Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Μερικές σκέψεις με αφορμή το συνέδριο


των Σταμάτη Λεκάτη και Οδυσσέα Αϊβαλή


Η Συγκυρία και η Ριζοσπαστική Αριστερά

Το αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής είναι η μετατόπιση της εκάστοτε συγκυρίας, δηλαδή της εκπροσώπησης, της συμπύκνωσης και της ολοκλήρωσης των ταξικών συσχετισμών δύνα-μης. Η συγκυρία αλλάζει ή μετατοπίζεται διαρκώς μέσω των συγκρούσεων που αναπτύσσονται σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους του κοινωνικού σχηματισμού, από τον  εργασιακό χώρο και την γειτονιά μέχρι το κοινοβούλιο και το εσωτερικό των κομμάτων. Η πολιτική πρακτική ωθεί τη συγκυρία στην κατεύθυνση των ταξικών συμφερόντων που θέλει να εκπροσωπήσει [1].

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η αντικειμενική πραγματικότητα της υποτίμησης της εργασίας, της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας, πρέπει να μετατοπιστεί προς τη διεκδίκηση αιτημάτων του κόσμου της εργασίας με την αδιαπραγμάτευτη ταξική αλληλεγγύη και την αποδόμηση του κοινωνικού αυτοματισμού, όπως  επιτυχημένα έγινε στην ΕΡΤ. 

Η αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις -που έχουν στόχο τη δημιουργία νέων σφαιρών κερδοφορίας για το κεφάλαιο, σε τμήματα που ανήκαν στο κράτος ως δημόσια αγαθά (νερό, κ.α.)- αποτελεί σημείο συσπείρωσης των εργαζόμενων τάξεων. Η διεκδίκηση δημόσιων αγαθών εμπεριέχει το πρόταγμα της παραγωγής αγαθών που δεν ανήκουν στην σφαίρα των εμπορευμάτων, αμφισβητώντας την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα στον κόσμο των εμπορευμάτων και του κέρδους,  δημιουργούνται κύτταρα όπου οι σχέσεις δεν είναι χρηματικές, τα αγαθά δε θα είναι εμπορεύματα και θα έχουν πρόσβαση σε αυτά ως κοινωνικό δικαίωμα, όλοι οι κάτοικοι της χώρας ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, φύλο και φυλή.  Η αριστερή στρατηγική δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει τον αγώνα για δωρεάν πρόσβαση σε όλο και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, για κοινωνικό έλεγχο σε σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Αυτοί οι αγώνες για την κοινωνική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου, εκκινούν ως αμυντικοί αγώνες ενάντια στην τάση επέκτασης του κεφαλαίου και κρυσταλλώνουν την τάση για τον κοινωνικό έλεγχο, τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό κρατικών θεσμών και αμφισβητούν την ηγεμονία του κεφαλαίου. 


Κρίση και συγκυρία 

Η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος αποτελεί μια φάση επαναπροσδιορισμού του συσχετισμού κεφαλαίου-εργασίας. Προκειμένου να διευρυνθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου ακυρώνονται οι προηγούμενοι ταξικοί συμβιβασμοί και η κρίση κεφαλαίου διαφαίνεται ως ευκαιρία πραγματοποίησης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που δεν μπορούσαν να γίνουν κοινωνικά αποδεκτές το προηγούμενο διάστημα μετατρέποντας την σε κρίση εργασίας. Ο στόχος της στρατηγικής του κεφαλαίου είναι η υποτίμηση της εργατικής δύναμης μέσα από την ανίχνευση του χαμηλότερου δυνατού σημείου αναπαραγωγής των κυριαρχούμενων τάξεων. Η λιτότητα προωθείται ως βασικός στόχος του ελληνικού καπιταλισμού ώστε να επιτευχθεί η αύξηση της κερδοφορίας. Η αύξηση του κέρδους γίνεται κυρίως, με τη μείωση των κατώτατων μισθών και της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων που προστατεύουν την εργασία, δημιουργώντας φθηνό εργατικό δυναμικό μειώνοντας το κόστος του μεταβλητού κεφαλαίου. Παράλληλα με την καταστροφή κεφαλαίων που δεν αποδίδουν την αναμενόμενη κερδοφορία γίνεται και καταστροφή εργατικού δυναμικού με την παρατεταμένη καθήλωση στην ανεργία ενός μεγάλου κομματιού των εργαζόμενων τάξεων. Έτσι, η αστική τάξη δεν μπορεί να πείσει ότι το συμφέρον της αποτελεί γενικό συμφέρον της κοινωνίας αφού δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση και την αναπαραγωγή των κυριαρχούμενων τάξεων, και δημιουργείται μία κρίση πολιτικής νομιμοποίησης. 

H Αριστερά, έχοντας ως στόχο την κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας προς το συμφέρον των εργαζόμενων τάξεων, πρέπει να διαθέτει πολιτική ικανότητα, κατανόηση της κοινωνικής δομής και του πολιτικού χρόνου. Η πολιτική ικανότητα είναι η δυνατότητα του συλλογικού υποκειμένου να αναγνωρίζει κάθε στιγμή τις συνθήκες της εκάστοτε συγκυρίας, να αντιλαμβάνεται τι απαιτεί η συγκεκριμένη στιγμή και να διαθέτει πολιτική δύναμη ώστε να οδηγεί τη συγκυρία προς την κατεύθυνση της δικής του πολιτικής στόχευσης. Η δεύτερη συνθήκη είναι η γνώση των ρυθμών κίνησης του κοινωνικού σχηματισμού και της συγκεκριμένης φάσης από την οποία διέρχεται τη δεδομένη στιγμή.  

Η εσωτερική υποτίμηση ως επιλογή του ελληνικού καπιταλισμού οδήγησε σε ανάκαμψη των κερδών μετά το πρώτο μνημόνιο. Η εσωτερική υποτίμηση αποτελεί γενίκευση της υποτίμησης που είχε επιβληθεί πριν από την κρίση σε τμήματα της εργατικής τάξης όπως τους μετανάστες, τους νέους εργαζόμενους και τις γυναίκες.  

Αντίθετα, είναι λανθασμένη ανάλυση περί «νέο-αποικιοκρατίας» και «αποικίας χρέους» καθώς αθωώνει  τον ελληνικό καπιταλισμό, παρουσιάζοντας το μνημόνιο ως έξωθεν επιβεβλημένο και τους έλληνες ως ένα σώμα που θα παλέψουν όλοι μαζί. Η συγκεκριμένη ανάλυση υιοθετεί πλήρως την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που όντας ηγεμονική, παρουσιάζει το δικό της συμφέρον ως εθνικό συμφέρον. Έτσι, ο έλληνας εκμεταλλευόμενος παρουσιάζεται σαν να έχει κοινά συμφέροντα με τον έλληνα εκμεταλλευτή και αντίθετα συμφέροντα με τον γερμανό εκμεταλλευόμενο ή τον μετανάστη που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. 

Επίσης, θεωρούμε λανθασμένη την αναγωγή σε κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα της συγκυρίας, και πρόταγμα από δυνάμεις της αριστεράς, το δίλημμα ευρώ ή δραχμή. Εάν, σύμφωνα και με το σκεπτικό που διατυπώσαμε, ο στόχος είναι η κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων και της ταξικής και πολιτικής εμβάθυνσης, τότε πρέπει να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε εκείνες τις αξίες, που οδηγούν σε αυτήν την κατεύθυνση: δημοκρατία, αλληλεγγύη, συνεργατική οικονομία, κατάργηση των μνημονίων λιτότητας, μεταναστευτικό, οικολογία, φεμινισμός, δικαιώματα, διεθνισμός.

Η κουβέντα ευρώ ή δραχμή και με ποιό νόμισμα θα διαχειριστούμε την κρίση, δεν παράγει τέτοια ηγεμονία, για τρεις κυρίως λόγους:  

-ο πρώτος έχει να κάνει  με την ανυπαρξία ταξικής διαφοροποίησης στο συγκεκριμένο αίτημα. Υπάρχουν δεξιοί και αριστεροί, αστοί και προλετάριοι που συμφωνούν τόσο με την έξοδο όσο και με την παραμονή στην Ο.Ν.Ε. Ο σ. Λάσκος στο άρθρο του στο rednotebook, το θέτει πολύ εύστοχα, και δεν έχουμε να συμβάλλουμε σε τίποτα περισσότερο.  

-ο δεύτερος έχει να κάνει με την τοποθέτηση  στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας περί εξόδου, της έννοιας της ανταγωνιστικότητας.

Η ανταγωνιστικότητα είναι ο κεντρικός πυλώνας της Πολιτικής Οικονομίας του καπιταλισμού, από τον Κέυνς μέχρι τον Φρίντμαν, και  η επίκλησή της από αριστερούς οικονομολόγους ως κεντρικό επίδικο στη διαδικασία ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση στο σχήμα υποτίμηση εθνικού νομίσματος-> μείωση κόστους εργασίας-> αύξηση ανταγωνιστικότητας-> αύξηση εξαγωγών, μαρτυρά την πλήρη ηγεμόνευση από την ιδεολογία του αντιπάλου και του οικονομισμού. 

Καμία αριστερή πρόταση κοινωνικού μετασχηματισμού και εξόδου από την κρίση δεν μπορεί, κατ΄ αρχήν, να υπάρξει, εάν δε βάζει στο κέντρο της ανάλυσής της τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατικών τάξεων, των ανθρώπων που φτωχοποιούνται και περιθωριοποιούνται, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, κλίμακα.

 Η πύκνωση των διασυνδέσεων, επαφών και κοινών αγώνων αυτού του κόσμου, των συνδικάτων, κινημάτων, κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς -τουλάχιστον της Ευρώπης-  είναι εκ των ων ουκ άνευ, σε κοινά μέτωπα και αγώνες κατά της ανεργίας και των μνημονίων, για την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, για δίκαιο φορολογικό σύστημα, για την κοινωνικοποίηση και το δημοκρατικό έλεγχο των τραπεζών και των δημόσιων αγαθών.  

- ο τρίτος έχει να κάνει με τον αντιδιαλεκτικό χαρακτήρα του αιτήματος:   

Το δίλημμα ευρώ ή δραχμή δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στιγμή της ταξικής σύγκρουσης που θα έρθει όταν έρθει, αν έρθει και θα απαντηθεί στις συνθήκες που θα μπει από το κίνημα. Και όσο πιο στερεή είναι η ηγεμονία που θα έχουμε χτίσει ως αριστερά και κυβέρνηση, τόσο πιο πειστική θα είναι η απάντηση του κινήματος. Όσο περισσότερο χειραφετείται η κοινωνία στη σύγκρουσή της με την ευρωπαϊκή και ελληνική αστική τάξη, και εμπλέκεται ο λαϊκός παράγοντας, αντί να αναθέτει,  τόσο  περισσότερες είναι οι πιθανότητες να κερδίσουμε χώρο μέσα στην Ε.Ε. και τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες, σε μια πιθανή έξοδο από την Ο.Ν.Ε,  να τη διαχειριστούμε προς μια κοινωνικά δίκαιη, ριζοσπαστική και κινηματική κατεύθυνση. 

 Η από πριν συμφωνία του κόσμου για έξοδο και δραχμή στο δεδομένο ταξικό συσχετισμό και ηγεμονία, είναι σχήμα αντιδιαλεκτικό, και δεν παρέχει καμία δέσμευση, όταν μάλιστα μια τέτοια έξοδος θα είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην υλική της αναπαραγωγή.


Κινήματα   

Η ανυποχώρητη στήριξη των κινημάτων και η ανάδειξη τους στην κεντρική πολιτική Η ΕΡΤ και το κίνημα αλληλεγγύης δείχνει τον δρόμο, ενώ η στάση στην επιστράτευση των καθηγητών (ΟΛΜΕ) ως αντιπαράδειγμα φανερώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με την μνημονιακή πολιτική. Η ένταση της επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας δεν θα σταματήσει όσο δεν υπάρχουν σοβαρές αντιστάσεις που θα τολμούν να επιτίθενται και να επαναδιεκδικούν κεκτημένα συνδεδεμένα με την κεντρική πολιτική ανατροπής. 

Η μετατροπή της κρίσης κεφαλαίου σε κρίση εργασίας με αφορμή καταρχήν την κρίση χρέους, αντιμετωπίζεται με ξεκάθαρη ταξική μεροληψία υπέρ της εργατικής τάξης, με την στήριξη κινημάτων και με την καλλιέργεια της διεθνιστικής αλληλεγγύης. 

Η μαζική κινητοποίηση στην ΕΡΤ δείχνει τον δρόμο πάλης ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς που έχει στόχο να εντάξει στις γραμμές του τον κόσμο της εργασίας και να αντεπιτεθεί στο κεφάλαιο, δημιουργώντας ρηγματώσεις στην πολιτική του έως την τελικά νίκη. 

Η συμμετοχή και η ενδυνάμωση αυθόρμητων κινημάτων, με σεβασμό στην αυτονομία τους και η ενσωμάτωση τους στο κεντρικό πολιτικό πρόταγμα, πρέπει να είναι ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδειγμα της ΕΡΤ και της Τουρκίας επιβεβαιώνει ότι τοπικά ή μεμονωμένα κινήματα μπορούν να μετατραπούν σε θρυαλλίδα, για κεντρικά επίδικα που αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική. Ενώ σε πιο προωθημένη μορφή μπορούν να διεκδικούν αιτήματα που αμφισβητούν τους μονόδρομους της αστικής τάξης και παλεύουν για μία οικονομία όπου οι ανάγκες των ανθρώπων θα είναι πάνω από τα κέρδη και την κοινωνική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου. 


Αλληλέγγυα Οικονομία και Αυτοδιαχείριση 

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί μία σειρά δράσεων και συνεταιριστικών εγχειρημάτων, που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν με τον τίτλο της Αλληλέγγυας Οικονομίας, και ενδεικτικά αφορά κοινωνικά φαρμακεία, κοινωνικά ιατρεία και ωδεία, κοινωνικούς συνεταιρισμούς και παντοπωλεία, τράπεζες χρόνου, χωρίς μεσάζοντες, αυτοδιαχειριζόμενα  εργοστάσια, συνεταιριστικά καφενεία, ελεύθερο λογισμικό κ.α.

Πρόκειται για εγχειρήματα που λειτουργούν με γενικές συνελεύσεις στη βάση της ισότητας, της αυτοδιαχείρισης και αυτοοργάνωσης, θέτοντας στο κέντρο τις κοινωνικές ανάγκες, τη δημοκρατία, την ισότητα στις αμοιβές και την κοινωνικοποίηση των κερδών, αμφισβητώντας στην πράξη τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τη σχέση κεφάλαιο-εργασία, το κέρδος και την εκμετάλλευση.

Ουσιαστικά είναι μία διαδικασία που βάζει το κίνημα και τις συλλογικότητες να υλοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους, και να σταματήσουν το στείρο καταγγελτικό λόγο, υλοποιώντας συνθήκες και δομές στον αντίποδα των κυρίαρχων, βάζοντας σε κίνηση τη δημιουργικότητα του δυναμικού τους, προκαλώντας όλους να πραγματοποιήσουν το σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός».

Με την έννοια αυτή η Αλληλέγγυα Οικονομία δεν έρχεται να απαντήσει στην οικονομική κρίση ή να υποκαταστήσει το κράτος πρόνοιας, αλλά να συγκροτήσει το δικό μας αντιπαράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, παραγωγικών σχέσεων και δομών κοινωνικής πρόνοιας, με εργαζόμενους και χρήστες των υπηρεσιών –όπου αυτό είναι δυνατό-  της κάθε δομής να συναποφασίζουν δημοκρατικά.

Σε αυτή τη λογική ο ΣΥΡΙΖΑ και μία κυβέρνηση της αριστεράς πρέπει όχι μόνο να δώσει χώρο σε τέτοιες δομές, αλλά να εκπονήσει ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, όπου η Α.Ο. να αποτελεί έναν από τους πυλώνες της. Πυλώνας που μετασχηματίζει κοινωνικά και ανατρέπει τον ταξικό συσχετισμό, τοποθετώντας το λαϊκό παράγοντα στο κέντρο αποφάσεων της οργάνωσης οικονομίας και κοινωνίας. Πυλώνας που εμβαθύνει στη δημοκρατία, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, αναδεικνύει τις κοινωνικές ανάγκες, διαπαιδαγωγεί ακόμα και στη συνδιαμόρφωση αυτών των αναγκών, αποδυναμώνοντας τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες ατομοκεντρικές αντιλήψεις και πρακτικές.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη ΒΙΟ.ΜΕ., ως το κορυφαίο ουσιαστικά και συμβολικά παράδειγμα εργατικής αυτοδιαχείρισης. Τη στιγμή που το σύστημα καταστρέφει κεφάλαιο, κλείνοντας εργοστάσια και απολύοντας χιλιάδες εργαζόμενους/ες, οι τελευταίοι αναλαμβάνουν την ανάκτηση του εργοστασίου, και μέσα από τη λαϊκή τους συνέλευση και την αλληλεγγύη του κινήματος, επανεκκίνει την παραγωγή  διεκδικώντας τη συλλογική και ατομική αυτονομία και αξιοπρέπεια.

Η στήριξη από μεριάς της αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ του εγχειρήματος ΒΙΟ.ΜΕ. με όλες τις δυνάμεις μας, είναι μονόδρομος, απαντώντας στην πράξη για τον τρόπο ανάσχεσης των απολύσεων και της ανεργίας,   αφαιρώντας πόρους από το κεφάλαιο και διαθέτοντας τους στον αγώνα υπέρ της κοινωνικής χειραφέτησης.

Δημιουργώντας το κόμμα του κόσμου της εργασίας Η κοινωνική βάση του Σύριζα που τον στήριξε εκλογικά τον Μάη και τον Ιούνη του 2012 αποτελείται κατά πλειοψηφία από μισθωτούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, άνεργους και νέους σε ηλικία, τους ηττημένους δηλαδή από την μνημονιακή πολιτική. Ένας από τους βασικούς στόχους θα πρέπει να είναι η πολιτική έκφραση και η ένταξη αυτού του κόσμου στις γραμμές του κόμματος και η δημιουργία οργανικών σχέσεων με τις εργαζόμενες τάξεις εκεί που ζουν και εκεί που δουλεύουν. 

Το πολιτικό επίδικο μιάς στρατηγικής της αριστεράς είναι το «πώς  να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών με την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών» [2].

Ξεκινώντας από τη βάση, φαίνεται απαραίτητη η δημιουργία και η ενίσχυση δομών γειτονιάς, όπως λαϊκές συνελεύσεις και εργατικές λέσχες, με οριζόντια επικοινωνία με άλλες δομές. Οι δομές γειτονιάς μπορούν να αποτελέσουν κύτταρα αντίστασης, διεκδίκησης και ριζοσπαστικοποίησης. Αρχίζοντας από άμεσα ζητήματα και τοπικά κινήματα (περιβάλλον, ιδιωτικοποιήσεις, αντιφασιστικό, υπερχρεωμένα νοικοκυριά) με στόχο την αναγωγή όλων αυτών των αιτημάτων σε κεντρικά πολιτικά επίδικα, όπου όλα τα χτυπήματα θα έχουν τον ίδιο στόχο, την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής και την κυβέρνηση του κόσμου της εργασίας. Στις δομές της γειτονιάς χρειάζεται να ενταχθούν άνεργοι, επισφαλώς εργαζόμενοι και μετανάστες ώστε να μετατραπούν σε κοινωνικές ομάδες διεκδίκησης. Παράλληλα, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην λειτουργία κλαδικών οργανώσεων εντός του κόμματος που θα οδηγούν τον κόσμο που εντάσσεται στο κόμμα σε μία εργατική ρι-ζοσπαστικοποίηση, διεκδικώντας άμεσα εργασιακά αιτήματα. 

Σε επίπεδο τοπικών οργανώσεων, με βάση την μέχρι τώρα εμπειρία, το κόμμα μπορεί να αποτελέσει τον συλλογικό διανοούμενο, που θα έρχεται σε αντιπαράθεση με τα δομικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον σεξισμό, οικοδομώντας μία νέα ταυτότητα στα μέλη. 

Η ένταξη στο κόμμα μισθωτών εργαζομένων, ανέργων και επισφαλώς εργαζομένων είναι βασικός στόχος για τη διατήρηση της ριζοσπαστικότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος της εργασίας που στήριξε εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο να ενταχθεί κομματικά, να συνδιαμορφώσει την πολιτική του και να ενεργοποιηθεί στον συλλογικό αγώνα.  

Βασικό χαρακτηριστικό του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η εσωτερική δημοκρατία έτσι ώστε το κόμμα να αποτελεί πρόπλασμα της κοινωνίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε. O μόνος τρόπος αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας είναι οι δομές άμεσης δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και η πολιτικοποίηση όλων των μελών, ώστε να μειώνεται η απόσταση μεταξύ στελεχών και μελών [3].

 Σημειώσεις:

 1.Πουλαντζάς, Ν. (1975α): Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, θεμέλιο, Αθήνα. 

2. Πουλαντζάς, Ν. (1977): Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα.

 3. Γιώργος Σκουλάς:  «Εννοιολόγηση της θεωρίας του Γκράμσι για την Ηγεμονία και το Κράτος»,  Θέσεις

Πηγή Red NoteBook

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Συνέντευξη με τον Αριστείδη Μπαλτά


Το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήταν η αφορμή για μια εφ΄ όλης της ύλης συζήτηση με τον Αριστείδη Μπαλτά, πρόεδρο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και επικεφαλής της Επιτροπής Θέσεων του Συνεδρίου. Κουβεντιάσαμε μαζί του για τις διεθνείς εξελίξεις και τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής Αριστεράς, τους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ και τα επίμαχα ζητήματα στον προσυνεδριακό διάλογο. Η συζήτηση δημοσιεύεται στο Ενημερωτικό Δελτίο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (Ιούλιος-Ιούνιος 2013) και το Red Notebook. 



Ήσουν από αυτούς που διέγνωσαν έγκαιρα το ενδεχόμενο η κρίση να αντιμετωπιστεί μεταξύ άλλων και με μια γενικευμένη σύρραξη στην οποία θα εμπλέκονται και χώρες της ΕΕ. Η εκτίμηση αυτή αποτυπώνεται στο Σχέδιο των Θέσεων και δικαιώνεται, δυστυχώς, από τη ρευστότητα σε διεθνές επίπεδο. Θεωρείς ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά διαθέτει το εκτόπισμα και τη «σκέψη» για να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη; Ποιος θα είναι ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν την υπόθεση;

Η διεθνής κατάσταση είναι πράγματι εξαιρετικά ρευστή και στη ρευστότητα αυτή έχει προστεθεί τελευταία αυτό που ονομάζουμε «ο λαϊκός παράγοντας», ο οποίος κάνει την εμφάνισή του με μορφές απολύτως μη αναμενόμενες. Σταχυολογώ: Στη γειτονιά μας, στην Τουρκία, η πλατεία Ταξίμ με τυχαία περίπου και «αμελητέα» αφορμή· η Βραζιλία και η οιονεί εξέγερση σε ένα καθεστώς πολύ πιο φιλολαϊκό από άλλα· η συνέχεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων στη Χιλή· οι τελευταίες εξελίξεις στην Αίγυπτο που στέλνουν πλήρως αντιφατικά μηνύματα για το που πηγαίνει η κατάσταση· οι εξελίξεις σε Ισπανία, Πορτογαλία και αλλού.

Ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης αναταραχής και οποιοδήποτε περίπου τυχαίο συμβάν μπορεί να προκαλέσει μείζονα γεγονότα, τα οποία η Αριστερά καλείται να αναμένει ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν ενδείξεις. 

Ταυτοχρόνως, από τη μεριά των κυρίαρχων δυνάμεων νομίζω ότι όλοι βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους αμηχανίας. Φοβούνται όχι μόνο τέτοιες εξεγέρσεις, αλλά και μετεξελίξεις της κρίσης, οι οποίες μπορούν να προκληθούν και αυτές από κάτι εντελώς τυχαίο. Η υπόθεση Σνόουντεν, για παράδειγμα, έγινε ξαφνικά θέμα των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, της Αμερικής και των χωρών της Λατινικής Αμερικής που οξύνει περαιτέρω την παγκόσμια κατάσταση, χωρίς να είναι εμφανές προς τα πού οδηγείται.

Η Αριστερά στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως δεν μοιάζει να έχει ακόμη τις δυνάμεις να δώσει το δικό της στίγμα στην όλη υπόθεση, όσο και αν αυτές οι εξελίξεις ενισχύουν εμμέσως κάποιες φωνές της Αριστεράς. 

Θα έλεγα ότι ένα από τα στοιχεία που έδωσαν στην Ελλάδα και στον ΣΥΡΙΖΑ ένα παγκόσμιο ενδιαφέρον είναι πως, υπερβάλλοντας έστω, πρόκειται για τη μόνη χώρα όπου ένα μέρος της Αριστεράς κατόρθωσε να συνενώσει μια διάσταση κινηματική (που έλκεται από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα από την εποχή του Σιάτλ και της Γένοβας), με μια παράδοση πολιτικής Αριστεράς, που συνδέεται με όλες τις περιπέτειες της πολιτικής Αριστεράς του 20ου αιώνα, και να φτιάξει έτσι ένα πολιτικό υποκείμενο που διεκδικεί την κυβέρνηση βάσιμα, χωρίς να απεμπολεί τη ριζοσπαστική του καταγωγή. Αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο, το οποίο προσφέρει ένα στίγμα με δυνάμει παγκόσμια εμβέλεια.


Κεντρικός στόχος στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Για μια πλευρά του κόμματος, οι εθνικοποιήσεις αναδεικνύονται σε βασικό εργαλείο της ανασυγκρότησης αυτής. Αρκεί αυτό; Και από την άλλη, συμμετρικά, μπορεί κανείς να στηρίξει το εγχείρημα σε ευρωπαϊκούς πόρους με δεδομένο τον αρνητικό συσχετισμό σε επίπεδο ΕΕ και άρα τη δυσκολία να εξασφαλιστεί εξωτερικός δανεισμός; 

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς ότι οι εθνικοποιήσεις δεν είναι πανάκεια. Με τον τρόπο που έγιναν σε άλλες εποχές, μετατράπηκαν σε κρατικοποιήσεις (και μάλιστα με μια λειτουργία πελατειακού κράτους), παρά σε εργαλεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. 

Ως εκ τούτου, όταν λέμε στο πρόγραμμα εθνικοποιήσεις ή κοινωνικοποιήσεις, εννοούμε κάτι πολύ διαφορετικό. Εννοούμε εγχειρήματα με πολύ περισσότερα στοιχεία λαϊκής συνέργειας, με πιο σαφή σύνδεση με την οικονομία των αναγκών. Δεν υπάρχει στη λογική μας κάποιο επιχείρημα, βάσει του οποίου, αν εθνικοποιήσουμε όλους ή τους περισσότερους τομείς της οικονομίας, λύσαμε και το πρόβλημα. Αξίζει νομίζω στο πλαίσιο του προβληματισμού για την παραγωγική ανασυγκρότηση να δώσουμε μεγαλύτερο βάρος στην κοινωνική αλληλεγγύη, στα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης και σε όλες τις μορφές οικονομίας των αναγκών που αναπτύσσονται σε διάφορους χώρους, είτε ανά κλάδους είτε τοπικά. Θα πρέπει να δούμε τι έχει να μας δώσει η πείρα και οι πιέσεις τέτοιων εγχειρημάτων και γι΄ αυτό η πολιτική μας πρέπει να είναι σύνθετη και πολύπλευρη.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η κουβέντα έχει περιοριστεί αποκλειστικά στα οικονομικά μεγέθη –πόροι, δάνεια, χρέη, πού θα βρούμε τα λεφτά κοκ. Έχει φύγει, έτσι, από το προσκήνιο κάτι που ακόμα και οι κλασικοί οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ως οικονομική δύναμη: το φρόνημα. Ακόμα και σε μια πλήρως κατεστραμμένη χώρα η αίσθηση ότι κρατάμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια -και άρα ό,τι φτιάχνουμε, ό,τι παράγουμε με το μυαλό μας και τα χέρια μας έχει ανταποδοτικά αποτελέσματα για την κοινωνία- δεν είναι αμελητέος παράγοντας ούτε με stricto sensu οικονομικούς όρους.

Από εκεί και πέρα σε σχέση με την ΕΕ ο ΣΥΡΙΖΑ ρητά έχει διευκρινίσει ότι τάσσεται υπέρ της κατάργησης των μνημονίων και της διαπραγμάτευσης σε νέα βάση, και ταυτόχρονα ότι είναι έτοιμος να αναμετρηθεί και με τη χειρότερη έκβαση, αν σταματήσει κάθε ροή πόρων από την ΕΕ - με ό,τι κόστος έχει αυτό και για την ίδια την ΕΕ. Εμμένουμε σε αυτή τη θέση. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν εντυπωσιακά πολλές ομάδες που μελετούν όλες τις πτυχές του προβλήματος. Συγκεντρώνουν επιστήμονες και ανθρώπους που ξέρουν εκ των έσω την κατάσταση σε όλους τους τομείς και παράγουν προγραμματικές θέσεις οι οποίες είτε θάβονται πλήρως από τα ΜΜΕ είτε διαστρεβλώνονται συστηματικά. Με αυτή την έννοια, για να το πω προκλητικά δανειζόμενος μια φράση του Γιάννη Δραγασάκη, είμαστε περισσότερο προετοιμασμένοι προγραμματικά από κάθε άλλη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή.


Η Αριστερή Πλατφόρμα θέτει επιτακτικά το ζήτημα της προετοιμασίας του λαού για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη αν μια κυβέρνηση της Αριστεράς εμμείνει στο πρόγραμμά της. Ο τρόπος που τίθεται όμως ορισμένες φορές μοιάζει να ανταποκρίνεται κατοπτρικά στη στρατηγική των κυρίαρχων: λύσεις ad hoc για κάθε χώρα ξεχωριστά. Ποιες οι προκείμενες μιας τέτοιας θέσης; 

Υπάρχει όντως το ενδεχόμενο μια κυβέρνηση της Αριστεράς να υποστεί όλων των ειδών τους εκβιασμούς. Ωστόσο, η ψύχραιμη ανάλυση των συσχετισμών στην Ευρώπη λέει ότι τέτοιοι εκβιασμοί δεν είναι τόσο εύκολα υλοποιήσιμοι όσο παρουσιάζεται. Με αυτήν την έννοια, όταν εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν αποτελεί αίτημά μας η έξοδος της χώρας από την ΕΕ, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και τέτοιου είδους πολιτικές πιέσεις εντός του υπάρχοντος πλαισίου. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι το περίφημο Grexit θα μπορούσε να δημιουργήσει μια εκτίναξη της κρίσης πιθανόν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που προκάλεσε η πτώχευση της Lehman Brothers.  

Έχουν βεβαίως δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για τέτοια ενδεχόμενα σε όλα τα δυνατά επίπεδα –διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι διακηρύσσουμε ότι θέλουμε να φύγουμε ή ότι οπωσδήποτε πρόκειται να συμβεί το α ή το β σενάριο. Διακρίνω λοιπόν σε μια τέτοια άποψη ένα είδος στατικότητας: μια ανάλυση των καταστάσεων που δεν λαμβάνει υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα.


Στο κείμενο των θέσεων γίνεται αναφορά στο ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συμμαχίες αυτές περιλαμβάνουν, εκτός από τη μισθωτή εργασία, και τα μεσαία στρώματα που συμπιέζονται. Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο κράτος της μεταπολίτευσης που στήριξε μια εύρωστη μεσαία τάξη, τι μπορεί να «υποσχεθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ στα στρώματα αυτά; Πώς και πού μπορεί να τα εκπαιδεύσει στη λογική της οικονομίας των αναγκών;

Η λέξη υπόσχεση δεν μου αρέσει. Πρόκειται περισσότερο για πρόσκληση σε συμμετοχή σε έναν κοινό αγώνα, παρά για υποσχέσεις. Μεγάλα κομμάτια των μεσαίων στρωμάτων καταστρέφονται, κάποια άλλα συμπιέζονται στο έπακρο και, υπό αυτήν την έννοια, δημιουργείται μια αντικειμενική βάση συνεργασίας με τη μισθωτή εργασία υπό κάποιους όρους σαφείς και κοινά αποδεκτούς. Η μοίρα των στρωμάτων αυτών από την υφιστάμενη διαχείριση της κρίσης, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, είναι η πλήρης προλεταριοποίησή τους. Εμείς θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος σε αυτό. Δεν έχει καμία λογική να περιμένουμε την πλήρη εξαθλίωση όλης της κοινωνίας ώστε όλο το προλεταριάτο ενωμένο να κάνει τη φοβερή εξέγερση. Και νομίζω πως αυτό ήδη είναι κατανοητό - αλλιώς δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ούτε η διατήρησή τους μέχρι σήμερα. 

Από εκεί και πέρα υπάρχει μια ολόκληρη ιδεολογική και αξιακή συζήτηση γύρω από την κυβέρνηση της Αριστεράς και τις προοπτικές που ανοίγει. Η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι μια υπόθεση που αφορά την κοινωνία ολόκληρη πλην των καπιταλιστών και των μονοπωλίων. Για να θυμίσω και μια φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, το προλεταριάτο δεν θα απελευθερωθεί αν δεν απελευθερώσει την κοινωνία ολόκληρη. Αυτή η απελευθέρωση δεν είναι μόνο οικονομική. Έχει στοιχεία αξιοπρέπειας, περηφάνιας, αίσθησης συμμετοχής σε μια κοινή προσπάθεια, συναδελφικών για να μην πω συντροφικών σχέσεων. Σε μια τέτοια προοπτική, η μικροαστική αντίληψη του συμφέροντος μπορεί να σπάσει μέσα από την αίσθηση της συμμετοχής σε αυτή την ευρύτερη προσπάθεια. Άλλωστε σήμερα, και με υλικούς όρους, πλέον δεν φαίνεται να έχει να χάσει κανείς τίποτα. 


Έχει επισημανθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνεχίσει ως ένα άθροισμα κομμάτων, οργανώσεων και στρατηγικών, με αυτονομήσεις και παραμερισμό των συλλογικών αποφάσεων. Πώς επιχειρεί να το αντιμετωπίσει αυτό το καταστατικό;

Κατά τη γνώμη μου οι τάσεις ήταν ευτύχημα και πολύ ευφυής κίνηση όταν συγκροτήθηκε ο Συνασπισμός. Θα ήταν αδύνατον να λειτουργήσει ο Συνασπισμός ως ενιαίο κόμμα αν δεν είχε θεσμοθετημένες τάσεις με απλή αναλογική, διαπήδηση κτλ. Αυτού του είδους το καταστατικό τότε ήταν συνθήκη σωτηρίας του Συνασπισμού ως ενιαίου φορέα. 

Η πορεία αυτή έδειξε –και είναι ενδιαφέρον– ότι οι πλειοψηφίες αλλάζουν, ότι οι άνθρωποι αλλάζουν άποψη κ.ο.κ. Η συμμαχία που έφτιαξε το ΣΥΡΙΖΑ κράτησε στοιχεία αυτής της λειτουργίας του Συνασπισμού και με ιδιαίτερη δημοκρατική ευαισθησία διατήρησε το δικαίωμα βέτο των συνιστωσών – ακόμη και αν ήταν πολύ μικρές, ακόμη και αν προέκυπταν από διασπάσεις ιδρυτικών συνιστωσών κ.ο.κ. Αυτή η πορεία αξίζει την προσοχή μας. 

Όμως, ήδη από τις προηγούμενες εκλογές, αυτή η λειτουργία άρχισε να δείχνει τα όρια της. Έχει αλλάξει η κατάσταση σε επίπεδο πνευμάτων, ζυμώσεων, αλληλοκατανόησης και όλο αυτό φτιάχνει ένα αίτημα συγκρότησης ενός πλουραλιστικού ενιαίου κόμματος. Δίνεται ακόμα, δυστυχώς, υπερβολική έμφαση στο πώς εκλέγονται οι άνθρωποι στα όργανα, άρα το θέμα των λιστών. Η λίστα προϋποθέτει ότι ψηφίζω ανεξαρτήτως από το αν εκτιμώ όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτήν, ακόμη και αν αυτό μου απαγορεύει να ψηφίσω άλλους που εκτιμώ από άλλη λίστα παρά σε ελάχιστο αριθμό. 

Όλα αυτά τα προβλήματα κατά τη γνώμη μου λύνονται αν πούμε ότι δεν υπάρχουν κόμματα μέσα στο κόμμα, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διπλής ένταξης και ότι, από εκεί και πέρα, οι πολιτικές θέσεις κάλλιστα μπορούν να εκφράζονται ως τάσεις μέσα στο κόμμα, όχι όμως κατ’ ανάγκην ως παγιωμένες τάσεις.  

Να λάβουμε λοιπόν υπόψη και τα αρνητικά και να κρατήσουμε τις τάσεις ως ρεύματα ιδεών και όχι ως μηχανισμούς. Να κρατήσουμε ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο που να δείχνει ότι το κόμμα είναι ενιαίο. Να έχουμε καταγραφή της ιδεολογικής καταγωγής κάποιου, αν το θέλει, και να μπορεί ο κόσμος να ψηφίζει ό,τι θέλει γιατί επιπλέον το κόμμα διευρύνθηκε και πια θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στους σχεδιασμούς μας και όλους αυτούς που δεν προέρχονται από κάποια από τις συνιστώσες. 


Σε κάποιες περιπτώσεις η προσέλευση στον προσυνεδριακό διάλογο δεν ήταν αυτή που θα αντιστοιχούσε στη συγκυρία. Πού το αποδίδεις; Η καταστατική πρόβλεψη για τη θεσμική αναγνώριση της ιδιότητας του ανένταχτου υποστηριχτή εκτιμάτε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει φαινόμενα οργανωτικής πλαδαρότητας; 

Από την εμπειρία όλων μας, το κομματικό φαινόμενο συνολικά φαίνεται πως δεν έλκει πλέον με μαζικούς όρους τον κόσμο. Άρα υπάρχει μια καχυποψία γύρω από το τι σημαίνει γράφομαι σε ένα κόμμα, αναλαμβάνω τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που αναλογούν κτλ. Αυτή είναι η μία διάσταση του ζητήματος. Η άλλη έχει να κάνει με τον ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει μια ιστορικότητα, έχει καταβολές. Οι καταβολές αυτές από τη μια έχουν σχέση με τα κινήματα όπως το αντιπαγκοσμιοποιητικό – θυμίζω ότι έφερε σε επαφή οργανώσεις, κόμματα, μερικότητες, μονοθεματικές ομάδες ενόψει κάποιων συγκεκριμένων στόχων. Από την άλλη έχουν σχέση με την πολιτική ιστορία της Αριστεράς. Αυτό φτιάχνει μια συνθήκη που κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ εξ ορισμού και λίγο κίνημα, τον κάνει μια εστία πρωτοβουλιών σε τοπικό, κλαδικό ή όποιο άλλο επίπεδο που επιτρέπει σε έναν κόσμο να συμμετέχει σε αυτές τις πρωτοβουλίες χωρίς να παίρνει υποχρεωτικά κάρτα μέλους. Αυτό δεν συνιστά μια κατηγορία φίλων του ΣΥΡΙΖΑ κατά το αλήστου μνήμης σύνθημα «είσαι φίλος, γίνε μέλος». Φτιάχνει όμως μια δυνατότητα ζύμωσης και μια δυνατότητα να διακλαδιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον κοινωνικό ιστό με διαφορετικούς όρους από ό,τι τα κλασικού τύπου κόμματα, αριστερά ή μη. Αυτή νομίζω είναι η βασική ιδέα. 

Από εκεί και πέρα, πράγματι υπήρχαν περιπτώσεις που η προσέλευση ήταν μικρότερη από όσο θα θέλαμε. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν ήταν αμελητέα. Ήρθε κόσμος, και μάλιστα κόσμος που δεν είναι ενταγμένος από παλιά στην Αριστερά, κόσμος που δεν κουβαλάει όλες τις «αμαρτίες» της Αριστεράς. Αυτός ο κόσμος θέλει να ζυμωθεί, να κουβεντιάσει, να καταλάβει. Αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι τόσο τι λέει κάποιος που προέρχεται από την τροτσκιστική παράδοση ή από εκείνην της ανανεωτικής Αριστεράς. Εκείνο που θέλει είναι να καταλάβει το σήμερα με τους όρους της Αριστεράς. Να καταλάβει τις αξίες της, τα προτάγματά της κοκ. Αυτή η συνθήκη φτιάχνει μια ανάγκη να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πιο ανοικτός από ό,τι τα κόμματα που έχουμε συνηθίσει. Και σε αυτή την προοπτική το ιδρυτικό συνέδριο προφανώς δεν είναι το τελικό. 


Είναι πλέον σαφές πως αν το 27% των προηγούμενων εκλογών ήταν σε κάποιο βαθμό και προϊόν κοινωνικής διαμαρτυρίας σήμερα, ένα χρόνο μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετουσιώσει τη διαμαρτυρία αυτή σε συγκεκριμένες πολιτικές προκείμενες. Πώς θα συνοψίζατε αυτές τις πολιτικές και προγραμματικές καταφάσεις με τις οποίες θα πρέπει να βγούμε από το συνέδριο;

Θα έλεγα ότι το μεγάλο στοίχημα για εμάς είναι να σπάσει η καχυποψία του κόσμου απέναντί μας –ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι δεν είμαστε προγραμματικά επαρκείς– και να δείξουμε ότι υπάρχει ελπίδα. Όμως η υλοποίηση της ελπίδας δεν είναι δουλειά μόνο ενός κόμματος ή μιας κυβέρνησης: είναι δουλειά ολόκληρης της κοινωνίας. Σε σχέση με αυτό, η κουβέντα που κάνουμε στη διακήρυξη των θέσεων για το σοσιαλισμό είναι σημαντική καθεαυτή, γιατί αυτό το ερώτημα δεν συζητιέται πουθενά στον κόσμο. Τολμούμε να το ανοίξουμε –και εδώ το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς καλείται να παίξει σημαντικό ρόλο– προσπαθώντας να πούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει αυτό το δρόμο μπροστά της και αυτός ο δρόμος δεν χωρίζεται σε χρονικά στάδια –στάδιο πρώτο να σταματήσουμε την καταστροφή, στάδιο δεύτερο να κάνουμε ένα άλμα μπροστά κτλ–, αλλά αρχίζει από σήμερα, πριν από την κυβέρνηση της Αριστεράς, ότι η ελπίδα που εμπεριέχει η έννοια σοσιαλιστική κοινωνία φτιάχνει η ίδια παραγωγικότητα, φτιάχνει εικόνα και δεσμό αλληλεγγύης, φτιάχνει την αίσθηση αξιοπρέπειας του λαού μας. Για αυτό θα πρέπει να επεξεργαστούμε τη συνάφεια ανάμεσα στα διάφορα αιτήματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή και που καλούμαστε να αποφασίσουμε ποια θα υλοποιήσουμε ως κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτό θέλει πολλή δουλειά. Όμως, αν δει κανείς την αισιοδοξία που φτιάχνεται σε κάποιες από τις δομές αλληλεγγύης, την ανιδιοτέλεια και την αίσθηση προσφοράς εύκολα καταλαβαίνει ότι η διάδοση αυτών των μορφών αυτοοργάνωσης μπορεί να φτιάξει πραγματικά ένα πολιτικό ρεύμα ελπίδας. 


Τη συνέντευξη επιμελήθηκαν η Βαγγία Λυσικάτου και ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.

Πηγή Red NoteBook

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Χρήστος Λάσκος (Αριστερή Ενότητα): Με αφορμή στιγμιότυπα προσυνεδριακών συνελεύσεων




Ολοκληρώθηκε, λοιπόν, ο διάλογος ενόψει του 1ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε, κατά περίπτωση, αρκετά γόνιμος κι ενδιαφέρων στο μέτρο πάντα που το επέτρεπαν οι συνθήκες. Και είναι γνωστό πως οι συνθήκες εδώ και τρία χρόνια και για αρκετές τριετίες ακόμη δεν θα επιτρέπουν την πολυτέλεια ιδεωδών διαδικασιών. Όλα, από δω και πέρα, θα τα κάνουμε γρήγορα, αγχωτικά, στριμωγμένα –χρονικά και ψυχικά, που είναι το ίδιο, άλλωστε. Τα θέμα, επομένως, είναι να τα κάνουμε κατά το δυνατόν καλά με δεδομένη την αντικειμενική δυσκολία.

Νομίζω πως, μ’ όλη την αναγκαία (;) γκρίνια, σχετικά καλά τα καταφέραμε. Και έχει μια σημασία να μοιραστούμε μερικά συμπεράσματα αυτής της εμπειρίας.

Στη διάρκεια του τελευταίου μήνα μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω μέρος σε πολλές συνελεύσεις διαφορετικών περιοχών, αστικών και περιφερειακών, νησιωτικών και ορεινών. Τόσο που, νομίζω, τα κοινά δεδομένα που προέκυψαν θα πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από συμπτώσεις. 

Ένα πρώτο τέτοιο δεδομένο υπήρξε η αδυναμία της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ, που συμμετείχαν στις συνελεύσεις, να κατανοήσουν με σαφήνεια ποιες ήταν οι ακριβείς διαφορές των «εναλλακτικών» εκδοχών σε σχέση με το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ. Τι καινούργιο εκόμιζαν, δηλαδή, αν εξαιρεθεί το ύφος που ήταν λίγο πιο ανεπεξέργαστο. Το γεγονός πως εκεί που οι Θέσεις μιλούν για ανατροπή οι εκδοχές εμφανίζονται να απαιτούν… μεγάλη ανατροπή ή εκεί όπου οι πρώτες λένε για ρήξη οι δεύτερες αναφέρονται σε… κολοσσιαία ρήξη, μάλλον δεν φτάνει για να εξηγήσει την παρουσία τους στο προσυνεδριακό διάλογο. Κι αυτό, ξαναλέω, δεν είναι προσωπική αξιολόγηση, αλλά ρεπορτάζ από τις διαδικασίες στις οποίες πήρα μέρος. 

Δεν υπάρχουν, λοιπόν, διαφορές; Είναι προσχηματική η παρουσίαση της «Συμβολής» της Αριστερής Πλατφόρμας, ένα ξεκάρφωμα ενόψει της προειλημμένης απόφασης της ξεχωριστής λίστας της στο επερχόμενο Συνέδριο; Δεν θα πάρω θέση επ’ αυτού. Το μόνο που, με βεβαιότητα, μπορώ να διαπιστώσω είναι πως οι επεξεργασίες αναφορικά με αυτά που όντως διακρίνουν την Αριστερή Πλατφόρμα από την Αριστερή Ενότητα και, ευρύτερα, από την πολύχρωμη πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα κάλυπταν περισσότερη από μία σελίδα του εντύπου με τις Θέσεις, που μοιράστηκε με τις εφημερίδες μας. 

Και αφορούν δύο ζητήματα, τα οποία εδώ και δύο χρόνια, τουλάχιστον, επανέρχονται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο σε όλες τις διαδικασίες Συνδιασκέψεων, συνεδριάσεων της ΚΕ και με όποια άλλη ευκαιρία. Πρόκειται για το ζήτημα του νομίσματος –όχι της Ευρώπης: του νομίσματος– και αυτό των πολιτικών συμμαχιών. Αυτά και πέραν τούτου ουδέν. 

Ως προς αυτά, λοιπόν, η άλλη, η πλειοψηφική άποψη είναι εξαιρετικά σαφής. Ξεκινώντας από το δεύτερο: η έκκληση για ενότητα της Αριστεράς, η έμπρακτη υλοποίησή της, που ακριβώς αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, η διαρκής πρόσκληση προς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι τα δεδομένα της πολιτικής μας παρουσίας εδώ και χρόνια. Ακόμη και όταν, πράγμα, που είναι το σύνηθες,  εισπράττουμε προσβολές και ταπεινώσεις. Η διαφορά με την Αριστερή Πλατφόρμα είναι πως εμείς δεν δικαιολογούμε, εντέλει, μια τέτοια στάση θεωρώντας πως «ένα δίκιο τόχουν και οι άλλοι» κι, άρα, υπάρχει και δική μας ευθύνη για τη μη ευόδωση των εκκλήσεων για ενότητα, πράγμα που θα άλλαζε αν… αλλάζαμε τη γραμμή μας, λίγο ή πολύ. Δεν θα αλλάξουμε τη γραμμή μας γιατί, εκτός του ό,τι αποδεδειγμένα είναι η πιο μαζική και αποτελεσματική, είναι ταυτόχρονα η πιο ριζοσπαστική στο μέτρο που αξονίζεται γύρω από έναν ταξικό και διεθνιστικό αναλυτικό και προγραμματικό πυρήνα, τόσο ριζοσπαστική που αριστερότερά της είναι μόνο ο τοίχος. Και, από την άλλη, με συνεχιζόμενη την προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας μεγάλης πολιτικής συμμαχίας, από τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι τον αντιεξουσιαστικό χώρο, αρθρωμένη με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικά πεδία παρέμβασης και δράσης, γιατί το θεμελιώδες επίπεδο, στο οποίο, άλλωστε, και μόνο μπορεί να αγκυρωθεί η αναγκαία πολιτική συμμαχία και να δοκιμάσει το εύρος της, είναι η κοινωνική συμμαχία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων και τάξεων, που αποτελούν αναμφίβολα την κοινωνική πλειοψηφία. Που πάει να πει πως το αίτημα για πτώση της κυβέρνησης και διαμόρφωση των όρων για την αναγκαία κυβέρνηση της Αριστεράς αφορά το σήμερα αυστηρά και δεν θα περιμένει την έλευση ενίων θεωρητικά φίλιων δυνάμεων όσο κι αν καθυστερήσουν. 

Σε ό,τι αφορά δε το νόμισμα, η συζήτηση θεωρώ πως έχει εξαντληθεί με σαφές αποτέλεσμα, όπως καταγράφεται, παρ’ όλα τα αντιθέτως διαδιδόμενα, και από την τοποθέτηση όχι μόνο του συνόλου των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά και από αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής. Ας συνοψίσουμε, απλώς, την θέση της Αριστερής Ενότητας, για να μην φτιάχνουμε καρικατούρες. 

Ιδού, λοιπόν: Η επιμονή στο εθνικό νόμισμα ως αναγκαίας προϋπόθεσης της πολιτικής ανατροπής είναι έωλη στο μέτρο που δεν δημιουργεί κανενός είδους ουσιώδεις διαχωριστικές. Την προσφυγή σε εθνικό νόμισμα υποστηρίζουν πολιτικές δυνάμεις που περιλαμβάνουν από δεξιούς γερμανούς εργοδότες, αριστερούς διαφόρων ειδών, κεντρώους γάλλους «ρεπουμπλικανούς» μέχρι και πατεντάτους ακροδεξιούς. Πράγμα που ισχύει, βεβαίως, και για τους υποστηρικτές της νομισματικής ενοποίησης. Το θέμα, συνεπώς, αναμφισβήτητα δεν διαμορφώνει τις ταξικές και πολιτικές γραμμές μιας αριστερής παρέμβασης. Το πραγματικό διακύβευμα, που συνθηματοποιείται ως «την κρίση να πληρώσουν οι πλούσιοι», αντίθετα, είναι το κομβικό σημείο αναφοράς οποιασδήποτε πραγματικά συγκρουσιακής και ανατρεπτικής Αριστεράς. Ως προς αυτό, οι πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου ομογενοποιούνται εσωτερικά με τον πιο σκληρό και ανελαστικό τρόπο. Εδώ, το «ή εμείς ή αυτοί» δεν χωράει την παραμικρή εξαίρεση: η πολιτική διαχωριστική δεν είναι γραμμή, αλλά άβυσσος.

Επιπλέον, η πρόταξη του νομισματικού είναι προβληματική και γιατί αδυνατεί να προτείνει στις επιμέρους αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης οποιαδήποτε κοινή στρατηγική παρέμβασης στα κοινά προβλήματα των εργαζόμενων της Ευρώπης και, ιδίως, των εργατικών τάξεων της Νότιας Ευρώπης. Παρ’ όλο, επομένως, που η Αριστερή Πλατφόρμα επιμένει πως η τοποθέτησή της δεν συνιστά προτροπή για «εθνική αναδίπλωση», η κυριαρχική πρόταξη της νομισματικής αυτονομίας «προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα» και να τονωθούν οι εξαγωγές σημαίνει, αν υιοθετηθεί, ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, έτσι ώστε να «κερδηθεί» έδαφος στο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Εκτός των μακάβριων ιστορικών αποτελεσμάτων μιας τέτοιας επιλογής στη δεκαετία του ’30, που επιβάλλει ακόμη μεγαλύτερη υπευθυνότητα στις αριστερές δυνάμεις, είναι εντελώς ακατανόητο πώς μια τέτοια πολιτική μπορεί να προαγάγει το ταξικό συμφέρον των στρωμάτων που μας ενδιαφέρουν. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που το κοινωνικό και πολιτικό εκκρεμές κινείται δυναμικά προς τα αριστερά τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Ισπανία.

Αυτά, ακριβώς, λέμε. Ούτε πως η Ευρωζώνη μεταρρυθμίζεται, ούτε πως θα πούμε το όχι μέχρι τη μέση αντί για το τέλος, ούτε πως θα διαπραγματευτούμε μνημόνια. 

* * *

Ένα τελευταίο σχόλιο. Άκουσα αρκετές φορές να λέγεται πως έχουμε περιέλθει σε… στασιμότητα με σαφές το υπονοούμενο πως φταίει η ηγετική ομάδα (sic!) και οι επιλογές της μετεκλογικά. Αφού θυμίσω πως παρόμοιες ήταν οι εκτιμήσεις και προεκλογικά ως προς τη στασιμότητα κοντά στο παραδοσιακό 4% -μα, να που ήρθε το 27%- θα επισημάνω και κάτι που δεν ξέρω αν γίνεται από άγνοια ή από σκοπιμότητα, αλλά έχει πολιτικό αποτέλεσμα στο μέτρο που μας απομακρύνει από μια σοβαρή εκτίμηση της περιόδου. Κι αυτό είναι πως αποτελούμε πρωτοφανές και ιλιγγιώδες παράδειγμα στροφής μιας κοινωνίας, σε συνθήκες τέτοιας κρίσης, προς τα αριστερά. Το σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων στην κρίση του ’30 κατέληξε σε στρατιωτικές δικτατορίες και φασισμούς, ενώ αυτή του ’70 αν γέννησε ένα διαρκές αποτέλεσμα, αυτό ήταν ο θατσερισμός. Γι’ αυτό πρόκειται περί κολοσσιαίας ανοησίας να δημιουργεί έκπληξη το γεγονός πώς «με τόση κρίση και τόση κοινωνική καταστροφή» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παίρνει 50%!  Η εξαθλίωση και ο φόβος δύσκολα δημιουργούν υποκείμενα αντίστασης. Συνεπώς, με όλες μας τις αδυναμίες, ό,τι κι αν λέγεται κάτι κάνουμε καλά. Το θέμα είναι να το κάνουμε ακόμη καλύτερα. 

Η ριζοσπαστική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως σαφής και θολώνει μόνο λόγω της εσωτερικής κακοφωνίας – κι αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερή Πλατφόρμα. Ας αλλάξουμε, λοιπόν, την ατζέντα της εσωτερικής μας συζήτησης. Γιατί, αν επιμείνουμε στην ίδια  περιορίζουμε ασφυκτικά τη δυνατότητα για ουσιαστική αντιπαράθεση στα ζητήματα της οργανωμένης παρέμβασης και του άμεσου προγράμματος. Και ταλανίζουμε με καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενο τρόπο τα μέλη και τα στελέχη, εμποδίζοντας την εξειδίκευση των προγραμματικών θέσεων και αδυνατίζοντας την σκέψη και την παρέμβαση στα μεγάλα ζητήματα της ανεργίας, της ριζικής προοδευτικής αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, της καταρρέουσας υγείας κλπ. Και, χωρίς αμφιβολία, εκεί είναι που θα κριθεί το εγχείρημα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Και πολύ καλώς, μάλιστα.

Πηγή Red NoteBook

Προ­τε­ραιό­τη­τα στις δι­κές μας κα­τα­φά­σεις - Συ­νέ­ντευ­ξη με τον Νικόλα Σεβαστάκη


Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται συγχρόνως ένα λόγο μέριμνας για τη συνοχή της κοινωνίας αλλά και για ένα modus vivendi με αντίπαλες ή με αποκλίνουσες από τη δική του ερμηνείες του δημόσιου συμφέροντος


Τη συ­νέ­ντευ­ξη πή­ρε ο Παύ­λος Κλαυ­δια­νός


Πρό­σφα­τα, στην «Αυ­γή», με α­φορ­μή την ΕΡ­Τ, υ­πο­στή­ρι­ξες ό­τι πί­σω α­πό την πρά­ξη του Πρω­θυ­πουρ­γού διέ­κρι­νες την πρό­θε­ση μιας δε­ξιάς α­να­σύν­θε­σης με την «ερ­γα­λεια­κή χρή­ση» αν­θρώ­πων του «με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κού κέ­ντρου» στο έ­δα­φος μιας νέ­ο-συ­ντη­ρη­τι­κής, κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­σμι­κά, ατ­ζέ­ντας. Μπο­ρού­με να προσ­διο­ρί­σου­με λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο το πε­ριε­χό­με­νο αυ­τής της ατ­ζέ­ντας; Υπάρ­χει ευ­νοϊκό έ­δα­φος να γί­νει α­πο­δε­κτή;

Η α­πό­φα­ση για το μαύ­ρο στην ΕΡΤ μπο­ρεί να δια­βα­στεί με πολ­λούς τρό­πους. Για κά­ποιους το ό­λο ζή­τη­μα πε­ριο­ρί­ζε­ται σε έ­ναν «ά­κομ­ψο» χει­ρι­σμό υ­πα­γο­ρευ­μέ­νο α­πό την ε­πι­τα­κτι­κή α­νά­γκη μιας προ­α­παι­τού­με­νης δρά­σης του Μνη­μο­νίου. Από ε­κεί η ε­ξή­γη­ση με­τα­το­πί­στη­κε στις κα­θυ­στε­ρή­σεις των με­ταρ­ρυθ­μί­σεων του δη­μό­σιου το­μέα, κα­θυ­στε­ρή­σεις οι ο­ποίες υ­πο­τί­θε­ται ό­τι ο­δη­γούν σε «α­πε­ρί­σκε­πτες» α­πο­φά­σεις αυ­τού του εί­δους. Κα­τά τη γνώ­μη μου, μια τέ­τοια προ­σέγ­γι­ση πα­ρα­βλέ­πει τις συμ­βο­λι­κές-ι­δε­ο­λο­γι­κές δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις πί­σω α­πό τη συ­γκε­κρι­μέ­νη α­πό­φα­ση. Αν δού­με την υ­πό­θε­ση της ΕΡΤ μα­ζί με πολ­λά άλ­λα ε­πει­σό­δια του πρό­σφα­του και­ρού (α­ντι­ρα­τσι­στι­κό, ι­θα­γέ­νεια κ.λπ.) κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι τα λε­γό­με­να α­τυ­χή­μα­τα χει­ρι­σμών πλαι­σιώ­νο­νται α­πό προ­θέ­σεις. Υπάρ­χει, α­ναμ­φι­σβή­τη­τα, το άγ­χος του πρω­θυ­πουρ­γού και της Νέ­ας Δη­μο­κρα­τίας για τις εκ δε­ξιών α­πώ­λειες. Συγ­χρό­νως, ό­μως, εί­ναι ο­ρα­τή η προ­σπά­θεια για κα­τα­σκευή ε­νός νέ­ου συ­ντη­ρη­τι­κού κοι­νού αι­σθή­μα­τος, το ο­ποίο θα γε­φυ­ρώ­σει τις δύο ευαι­σθη­σίες που βρέ­θη­καν δι­χα­σμέ­νες α­πό την οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή του Μνη­μο­νίου: την κε­ντρο-δε­ξιά των ορ­θο­λο­γι­κών ε­πι­λο­γών και τη δε­ξιά των συ­ναι­σθη­μά­των και των πα­θών, κα­τά κά­ποιον τρό­πο. Αν δια­βά­σει κα­νείς τους λό­γους του Αντώ­νη Σα­μα­ρά και τις γρα­φί­δες των αν­θρώ­πων του, βλέ­πει τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πρό­θε­ση να ξε­τυ­λί­γε­ται γύ­ρω α­πό δύο «λε­ξι­λό­για» που στο­χεύουν σε μια μελ­λο­ντι­κή α­να­σύν­θε­ση. Ο λυ­ρι­σμός της πα­τρί­δας σμί­γει με την α­παί­τη­ση για με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή πυγ­μή, για ξε­κα­θά­ρι­σμα με το φα­σμα­τι­κό κρά­τος της α­πέ­θα­ντης με­τα­πο­λί­τευ­σης. Και η σκέ­ψη για την «ευ­ρω­παϊκή πα­ρά­τα­ξη» υ­πη­ρε­τεί τον ί­διο στό­χο: τη δη­μιουρ­γία μιας κοι­νό­τη­τας ό­που οι α­γω­νίες ταυ­τό­τη­τας των συ­ντη­ρη­τι­κών αν­θρώ­πων θα ε­πα­να­συν­δε­θούν με το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο με­ταρ­ρυθ­μι­σμό, ο ο­ποίος ό­μως θα ο­νο­μα­τί­ζε­ται ε­φε­ξής ο μό­νος υ­παρ­κτός ρε­α­λι­σμός. Αυ­τό βε­βαίως συ­να­ντά ε­μπό­δια και γεν­νά­ει α­ντι­φά­σεις και πολ­λά προ­βλή­μα­τα στην κα­θη­με­ρι­νή του δια­χεί­ρι­ση. Η δε­ξιά ταυ­τό­τη­τα χρειά­ζε­ται τη μνή­μη των δει­νών της (λ.χ. την ε­πί­κλη­ση του «κα­τα­στρο­φέα Ανδρέα Πα­παν­δρέ­ου») την ί­δια στιγ­μή που η δια­κυ­βέρ­νη­ση, και μά­λι­στα μα­ζί με το ΠΑ­ΣΟ­Κ, α­παι­τεί τη λή­θη και την πραγ­μα­τι­στι­κή πα­ρα­γνώ­ρι­ση των τραυ­μά­των. Αλλά η πρό­θε­ση μιας συ­ντη­ρη­τι­κής α­να­σύν­θε­σης εί­ναι έ­να α­πό τα στοι­χή­μα­τα αυ­τής της πε­ριό­δου.


Ο πο­λί­της ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο γί­νε­ται α­νί­σχυ­ρος στην ε­πο­χή μας. Εί­ναι α­πο­κλει­σμέ­νος α­πό τις α­πο­φά­σεις, πα­ρα­κο­λου­θεί­ται, ο συ­στη­μι­κός Τύ­πος «συμ­βου­λεύει» να μην υ­πο­λο­γί­ζουν –πα­ντε­λώς– οι πο­λι­τι­κοί το πο­λι­τι­κό κό­στος. Σε τι συ­μπε­ρι­φο­ρές ω­θεί­ται ο πο­λί­της; Πώς μπο­ρεί να γί­νει ξα­νά ι­σχυ­ρός;

Η κρί­ση βιώ­νε­ται κυ­ρίως ως μια ε­μπει­ρία α­πώ­λειας για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους. Στην χρό­νια ε­ξέ­λι­ξή της πα­ρά­γει ψυ­χι­κή κό­πω­ση και ε­ναλ­λα­γές δια­θέ­σεων. Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι τα συ­ναι­σθή­μα­τα προ­σω­πι­κής μα­ταίω­σης και οι υ­λι­κές δυ­σχέ­ρειες δεν βο­η­θούν στην ι­διό­τη­τα του πο­λί­τη. Πά­ντα, ό­μως, έ­βρι­σκα α­φε­λή την ι­δέα ό­τι η έ­ντα­ση των πιέ­σεων (ή και των κα­τα­πιέ­σεων) «ξε­κα­θα­ρί­ζει» τα μέ­τω­πα και δια­λύει τις «αυ­τα­πά­τες». Λέω κά­τι που πολ­λοί στη ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά το βρί­σκουν ε­νο­χλη­τι­κό: ό­τι η ι­δέα ε­νός α­δια­λεί­πτως ε­νερ­γο­ποιη­μέ­νου πο­λί­τη και του ί­διου του λα­ού ως εν­σαρ­κω­μέ­νης ε­πα­γρύ­πνη­σης και μα­χη­τι­κής «ου­σίας» εί­ναι μια α­πό τις κλη­ρο­νο­μιές των ε­πα­να­στα­τι­κών στιγ­μών του πα­ρελ­θό­ντος. Θα έ­λε­γα μια κλη­ρο­νο­μιά των πο­λε­μι­κώ­ν-θυ­σια­στι­κών ε­πο­χών. Τό­σο οι α­στι­κές ρε­που­μπλι­κα­νι­κές ό­σο και οι σο­σια­λι­στι­κές εκ­δο­χές για τη μα­ζι­κή κι­νη­το­ποίη­ση έ­χουν ό­ρια: υ­πάρ­χουν οι κοι­νω­νι­κές ρου­τί­νες, οι πε­ρι­πλο­κές και οι ρυθ­μοί της α­το­μι­κής ε­μπει­ρίας. Δεν εί­ναι μό­νο ο φό­βος ή η α­να­σφά­λεια για το μέλ­λον που με­τα­τρέ­πουν τον πο­λί­τη σε ι­διώ­τη κα­τά τη γνω­στή ο­ρο­λο­γία. Ίσως θα έ­πρε­πε να έ­χου­με κα­τά νου ό­τι η εν­δυ­νά­μω­ση του πο­λί­τη εί­ναι κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό α­πό την ει­κό­να του «α­κτι­βι­στι­κού» υ­πο­κει­μέ­νου που φτιά­χνει την ταυ­τό­τη­τά του κυ­ρίως σε έ­να δη­μό­σιο χώ­ρο α­ντι­πα­ρα­θέ­σεων και διεκ­δι­κή­σεων. Υπάρ­χει ση­μα­ντι­κή δια­φο­ρά α­νά­με­σα στην πο­λι­τι­κο­ποίη­ση και στη δια­κρι­τή κι­νη­μα­τι­κή κουλ­τού­ρα, η ο­ποία πι­στεύω ό­τι δεν μπο­ρεί να θε­σμο­ποιη­θεί ως κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα του πο­λί­τη πό­σο μάλ­λον ως ι­δεώ­δες του βίου με α­ξιώ­σεις γε­νί­κευ­σης.


Η κε­ντρι­κό­τη­τα της υ­πε­ρά­σπι­σης της δη­μο­κρα­τίας εί­ναι πια δε­δο­μέ­νη στην α­να­νεω­τι­κή και ρι­ζο­σπα­στι­κή α­ρι­στε­ρά, κι αυ­τό εί­ναι κά­τι πο­λύ ση­μα­ντι­κό. Έχει ξα­ναϋπάρ­ξει και στο πα­ρελ­θόν, ας πού­με στη δε­κα­ε­τία του ’60. Η α­ρι­στε­ρά ό­μως, σή­με­ρα, πώς πρέ­πει να το θέ­τει, με τι πε­ριε­χό­με­νο;

Ο σο­σια­λι­σμός με δη­μο­κρα­τία και ε­λευ­θε­ρία εί­ναι ή­δη έ­να πα­λιό σύν­θη­μα. Γεν­νή­θη­κε σε μια δια­δι­κα­σία ρή­ξης με τις ο­λο­κλη­ρω­τι­κές ε­μπει­ρίες στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση, στην Κί­να και στην Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη. Υπάρ­χει τα τε­λευ­ταία χρό­νια η ά­πο­ψη που θεω­ρεί αυ­τή τη ρή­ξη έ­να ζή­τη­μα του μα­κρι­νού πα­ρελ­θό­ντος, μια υ­πό­θε­ση για τους ι­στο­ρι­κούς με­λε­τη­τές. Έχω μια πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή α­ντί­λη­ψη: ό­τι η συ­γκε­κρι­μέ­νη ρή­ξη με τις α­πο­λυ­ταρ­χι­κές πα­ρα­δό­σεις και ε­ντός α­ρι­στε­ράς ή­ταν εν πολ­λοίς α­μή­χα­νη και δέ­σμια ε­νός μύ­θου ε­νό­τη­τας ό­λων των α­ρι­στε­ρών α­πέ­να­ντι στο «βα­σι­κό εχ­θρό». Η α­ρι­στε­ρή ε­τε­ρο­δο­ξία, ω­στό­σο, πο­λύ πριν την εμ­φά­νι­ση της α­να­νεω­τι­κής α­ρι­στε­ράς του ‘70, εί­ναι έ­να μεί­ζον η­θι­κό γε­γο­νός του προ­η­γού­με­νου αιώ­να που η α­ξία του διαρ­κεί α­κό­μα. Επει­δή α­κρι­βώς έ­δει­ξε, με συ­γκε­κρι­μέ­νες μαρ­τυ­ρίες πα­ρά με θεω­ρη­τι­κά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, τη ση­μα­σία της ε­λευ­θε­ρίας η ο­ποία πα­ρα­δο­σια­κά θεω­ρού­ταν μια «α­στι­κή» ι­δέα.

Η α­ρι­στε­ρά φυ­σι­κά βλέ­πει πά­ντο­τε στην έν­νοια της δη­μο­κρα­τίας κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τη φι­λε­λεύ­θε­ρη δη­μο­κρα­τία, πό­σο μάλ­λον α­πό τα συ­στή­μα­τα των α­ντα­γω­νι­στι­κών ε­κλο­γών. Αλλά οι ε­μπει­ρίες ε­νός αιώ­να έ­δει­ξαν ό­τι χω­ρίς τα «τυ­πι­κά» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φι­λε­λεύ­θε­ρης α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κής δη­μο­κρα­τίας υ­πο­νο­μεύο­νται και ό­λες ε­κεί­νες οι ρι­ζο­σπα­στι­κές ποιό­τη­τες τις ο­ποίες α­να­ζή­τη­σαν οι α­ντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις. Τι εν­νοού­με λέ­γο­ντας ό­τι η υ­πε­ρά­σπι­ση της δη­μο­κρα­τίας έ­χει κε­ντρι­κή ση­μα­σία σή­με­ρα; Κα­τά τη γνώ­μη μου αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι η ση­με­ρι­νή οι­κο­νο­μι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση, εί­τε με Μνη­μό­νια εί­τε με την τυ­πι­κή α­που­σία Μνη­μο­νίων, α­πο­κλί­νει α­πό ση­μα­ντι­κά δε­δο­μέ­να μιας φι­λε­λεύ­θε­ρης δη­μο­κρα­τίας και ό­χι μό­νο α­πό τις κοι­νω­νι­κές κα­τα­κτή­σεις των χρό­νων του κεϊνσια­νού συμ­βι­βα­σμού. Πώς συμ­βαί­νει αυ­τό; Θα έ­λε­γα ό­τι στα ση­με­ρι­νά κα­θε­στώ­τα οι­κο­νο­μίας και δια­κυ­βέρ­νη­σης συρ­ρι­κνώ­νε­ται α­σφυ­κτι­κά ο πλου­ρα­λι­σμός των α­ξιών και στε­νεύουν τα κρι­τή­ρια με βά­ση τα ο­ποία συ­γκρο­τού­νται οι δια­φο­ρε­τι­κές σφαί­ρες ζωής και οι κοι­νω­νι­κοί θε­σμοί. Όλα κα­λού­νται να υ­παχ­θούν σε μια ε­νιαία λει­τουρ­γι­κή και ορ­γα­νω­τι­κή αρ­χή, σε μια θε­με­λιώ­δη νόρ­μα (α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα/ κερ­δώα α­πο­δο­τι­κό­τη­τα). Δεί­τε, για πα­ρά­δειγ­μα, τις κου­βέ­ντες που δι­καιο­λο­γούν την αυ­ταρ­χι­κή ε­πέμ­βα­ση στην ΕΡ­Τ: δια­κι­νούν την ι­δέα ό­τι έ­νας ορ­γα­νι­σμός που δεν που­λά­ει για­τί δεν έ­χει τη με­γά­λη τη­λε­θέ­α­ση των ι­διω­τι­κών κα­να­λιών εί­ναι ά­χρη­στος, ζη­μιο­γό­νος, α­πο­τυ­χη­μέ­νος κ.λπ. Τα ί­δια δη­λα­δή κρι­τή­ρια με­τα­φέ­ρο­νται σε ό­λους τους τύ­πους κοι­νω­νι­κής, ε­πι­στη­μο­νι­κής ή ε­νη­με­ρω­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Αυ­τό α­κρι­βώς εί­ναι έ­νας μειω­τι­κός οι­κο­νο­μι­σμός που θυ­μί­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό την πιο βά­ναυ­ση α­ντί­λη­ψη πε­ρί «ε­ποι­κο­δο­μή­μα­τος» ως α­ντι­πα­ρα­γω­γι­κής πο­λυ­τέ­λειας.

Κά­τι τε­λευ­ταίο για τη δη­μο­κρα­τία: στον α­πό­η­χο της αμ­φι­σβή­τη­σης της δη­μο­κρα­τίας των ε­λίτ α­να­πτύσ­σε­ται ε­δώ και κά­ποια χρό­νια μια ρη­το­ρι­κή της ά­με­σης δη­μο­κρα­τίας ή της δη­μο­κρα­τίας των «α­πό κά­τω». Ήταν η στιγ­μή των πλα­τειών που έ­γι­νε α­ντι­κεί­με­νο α­δι­καιο­λό­γη­της θε­σμι­κής α­πόρ­ρι­ψης αλ­λά και δια­φό­ρων μυ­θο­ποιή­σεων. Μη ξε­χνά­με, ό­μως, τις εκ­τρο­πές που μπο­ρεί να γεν­νή­σει η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­πόρ­ρι­ψη ε­νός ή­δη ε­ξαρ­θρω­μέ­νου κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες χώ­ρες της Ευ­ρώ­πης η δυ­σφο­ρία με τις κυ­βερ­νώ­σες ε­λίτ εν­σω­μα­τώ­νε­ται σε έ­να δε­ξιό ρι­ζο­σπα­στι­σμό με σω­βι­νι­στι­κές και πα­τερ­να­λι­στι­κές α­ξίες. Τί­πο­τα δεν εγ­γυά­ται ό­τι η δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση δεν θα έ­χει α­ντί­στοι­χες εκ­βά­σεις. Και δεν μι­λώ ε­δώ α­πο­κλει­στι­κά για τη Χρυ­σή Αυ­γή αλ­λά και για «ε­ξη­με­ρω­μέ­νες» και πο­λύ λι­γό­τε­ρο α­κραίες μορ­φές δε­ξιού λαϊκι­σμού. Γι’ αυ­τό λέω ό­τι η α­ρι­στε­ρά δεν έ­χει κα­νέ­να λό­γο να εν­θαρ­ρύ­νει το λό­γο πε­ρί σά­πιου πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος, ό­χι για­τί δεν χρειά­ζο­νται ση­μα­ντι­κές α­να­τρο­πές σε τού­το το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, αλ­λά διό­τι η φα­ντα­σίω­ση χει­ρουρ­γι­κής ε­ξυ­γίαν­σης των σά­πιων ι­στών δεν εί­ναι κα­θό­λου α­ρι­στε­ρή. Η α­ρι­στε­ρή κρι­τι­κή πρέ­πει να ε­ντάσ­σε­ται, με ρη­τό και διαυ­γή τρό­πο, στο αί­τη­μα της υ­πε­ρά­σπι­σης του πο­λι­τι­κού δια­φω­τι­σμού. Με μια ση­μα­ντι­κή υ­πεν­θύ­μι­ση: ό­τι τό­σο η υ­πο­τί­μη­ση της ερ­γα­σίας ό­σο και η μα­ζι­κή πα­ρα­γω­γή ευά­λω­των αν­θρώ­πων α­πο­τε­λούν ση­μα­ντι­κά κε­φά­λαια κά­θε ση­με­ρι­νής συ­ζή­τη­σης για τη δη­μο­κρα­τία. Δεί­τε τις πα­ρεμ­βά­σεις κά­θε άλ­λο πα­ρά ρι­ζο­σπα­στι­κών θεω­ρη­τι­κών ό­πως η Μάρ­θα Νου­σμπά­ουμ στις Η­ΠΑ ή η Ρε­βό ντ’ Αλόν, ο Το­ντό­ροφ και ο Ρο­ζαν­βα­λόν στη Γαλ­λία: η α­νη­συ­χία για την ε­πι­βο­λή της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης νόρ­μας στους θε­σμούς εί­ναι πλέ­ον συ­νυ­φα­σμέ­νη και με την υ­πε­ρά­σπι­ση και αυ­τής α­κό­μα της «φορ­μα­λι­στι­κής» (ό­πως έ­λε­γαν κά­πο­τε) δη­μο­κρα­τίας.


Στα άρ­θρα σου συ­χνά α­να­φέ­ρε­σαι στο ή­θος στην πο­λι­τι­κή, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νου και του ρι­ζο­σπα­στι­κού ή­θους, ό­πως και στις α­πο­χρώ­σεις οι ο­ποίες, πα­ρα­τη­ρείς στο τε­λευ­ταίο σου βι­βλίο, συ­χνά θυ­σιά­ζο­νται για να α­να­δειχ­θούν οι α­ντι­θέ­σεις, τα μέ­τω­πα, οι σα­φείς γραμ­μές της α­ντι­πα­ρά­θε­σης. Αυ­τά α­φο­ρούν και την α­ρι­στε­ρά, ο λό­γος της, δη­λα­δή, ε­γεί­ρει πα­ρό­μοια ζη­τή­μα­τα, και ποιες οι πη­γές τέ­τοιων σφαλ­μά­τω­ν;

Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός δεν εί­ναι μια ε­νιαία υ­πό­στα­ση, α­μι­γώς θε­τι­κή ή πά­ντο­τε α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή. Υπάρ­χουν πολ­λές ποι­κι­λίες ρι­ζο­σπα­στι­σμού, α­κό­μα και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές λο­γι­κές λαϊκής ε­ξέ­γερ­σης και α­νυ­πα­κοής. Ανα­φέρ­θη­κα ή­δη στο δε­ξιό ρι­ζο­σπα­στι­σμό που συν­δυά­ζει το θέ­μα της κα­τα­δυ­νά­στευ­σης του α­πλού αν­θρώ­που με την προσ­δο­κία ε­νός αυ­ταρ­χι­κού κρά­τους των ι­σχυ­ρών και α­διά­φθο­ρων «ο­δη­γών». Ή α­κό­μα μπο­ρού­με να α­να­φερ­θού­με και στον ι­διό­τυ­πο ρι­ζο­σπα­στι­σμό ό­σων ζη­τούν την α­πο­φα­σι­στι­κή υ­πέρ­βα­ση των συμ­βα­τι­κών κα­νό­νων και θε­σμι­κών ε­μπο­δίων για την «α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της οι­κο­νο­μίας». Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός μπο­ρεί να προέρ­χε­ται και α­πό τις ί­διες τις προω­θη­μέ­νες ε­λί­τ, οι ο­ποίες ε­πι­διώ­κουν να α­παλ­λα­γούν α­πό χρο­νο­βό­ρες και α­τέρ­μο­νες δια­δι­κα­σίες ε­λέγ­χων, α­πό τις κα­θυ­στε­ρή­σεις των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών δια­δι­κα­σιών κ.λπ. Για να έλ­θω ό­μως στο ε­ρώ­τη­μα για το ρι­ζο­σπα­στι­κό α­ρι­στε­ρό ή­θος. Έχω γρά­ψει ο­ρι­σμέ­να ε­πι­κρι­τι­κά κεί­με­να για συ­γκε­κρι­μέ­να φαι­νό­με­να. Το κυ­ριό­τε­ρο πρό­βλη­μα για μέ­να εί­ναι μια α­ντί­λη­ψη πε­ρί κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης που με­τα­τρέ­πει με μιας τις α­ντι­θέ­σεις σε α­πλοϊκούς δι­χα­σμούς. Αυ­τή η α­ντί­λη­ψη ελ­κύε­ται α­πό μια τε­λε­σι­γρα­φι­κή γλώσ­σα πρό­θυ­μη να με­τα­χει­ρι­στεί α­νι­στό­ρη­τες λε­κτι­κές υ­περ­βο­λές για να ε­πι­βε­βαιώ­σει την κρι­τι­κή και μα­χη­τι­κή της λει­τουρ­γία.

Προ­φα­νώς η πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κή γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να δια­χει­ρι­στεί α­πο­χρώ­σεις. Αλλά η γλώσ­σα μας δη­μιουρ­γεί ε­θι­σμούς και μα­νιέ­ρες στους κοι­νω­νούς της. Ανά­με­σα σε μια χλια­ρή πε­ρι­γρα­φή γι’ αυ­τό που ι­σχύει σή­με­ρα και στη γκρο­τέ­σκ ρη­το­ρι­κή πε­ρί δι­κτα­το­ρίας και γε­νο­κτο­νιών (α­κού­γο­νται αυ­τές οι λέ­ξεις πο­λύ συ­χνά) υ­πάρ­χουν πολ­λές άλ­λες δυ­να­τό­τη­τες. Το ρι­ζο­σπα­στι­κό ή­θος δεν πρέ­πει να συγ­χέε­ται με τη μο­νό­το­νη δια­κή­ρυ­ξη ε­μπό­λε­μων κα­τα­στά­σεων. Για­τί κα­τά βά­θος οι άν­θρω­ποι, α­κό­μα και ό­σοι βρί­σκο­νται σε κα­τά­στα­ση θυ­μού, δεν α­να­ζη­τούν πλέ­ον πε­ρισ­σό­τε­ρους λό­γους για να θυ­μώ­νουν ή για να εί­ναι «αρ­παγ­μέ­νοι»: ο κοι­νω­νι­κός και ψυ­χι­κός χρό­νος έ­χει με­τα­βλη­θεί α­πό το 2011 και το 2012. Και αυ­τό άλ­λω­στε πά­ει να α­ξιο­ποιή­σει με τους δι­κούς του ό­ρους ο Αντώ­νης Σα­μα­ράς με την ι­στο­ρία πε­ρί success story και νέ­ας ψυ­χο­λο­γίας. Το δε­σπό­ζον ε­ρώ­τη­μα εί­ναι πλέ­ον οι ό­ροι και οι δυ­να­τό­τη­τες μιας α­να­συ­γκρό­τη­σης της κοι­νω­νι­κής ζωής πέ­ρα φυ­σι­κά α­πό κά­θε λο­γι­κή ε­πι­στρο­φής στην ψευ­δή «κα­νο­νι­κό­τη­τα» των χρό­νων του 2000.


Με­γά­λο πο­σο­στό του λα­ού προ­σβλέ­πει στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για να α­να­τρέ­ψει το μνη­μό­νιο και τις συ­νέ­πειές του, πράγ­μα αυ­τό κα­θε­αυ­τό πο­λύ σο­βα­ρό. Αυ­τό, ως κε­ντρι­κό κα­θή­κον, ι­στο­ρι­κό, εί­ναι λο­γι­κό να κυ­ριαρ­χεί στην πο­λι­τι­κή της ρι­ζο­σπα­στι­κής α­ρι­στε­ράς. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, έ­να ζή­τη­μα μή­πως –μι­λώ­ντας ξα­νά για τα φυ­σιο­γνω­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά– ο­δη­γη­θεί σε μο­νο­μέ­ρεια; Πώς θα μπο­ρού­σε να α­πο­φευχ­θεί αυ­τό;

Όλα τα πα­ρα­πά­νω έ­χουν ά­με­ση σχέ­ση και με την υ­πό­θε­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της προο­πτι­κής του. Κα­τά τη γνώ­μη μου, η ε­πι­κέ­ντρω­ση στο α­ντι-μνη­μό­νιο ή­ταν πα­ρα­γω­γι­κή πο­λι­τι­κά μέ­χρι και τις προ­η­γού­με­νες ε­κλο­γές. Η ά­νο­δος της νε­ο­να­ζι­στι­κής α­κρο­δε­ξιάς και η δια­σπο­ρά α­ντι­μνη­μο­νια­κών φω­νών προς τις πιο α­πί­θα­νες και γρα­φι­κές κα­τευ­θύν­σεις, ε­πι­βάλ­λει και­ρό τώ­ρα μια στο­χα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή: την έμ­φα­ση σε αυ­τό που θέ­λεις πλέ­ον να ε­πι­τύ­χεις ως Αρι­στε­ρά και ό­χι σε ό­λα ό­σα α­πο­δεί­χτη­καν κα­κά. Με μια λέ­ξη: προ­τε­ραιό­τη­τα στις δι­κές σου κα­τα­φά­σεις, στο δι­κό σου ί­χνος αλ­λα­γών και ό­χι πλέ­ον στο να ζω­γρα­φί­ζεις με με­λα­νά χρώ­μα­τα τις ευ­θύ­νες των άλ­λων για την παι­δεία, την υ­γεία, το κρά­τος. Αυ­τή η στο­χα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή δεν έ­χει κα­μιά σχέ­ση με μια α­φε­λή ά­πο­ψη που υ­πο­βαθ­μί­ζει τη ση­μα­σία των Μνη­μο­νίων τα ο­ποία συ­νι­στούν, πέ­ρα α­πό ε­πι­μέ­ρους ση­μεία, «αρ­χι­τε­κτο­νι­κά» υ­πο­δείγ­μα­τα για την α­να­διάρ­θρω­ση μέ­σω υ­πο­τί­μη­σης. Πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον Ινγκράο θα έ­λε­γα ό­τι ε­δώ και και­ρό το «α­ντι­μνη­μο­νια­κό» δεν αρ­κεί. Ού­τε η α­να­βίω­ση μιας συν­θη­μα­το­λο­γίας η ο­ποία με­τα­τρέ­πει το έ­θνος και ο­λό­κλη­ρο σχε­δόν τον ελ­λη­νι­κό λαό σε θύ­μα­τα μιας συλ­λο­γι­κής τι­μω­ρίας α­πό την πλευ­ρά των ε­λίτ και της τρόι­κας. Πο­λύ α­πλά διό­τι μπο­ρεί κά­ποιος να βρί­ζει την Μέρ­κελ και την τρόι­κα και συγ­χρό­νως να α­δια­φο­ρεί πα­γε­ρά για τις Νέες Μα­νω­λά­δες, να αρ­νεί­ται με­τά βδε­λυγ­μίας έ­ναν α­ντι­ρα­τσι­στι­κό νό­μο ή να φα­ντα­σιώ­νε­ται την α­ντι­κα­τά­στα­ση του «κοι­νο­βου­λίου των κλε­φτών» α­πό μια ο­μά­δα σο­φών κε­φα­λών του έ­θνους με τη συμ­με­το­χή και των αρ­χη­γών των τριών ό­πλων! Να, για πα­ρά­δειγ­μα, οι τε­λευ­ταίες δη­λώ­σεις Πο­λύ­δω­ρα που στο ό­νο­μα του α­ντι-τροϊκα­νού με­τώ­που νο­μι­μο­ποιούν τη «συ­νεν­νό­η­ση» με τη Χρυ­σή Αυ­γή.

Θα πει κά­ποιος: ό­λα αυ­τά μή­πως ο­δη­γούν σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά που δεν θα εί­ναι και τό­σο ρι­ζο­σπα­στι­κή, που θα με­τα­το­πί­ζε­ται προς το «κέ­ντρο»; Ξέ­ρε­τε την ά­πο­ψή μου γι’ αυ­τό το θέ­μα α­πό την αρ­θρο­γρα­φία μου στην «Αυ­γή». Επι­μέ­νω, λοι­πόν, ό­τι σε κά­θε χώ­ρα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­κού κύ­κλου, έ­νας ο­ρι­σμέ­νος εν­διά­με­σος χώ­ρος έ­χει δο­μι­κή θέ­ση. Δεν α­πο­τε­λεί, ό­πως πι­στεύουν πολ­λοί, πο­λι­τι­κή α­ντα­νά­κλα­ση των ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νων με­σαίων στρω­μά­των, ο­πό­τε αν λό­γω κρί­σης τα με­σο­στρώ­μα­τα «στρι­μώ­χνο­νται», παύει και ο εν­διά­με­σος χώ­ρος να έ­χει λό­γο ύ­παρ­ξης. Η ε­κτί­μη­ση πε­ρί μιας πό­λω­σης που ε­ξα­φα­νί­ζει τους εν­διά­με­σους υ­πο­τι­μά το βά­θος της ε­ξα­το­μί­κευ­σης αλ­λά και τις ση­μα­ντι­κές αλ­λα­γές στις κουλ­τού­ρες και στα ή­θη ό­λων των στρω­μά­των και ό­χι α­πλώς των μι­κρο­α­στι­κών ή ε­κεί­νων που δια­θέ­τουν α­κό­μα πό­ρους. Πο­λύ α­πλά υ­πάρ­χει έ­νας κό­σμος που δεν α­να­γνω­ρί­ζε­ται στον μαρ­ξο­γε­νή α­ντι­κα­πι­τα­λι­σμό ού­τε στις α­ντι­λή­ψεις πε­ρί συλ­λο­γι­κής δρά­σης και στους ε­σω­τε­ρι­κούς κώ­δι­κες της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Εί­ναι έ­νας κό­σμος που δεν κα­τε­βαί­νει στο δρό­μο, συγ­χρό­νως ό­μως α­ντι­λαμ­βά­νε­ται πολ­λά α­πό τα δει­νά της ση­με­ρι­νής κα­τά­στα­σης των πραγ­μά­των. Εί­ναι έ­νας κό­σμος, τέ­λος, ο ο­ποίος διεκ­δι­κεί­ται τό­σο α­πό δη­μο­κρα­τι­κές ό­σο και α­πό α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κές έ­ξεις, δια­σχί­ζε­ται α­πό πα­νι­κούς α­πώ­λειας αλ­λά και α­πό ε­πι­θυ­μίες για την εύ­ρε­ση μιας νέ­ας ι­σορ­ρο­πίας στην α­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη ζωή του. Η Αρι­στε­ρά δεν γί­νε­ται λι­γό­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­κή αν α­να­γνω­ρί­σει την πε­ρι­πλο­κό­τη­τα των στά­σεων και των η­θών. Αν α­να­γνω­ρί­σει ε­ντέ­λει ό­τι μια κοι­νω­νία, α­κό­μα και στις φά­σεις της με­γά­λης ύ­φε­σης, δια­θέ­τει δια­φο­ρο­ποιη­μέ­νους η­θι­κούς και πο­λι­τι­στι­κούς κώ­δι­κες. Δεν πρέ­πει, άλ­λω­στε, να ξε­χνά­με ό­τι ό­σο και αν η κρί­ση έ­φτια­ξε «μέ­τω­πα», την ί­δια στιγ­μή ε­ξέ­θρε­ψε και τους κα­τα­κερ­μα­τι­σμούς και τις ο­ρι­ζό­ντιες διαι­ρέ­σεις. Για αυ­τό και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ χρειά­ζε­ται συγ­χρό­νως έ­ναν λό­γο μέ­ρι­μνας για τη συ­νο­χή της κοι­νω­νίας αλ­λά και για έ­να modus vivendi με α­ντί­πα­λες ή με α­πο­κλί­νου­σες α­πό τη δι­κή του ερ­μη­νείες του δη­μό­σιου συμ­φέ­ρο­ντος. Μια α­ρι­στε­ρή κυ­βερ­νη­τι­κή δυ­να­μι­κή προϋπο­θέ­τει τό­σο τις έλ­λο­γες συ­γκρού­σεις με πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές ό­σο και την ορ­γά­νω­ση συ­ναι­νέ­σεων και μορ­φών πα­ρα­γω­γι­κής πο­λι­τι­κής συ­νύ­παρ­ξης. Ανά­με­σα σε έ­ναν α­κραίο πραγ­μα­τι­σμό, ο ο­ποίος α­γνο­εί τις το­μές α­ξιών και τα­ξι­κών α­να­φο­ρών, και σε έ­ναν ι­δε­ο­λο­γι­σμό, ο ο­ποίος βλέ­πει την κοι­νω­νία ως κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα, ως μια «με­γά­λη πλα­τεία», ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει σε μια δια­φο­ρε­τι­κή λο­γι­κή. Του­λά­χι­στον αυ­τό θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι κά­ποια και­νού­ρια ε­πει­σό­δια της κρί­σης δεν αλ­λά­ξουν άρ­δην τα δε­δο­μέ­να…

Νομιμοποιείται ο αντισημιτισμός, στην Ελλάδα; (Για τον Σάββα Μιχαήλ)




Ένας Εβραίος μαρξιστής σύρεται στα δικαστήρια, κατηγορούμενος για «συκοφαντική δυσφήμηση» από τους ναζί. Είμαστε στην Γερμανία του 1933; Καθόλου: Βρισκόμαστε στη «δημοκρατική» (με πολλά εισαγωγικά) Ελλάδα του 2013. Ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι ο Σάββας Μιχαήλ, λαμπρός διανοούμενος και ηγέτης μίας εκ των οργανώσεων της ελληνικής επαναστατικής μαρξιστικής Αριστεράς.


του Μικαέλ Λεβί


Ο Σάββας Μιχαήλ  είναι ένας  εξαιρετικά ασυνήθιστος και  αντικομφορμιστής στοχαστής. Ελληνοεβραίος αντι-σιωνιστής και διεθνιστής, είναι συγγραφέας ενός σημαντικού αλλά αταξινόμητου έργου, που ασχολείται με την λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την ταξική πάλη ενώ διακρίνεται για την πρωτοτυπία και τον δυναμισμό των απόψεών του. Το πρώτο που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη στα γραπτά του είναι η  τεράστια κουλτούρα του: ο συγγραφέας γνωρίζει καλά  την Αγία Γραφή, το Ταλμούδ, την Καμπάλα, το αρχαίο ελληνικό θέατρο, την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, τη  νεοελληνική ποίηση, τον Χέγκελ και τον Μαρξ  –για να μην αναφέρουμε τον Τρότσκι, που αποτελεί την κύρια πολιτική πυξίδα του– ενώ  μπορούμε να προσθέσουμε ακόμα πολλά σε αυτό τον μακρύ κατάλογο.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της σκέψης του είναι η προσπάθεια επανερμηνείας του μαρξισμού και της επαναστατικής θεωρίας υπό το φως του  μεσσιανικού και του ιουδαϊκού μυστικισμού –και το αντίστροφο. Πρόκειται για μια παράδοξη και επινοητική προσέγγιση –όπως αυτή του  Ερνστ Μπλοχ και του  Βάλτερ  Μπένγιαμιν, δύο από τους αγαπημένους συγγραφείς του –που διερευνά   τον θρησκευτικό αθεϊσμό, ή, αν θέλετε, τον κοσμικό μεσσιανισμό.

Αυτός ο προβληματισμός αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά ως κεντρικό θέμα σε μια αξιόλογη συλλογή από δοκίμια που δημοσιεύθηκαν  το 1999, με τίτλο Μορφές του Μεσσιανικού. Το τελευταίο έργο του Σάββα Μιχαήλ, το Γκόλεμ ή Περί υποκειμένου και άλλων φαντασμάτων (2010) αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα αυτής της άθεης θρησκευτικής και εβραιο-μαρξιστικής προσέγγισης. Πρόκειται για μια συλλογή από δοκίμια που αφορούν όχι μόνο το Γκόλεμ αλλά επίσης τον  Κάφκα, τον Χαίλντερλιν, τον Λακάν, τον Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ, τον Χέγκελ, τον Μαρξ και κάποιους σύγχρονους Έλληνες ποιητές όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Η λογική συνοχή του βιβλίου  αποδίδεται με τρόπο αρκετά ασυνήθιστο, καθότι ο συγγραφέας συνδέει, δομεί και συγχωνεύει τον εβραϊκό μυστικισμό, την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία και τον επαναστατικό μαρξισμό.

Ο Σάββας Μιχαήλ δεν έκρυψε ποτέ τις αντιφασιστικές πεποιθήσεις του, και δεν σταμάτησε  τα τελευταία χρόνια να καταγγέλλει την ολέθρια δράση της νεοναζιστικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» -που θα έπρεπε να ονομάζεται «Αιματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα». Ωστόσο, το 2009, η οργάνωση που υποστηρίζει με φανατισμό την κληρονομιά του Τρίτου Ράιχ, παρουσίασε στην Ελληνική Δικαιοσύνη, μια μήνυση-καταγγελία εναντίον ενός μεγάλου αριθμού  προσωπικοτήτων από διαφορετικά ρεύματα της Αριστεράς και της άκρας Αριστεράς. Με απόφαση του εισαγγελέα –του διορισμένου από την  νεο-φιλελεύθερη δεξιά  κυβέρνηση– η  αστυνομία κάλεσε το 2012 τα πρόσωπα αυτά για ανάκριση.

Όλοι, με κοινή απόφασή τους, αρνήθηκαν να παρουσιαστούν, αλλά έστειλαν διά της νομικής οδού  υπεύθυνες δηλώσεις αντικρούοντας τις κατηγορίες. Μετά την εξέταση των στοιχείων των κατηγορουμένων, ο Εισαγγελέας αποφάσισε να παραπέμψει στο δικαστήριο δύο από αυτούς τους ανθρώπους: τον Σάββα Μιχαήλ και τον πρώην πρύτανη του Πολυτεχνείου, Κωνσταντίνο Μουτζούρη που κατηγορείται ότι βοήθησε το Indymedia -ένα  εναλλακτικό  μέσο κοινωνικής δικτύωσης- να χρησιμοποιήσει τις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου  για τις εκπομπές του. Ο Σάββας Μιχαήλ είχε  κατηγορηθεί για «δυσφήμιση» κατά των νεοναζί – επειδή τους αποκάλεσε εγκληματίες,«υποκινητές της  βίας», γιατί απηύθυνε κάλεσμα πάλης εναντίον του φασισμού και «της απειλής της κοινωνικής ειρήνης», σε ένα φυλλάδιο διαμαρτυρίας εναντίον της Χρυσής Αυγής. Εν τω μεταξύ, οι  Έλληνες νεοναζί ηγούνται μιας φρενήρους αντισημιτικής εκστρατείας κατά του Σάββα Μιχαήλ, καταγγέλλοντάς τον ως «πράκτορα της παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας κατά του ελληνικού έθνους, που θέλει να προκαλέσει   εμφύλιο πόλεμο και να εγκαθιδρύσει  ένα εβραιο-μπολσεβίκικο καθεστώς». Παράξενο, έχουμε την εντύπωση ότι κάπου το έχουμε ξανακούσει …

Η υπόθεση αυτή προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά παρόλα αυτά η απόφαση θα κριθεί την προβλεπόμενη  ημερομηνία, στις 3  Σεπτεμβρίου  2013.

Το διακύβευμα είναι σημαντικό: Πέραν των άδικα κατηγορουμένων προσώπων πρόκειται να μάθουμε  εάν στο μέλλον θα υπάρξει  στην Ελλάδα, ελευθερία έκφρασης των φασιστικών ιδεών. Η υπόθεση αυτή απεικονίζει όχι μόνο το απερίγραπτο θράσος των «κυρίων» της «Χρυσής Αυγής», αλλά και την όλο και πιο ορατή  συνενοχή και συνεργασία  της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, του Αντώνη Σαμαρά, με τους Έλληνες φασίστες. Αρκετοί υπουργοί αυτής της όλο και πιο αυταρχικής και καταπιεστικής  κυβέρνησης, προέρχονται από την άκρα δεξιά: ο σύμβουλος του σημερινού υπουργού Δικαιοσύνης, Κωτούλας, είναι ο συγγραφέας ενός εγχειριδίου που πραγματεύεται την άρνηση του Ολοκαυτώματος  προς τιμήν του Τρίτου Ράιχ, και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, ο βουλευτής Μάκης Βορίδης, πρώην Γενικός Γραμματέας της Νεολαίας της ΕΠΕΝ, του κόμματος, το οποίο είχε ιδρύσει μέσα από τη φυλακή ο έγκλειστος επικεφαλής της Χούντας των Συνταγματαρχών Γεώργιος Παπαδόπουλος (1967-1974),  δήλωσε ότι είναι φίλος του Jean-Marie Le Pen.

Επιπλέον, η πρόσφατη απόφαση του Αντώνη Σαμαρά να κλείσει  με το «έτσι θέλω» την ΕΡΤ, τον ελληνικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, κόβοντας το σήμα από τους πομπούς του –μια απόφαση που προκάλεσε κυβερνητική κρίση, με την αποχώρηση του κόμματος της Δημοκρατικής  Αριστεράς– έτυχε της ένθερμης υποστήριξης της  Χρυσής Αυγής..

Στις 3 Σεπτεμβρίου, θα μάθουμε εάν ο αντισημιτισμός νομιμοποιείται στην Ελλάδα ή αν εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη κάποιες δημοκρατικές εγγυήσεις.

Πηγή: blogs.mediapart.fr, Red NoteBook


Προσθήκη: Συνέντευξη του Σάββα Μιχαήλ στη Νόρα Ράλλη

Τα αίτια για την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής και οι τρόποι αντιμετώπισής της γίνονται αφετηρία για μια συζήτηση που ξεκινά από ένα βιβλίο, αγκαλιάζει πρόσφατα φαινόμενα στην ελληνική πολιτική ζωή και φτάνει μέχρι τον Εμπειρίκο και την ψυχανάλυση της μετεμφυλιακής Ελλάδας

Ο Πυθαγόρας έλεγε πως «ή πρέπει να σιωπήσεις ή κάτι καλύτερο να πεις απ’ τη σιωπή». Από την άλλη, η φράση «σώζειν τα φαινόμενα» και οι παραλλαγές της αποδίδονται, σύμφωνα με την παράδοση, στον Πλάτωνα (που είχε επηρεαστεί βαθιά από τη σχολή του Πυθαγόρα), ο οποίος υποδείκνυε να ερμηνεύονται οι τροχιές των πλανητών με βάση το αξίωμα ότι η μόνη επιτρεπτή κίνηση στον ουρανό είναι η ομαλή κυκλική. Οπότε και δεν θα υπήρχε θεωρητικό πρόβλημα πλέον, σε σχέση με τα παρατηρούμενα φαινόμενα. Τον 21ο αιώνα, ο Σάββας Μιχαήλ αρνείται τη γραμμική εξέλιξη της ιστορίας και παίρνει θέση απέναντι στη Χρυσή Αυγή. «Το διακύβευμα δεν είναι απλώς η δημοκρατία, είναι η ίδια η ζωή!» τονίζει τόσο με την πορεία του όσο και με τη ζωή του. Διαγράφει λοιπόν τη δική του ξεχωριστή τροχιά και δεν τον απασχολεί διόλου το «σώζειν τα φαινόμενα». Διότι γνωρίζει πως η φρίκη, η τρομοκράτηση και η επανάληψη –ακόμη και υπό μορφή παρωδίας– ανθρωπομορφικών ιστορικών τερατουργημάτων, μόνο με τη σιωπή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και σίγουρα ο ίδιος έχει κάτι καλύτερο να πει απ’ τη σιωπή. Το έκανε με το καινούριο του βιβλίο Η φρίκη μιας παρωδίας: Τρεις ομιλίες για τη Χρυσή Αυγή που κυκλοφόρησε από την Άγρα. Και όπως σχολίασε στον ΧΡΟΝΟ: «Η επανάληψη της ιστορικής τραγωδίας ως φάρσας δεν έχει τίποτα το καθησυχαστικό. Η φάρσα δεν καταργεί την τραγωδία. Η παρωδία δεν ακυρώνει τη φρίκη».

Και πώς θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει για το αντίθετο, όταν μια κουλτούρα που ισοδυναμεί με βαρβαρότητα φαίνεται να επεκτείνει όλο και περισσότερο τα κοινωνικά της σύνορα. Και όλα αυτά στις αρχές του 21ου αιώνα.

Ναι, μα «ο χρόνος βγήκε έξω απ’ τους αρμούς του» διευκρινίζει ο Σάββας Μιχαήλ, ενθυμούμενος τον Άμλετ, θέλοντας να τονίσει πως η παρούσα –η χειρότερη στην ιστορία– παγκόσμια συστημική κρίση «φαίνεται να εξαρθρώνει σε όλες του τις διαστάσεις τον ιστορικό, κοινωνικό και υπαρξιακό χρόνο».

Ο Σαμπεθάι Μάτσας, ευρύτατα γνωστός με το ψευδώνυμο Σάββας Μιχαήλ, σπούδασε γιατρός, ειδικεύτηκε στον καρκίνο και δούλεψε σε μεγάλα νοσοκομεία αλλά παράλληλα αφιέρωσε τη ζωή του στην εξερεύνηση και τη θεραπεία των πληγών της κοινωνίας. Τροτσκιστής, μέλος και παλιότερα γραμματέας του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος (Ε.Ε.Κ.) ανέπτυξε διεθνή και ενεργό πολιτική δράση στον χώρο της Αριστεράς, όχι όμως από την ασφάλεια του γραφείου του. Αντίθετα, βρισκόταν σχεδόν πάντα στην καρδιά των γεγονότων ως ακτιβιστής σπεύδοντας από τη βομβαρδισμένη Γιουγκοσλαβία ώς τις διαδηλώσεις στην Ελλάδα, συχνά μαζί με τη σύζυγό του Κατερίνα Μάτσα, γνωστή ψυχίατρο και επιστημονικά υπεύθυνη της κοινότητας του 18 ΑΝΩ. Προσωπικός φίλος πολλών διανοητών με ριζοσπαστική σκέψη όπως ο Τάρικ Άλι ή ο Αλαίν Μπαντιού, έχει επιπλέον μεταφράσει σημαντικά έργα πολιτικού στοχασμού (Μαρξ, Ένγκελς, Νόαμ Τσόμσκι, Έντουαρντ Σαΐντ, Μπαντιού, Άλι κ.ά.), ενώ είναι και ο ίδιος συγγραφέας, ειδικός στην ιστορία και την κριτική της λογοτεχνίας, έχοντας μάλιστα αναδειχτεί σε έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες μελετητές του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκρηκτικός και πληθωρικός, διανοούμενος με απίστευτες γνώσεις σε πολλά επίπεδα, κάνει χρήση όλων όσα γνωρίζει για να δικαιώσει τα πιστεύω μέσα από τον αγώνα του, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όπου κι αν βρεθεί.

Η Φρίκη μιας παρωδίας, το πιο πρόσφατο έργο του, αποτελείται από τρία σύντομα δοκίμια βασισμένα σε τρεις ομιλίες που έγιναν σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις τον Δεκέμβριο του 2012 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αυτό το βιβλιαράκι είναι η απόδειξη πως δεν μπορείς να χωρίσεις, χωρίς να τον χάσεις, τον ποιητή από τον ψυχαναλυτή, ή τον ψυχαναλυτή από τον υπερρεαλιστή, ή τον ποιητή ψυχαναλυτή από τον οραματιστή τής άνευ ορίων, άνευ όρων και άνευ τάξεων, ελευθερίας, ερωτικής και πανανθρώπινης. Αυτήν υπηρετεί ο Σάββας Μιχαήλ. Και γι’ αυτήν μίλησε στον ΧΡΟΝΟ.


— Πώς εξηγείτε ότι στη σημερινή Ελλάδα, μια χώρα με αναρίθμητα θύματα και αγώνες κατά του φασισμού, εκτινάσσεται εκλογικά, και όχι μόνον, ένα ακραιφνές ναζιστικό μόρφωμα σαν τη Χρυσή Αυγή;

Κινητήρια δύναμη βέβαια είναι η παγκόσμια συστημική κρίση του καπιταλισμού που ξεπερνάει κι εκείνην της δεκαετίας του 1930. Η κρίση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε από την Αμερική, με την Ευρώπη να γίνεται σύντομα το επίκεντρό της και την Ελλάδα να είναι ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωπαϊκής αλυσίδας που έσπασε πρώτος, βυθίζοντας τον λαό της στον εφιάλτη των μνημονίων, στην τραγωδία της μαζικής ανεργίας και της εξαθλίωσης. Η δημιουργία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενός ωκεανού ανθρωπίνων υπάρξεων χωρίς στοιχειώδεις όρους ύπαρξης, η απαξίωση του δικομματικού διεφθαρμένου αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος με το οποίο κυβερνήθηκε η χώρα μετά την κατάρρευση της χουντικής δικτατορίας, η κοινωνική ερείπωση προκαλούν πολιτική πόλωση: από τη μια, στροφή προς τα αριστερά, γεγονός που εκτίναξε εκλογικά τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά, από την άλλη, αποπροσανατολισμό ενός μέρους της κοινωνικής απόγνωσης με στροφή προς τη ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής που παριστάνει την «αντισυστημική». Το τελευταίο φαινόμενο δεν είναι κάποια αυτόματη, αυθόρμητη διαδικασία. Έχει τη στήριξη ενός τμήματος του μεγάλου κεφαλαίου (π.χ. εφοπλιστών) και την προστασία των μηχανισμών της κλυδωνιζόμενης κρατικής και κυβερνητικής εξουσίας.


— Είδαμε να εκτυλίσσεται μια σειρά επεισοδίων σχετικά με την κατάθεση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, θέμα που κατά πολλούς έβαλε σε δοκιμασία τις σχέσεις συνεργασίας της τριμελούς ελληνικής κυβέρνησης. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το διακύβευμα στην περίπτωση αυτή και γιατί τόση διαμάχη στο κυβερνών σχήμα; 

Θα πρέπει πρώτα πρώτα να διαχωρίσουμε τη φαγωμάρα στους κόλπους της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά από τις επιφυλάξεις που εκφράζουν διάφοροι χώροι κι αγωνιστές της Αριστεράς που γνωρίζουν πώς έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, παλιότερο και πρόσφατο, η υποτιθέμενη «αντιρατσιστική» κι «αντιφασιστική» νομοθεσία, η οποία αφήνει ουσιαστικά αλώβητους τους φασίστες για να γίνει όπλο καταστολής του εργατικού και λαϊκού κινήματος, των κομμουνιστών, των αριστερών, των αναρχικών κ.λπ. Ο φασισμός καταπολεμάται χτυπώντας την κοινωνική ρίζα του, με λαϊκή κινητοποίηση και οργάνωση για μια πραγματική διέξοδο από την κρίση και το σύστημα που τη γεννά, όχι με νομοθετικά μαγειρέματα των κρατούντων στη Βουλή. Πάντως, το ζήτημα τέτοιων νομοσχεδίων πρέπει να αντιμετωπίζεται κάθε φορά συγκεκριμένα, από άποψη τακτικής, και λαμβάνοντας υπόψη τις αντιφασιστικές ευαισθησίες του λαού. Η κυβερνώσα Δεξιά του Σαμαρά, του Βορίδη και του Φαήλου Κρανιδιώτη θέλει να συνεχίσει να κρατά τα ηνία της εξουσίας ενσωματώνοντας τους ψηφοφόρους και τη ρατσιστική ατζέντα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Κάτι ανάλογο γινόταν στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν η παραδοσιακή εθνικιστική-μιλιταριστική Δεξιά, για να σταθεροποιηθεί, έκανε ανοίγματα και συμμαχίες με τους ναζί μέχρι να χάσει τελικά κάθε έλεγχο. Από την άλλη, το υπόλειμμα μεταλλαγμένου ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Βενιζέλου και η ΔΗΜ.ΑΡ. του Κουβέλη, που λέει «παρών» στα μνημόνια, συνειδητοποιούν με φρίκη πως κινδυνεύουν να μην ξαναδούν Βουλή. Επιχειρούν να βρουν άλλοθι κι επιβίωση με «αντιρατσιστικά» νομοσχέδια, τη στιγμή που συμμετέχουν και συνεργούν σε μια κυβέρνηση και μια πολιτική που πριμοδοτεί τη Χρυσή Αυγή.


— Το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα Ταξισυνειδησία που περιγράφει τη συνδικαλιστική δράση και τη συμβολή των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα προβλήθηκε στη Νέα Υόρκη και προκάλεσε την αντίδραση των εκεί μελών νεοναζιστικών μορφωμάτων, οι οποίοι μάλιστα προκάλεσαν όχι μόνο φραστικά επεισόδια αλλά και διαπληκτισμούς, φωνάζοντας «Κουμμούνια, θα πεθάνετε!». Είχαμε δηλαδή μια ξεκάθαρη επιστροφή σε εμφυλιοπολεμικά ακροδεξιά συνθήματα. Το γεγονός αυτό, συνδυασμένο με το προ ενός έτους αντίστοιχο «τηλεοπτικό» επεισόδιο με στόχο τις βουλευτές Λιάνα Κανέλλη και Ρένα Δούρου, τι υποδηλώνει; 

Διαχρονικά γνωρίσματα του κάθε φασισμού, μαζί με τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό, είναι ο αντικομμουνισμός και οι επιθέσεις στο εργατικό κίνημα. Στην ελληνική περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε το μέγα συμβάν που σημάδεψε τη νεότερη Ιστορία της: την αντιφασιστική Αντίσταση και τον Εμφύλιο που την ακολούθησε – τη χαμένη επανάσταση του 1941-49. Όπως τονίζεται στο βιβλίο μου, ποτέ δεν επιτελέστηκε στην Ελλάδα αυτό που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν εργασία του πένθους. Το πένθος για τον Εμφύλιο απαγορεύτηκε μετεμφυλιοπολεμικά από τους νικητές αλλά και από τους πολιτικά υπεύθυνους για τη λαϊκή ήττα. Στη μεταπολίτευση βάλανε και την ταφόπλακα με την τάχα αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και το υποτιθέμενο «κάψιμο των φακέλων». Οι νεκροί κλείστηκαν σε μια κρύπτη από όπου κατά καιρούς βγαίνουν τα φαντάσματά τους. Όπως γράφω: «και τώρα ακόμα η κρύπτη ανοίγει και βγάζει αδικοχαμένα θύματα, άγνωστους ήρωες, αλλά και ταγματασφαλίτες, γερμανοτσολιάδες, χίτες, Τσαούς Αντώνηδες και συνεργάτες των ναζιστών. Το αίσχος της Χρυσής Αυγής δεν αφήνει αμφιβολία περί τούτου».


— Ήθος σφυρηλατημένο από την προπαγάνδα, σκέψη δομημένη σύμφωνα με τα αξιώματα της ιδεολογίας και μια ταυτότητα συγκροτημένη από την ιστορία μόνο της ομάδας στην οποία εκείνος ανήκει…» γράφει η Χάννα Άρεντ στο βιβλίο της για την κοινοτοπία του κακού (Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ). Αυτό είναι πράγματι το προφίλ ενός νεοναζιστή;

Ο νεοναζιστής δεν έχει προφίλ. Ο μαυροφορεμένος κουρεμένος εν χρω «φουσκωτός» και τις άναρθρες κραυγές «εγέρθητος» είναι μια κακότεχνη μάσκα που επιχειρεί να κρύψει, ουσιαστικά να συγκαλύψει, το υπαρκτό κι οδυνηρό κενό, την κρίση υποκειμενοποίησης που γεννά η διάλυση του κοινωνικού ιστού.


— Από τη Χάννα Άρεντ να περάσουμε στον Ανδρέα Εμπειρίκο, πάνω στην ίδια θεματική όμως. Κάποια στιγμή ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακόπτει, στο πιο κρίσιμο σημείο ίσως, την αφήγηση του Μεγάλου Ανατολικού, τη στιγμή που αυτός αντιμετωπίζει τον Κυκλώνα, τη Μεγάλη Δοκιμασία, την απειλή του ναυαγίου, για να απευθυνθεί σε εκείνους ακριβώς στο έργο των οποίων αναγνωρίζει τις δυνάμεις αντίστασης και άρνησης της παρούσας παρακμής, αλλά και την ταυτότητα του δικού του έργου, γράφοντας: «Μεταλλωρύχοι, ψυχοαναλυταί και ποιηταί της δράσεως και του λόγου, όσοι δεν περιορίζεσθε εις έστω και ωραία φληναφήματα της παρακμής, της “ντεκαντέντζας”, χειρώνακτες και πνευματικοί, εργάται απάντων των εγκάτων, σύντροφοι, συνοδοιπόροι, συνερασταί και αδελφοί εν όπλοις...». Το σχόλιό σας για την επικαιρότητα αυτών των λόγων.

Αυτά τα λόγια του Εμπειρίκου είναι πύρινα. Πύρινα και βαθιά αληθινά. Η τριπλή αναφορά στους μεταλλωρύχους, τους ψυχαναλυτές, τους ποιητές του λόγου και της δράσης δίνει τις συντεταγμένες και το στίγμα της εμπειρίκειας ποντοπορίας μέσα στον αιώνα που πέρασε, τη γραμμή πλεύσης του προς την επόμενη χιλιετία. Οι τρεις ομόκεντροι κύκλοι ανθρώπων και έργων συναπαρτίζουν και την ιδιαίτερη ταυτότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου: ποιητής, ψυχαναλυτής, οραματιστής της καθολικής απελευθέρωσης του έρωτα και της ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται για τρεις ξεχωριστές πλευρές που στέκονται η μία πλάι ή απέναντι στην άλλη. Υπάρχει αλληλοπεριχώρησή τους σε μια ενιαία, αδιαίρετη, ζωντανή, ασπαίρουσα ολότητα.

Ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα και σήμερα. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις τις ιδέες σου από τις πράξεις σου, να θεωρείσαι αριστερός και να συμμετέχεις σε μνημονιακές πολιτικές ή να λογίζεσαι ποιητής και να τραγουδάς χιτλερικά άσματα. Και η ίδια η κρίση είναι αυτή που ξαναφέρνει την αλήθεια του Εμπειρίκου στο προσκήνιο. Εκείνο που κρίνει τον καθένα μας, κάθε οργάνωση, μέτωπο ή πρωτοβουλία, είναι η ίδια η κρίση. Ή θα ανοίξουμε μια επαναστατική διέξοδο από τα ερείπια του συστήματος που απειλούν να μας θάψουν ή θα ανακυκλώνουμε, μόνοι ή «μετωπικά», τα αδιέξοδα και θα επιταχύνεται ο κατήφορος στη βαρβαρότητα. Πιθανόν, ως γνωστόν, οι αγαθές προθέσεις να οδηγούν στην κόλαση. Σίγουρα πάντως, στην κόλαση οδηγούν οι προθέσεις που μεταμφιέζονται σε αγαθές.


— Γιατρός (ψυχαναλυτής) και ποιητής ο Εμπειρίκος, γιατρός και διανοούμενος και ποιητής και εσείς…

Στον Εμπειρίκο υπάρχει έντονη η τάση που χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό να γκρεμίζει τα τείχη ανάμεσα στα είδη του λόγου και να δίνει έκφραση στα βαθύτερα ρεύματα της μεταβατικής μας εποχής: την απαίτηση της ιστορικής ανάπτυξης για μια νέα σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, για μια υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στους διάφορους χώρους της κουλτούρας, ανάμεσα στην ίδια την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή. Είναι τραγικό για την πορεία της ψυχανάλυσης και των πνευματικών πραγμάτων στην Ελλάδα ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος υποχρεώθηκε τον Απρίλη του 1951, κάτω από την πίεση των αντιδραστικών «ελληνοχριστιανικών», κρατικών και πανεπιστημιακών κατεστημένων της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου, να διακόψει την κλινική ψυχαναλυτική πρακτική του. Το πλήγμα αυτό ήρθε να συμπληρώσει το άλλο βαθύτατο τραύμα που υπέστη ο Εμπειρίκος το 1944, όταν σύρθηκε από τη σταλινική Ο.Π.Λ.Α. στα Κρώρα και υπέφερε, εντελώς αθώος, από εκείνους που υποτίθεται συμμερίζονταν μαζί του το όραμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης... Όσον αφορά εμένα, θα χρησιμοποιήσω αυτό που είχα πει και στα μικρόφωνα της ραδιοφωνικής σας εκπομπής, κυρία Ράλλη, τα λόγια του Μπρεχτ: έφοδος στον ουρανό!


— Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου σας αναφέρεστε στην καίρια επισήμανση του Εμμανουέλ Λεβινάς ότι με τον ναζισμό, το διακύβευμα δεν είναι απλώς η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός, αλλά το ίδιο το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο. Ώσπου να φτάσουμε στο «υπάνθρωπο». Πόσο νομίζετε ότι οι έννοιες αυτές έχουν διαπεράσει τον ιδεολογικό κορμό, τον ηγετικό πυρήνα αλλά και τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής;

Πρώτον, ο «ιδεολογικός» κορμός και ο ηγετικός πυρήνας της ναζιστικής συμμορίας δεν ταυτίζονται με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, τουλάχιστον την πλειοψηφία τους. Η τελευταία γίνεται, στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, αντικείμενο εκμετάλλευσης και στόχος χειραγώγησης από τις δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τον αρχηγίσκο που παριστάνει τον φίρερ, τους κασιδιαροπαναγιωταροκαιάδες του και την καρικατούρα ιδεολογίας, μια βαλκανική παρωδία φρίκης του Τρίτου Ράιχ. Μια καρικατούρα και μια παρωδία δεν παύουν, κάτω από ορισμένους όρους, να είναι και εξαιρετικά επικίνδυνες, στον βαθμό που δεν γίνεται ορατή και πειστική μια εναλλακτική λύση και προοπτική αληθινά αντισυστημική, επαναστατική, αυθεντικά σοσιαλιστική. Το δίλημμα που έχει θέσει πριν από έναν αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» είναι όσο ποτέ επίκαιρο. Στις μέρες μας μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: «Ή καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση ή καθολική εξολόθρευση του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο».


— Τι προτείνετε να γίνει άμεσα;

Το τρίπτυχο: ενιαίο μέτωπο του εργατικού-λαϊκού κινήματος και των οργανώσεών του κατά του φασισμού, δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, λαϊκή αυτοοργάνωση συμπεριλαμβανομένης και της οργάνωσης εργατικής-λαϊκής αυτοάμυνας ενάντια στον ναζιστικό γκανγκστερισμό.

Πηγή: Χρόνος