Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

"Die neuzeitliche Metaphysikkritik" von Takis Kondylis (gr)


του Keunermann


Παρουσιάζουμε την πρώτη ολοκληρωμένη στα ελληνικά, δίτομη έκδοση του έργου «Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη» του Παναγιώτη Κονδύλη [1943-1998] από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Πρόκειται για έργο που κινείται στη διατομή της κοινωνικής ιστορίας, της γενικής ιστορίας των ιδεών και της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, χαρακτηριζόμενο από αναλυτική ευκρίνεια, οξυδέρκεια και τη βέλτιστη θεωρητική εποπτεία του εκτενέστατου εμπειρικού υλικού.

Το πλούσιο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη περιλαμβάνει συστηματικές μελέτες με αξιώσεις πρωτοτυπίας, γενικές ιστορικές επισκοπήσεις, άρθρα και μονογραφίες που άπτονται της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής, μεταφράσεις κειμένων και τη διεύθυνση της σειράς «Φιλοσοφική και πολιτική βιβλιοθήκη» των εκδόσεων «Γνώση». Χαρακτηριστικό του corpus αυτού είναι η ευρυμάθεια και η «από πρώτο χέρι» εποπτεία της βιβλιογραφίας, η διάκριση γενικών τάσεων μέσα από την οπτική της ιστορίας των ιδεών και του πολιτισμού, η σαφήνεια της επιχειρηματολογίας, η δωρική λιτότητα και καλλιέπεια του ύφους. Το βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ είναι η πρώτη πλήρης έκδοση της μελέτης του για την ιστορία της κριτικής στη μεταφυσική, της οποίας ο πρώτος τόμος (που καλύπτει την εποχή από τον ύστερο μεσαίωνα μέχρι τον Διαφωτισμό) είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1983, ενώ ο δεύτερος (που εκτείνεται στον 19ο και τον 20ό αιώνα) είχε προστεθεί στη γερμανική έκδοση του 1990.

Η κριτική της μεταφυσικής και η ιστορία της κριτικής αυτής είναι αδιάσπαστα δεμένες μεταξύ τους, όπως και με την ιστορία της μεταφυσικής της ίδιας, δεδομένου ότι συχνά οι πολέμιοι «της» μεταφυσικής επιχειρούσαν, διακηρυγμένα ή σιωπηρά, την αντικατάσταση ορισμένων όψεών της από άλλες ή τη ριζική αναμόρφωση του όλου. Τι αφορά λοιπόν η «μεταφυσική», της οποίας η ονομασία παραδοσιακά (και κατά τον Κονδύλη εσφαλμένα) αποδίδεται στο συμπτωματικό γεγονός της ταξινόμησης ορισμένων έργων του Αριστοτέλη «μετά» τα αντίστοιχα φυσικά; Η μεταφυσική στη σχολαστικοαριστοτελική της κρυστάλλωση, που υπήρξε η ιστορικά κυρίαρχη και πλέον καθοριστική για την εξέλιξη των ιδεών του δυτικού πολιτισμού -και γι’ αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει-, αποτέλεσε τη θεωρητική φιλοτέχνηση και ακολούθως υπεράσπιση της κοσμοεικόνας που άρμοζε στην πνευματική και κοινωνική κυριαρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, αφορά τη θεολογική-φιλοσοφική σμίλευση του «σύμπαντος» στο οποίο ζούσαν όσοι επηρεάζονταν από αυτήν, με τις διευθετημένες ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ οντοτήτων, επικρατειών της πραγματικότητας και γνωστικών πεδίων που συνεπαγόταν ετούτη η επένδυση νοήματος, συνδεόμενη προφανώς με την «υλική» διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων της εποχής. Επομένως, η ιστορία της κριτικής της μεταφυσικής σχετίζεται με τις ποικίλες, διαδοχικές και επάλληλες απόπειρες αμφισβήτησης της κυρίαρχης κοσμοεικόνας και του τρόπου που εξέφραζε ή συμπλήρωνε αυτή τον «κανονικό» κόσμο. Η κατεξοχήν μεταφυσική χειρονομία είναι ακριβώς η διάκριση μεταξύ ενός Ενθάδε, Εμμενούς ή Εντεύθεν κι ενός Επέκεινα, Υπερβατικού ή Εκείθεν, το οποίο εκλαμβάνεται ως οντολογικά ανώτερο και γι’ αυτό η πραγμάτευση και διερεύνησή του εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εκάστοτε φορέων της πνευματικής αυθεντίας (τον τρόπο διαμόρφωσης των κοσμοεικόνων, συναρτήσει μιας απόφασης η οποία παράλληλα χορηγεί στο υποκείμενό της μια ταυτότητα, είχε αναλύσει ο Κονδύλης στο «Ισχύς και απόφαση» (1984), και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι ιστορικές του μελέτες συνιστούν τις δοκιμασίες ελέγχου του σχήματος που είχε παρουσιάσει εκεί).

Στην «Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη», ο Κονδύλης προβαίνει σε δύο ενδιαφέρουσες επισημάνσεις αναφορικά με την εξέλιξη και την έκβαση αυτής ακριβώς της κριτικής. Η πρώτη σχετίζεται με την αμφισημία του σκεπτικισμού κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, με τάσεις υπερασπιστικές προς τη μεταφυσικά κυρωμένη αυθεντία της εκκλησιαστικής εξουσίας, που διαβλέπουν στη σύμφυρση θεολογίας και μεταφυσικής τη διάνοιξη μιας επικίνδυνης ατραπού, και με επικριτικές θύραθεν τάσεις που θα αποχαλινωθούν, λαμβάνοντας ρητά επιθετικό και κοσμικό χαρακτήρα, από τον 17ο αιώνα με την ανάδυση του ενοποιημένου φυσικομαθηματικού κοσμοειδώλου. Η έτερη επισήμανση αφορά τον εκ πρώτης όψεως παράδοξο χαρακτήρα της έντασης της αντιμεταφυσικής διαμάχης κατά τον 19ο αιώνα, που δεν αντιστοιχούσε σε κάποια υπαρκτή έξαρση νοσταλγίας της μεταφυσικής, αφού η τελευταία είχε ήδη ηττηθεί. Είναι σαν να επαναλαμβάνεται ως φάρσα σε λίγες δεκαετίες το δράμα που διήρκεσε προηγουμένως μερικούς αιώνες, του οποίου η έκβαση είχε ήδη προεξοφληθεί, λόγω της ανάγκης και της ευκολίας που υπήρχε για τους εκπροσώπους του νικητήριου στρατοπέδου, ώστε να καταγάγουν ετούτοι ορισμένες θεατρικές νίκες επί των ασθμαίνοντων «δονκιχωτικών» υπερασπιστών του ηττημένου.

Κύρια χαρακτηριστικά και καθοριστικά σημεία αυτής της ιστορικής εκδίπλωσης αποτέλεσαν: α) Η εκ νέου ανακάλυψη του Αριστοτέλη μέσω μεταφράσεων που εισάγουν στη Δύση τις προηγηθείσες αραβικές μεταφράσεις έργων του που δεν είχαν σωθεί. β) Η διαδοχική επίδραση του νομιναλισμού και του ανθρωπιστικού κινήματος. γ) Το πρωτείο της ρητορικής (θεωρία των τόπων) έναντι της λογικής, και δ) της πρακτικά αποβλέπουσας, κοινωνικά ενσωματωμένης και επικοινωνιακά διαμεσολαβημένης διάστασης (vita activa) του ανθρώπινου όντος έναντι του θεωρητικού-ενατενιστικού βίου (vita speculativa). ε) Το πρωτείο της γνωσιοθεωρίας και της ανθρωπολογίας επί της οντολογίας και της θεολογίας αντίστοιχα. στ) Η ενοποίηση του κοσμοειδώλου από τη νέα φυσική επιστήμη με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της νεωτερικής κοσμοεικόνας, όπου δεσπόζει η οντολογική ανατίμηση του αισθητού κόσμου και η σύλληψη του παντός ως «οριζόντιας» (και όχι κάθετα ιεραρχημένης), ομοιογενούς και νομοτελούς ολότητας. Ένα από τα πλέον χρήσιμα για τον σύγχρονο αναγνώστη εφόδια, τα οποία παρέχει το βιβλίο, είναι η ενδελεχής σκιαγράφηση τάσεων άγνωστων εν πολλοίς στο ευρύ κοινό, που συνήθως εντοπίζει την απαρχή της νεότερης φιλοσοφίας στους René Descartes [1596-1650], Francis Bacon [1561-1626] και Thomas Hobbes [1588-1679], και η συνακόλουθη ανάδειξη σημαντικών προδρομικών μορφών. Εκτός από σχετικά γνωστά ονόματα, όπως του Γουλιέλμου του Όκαμ [1287-1347], του Πέτρου Αβελάρδου [1079-1142], του John Duns Scotus [1265/6-1308] και του Νικόλαου Κουζάνου [1401-1464], από τις σελίδες της συναρπαστικής εξιστόρησης παρελαύνουν φυσιογνωμίες όπως οι Lorenzo Valla [1407-1457], Rodolphus Agricola [1443/4-1485], Juan Luis Vives [1493-1540], Pierre de la Ramée [1515-1572], Mario Nizolio [1498-1576], Jacopo Zabarella [1533-1589], Girolamo Cardano [1501-1576] και Girolamo Fracastoro [1476/8-1553].

Κατά τον Κονδύλη, οι τέσσερις βασικοί τύποι της κριτικής στη μεταφυσική έχουν διαμορφωθεί βαθμηδόν μέχρι τον 18ο αιώνα, εκκινώντας από τον 14ο, ενώ αναδιατυπώνονται εμπλουτισμένοι και περαιτέρω επεξεργασμένοι στους δύο επόμενους αιώνες. Η τυπολογία αυτή έχει ως εξής:

α) γλωσσικός τύπος κριτικής: διαμάχες για τον ρόλο των ονομάτων και δυσπιστία για τις θεωρητικές κατασκευές που υποβαστάζουν οι γενικές έννοιες και τις συγχύσεις που δημιουργεί η χρήση τους.

β) γνωσιοθεωρητικός τύπος κριτικής: αμφισβήτηση της δυνατότητας γνώσης πρώτων αιτίων και αιώνιων αρχών ή απόλυτων ουσιών, αφού βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στον πεπερασμένο ορίζοντα της επίγειας ύπαρξής μας. Όθεν προκύπτει το πρωτείο της γνωσιοθεωρίας επί της οντολογίας.

γ) ιστορικός/κοινωνιολογικός τύπος κριτικής: η μεταφυσική ως σώμα ιδεών δρα νομιμοποιητικά για την παγίωση και διατήρηση της υφιστάμενης ιεραρχίας. Είναι ένα όπλο και εργαλείο στον αγώνα για κατίσχυση· όθεν και η ανάγκη εκρίζωσής της για να επιτευχθεί η κοινωνική χειραφέτηση, τμήμα της οποίας είναι η απαλλαγή από τις πλάνες που γεννά.

δ) ανθρωπολογικός τύπος κριτικής: η μεταφυσική ριζώνει σε ανάγκες που άπτονται του ανθρωπολογικού υποστρώματος. Ανεξαρτήτως της γνώμης που έχει κανείς για τα συγκεκριμένα περιεχόμενα των μεταφυσικών πεποιθήσεων, αλλά και για τη λειτουργία τους σε κοινωνικό ή ηθικοκανονιστικό επίπεδο, επομένως, η ελπίδα εκρίζωσής τους και οριστικής απαλλαγής από αυτές είναι μάταιη.

Καθεμία από τις εξελικτικές γραμμές αυτής της γενεαλογίας εξέβαλε σε σύγχρονες κατευθύνσεις της φιλοσοφίας. Συγκεκριμένα, ο γλωσσικός τύπος ταυτοποιείται εύλογα στους προγόνους των θεματικών που απασχόλησαν την αναλυτική φιλοσοφία· ο γνωσιοθεωρητικός τύπος προτυπώνει τις βασικές γραμμές στις οποίες θα κινηθεί η καντιανή «κοπερνίκεια αντιστροφή»: ο ιστορικός/κοινωνιολογικός τύπος θα εκφραστεί παραδειγματικά στον Marx [1818-1883] και τους επιγόνους του, οι οποίοι θα επιδοθούν στην κριτική της ιδεολογίας, της μυστικοποίησης και της φενακισμένης συνείδησης, ως κριτική θεωρία· τέλος, ο ανθρωπολογικός τύπος διακρίνεται στους Arthur Schopenhauer [1788-1860], Friedrich Nietzsche [1844-1900], καταλήγοντας στην ψυχανάλυση και τους υπαρξισμούς. Εξυπακούεται ότι στην ιστορική τους εκδίπλωση και αναδιάταξη, οι τάσεις αυτές μπορεί να εμφανίζονταν σε υβριδική μορφή, με εκλεκτική σύμμειξη επιμέρους όψεών τους ή ως σύμμαχες στην κοινή αντιπαράθεσή τους προς έναν αντίπαλο.

Ο συγγραφέας αξιοποιεί τη γενική ιστορία των ιδεών και τη μεθοδολογία της κοινωνιολογίας της γνώσης, ώστε να επιτύχει την περιεκτική τυπολογία ενός αχανούς ιστορικού υλικού, παραμένοντας στο επίπεδο της περιγραφικής παρουσίασης του μεταφυσικού φαινομένου, δηλαδή της όσο γίνεται αποστασιοποιημένης από κανονιστικές κρίσεις θεώρησης του τρόπου σκέψης, που έχει την πηγή του σε «εκείνη την αξίωση ισχύος η οποία αρθρώνεται ως υπέρβαση της εμπειρίας εν όψει της συγκρότησης ενός πολεμικά τελεσφόρου θεωρητικού Όλου». Ως εκ τούτου, αν και κάθε απόπειρα πρόβλεψης, που θα αφορούσε τα ενδεχόμενα μελλοντικά περιεχόμενα αυτού του τρόπου σκέψης, είναι παρακινδυνευμένη, ασφαλέστερη μοιάζει η εκτίμηση ότι ο τελευταίος δε θα στερέψει, καθώς η πηγή του είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την κοινωνική συνύπαρξη σε συνθήκες στοιχειωδώς διαφορισμένου πολιτισμού. Εν ολίγοις, τα παραδοσιακά περιεχόμενα της μεταφυσικής προσωρινά τουλάχιστον αποσύρθηκαν, οι δομές σκέψης και τα εννοιολογικά σχήματα που κληροδότησε στους νεότερους ωστόσο παραμένουν εν χρήσει με λιγότερες η περισσότερες τροποποιήσεις, ανανοηματοδοτούμενα από νέους εκπροσώπους στο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι εκάστοτε κοσμοθεωρητικές μετατοπίσεις και διενέξεις.