Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Ταξικές σχέσεις στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό


του Φώτη Τερζάκη

.
Ένας στερεότυπος του αγοραίου αντιμαρξισμού των ημερών μας μιλάει για αστοχία της ταξικής ανάλυσης από τη στιγμή που το βιομηχανικό προλεταριάτο, στη μορφή που το γνωρίζαμε, δεν υφίσταται πλέον ή έχει «μικροαστικοποιηθεί». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα αυτό έχει τεθεί εδώ και μισό αιώνα ήδη από θεωρητικούς των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, συνδεδεμένο με νέες προσπάθειες χαρτογράφησης των ταξικών διαιρέσεων μέσα στους συνασπισμούς εξουσίας του μεταπολέμου. Ένα κοινό σφάλμα, εν πάση περιπτώσει, τόσο μιας απολιθωμένης «αριστεράς» –που έχασε και τα προσχηματικά της ερείσματα στην πραγματικότητα μετά την τελευταία μεταμόρφωση του καπιταλισμού– όσο και των (μετα)μοντέρνων επικριτών της είναι η ταύτιση της μαρξικής έννοιας του προλεταριάτου με τη βιομηχανική εργατική τάξη (ακόμη και αν στην εποχή του Μαρξ η τελευταία ήταν η ορατή ενσάρκωση της έννοιας). Μολονότι κοινοτοπία, έχει σημασία να ξαναλέγεται ότι «κεφαλαιοκρατική τάξη» και «προλεταριάτο» αντιπροσωπεύουν δομικές θέσεις στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγήςπου μπορούν να στοιχειοθετηθούν σε πολλές ιστορικές του μεταμορφώσεις.

Το μοντέλο του κρατικογραφειοκρατικού καπιταλισμού έδειξε ότι η «κεφαλαιοκρατική τάξη» δεν ταυτίζεταιυποχρεωτικά με τον νομικό ιδιοκτήτητων μέσων παραγωγής (του κεφαλαίου στην ευρύτερη έννοιά του), όπως στην κλασική εποχή τού φιλελευθερισμού, αλλά συμπίπτει μάλλον με τις ομάδες που τα ελέγχουν και τα διαχειρίζονται: γραφειοκρατικές ελίτ στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, ανώτατα εκτελεστικά στελέχη, μάνατζερς και policymakersστη Δύση, για παράδειγμα, οι οποίοι συνδέουν τη λειτουργία τους με την απεριόριστη αναπαραγωγή και επέκταση του κεφαλαίου και, μέσω αυτής ακριβώς, καρπούνται ένα κολοσσιαίο μέρος τού κοινωνικού υπερπροϊόντος. Σήμερα, οι υψηλότεροι τέτοιοι διαχειριστές είναι σε μεγάλο βαθμό και ιδιοκτήτες κεφαλαίων, βέβαια· όπου όμως έλεγχος και «ιδιοκτησία» του κεφαλαίου διαχωρίζονται –όπως στην περίπτωση των χιλιάδων μικρο-ομολογιούχων στη μετοχική εταιρεία ή των καταθετών στο τραπεζικό ίδρυμα–, η πραγματική εξουσία ανήκει τους διαχειριστές.

Η έννοια «προλεταριάτο», αντίστοιχα, σηματοδοτεί το τεράστιο σώμα εκείνων οι οποίοι, στερούμενοι από οιαδήποτε κυριότητα στα μέσα παραγωγής, βρίσκονται παγιδευμένοι στη σχέση μισθωτής εργασίας. Και αυτό έχει δύο αλληλοσυνδεόμενες συνέπειες, μία «ποσοτική» και μία –ακόμη σοβαρότερη–ποιοτική: από τη μία πλευρά, τη διαρκή απόσπαση ενός μέρους τού προϊόντος τους υπό τη μορφή κεφαλαιοκρατικού κέρδους (υπεραξία)· και από την άλλη, την ενδημική αποξένωση από την ίδια τους τη δραστηριότητα, από των έλεγχο των σωματικών τους δυνάμεων και της φαντασίας, από την ατομική τους αυτοπραγμάτωση στο ίδιο το προϊόν της δράσης τους – πηγή μιας ανυπολόγιστης παθογένειας με αναρίθμητες κλινικές όσο και κοινωνικές όψεις.

* * *

Οι σχέσεις αυτές διατηρούνται, και οξύνονται μάλιστα, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό παρά τη δραματική μείωση του όγκου και την αλλαγή χαρακτήρα της εργασίας. Η γενίκευση του αυτοματισμού, μαζί με τη διάλυση του βιομηχανικού προλεταριάτου στις μορφές που το ξέραμε, συνεπέφερε κατ’ αρχήν μια επαναστατική δυνατότητα: την απελευθέρωση από την εργασία, που ήταν για πρώτη φορά εφικτή σε μεγάλη κλίμακα χάρη στις νέες τεχνολογίες. Η πραγμάτωσή της ωστόσο προϋπέθετε ότι η παραγωγή θα προσανατολιζόταν στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στο κεφαλαιοκρατικό κέρδος· που σημαίνει ότι η εργασία παύει να είναι εμπόρευμα και ο ελεύθερος χρόνος κατανέμεται ισόποσα στο πληθυσμό. Είναι ακριβώς η δυνατότητα που εμποδίστηκε λυσσαλέα από τα συνασπισμένες κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι οποίες εκβίασαν τη συνεχόμενη δουλεία του πληθυσμού στην κατανάλωση μέσ’ από τις καινοφανείς στρατηγικές τού δανεισμού και του χρέους. Το τεράστιο απόθεμα χρόνου που γέννησαν οι νέες παραγωγικές δυνάμεις (ο αυτοματισμός) εμφανίζεται έτσι μόνο υπό την αρνητική του μορφή, ως μαζική ανεργία και υπερχρέωση. Αυτό μπορεί να ειπωθεί και αλλιώς: μόλις προέκυψε ελεύθερος χρόνος, αντί να μοιραστεί ελεύθερα σε όλους, έγινε εμπόρευμα από το οποίο κάποιοι προσπαθούν να κερδίσουν – διότι χρηματοπιστωτική αξιοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει, ακριβώς, κεφαλαιοποίηση του χρόνου (πράγμα που σημαίνει επίσης: στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, τα εμπορεύματα εργασία και φυσικοί πόροι υπάγονται στο τελευταίο και μέσω αυτού «αξιοποιούνται»).

Υπάρχει μια παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε εμπορικό, βιομηχανικό και χρηματοοικονομικό κεφάλαιο. Το εμπορικό κεφάλαιο προηγήθηκε κατά πολύ του καπιταλισμού, και μπορεί να βασίζεται σε ποικίλους τρόπους παραγωγής· μόνο αφότου η εργασία έγινε εμπόρευμα στη συνθήκη της «ελεύθερης» αγοράς μπορούμε νόμιμα να μιλάμε για καπιταλισμό – και αυτό συνέπεσε με την ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο συνυπήρχε από νωρίς με το εμπορικό (δύο ή τρεις αιώνες πριν από την έναρξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη) και ήταν ο παράγων που επέτρεψε την αναγκαία συσσώρευση για την ανάπτυξη του τελευταίου· έκτοτε λειτουργεί σε διαρκή ανατροφοδότηση με το βιομηχανικό κεφάλαιο, μέχρις ότου, στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, καλείται αυτό να αναλάβει δραστικά την αξιοποίηση του λιμνάζοντος βιομηχανικού κεφαλαίου. Σήμερα το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι κατά μια έννοια όλο το κεφάλαιο, οι άλλες μορφές εμπεριέχονται σε αυτό και λειτουργούν μέσω αυτού. Είναι ο αμφιλεγόμενος «σωτήρας» του καπιταλισμού, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Κυρίαρχη «κεφαλαιοκρατική τάξη» μπορούμε να ονομάζουμε νόμιμα τους διαχειριστές των ροών του, και υποτελή τάξη (θέσει «προλεταριάτο») τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού που είτε υπόκειται στους κτηνώδεις καταναγκασμούς της μισθωτής εργασίας είτε συνιστά το τεράστιο αποθεματικό ανέργων που χρησιμοποιείται ως μέσο περαιτέρω συμπίεσης –εκτατικής και εντατικής– της τελευταίας.

* * *

Το επίκαιρο ζήτημα της Ελλάδας στην Ευρωζώνη εικονίζει παραδειγματικά τις νέες σχέσεις κυριαρχίας.Τί θέλει η ελίτ των διαχειριστών αυτού τού υπερεθνικού κεφαλαιοκρατικού συνασπισμού (που μια κολλώδης διπλωματική γλώσσα αποκαλεί «εταίρους») από μια χώρα της περιφέρειας όπως η Ελλάδα; Μόνο αφελείς μπορούν να πιστέψουν ότι από τη θέση τους ως δανειστών ζητούν απλώς «να πληρώσουμε το χρέος μας»· ξέρουν όσο κι εμείς ότι το χρέος αυτό ούτε μπορεί ούτε πρόκειται να πληρωθεί ποτέ, και αν υποθετικά ήμασταν σε θέση να το αποπληρώσουμε στο σύνολό του, θα έκαναν τα πάντα για να το εμποδίσουν. Στόχος τους είναι με το μαστίγιο του χρέουςνα εξουδετερώνουν προκαταβολικά οιαδήποτε «σοσιαλιστική παρέκκλιση»τύχει να αναφανεί σε οποιαδήποτε γωνιά της επικράτειας που ελέγχουν: δηλαδή, να κρατούν σε καταστολή την εργασία και να υπάγουν σε αγοραία «αξιοποίηση» όλους τους διαθέσιμους υλικούς και κοινωνικούς πόρους – ώστε να εξασφαλίζουν τη διαρκώς κλονιζόμενη κερδοφορία τού τραπεζικού και εταιρικού κεφαλαίου (όπως ακριβώς, στα πλαίσια του αμέσως προηγουμένου μοντέλου καπιταλισμού, δάνειζαν αφειδώς για να εξασφαλίζουν αγορές στα προϊόντα του…). Ενόψει αυτού, το να προσάγουμε την διόγκωση του εθνικού χρέους και τη συνακόλουθη «ανθρωπιστική καταστροφή» ως επιχείρημα για την αποτυχία τού μνημονίου σημαίνει ότι μιλάμε άλλη γλώσσα: για τους δικούς τους σκοπούς, αυτά ακριβώς είναι οι αδιάσειστες αποδείξεις της επιτυχίας του.




Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός ως οργανωμένο έγκλημα


Μία συνέπεια της δομής των παραγωγικών σχέσεων στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, όπως την παρουσίασα στο προηγούμενο άρθρο μου, είναι η παράλληλη ύπαρξη λιμναζόντων κεφαλαίων, από τη μία πλευρά, και τεράστιου όγκου αχρησιμοποίητης εργασίας (που πρακτικά μεταφράζεται σε ανεργία), από την άλλη. Γιατί τα δύο αυτά δεν μπορούν να συναντηθούν για την παραγωγή αληθινού πλούτου, και μάλιστα με ελάχιστο χρόνο εργασίας, για τις κοινωνίες; Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, επειδή, από την άποψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δεν συμφέρει πλέον. Καμία παραγωγική επένδυση «δεν συμφέρει» επειδή το μειούμενο ποσοστό κέρδους από την εκμετάλλευση της εργασίας (μειούμενο για τους λόγους που εξήγησα στα προηγούμενα άρθρα, κι εφόσον η εργασία αυτή δεν είναι ευτελισμένη σε βαθμό που, μέχρι προσφάτως τουλάχιστον, ήταν αδιανόητος σε «ανεπτυγμένες» χώρες) κρίνεται ως ανεπαρκές για τις υπέρογκες αξιώσεις κερδοφορίας των διαχειριστών του κεφαλαίου· οπότε η στρατηγική που επιλέγεται είναι η χρηματοπιστωτική αξιοποίηση.

Αν η χρηματοπιστωτική αξιοποίηση ισοδυναμεί, όπως είπα, με «κεφαλαιοποίηση του χρόνου», μένει να δούμε πώς μεταφράζεται αυτό στην πράξη. Ο χρόνος δεν έχει υλική υπόσταση· είναι μια υποστασιοποιημένη αφαίρεση που ανάγεται σε μια μήτρα υπολογισμών. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι προσομοιώνεται μια δυνητικήπαραγωγή και δυνητικήαπόδοση, ως εάν είχαν λάβει χώρα, και προεισπράττεται ένα δυνητικό κέρδος. Είναι σαν να λέμε ότι η ανταλλακτική αξία αυτοαναπαράγεται εκθετικά χωρίς να εμπλέκεται καμία αξία χρήσης. Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «φούσκα»(κυριολεκτικά, για τη σφαίρα της κοινωνικής ζωής ό,τι για τη βιολογική ζωή ο καρκίνος). Επειδή όμως η προείσπραξη είναι πράξη που πρέπει να μεταφραστεί σε πραγματικούς υλικούς πόρους, προκύπτει μόνο από την αρνητική αναπαράσταση της υλικής παραγωγής, υπό τη μορφή διευρυνόμενου χρέους των παραγωγών: χρωστούν αυτά τα οποία δεν έχουν παραγάγει, σε αυτούς οι οποίοι δεν έχουν επιτρέψει, ως κάτοχοι των πραγματικών μέσων παραγωγής, την παραγωγική αξιοποίηση της εργατικής τους δύναμης. Είναι το κυριολεκτικά σχιζοφρενικό «διπλό αδιέξοδο» στο οποίο οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ έχουν εγκλωβίσει τις ανθρώπινες συλλογικότητες στις ημέρες μας.

* * *

Από την άποψη των ζωτικών συμφερόντων της ανθρωπότητας μιλάμε χωρίς αμφιβολία για ειδεχθές έγκλημα. Επειδή όμως το νομικό εποικοδόμημα του κεφαλαιοκρατικού κόσμου εξακολουθεί να βασίζει στην αντεστραμμένη αναπαράσταση των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων ιδιοκτησίας, αντιστρέφονται επίσης τα κριτήρια του εγκλήματος: από τη σκοπιά των κεφαλαιοκρατικών τάξεων και του νομικού τους οπλοστασίου, έγκλημα είναι το ίδιο το (με τους παραπάνω χειρισμούς παραγόμενο) χρέος, και ο οφειλέτης απογυμνώνεται σταδιακά από όλα τα αστικά του δικαιώματα υποβιβαζόμενος σε παρία ή οικονομικό σκλάβο. Το δίκαιο αυτό δεν έχει βεβαίως άλλη νομιμοποίηση από τους μηχανισμούς ωμής βίας που κινητοποιούνται για την επιβολή του – και αυτό εξηγεί την παροξυσμική αυταρχικοποίηση του παγκόσμιου νομοθετικού πλαισίου και των κατασταλτικών του μηχανισμών τις τελευταίες δεκαετίες.

Αυτό το στοιχείο ωμής βίας μού φαίνεται ότι είναι το πιο παραγνωρισμένο συστατικό τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Ένα μεγάλο μέρος των εικονικά παραγόμενων «κερδών», βέβαια, ως πλασματικό εξαρχής καταλήγει να εξαερώνεται στην πράξη (εξ ου και οι αλυσιδωτές χρεωκοπίες γιγάντιων χρηματοπιστωτικών οργανισμών)· το υπόλοιπο όμως που όντως υλοποιείται, αν το παρακολουθήσουμε ως την άλλη του άκρη, παράγεται από τη σύνθλιψη μυριάδων υπάρξεων στον πλανήτη, ανθρώπινων και μη ανθρώπινων, υπό όρους που σε τίποτα δεν διαφέρουν από αυτό που καλούμε «οργανωμένο έγκλημα»: δουλική εργασία, μαστροπεία, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, ληστρικούς εκβιασμούς και μεθοδευμένες οικοκτονίες. Αν φράσεις όπως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» και «νόμος είναι η θεσμοποιημένη βία» ηχούσαν στο παρελθόν ως προειδοποιητικές υπερβολές, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό έχουν πραγματωθεί με την πιο κυριολεκτική σημασία. Διότι αν κάποτε ο καπιταλισμός μπορούσε να αποσπά νομιμοποίηση με το επιχείρημα ότι αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, ή ότι εξασφαλίζει συνθήκες υλικής ευημερίας για ολοένα διευρυνόμενα στρώματα του πληθυσμού (πράγματα που ήταν εν μέρει αλήθεια), σήμερα δεν μπορεί πια να το επικαλεστεί: ο καπιταλισμός μόνον ως παραγωγή καταστροφής μπορεί να διαιωνίζει την ύπαρξή του[1].

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, ενόψει όλων αυτών, ο καπιταλισμός μοιάζει να καταποντίζεται μέσα στις ίδιες του τις αντιφάσεις· και είναι από πολλές απόψεις σωστό.Το ότι όμως ο καταποντισμός του είναι σε θέση να συμπαρασύρειολόκληρο τον πλανήτη στην άβυσσο, κι εν πάση περιπτώσει το ότι, όσο διαρκεί, το κόστος σε ανθρώπινη οδύνη και αίμα είναι ανυπολόγιστο, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο με δραματική οξύτητα το παλιό επαναστατικό ερώτημα: ποια ανθρώπινη συλλογικότητα είναι εκείνη που, μη αρκούμενη στην αυτόματη δικαιοσύνη οιωνδήποτε «νόμων της ιστορίας», θα θέσει με τη δράση της τέλος στη δολοφονική επιβίωση τού καπιταλισμού; Ποιες μορφές βίας πρέπει και μπορείνα μεταχειριστεί προκειμένου να εξουδετερώσει τις πανίσχυρες και αδίστακτες κεφαλαιοκρατικές ελίτ που κυβερνούν με ασύλληπτους μηχανισμούς ισχύος την οικουμένη; Και, πάνω απ’ όλα, πώς μπορεί να αποτρέψει το καθ’ υποτροπήν δράμα όλων των νεωτερικών επαναστάσεων – τη νεκρανάσταση του βαμπίρ ακόμη και όταν θα του έχει μπήξει την ξύλινη σφήνα στην καρδιά; Όποιος νομίζει ότι αυτά είναι ερωτήματα του παρελθόντος, ξεπερασμένα πια σήμερα, κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος ένα θλιβερό απολίθωμα του παρελθόντος.

Σημειώσεις
(1) Αυτό άλλωστε είναι εμφανές και στη γεωστρατηγική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σήμερα (εν πρώτοις του Ατλαντικού άξονα και των δορυφόρων του, που εξακολουθεί να δεσπόζει πολιτικοστρατιωτικά, και είναι μάλιστα αναγκαίος παράγων για την οικουμενική επιβολή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού). Ενώ άλλοτε η δράση τους χαρακτηριζόταν από τη θετική επιδίωξη μονοπωλιακής πρόσβασης σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αγορές, σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο αρνητική: στρατηγική της είναι πρωτίστως η αποτροπή ανάδυσης άλλων υπερδυνάμεων, ισχυρών ή έστω αξιόμαχων ανταγωνιστών σε οιαδήποτεκλίμακα, που στην πράξη σημαίνει μεθοδευμένη καταστροφή έστω και χωρίς άλλον διαφαινόμενοστόχο.Γιατί; Εύστοχη βρίσκω την εξήγηση της Έφης Κωτσάκη, σε πρόσφατο άρθρο της στον Δρόμο της Αριστεράς με τίτλο «Από το οικονομικό στο γεωπολιτικό χάος» (Σάββατο, 14-2-2015), απ’ όπου και παραθέτω: «Υποκείμενο λόγο αυτής της δραστικής μεταβολής παραδείγματος θεωρώ την οιονεί παγκόσμια μονοπώληση ισχύος και πλούτου εκ μέρους της δυτικής ελίτ (1%), συνδυασμένη με την αδυναμία της –αλλά και έλλειψη διάθεσης λόγω εξάντλησης σπανιζόντων πόρων, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, κλπ.– να ανταγωνιστεί στο παραγωγικό επίπεδο σειρά σχετικά ανεξάρτητων και αναδυόμενων κέντρων συσσώρευσης και ισχύος (Κίνα, Ρωσία, λοιπές BRICS, κλπ.). Στην προσπάθειά της να διακόψει αυτή την ανταγωνιστική άνοδο, επιχειρεί με μαζική επιβολή πολιτικών “διαίρει και βασίλευε” και με εξαπάτηση, στηρίζοντας-κατασκευάζοντας-εξαπολύοντας-εξαπλώνοντας διάφορες «διαβολικές» δυνάμεις (ισλαμική και νεοφασιστική τρομοκρατία ιδίως), να προκαλέσει-ενισχύσει εμπρόθετα χαοτικές καταστάσεις, που εμμέσως στηρίζουν την ηγεμονία της και εμποδίζουν την ανάδυση των αντιπάλων της».