Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Υπάρχει Λακανική Αριστερά;

Αναδημοσίευση από: www.rednotebook.gr

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Γιάννη Σταυρακάκη, «Η λακανική αριστερά», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Σαββάλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή (1η έκδοση: «The Lacanian Left: Psychoanalysis, Theory, Politics», Εδιμβούργο/Albany: Edinburgh University Press/State University of New York Press). Ευχαριστούμε θερμά το συγγραφέα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου

Του Γιάννη Σταυρακάκη

Ο πολιτικός Λακάν

Τα τελευταία χρόνια, η ψυχανάλυση, και ιδιαίτερα η λακανική θεωρία, έχει αναδυθεί ως μία από τις σημαντικότερες πηγές έμπνευσης για τον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας και της κριτικής ανάλυσης. Αυτό αναγνωρίζεται πλέον ακόμη και από την ορθόδοξη πολιτική επιστήμη. Για παράδειγμα, σε μια κριτική που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Βritish Journal of Politics and International Relations –ένα από τα περιοδικά της Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών [Political Studies Association] της Μεγάλης Βρετανίας–, και η οποία φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο “The Politics of Lack”, διαβάζουμε ότι «μια προσέγγιση στην πολιτική που πηγάζει από τη λακανική ψυχανάλυση γίνεται τελευταία όλο και πιο δημοφιλής στους θεωρητικούς [...]. Πράγματι, αυτή η προσέγγιση στη θεωρητικοποίηση της πολιτικής υπολείπεται σε επιρροή μόνο του αναλυτικού φιλελευθερισμού» (Robinson, 2004: 259). Το γεγονός αυτό καθαυτό προκαλεί βέβαια έκπληξη• ποιoς θα μπορούσε να το προβλέψει δέκα χρόνια πριν; Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι ότι το έργο του Ζακ Λακάν χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο από μείζονες πολιτικούς θεωρητικούς και φιλοσόφους που συνδέονται με την αριστερά.

Γιατί είναι τόσο εντυπωσιακό αυτό; Μα ακριβώς επειδή ο Λακάν ήταν πάνω απ’ όλα ένας ενεργός ψυχαναλυτής χωρίς φανερούς δεσμούς με την αριστερά, χωρίς καν δεδηλωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι ήταν και απολιτικός. Μπορεί κανείς σίγουρα να ανιχνεύσει έναν (αντιουτοπικό) ριζοσπαστισμό στον Λακάν, αν και οι πολιτικές του προεκτάσεις δεν διατυπώνονται συνήθως ρητά. Στο θεωρητικό επίπεδο, για παράδειγμα, η κριτική του στην αμερικανική «Ψυχολογία του Εγώ» εκφράζεται ενίοτε με οιονεί πολιτικούς όρους, που απορρίπτουν μια «κοινωνία στην οποία οι αξίες αποκρυσταλλώνονται με βάση μια κλίμακα φορολογίας εισοδήματος» (Lacan, 1990: 110) και τον «αμερικανικό τρόπο ζωής» (Lacan, 1982: 164). Στον διάσημο λόγο της Ρώμης (1953), το πρώτο του ψυχαναλυτικό μανιφέστο, ο Λακάν ασκεί ρητά κριτική στον αμερικανικό καπιταλισμό και στην κοινωνία της αφθονίας (Λακάν, 2005), ενώ αργότερα θα συνδέσει τον ορισμό που δίνει στην «υπεραπόλαυση» (plus de jouir/surplus enjoyment) με την εννοιολόγηση της «υπεραξίας» από τον Μαρξ, φανερώνοντας έτσι τις λειτουργίες της απόλαυσης (jouissance) στα θεμέλια της καπιταλιστικής τάξης (Lacan, 1991: 19). Αλλά, όπως και ο Φρόιντ, δεν έπαψε να αντιμετωπίζει με έντονο σκεπτικισμό την επαναστατική πολιτική. Ο Πωλ Ρόμπινσον έχει χαρακτηρίσει τον Φρόιντ «ριζοσπαστικό αντιουτοπιστή», με την έννοια ότι η πρακτική και η θεωρία του, παρά τον διακριτό ιστορικό πεσιμισμό της, αρνείται να προσαρμοστεί στην καθεστηκυία πολιτική τάξη (Robinson, 1969: 3). Η θέση του Λακάν δεν απέχει και πολύ: Η ψυχανάλυση υποσκάπτει τις καθιερωμένες ορθοδοξίες αλλά ταυτόχρονα δυσπιστεί απέναντι στις ουτοπικές φαντασιώσεις, και αυτή η δυσπιστία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της αληθινά ανατρεπτικής της αιχμής.

Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Λακάν είχε αρκετές προσωπικές εμπειρίες από την κουλτούρα της διαμαρτυρίας στην εποχή του. Για παράδειγμα, σε ένα γράμμα που απευθύνει στον Ντόναλντ Γουίνικοτ, γραμμένο τον Αύγουστο του 1960, αναφέρεται στην κόρη της συζύγου του, Λοράνς, σχολιάζοντας ότι «μας ταλαιπώρησε πολύ (αλλά μας έκανε και περήφανους) αυτόν το χρόνο, καθώς συνελήφθη για τις πολιτικές τις σχέσεις» και προσθέτει: «Έχουμε επίσης έναν ανιψιό, που ζούσε στο σπίτι μου την περίοδο των σπουδών του σαν να ήταν γιος μας, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα σε ποινή κάθειρξης δύο ετών για την αντίστασή του στον Πόλεμο της Αλγερίας» (Lacan, 1990: 77). Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του 1968, ο Λακάν συμμετέχει στην απεργία των διδασκόντων και αναστέλλει το σεμινάριό του• συναντιέται μάλιστα και με τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, έναν από τους ηγέτες των φοιτητών (Roudinesco, 2007: 569-570). Το όνομά του συνδέεται με τα γεγονότα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν θα πρέπει να μας παραξενέψει λοιπόν το γεγονός ότι, όταν απαγορεύθηκε το σεμινάριό του στην École Normale (1969), το κλίμα του Μάη του 1968 ξαναζωντάνεψε: το γραφείο του διευθυντή της École κατελήφθη από διαδηλωτές τους οποίους απομάκρυναν τελικά ένοπλοι αστυνομικοί.

Ωστόσο, η σχέση είναι δύσκολη και περίπλοκη. Το 1969, για παράδειγμα, ο Λακάν προσκαλείται να μιλήσει στη Βενσέν, αλλά είναι προφανές ότι αυτός και οι φοιτητές κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος. Η συζήτηση τελειώνει ως εξής:

[Η] επιδίωξη της επανάστασης έχει μόνο μία δυνατή κατάληξη, πάντοτε, το λόγο του κυρίου. Αυτό έχει δείξει η εμπειρία. Εκείνο που επιδιώκετε ως επαναστάτες είναι ένας Κύριος. Θα τον έχετε ...γιατί παίζετε το ρόλο των ειλώτων αυτού του καθεστώτος. Δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Το καθεστώς σάς βγάζει στο κλαρί• λέει: «Δείτε τους να γαμιούνται...». (Lacan, 1990: 126)

Μια παρόμοια εμπειρία σημάδεψε τη διάλεξή του στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν στις 13 Οκτωβρίου 1973, όταν τον διέκοψε και τελικά του επιτέθηκε ένας φοιτητής που άδραξε την ευκαιρία για να μεταδώσει το (καταστασιακό) επαναστατικό του μήνυμα. Το επεισόδιο, το οποίο έχει κινηματογραφήσει η Φρανσουάζ Βολφ, κλείνει με τον Λακάν να προβαίνει στο ακόλουθο σχόλιο:

Όπως μόλις είπε, θα πρέπει όλοι να συμμετέχουμε σε αυτό... θα πρέπει να συστρατευθούμε για να πετύχουμε... αλήθεια, τι ακριβώς; Τι σημαίνει οργάνωση αν όχι μια νέα τάξη [ordre]; Μια νέα τάξη είναι η επιστροφή ενός στοιχείου που –αν θυμάστε την αρχή από την οποία ξεκίνησα– είναι η τάξη του λόγου του κυρίου.... Αυτή είναι η λέξη που δεν αναφέρθηκε, αλλά είναι η λέξη ακριβώς στην οποία παραπέμπει λογικά η κάθε οργάνωση.

Όπως κι αν έχει, οι σημερινές προσπάθειες να διερευνηθεί η σημασία του έργου του για την κριτική πολιτική θεωρία δεν θεμελιώνονται στη βιογραφία του Λακάν ούτε την προϋποθέτουν, παρ’ ότι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, θα πρέπει να πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη τον αντιουτοπικό ριζοσπαστισμό του. Επιχειρούν μια συνάρθρωση ανάμεσα στην κριτική πολιτική ανάλυση και τη λακανική θεωρία που δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων και η οποία, όπως θα δούμε, μπορεί να επιτευχθεί με ποικίλους τρόπους. Έτσι, για να μνημονεύσω λίγα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ έχει επεξεργαστεί «έναν εκρηκτικό συνδυασμό της λακανικής ψυχανάλυσης με τη μαρξιστική παράδοση», όπως τον χαρακτηρίζει, για να «αμφισβητήσει τις ίδιες τις προϋποθέσεις του κυκλώματος του κεφαλαίου»• O Αλέν Μπαντιού έχει επανιδιοποιηθεί τον Λακάν στον ορίζοντα της «ριζοσπαστικής ηθικής του συμβάντος» που έχει διατυπώσει• επισημαίνοντας ότι «η λακανική θεωρία συνεισφέρει κρίσιμα εργαλεία για τη διατύπωση μιας θεωρίας της ηγεμονίας», ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ συμπεριέλαβαν την ψυχανάλυση στη λίστα των σύγχρονων θεωρητικών ρευμάτων που αναγνωρίζουν ως «όρους για την κατανόηση της διεύρυνσης των κοινωνικών αγώνων η οποία χαρακτηρίζει το σημερινό στάδιο της δημοκρατικής πολιτικής, και για τη διατύπωση ενός νέου οράματος για την αριστερά με όρους ριζοσπαστικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας» (Laclau & Mouffe, 2001: xi).

Προφανώς, η λακανική θεωρία δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από όλους αυτούς τους συγγραφείς. Στο έργο του Ζίζεκ, για παράδειγμα, ο Λακάν αποτελεί σταθερή και πρωταρχική αναφορά, ενώ για τον Λακλάου και τη Moυφ το έργο του είναι απλώς μία αναφορά μεταξύ άλλων, αν και αποκτά όλο και πιο προνομιακή θέση. Ούτε και η αριστερά νοείται με ταυτόσημο τρόπο από όλους τους παραπάνω θεωρητικούς. Για παράδειγμα, για τον Λακλάου και τη Moυφ η δημοκρατική επανάσταση εξακολουθεί να λειτουργεί ως το τελικό πλαίσιο για κάθε πολιτική της αριστεράς, ενώ για τον Zίζεκ η δημοκρατία φαίνεται ότι αποτελεί ένα σημαίνον που έχει χάσει κάθε πολιτική σημασία και επικαιρότητα για την προοδευτική πολιτική ατζέντα – ιδιαίτερα λόγω της σύνδεσής της με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και την εργαλειακή της χρήση στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ωστόσο, η δυνατότητα και μόνο της διατύπωσης αυτών των διαφορετικών θέσεων προϋποθέτει σαφώς την αργή ανάδυση ενός νέου θεωρητικο-πολιτικού ορίζοντα: αυτόν τον ευρύ ορίζοντα ονομάζω «λακανική αριστερά». Η συγκεκριμένη έκφραση δεν προτείνεται ως μια αποκλειστική ή περιοριστική κατηγοριοποίηση αλλά ως ένα σημαίνον που μπορεί να επιστήσει την προσοχή μας στην ανάδυση ενός διακριτού πεδίου θεωρητικών και πολιτικών παρεμβάσεων, οι οποίες διερευνούν με σοβαρότητα τη σημασία του έργου του Λακάν για την κριτική των σύγχρονων ηγεμονικών καθεστώτων. Στο επίκεντρο αυτού του αναδυόμενου πεδίου θα τοποθετούσε κανείς την ενθουσιώδη προώθηση του Λακάν από τον Ζίζεκ• δίπλα της –σε μια υγιέστερη απόσταση, θα έλεγαν μερικοί– τις εμπνευσμένες από τον Λακάν επεξεργασίες του Λακλάου και της Moυφ• στην περιφέρεια θα πρέπει να τοποθετήσουμε την κριτική θεώρηση του Λακάν από στοχαστές όπως ο Καστοριάδης και η Τζούντιθ Μπάτλερ, που λειτουργούν συχνά ως οι εσωτερικοί, οικείοι «άλλοι» ή αντίπαλοί του, και ακροβατούν ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό του εν λόγω πεδίου.

Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα πεδίο ετερογενές. Ο όρος «λακανική αριστερά» δεν αναφέρεται σε ένα είδος προϋπάρχουσας ενότητας ή ουσίας που συνδέει όλα αυτά τα ποικιλόμορφα θεωρητικοπολιτικά εγχειρήματα. Με αληθινά λακανικό πνεύμα, θα μπορούσε κανείς να διακηρύξει ότι η λακανική αριστερά «δεν υπάρχει!», πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιβάλλεται στη θεωρητικοπολιτική σφαίρα ως μια ομοιογενής, πλήρης θετικότητα. Στην πραγματικότητα, παραδόξως, η ίδια της η διαίρεση αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της ανάδυσής της, καθώς –όπως όλοι γνωρίζουν– υπάρχει μόνο ένα τεστ που μπορεί να φανερώσει –πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως λένε– αν υπάρχει πράγματι ή όχι ένα τέτοιο πεδίο. Όπου υπάρχει αριστερά αναπτύσσεται αναπόφευκτα μια διαίρεση ανάμεσα σε μια υποτιθέμενη «γνήσια» αριστερά και μια «ψευδεπίγραφη» αριστερά, ανάμεσα σε επαναστάτες και ρεφορμιστές. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λακανική μας αριστερά. Στο επιχείρημα του Άντριου Ρόμπινσον, για παράδειγμα, συναντά κανείς τον διαχωρισμό ανάμεσα σε μια «ρεφορμιστική» (Λακλάου, Moυφ και σία) και μια υποτιθέμενη «επαναστατική» (Zίζεκ) λακανική θεωρία (Robinson, 2004: 265). Εύλογα λοιπόν η «λακανική αριστερά» είναι ένα σημαίνον που ξεγλιστρά διαρκώς από τα πιθανά της σημαινόμενα. Με αυτή την έννοια, όταν μιλά κανείς για τη «λακανική αριστερά», ως ένα βαθμό την κατασκευάζει. Εξάλλου, όπως γνωρίζουμε, η ανάδυση ενός πράγματος –οποιουδήποτε αντικειμένου του λόγου– δεν μπορεί να αποσυνδεθεί οντολογικά από την επιτελεστική διαδικασία της κατονομασίας του.

Συνεπώς το κρίσιμο ερώτημα είναι: Πώς θα πρέπει να προσανατολιστεί αυτή η κατασκευή; Οπωσδήποτε, ο στόχος δεν είναι να επιδοθούμε σε ένα είδος ολοποιητικού εγχειρήματος που θα καθοδηγείται από τη φαντασίωση ότι κτίζει τη νέα θεμελίωση της θεωρίας, της ανάλυσης και της πολιτικής πράξης. Εκτός του ότι είναι αλαζονική και πολιτικά αφελής, μια τέτοια επιδίωξη θα ερχόταν σε αντίφαση με καθετί χρήσιμο έχει να προσφέρει στις θεωρητικοπολιτικές μας αναζητήσεις το ιδιαίτερο, λακανικό είδος θεωρητικού λόγου. Με την έννοια αυτή, η «λακανική αριστερά» δεν μπορεί παρά να είναι το σημαίνον της ίδιας της διαίρεσής της, μιας διαίρεσης που δεν θα πρέπει να απωθείται ή να γίνεται αντικείμενο απάρνησης αλλά, αντιθέτως, να υπογραμμίζεται και να καθίσταται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ξανά και ξανά ως κάτι άκρως παραγωγικό, ως το πεδίο όπου συναντούμε –μέσα στον ίδιο τον θεωρητικό λόγο– το καταστατικό χάσμα ανάμεσα στο συμβολικό και το πραγματικό, στη γνώση και την αλήθεια, στο κοινωνικό και το πολιτικό.

[...] Μέχρι τώρα, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ενδελεχής χαρτογράφηση της αναδυόμενης λακανικής Αριστεράς, δεν έχει επιχειρηθεί καμία λεπτομερής εξέταση των συγκλίσεων και των αποκλίσεων ανάμεσα στα διακριτά ερευνητικά προγράμματα που δραστηριοποιούνται σε αυτό το θεωρητικό πεδίο, δεν έχει γίνει καμία καταγραφή της ακριβούς θέσης τους σε αυτό, ούτε έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική αξιολόγηση της σημασίας των βασικών επιχειρημάτων που διακινούνται στο εν λόγω πεδίο σε σχέση με την ανάλυση συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων. Το ανά χείρας βιβλίο επιδιώκει να αναμετρηθεί με αυτό το κενό.

Αυτό θα επιχειρηθεί πρώτα απ’ όλα μέσα από μια σειρά κριτικών αναγνώσεων της πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας. Οι εν λόγω αναγνώσεις θα καταλάβουν το πρώτο μέρος του βιβλίου. Στην περίπτωση του Λακλάου και του Zίζεκ, τα σχετικά κεφάλαια θα μου δώσουν επίσης την ευκαιρία να συνοψίσω και να συνεχίσω ένα διάλογο που βρίσκεται εν εξελίξει και αφορά κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ανάδυση και την περαιτέρω ανάπτυξη της λακανικής αριστεράς. Το διακύβευμα ωστόσο δεν αφορά μόνο τη χαρτογράφηση αυτού του ανισομερούς πεδίου αλλά, πέρα από αυτό το πρώτο βήμα, και τη συστηματική εξέταση της σημασίας που έχει η λακανική επιχειρηματολογία per se για την πολιτική θεωρία και για κάθε δημοκρατική πολιτική που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Από την άποψη αυτή, το κείμενο δίνει επίσης την ευκαιρία να εισαχθεί ο αμύητος αναγνώστης, αργά αλλά συστηματικά, σε μερικές από τις πλέον κεντρικές διαστάσεις της λακανικής θεωρίας και να εξεταστούν οι πολιτικές τους προεκτάσεις. [...]

[Ωστόσο] η Λακανική αριστερά δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, εισαγωγικό εγχειρίδιο, αλλά μια συλλογή κειμένων που ενδιατρίβει –στο πρώτο μέρος της– σε επιμέρους σημεία του έργου του Καστοριάδη (τις αμφισημίες της ριζικής δημιουργικότητας και φαντασίας), του Λακλάου (τα συναισθηματικά όρια του λόγου), του Ζίζεκ (το νόημα της πράξης στην ψυχανάλυση και την πολιτική) και του Μπαντιού (τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες του συμβάντος), τα οποία έχουν κεφαλαιώδη σημασία για έναν κριτικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής θεωρίας και της πολιτικής ανάλυσης που εμπνέεται από τον Λακάν. Μερικά από τα σημαντικότερα ερωτήματα που κατευθύνουν την επιχειρηματολογία μου στα διάφορα κεφάλαια αυτού του μέρους του βιβλίου θα είναι τα εξής: Κατά πόσο η λακανική αριστερά που αναδύεται σήμερα παράγει διακριτά αποτελέσματα στα σημεία εκείνα όπου η θεωρία διασταυρώνεται με την πολιτική; Ποιες είναι οι μεθοδολογικές, εννοιολογικές, θεωρητικές και αναλυτικές μορφές που προσλαμβάνουν αυτά τα αποτελέσματα στα ποικίλα εγχειρήματα που εξετάζονται και πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε τη σημερινή τους λειτουργία και τις μελλοντικές τους προοπτικές; Εννοείται ότι σκοπός μιας τέτοιας αξιολόγησης δεν είναι να περιστείλει την παραγωγική ετερογένεια της λακανικής αριστεράς, αλλά να διερευνήσει το πώς ορισμένα θέματα παραμένουν κεντρικά στις διάφορες ενσαρκώσεις της μαζί με το πώς θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω: η κριτική αιχμή απέναντι στις ηγεμονικές τάξεις [orders] και τις παγιωμένες σχέσεις εξουσίας• η ανάγκη να σκεφτούμε θεωρητικά πέρα από τις όποιες φαντασιώσεις, όχι για να εγγυηθούμε, φυσικά, αλλά για να προσανατολίσουμε τη σκέψη και τη δράση σε πολιτικά ρηξικέλευθες κατευθύνσεις που ανοίγουν νέες δυνατότητες• η επιθυμία διαύγασης της σχέσης ανάμεσα στην αναπαράσταση και το συναίσθημα, στο σημαίνον και την απόλαυση, στην πολιτική ταύτιση και την κοινωνική αλλαγή• η σημασία της χάραξης ενός δρόμου ανάμεσα στην αρνητικότητα και τη θετικότητα, ανάμεσα στα όρια και την προσδοκία της πολιτικής δράσης, ένα δρόμο που θα έχει συνείδηση της απερίσταλτης διαλεκτικής τους.

Στο δεύτερο μέρος το επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου θα μετατοπιστεί και θα στραφεί σε μια δέσμη συγκεκριμένων πολιτικών ζητημάτων που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στις αρχές του 21ου αιώνα. Πώς μπορεί να ερμηνεύσει η λακανική θεωρία ένα ποικίλο φάσμα ανησυχητικών φαινομένων –«αντικειμένων ανησυχίας» στο λεξιλόγιο του Μπρούνο Λατούρ– που επιμένουν να παρεμποδίζουν την ικανότητά μας για κατανόηση και παρέμβαση; Τι έχει να πει για τα ζητήματα του εθνικισμού, των διεθνικών ταυτοτήτων, του καταναλωτισμού; Πώς απαντά στις τάσεις αποδημοκρατικοποίησης ή «μεταδημοκρατίας» στις παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες; Μπορεί να συνδυάσει μια ηθική στάση που αναζωογονεί τη σύγχρονη δημοκρατία με ένα πραγματικό πάθος για μετασχηματισμό, το οποίο θα μπορούσε να διεγείρει το πολιτικό σώμα χωρίς να ανακαταλάβει τη θέση του παρωχημένου ουτοπισμού της παραδοσιακής αριστεράς; Η κεντρική μου υπόθεση εδώ είναι ότι η λακανική θεωρία, πέρα από τις σημαντικές επιστημολογικές της συμβολές, έχει πολλά να προσφέρει σε όλα αυτά τα μέτωπα. [...]



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Lacan, Jacques [1969-70] (1991) Le séminaire. Livre XVII, L΄envers de la psychanalyse, 1969-70, επιμ. Jacques-Alain Miller, Παρίσι: Seuil.
Lacan, Jacques [1973] (1990) Television, A Challenge to the Psychoanalytic Establishment, συλλογή κειμένων, επιμ. J. Copjec, μτφρ. D. Hollier, R. Krauss, A. Michelson και J. Mehlman, Νέα Υόρκη: Norton.
Λακάν, Ζακ [1952] (2005) Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, εισαγωγή Ζ.-Α. Μιλέρ, μτφρ. Ν. Λινάρδου-Μπλανσέ, Ρ. Μπλανσέ, Αθήνα: Εκκρεμές.
Λακάν, Ζακ [1964] (1982) Σεμινάριο ΧΙ. Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης 1964, μτφρ. Α. Σκαρπαλέζου, τελική ανάγνωση Γ. Χειμωνάς, Αθήνα: Κέδρος.
Laclau, Ernesto και Chantal Mouffe (2001) “Preface to the second edition”, Hegemony and Socialist Strategy, 2η έκδοση, Λονδίνο: Verso, σσ. vii-xix.
Robinson, Andrew (2004) “The politics of lack”, British Journal of Politics and International Relations, 6, σσ. 259-69.
Robinson, Paul (1969) The Freudian Left, Nέα Υόρκη: Harper and Row.
Roudinesco, Elisabeth (2007) Ζακ Λακάν: Σχεδίασμα μιας ζωής, ιστορία ενός συστήματος σκέψης, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Ίνδικτος.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Βαρουφάκης: Μαρξ και συντηρητικοί μαρξιστές

[Αναδημοσίευση από youpayyourcrisis.blogspot.com - Έχει απαλειφθεί ο πρόλογος και ο επίλογος]

Η συνεισφορά του Μαρξ

Πριν καλά-καλά αναδυθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο Μαρξ είχε διαισθανθεί το μεγαλείο αλλά και τις αντιφάσεις του. To 1848 έγραφε ότι η αστική τάξη «έχει επιτύχει θαύματα πολύ σημαντικότερα από τις Αιγυπτιακές Πυραμίδες, τα Ρωμαϊκά Υδραγωγεία, τις Γοτθικές Μητροπόλεις.» «Δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο γιγάντιες, πιο κολοσσιαίες από εκείνες που είχαν δημιουργήσει όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί.» Ο καπιταλισμός «δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να γεννά συνεχείς τεχνολογικές επαναστάσεις ανατρέποντας όχι μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις.» Φανταστείτε τι διθύραμβους θα έγραφε σήμερα για το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, και τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά καταστρέφουν το παλιό και φέρνουν το νέο.

Όταν ο Μαρξ έγραφε την φράση «όλες οι κατεστημένες εθνικές βιομηχανίες έχουν καταρρεύσει, ή καταρρέουν καθημερινά», δεν θρηνούσε για αυτές: χαιρέτιζε την κατάρρευσή τους! Όταν προσέθετε την συναφή φράση πως «στην θέση των παλαιών επιθυμιών, που ικανοποιεί η εγχώρια παραγωγή μιας χώρας, δημιουργούνται νέες επιθυμίες για τα προϊόντα χωρών μακρινών και κλιμάτων εξωτικών», όχι μόνο προέβλεπε πως στο Λονδίνο σήμερα ο μέσος Άγγλος θα καταναλώνει ελαιόλαδο και θα αγοράζει μάνγκο, αλλά και επικροτούσε την παγκοσμιοποίηση αυτή.

Το γεγονός ότι διέκρινε ότι αυτό το θαύμα του καπιταλισμού ερχόταν «πακέτο» με μια σκοτεινή πλευρά, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον θαυμασμό του Μαρξ για τα επιτεύγματά του. Αντίθετα, ο Μαρξ θέλει διακαώς να κρατήσει τα «καλά» του καπιταλισμού, να τον προστατέψει από τους καταστροφείς του (είτε αυτοί είναι αριστοκράτες-ραντιέρηδες που μισούν την επιχειρηματικότητα είτε ρακένδυτοι Λουδίτες που φοβούνται το καινούργιο), αλλά βεβαίως και να ανατρέψει τις αντιφάσεις του.

Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε την αγωνία του Μαρξ, είναι να θυμηθούμε την νουβέλα της Mary Shelley που σκαρφίστηκε τον θρύλο του Dr Frankenstein. Ο ήρωας της Shelley, καλός κ’ αγαθός επιστήμονας, απλά ήθελε να νικήσει τον θάνατο. Όπως ο Προμηθέας μας δώρησε την φωτιά, έτσι κι εκείνος ήθελε, μέσα από την επιστημονική δίοδο, να μας δώσει την Αθανασία, να μας βοηθήσει να μην χρειαστεί ξανά να χάσουμε τους αγαπημένους μας. Όμως, η τεχνολογία τον πρόδωσε. Δημιούργησε ένα τέρας που, τελικά, τον σκότωσε. Αυτός είναι ο φόβος του Μαρξ για τον καπιταλισμό: δημιουργεί καταπληκτικές τεχνολογίες, οικοδομεί αφάνταστες παραγωγικές δυνατότητες, που υπόσχονται να μας απελευθερώσουν από τον ανόητο μόχθο (καθιστώντας μας όλους εν δυνάμει φιλόσοφους σε κάποια Αγορά, όπως της Αρχαίας Αθήνας των ονείρων του), αλλά, εν τέλει, αυτά τα ίδια τα μηχανήματα καταλήγουμε να τα υπηρετούμε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Καπιταλιστές και προλετάριοι γινόμαστε σκλάβοι των μηχανών που έπρεπε να μας απελευθερώνουν. Του χρήματος που τα λαδώνει. Κι όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι τους, αλλά σκλάβοι που, περιοδικά, δεν έχουν καν το δικαίωμα να... δουλεύουν.

Αυτό είναι το δράμα του καπιταλισμού στα μάτια του Μαρξ. Ότι δημιουργεί ταυτόχρονα συγκλονιστικές δυνατότητες παραγωγής και απελευθέρωσης αλλά, παράλληλα, δημιουργεί και μορφές δυστυχίας που η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναζήσει. Αυτά τα δύο, τον ανείπωτο πλούτο και την αβάσταχτη φτώχεια, τα δημιουργεί η ίδια ακριβώς διαδικασία. Το ερώτημα, λοιπόν, που έθεσε ο Μαρξ στον εαυτό του, και το οποίο προσπαθούσε να απαντήσει μέχρι την τελευταία του στιγμή, ήταν: Πώς μπορούμε να κρατήσουμε την δημιουργική δυναμική του καπιταλισμού, απεμπολώντας τις καταστροφικές (και μάλιστα αυτο-καταστροφικές) τάσεις του;

Ας δούμε όμως τώρα από που προκύπτει η πεποίθηση του Μαρξ για αυτή την τεράστια αντίφαση που θεωρεί ότι χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ ξεκινά την ανάλυσή του με την εξής υπόθεση: Μόνο η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία. Οι μηχανές, η γη, το πετρέλαιο, είναι απλώς πρώτες ύλες. Χωρίς τον ανθρώπινο μόχθο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στοίβα «υλικών». Άρα, η αξία του κάθε εμπορεύματος, π.χ. του κάθε κινητού, αντανακλά τον ανθρώπινο μόχθο που «σπαταλήθηκε» για την κατασκευή του. Για αυτό, μετά από λίγο καιρό, όταν η παραγωγή αυτοματοποιηθεί, οι ηλεκτρονικές συσκευές φτηναίνουν: επειδή αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή τους των άψυχων μηχανών και, παράλληλα, μειώνεται το ανάλογο ποσοστό συμμετοχής της ανθρώπινης εργασίας. Και η αξία της ανθρώπινης εργασίας από τι καθορίζεται;

Εδώ έγκειται η σημαντική αναλυτική συνεισφορά του Μαρξ: το ότι ξεκαθαρίζει την διπλή φύση της εργασίας. Η πρώτη «φύση» της εργασίας είναι εκείνη που αγοράζει ο εργοδότης καταβάλλοντας ένα μισθό – η εργασία-εμπόρευμα, με άλλα λόγια. Η αξία της εργασίας-εμπόρευμα μεταφράζεται, σε όρους χρήματος, στον μισθό. Υπάρχει όμως κι η δεύτερη φύση της εργασίας: η εργασία-δραστηριότητα, ή ο μόχθος, η σκέψη, η δημιουργικότητα, το ταλέντο του εργαζόμενου την ώρα που εργάζεται. Αυτή η δεύτερη μορφή εργασίας δεν είναι εμπόρευμα, δεν αγοράζεται. Είναι όμως «δημιουργική ενέργεια» που εμφυσά αξία στα προϊόντα της επιχείρησης.

Περιληπτικά, οι εργαζόμενοι ζουν πουλώντας την εργασία-εμπόρευμα τους με αντάλλαγμα τον μισθό που αντανακλά την πραγματική αξία αυτού του εμπορεύματος. Όμως, την ώρα της δουλειάς, οι εργαζόμενοι προσφέρουν στην επιχείρηση την εργασία-δραστηριότητα τους, η οποία προσδιορίζει την αξία των παραγόμενων από αυτούς προϊόντων. Για να είναι βιώσιμο το καπιταλιστικό σύστημα, λέει ο Μαρξ, η συνολική αξία της εργασίας-δραστηριότητας (δηλαδή των προϊόντων) πρέπει να υπερβαίνει την συνολική αξία της εργασίας-εμπόρευμα (δηλαδή των μισθών). Αυτή η διαφορά ονομάζεται υπεραξία και παρακρατάται από τον εργοδότη. Με αυτά τα χρήματα, ο εργοδότης αποπληρώνει τα δάνεια του στην τράπεζα και πληρώνει νοίκι στον ιδιοκτήτη του ακίνητου. Τα υπόλοιπα αποτελούν τα κέρδη του επιχειρηματία. Στον βαθμό όμως που ο επιχειρηματίας αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό, αναγκάζεται να τα επενδύσει σε νέα τεχνολογία για να μην μείνει πίσω σε σχέση με τον ανταγωνισμό, για να μην φαλιρίσει στο μέλλον (στην περίπτωση που οι ανταγωνιστές καταφέρουν, με νέες τεχνολογίες, να ρίξουν το κόστος τους κάτω από το δικό του). Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες ζουν δύσκολα κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού: οι εργαζόμενοι φυτοζωούν, εισπράττοντας την πενιχρή αξία της εργασίας-εμπορεύματός τους, ενώ κι οι εργοδότες αναγκάζονται να επενδύουν τα κέρδη τους σε νέα τεχνολογία, υπό τον φόβο ότι θα καταλήξουν κι αυτοί υπάλληλοι άλλων εργοδοτών (σε περίπτωση που οι ανταγωνιστές τους τους ξεπεράσουν σε παραγωγικότητα).

Και πού είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα σύμφωνα με τον Μαρξ έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η κοινωνική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας παραγάγει, με μαθηματική ακρίβεια, Κρίσεις. Για του λόγου το αληθές, να τι έγραφε επί λέξει: «Κρίσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα θέτουν υπό αίρεση, κάθε φορά και πιο απειλητικά, την ύπαρξη ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην διάρκεια αυτών των κρίσεων, ανά καιρούς καταστρέφεται όχι μόνο ένα μέρος των παραχθέντων προϊόντων, αλλά και των παραγωγικών δυνάμεων που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν.» Πόσο πιο συγκεκριμένα μπορούσε να το πει ο άνθρωπος;

Το ερώτημα βέβαια τίθεται: Σε τι οφείλεται αυτή η περιοδική καταστροφή η οποία θυσιάζει στον Καιάδα της Ιστορίας ολόκληρες γενιές, όπως η σημερινή στην χώρα μας; Η απάντηση του Μαρξ ήταν η εξής:

Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με μία περίοδο «παχιών αγελάδων». Η οικονομία μεγεθύνεται, οι επενδύσεις καλά κρατούν, και οι εργοδότες επανεπενδύουν πρόθυμα τα κέρδη τους σε περισσότερα και καλύτερα μηχανήματα. Είναι η κατάσταση αυτή διατηρήσιμη; Ο Μαρξ κοίταξε αυτή τη ρόδινη εικόνα μιας μεγεθυνόμενης καπιταλιστικής οικονομίας και διέκρινε την αρχή μιας επικείμενης οικονομικής κρίσης. Καθώς η παραγωγή αυτοματοποιείται, κάθε μονάδα προϊόντος ενσωματώνει όλο και λιγότερη ανθρώπινη εργασία. Και καθώς η τελευταία είναι εκείνη που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων, η μείωση των αξιών, η πτώση των τιμών και η κατάρρευση των κερδών είναι απλά ζήτημα χρόνου. Κάποιες επιχειρήσεις, οι περισσότερο ευάλωτες, θα χρεοκοπήσουν προκαλώντας μία αρνητική αλυσιδωτή αντίδραση: οι πρώτοι εργάτες που θα μείνουν άνεργοι θα περικόψουν την κατανάλωσή τους και έτσι θα μειώσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη κάποιων άλλων επιχειρήσεων οι οποίες θα αναγκαστούν τότε να απολύσουν περισσότερους εργαζόμενους κ.ο.κ. μέχρι η οικονομία να περιέλθει σε στασιμότητα οπότε τεράστιες ουρές ανέργων θα μαζεύονται έξω από τις πύλες εργοστασίων που υπολειτουργούν (ή, ακόμα χειρότερα, που έχουν κλείσει), ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά.

Σε κάποιο σημείο, η Ύφεση θα έχει βαθύνει τόσο πολύ, που όσες επιχειρήσεις έχουν επιβιώσει θα αρχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα. Αυτό θα συμβεί διότι, με πολλούς από τους ανταγωνιστές τους να έχουν τεθεί εκτός αγοράς, θα απολαμβάνουν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Παρά το ότι η πίτα θα έχει συρρικνωθεί, θα υπάρχουν πολύ λιγότερες επιχειρήσεις που θα ανταγωνίζονται για κάποιο κομμάτι, με αποτέλεσμα όσοι έχουν μείνει στο παιχνίδι να είναι σε θέση να αρπάξουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την (εντούτοις συρρικνωμένη) πίτα. Επιπρόσθετα, μέσω της δημιουργίας τεράστιων ποσοτήτων ανενεργού κεφαλαίου και εργασίας, οι τιμές των οποίων θα πέσουν κάτω από τις αξίες τους, η Ύφεση θα μειώσει τα κόστη των επιχειρήσεων. Με απλά λόγια, κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, οι επιχειρήσεις που θα έχουν επιβιώσει θα είναι σε θέση να αγοράσουν πρώτες ύλες, ηλεκτρονικό εξοπλισμό και μηχανήματα, για ένα κομμάτι ψωμί. Όσον αφορά στους εργάτες, απεγνωσμένοι καθώς θα είναι για δουλειά, θα εργαστούν για χαμηλότερους μισθούς και – ακόμα και αν ο μισθός τους δεν μειωθεί – θα εργαστούν πολύ πιο σκληρά φοβούμενοι ότι μπορεί, με κάθε καπρίτσιο του εργοδότη, να πεταχτούν στον ανθρώπινο σωρό που περιμένει με αξιολύπητο τρόπο έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι οικονομικές κρίσεις είναι για τον καπιταλισμό ό,τι και η κόλαση για τον Χριστιανισμό: απολύτως αναγκαίες.

Σε αντίθεση όμως με την κόλαση, μία οικονομική κρίση δεν είναι μόνιμη. Προσπαθώντας να επαυξήσουν την κυριαρχία τους στην αγορά, οι επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει αρχίζουν να επεκτείνονται μέσα στην ύφεση. Καθώς επεκτείνονται (π.χ. προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), ξεκινούν μία άλλη αλυσιδωτή αντίδραση, αυτή τη φορά θετική, η οποία αυξάνει το προϊόν, την απασχόληση και τελικά τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η οικονομία βγαίνει από την ύφεση και εισέρχεται σε μία περίοδο μεγέθυνσης. Και πάλι όμως, η άνοδος εμπεριέχει τον σπόρο της επόμενης ύφεσης. Και ούτω καθ’ εξής.

Προσέξατε ότι ο οικονομικός κύκλος που μόλις περιέγραψα «παράχθηκε» χωρίς την παραμικρή μνεία στο χρήμα και τον χρηματοπιστωτικό, ή τραπεζικό, τομέα; Όταν στο μείγμα προστίθεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο κύκλος γίνεται πιο ασταθής και ένας νέος, πρωτοφανής συστημικός κίνδυνος εμφανίζεται στον ορίζοντα: ο κίνδυνος μιας καταστροφικής πτώσης (τύπου 1929 ή 2008) σε αντίθεση με μια βαθμιαία και παροδική ύφεση.

Τέλος, τι πρέπει να γίνει για να κρατήσουμε τα «καλά» του καπιταλισμού και να απεμπολήσουμε τα αρνητικά του; Η απάντηση του Μαρξ, απλή: να ξεριζωθεί η ρίζα του «κακού» χωρίς να αγγιχτεί η τεχνολογία που μας χάρισε ο καπιταλισμός. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Να καταργηθεί ο διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που εργάζονται χωρίς να είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης και των άλλων που δεν εργάζονται αλλά είναι οι μεγαλομέτοχοί της. Μόνο έτσι, υποστήριζε ο Μαρξ, θα διατηρήσουμε την βιομηχανική επανάσταση χωρίς τον ανορθολογισμό των Κρίσεων που γεννά, αναπόφευκτα, η μονοπώληση, από τους λίγους, των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί του προϊόντος που παράγουν οι πολλοί.


Τι δεν είδε ο Μαρξ

Όσο διορατικός και να ήταν, ο Μαρξ δεν ήταν δυνατόν να έχει προβλέψει τα πάντα. Αρκεί ότι προ-είδε το μεγαλείο της παγκοσμιοποίησης, αλλά και την άκρα δυστυχία που αυτή παρήγαγε. Την τάση του καπιταλισμού να παραγάγει πρωτόγνωρο πλούτο, και συνάμα πρωτόγνωρη φτώχεια. Την τάση της ανθρωπότητας να κατασκευάζει μηχανήματα με την δύναμη να παράγουν εκ μέρους μας τα πάντα αλλά, την ίδια στιγμή, και την έφεσή μας να μετατρεπόμαστε όλοι μας, εργαζόμενοι και εργοδότες, σε αλλοτριωμένους σκλάβους των τεχνολογικών δημιουργημάτων μας.

Αυτό που δεν είδε ο Μαρξ ήταν το φαινόμενο μιας Microsoft ή μιας Apple. Εξηγούνται άραγε τα κέρδη αυτών των δύο κολοσσών με την θεωρία του Μαρξ; Μεταφράζονται εύκολα στην υπεραξία των εργαζόμενων αυτών των δύο επιχειρήσεων; Σε καμία περίπτωση. Ο Μαρξ υπέθετε ότι όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε απόλυτα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ότι οι καινοτομίες τους αντιγράφονται άμεσα και δεν δύνανται να πουλάνε τα προϊόντα τους πιο ακριβά από τους ανταγωνιστές τους. Με άλλα λόγια, ο Μάρξ έστρεφε την κριτική του σε μια ιδεατή, πλήρως, ανταγωνιστική έκφανση του καπιταλισμού. Δεν ασχολήθηκε με την περίπτωση μια πιθανής Microsoft ή μιας Apple επειδή πίστεψε ότι ο ανταγωνισμός θα έριχνε όλα τα τείχη του προστατευτισμού. Σφάλμα ολκής. Το αντίθετο συνέβη. Εταιρείες όπως η Microsoft και η Apple όχι μόνο κατάφεραν να υψώσουν νέα τείχη προστατευτισμού, αλλά και να ιδιωτικοποιήσουν αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «γενική διανόηση», την συλλογικά δηλαδή παραχθείσα γνώση μιας παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Το κάθε iPhone, το κάθε πρόγραμμα Windows, εμπεριέχει γνώση παραχθείσα από εκατομμύρια άτομα τα περισσότερα από τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την Microsoft ή την Apple. Οι καλές αυτές εταιρείες, όπως περίπου η British East India Company πριν αιώνες μονοπώλησε το εμπόριο της Ευρώπης με την Άπω Ανατολή, μονοπωλούν την γνώση που έχουν παράξει μάζες επιστημόνων και μη.

Αυτή την ιδιωτικοποίηση δεν την είχε φανταστεί ποτέ ο Μαρξ (πως θα μπορούσε άλλωστε;). Κι όμως, αυτή η ιδιωτικοποίηση βρίσκεται σήμερα στο κέντρο της διανομής του παγκόσμιου εισοδήματος. Ένα iPhone παράγεται στην Κίνα από την Ταϊβανέζικη Foxconn, στα εργοστάσια της οποίας εργάζονται χιλιάδες κινέζοι υπό οικτρές συνθήκες. Η Foxconn χρεώνει την Apple περί τα 80 δολάρια για κάθε συσκευή, την οποία μετά πουλάει η Apple για 700 δολάρια. Να το πω απλά: Ο ίδιος ο Μαρξ θα κατέληγε ότι η ανάλυσή του δεν αρκεί για να εξηγήσει τι γίνεται.
Ο καπιταλισμός που μελετούσε ο Μαρξ είχε ως κύριο πρωταγωνιστή έναν επιχειρηματία-ιδιοκτήτη που επένδυε δανεικά χρήματα στο εργοστάσιο και παρακρατούσε ό,τ κέρδη ένιωθε ότι μπορούσε να αφαιρέσει από τις επενδύσεις της επόμενης χρονιάς. Σήμερα, ο επιχειρηματίας είναι ένας απλός manager που «τρέχει» την επιχείρηση ουσιαστικά για λογαριασμό τραπεζών οι οποίες με την σειρά τους διοικούνται από managers (στους οποίους δεν ανήκουν οι τράπεζες). Σε αυτή την νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, η βασική πηγή πλούτου δεν είναι απλώς η υπεραξία που παράγουν οι προλετάριοι, αλλά οι υπερμισθοί των managers. Μισθοί ασύλληπτα υπεράνω του όποιου μεγέθους θα αντανακλούσε την «παραγωγικότητά» τους. Υπερμισθοί που διαχέονται προς τα κάτω, στα χαμηλότερα κλιμάκια του λεγόμενου middle management, έτσι ώστε να επιβάλλεται ένα καθεστώς «συνενοχής» μεταξύ κατεργαραίων διαφορετικού βεληνεκούς.
Αν ζούσε ο Κάρολος σήμερα, αυτή την διαδικασία θα μελετούσε. Το πως η υπεραξία παράγεται όλο και πιο πολύ στην Κίνα, στην Αφρική, στην Ινδία, ενώ στην Δύση όλοι, όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό, εισπράττουν υπερμισθούς – δηλαδή μισθούς που, στην γλώσσα του Μαρξ, ξεπερνούν κατά πολύ την αξία της εργασίας-δραστηριότητάς τους.

Οι εγχώριοι Μαρξιστές

Όταν γύρισα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 2000, η πρώτη μου απογοήτευση ήρθε από τους αυτο-προσδιοριζόμενους ως μαρξιστές φοιτητές μου. Θυμάμαι ατέλειωτες συζητήσεις, που με γέμιζαν απόγνωση, για τα λεγόμενα «εργασιακά δικαιώματα» που, εκείνοι έλεγαν ότι, πρέπει να τους «εξασφαλίζουν» τα πτυχία τους. Τους έλεγα: «Βρε παιδιά, μαρξιστές άνθρωποι είσαστε. Πως είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι το Πανεπιστήμιο μπορεί ΚΑΙ να προσφέρει μαζική και δωρεάν παιδεία ΚΑΙ να σας εξασφαλίσει «εργασιακά δικαιώματα». Αν μπορούσε, αυτό δεν θα σήμαινε ότι ο Μαρξ έλεγε ανοησίες όταν ισχυριζόταν πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του, να εκπολιτιστεί, χωρίς να καταργηθεί το μονοπώλιο των λίγων επί των μέσων παραγωγής;» Μόνος μου τα έλεγα, μόνος μου τα άκουγα.

Η τραγωδία της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας που δηλώνουν μαρξιστές είναι διττή: Από την μία, απέχουν πολύ από την ποιότητα, το ύφος και το ήθος της σκέψης του Μαρξ. Από την άλλη, απέχουν ακόμα περισσότερο από τα ζητήματα που θα απασχολούσαν τον Μαρξ σήμερα, και τα συμπεράσματα που θα έβγαζε.
Ως προς το πρώτο, τον τρόπο με τον οποίο παρερμηνεύουν τον Μαρξ του 19ου αιώνα, είναι ξεκάθαρο ότι οι έλληνες μαρξιστές δεν μοιράζονται με τον «γκουρού» τους το δέος που εκείνος ένιωθε μπροστά στα επιτεύγματα του καπιταλισμού. Επικεντρώνονται στα αρνητικά, μεμψιμοιρώντας, και στρεφόμενοι εναντίον εκείνων που ο Μαρξ θα θεωρούσε θείον δώρον: την παγκοσμιοποίηση, το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, την τάση του καπιταλισμού να καταστρέφει τις σεμνοτυφίες, την συντήρηση, το παλιό, την υποκρισία. Παράλληλα, αποτυγχάνουν να συλλάβουν την πραγματική κακοήθεια του καπιταλισμού που δεν έχει τίποτα να κάνει με την «αδικία» και την «ανισότητα» αλλά που, σύμφωνα με τον Μαρξ, προκύπτει από τον ανορθολογισμό που γεννά η ιδιωτική εκμετάλλευση συλλογικά παραχθέντων αγαθών (κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών).

Ως προς το δεύτερο, τώρα, την αδυναμία τους να σκεφτούν αυτά που θα σκεφτόταν ο Μαρξ σήμερα (εν όψει των νέων δεδομένων), εδώ η κατάσταση φέρνει δάκρυα στα μάτια. Έχετε ακούσει κάποιο από τα κόμματα της Αριστεράς να νοιάζεται για τον τρόπο με τον οποίο η Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, καρπούται την υπεραξία που παράγει ο ‘Νότος’, μετατρέποντάς την σε υπερμισθούς; Ακούσατε ποτέ να εκφέρεται, από την Αριστερά, μια ανάλυση της μετά το 2008 ελληνικής κατάστασης όπου να τίθεται επί τάπητος η ανικανότητα της χώρας τόσο να παράγει (παραδοσιακή κατά Μαρξ) υπεραξία όσο και να καρπούται υπερμισθούς; Όχι, δεν ακούσατε.

Αυτό που ακούσατε, ουσιαστικά, είναι η απαίτηση οι έλληνες εργαζόμενοι να εισπράττουν κι αυτοί υπερμισθούς - μιας και η βιομηχανία μας δεν παράγει αρκετή υπεραξία από την οποία να διεκδικήσουν ένα μέρος. Αυτό που ακούσατε είναι καταγγελίες περί της αδικίας των Μνημονίων και περί της όλο και μεγαλύτερης απόσπασης υπεραξίας των εργαζόμενων (όταν αυτή δεν υφίσταται πλέον). Όσο δε για το τι πρέπει να γίνει, μεγάλο μέρος της Αριστεράς απαντά: Επιστροφή στην αυτάρκεια. Έξοδο από το ευρώ. Έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος στην παγκοσμιοποίηση. Τείχη γύρω από την χώρα που να εμποδίζουν τις εισαγωγές.

Ερωτώ λοιπόν: Με πόσες στροφές νομίζετε ότι περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του ο Μαρξ στον τάφο του στο Highgate όταν «ακούει» τους έλληνες μαρξιστές να λένε τέτοια πράγματα; Η δική μου εκτίμηση είναι: με περίπου 12000rpm!