Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Χωρίς αναδιανομή δεν υπάρχει ηγεμονία!


του Ηλία Ιωακείμογλου


Η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων και σε βάρος του πλούτου της αστικής τάξης έγινε αντιληπτή από τον ΣΥΡΙΖΑ, πριν να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία, ως ένα καθήκον κοινωνικής δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της δραματικής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Η αναδιανομή δεν είχε εγγραφεί, δηλαδή, σε ένα μακροοικονομικό σχέδιο που, αποτελώντας μέρος της διαχείρισης του συστήματος, θα μετέτρεπε παράλληλα τους κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, ώστε να εξυπηρετήσει ένα μεταβατικό πρόγραμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Μοι­ραία, αυτή η «δη­μιουρ­γι­κή ασά­φεια», που πε­ριέ­βαλ­λε το νόημα της ανα­δια­νο­μής, συ­νο­δεύ­ει τώρα το κόμμα στα πρώτα του βή­μα­τα στην κυ­βέρ­νη­ση και έχει κά­ποιος πολ­λούς λό­γους να υπο­ψιά­ζε­ται ότι η κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή κα­θο­δη­γεί­ται από την ιδέα ότι η ανα­δια­νο­μή υπέρ της ερ­γα­σί­ας μάλ­λον βλά­πτει τις επι­χει­ρή­σεις και την απα­σχό­λη­ση. Μοιά­ζει η κυ­βέρ­νη­ση να ακο­λου­θεί πλέον τη γραμ­μή ότι πρέ­πει να απο­δο­θεί στις επι­χει­ρή­σεις ένα είδος πρω­το­κα­θε­δρί­ας ένα­ντι των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων.

Οι εν­δεί­ξεις είναι πε­ρισ­σό­τε­ρες, αλλά δύο από αυτές είναι οι πλέον ισχυ­ρές: Ήδη πριν από τη συμ­φω­νία της 20ής Φε­βρουα­ρί­ου, πριν δη­λα­δή να εμπλα­κούν άμεσα στις υπο­θέ­σεις μας οι «θε­σμοί», η κα­τεύ­θυν­ση του υπουρ­γεί­ου Ερ­γα­σί­ας στο ζή­τη­μα της αύ­ξη­σης του κα­τώ­τα­του μι­σθού στα 751 ευρώ λει­τούρ­γη­σε ως ση­μαί­νον ενός πολύ δυ­σά­ρε­στου υπο­νο­ού­με­νου, σύμ­φω­να με το οποίο οι αυ­ξή­σεις των μι­σθών είναι ένα ανα­γκαίο κακό, διότι αυ­ξά­νουν το κό­στος των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, οδη­γούν πολ­λές από αυτές σε αδιέ­ξο­δο και τε­λι­κώς αυ­ξά­νουν την ανερ­γία.

Σύμ­φω­να με τον ισχυ­ρι­σμό των μι­κρών αφε­ντι­κών (ιδιαί­τε­ρα των συν­δι­κα­λι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ών τους ΕΣΕΕ και ΓΣΒΕΕ), οι επι­χει­ρή­σεις αυτές πρέ­πει να δια­σω­θούν από το πρό­σθε­το κό­στος των 751 ευρώ (ένα­ντι 586 που απο­λαμ­βά­νουν τώρα), το οποίο «δεν αντέ­χουν» για να μην αυ­ξη­θεί η ανερ­γία.

Το υπουρ­γείο Ερ­γα­σί­ας, λοι­πόν, φαί­νε­ται ότι υιο­θε­τεί την άποψη των μι­κρών αφε­ντι­κών (του­λά­χι­στον με βάση τις δη­μο­σιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, αλλά και τα υπο­νο­ού­με­να των σχε­τι­κών δη­λώ­σε­ων του υπουρ­γού) ότι πρέ­πει ως κοι­νω­νία να προ­στα­τέ­ψου­με μια με­ρί­δα της οι­κο­νο­μί­ας που επι­ζεί κα­νι­βα­λί­ζο­ντας τους ερ­γα­ζό­με­νους, τους φο­ρο­λο­γού­με­νους, τις άλλες μι­κρές επι­χει­ρή­σεις που δεν άντε­ξαν τον αθέ­μι­το αντα­γω­νι­σμό, τους κα­τα­να­λω­τές που είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να κα­τα­βάλ­λουν υψη­λές τιμές για τις άθλιες υπη­ρε­σί­ες των εν λόγω επι­χει­ρή­σε­ων.

Σύμ­φω­να με το σχέ­διο του υπουρ­γεί­ου, θα πρέ­πει ως κοι­νω­νία να δε­χθού­με να πλη­ρώ­σου­με το κό­στος για να ρυθ­μι­στούν οι οφει­λές αυτών των επι­χει­ρή­σε­ων προς τις τρά­πε­ζες, τα ασφα­λι­στι­κά τα­μεία και την εφο­ρία, ώστε να απο­φευ­χθούν τα «λου­κέ­τα» και η αύ­ξη­ση της ανερ­γί­ας.

Ωστό­σο, ο ισχυ­ρι­σμός ότι θα αυ­ξη­θεί η ανερ­γία εάν κλεί­σουν οι μι­κρές επι­χει­ρή­σεις που δεν μπο­ρούν να αντέ­ξουν την αύ­ξη­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού στα 751 ευρώ είναι λαν­θα­σμέ­νος. Βρα­χυ­πρό­θε­σμα και με­σο­πρό­θε­σμα, ο συ­νο­λι­κός αριθ­μός απα­σχο­λου­μέ­νων κα­θο­ρί­ζε­ται από τη συ­νο­λι­κή ζή­τη­ση που απευ­θύ­νε­ται στην οι­κο­νο­μία και δεν κα­θο­ρί­ζε­ται από τον αριθ­μό των επι­χει­ρή­σε­ων που ικα­νο­ποιούν αυτή τη ζή­τη­ση.

Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να: εάν κλεί­σουν οι μι­κρές επι­χει­ρή­σεις-κα­νί­βα­λοι, η ζή­τη­ση που ικα­νο­ποιού­σαν μέχρι σή­με­ρα (δη­λα­δή η πε­λα­τεία τους) θα με­τα­φερ­θεί στις επι­χει­ρή­σεις που «αντέ­χουν» τα 751 ευρώ. Οι τε­λευ­ταί­ες θα αυ­ξή­σουν την πα­ρα­γω­γή τους για να ικα­νο­ποι­ή­σουν την επι­πλέ­ον ζή­τη­ση που θα προ­έλ­θει για αυτές από τη με­τα­τό­πι­ση της πε­λα­τεί­ας και μαζί με αυτή θα αυ­ξή­σουν την απα­σχό­λη­ση. Οι επι­χει­ρή­σεις-κα­νί­βα­λοι θα βά­λουν λου­κέ­το και ο συ­νο­λι­κός αριθ­μός απα­σχο­λου­μέ­νων θα πα­ρα­μεί­νει ο ίδιος. Οι αυ­ξή­σεις των μι­σθών στην Ελ­λά­δα, όπως και σε πολ­λές άλλες χώρες, έχει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία ως ζή­τη­ση παρά ως κό­στος, όπως επί­μο­να εξη­γεί το ΙΝΕ ΓΣΕΕ επί ει­κο­σα­ε­τία, αλλά αυτό δεν φαί­νε­ται να περ­νά­ει τόσο εύ­κο­λα στην κυ­βέρ­νη­ση.

Στο ίδιο συ­μπέ­ρα­σμα μας οδη­γεί και το άλλο επει­σό­διο, όπου ο υπουρ­γός Οι­κο­νο­μι­κών νιώ­θει υπο­χρε­ω­μέ­νος να εξη­γή­σει, σε συ­νέ­δριο, ότι δεν έχει υπο­σχε­θεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ούτε ένα ευρώ πάνω από τα 700, εν είδει απο­λο­γί­ας προς τους κα­θε­στω­τι­κούς οι­κο­νο­μο­λό­γους συ­να­δέλ­φους του. Αυτό το στε­νό­χω­ρο επει­σό­διο μάς λέει το εξής: κατά τα φαι­νό­με­να, στην αντί­λη­ψη του υπουρ­γού προ­ϋ­πό­θε­ση της ανα­δια­νο­μής του ει­σο­δή­μα­τος υπέρ της ερ­γα­σί­ας είναι η αύ­ξη­ση του ΑΕΠ. Πρώτα δη­λα­δή να με­γα­λώ­σει η πίτα και μετά ας με­γα­λώ­σει το κομ­μά­τι που παίρ­νει η ερ­γα­σία, και για να με­γα­λώ­σει η πίτα πρέ­πει οι μι­σθοί πρώτα να δια­τη­ρη­θούν σε χα­μη­λά επί­πε­δα, γι’ αυτό και ο υπουρ­γός δεν έχει υπο­σχε­θεί ούτε ένα ευρώ σε όσους παίρ­νουν πάνω από τα 700.

Αυτή όμως είναι η κε­ντρι­κή θέση που ορί­ζει τη στρα­τη­γι­κή της σύγ­χρο­νης ευ­ρω­παϊ­κής Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς. Η θέση που ορί­ζει τη στρα­τη­γι­κή της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς είναι το αντί­στρο­φο: για όσο καιρό οι επι­χει­ρή­σεις δια­θέ­τουν αχρη­σι­μο­ποί­η­το ένα μέρος των εγκα­τα­στά­σε­ών τους, οι αυ­ξή­σεις των μι­σθών οδη­γούν σε πολ­λές χώρες (με­τα­ξύ των οποί­ων και στην Ελ­λά­δα) σε αύ­ξη­ση του προ­ϊ­ό­ντος και της απα­σχό­λη­σης. Εάν αυ­ξη­θούν οι μι­σθοί, ξε­κι­νώ­ντας από τον κα­τώ­τα­το, θα αυ­ξη­θεί το ΑΕΠ, διότι ο μι­σθός έχει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία ως ζή­τη­ση από όση έχει ως κό­στος.

Το δικό μας συμ­φέ­ρον, το συμ­φέ­ρον των ερ­γα­ζο­μέ­νων, που εν προ­κει­μέ­νω είναι η ανα­δια­νο­μή του ει­σο­δή­μα­τος, θα οδη­γή­σει σε άνοδο της πα­ρα­γω­γής και των ει­σο­δη­μά­των, θα συμ­βά­λει στην άρση της οι­κο­νο­μι­κής δυ­σπρα­γί­ας και θα με­τα­τρα­πεί έτσι σε γε­νι­κό συμ­φέ­ρον. Όταν όμως το ιδιαί­τε­ρο με­ρι­κό συμ­φέ­ρον της τάξης μας με­τα­τρέ­πε­ται σε γε­νι­κό συμ­φέ­ρον, η πο­λι­τι­κή ηγε­μο­νία μάς ανή­κει. 

Εάν όμως η κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ακο­λου­θή­σει τη στρα­τη­γι­κή της πρω­το­κα­θε­δρί­ας των επι­χει­ρή­σε­ων και του «λιτού βίου», προ­κει­μέ­νου να αυ­ξη­θεί το προ­ϊ­όν, τότε παί­ζει ήδη στο πεδίο του αντι­πά­λου και εί­μα­στε σε δια­δι­κα­σία απώ­λειας της πο­λι­τι­κής ηγε­μο­νί­ας.


Πηγή Rproject

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ο Μαρξ και η δημοκρατία


του Αλέξανδρου Χρύση


Χωρίς αμφιβολία, ένα βιβλίο με τίτλο Ο Marx της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη για το σύγχρονο αναγνώστη διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα. Σε καιρούς βαθύτατης και πολύμορφης κρίσης του καπιταλισμού ολοένα και περισσότεροι κριτικά σκεπτόμενοι και κοινωνικά ευαίσθητοι άνθρωποι της γενιάς μου ή και μεγαλύτερης ηλικίας, άνθρωποι που, πριν από δεκαετίες, είχαν επιλέξει να τοποθετήσουν οριστικά στα ράφια της βιβλιοθήκης τους τα έργα του Marx και να στριμώξουν σε μια γωνιά της ψυχής και του νου τους τη δική τους κριτική στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αρχίζουν να το ξανασκέφτονται. Αλλά και οι νεότεροι, ειδικότερα όσοι -και δεν είναι λίγοι- συνειδητοποιούν το βαθύτερο υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο τους οδηγεί ο κόσμος της εγχώριας και διεθνούς κεφαλαιοκρατίας, έστω και εξαρτημένοι, σε μεγάλο βαθμό, από τη λεγόμενη μετα-μαρξιστική φιλολογία, στον αγώνα τους για έναν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ‘καλύτερο κόσμο’, δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να αγνοούν ή να υποτιμούν τον Marx και τον πλούτο της επαναστατικής μαρξιστικής θεωρίας, διότι πράγματι, όσο στερεότυπο και αν ακούγεται, χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα.

Πέραν, όμως, αυτής της γενικής τοποθέτησης, που αποτελεί ψήγμα μιας προσωπικής εξομολόγησης ή και μιας ιδεολογικής εμμονής του συγγραφέα, χρειάζεται ίσως και μια σύντομη αναφορά στο ευρύτερο σχέδιο μελέτης, μέρος του οποίου αποτελεί αυτό το βιβλίο. Ο Marx της δημοκρατίας, ο δημοκράτης Marx, που θα συναντήσουμε στις σελίδες που ακολουθούν,  είναι ο στοχαστής που δεν έχει αποφασίσει ακόμη την ένταξή του στην κομμουνιστική υπόθεση· συνειδητοποιεί, ωστόσο, και μάλιστα με ραγδαίους ρυθμούς, τι σημαίνει ο διχασμός του ανθρώπου σε ιδιώτη και πολίτη, το ρόλο του κράτους για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος των πλουσίων και την εκμετάλλευση των φτωχών, την επίδραση που ασκεί ο τύπος στη διαμόρφωση της στάσης ζωής των ανθρώπων, αλλά και τη σημασία της γραφειοκρατίας ως προνομιακής ενασχόλησης με την πολιτική εξουσία και την άσκησή της προς όφελος των οικονομικά ισχυρών.

Ο Marx της δημοκρατίας, ο πολίτης Marx, αν και δεν έχει υιοθετήσει ακόμη την οπτική της πάλης των τάξεων και δεν έχει ανακαλύψει τον κόσμο της πολιτικής οικονομίας και της κριτικής της, κατανοεί και αναδεικνύει με σαφήνεια την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της κοινωνίας των ιδιωτών και του κράτους, με στόχο μάλιστα να πάψει το κράτος να αποτελεί καρκίνωμα πάνω στο σώμα της κοινωνίας και η πολιτική, από προνόμιο των λίγων και των ειδικών, να γίνει ζωτική λειτουργία, τρόπος ζωής της κοινωνίας ως ολότητας, τρόπος συγκρότησης και δράσης του λαού ως αυτόνομης, στην κυριολεξία του όρου, συλλογικότητας. Αυτός είναι ο θεματικός πυρήνας της ‘αληθινής δημοκρατίας’, που υπερασπίζεται ο Marx, πριν ακόμη συγγράψει και δράσει ως κομμουνιστής, πυρήνας στην αποκωδικοποίηση του οποίου είναι αφιερωμένη η παρούσα μελέτη.

Οφείλω, εντούτοις, κάποιες ακόμη διευκρινίσεις. Σημείωσα ότι ο Marx της δημοκρατίας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου μελέτης. Θα ήθελα, λοιπόν, να γνωρίζει ο αναγνώστης ότι προχωρώ ήδη στην επεξεργασία του επόμενου μέρους του ερευνητικού σχεδίου μου. Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για ένα δεύτερο βιβλίο με θέμα τον Marx του κομμουνισμού, έτσι ώστε να προκύψει, όσο το δυνατόν σαφέστερα, η πολύπαθη σχέση δημοκρατίας και κομμουνισμού μέσα από το έργο του ίδιου του Marx. Εν πάση περιπτώσει, μέσα από τις γραμμές του Marx της δημοκρατίας η καθολική υπόθεση εργασίας μου διατυπώνεται χωρίς υπαινιγμούς και παραδίδεται από τώρα στη βάσανο της κριτικής των αναγνωστών του παρόντος τόμου: ο Marx του κομμουνισμού δε θα διαγράψει ποτέ τον Marx της δημοκρατίας. Η συνηγορία της ‘αληθινής δημοκρατίας’ δεν αποτέλεσε ‘νεανικό αμάρτημα’ ενός ιδιοφυούς κατά τα άλλα ριζοσπάστη φιλοσόφου. Αποτέλεσε στιγμή της διαλεκτικής πορείας του ίδιου του στοχαστή, με έμμεσες, συνήθως, αλλά σαφείς επιρροές στα επαναστατικά κινήματα, που εμπνεύστηκαν από το έργο του.

Στο πλαίσιο της διαλεκτικά αναπτυσσόμενης μαρξικής θεωρίας του κράτους, ο κομμουνισμός δεν καταργεί, αλλά υπερβαίνει τη δημοκρατία. Δεν την εκμηδενίζει, αλλά την αίρει σε ένα ανώτερο επίπεδο και τη μετασχηματίζει από θεσμικό-τεχνικό σύστημα χειραγώγησης συνειδήσεων σε συλλογικό τρόπο αυτοπροσδιορισμού των πολιτών ως μελών της κοινότητας. Το αίτημα μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, μιας κοινωνίας που παύει να είναι κοινωνία των ιδιωτών, όπως ακριβώς το διατυπώνει το 1843 ο Marx της δημοκρατίας, προαναγγέλλει την ιστορική προοπτική της προλεταριακής δημοκρατίας της Κομμούνας, όπως θα την αναδείξει το 1871 ο Marx του κομμουνισμού ως θεωρητικός της πάλης των τάξεων και κριτικός της πολιτικής οικονομίας.

Δεν υπεκφεύγω. Έχω πλήρη συναίσθηση  και της θεωρητικής και της πολιτικής σημασίας του ζητήματος, γι’ αυτό, και παρά τον όποιο κίνδυνο σχηματοποίησης, επέλεξα να διατυπώνω τις θέσεις μου με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, αλλά και τεκμηρίωση. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσω σε αυτή τη συγγραφή μου, ο Marx της δημοκρατίας δεν υπήρξε ποτέ ένας θιασώτης του πολιτικού φιλελευθερισμού ούτε, βεβαίως, ένας υποστηρικτής του αστικού κοινοβουλευτισμού, ακόμη και όταν αναδεικνύει την χειραφετητική σημασία του εκλογικού δικαιώματος. Δεν είναι ένας ανυποψίαστος οπαδός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δεν είναι συνεχιστής της πολιτικής θεωρίας ενός Locke, αλλά ένας στοχαστής που οι φιλοσοφικές και πολιτικές ‘εκλεκτικές συγγένειές’ του αναγνωρίζονται στην προσεκτική μελέτη των έργων ενός Machiavelli, ενός Spinoza, ενός Rousseau, όπως αυτή εκβάλλει στην κριτική αναμέτρησή του με τη χεγκελιανή φιλοσοφία του κράτους.

Ο δημοκρατισμός του Marx, που θα γνωρίσει σ’ αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης μιας εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο καπιταλισμός εκφράζεται με τις κοινωνικά ανάλγητες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και υλοποιείται πολιτικά με τις πιο εκφυλισμένες εκδοχές κοινοβουλευτισμού, προαναγγέλλει το μαρξικό κομμουνισμό. Ο Marx της δημοκρατίας, που ουδέποτε υπήρξε ένας φιλοσοφικά αφελής θιασώτης της άμεσης δημοκρατίας, διεκδικεί μια κοινωνία χωρίς κράτος, αλλά με την πολιτική να ορίζει και να νοηματοδοτεί ως ανοιχτή συλλογική διαδικασία την ύπαρξή των μελών αυτής της κοινωνίας.  Επιμένω, εν τέλει, στις γραμμές αυτού του βιβλίου ότι, για το δημοκράτη Marx, η διάλυση του κράτους και αυτή της κοινωνίας ως κοινωνίας των ιδιωτών δεν οδηγούν στην κατάργηση της πολιτικής· αντιθέτως, συνεπάγονται την άνθιση της πολιτικής ως τέχνης ζωής, ως πράξης αυτονομίας των μελών μιας ηθικής, στην κυριολεξία του όρου, κοινότητας προσώπων, που δεν είναι άλλη από την κοινότητα των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, όπως θα την προσδιορίσει αργότερα ο Marx του κομμουνισμού.


* Το κείμενο αποτελεί εκτεταμένο απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου του Αλέξανδρου Χρύση, "Ο Marx της δημοκρατίας", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ. To βιβλίο παρουσιάζεται σε εκδήλωση που διοργανώνουν το ΚΨΜ και η λέσχη θεωρίας και πολιτισμού Αναιρέσεις, την Παρασκευή 27 Μαρτίου στις 7.00 μ.μ. (Ιπποκράτους 175 β και Λασκάρεως, Εξάρχεια), με ομιλητές τους: Ειρήνη Γαϊτάνου (υποψήφια διδάκτορα Πολιτικών Επιστημών), Κώστα Γούση (νομικό, ΜΔΕ στην Πολιτική Θεωρία και Φιλοσοφία) και Γιώργο Καλαμπόκα (πολιτικό επιστήμονα, εκδόσεις Εκτός Γραμμής).


Πηγή Red NoteBook