Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Κοκτέιλ Ομπλόμοφ 5: Η Naturphilosophie στη σκέψη του Nick Land





Στο έργο του Κοφτερά [ή αιχμηρά] νοούμενα (2011), που αποτελεί συλλογή κειμένων από τα έτη 1987-2007, ο Nick Land επιχειρεί την «κατάρρευση» της διάκρισης μεταξύ του υπερβατολογικού και του εμπειρικού μέσω της υπαγωγής της ιδεατής συνθήκης συγκρότησης των αντικειμένων (δηλ. της αναπαραστατικής σκέψης) στην υλική συνθήκη παραγωγής της (δηλ. τις διεργασίες αυτοκατασκευής της ύλης). Πρόκειται για μια εκδοχή αχαλίνωτου νιτσεϊσμού (Schelling, Schopenhauer, Nietzsche, Bataille, Lyotard, Deleuze-Guattari οι κύριες αναφορές), όπου δεσπόζει η αντιδιαστολή μεταξύ της παραγωγικής διεργασίας και του προϊόντος, και η «επιπεδοποίηση» του κόσμου μέσω των επάλληλων σειρών παραγωγής (έτσι, η σκέψη εισροφάται εκ νέου στο είναι, ως μια πτυχή του), και η κανονιστική επιταγή του εναγκαλισμού της απρόσωπης διεργασίας εις βάρος των ατομικών, προσωρινών κρυσταλλώσεών της. Είναι όμως προβληματική η αντίστιξη των δύο επιπέδων και η συναφής προτροπή, η οποία εκβάλει πολιτικά σε μια εξύμνηση των αυτοματισμών της εμμενούς δυναμικής του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, στην παράδοση στη νομοτελή εκδίπλωσή τους και την απροϋπόθετη συμβολή στην επιτάχυνσή τους «μέχρι το τέλος» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό: από το ενδεχόμενο ενός πλήρως αυτοματοποιημένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, μέχρι την καταστροφή του πλανήτη ή την εξάλειψη της ανθρωπότητας δίχως την εγγύηση της αντικατάστασής της από «κάτι άλλο»). Τούτος ο θανατροπικός τεχνοφουτουρισμός εδράζεται στην παραδοχή ότι το καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί επαρκή και μάλιστα την ανώτερη μέχρι σήμερα προσομοίωση/ανακεφαλαίωση της παραγωγικής δραστηριότητας της φύσεως, ώστε η Naturphilosophie να καταλήγει στην απολογία των τεχνολογικά προηγμένων, «άυλων» πτυχών του χρηματοπιστωτικού πλέγματος. Κατ' αυτόν τον τρόπο όμως παραβλέπονται οι εναλλακτικές και διαζευκτικές ενίοτε στρατηγικές «επιτάχυνσης», όπως και οι σύστοιχες «επιβραδύνσεις», οι οποίες αποτελούν εξίσου εκφάνσεις και όψεις της διαδικασίας αυτής. Εν ολίγοις, ο Land ιδεολογικοποιεί τη Naturphilosophie μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τους πολιτικούς ρομαντισμούς και βιταλισμούς, τους οποίους αποστρέφεται.
   
Η αυτοεκμηδένιση των ατομικών μορφών, η επιθυμία σύνθλιψής τους προς όφελος της διέλευσης του Απείρου που υποβαστάζει καθετί πεπερασμένο, τον φέρνει κοντά σε ρητορικούς τόπους περί μαιευτικής επίσπευσης του τοκετού της Ιστορίας, που απαντούσαν στο πρώτο τέταρτο του 20ού αι., από τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες μέχρι τις αντίστοιχες πολιτικές (του φασισμού και του κομμουνισμού). Πολιτικά ο Land φαίνεται να καταλήγει σ’ έναν μαρξογενή, αντιφιλελεύθερο τεχνοκαπιταλισμό (ο «σκοτεινός διαφωτισμός» ως σύγχρονη αναβάθμιση του «αντιδραστικού μοντερνισμού»).

Η αντιδιαλεκτική αντιδιαστολή της διεργασίας προς το προϊόν είναι προβληματική, διότι καταλήγει σε μια πριμοδότηση της φερόμενης ως «πρωταρχικής» διαδικασίας έναντι των «δευτερογενών». Όμως, από τη σκοπιά μιας γενετικής οντολογίας δεν υπάρχει κανένας λόγος να ιεραρχηθούν οι «σειρές παραγωγής», εφόσον άπασες υπάρχουν εν φύσει, ώστε μπορεί να ειπωθεί ότι, τρόπον τινά, επιτείνουν εξίσου την παραγωγικότητα, η καθεμιά με τα προσίδια μέσα και στα αντίστοιχα πεδία της. Από την περιγραφική διάκριση μεταξύ της παραγωγικής διαδικασίας και του προϊόντος, ο Land συνήγαγε λοιπόν την κανονιστική προτροπή της επίτασης των εντάσεων της πρώτης εις βάρος του «κλεισίματος» ή της ακυρωτικής εκφόρτισής τους, όπως τούτη εκδηλώνεται στο δεύτερο. Ενώ οι Deleuze και Guattari επέμεναν στο ότι κάθε απεδαφικοποιητική κίνηση, εκείνης του καπιταλιστικού συστήματος περιλαμβανομένης, συνοδεύεται από μια σύστοιχή της μερική επανεδαφικοποίηση, ώστε ζητούμενο πλέον να είναι ο επίδικος χαρακτήρας της τελευταίας, ο Land απαλείφει τη δεύτερη «στιγμή», θεωρώντας ότι ο συντονισμός με τη φύση ισοδυναμεί με τον παροξυσμό των εντασιακών διαφορών προς κάθε κατεύθυνση, ώστε ν’ αποδεσμευτούν απρόσκοπτα οι μέγιστες εκβλαστήσεις. Πρακτικό αποτέλεσμα τούτης της τακτικής, η οποία θυμίζει πολύ τον γνωστικό και θεοφανικό Deleuze του Peter Hallward, είναι η πρόσδεση στην εκάστοτε κυρίαρχη στρατηγική (επανεδαφικοποιητική τάση).
   
Με όρους εσωτερικούς στην καντιανή γνωσιοθεωρία, θα επισημαίναμε ότι η απαραμείωτη διαφορά ανάμεσα στην έννοια και την εποπτεία, όπως και αναμεταξύ του φαινομένου (ως του αναπαραστατικού υβριδικού προϊόντος της εξαντικειμενικεύουσας συνέργειας όλων των δυνάμεων της ανθρώπινης επιστημολογικής σκευής) και πράγματος καθεαυτόν (δηλ. της ενικής, αυτόφωτης ύπαρξης), μπορεί να διευθετηθεί είτε στο επίπεδο της πρώτης, διαμέσου της δημιουργίας νέων, περιεκτικότερων και περισσότερο «ευέλικτων» εννοιών, ήτοι μέσω της αναδιευθέτησης και μόχλευσης του υπάρχοντος εννοιολογικού πλαισίου, είτε από τη σκοπιά της δεύτερης, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος «ησυχαστικής» διολίσθησης στον μυστικισμό του ανεπανάληπτου βιώματος. Ο Deleuze φερειπείν φαίνεται να προτιμά τον δεύτερο προσανατολισμό, αλλά επιμένει στην αναγκαία εκβολή του στον πρώτο, ειδάλλως είναι εκτεθειμένος να δεχτεί κανείς οποιοδήποτε εννοιολογικό πλαίσιο βρεθεί εύκαιρο. Επιδιώκοντας μια σκέψη η οποία δε θα ήταν ανθρωποκεντρική, δηλαδή διαμεσολαβημένη από πλέγματα προδιαμορφωμένων νοητικών κατηγοριών και νοηματοδοτούντων πλαισίων, ο Land οδηγείται στην τελετουργική εκζήτηση μιας σκέψης που δε θα είναι ανθρώπινη, αλλά χθόνια, εξωγήινη ή ρομποτική. Μέχρι όμως να εκλείψει ή να αυτομετασχηματιστεί η ανθρωπότητα διαμέσου της επιτάχυνσης της καπιταλιστικής δυναμικής, της οποίας ο προσωρινός και έσχατος ξενιστής έχει καταστεί, θα δικαιούται κανείς να αμφιβάλλει για το αν η σκέψη του Land, η τόσο ερεθιστική και ενδιαφέρουσα, κατόρθωσε να προμηνύσει κάτι άλλο, πέραν της οδυνηρής υπόμνησης ότι το καπιταλιστικό σύστημα, όπως αυτή τούτη η φύση, η οποία άλλωστε αναδρομικά αυτοκατασκευάζεται ως προαιώνια γεννήτριά του, ανυποθέτως σκέφτεται.