η διάκριση ανάμεσα στη γραμματική και την τεχνική-ψυχολογική ερμηνευτική. Αμφότερες έχουν ως άξονα αναφοράς ολοένα μεγαλύτερα δομικά σχήματα, εφόσον δέχεται ο Σλαϊερμάχερ τη διαλεκτική μέρους-όλου και τον αμοιβαίο προσδιορισμό τους. Η πρώτη ερμηνεύει τις εκφορές λόγου σε σχέση με το δοσμένο γλωσσικό σύστημα, τις λέξεις σε σχέση με την πρόταση όπου ανήκουν, την πρόταση σε σχέση με το όλον κείμενο, το κείμενο σε σχέση με το γραμματειακό είδος στο οποίο εντάσσεται. Η δεύτερη, τεχνική-ψυχολογική ερμηνευτική, επιχειρεί συνδέσεις του περιεχομένου της εκφοράς προς το όλον της προσωπικής ιστορίας του υποκειμένου, και αυτής προς το πνεύμα της εποχής. Τα ανώτερα δομικά σχήματα επίσης προσδιορίζονται και εμπλουτίζονται από τις ενικές, εξατομικευμένες εκφράσεις.

Οι δυο αυτές πλευρές της ερμηνείας είναι ίσες και απαραίτητες σε μια κατά το μάλλον ή ήττον ολοκληρωμένη ερμηνευτική διαδικασία. Η ψυχολογική εμφανίζεται ως σημαντικότερη όταν ενδιαφερόμαστε για το τι εννοεί ένας συγγραφέας, οπότε η γλωσσική έκφραση καταπίπτει στο μέσον -το ίδιο ήσσονος σημασίας- που μεταχειρίστηκε προκειμένου να εξωτερικεύσει αυτό το προσωπικό νόημα. Αντίστοιχα, το υποκειμενικό υπάγεται στο αντικειμενικό, όταν θεωρούμε τον συγγραφέα ως τόπο παρουσίασης της γλώσσας, διαμορφωμένο ουσιαστικά από αυτήν· όταν δηλαδή τείνουμε να πιστεύουμε ότι δεν είναι εκείνος που μιλάει μέσα από τη γλώσσα, σε μια προσπάθεια να κοινωνήσει την εσωτερική σκέψη του, αλλά η γλώσσα που μιλάει μέσα από αυτόν, σαν μια ουσία που μένει σταθερή παρά τις άπειρες τροπικότητες της, ή μάλλον χάρη σ' αυτές. Από αυτήν τη συμπληρωματικότητα ο Σλαϊερμάχερ καταλήγει στην καταστατική ισότητα των δυο πόλων, σε μια δυναμική εξισορρόπηση πέρα από τις αναγκαίες ταλαντεύσεις που προκύπτουν στα επιμέρους στάδια της ερμηνευτικής διαδικασίας. Για μια ακόμη φορά η διαλεκτική θεώρηση των πραγμάτων προτείνεται, ούτως ώστε να δειχθεί η αλληλεξάρτηση και αναγκαία πρακτική αμφοτέρων της γραμματικής και της ψυχολογικής ερμηνευτικής, με την κάθε πλευρά να εξετάζεται πρώτα χωριστά. Δεδομένου όμως ότι δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε πλήρως τη γλώσσα της εκφοράς, ούτε το υποκείμενο της, πρέπει να μεταβούμε από τον ένα πόλο της ερμηνείας στον άλλο, χωρίς να υπάρχουν κανόνες για το πως θα πραγματοποιηθεί αυτή η μετάβαση. Ο ερμηνευτής είναι λοιπόν αναγκαίο να κατέχει δυο ταλέντα, αυτό της γλώσσας και εκείνο της κατανόησης ανθρώπων. Στο πρώτο διακρίνεται μια εντασιακή πλευρά, που αφορά την ικανότητα διείσδυσης στο εσωτερικό της γλώσσας σε σχέση με τη σκέψη. Το ταλέντο για τη γνώση ανθρώπων επίσης διαιρείται σε εκτασιακό και εντασιακό ταλέντο, όπου το πρώτο αναφέρεται στη σύλληψη ιδιατεροτήτων των άλλων ανθρώπων μέσω των διαφορών τους, οδηγώντας στην ανασυγκρότηση του τρόπου συμπεριφοράς τους, ενώ το δεύτερο πηγαίνει βαθύτερα συλλαμβάνοντας το ατομικό νόημα ενός προσώπου σε σχέση με την έννοια ενός ανθρώπινου όντος. Τα ταλέντα αυτά διαφέρουν μεταξύ τους και σπανίως απαντώνται στο ίδιο υποκείμενο της ερμηνείας, πρέπει ωστόσο να λειτουργούν παραπληρωματικά.

Κάθε παραγωγή λόγου κινείται ανάμεσα σε ένα ελάχιστο και ένα μέγιστο αξίας. Όσον αφορά τη γραμματική πλευρά, το μέγιστο συνίσταται στο πλέον παραγωγικό και λιγότερο επαναληπτικό, που ο Σλαϊερμάχερ ονομάζει κλασσικό. Όσον αφορά την ψυχολογική, αυτό είναι το πλέον ατομικό, εκείνο που δεν αποτελεί κοινό τόπο για τη γλωσσική και πολιτιστική κοινότητα της εποχής του υποκειμένου της παραγωγής, δηλαδή το πρωτότυπο. Τα όρια των δυο καρτεσιανών αξόνων συμπίπτουν στο στοιχείο της μεγαλοφυίας ως εκείνου που δεν ακολουθεί τους υπάρχοντες κανόνες στην τέχνη, αλλά θέτει τους μελλοντικούς. Η μεγαλοφυία είναι η εξαίρεση που παρέχει η ίδια τους κανόνες που θα συγκροτήσουν μεταγενέστερα έναν κοινό τόπο, και το κάνει αυτό συνδυάζοντας την πρωτοποριακή μορφή με το ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Ωστόσο αν και αποτελεί ρήξη με το παρελθόν, δεν προκύπτει από παρθενογένεση.

Ο Σλαϊερμάχερ προβαίνει σε ακόμη μια διάκριση μεταξύ μιας ελαστικής και μιας αυστηρής ερμηνευτικής πρακτικής. Η ελαστική πρακτική αντιστοιχεί στην κληρονομημένη παράδοση που ο ίδιος επιθυμεί να υπερβεί. Η προσέγγιση αυτή εκλαμβάνει την κατανόηση ως κάτι που προκύπτει φυσικά, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στα δυσερμήνευτα αποσπάσματα ενός κειμένου. Ο στόχος της ορίζεται αρνητικά: να αποφευχθεί η παρανόηση, όπου αυτή τείνει να προκύψει. Αυτός είναι και ο λόγος που η ερμηνευτική παράδοση, όπως είδαμε, περιορίστηκε σε συλλογή παρατηρήσεων, αλλά και σε ειδικές ερμηνευτικές, προσπερνώντας το ζήτημα της φιλοσοφικής θεμελίωσης μιας γενικής ερμηνευτικής. Βάση αυτής της προσέγγισης είναι η παραδοχή περί της ταυτότητας της γλώσσας και των τρόπων συνδυασμού εντός της μεταξύ αυτού που εκφέρει τον λόγο κι εκείνου που τον δέχεται. Αντίθετα ο Σλαϊερμάχερ προβαίνει σε μια αντιστροφή της παραδοσιακής άποψης και αποδίδει καθολικό και θετικό οντολογικό-επιστημολογικό πρόσημο στην παρανόηση, της οποίας η οιονεί-παρουσία πρέπει να περιορίζεται σε κάθε βήμα της διαδικασίας. Η σοβαρότερη μορφή παρανόησης οφείλεται στην προκατάληψη του ερμηνευτή που, χρησιμοποιώντας τα εννοιολογικά και ιδεολογικά του σχήματα εν είδει προκρούστειας κλίνης, σπεύδει να εγγράψει στο κείμενο ό, τι δεν υφίσταται εκεί από τον συγγραφέα, και να παραβλέψει ό, τι του περισσεύει. Η έντεχνη ή καλλιτεχνική ερμηνευτική μπορεί να αναπτύξει τους κανόνες της μόνο από μια θετική φόρμουλα, την οποία ο Σλαϊερμάχερ εντοπίζει στην αντικειμενικά και υποκειμενικά ιστορική ανασυγκρότηση μιας δοσμένης συνάφειας, καθώς και στην αντικειμενικά και υποκειμενικά μαντική (προφητική) ανασυγκρότηση της. Αντικειμενικά ιστορική σημαίνει να δειχτεί πως η εκφορά σχετίζεται με την ολότητα της γλώσσας και της γνώσης που εμπεριέχονται εντός της ως προϊόν της γλώσσας. Αντικειμενικά μαντική σημαίνει να δείξουμε πως η εκφορά καθεαυτή θα γίνει σημείο ανάπτυξης της γλώσσας. Υποκειμενικά ιστορική σημαίνει να γνωρίσουμε πως η εκφορά δίδεται ως γεγονός στον νου. Υποκειμενικά μαντική να δείξουμε πως οι σκέψεις που περιέχονται στον νου θα συνεχίσουν να επιδρούν στο υποκείμενο. Ο σκοπός είναι να καταλάβουμε μια εκφορά πρώτα το ίδιο κι εν συνεχεία περισσότερο καλά από τον συγγραφέα της, φέροντας στην επιφάνεια ό, τι παρέμενε κρυφό για εκείνον. Αντικειμενικά, άλλωστε, ο ερμηνευτής και ο ερμηνευόμενος έχουν διαθέσιμα τα ίδια ακριβώς δεδομένα.

Υπάρχει πάντοτε μια διαφορά (γλωσσική, πολιτιστική, γεωγραφική, χρονική) ανάμεσα στο συγγραφέα και τον ερμηνευτή του, μια απόσταση που δεν είναι ποτέ τόσο μικρά ώστε να κριθεί αμελητέα, ούτε τόσο μεγάλη ώστε να καταστήσει το ερμηνευτικό εγχείρημα άνευ σημασίας. Υπάρχει όμως και μια ακόμη, ποιοτική διαφορά μεταξύ των δύο: το έργο του ερμηνευτή δεν είναι το ίδιο με του συγγραφέα που εκθέτει τις εσώτερες σκέψεις του. Η ερμηνεία λογίζεται ως αντιστροφή της ομιλίας: αμφότερες θεμελιώνονται στην ικανότητα ενός υποκειμένου να ανασυγκροτεί συμβολικά δέσμες νοήματος μέσω ενός δημιουργικού και συνθετικού ενεργήματος. Εντούτοις ο ερμηνευτής δεν επαναλαμβάνει τη δημιουργική πράξη του συγγραφέα, διότι τότε θα κατέληγε σε ένα ακόμη «τέλειο» έργο, που ως τέτοιο δε θα ήταν κοινωνήσιμο, έχοντας το ίδιο ανάγκη ερμηνείας. Σκοπός του είναι μάλλον η ανασυγκρότηση της ενοποιητικής αρχής που ενθάρρυνε τον συγγραφέα να παραγάγει, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, αυτό το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο αποπληθωρισμός των νοημάτων δεν είναι εφικτός, ούτε ευκταίος.

Αυτό μας επαναφέρει στο ζήτημα της απειρότητας της ερμηνευτικής διαδικασίας. Από τη στιγμή που ένα κείμενο έχει κάποια σημασία, δηλαδή κάποιαν αμφισημία, η ποσότητα των ερμηνειών καθίσταται δυνητικά άπειρη. Ποτέ δεν είμαστε σε θέση να πούμε ότι καταλάβαμε πλήρως τη σκέψη ενός συγγραφέα, ότι την εξαντλήσαμε. Πάντοτε υπάρχει κάτι που διαφεύγει, ένα σημασιολογικό περίσσευμα: δεν υπάρχει πρώτη ούτε τελευταία κουβέντα.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Κρίση του καπιταλισμού - χωρίς επιστροφή;

Από www.rednotebook.gr: Του Χρήστου Λάσκου


Τις τελευταίες μέρες, και με αφορμή τη συνάντηση των πλουσίων, των πλανητικών εξουσιαστών, και ενίων άλλων εξαιρετικά επιδραστικών ντενεκέδων, στο Νταβός, επέστρεψε ως θέμα η ίδια η μακροβιότητα-βιωσιμότητα του καπιταλισμού. Από τα ελβετικά τραπέζια συζητήσεων εκπέμφθηκε μήνυμα ανησυχίας: αν η κατάσταση συνεχιστεί στην ίδια τροχιά για δύο-τρία ακόμη χρόνια, λέχθηκε, το σύστημα κινδυνεύει να καταστραφεί ολοσχερώς. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, οι προβλέψεις αυτές είναι περισσότερο απειλητικές από εκείνες δεδηλωμένων αντικαπιταλιστών, όπως ο Βαλερστάιν, που ήδη δέκα χρόνια πριν από την κρίση του 2008 προφήτευε την έκλειψη του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά σε μια χρονική προοπτική διπλάσια από αυτήν των νταβοσιανών.

Είναι βάσιμες, όμως, αυτές οι ανησυχίες; Ή πρόκειται για μεγαλοκαπιταλιστικές υστερίες, που διανθίζουν με new age ή άλλα αποκαλυψιακά «οράματα» βαρετές συνάξεις στα τέσσερις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο; Τελικά, κινδυνεύει το σύστημα με κατάρρευση, όπως πολλοί πλέον ισχυρίζονται;

Νομίζω πως μπορούμε να σκεφτούμε γόνιμα αν μετατοπίσουμε λίγο τη συζήτηση. Είναι παραπάνω από εμφανές πως τα τέσσερα τελευταία χρόνια όλα όσα έχουν επιχειρηθεί ως υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης δεν φαίνεται να δίνουν λύση. Καμιά συνεκτική στρατηγική δεν έχει παρουσιαστεί από τη μεριά των κυρίαρχων. Το μόνο που φαίνεται να τους ενοποιεί ενεργητικά είναι μια απόφαση να επιτεθούν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, επιχειρώντας να μεταφέρουν τα βάρη της κρίσης αποκλειστικά πάνω τους. Στην πραγματικότητα, η συνολική αστική στρατηγική σε παγκόσμιο επίπεδο συνίσταται στο –φανατικά υλοποιούμενο– «φάτε τους και θα δούμε». Η ακραία αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, μόνιμη και διαχρονική επιδίωξη του κεφαλαίου σε κάθε μια από τις ιστορικές κρίσεις του συστήματος τους δύο τελευταίους αιώνες, επιτρέπει την ανάσχεση της πτωτικής κερδοφορίας στις συνθήκες της υπερσυσσώρευσης, δεν επιλύει, ωστόσο, το πρόβλημα. Ως δεδομένη συνθήκη, μάλιστα, υποδεικνύει πόσο μακριά από μια ρεαλιστική απεικόνιση της κατάστασης που επικρατεί στον κόσμο σήμερα είναι οι νεοκεϋνσιανές «προτάσεις διεξόδου», που φαντασιώνονται πως το ίδιο το συμφέρον του συστήματος θα μπορούσε να επιβάλει μια μεγάλη στροφή στην οικονομία προς όφελος του … 99%. Απλώς, δεν ισχύει – όπως δεν ίσχυσε και ποτέ άλλοτε.

Η επιστροφή στη μεταπολεμική –«κεϋνσιανή»– συνθήκη για το σύστημα είναι απαγορευμένη επιλογή. Και τότε, άλλωστε, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα των ταξικών αγώνων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, παρά «επιλογή» του συστήματος: η κρίση του ‘30 είχε «επιλυθεί» με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του κόσμου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συναίνεση της «χρυσής εποχής», για να το πω αλλιώς, ήταν η τελική απάντηση στην απειλή του ’17 και στους όρους που αυτό δημιούργησε για τον καπιταλιστικό κόσμο. Δεν επρόκειτο περί «επιλογής».

Έστω και έτσι, όμως, γιατί δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια παρόμοια ρύθμιση σήμερα, όχι από επιλογή, αλλά «αναγκαστικά»; Αυτό είναι που θέτουν στην πραγματικότητα οι νεοκεϋνσιανοί, όταν επικαλούνται το ίδιο το συμφέρον του συστήματος.

Νομίζω πως την καλύτερη απάντηση σε αυτό την έδωσε στις αρχές του Δεκεμβρίου, σε άρθρο του στους Financial Times (στο πλαίσιο ενός αφιερώματος με θέμα “Capitalism in Crisis”) ο Lawrence Summers. Ο Summers δεν είναι τυχαίος: ο υπ’ αριθμόν ένα άνθρωπος του Κλίντον αποτελεί εισηγητή και «πυλώνα» της περίφημης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», της καπιταλιστικής στρατηγικής, δηλαδή, που διαμόρφωσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την κατάσταση του κόσμου στα 20 τελευταία χρόνια. Ο Summers, λοιπόν, ισχυρίζεται πως για τις «αρρυθμίες» που παρατηρούνται μετά το 2008, όπως π.χ. η μεγάλη ανεργία, δεν ευθύνεται ο καπιταλισμός, αλλά η … τεχνολογία με την ευρύτερη έννοια. Ας δούμε την αφήγησή του, όπως τη συνοψίζει ο Michael Roberts [1]: «Έτσι, η γεωργία έδωσε τη θέση της στη βιομηχανία στον 19ο αιώνα και, εξαιτίας αυτού, άνθρωποι έχασαν τη βιωτή τους και η ανισότητα αυξήθηκε. Κατόπιν, στον 20ο αιώνα, η βιομηχανία έδωσε τη θέση της στις υπηρεσίες και το ίδιο πράγμα συνέβη ξανά. Τώρα, στον 21ο αιώνα, όλες οι δουλειές και τα εισοδήματα εντοπίζονται σε τομείς που αυξάνουν την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η κατοικία, και όχι σε αγαθά ή άλλες χαμηλής αξίας υπηρεσίες. Το πρόβλημα είναι …πως αυτές οι δραστηριότητες ανήκουν κυρίως στο δημόσιο τομέα και δεν υπόκεινται στο κίνητρο του κέρδους».

Ο Summers μας λέει, συνεπώς, πως η κερδοφορία δεν είναι πλέον αρκετή στον υφιστάμενο ιδιωτικό τομέα και, επομένως, για να σώσουμε τον καπιταλισμό, άρα και την …ευημερία μας, πρέπει να καταστρέψουμε κι άλλες δημόσιες υπηρεσίες, περνώντας το προϊόν τους στη σφαίρα του εμπορεύματος. Άρα, η λύση στα τωρινά μας προβλήματα είναι ακόμη περισσότερος καπιταλισμός.

Η ανάλυση είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Ένας γκουρού του καπιταλισμού εξηγεί πως η κατάσταση είναι απολύτως χωρίς επιστροφή. Το κεφάλαιο όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει σφαίρες δραστηριότητας, προστατευμένες μέχρι πρότινος προς όφελος όλου του πληθυσμού, αλλά είναι υποχρεωμένο, επί ποινή εξαφάνισης, να αποικιοποιήσει το σύμπαν ολόκληρο, αν είναι δυνατόν. Όσοι, λοιπόν, πιστεύουν πως μια ορισμένη αποεμπορευματοποίηση, μαζί με μια κάποια επιστροφή του κράτους στην οικονομία, είναι συμβατές με τις τωρινές απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πλανώνται πλάνην οικτράν.

Αυτός λοιπόν είναι ένας επιπλέον λόγος να προβάλλουμε εντονότερα την επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Αν ο καπιταλισμός δεν μπορεί να γίνει πλέον ούτε μετρίως υποφερτός, όπως οι εγκυρότεροι απολογητές του παραδέχονται, δεν είναι καιρός να κάνουμε τον αντικαπιταλισμό κύριο στοιχείο της άμεσης παρέμβασής μας;

[1] M. Roberts, Capitalism in Crisis –the apologia, Michael Roberts Blog, 13 January 2012

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Κρίση και αριστερή ηγεμονία

[Αναδημοσίευση από http://youpayyourcrisis.blogspot.com/2012/01/blog-post_29.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+YouPayYourCrisis+%28You+Pay+Your+Crisis%29]

ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/01/2012
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΛΙΟΥ*

Η καπιταλιστική εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί μόνο με τη βία ή τον φόβο. Απαιτείται και η συνεκτική ύλη της συναίνεσης των κυριαρχούμενων τάξεων, η αίσθηση της κοινής πορείας και «μοίρας», του «ανήκειν από κοινού» στην εθνική πορεία που υλοποιεί το καπιταλιστικό κράτος. Απαιτείται δηλαδή η ηγεμονία των κυρίαρχων αστικών στρατηγικών εξουσίας.

Μιλώντας για την ηγεμονία αναφορικά με τις κυρίαρχες τάξεις, ο Πουλαντζάς παρατηρούσε ότι η έννοια αυτή «δείχνει τη συγκρότηση των πολιτικών συμφερόντων αυτών των τάξεων, στη σχέση τους με το κεφαλαιοκρατικό κράτος, σαν αντιπροσωπευτικών του 'γενικού συμφέροντος' αυτού του πολιτικού σώματος που είναι ο 'λαός έθνος'» (Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τ. α', σ. 195).

Η ανάλυση αυτή μιλάει για το σήμερα: Με τον πόλεμο που κήρυξε το κεφάλαιο στις εργαζόμενες τάξεις μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης εντάθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε ο μισθός να μην φτάνει πλέον ούτε για μια αξιοπρεπή διαβίωση και η ζωή των ανέργων πραγματικά να απειλείται.

Η γενικευμένη «επισφάλεια» των «από κάτω» έκανε όμως ορατό τον «κοινωνικά άδικο», ταξικό χαρακτήρα του κοινωνικού καθεστώτος που εκπροσωπούν τα τρία «κόμματα της τάξης». Με άλλα λόγια η συγκυρία που ανέδειξε την ανάγκη για «εθνική ενότητα» του αστισμού πιστοποίησε και τα όριά της.

Η τρικομματική ενότητα που κυβερνάει αποδείχθηκε έτσι μια φάρσα «εθνικής ενότητας». Είναι ανίκανη να διαχειριστεί και να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιφάσεις του κυρίαρχου αστικού συνασπισμού εξουσίας και εξίσου ανίκανη να αποσπάσει τη συναίνεση των «από κάτω».

Το όνειρο του κάθε έγκυρου διαχειριστή, η υπέρβαση των «διαχωριστικών γραμμών» που χωρίζουν την «αριστερά» από τη δεξιά του αστικού μπλοκ, έγινε πραγματικότητα, αλλά επί ματαίω. Ο ελληνικός αστισμός μαστίζεται πλέον από μια κρίση ηγεμονίας που λειτουργεί ως διαδικασία αποσύνθεσης του πολιτικού συστήματος.

Έτσι ο φόβος που αρχίζει να διαπερνά κάθε πόρο του άρχοντος συγκροτήματος συνοψίζεται σε ένα απλό ερώτημα: Ποια θα είναι η στάση των κυριαρχούμενων τάξεων; Θα επιλέξουν την υποταγή, την «προστασία» εκ μέρους των κρατούντων ως διέξοδο από την κρίση; Ή θα προτιμήσουν την ανυπακοή, ή και την εξέγερση, συμπαρασύροντας και τους κρατούντες στην «καταστροφή», την ολοκληρωτική κατάργηση της τάξης;

Η κρίση ηγεμονίας του αστισμού αποτελεί προνομιακό πεδίο παρέμβασης της αριστεράς. Όχι για να αποκαταστήσει την «καλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος», δηλαδή την αστική ηγεμονία, αλλά για να αμφισβητήσει την αστική στρατηγική και εξουσία.

Διότι, η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού δεν θα προέλθει από την επιστροφή στο «κοινωνικό κράτος» των κρατικών συνδικάτων, που με τη διαχειριστική λογική των διαδρόμων της εξουσίας διαπραγματεύονταν τη σιωπή τους και τη διαμεσολάβηση της υποταγής των κυριαρχούμενων με αντάλλαγμα την άθλια συμμετοχή τους στην εξουσία των κρατικών μηχανισμών πάνω στους εργαζόμενους.

Αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ως πυρήνα την απονεύρωση του έστω και στοιχειώδους κοινωνικού ελέγχου, τη διαστροφή των κοινωνικών αναγκών σε ανούσια κατανάλωση και τη συμμετοχή σε ένα ανεξέλεγκτο παιχνίδι συναλλαγής με τους κρατούντες, ένα ατελείωτο γαϊτανάκι διαφθοράς.

Η ακύρωση των σημερινών πολιτικών δεν μπορεί να υιοθετήσει την αρχή των μικροαστικών κοινωνικών εγωισμών, που με την όποια πρόφαση αποσπούν από την κεντρική διαχείριση φορολογική ασυλία, εισφοροαποφυγή, ασυλία στην εκμετάλλευση μαύρης εργασίας, ιδίως των μεταναστών, λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων στο όνομα της «ανάπτυξης», «επιχειρηματικότητα» με εισφορά κεφαλαίων από τους μη έχοντες και κατανομή του επιχειρηματικού ρίσκου στην κοινωνία.

Η απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί να είναι ακριβώς εκείνο το σοσιαλδημοκρατικό «κοινωνικό συμβόλαιο» του Μεταπολέμου που στο όνομα μιας νέας «εθνικής πρωταρχικής συσσώρευσης» θα επαναφέρει τις σταθερές του εξανδραποδισμού της εργασίας στο όνομα της «πατρίδας» και των «αξιών του διαφωτισμού», που είναι το καλύτερο διαβατήριο για το κοινωνικό αδιέξοδο.

Η οργάνωση των αδυνάτων, η κοινωνική δικτύωση των «από κάτω» σε έναν πανταχού παρόντα ιστό κοινωνικής προστασίας μπορεί να κάνει τη διαφορά στην εμβέλεια της αριστεράς. Και αυτό όχι απλώς επειδή μπορεί να αποδειχθεί μια επιτυχής πολιτική στρατηγική, αλλά γιατί υλοποιεί την καταστατική βάση, τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των αριστερών στρατηγικών, μέσα και έξω από την κρίση, στην ομαλότητα και στην έκτακτη ανάγκη, στην ευημερία και στην ανέχεια, στη σύγκρουση και στη συνεργασία.

Διότι ας το πάρουμε απόφαση: Τα μέσα διαμορφώνουν τον σκοπό! Και η επιλογή αυτή ενσωματώνει τη βάση των αριστερών στρατηγικών, την επιταγή της κοινωνικής αλληλεγγύης ως διαδικασίας που αμφισβητεί την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.

* Ο Γ. Μηλιός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΜΠ