Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Καρλ Πολάνυι – Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα


[…] Ποτέ πριν την εποχή μας δεν ξεπέρασαν οι αγορές την καταστατική θέση του εξαρτήματος της οικονομικής ζωής. Κατά κανόνα, το οικονομικό σύστημα ήταν ενσωματωμένο στο κοινωνικό, και η μορφή της αγοράς ήταν συμβατή με οποιαδήποτε αρχή συμπεριφοράς επικρατούσε στην οικονομία. Η αρχή της ανταλλαγής, που βρίσκεται πίσω από τη μορφή της αγοράς, δεν φανέρωνε μια τάση επέκτασης σε βάρος των υπολοίπων. Εκεί που οι αγορές ήταν περισσότερο αναπτυγμένες, όπως στο μερκαντιλιστικό σύστημα, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο μιας κεντρικής εξουσίας, που ασκούσε την αυταρχική εξουσία της τόσο στην αγροτική οικονομία όσο και στην εθνική ζωή. Ουσιαστικά, έλεγχος και αγορά αναπτύσσονταν παράλληλα. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά ήταν άγνωστη έννοια· πράγματι, η εμφάνιση της ιδέας της αυτορύθμισης έφερε μια πλήρη μεταστροφή του ρεύματος της εξέλιξης. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως τις ασυνήθιστες απόψεις που κρύβονται πίσω από μία οικονομία της αγοράς.

Η οικονομία της αγοράς αποτελεί ένα οικονομικό σύστημα που ελέγχεται, ρυθμίζεται και κατευθύνεται μόνον από τις αγορές. Η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών επαφίεται σε αυτόν τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό. Μία τέτοια οικονομία πηγάζει από την αντίληψη ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να τους αποφέρει τα μέγιστα χρηματικά οφέλη. Προϋποθέτει αγορές, στις οποίες η παροχή αγαθών (και υπηρεσιών), που διατίθενται σε μια ορισμένη τιμή, θα ισούται με τη ζήτηση. Προϋποθέτει την παρουσία του χρήματος, που λειτουργεί ως αγοραστική δύναμη στα χέρια των κατόχων του. Συνεπώς, η παραγωγή θα ελέγχεται από τις τιμές, επειδή τα κέρδη αυτών που διευθύνουν την παραγωγή θα εξαρτώνται από αυτές· η διανομή των αγαθών θα εξαρτάται επίσης από τις τιμές, επειδή αυτές δημιουργούν εισοδήματα και ίσα ίσα χάρη στα εισοδήματα αυτά παράγονται και διανέμονται τα αγαθά μεταξύ των μελών της κοινωνίας.  Με αυτές τις αντιλήψεις, η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών εξασφαλίζεται αποκλειστικά από τις τιμές.

Η αυτορύθμιση συνεπάγεται ότι ολόκληρη η παραγωγή προσφέρεται προς πώληση στην αγορά και ότι όλα τα εισοδήματα πηγάζουν από τέτοιες πωλήσεις. Συνεπώς, υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, όχι μόνο για τα αγαθά (συμπεριλαμβανομένων πάντα των υπηρεσιών) αλλά και για την εργασία, τη γη και το χρήμα που οι τιμές τους ονομάζονται τιμές εμπορευμάτων, μισθοί, πρόσοδος και τόκος αντίστοιχα. Οι ίδιοι όροι δείχνουν ότι οι τιμές διαμορφώνουν τα εισοδήματα: ο τόκος είναι η τιμή για τη χρήση του χρήματος και αποτελεί το εισόδημα όσων είναι σε θέση να χορηγήσουν χρήμα. Η πρόσοδος είναι η τιμή της χρήσης της γης και αποτελεί το εισόδημα εκείνων που παρέχουν γη· οι μισθοί είναι η τιμή για τη χρήση της εργασιακής δύναμης και αποτελούν το εισόδημα όποιων την πωλούν. Τέλος, οι τιμές των εμπορευμάτων αποτελούν τα εισοδήματα όποιων πουλούν τις επιχειρηματικές τους υπηρεσίες, και το εισόδημα ονομάζεται κέρδος επειδή αποτελεί ουσιαστικά τη διαφορά ανάμεσα σε δύο κατηγορίες τιμών, την τιμή των παραχθέντων αγαθών και το κόστος τους, δηλαδή την τιμή των αγαθών την αναγκαία για την παραγωγή τους. Εφ’ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, όλα τα εισοδήματα θα προέρχονται από πωλήσεις στην αγορά και θα επαρκούν για να αγοράζουν όλα τα παραγόμενα αγαθά.

Μια άλλη κατηγορία αντιλήψεων αφορά στο κράτος και την πολιτική του. Τίποτε δεν πρέπει να επιτρέπεται να δημιουργηθεί με τρόπο άλλον εκτός από τις πωλήσεις. Ούτε και πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε παρεμβολή στην προσαρμογή των τιμών στην αλλαγή των συνθηκών της αγοράς – είτε οι τιμές αφορούν σε αγαθά είτε σε εργασία, γη ή χρήμα. Έπεται ότι πρέπει να υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας[1] και ότι απαγορεύεται η λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δράση των αγορών αυτών. Ούτε η τιμή ούτε η προσφορά ούτε η ζήτηση πρέπει να είναι σταθερές ή ρυθμιζόμενες. Είναι επιτρεπτές μόνον εκείνες οι πολιτικές που συντελούν στη διασφάλιση της αυτορύθμισης της αγοράς και δημιουργούν συνθήκες που καθιστούν την αγορά μοναδική οργανωτική δύναμη στη σφαίρα της οικονομίας.

Για να αντιληφθούμε πλήρως τι σημαίνει αυτό, θα στραφούμε για λίγο στο μερκαντιλιστικό σύστημα και στις εθνικές αγορές, των οποίων την ανάπτυξη βοήθησε πολύ ουσιαστικά. Στον φεουδαλισμό και στο συντεχνιακό σύστημα, γη και εργασία αποτελούσαν μέρος της καθαυτό κοινωνικής οργάνωσης (το χρήμα δεν είχε ακόμα εξελιχθεί σε κυρίαρχο στοιχείο της βιομηχανίας). Η γη, το θεμελιώδες στοιχείο του φεουδαλισμού, ήταν η βάση για το στρατιωτικό, δικαιοδοτικό, διοικητικό και πολιτικό σύστημα· η καταστατική θέση και η χρήση της καθοριζόταν από νομικούς και εθιμικούς κανόνες. Το κατά πόσον η κατοχή της μεταβιβαζόταν ή όχι και, αν ναι, σε ποιόν και υπό ποιους περιορισμούς, τι συνεπαγόταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, σε όποια χρήση θα υποβάλλονταν συγκεκριμένες εκτάσεις γης – όλα αυτά τα ζητήματα δεν υπάγονταν στην οργάνωση της αγοραπωλησίας, αλλά σε μια εντελώς διαφορετική κατηγορία θεσμικών ρυθμίσεων.

Τα ίδια ίσχυαν και για την οργάνωση της εργασίας. Στο συντεχνιακό σύστημα, όπως και σε όλα τα προηγούμενα οικονομικά συστήματα στην ανθρώπινη ιστορία, τα κίνητρα και οι περιστάσεις των παραγωγικών δραστηριοτήτων στηρίζονταν στην γενικότερη οργάνωση της κοινωνίας. Οι σχέσεις τεχνίτη, βοηθού, μαθητευόμενου, οι συνθήκες εργασίας της κάθε τέχνης, ο αριθμός των μαθητευόμενων, οι μισθοί των εργατών, ρυθμίζονταν όλα από την παράδοση και τη διοίκηση της κάθε συντεχνίας και πόλης. Το μερκαντιλιστικό σύστημα απλώς ενοποίησε όλες αυτές τις συνθήκες, είτε με διατάγματα, όπως στην Αγγλία, είτε δια μέσου της «εθνικοποίησης» των συντεχνιών, όπως στη Γαλλία. Όσον αφορά στη γη, το φεουδαλικό καθεστώς είχε καταργηθεί μόνον όπου σχετιζόταν με περιφερειακά, τοπικά προνόμια. Για όλα τα υπόλοιπα, η γη παρέμενε extra commercium στην Αγγλία και τη Γαλλία. Μέχρι την Επανάσταση του 1789, η κτηματική περιουσία παρέμενε η πηγή των κοινωνικών προνομίων στη Γαλλία, ενώ στην Αγγλία, ακόμη και μετά από αυτήν την περίοδο, το εθιμικό δίκαιο της γης ήταν ουσιαστικά μεσαιωνικό. Παρ’ όλη την τάση του για εμπορευματοποίηση, ο μερκαντιλισμός ουδέποτε επιτέθηκε στα εχέγγυα που προστάτευαν τα δύο βασικά στοιχεία της παραγωγής –την εργασία και τη γη– από τυχόν απόπειρες εμπορευματοποίησής τους. Στην Αγγλία, η «εθνικοποίηση» της εργατικής νομοθεσίας με τον «Νόμο περί τεχνιτών» (1563) και τον νόμο της «Κοινωνικής πρόνοιας» (1601) έθεσε υπό την προστασία της την εργασία, ενώ η πολιτική των Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ εναντίον των περιφράξεων αποτελούσε μία σταθερή αντίσταση στην αρχή της κερδοφόρου χρήσης της κτηματικής περιουσίας.

Παρ’ όλη την έμφαση που έδινε στην εμπορευματοποίηση ως εθνική πολιτική, ο μερκαντιλισμός αντιμετώπιζε τις αγορές πολύ διαφορετικά από ό,τι η οικονομία της αγοράς, πράγμα που δείχνει σαφέστατα η υπερβολική επέκταση του κρατικού παρεμβατισμού στη βιομηχανία. Στο σημείο αυτό δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στους μερκαντιλιστές και τους νοσταλγούς της φεουδαρχίας, ανάμεσα στον σχεδιασμό του στέμματος και τα κεκτημένα δικαιώματα ή ανάμεσα στους συγκεντρωτικούς γραφειοκράτες και τους συντηρητικούς αυτονομιστές. Διαφωνούσαν μόνον ως προς τις μεθόδους της ρύθμισης: συντεχνίες, πόλεις και επαρχίες επικαλούνταν την παράδοση και το έθιμο, ενώ η νέα κρατική εξουσία έκλινε προς τα νομοθετικά μέτρα· αλλά και οι δύο ήταν αντίθετες στην εμπορευματοποίηση της γης και της εργασίας – προϋπόθεση της οικονομίας της αγοράς. Συντεχνίες και φεουδαλικά δικαιώματα καταργήθηκαν στη Γαλλία μόλις το 1790, ενώ ο ελισαβετιανός «Νόμος περί φτωχών» μόλις το 1834. Και στις δύο χώρες, η εδραίωση της ελεύθερης αγοράς εργασίας ούτε που συζητιόταν πριν από την τελευταία δεκαετία του 18ου αι. Όσο για την ιδέα της αυτορύθμισης της οικονομικής ζωής, βρισκόταν εντελώς πέρα από τον ορίζοντα της εποχής. Ο μερκαντιλισμός ασχολούνταν με την ανάπτυξη των πόρων της χώρας, και της προσφοράς εργασίας, δια μέσου του εμπορίου· θεωρούσε δεδομένη την παραδοσιακή οργάνωση γης και εργασίας. Από την άποψη αυτήν, βρισκόταν τόσο μακριά από τις σύγχρονες αντιλήψεις όσο ήταν και στον χώρο της πολιτικής, στον οποίο καμία νύξη εκδημοκρατισμού δεν ήταν ικανή να μετριάσει την ένθερμη πίστη του στις απολυταρχικές εξουσίες του πεφωτισμένου δεσπότη. Όπως ακριβώς η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα επέφερε την πλήρη ανατροπή της κυρίαρχης αντίληψης της εποχής, η αλλαγή από ρυθμισμένες σε αυτορυθμιζόμενες αγορές, στα τέλη του 18ου αι., αντιπροσώπευε τον πλήρη μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής.

Μία αυτορυθμιζόμενη αγορά απαιτεί τον θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας στην οικονομική και την πολιτική σφαίρα δραστηριοτήτων. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί στην ουσία απλώς την επαναδιατύπωση, από την πλευρά της κοινωνίας ως συνόλου, της ύπαρξης μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο διαχωρισμός των δύο σφαιρών δραστηριοτήτων ενυπάρχει σε όλους τους τύπους κοινωνίας, σε όλες τις εποχές. Αυτό, όμως, θα βασιζόταν σε πλάνη. Είναι γεγονός ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ένα σύστημα που να εξασφαλίζει την τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών. Αλλά αυτό δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ξέχωρων οικονομικών θεσμών· συνήθως, η οικονομική τάξη αποτελεί απλώς λειτουργία της κοινωνικής, στην οποία εμπεριέχεται. Ξεχωριστό οικονομικό σύστημα στην κοινωνία δεν υπήρχε στην φυλετική ούτε στην φεουδαλική ούτε στην μερκαντιλιστική πραγματικότητα. Η κοινωνία του 19ου αι., στην οποία η οικονομική δραστηριότητα απομονώθηκε και αποδόθηκε σε ένα ιδιαίτερο οικονομικό κίνητρο, αντιπροσώπευε πράγματι μια ριζικά νέα κατεύθυνση.

Ένα τέτοιο θεσμικό πρότυπο μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με την σχετική υποταγή της κοινωνίας στις απαιτήσεις του. Μία οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια κοινωνία της αγοράς. Αναλύοντας την εξέλιξη της μορφής της αγοράς, φτάσαμε σε αυτό το γενικό συμπέρασμα. Μπορούμε τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τον ισχυρισμό μας. Μία οικονομία της αγοράς πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένων της γης, της εργασίας και του χρήματος. (Σε μια οικονομία της αγοράς, το τελευταίο αποτελεί επίσης ουσιαστικό στοιχείο της βιομηχανικής ζωής και η συμπερίληψή του στον μηχανισμό της αγοράς έχει, όπως θα δούμε, σημαντικότατες θεσμικές συνέπειες). Αλλά εργασία και γη δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που απαρτίζουν κάθε κοινωνία, καθώς και από το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή υπάρχει. Η συμπερίληψή τους στον μηχανισμό της αγοράς σημαίνει την καθυπόταξη της καθαυτό υπόστασης της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς.

Είμαστε τώρα σε θέση να διατυπώσουμε πιο συγκεκριμένα τη θεσμική φύση της οικονομίας της αγοράς και τους κινδύνους που περικλείει για την κοινωνία. Πρώτα πρώτα, θα περιγράψουμε τις μεθόδους με τις οποίες ο μηχανισμός της αγοράς καθίσταται ικανός να ελέγχει και να κατευθύνει τα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής. Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε τις επιπτώσεις του μηχανισμού αυτού σε μία κοινωνία που υφίσταται τη δράση του.

Ο μηχανισμός της αγοράς προσαρμόζεται στα διάφορα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής με τη βοήθεια της έννοιας του εμπορεύματος. Τα εμπορεύματα εδώ ορίζονται εμπειρικά ως αντικείμενα που έχουν παραχθεί για πώληση στην αγορά, ενώ οι αγορές ορίζονται, πάλι εμπειρικά, ως οι επαφές πωλητών και αγοραστών. Κατά συνέπεια, όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας θεωρείται ότι έχουν παραχθεί για πώληση, καθώς τότε και μόνο τότε θα γίνουν αντικείμενο της αλληλεπίδρασης του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης με την τιμή. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, καθώς και ότι, σε αυτές τις αγορές, καθένα από τα στοιχεία αυτά θα οργανώνεται σε μία ομάδα προσφοράς και ζήτησης· τέλος, ότι κάθε τέτοιο στοιχείο θα έχει μία τιμή, η οποία θα βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτές οι –αναρίθμητες– αγορές αλληλοσυνδέονται, για να δημιουργήσουν Μία Μεγάλη Αγορά[2].

Σημαντικό στοιχείο είναι το ακόλουθο: η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιαστικά στοιχεία της βιομηχανίας και πρέπει και αυτά να οργανώνονται σε χωριστές αγορές· πράγματι, αυτές οι αγορές αποτελούν πολύ ζωτικό μέρος του οικονομικού συστήματος. Αλλά εργασία, γη και χρήμα δεν αποτελούν προφανώς εμπορεύματα· το αξίωμα πως οτιδήποτε αγοράζεται και πουλιέται πρέπει να έχει παραχθεί για πώληση, είναι καταφανώς αναληθές στην περίπτωσή τους. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούν εμπορεύματα, σύμφωνα με τον εμπειρικό ορισμό του εμπορεύματος. Η εργασία είναι απλώς ένα ακόμη όνομα για μια ανθρώπινη δραστηριότητα που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, και που δεν παράγεται για πώληση αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την ανθρώπινη ζωή, να «αποθηκευτεί» ή να μετακινηθεί. Γη, άλλωστε, είναι ένα άλλο όνομα της Φύσης, που δεν παράγεται από τον άνθρωπο. Τέλος, το χρήμα αποτελεί απλώς ένα τεκμήριο αγοραστικής δύναμης που, κατά κανόνα, δεν παράγεται αλλά δημιουργείται με τον μηχανισμό της ιδιωτικής και της δημόσιας Πίστης. Κανένα απ’ αυτά δεν παράγεται για πώληση. Η απόδοση της ιδιότητας του εμπορεύματος στην εργασία, τη γη και το χρήμα είναι ολότελα πλασματική.

Κι όμως, ίσα ίσα με τη βοήθεια αυτής της κατασκευής οργανώνονται οι αγορές εργασίας, γης και χρήματος[3]· αυτά πωλούνται και αγοράζονται στην αγορά και η προσφορά και η ζήτησή τους αποτελούν πραγματικά μεγέθη· κάθε μέτρο ή πολιτική που θα εμπόδιζε τον σχηματισμό τέτοιων αγορών, θα απειλούσε αναπόφευκτα την αυτορύθμιση του συστήματος. Επομένως, η νοητική κατασκευή του εμπορεύματος παρέχει μία ζωτική οργανωτική αρχή για το σύνολο της κοινωνίας και επηρεάζει με τους πιο ποικίλους τρόπους όλους τους θεσμούς της: την αρχή σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κάθε διακανονισμός ή συμπεριφορά που θα απέτρεπαν την ουσιαστική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς με βάση την νοητική κατασκευή του εμπορεύματος.

Πάντως, σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα, αυτό το αξίωμα δεν μπορεί να επικυρωθεί. Η καθιέρωση του μηχανισμού της αγοράς ως μοναδικού ρυθμιστή της τύχης των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος, ως και του μεγέθους και της χρήσης της αγοραστικής δύναμης, κατέληγε στην κατάλυση της κοινωνίας. Το υποτιθέμενο εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αδιακρίτως, ούτε και να αφήνεται αχρησιμοποίητο, δίχως να επηρεάσει τον άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι φορέας αυτού του ιδιαίτερου εμπορεύματος. Αχρηστεύοντας την εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα αναπόφευκτα θα αχρήστευε τη φυσική, ηθική και ψυχολογική οντότητα που λέγεται «άνθρωπος», η οποία συνδέεται με αυτό το εμπόρευμα. Αν έχαναν την προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών, οι άνθρωποι θα εκμηδενίζονταν από τα αποτελέσματα της κατάλυσης της κοινωνίας· τελικά θα πέθαιναν, θύματα μιας οξείας κοινωνικής αποσάθρωσης, μίας έξαρσης του εγκλήματος, της περιθωριοποίησης και της λιμοκτονίας. Θα ακολουθούσε η ισοπέδωση της φύσης, η μόλυνση των τοπίων, των ποταμών και των κατοικημένων χώρων, η διακύβευση της εθνικής ασφάλειας και η πλήρης απώλεια της δυνατότητας παραγωγής τροφίμων και πρώτων υλών. Τέλος, η ρύθμιση της αγοραστικής δύναμης από την αγορά θα κατέστρεφε τις επιχειρήσεις, επειδή η έλλειψη ή η πληθώρα του χρήματος θα απέβαιναν εξ ίσου καταστροφικές για την επιχείρηση, όπως οι πλημμύρες και οι ξηρασίες για την πρωτόγονη κοινωνία. Αναμφίβολα, η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιώδη για μία οικονομία της αγοράς. Αλλά καμία κοινωνία δεν θα άντεχε τις συνέπειες από την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος χονδροειδών νοητικών κατασκευών, έστω και για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, αν δεν προστατεύονταν η ανθρώπινη, η φυσική της υπόσταση, όπως και η επιχειρηματική της οργάνωση, από την καταστροφική επιρροή αυτού του σατανικού μύλου.

Η άκρως τεχνητή φύση της οικονομίας της αγοράς έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι η ίδια η διαδικασία της παραγωγής οργανώνεται με τη μορφή της αγοραπωλησίας[4]. Κανένας άλλος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής δεν είναι εφικτός σε μία εμπορική κοινωνία. Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, η βιομηχανική παραγωγή για τις εξαγωγές ήταν υπό τον έλεγχο πλούσιων αστών και διεκπεραιωνόταν υπό την άμεση επίβλεψή τους στην πόλη τους. Αργότερα, στην εμπορική κοινωνία, η παραγωγή ήταν υπό τον έλεγχο των εμπόρων και δεν περιοριζόταν πια στις πόλεις· ήταν η εποχή της «οικοτεχνίας», τότε που η βιομηχανία της αγροτικής υπαίθρου προμηθευόταν τις πρώτες ύλες από τον έμπορο καπιταλιστή, ο οποίος διεύθυνε την παραγωγική διαδικασία ως καθαρά εμπορική επιχείρηση. Τότε η βιομηχανική παραγωγή πέρασε σε μεγάλη κλίμακα υπό την καθοδήγηση του εμπόρου. Αυτός είχε γνώση της αγοράς, του όγκου και της ποιότητας της ζήτησης· αυτός εγγυόταν την προμήθεια των πρώτων υλών, όπως το μαλλί και μερικές φορές οι αργαλειοί, για το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής. Αν δεν επαρκούσαν οι προμήθειες, δυσμενέστερες ήταν οι επιπτώσεις πάνω στον τεχνίτη, που έχανε προσωρινά την απασχόλησή του. Δεν απαιτούνταν καμία μεγάλη βιομηχανική εγκατάσταση και ο έμπορος δεν έπαιρνε σημαντικό ρίσκο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της παραγωγής.

Το σύστημα αυτό ισχυροποιόταν και βελτιωνόταν οργανωτικά επί αιώνες, ως την εποχή που, σε μία χώρα, την Αγγλία, η υφαντουργία, υπό τον έλεγχο του υφασματέμπορου, προσέλαβε σχεδόν εθνικές διαστάσεις. Αυτός που αγόραζε και πουλούσε, εξασφάλιζε την παραγωγή – δεν απαιτούνταν ένα ξέχωρο κίνητρο. Η παραγωγή αγαθών δεν λάμβανε υπ’ όψη ούτε τις αμοιβαίες σχέσεις αλληλοϋποστήριξης ούτε την έγνοια του νοικοκύρη για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειας ούτε την περηφάνια του τεχνίτη για το προϊόν του ούτε την ικανοποίηση και επιδοκιμασία του αγοραστικού κοινού· τίποτα, παρά μόνο το καθαρό κίνητρο του κέρδους, ίδιον του ανθρώπου που το επάγγελμά του είναι να πουλά και να αγοράζει. Μέχρι τα τέλη του 18ου αι., η βιομηχανική παραγωγή στην δυτική Ευρώπη ήταν απλώς συμπληρωματική του εμπορίου.

Όσο η μηχανή αποτελούσε ένα φτηνό και μη εξειδικευμένο εργαλείο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση. Το γεγονός ότι ο οικοτεχνίτης μπορούσε να παράγει περισσότερα προϊόντα στις ίδιες εργάσιμες ώρες, πιθανόν να τον ωθούσε να χρησιμοποιήσει μηχανές για να μεγιστοποιήσει το εισόδημά του, αλλά δεν επηρέαζε αναγκαστικά την οργάνωση της παραγωγής. Το αν ο τεχνίτης –ή ο εργοδότης– ήταν κάτοχος φθηνών μηχανημάτων, προκαλούσε μια κάποια διαφοροποίηση στην κοινωνική θέση των δύο συμβαλλομένων και, οπωσδήποτε, σήμαινε μια διαφορά στα εισοδήματα του εργάτη, που κέρδιζε περισσότερα όταν ήταν ο ιδιοκτήτης των εργαλείων του. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν προέτρεπε τον έμπορο να μεταβληθεί σε βιομήχανο καπιταλιστή ή να περιορίσει τις δραστηριότητές του αποκλειστικά στο να δανείζει σε τέτοιους ανθρώπους. Η πώληση αγαθών σπάνια ήταν πλήρης και η μεγαλύτερη δυσκολία παρέμενε η προμήθεια πρώτων υλών, που μερικές φορές ήταν αδύνατον να διακοπεί. Αλλά ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζημία του εμπόρου-ιδιοκτήτη των μηχανημάτων δεν ήταν σημαντική. Αυτό που άλλαξε τελείως τη σχέση τού εμπόρου με την παραγωγή δεν ήταν η εμφάνιση της μηχανής καθ’ εαυτή, αλλά η εφεύρεση περίπλοκων μηχανημάτων και άρα εξειδικευμένων μηχανημάτων. Αν και ίσα ίσα ο έμπορος εισήγαγε την νέα οργάνωση της παραγωγής – γεγονός που καθόρισε την όλη πορεία του μετασχηματισμού – η χρήση των πολύπλοκων μηχανημάτων και εγκαταστάσεων απαίτησε τη δημιουργία εργοστασίων και, συνακόλουθα, αλλοίωσε την ισορροπία της σχέσης εμπορίου και βιομηχανίας, καταφανώς προς όφελος της τελευταίας. Η βιομηχανική παραγωγή έπαψε να λειτουργεί ως εξάρτημα του εμπορίου, και περίεκλειε πια μακροπρόθεσμες επενδύσεις και ανάλογα ρίσκα. Όσο δεν διασφαλιζόταν η απρόσκοπτη παραγωγή αγαθών, τέτοια ρίσκα δεν ήταν εφικτά για τον επενδυτή.

Όσο, όμως, γινόταν πολυπλοκότερη η βιομηχανική παραγωγή, τόσο αύξανε ο αριθμός των στοιχείων της βιομηχανίας, που η προμήθειά τους έπρεπε να διασφαλισθεί. Από αυτά, τρία ήταν κεφαλαιώδους σημασίας: η εργασία, η γη και το χρήμα. Σε μία εμπορική κοινωνία, υπήρχε μόνον ένας τρόπος οργάνωσής τους: να καταστούν διαθέσιμα προς πώληση. Επομένως, έπρεπε να οργανωθούν για να πουλιούνται στην αγορά, δηλαδή σαν εμπορεύματα. Η επέκταση του μηχανισμού της αγοράς στην εργασία, τη γη και το χρήμα, υπήρξε αναπόφευκτη συνέπεια της εισαγωγής των εργοστασίων σε μία εμπορική κοινωνία. Όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας έπρεπε να προσφέρονται προς πώληση.

Αυτό συνδεόταν με την ανάγκη να υπάρχει ένα σύστημα αγοράς. Γνωρίζουμε πως σε ένα τέτοιο καθεστώς τα κέρδη διασφαλίζονται μόνο αν εξασφαλίζεται η αυτορύθμιση δια μέσου της ύπαρξης αλληλένδετων ανταγωνιστικών αγορών. Καθώς η ανάπτυξη των εργοστασίων αποτελούσε μέρος της διαδικασίας αγοράς και πώλησης, η εργασία, η γη και το χρήμα έπρεπε να μετατραπούν σε εμπορεύματα για να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη παραγωγή. Βέβαια, δεν θα μπορούσαν πραγματικά να μετατραπούν σε εμπορεύματα, καθώς δεν παράγονταν για να πουληθούν στην αγορά. Αλλά ο μύθος της εμπορευματοποίησής τους κατέστη η οργανωτική αρχή της κοινωνίας. Από τα τρία διακρίνεται ένα: «εργασία» είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, εφ’ όσον είναι υπάλληλοι και όχι εργοδότες· συνάγεται ότι, εφ’ εξής, η οργάνωση της εργασίας θα άλλαζε παράλληλα με την οργάνωση του συστήματος της αγοράς. Αλλά καθώς η οργάνωση της εργασίας είναι απλώς μια άλλη περιγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων, αυτό σημαίνει πως η ανάπτυξη του συστήματος της αγοράς θα συνοδευόταν από μία αλλαγή στην οργάνωση της κοινωνίας. Τελικά, η ανθρώπινη κοινωνία είχε καταστεί εξάρτημα του οικονομικού συστήματος.

Επανερχόμαστε στις παράλληλες ιστορίες των ζημιών που προκάλεσαν οι περιφράξεις στην αγγλική ιστορία, και της κοινωνικής καταστροφής που ακολούθησε την Βιομηχανική Επανάσταση. Έχουμε επισημάνει ότι, κατά κανόνα, βελτιώσεις επιτυγχάνονται με αντίτιμο την κοινωνική αποδιάρθρωση. Αν αυτή προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, τότε η κοινότητα υποκύπτει στο μοιραίο. Οι Τυδώρ και οι πρώτοι Στιούαρτ γλίτωσαν την Αγγλία από την τύχη της Ισπανίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα και την επέκταση της αλλαγής ώστε αυτή να καταστεί ανεκτή, και παροχετεύοντας τα αποτελέσματα της σε λιγότερο καταστροφικές απολήξεις. Τίποτε, όμως, δεν έσωσε τον αγγλικό λαό από τον αντίκτυπο της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η τυφλή πίστη στην αυθόρμητη πρόοδο είχε κυριεύσει τον νου των ανθρώπων, και οι πιο φωτισμένοι πίεζαν για απεριόριστη και ανεξέλεγκτη κοινωνική αλλαγή, με θρησκευτικό φανατισμό. Οι συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων είναι φρικτές, ξεπερνούν κάθε προσπάθεια περιγραφής. Πράγματι, η ανθρώπινη κοινωνία θα βάδιζε στην εξολόθρευση, αν δεν υπήρχαν προστατευτικές αντιδράσεις, που περιόριζαν τη δράση αυτού του μηχανισμού αυτοκαταστροφής.

Η κοινωνική ιστορία του 19ου αι. υπήρξε, επομένως, το αποτέλεσμα μιας διπλής κίνησης: η επέκταση της οργάνωσης της αγοράς για τα γνήσια εμπορεύματα, συνοδεύθηκε από έναν περιορισμό για τα πλασματικά. Ενώ από τη μία οι αγορές κατέκλυσαν την υφήλιο και η ποσότητα των διατιθέμενων αγαθών προσέλαβε απίστευτες διαστάσεις, από την άλλη ένα δίκτυο μέτρων και πολιτικών ενσωματώθηκε σε ισχυρούς θεσμούς, που είχαν σχεδιαστεί για να ελέγξουν τη δράση της αγοράς σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ενώ η οργάνωση παγκόσμιων αγορών εμπορευμάτων, κεφαλαίων και νομίσματος, υπό την αιγίδα του διεθνούς κανόνα του χρυσού, έδωσε μία πρωτοφανή ώθηση στον μηχανισμό των αγορών, αναδύθηκε ένα βαθιά ριζωμένο κίνημα αντίστασης στις καταστροφικές συνέπειες μιας οικονομίας υπό τον έλεγχο της αγοράς. Η κοινωνία αυτοπροστατεύτηκε από τους κινδύνους που ήταν εγγενείς στο σύστημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς – αυτό αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορίας της περιόδου.



* Πρόκειται για το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου σταθμός του Καρλ Πολάνυι αναφορικά με τις φιλοσοφικές καταβολές, την πρακτική εφαρμογή, τις κοινωνικές επιπτώσεις, την ιστορία και την εξέλιξη του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Βλ. Polanyi Karl, «Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα» στο Ο μεγάλος μετασχηματισμός: οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας (μτφρ. Γαγανάκης Κώστας), χ.χ. [1944], Θεσσαλονίκη: Νησίδες, σσ. 69-77.

[1]     Henderson, H.D., Supply and Demand, 1922. Η πρακτική της αγοράς είναι διττή: η κατ’ αναλογία κατανομή των παραγόντων στις διαφορετικές χρήσεις και η οργάνωση των δυνάμεων που επηρεάζουν την συνολική προσφορά παραγόντων

[2]     Hawtrey, G.R., The Economic Problem, 1925. Η λειτουργία της Μεγάλης Αγοράς, όπως την ορίζει ο Hawtrey, συνίσταται στο «να καθιστά τις σχετικές αγοραστικές αξίες όλων των εμπορευμάτων αμοιβαία συμβατές/σύμμετρες».

[3]     Η αναφορά του Μαρξ στον φετιχιστικό χαρακτήρα των εμπορευμάτων σχετίζεται με την ανταλλακτική αξία των γνήσιων εμπορευμάτων και δεν έχει καμία σχέση με τα πλασματικά εμπορεύματα για τα οποία μιλούμε εδώ.

[4]     Cunningham, W., «Economic Change», , στο Cambridge Modern History, Vol. I.


Πηγή ResPublica

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Θέσεις για τη νομαδολογία, τον λείο και τον γραμμωτό χώρο


του Βασίλη Τρωίζου



ΝΟΜΑΔΙΚΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ 

-η νομαδική πολεμική μηχανή, παρά το  παραπλανητικό της ονομασίας της δεν έχει στόχο τον πόλεμο. Αναφέρεται σε μια σχέση μεταξύ των στοιχείων που προάγει την ροικότητα, την οριζοντιότητα κλπ. Η ουσιώδης σχέση της νομαδικής πολεμικής μηχανής είναι με την δημιουργική αλλαγή, με την παραγωγή γραμμών φυγής. Αυτό που εν πολλοίς λένε οι Ντελέζ-Γκουαταρί είναι ότι οι διαδικασίες της απεδαφικοποίησης και της γραμμή φυγής εμπλέκουν για την πραγμάτωσή τους τη συναρμογή μιας μηχανής νομαδικού τύπου.

-η πρωταρχική διάκριση ανάμεσα στον κρατικό μηχανισμό και στην πολεμική μηχανή, το ασύμβατο μεταξύ τους, αφορά τον χώρο τον οποίο καταλαμβάνουν και ενεργούν. αυτή η ασυμβατότητα είναι ο λόγος που ο πόλεμος προκύπτει ως αποτέλεσμα της συνάντησης της πολεμικής μηχανής και του κράτους, της ''τριβής'' ανάμεσα στην επέκταση του λείου χώρου και στον μηχανισμό γραμμοποίησης που επιτελούν, αντίστοιχα

-οι λείοι χώροι που καταλαμβάνουν οι νομάδες είναι κυρίως στέπες και έρημοι, όπως και η ''παγωμένη έρημος'' που καταλαμβάνεται από τους Εσκιμώους. Σε αυτούς τους τύπους χώρου τα ορόσημα, τα διακριτά σημεία και ο προσανατολισμός βρίσκονται σε διαρκή μεταλλαγή, δεν υπάρχει προοπτική ούτε ''γραμμή που χωρίζει τον ουρανό και τη γη''. Οι χώροι αυτοί είναι ''άπειροι'', ανοίγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν έχουν κάποια μορφή κεντρικής προοπτικής. Η σχέση που αναπτύσσουν οι νομάδες με τον χώρο δεν είναι μετρική. Δεν ποσοτικοποιούν, ούτε διαιρούν την γη. Ο λείος χώρος που ενοικούν είναι χώρος μη-διαιρεμένος και μη-μετρικός

-η νομαδική χωρική κατανομή είναι αυτής της κατανομής μιας πολλαπλότητας στοιχείων σε ένα ανοιχτό χώρο χωρίς καθορισμένα όρια, όπου οι νομαδικές φυλές κινούνται επί της γης ελεύθερα αντί να οριοθετούν τη γη σύμφωνα με σταθερά σύνορα. Η ουσία του κράτους, από την άλλη, συνίσταται στο ότι δημιουργεί ένα ομογενοποιημένο, γραμμοποιημένο χώρο που μπορεί να μετρηθεί. Το κράτος επιφορτίζεται με την χάραξη ορίων και συνόρων, με τον περιορισμό της κίνησης και την εφαρμογή του κρατικού Νόμου εντός αυτού του κωδικοποιημένου χώρου που δημιουργεί.



-Σε αντίθεση με τη νομαδική ζωή, οι κρατικοί χώροι είναι γραμμοποιημένοι μέσω τοίχων, εγκλεισμών, δρόμων και ορίων που δημιουργούν μια σταθερή αίσθηση προσανατολισμού. Η ζωή στην πόλη είναι γενικά σε μεγάλο βαθμό ορθολογικά οργανωμένη. Κάθετοι,παράλληλες, οικοδομικά τετράγωνα κλπ κατασκευάζουν έναν ενοποιημένο,μετρήσιμο και κλειστό χώρο. Ήδη οι πρώτες πόλεις διέθεταν στα σύνορά τους, τείχη και φρούρια ως μέσα ελέγχου και επιτήρησης των ροών που εισέρχονταν και εξέρχονταν από αυτές. Οι μετακινήσεις εντός της πόλης είναι προβλέψιμες και με επαναληπτικότητα: σπίτι-δουλειά-σπίτι. Οι οποιεσδήποτε κινήσεις καταλήγουν πίσω στο σπίτι, το κατεξοχήν σημείο επαν-εδαφικοποίησης. Η κίνηση στην πόλη είναι εν πολλοίς κίνηση ανάμεσα σε προβλεπόμενα και από τα πριν δοσμένα σημεία, σε αντίθεση με το νομαδικό ταξίδι, όπου το σημείο αποτελεί απλά ένα στιγμιαίο και τυχαίο σταμάτημα της ροής, πριν αυτή ξεκινήσει ξανά. Η ζωή ακολουθεί ένα ρυθμό που δημιουργεί habits και patterns ακυρώνοντας τη δυνατότητα της άσκοπης περιπλάνησης και της περιπέτειας. Στη νομαδική ζωή, η δυνατότητα κατασκευής μιας κίνησης που επαναλαμβάνεται υπονομεύεται. Το ταξίδι δεν μπορεί να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή, να εδαφικοποιηθεί πάνω στον ίδιο δρόμο. Στο λείο χώρο της ερήμου, τα μονοπάτια στην άμμο δημιουργούνται για να καταστραφούν αμέσως μετά.



-η σχέση του πολέμου με την πολεμική μηχανή είναι ταυτόχρονα συγκυριακή και αναγκαία ,στο βαθμό που στο κοινωνικό πεδίο συνυπάρχουν νoμαδικού τύπου συναρμογές και κρατικοί μηχανισμοί η σύγκρουση είναι αναγκαία ως αποτέλεσμα της ασυμβατότητας ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης.μπορούμε να σκεφτούμε το πώς αυτή η αντιπαράθεση δεν χάνεται στο βάθος του ιστορικού χρόνου,αλλά απέκτησε τη μεγαλύτερη έντασή της στο ολοκαύτωμα,ως διαδικασία στην οποία η διαφορά αυτή πήρε εκρηκτικές διαστάσεις με τελικό σκοπό την εκμηδένιση όσων ταξινομούνταν στην κατηγορία του νομά(εβραίοι,ρομά)από την πλευρά αυτών που διεκδικούσαν την πρωταρχικότητα της εδαφικοποίησης,της γνήσιας σχέσης με τη γη

-οι ντελέζ-γκουατάρι λένε ότι ο πόλεμος είναι η αποτυχία της πολεμικής μηχανής,το μόνο αντικείμενο που της έχει μείνει αφού έχει χάσει όλη αυτή την ενδογενή μορφογεννητική ικανότητά της,δηλαδή την δύναμη προς παραγωγή αλλαγών.το κύριο χαρακτηριστικό της νομαδικής πολεμικής μηχανής είναι η διάσχιση ενός λείου χώρου και η ροπή προς την απεδαφικοποίηση.ο πόλεμος γίνεται το κύριο αντικείμενο μόνο όταν η πολεμική μηχανή γίνεται αντικείμενο ''εγκόλπωσης'' και ενσωμάτωσης από το κράτος.ο ναζισμός αποτελεί τη μορφή της πολεμικής μηχανής στο στάδιο της πλήρους απορρόφησής της από τον πόλεμο,όπου μετατρέπεται σε μηχανή παραγωγής θανάτου

-τα κράτη αναγκάστηκαν να ιδιοποιηθούν την πολεμική μηχανή με πολλές μορφές:είτε με την μορφή καστών πολεμιστών που υπηρετούν το βασιλιά ή με μισθοφόρους στις σύγχρονες δυτικές στρατιωτικές μορφές ή ως αναγκαστική στρατιωτική θητεία των πολιτών του έθνους-κράτους.παρότι η πολεμική μηχανή μπορεί να εσωτερικευτεί και να γίνει εξάρτημα του κρατικού μηχανισμού με τη μορφή του στρατού,οι ντ-γκ αναφέρουν ότι η διαφορά ανάμεσα στην απείθαρχη φύση του πολεμιστή και αυτή του κράτους δεν εξαλείφεται.η σχέση του πολεμιστή με τον κρατικό αξιωματούχο,τον βασιλιά κλπ είναι εύθραυστη και αμοιβαίας καχυποψίας.σε αρκετές ινδο-ευρωπαικούς μύθους ο πολεμιστής αντιτίθεται με κρατικές φιγούρες όπως ο βασιλιάς,ο νομοθέτης,ο ιερέας ακολουθώντας μια πιο απείθαρχη,αντικοινωνική στάση.αυτή η τάση επιζεί ακόμη και σε σύγχρονα έργα ,όπως στο apocalypse now του f.f.coppola,όπου ο marlon brando ένας στρατιώτης στην υπηρεσία του κράτους,εκφεύγει της κρατικής του υπερκωδίκωσης και του στρατιωτικού ελέγχου μετατρεπόμενος σε δυνητικό κίνδυνο


(αντίστοιχα με τους ''χερσαίους'' νομάδες,υπάρχουν και οι θαλάσσιοι νομάδες,οι πειρατές που διασχίζουν τον λέιο χώρο της θάλασσας,ενώ με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν σήμερα και οι hackers που κινούνται στον λείο χώρο του cyberspace.)


ΝΟΜΑΔΟΛΟΓΙΑ

-οι ντελέζ-γκουαταρί αντλούν από τα νομαδικά φύλα κυρίως των μογγόλων,των ούνων,των βεδουίνων κλπ και της ιστορίας τους ως μιας διαρκούς αντιπαράθεσης με εγκατεστημένους,πολιτικά οργανωμένους πληθυσμούς και κρατικές αυτοκρατορίες.είναι μια χειρονομία που προσπαθεί να αναδείξει μια διαφορετική ιστορία,από την κλασική δυτική προοπτική που πριμοδοτεί την μόνιμη εγκατάσταση και την εδαφικοποίηση ως τις μοναδικές συνιστώσες για την ανάδυση πολιτισμού,κατάσκευάζοντας τους νομάδες ως εξωτικούς βαρβάρους,τοποθετώντας τους στο νηπιακό στάδιο της ανθρωπότητας.

-οι νομαδικές φυλές λόγω των συνθηκών των βιότοπων που ενοικούν(έδαφος δύσκολο να καλλιεργηθεί,ζώα αδύνατο να εξημερωθούν και να χρησιμοποιηθούν προς εργασία),αναγκάζονται να είναι διαρκώς σε κίνηση,ακολουθώντας τους βιο-ρυθμούς των ζώων στην αναζήτηση τροφής.σε μια τέτοια μορφή κοινωνικής οργάνωσης δεν μπορεί να συσσωρευτεί πλούτος,ούτε να αναδυθεί ιδιοκτησία,καθώς τα αντικείμενα και οι άνθρωποι είναι διαρκώς σε ροή.ο πολιτισμός,η ανάδυση κράτους και η ατομική ιδιοκτησία έχουν ως συνθήκες πραγμάτωσής τους την μόνιμη εγκατάσταση σε ένα έδαφος,την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία,την παραγωγή ενός υπερ-προιόντος,την περίφραξη της γης που γίνεται ιδιοκτησία κλπ.οι ντελέζ-γκουαταρί χρησιμοποιούν το παράδειγμα των νομαδικών φυλών για να αντλήσουν από αυτή στοιχεία που συγκροτούν ένα αντι-Παράδειγμα σε αυτό της κρατικής-ιεραρχικής-συγκεντρωτικής μορφής οργάνωσης.στη νομαδική κατανομή τα στοιχεία δημιουργούν μεταξύ τους οριζόντιες,μοριακές συνδέσεις που ανθίστανται στο να υπερ-κωδικοποιηθούν από ένα κέντρο.οι νομάδες αποτελούν μια κοινωνική μορφή που προσπαθεί να διατηρήσει τις σχέσεις της σε μια μακριά-από-την-ισορροπία κατάσταση σε αντίθεση με τις κρατικές κοινωνίες οι οποίες επιθυμούν να παραμείνουν γραμμοποιημένα και σταθερά συστήματα.η ''νομαδική μηχανή '' δεν έχει κέντρο βάρους,κάποιο υπερβατικό σημείο από το οποίο αναδύεται η τάξη.λειτουργεί όπως ένα σμήνος,παράγει τάξη εμμενώς,από τις διαδράσεις μεταξύ των στοιχείων της χωρίς την ανάγκη ύπαρξης ενός εξωτερικού ρυθμιστή 

-το μοντέλο των νομάδων είναι αυτό του ριζώματος:κάθε σημείο μπορεί να επικοινωνήσει με οποιοδήποτε άλλο,δεν υπάρχει καθετότητα,το ρίζωμα αναπτύσσεται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα,δεν έχει αρχή και τέλος.το μοντέλο του κράτους είναι αυτό του δέντρου:καθετότητα-ιεραρχία,εδαφικοποίηση,κέντρο που ορίζεται από την ρίζα και από την οποία απορρέουν όλα τα κλαδιά κλπ


ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ 



-στην πραγματικότητα αυτά τα δύο μοντέλα χώρου υπάρχουν μόνο σε αναμίξεις και όχι σε ''καθαρή κατάσταση'' και αυτό που έχουμε είναι δυνάμεις που γραμμοποιούν και δυνάμεις που δημιουργούν λείο χώρο σε ένα διαρκές γίγνεσθαι μεταξύ των δύο.απόλυτα γραμμοποιημένος ή λείος χώρος δεν υπάρχει.η πρόθεση των ντ-γκ είναι να επιχειρήσουν μια διάκριση αυτού του μίγματος σε δύο Ιδέες,να ταυτοποιήσουν δύο γενικές τάσεις:αυτή του νομαδισμού και αυτή της εγκατάστασης,της μόνιμης κατοικίας,τάσεις οι οποίες στην εμπειρία μας δίνονται μόνο με τη μορφή ανάμειξης

Το ερευνητικό πρόγραμμα των ντ-γκ,λοιπόν,συνίσταται σε αυτό το ''τέντωμα''  των εννοιών,έτσι ώστε να φτάσουν στην ακραία μεταξύ τους απόσταση και να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την Ιδέα του νομά,η οποία δεν μπορεί να εκδηλωθεί σε καθαρή μορφή στην εμπειρική πραγματικότητα


-οι όροι που χρησιμοποιούν οι ντ-γκ(ροή,απεδαφικοποίηση κτλ)είναι κυρίως περιγραφικοί,δηλαδή αναλυτικά όπλα ώστε να μπορούμε να αξιολογήσουμε μια κατάσταση και να την αναλύσουμε.δεν είναι απλά υμνητές της αλλαγής,της ροής,της απεδαφικοποίησης ως τέτοιας.αυτό θα τους κατέτασσε σε ένα αντεστραμμένο είδωλο του πλατωνισμού που a priori δίνει αξία στην ταυτότητα,στην στάση και στην ισορροπία.
στο έργο τους βέβαια,η αξιολογική δεσπόζουσα βρίσκεται υπό την πλευρά της κίνησης,της διαφοράς κτλ,αλλά αυτό δεν συγκροτεί ένα α priori μανιχαιστικό δίπολο πριμοδότησης της ροής σε κάθε δυνατή περίπτωση

οι ίδιοι προειδοποιπούν να μην πιστέψουμε ποτέ ότι ένας λείος χώρος αρκεί για να μας σώσει και το ότι το να εδαφικοποιηθούμε ή να διατηρήσουμε μια σταθερή ταυτότητα δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί.

αυτό που προτάσσουν είναι μια εμμενή αξιολόγηση της κάθε κατάστασης στην ενικότητά της.πού χρειάζεται να προσπαθήσουμε να την εκτρέψουμε από την κατάσταση ισορροπίας,να ακολουθήσουμε κάποια γραμμή φυγής,να πειραματιστούμε με τις διαφορετικές δυνατότητες που μας προσφέρει και σε ποιά περίπτωση το καλύτερο είναι να παραμείνουμε γραμμοποιημένοι,εδαφικοποιημένοι κλπ

-το γεγονός ότι οι ντ-γκ δεν είναι απλοί υποστηρικτές του λείου χώρου έναντι του γραμμικού φαίνεται και από το ότι ο γραμμωτός χώρος μπορεί να προσφέρει επαναστατικές δυνατότητες.πχ σε εξεγερσιακές καταστάσεις,ο μητροπολιτικός χώρος,ένα τερραίν το οποίο εμφανίζει μεγάλο βαθμό γραμμοποίησης(σπίτια,γωνίες,φράχτες,τοίχοι) κτλ περιορίζει την κινητικότητα των κατασταλτικών μηχανισμών παρέχοντας μια υλική προστασία και κρυψώνα στον αμυνόμενο

σε καταστάσεις συγκρούσεων,ουσιαστικά αυτό που πραγματοποιείται είναι η προσθήκη επιπλέον επιπέδων γραμμοποίησης στον αστικό ιστό.τα οδοφράγματα,οι κάδοι κλπ είναι ισάριθμες προσπάθειες να δημιουργηθούν περαιτέρω όρια,περισσότερες πτυχώσεις στον χώρο,να πολλαπλασιαστούν τα σημεία μη-ορατότητας κλπ με σκοπό τον περιορισμό της κίνησης και την επιβραδύνση της ταχύτηταε των κατασταλτικών μηχανισμών.


-οι ντ-γκ σημειώνουν ότι πλέον δεν υπάρχει κάτι πιο επικίνδυνο και επίφοβο για τον κρατικό πολεμικό μηχανισμό από το να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις σε χώρο με υψηλό βαθμό γραμμοποίησης.τα κράτη επιθυμούν να μεταφέρουν το πεδίο μάχης εκεί που έχουν πλήρη έλεγχο,δηλαδή στον αέρα,στην ανοιχτή θάλασσα ή σε ανοιχτές πεδιάδες,δλδ σε λείους χώρους.αρχικά οι νομάδες μέσω της συναρμογής αναβάτης-άλογο-τόξο ανέπτυσσαν τέτοια ταχύτητα που μπορούσαν να υπερφαλλαγγίσουν τα πιο δυσκίνητα κρατικά στρατεύματα.σταδιακά αυτή η σχέση αντιστράφηκε καθώς ο κρατικός μηχανισμός απέκτησε μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα εγκολπώνοντας τις νέες πολεμικές τεχνολογίες.πλέον οποιαδήποτε αντιπαράθεση με το κράτος σε τέτοιους ανοικτούς,λείους χώρους είναι αυτοκτονική.

-ο ίδιος μάλιστα ο καπιταλισμός τείνει να δημιουργεί ένα λείο χώρο,τον παγκόσμιο χώρο της αγοράς στον οποίο ρέουν ελεύθερα εμπορεύματα,κεφάλαια,εργατικές δυνάμεις
πλέον το κεφάλαιο μπορεί μέσω των εξελιγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων να πραγματοποιεί χρηματικές συναλλαγές σε ακαριαίο χρόνο με το ψηφιακό χρήμα να κυκλοφορεί ως σημείο με άπειρη ταχύτητα διατρέχοντας την γη


ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ-ΝΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

-η έννοια του νομαδισμού δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στους νομάδες.επεκτείνεται σε ετερογενή πεδία.ουσιαστικά πρόκειται για μια αφηρημένη μηχανή,αφηρημένη με την έννοια ότι το νομαδικό μοντέλο μπορεί να ενσαρκωθεί σε ένα καλλιτεχνικό κίνημα,σε μια επιστημονική ανακάλυψη,σε μια εξεγερσιακή διαδικασία.οι ντ-γκ μιλούν πχ για νομαδικές μορφές τέχνης,νομαδική επιστήμη ενάντια στην ''βασιλική΄΄ μορφή επιστήμης που αναζητά σταθερούς νόμους.σε αυτό το πλαίσιο οι νομάδες χρησιμεύουν ως προνομιακός ιδεότυπος ώστε να εξάγουν από αυτούς κάποια χαρακτηριστικά και να σκεφτούν μια κατάσταση ικανή να αντισταθεί στην ιεραρχία και τη συγκεντροποίηση

-χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρουν οι ντ-γκ ως νομαδική και βασιλική μορφή επιστήμης είναι οι διαφορετικοί τρόποι κτισίματος των καθεδρικών ναών.από τη μια οι αρχιτέκτονες ως εκπρόσωποι της βασιλικής επιστήμης,διαμορφώνουν από τα πριν το σχέδιο στο μυαλό τους και το εξωτερικεύουν στην ύλη δίνοντάς της μορφή.υπάγουν την διαδικασία στις διατάξεις του Λόγου(υλομορφικό μοντέλο με θεικές συνδηλώσεις περί Δημιουργού που κατασκευάζει το σχέδιο στη νόησή του και το εξωτερικεύει στην πειθαρχημένη ύλη).από την άλλη οι τεχνίτες που αυτοσχεδιάζουν και πειραματίζονται αυθόρμητα τη στιγμή της κατασκευής χωρίς κάποιο προσχέδιο.αντλούν από την ύλη που υπάρχει γύρω τους για να καλύψουν τα κενά και να συνεχίσουν.πειραματίζονται με τις δυνατές συναρμογές που προσφέρει το τοπίο,με την ύλη να  αναγνωρίζεται ως ισότιμος δημιουργός στο τελικό αποτέλεσμα.ο αρχιτέκτονας ως ενσαρκωτής του Παράδειγματος της βασιλικής επιστήμης λειτουργεί ασκώντας ένα υπερβατικού ελέγχο πάνω στην ύλη,είναι η ανώτερη αρχή

-άλλη μια περίπτωση είναι η διάκριση ανάμεσα στο σκάκι και το γκο ως ''βασιλική'' και νομαδική μορφή παιχνιδιού αντίστοιχα.το σκάκι ακολουθεί μια κρατική λογική.οι χωρικές μονάδες διεξαγωγής του παιχνιδιού είναι γραμμοποιημένες και αριθμημένες(άσπρα-μαύρα τετράγωνα)και η κίνηση στον χώρο είναι ελεγχόμενη.τα κομμάτια έχουν κωδικοποιηθεί και μπορούν να κινηθούν στη βάση ενός συνόλου κανόνων.πχ ο αξιωματικός κινείται μόνο στη βάση της διαγωνίου και κατα μήκος μόνο ενός χρώματος γραμμής.επίσης τα κομμάτια είναι ιεραρχημένα από τα πιόνια μέχρι τη βασίλισσα και το βασιλιά έχοντας μια εσωτερική αξία.


-το γκο από την άλλη υπακούει σε μια διαφορετική λογική.ο χώρος κίνησης είναι σχετικά ελεύθερος από όρια και σύνορα.τα κομμάτια με τα οποία παίζεται είναι πανομοιότυπα και οι ταυτότητές τους αλλάζουν αναλογα με τις σχέσεις με τις οποίες βρίσκονται με τα άλλα κομμάτια κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού,σε αντίθεση με τα κομμάτια του σκακιού τα οποία έχουν σταθερές ταυτότητες

-στο σκάκι το επίδικο είναι η κατάληψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου χώρου ώστε να επιβληθεί ο έλεγχος σε αυτόν.

-στο γκο αντίθετα υπάρχουν ζώνες με διαφορετική ένταση. Συγκρούσεις παράγονται στιγμιαία σε ένα σημείο για να απεδαφικοποιηθούν και να αναδυθούν κάπου αλλού,προσομοιώνοντας τις πιο αποκεντρωμένες μορφές πολέμου μακριά από το παραδοσιακό μοντέλο της οριζόντιας κατά μέτωπο αντιπαράθεσης στρατών που προσφέρει το σκάκι

-πέρα από την σχέση με τον γραμμωτό και λείο χώρο,το σκάκι και το γκο προσφέρουν δύο ασύμμετρα μοντέλα εξατομίκευσης.Από τη μια η οπτική του σκακιού προσφέρει την εικόνα της εξατομίκευσης ως μια εσωτερική διαδικασία.Αυτό που κάνει το υποκείμενο αυτό που είναι,εντοπίζεται εσωτερικά στο υποκείμενο
Αυτή είναι η οντολογία πολλών ρατσιστικών και σεξιστικών μορφών λόγου που θεωρούν ότι οι ιδιότητες προκύπτουν από το υποκείμενο καθ'ευατό.πχ η γυναίκα είναι καθ'εαυτό συναισθηματική και άρα ανίκανη για να αρθρώσει ορθό λόγο.αντίθετα,στο γκο το κάθε κομμάτι αποκτά τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του σε σχέση με τις διαφορικές σχέσεις που αναπτύσσει με τα άλλα κομμάτια του παιχνιδιού.η ταυτότητά του δηλαδή ρευστοποιείται,καθώς ανοίγεται σε ένα πεδίο δυνάμεων εξωτερικό από αυτό


ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΟΣ ΧΩΡΟΣ

-μορφές γραμμικού χώρου είναι η ευθεία που συνδέει δύο σημεία.μάλιστα η ολοκληρωτική γραμμοποίηση είναι η πορεία ανάμεσα σε δύο σημεία με βάση την πιο γρήγορη διαδρομή,και αυτό γιατί στην γραμμοποίηση η γραμμή καθορίζεται από τα σημεία.η κίνηση έχει μια δεδομένη αρχή και ένα σκοπό στον οποίο τείνει σε αντίθεση με το ελεύθερο ταξίδι και περιπλάνηση του λείου χώρου.στον λείο χώρο το κάθε σημείο είναι ένα στιγμιαίο σταμάτημα στη διαρκή κίνηση της γραμμής.στον γραμμοποιημένο χώρο η γραμμή υπάγεται στο σημείο

-άλλη μορφή γραμμοποίησης είναι η κάθετη γραμμή που ανταποκρίνεται στην βαρυτική δύναμη.η κάθετη γραμμή αποκτά ένα συμβολικό νόημα και γενικά η καθετότητα δίνει την αίσθηση της διαφοράς ύψους και χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιεραρχία.η εικόνα του κράτους που υπερίπταται της κοινωνίας,τα έδρανα των δικαστών που υπερέχουν σε ύψος κλπ.σε κάθε περίπτωση που πρέπει να κατασκευαστεί μια σχέση πολιτικής ανισότητας και εξουσίας,η υψομετρική διαφορά επιστρατεύεται ως διαχρονικό σημείο επισφράγισης αυτής της ιεραρχίας


-τα πιο χαρακτηριστικά μοντέλα γραμμικού χώρου είναι η  ευκλείδια γεωμετρία,ο καρτεσιανός άξονας και ο νευτώνιος χώρος.η ευκλείδια γεωμετρία στηρίζεται στην χάραξη γραμμών σε αντίθεση με την τοπολογία και την ριμάνια γεωμετρία που ασχολείται κυρίως με καμπύλες και αλλαγές σχημάτων.το καρτεσιανό σύστημα περιλαμβάνει τη συγκρότηση ενός γραμμωτού χώρου μέσω της δημιουργία μιας κεντρικής προοπτικής,της αρχής των αξόνων,ως κέντρο και σημείο μέτρησης.το νευτώνιο σύμπαν είναι ο απόλυτος.αφηρημένος και ομοιογενής χώρος.ένας απόλυτος,''κενός'' χώρος,εντός του οποίου τα αντικείμενα τοποθετούνται ως σημεία σε ένα μετρήσιμο χώρο

-η γραμμοποίηση του χώρου έχει πολιτικές συνδηλώσεις.οι διάφορες τεχνικές/γνώσεις γύρω από την ανάλυση του χώρου διαπλέκονται με πολιτικές διακυβερνησιμότητας σχηματίζοντας σχέσεις γνώσης/εξουσίας.η γραμμοποίηση από το δεσποτικό κράτος επιδρά πάνω στη γη των πρωτόγονων φυλών,την οποία μετατρέπει σε περιφραγμένο έδαφος το οποίο αργότερα μπορεί να κατανεμηθεί.αυτή είναι η διαδικασία από την οποία η γη μπορεί να αποκομίσει ενοίκιο και να γίνει πηγή κέρδους.
.Η γεω-μετρία είναι η πρωταρχική μορφή μέτρησης και κατάτμησης του εδάφους που το καθιστά ικανό να γίνει αντικείμενο ιδιοκτησίας,κρατικής κυριαρχίας κλπ


Ο ΛΕΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

-Ο λείος χώρος αφήνει τον εαυτό του να γραμμοποιηθεί. Ένα από τα πιο ξεκάθαρα παραδείγματα που δίνουν οι Ντ-Γκ είναι αυτό της θάλασσας.Η θάλασσα συχνά εμφανίζεται ως σύμβολο ελευθερίας,συνώνυμο της περιπέτειας,αδάμαστη και χώρος κοινότητας,που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας.Ιστορικά,η λεία θάλασσα αρχικά ήταν αντικείμενο πλοήγησης μέσω ενός νομαδικού πολύπλοκου συστήματος βασισμένο στον άνεμο,στους ήχους,στο χρώμα του ουρανού και στην θέση των άστρων.Από αρχέτυπος του λείου χώρου,η θάλασσα υπέστη μια σταδιακή γραμμοποίηση μέσω του σχεδιασμού γραμμών και τη λειτουργία χαρτών,ως αποτέλεσμα της απαίτησης για πιο ασφαλή και αποτελεσματική ναυτική πλοήγηση.

-Οι χάρτες και τα εργαλεία πλοήγησης επιτρέπουν στην προηγουμένως ανοιχτή φύση της θάλασσας να μετρηθεί και να ομογενοποιηθεί σε ποσοτικοποιημένα σημεία.Αν και οι Ντελέζ-Γκουααρί σημειώνουν ότι αυτό πραγματοποιήθηκε σταδιακά,θεωρούν το έτος 1440 μ.Χ.,όταν οι Πορτογάλοι εξερευνητές εισήγαγαν τους πρώτους ναυτικούς χάρτες,ως έτος ορόσημο στην διαδικασία γραμμοποίησης της θάλασσας.Μεσημβρινοί,γεωγραφικά μήκη και πλάτη,γεωγραφικές συντεταγμένες μετέτρεψαν τους ωκεανούς σε ένα τεράστιο δικτυωμένο υπολογίσiμο χώρο,θέτοντας τις προϋποθέσεις για τις μεγάλες ανακαλύψεις,του υπερατλαντικού εμπορίου σκλάβων και της επέκτασης της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.


-Ο γραμμοποιημένος χώρος προυποθέτει για την κατασκευή του πάντα ένα συγκεκριμένο σημείο εξωτερικού παρατηρητή.πχ ο χάρτης αναπαριστά κάτι που γίνεται αντικείμενο θέασης από μια ματιά που καταλαμβάνει ένα εξωτερικό σημείο θέασης,κοιτάμε τον χάρτη από έξω και από ψηλά.Στον λείο χώρο αντίθετα,δεν εφαρμόζονται οι ποσοτικοποιημένες μετρήσεις και οι κατηγορίες του γεωγραφικού μήκους/πλάτους για την πλοήγηση.Στην ουσία δεν έχουμε να κάνουμε με ''χώρο'',αλλά με ένα κάθε φορά συγκεκριμένο τοπίο.Για αυτό το λόγο οι νομάδες έχουν μια άμεση και στενή σχέση με το ''διάβασμα' της φύσης. ,Μπορούν και αναγνωρίζουν τα τοπικά χαρακτηριστικά του εδάφους,την κίνηση του αέρα,τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χιονιού κτλ

-Διαχρονικά,τα κράτη προσπάθησαν να ελέγξουν πέρα από το έδαφος που υπάγεται στη νομική δικαιοδοσία τους,την θάλασσα και τον αέρα που τους αντιστοιχεί.Η αντιπαράθεση ανάμεσα σε νομάδες και κράτος στο έδαφος μεταφέρθηκε στο υδάτινο τερραίν,ανάμεσα σε πειρατές και κρατικούς στόλους.Όπως και οι νομάδες,έτσι και οι πειρατές βρίσκονται σε μια διαρκή ρoή πάνω στον λείο χώρο της  θάλασσας.Όπως και για τον νομά που νιώθει σπίτι όταν κινείται,έτσι και για το πειρατή η κίνηση από λιμάνι σε λιμάνι δε είναι για να εγκατασταθεί εκεί,αλλά για να βρεθεί πάλι στη θάλασσα

-Οι πρώτες αυτοκρατορίες προσπάθησαν να εξαλείψουν τον κίνδυνο που συνιστούσαν οι πειρατές,μετατρέποντας την θάλασσα σε ένα προβλέψιμο μέρος,με ''υδάτινα'' μονοπάτια ασφαλή για τη διεξαγωγή εμπορίου(ρωμαική,κινέζικη αυτοκρατορία...).

-Στη γλώσσα των σύγχρονων εθνών-κρατών μιλάμε πέρα από χερσαία,για υδάτινα και εναέρια σύνορα.Μιλάμε για εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα που αποτελούν τμήμα της επικράτειας ενός κράτους,ως αποτελέσματα διαδικασιών χάραξης γραμμών που διακόπτουν την ροικότητα του νερού και του αέρα,ως απόπειρες γραμμοποίησης της θάλασσας και του αέρα ως λείων χώρων από το κράτος.



Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Πιέτρο Ινγκράο, ένας κομμουνιστής που ήθελε το φεγγάρι


της Τόνιας Τσίτσοβιτς


Την 30η Μαρτίου 1915, δύο χρόνια πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, γεννήθηκε στη Λένολα της Καμπανίας ο Πιέτρο Ινγκράο, μια ιστορική μορφή της ιταλικής και παγκόσμιας Aριστεράς, ένας μεγάλος στοχαστής, ένας λογοτέχνης, ένας σεμνός άνθρωπος.

Ένας άνθρωπος που αγαπούσε την τέχνη, που δεν μιλούσε τη στεγνή, ξύλινη γλώσσα της πολιτικής, αλλά τη γλώσσα της ευαισθησίας και της ποίησης.

Την 27η Σεπτεμβρίου 2015, ο Πιέτρο Ινγκράο μάς άφησε για πάντα.

Ο Πιέτρο Ινγκράο ήταν από τους λίγους τυχερούς που φθάνουν στα εκατό τους χρόνια με διαύγεια πνεύματος και ικανοί να διδάσκουν με το παράδειγμά τους.

Στη διάρκεια των εκατό αυτών χρόνων είδε τη χώρα του και τον κόσμο να αλλάζει, γνώρισε τους σημαντικότερους ηγέτες των χωρών του «υπαρκτού», ηγέτες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όπως ο Μπρούνο Κράισκι, αλλά και τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Ιλ Σουνγκ. Με ψύχραιμη ματιά τους ζύγιζε όλους, για να εκφράσει μια κρίση απόλυτα ειλικρινή και αμερόληπτη για τον καθένα.`

Στη μεγάλη του ζωή δεν έπαψε να αγωνίζεται. Υπήρξε αντιστασιακός, παρτιζάνος, διευθυντής της Unità, πρόεδρος της Βουλής και ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του ΙΚΚ.

Δεν έπαψε όμως και να αναστοχάζεται, να αμφιβάλλει. Στο 11ο Συνέδριο του ΙΚΚ, ο Ινγκράο διατύπωσε το «δικαίωμα στη διαφωνία», πράγμα πρωτάκουστο για το κόμμα του και για πολλά άλλα κόμματα εκείνη την εποχή. Όμως πίστευε ακράδαντα στο αρραγές του κόμματος και δεν δίστασε να σηκώσει το χέρι του για να ψηφίσει υπέρ της διαγραφής των συντρόφων που βρίσκονταν περισσότερο κοντά του, της ομάδας «Μανιφέστο».

Οι προσπάθειές του να κρατήσει το κόμμα ενωμένο δεν ήταν αρκετές να σταματήσουν την πορεία μετάλλαξης, που άρχισε με τον Οκέτο, και οδήγησε ένα κομμάτι του να ασπασθεί τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και ένα άλλο σε συνεχείς διασπάσεις και διαιρέσεις.

Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η μεγάλη και δύσκολη πρόκληση είναι να κρατήσεις τη ζωντάνια ενός πλουραλιστικού υποκειμένου μαζί με τον πλούτο και την ποικιλία του ανθρώπινου όντος».

Η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, κατά τον Ινγκράο, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κατανοήθηκε αυτό το σημείο, ότι οι κομμουνιστές «διεκδίκησαν τα δικαιώματα ελευθερίας στους χώρους της κοινωνικής ζωής, αλλά όχι στην οργάνωση και στην πρακτική του πολιτικού υποκειμένου».

Για τον Ινγκράο η εκπροσώπηση δεν ήταν ανάθεση. Ήταν μια αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε υποκείμενα και δεν θα μπορούσε να ασκήσει τον βουλευτικό και κομματικό του ρόλο χωρίς διαβούλευση με τις κοινωνικές ομάδες που η δράση του αφορούσε.

Η μελέτη και η συζήτηση είχε σημαντική θέση στη ζωή του, αλλά δεν δίστασε να απαντήσει και με τον ένοπλο αγώνα στην τυραννία του φασισμού.

Παράλληλα, δεν δέχτηκε ποτέ να ταυτιστεί με μια επαναστατική διαδικασία που βλέπει την κορύφωσή της στην επίθεση στα χειμερινά ανάκτορα. Έλεγε μάλιστα πως «για να πετύχεις ένα σημαντικό αποτέλεσμα πρέπει να προσανατολίζεις δυνάμεις, να επαληθεύεις τους τρόπους και τις μορφές μέσα από τις οποίες συντελείται η συνάντηση και η σύγκρουση».

Ως μαρξιστής δεν ξέχασε ότι η ανάγνωση της ταξικής σχέσης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι το σωστό αντίδοτο ενάντια στην αυταπάτη ότι η διαμαρτυρία και η καταγγελία μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτική.

Μέσα στη ζωή του Ινγκράο, ενός ανθρώπου που μίλησε και έγραψε πάρα πολύ, υπήρχε και η σιωπή. Γιατί ο στοχασμός, η αναζήτηση και η αμφιβολία πάνε χέρι-χέρι με τη σιωπή. Τη σιωπή που νιώθει, που αφουγκράζεται, που δεν παραιτείται. Τη σιωπή που αναλογίζεται τα λάθη, τις αιτίες της ήττας και βρίσκει νέους δρόμους για την υλοποίηση του συλλογικού υποκειμένου που συνδυάζει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου όντος με την ανάγκη του αρραγούς και της αντοχής.

Τώρα, ο σύντροφος Ινγκράο σιώπησε για πάντα. Όμως η φωνή του ακούγεται μέσα από τα γραπτά του, μέσα από την παρακαταθήκη που άφησε στις ψυχές των συντρόφων του ανά τον κόσμο, μέσα από την αναζήτηση του ανέφικτου, του φεγγαριού.

«Ήθελα το φεγγάρι», είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Ινγκράο, ενός κομμουνιστή που δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει πως κάποτε, όχι πια ο ίδιος, μα κάποιοι άλλοι θα κατόρθωναν να αγγίξουν πραγματικά το άπιαστο, το όνειρο της σοσιαλιστικής κοινωνίας.


Η Τόνια Τσίτσοβιτς είναι μεταφράστρια του βιβλίου του Πιέτρο Ινγκράο «Η αγανάκτηση δεν αρκεί», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εύμαρος.


Πηγή Red NoteBook