Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ο Μπαρούχ Σπινόζα πέθανε μια Κυριακή του 1677 ενώ ο Βαν ντερ Σπάικ και η γυναίκα του που τον φιλοξενούσαν είχαν πάει στη λουθηρανή λειτουργία!


«Πηγαίνετε σαν ευπειθείς πολίτες να προσκυνήσετε έναν Θεό κατάφωρα εμπλεκόμενο στις υποθέσεις σας. Δεν έχει τίποτα το επίμεμπτο μια τέτοια θρησκευτικότητα. Ίσα ίσα, προφυλάσσει τον πιστό από μάταιες περιπλανήσεις… Εγώ θα μείνω. Ίσως μελετήσω για μιαν ακόμη φορά τον αγαπητό Καρτέσιο: δεν μπορεί, τόση ευρύτητα πνεύματος κάπου θα υπολείπεται σε ζωντάνια. [Το ζωντανό γεννιέται μέσα στην πληγή του.] Ίσως σκεφτώ την αρχή ενός βιβλίου που φυσικά κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει: η ψυχή δεν είναι τίποτε ευφυέστερο από μια παράλογη επιμονή στο επιθυμητό. Δε θα περίμενε κανείς να εκθέσει την αιχμηρή ραδιουργία που εκπορνεύει τη σκηνή της! … Αφήστε μου, εδώ δίπλα, ένα ποτήρι νερό κι ανοίξτε το παράθυρο να βλέπω στο δρόμο. Το ανθρώπινο δράμα δεν πρόκειται να ξανανέβει μέσα μας - όχι τουλάχιστον σαν δράμα. Πρέπει να μάθουμε σιγά-σιγά ν’ αναγνωρίζουμε τι μας προσάπτει όλο εκείνο το κυρίαρχο Έξω»…
Γιώργος Μπλάνας



Ο Μπέντο ντ’ Εσπινόζα ή Μπαρούχ ή Μπενέντικτους (για τους εχθρούς και Μαλέντικτους, δηλαδή καταραμένος!) Σπινόζα γεννήθηκε το 1632 και ζούσε στο Άμστερνταμ -ήταν σύγχρονος του Ρέμπραντ και το σπίτι του μάλιστα ήταν κοντά σε εκείνο του Βερμέερ- αν και η καταγωγή του ήταν από την Πορτογαλία. Ο έμπορος πατέρας του του παρείχε ευρεία μόρφωση, ενώ επαγγελματικά ασχολήθηκε με τη λείανση φακών οράσεως. Το 1656 αφορίστηκε από τη συναγωγή της ολλανδικής εβραϊκής κοινότητας όπου ανήκε λόγω των τολμηρών του πεποιθήσεων (οι χριστιανοί επίσης τον απέρριψαν): έγινε το μαύρο πρόβατο του ολλανδικού ιουδαϊσμού, κατασχέθηκε η περιουσία του και παραλίγο να δολοφονηθεί από έναν φανατικό (την γλίτωσε μάλλον χάρη στο φαρδύ παλτό του κι ενώ λίγο καιρό πριν ένας άλλος αιρετικός είχε πειστεί να ανακαλέσει και, αφού υπέστη τους εξευτελισμούς, αυτοκτόνησε), ενώ κινδύνεψε και δυο φορές εξαιτίας της ανάμιξης του με την πολιτική –λόγω της φιλίας του με τον Γιαν ντε Βιτ, έναν Ολλανδό πολιτικό που εν τέλει λιντσαρίστηκε. Ήταν μάλλον λιτός, πράος και τίμιος άνθρωπος, που δημοσίευσε μόνο ένα βιβλίο όσο ζούσε, τις Αρχές της καρτεσιανής φιλοσοφίας, για το οποίο του προτάθηκε θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Χαιδελβέργης (την αρνήθηκε με τη δικαιολογία πως θα περιόριζε τον χρόνο του η διδασκαλία -χρόνο πολύτιμο για έρευνα-, αλλά και πως αναγκαστικά θα λογοκρινόταν είτε από τους ανώτερους του στην ιεραρχία του πανεπιστημίου είτε από τον ίδιο τον εαυτό του – ο Χέγκελ στην ίδια προσφορά εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα ρωτούσε αν θα του πληρώσουν και τα εισιτήρια του τρένου!) ενώ αρνήθηκε και μία σύνταξη που του προσέφερε ο Γάλλος βασιλιάς. Όταν η Γαλλία επιτέθηκε στην Ολλανδία ο βασιλιάς της ζήτησε να πάρει μαζί του τον Σπινόζα. Συγχρωτιζόταν με τους «κολλεγιανούς», μια ομάδα ελευθεροφρόνων προτεσταντών από τις περίπου εκατό σέχτες που φιλοξενούσε η πρωτεύουσα, και γνωρίζουμε πως ο Πάπας είχε βάλει τον καρδινάλιο του Άμστερνταμ να εμποδίσει την έκδοση έργου του. Αριστούργημα του θεωρείται η Ηθική, έργο που συνέγραψε στα λατινικά (άντλησε το μικρό λεξιλόγιο του από τον Ντεκάρτ και τη σχολαστική φιλοσοφία των Heereboord και Burgersdijk, Ολλανδών καθηγητών της εποχής) υπό την επίδραση της ευκλείδειας γεωμετρίας με τη μορφή αξιωμάτων, πορισμάτων, αυστηρών αποδείξεων και σχολίων. Πέθανε πιθανότατα από φυματίωση -που ενδεχομένως οφειλόταν στη δουλειά του- σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε ετών το 1677, δίχως να προλάβει να γευτεί -αν πιστέψουμε τις φήμες- τη θαλπωρή της γυναικείας σάρκας.
      Ο Σπινόζα ήταν ο «πλέον αντικαρτεσιανός των καρτεσιανών», όπως τον χαρακτηρίζει ο Φρανσουά Νταγκονιέ, αφού υιοθετώντας την ορθολογιστική μεταφυσική του Γάλλου ξεκίνησε από την εξέταση των ουσιών, και μάλιστα από την μόνη κατ’ αυτόν ουσία ή υπόσταση1, τον Θεό: «η σχολαστική φιλοσοφία αρχίζει από τα δημιουργήματα, ο Ντεκάρτ αρχίζει από το πνεύμα, εγώ αρχίζω από τον Θεό». Η ουσία ή υπόσταση ορίζεται ως «εκείνο που υπάρχει καθ’ εαυτό και συλλαμβάνεται αφ’ εαυτού· αυτό σημαίνει ότι είναι εκείνο η σύλληψη του οποίου δεν εξαρτάται από τη σύλληψη κάποιου άλλου πράγματος από το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί»· είναι υπάρχουσα, άπειρη, αιώνια, αδιαίρετη και διατελούσα αιωνίως σε ενεργητική κατάσταση. Χρησιμοποιεί μια παραλλαγή του οντολογικού επιχειρήματος για να δείξει πως ο θεός υπάρχει. Υπάρχει λοιπόν μόνο μια ουσία, «Θεός ή Φύση»· τίποτε το πεπερασμένο δεν είναι αυθυπόστατο. Ο Θεός έχει άπειρα κατηγορήματα, εκ των οποίων μπορούμε να συλλάβουμε μόνο δυο, την έκταση και τη σκέψη. Υιοθετούσε μία μονιστική θεώρηση του κόσμου, όπου θεός και κόσμος ταυτίζονταν. Ο θεός δεν νοείται ως υπερβατική οντότητα επέκεινα του κόσμου, αλλά ως σύλληψη μάλλον του ίδιου του κόσμου υπό το κατηγόρημα της σκέψης, που δρα από αναγκαιότητα προς τη φύση του, δηλαδή ελεύθερα (και που δε θα μπορούσε να πράξει αλλιώς από το πώς πράττει). Ο φιλόσοφος μας κληρονομεί από τον Νικόλαο Κουζάνο και τον Τζορντάνο Μπρούνο τις εκφράσεις natura naturans και natura naturata που αφορούν τις δυο όψεις της φύσης ως φύουσας και φυόμενης. “Δικαιολογημένα οι θεολόγοι τρόμαξαν: σε αυτή την ελάχιστα μηχανική κατά βάθος αντίληψη του κόσμου είδαν τη νεκρανάσταση παλαιών, απειλητικών για τη σύμβασή τους φαντασμάτων - του νεοπλατωνικού μονισμού και του καβαλιστικού πανθεϊσμού, του Αβικένα και του Αβερρόη, του αλύγιστου μάρτυρα Τζορντάνο Μπρούνο”2...
      Από τα άπειρα κατηγορήματα του θεού, ο άνθρωπος λόγω της πεπερασμένης φύσης του συλλαμβάνει μόνο τη σκέψη και την έκταση, με αποτέλεσμα το καρτεσιανό πρόβλημα της αλληλεπίδρασης να γίνεται έτσι ζήτημα αντίληψης κατηγορημάτων του ίδιου πράγματος, και άρα να στερείται σημασίας. «Είναι ανάγκη να θυμηθούμε», σημειώνει ο Σπινόζα, «ότι η σκεπτόμενη ουσία και η εκτατή ουσία δεν αποτελούν παρά μια και την ίδια ουσία εννοούμενη άλλοτε υπό τη μία ιδιότητα κι άλλοτε υπό την άλλη». Ο ανθρώπινος νους είναι η ιδέα του ανθρώπινου σώματος, άνευ του οποίου δεν νοείται: αυτή η άποψη θα ασκήσει βαθιά επίδραση στον Μαρξ που αντιλαμβανόταν την πνευματική και πολιτισμική πραγματικότητα ως αντανάκλαση της κοινωνικής. Οι διάφορες ατομικότητες αποτελούν τροπισμούς της μιας και μόνης θεϊκής ουσίας. Η θέση αυτή ονομάζεται δυισμός των κατηγορημάτων, εν αντιθέσει με τον ουσιοκρατικό δυισμό του Ντεκάρτ. Υπάρχουν λοιπόν άπειροι (έκταση: κίνηση, ηρεμία – σκέψη: άπειρη νόηση του θεού) και πεπερασμένοι (στον άνθρωπο, έκταση: σώμα – σκέψη: ψυχή) τρόποι που με τη σειρά του διαιρούνται σε άμεσους και έμμεσους.
      Στα θεολογικά θέματα απέρριπτε την ύπαρξη ενός προσωπικού θεού και τις έννοιες της καρτερίας, της μεταμέλειας, του φόβου κ.λπ., αφού το μέλλον είναι εξίσου προσδιορισμένο με το παρελθόν, όπως και την αθανασία της ψυχής νοούμενης ως μεταθανάτιας επιβίωσης του ατομικού πνεύματος. Δεν υπάρχει άλλη ζωή όπου οι άνθρωποι θα επιβραβεύονται ή θα τιμωρούνται μιας και κάθε πράξη εμπεριέχει οργανικά τις συνέπειες της. Δεχόταν ότι ένα μέρος του νου, που «υπήρχε» και πριν το σώμα θα συνεχίσει να υπάρχει, στο βαθμό που έχει καθολική θέαση των πραγμάτων και είναι ενωμένο με τον Θεό στην αιωνιότητα. Όποιος αγαπάει τον Θεό δε μπορεί και ούτε πρέπει να αναμένει ο Θεός να του ανταποδώσει την αγάπη του, διότι αυτό θα σήμαινε ότι θα μπορούσε να αισθανθεί λύπη και να μη δρα σαν Θεός. Η σχέση του Θεού με τα πεπερασμένα όντα εξετάζεται όχι υπό το πρίσμα της φυσικής αιτιότητας (όπως στους μεσαιωνικούς θεολόγους) αλλά υπό εκείνο της λογικής σχέσης υποκειμένου-κατηγορήματος, και οι κατάλληλοι όροι αναφοράς στα όντα αυτά δεν είναι τα ουσιαστικά αλλά τα επίθετα.
      Δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση ή τυχαιότητα στο σύμπαν αλλά κυριαρχεί η λογική αναγκαιότητα: «στη φύση τίποτα δεν είναι τυχαίο· τα πάντα είναι καθορισμένα από την αναγκαιότητα της θεϊκής φύσης να υπάρχουν και να λειτουργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο». Πραγματική ελευθερία αποτελεί η αναγνώριση και αγάπη της αναγκαιότητας: «εκείνος που έχει ορθά κατανοήσει ότι τα πάντα απορρέουν από την αναγκαιότητα της θείας φύσης και γίνονται σύμφωνα με τους αιώνιους νόμους και τους κανόνες της φύσης, αυτός δε θα βρει τίποτα που να αξίζει να το μισήσει, να το χλευάσει ή να το περιφρονήσει, ούτε θα αισθανθεί οίκτο για κανέναν αλλά θα προσπαθεί κατά το προσήκον στην ανθρώπινη αρετή μέτρο να κάνει, όπως λέγεται, το καλό και να χαίρεται». Οπωσδήποτε είναι μια εντυπωσιακή προτύπωση του νιτσεϊκού «ναι σε όλα». Το καλό και το κακό είναι σχετικά επειδή βλέπουμε μερικώς τα πράγματα, ενώ η θέαση του όλου θα αναδείξει την αρμονία· τελειότητα και πραγματικότητα συμπίπτουν όχι γιατί η πραγματικότητα είναι τέλεια αλλά επειδή ακριβώς ένα τέτοιο ουσιώδες πρότυπο τελειότητας απουσιάζει. Κάθε ύπαρξη ενέχει δύναμη και συνεπώς είναι θετική, ενώ αυτό που συνήθως ονομάζουμε αρνητικότητα προκύπτει από τη συνάντηση διαφορετικών πεπερασμένων όντων (κατά το μοντέλο των νόμων σύγκρουσης των φυσικών σωμάτων). Τίποτε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά και ούτε θα έπρεπε να ήταν αλλιώς τα πράγματα, ακόμη κι αυτή η πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει λόγο να απασχολεί τον ελεύθερο άνθρωπο που «τίποτα δεν σκέφτεται λιγότερο από τον θάνατο· και η σοφία του δεν είναι στοχασμός πάνω στον θάνατο, αλλά πάνω στη ζωή».
      Η σπινοζική ανάλυση είναι μια οντολογία δυνάμεων και μια παιδαγωγική της επιθυμίας. Κάθε υπαρκτό πεπερασμένο ον τείνει να εμμένει στο είναι του, επιθυμεί την αυτοσυντήρηση του, τη διατήρηση και αύξηση της ισχύος του, και μόνο η συνάντηση με μια δύναμη εξωτερική, αντίθετη και ισχυρότερη είναι ικανή να ανακόψει την πορεία του αυτή. Αυτή είναι η περίφημη θεωρία του conatus (τάση) που απαντάται και στον Χομπς με μια μορφή ακόμη πλησιέστερη προς την αρχή της αδράνειας, ενώ στον Σπινόζα το είναι έχει έναν δυναμικότερο χαρακτήρα από την απλή κατάσταση. Πρωταρχικά συναισθήματα είναι η χαρά, η λύπη και η επιθυμία. Η χαρά ορίζεται ως αύξηση ισχύος που λαμβάνει χώρα στο σώμα και το πνεύμα, η λύπη ως μείωση (που προκύπτει από την ψυχολογική επένδυση σε κάτι που δεν γίνεται, γι’ αυτό και αποτελεί εσφαλμένη ιδέα), η αγάπη ως χαρά που συνοδεύεται από την ιδέα ενός εξωτερικού αντικειμένου και η επιθυμία ως συνειδητοποίηση της ενστιχτώδους βούλησης. Ο Σπινόζα προτείνει ένα νέο ανθρωπολογικό μοντέλο στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η επιθυμία που συνιστά απρόσμενο άνοιγμα της ύπαρξης μας ως θετικότητας στον κόσμο χωρίς συγκεκριμένο αντικέιμενο· «δεν θέλουμε, δεν ορεγόμαστε, δεν επιθυμούμε, ούτε προσπαθούμε κάτι επειδή το κρίνουμε καλό· αλλά αντιθέτως κρίνουμε κάτι καλό επειδή το θέλουμε, το ορεγόμαστε, το επιθυμούμε και το προσπαθούμε». Το ζήτημα επομένως είναι να κατανοήσουμε τις αιτίες που γεννούν τις επιθυμίες αφού όπως έξοχα παρατήρησε ο Σοπενχάουερ (που μαζί με τον Σπινόζα προλογίζουν αρκετά θέματα της ψυχανάλυσης) ελευθερία δεν είναι να πράττεις όπως θέλεις αλλά να (μπορείς να) μη θέλεις όπως θέλεις! Σκοπός για τον ελεύθερο άνθρωπο είναι να κατευθύνει τις επιθυμίες του προς τη σωστή κατεύθυνση και να επιδιώκει τις καταλληλότερες γι’ αυτόν συναντήσεις, δηλαδή όσες βρίσκονται σε αρμονία με τον Λόγο. Ο Ντελέζ υποστήριξε πως ο Σπινόζα κάνει ηθολογία (η περιγραφική επιστήμη της συμπεριφοράς των ζώων), και είναι πράγματι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι η Ηθική αποτελεί ένα κατεξοχήν μεταφυσικό βιβλίο. Ο φιλόσοφος γράφει επομένως στο σημείο διάλυσης των ορίων ανάμεσα στην οντολογία και την ηθική, όπου η μια δεν ξεχωρίζει από την άλλη· πρόκειται για ιδέα που θα ξαναβρούμε στον εικοστό αιώνα. “Δικαιολογημένα αυτή η σύλληψη” θα πει ο Φώτης Τερζάκης αναφερόμενος ακριβώς στην “ιατρικοποίηση” των ηθικών αξιολογήσεων από τον Σπινόζα, “ενθουσίασε τον Νίτσε, στην οποία είδε την τελεσίδικη απόρριψη κάθε μονοθεϊστικής κατασκευής της ηθικότητας (που είναι απλή εσωτερίκευση του νόμου, ετερονομία...). Μια τέτοια αναθεμελίωση του ηθικοπρακτικού οδηγεί αβίαστα σε μία συγκεκριμένη πολιτική θέση, που είναι η ριζική αυτοδιεύθυνση της πολιτικής κοινότητας”.
      Οι γνωσιοθεωρητικές συνέπειες των απόψεων αυτών του Σπινόζα είναι αρκετά ενδιαφέρουσες· τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε γύρω μας δεν είναι ξέχωρα από τις αντίστοιχες ιδέες, ενώ η ψυχή μας δεν υφίσταται ως γνωστικό υποκείμενο -φαντάζομαι τους καρτεσιανούς να αφρίζουν από το κακό τους- αποκομμένη απ’ το σώμα μας. Αποτελώντας όμως, ο εαυτός μας, ένα κομμάτι του κόσμου δεν μπορεί παρά να μας προσφέρει ασαφείς και συγκεχυμένες ιδέες του «εξωτερικού κόσμου». Με τρεις τρόπους μπορεί κανείς να αποκτήσει γνώση: α) με την αντίληψη, που αφορά τη σύλληψη των πραγμάτων από τις αισθήσεις και είναι χρήσιμη για την καθημερινή ζωή στο βαθμό που λαμβάνουμε υπόψη την ανεπάρκεια της, β) με τον λόγο, που υπερβαίνει την απλή πεποίθηση και παρέχει κατανόηση, θεωρώντας τα αντικείμενα από την οπτική του θεού, δηλαδή υπό το πρίσμα της αιωνιότητας και γ) με τη διαίσθηση ή ενόραση, που κατευθύνεται προς την ίδια τη θεϊκή ουσία και την άμεση σύλληψη των πραγμάτων και των σχέσεων τους. Η ενορατική γνώση μας αποκαλύπτει την «νοερή αγάπη του θεού» και απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη (που οφείλονται θα λέγαμε στις ατελείς και συγκεχυμένες ιδέες και την εκ μέρους μας αδυναμία σύλληψης της καθολικής τάξης πραγμάτων), καθιστώντας τον αιτία του εαυτού του.
      Κάθε συναίσθημα έχει πυρήνα γνώσης (συνοδεύεται από την εικόνα του αντικειμένου προς το οποίο κατευθύνεται) που όταν είναι ψευδής είναι πάθος και όταν είναι αληθής συνιστά ενέργημα. Τα πάθη -δηλαδή οι εξωτερικές επιδράσεις που μας ελέγχουν- προέρχονται από ιδέες που δεν είναι σαφείς και ευκρινείς, εντασσόμενα στην πρώτη κατηγορία γνώσης, και μόλις αποκατασταθεί η έλλογη οπτική μας υποχωρούν: «το συναίσθημα που είναι πάθος παύει να είναι πάθος αφ’ ης στιγμής σχηματίσουμε μία σαφή και ευκρινή ιδέα του». Απελευθέρωση από τη δουλεία είναι η αυτοπειθαρχία που στηρίζεται στον ορθό λόγο. Δεν παύει να καταγγέλλει τον άνθρωπο με τα λυπημένα πάθη, εκείνον που τα εκμεταλλεύεται για να κάνει τους άλλους σαν τα μούτρα του κι αυτόν που λυπάται για τα ανθρώπινα πάθη ενγένει (εν ολίγοις: τον σκλάβο, τον τύραννο και τον ιερέα).
      Ο Σπινόζα είναι ένας πολύ σημαντικός στοχαστής: ο Χέγκελ, που θεώρησε ότι με το σύστημα του είπε τα πάντα, έγραψε πως είτε κάποιος σπινοζίζει είτε δεν κάνει φιλοσοφία, ενώ και ο αντισπινοζιστής Μπερξόν έλεγε πως κάθε στοχαστής μπορεί να έχει μόνο δυο φιλοσοφίες: τη δική του και του Σπινόζα. Ο Γιακόμπι επίσης αναφέρει πως οι τελευταίες λέξεις του Λέσσινγκ ήταν: «Εν και παν! Δεν γνωρίζω τίποτε άλλο… Δεν υπάρχει άλλη φιλοσοφία εκτός από του Σπινόζα». Ο ρομαντικός ποιητής Χάινριχ Χάινε παρατηρεί πως «όλοι οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, χωρίς ίσως να το γνωρίζουν, βλέπουν μέσα από τους φακούς που λείανε ο Σπινόζα». Ο Ράσελ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του τον πιο ευγενή και αξιαγάπητο από τους μείζονες φιλοσόφους, ενώ ο Ντελέζ τον θεωρεί τον μοναδικό συνεπή εμμενειοκράτη στην ιστορία της φιλοσοφίας και φτάνει να τον χαρακτηρίσει πρίγκηπα και Χριστό των φιλοσόφων του οποίου οι υπόλοιποι μεγάλοι στοχαστές είναι απόστολοι3! Κατά τον Ντελέζ επίσης, ο Σπινόζα κάνει ηθολογία, προσεγγίζει δηλαδή περιγραφικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων κατά έναν αντίστοιχο τρόπο προς αυτόν που οι επιστήμονες μελετούν τα ζώα – τα όρια θολώνουν ανάμεσα στην ηθική και την οντολογία, και οι προεκτάσεις αυτού του θολώματος μόνο μετά τον Νίτσε θα γίνουν αντιληπτές. Στις αρχές του 19ου αιώνα μια μεγάλη διαμάχη έλαβε χώρα στη Γερμανία όσον αφορά την ορθή ερμηνεία της σκέψης του, αφού με μια ανάγνωση είναι άθεος και με μια άλλη γίνεται -όπως το διατύπωσε ο Κίρκεγκορντ- ένας «ενθουσιασμένος από Θεό άνθρωπος»! Ο Αϊνστάιν του αφιέρωσε ένα ποίημα το 1920 και στις μέρες μας το ίδιο έκανε ο Γιώργος Μπλάνας4. Ο νευροβιολόγος Αντόνιο Νταμάζιο θεωρεί πως «ο Σπινόζα είχε δίκιο» εν αντιθέσει με «το λάθος του Ντεκάρτ» αναφορικά με τη σχέση νου-σώματος και τον ρόλο των παθών. Στη Θεολογικο-πολιτική πραγματεία μας παρέχει μια φιλελεύθερη ερμηνεία των γραφών, δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, για την οποία συμπεραίνει πως έχει γραφτεί από πληθώρα συγγραφέων αρκετά μεταγενέστερα από όταν πιστεύεται από την παράδοση. Δεχόταν ως δάσκαλο του τον Χριστό, όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα του ίδιου έργου: «δεν πιστεύω ότι κανείς έφτασε ποτέ σε μια τέτοια τελειότητα, σε ένα σημείο υψηλότερο από όλους τους ανθρώπους, όσο ο Χριστός. Γιατί στον Χριστό η αποκάλυψη των θείων σχεδίων για τη σωτηρία των ανθρώπων δεν έγινε μέσω των λόγων, αλλά άμεσα… Η φωνή του Χριστού μπορεί να αποκληθεί φωνή του Θεού».
1 . Φυσικά ο όρος χρησιμοποιείται όπως στη δυτική θεολογική και φιλοσοφική παράδοση, ως συνώνυμος της ουσίας. Στην ορθόδοξη θεολογία η υπόσταση αντιδιαστέλλεται με την ουσία, όπως και το πρόσωπο με το προσωπείο (στους καθολικούς, αντίθετα, γίνεται αντιληπτό ως «περσόνα»).
2. Φώτης Τερζάκης, “Η απόκλιση του Σπινόζα”, βιβλιοκρισία της Ηθικής στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 21/08/2009.
3. Διαβάζουμε στο Τί είναι φιλοσοφία; (σ. 71-72): “Αυτό που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης αλλά που ωστόσο πρέπει να το σκεφτούμε, αυτό κάποιος το σκέφτηκε μία φορά, όπως ο Χριστός μία φορά ενσαρκώθηκε, για να δείξει εκείνη την φορά την δυνατότητα του αδύνατου. Έτσι και ο Σπινόζα είναι ο Χριστός των φιλοσόφων, οι δε μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν είναι παρά απόστολοι, που απομακρύνονται από αυτό το μυστήριο ή το προσεγγίζουν. Σπινόζα, το άπειρο γίγνεσθαι-φιλόσοφος. Έδειξε, σχεδίασε, στοχάστηκε το “καλύτερο” επίπεδο εμμένειας, δηλαδή το πιο καθαρό, αυτό που δεν παραδίδεται στο υπερβατικό ούτε αποκαθιστά το υπερβατικό, αυτό που εμπνέει τις λιγότερες αυταπάτες, τα λιγότερα άσχημα συναισθήματα και τις λιγότερες πεπλανημένες αντιλήψεις”...
4 . Πρόκειται για το ποίημα «Ο Μπαρούχ Σπινόζα πέθανε μια Κυριακή του 1677 ενώ ο Βαν ντερ Σπάικ και η γυναίκα του που τον φιλοξενούσαν είχαν πάει στη λουθηρανή λειτουργία», από το οποίο αντλήθηκαν οι στίχοι που παρατίθενται στην αρχή. Ανήκει στη συλλογή Παράφορο! του 1997, την οποία βρήκα στο: Γιώργος Μπλάνας, Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα, εκδόσεις «Ερατώ», Αθήνα, 2004.