Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Snowpiercer: η θερμοδυναμική της Ζωής




του Keunermann


Μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας, βασισμένη σε ένα γαλλικό graphic novel του 1982, αποτελεί η πρώτη αγγλόφωνη απόπειρα του Bong Joon-ho, στην οποία πρωταγωνιστούν οι Chris Evans, Jamie Bell, John Hurt, Song Kang-ho, Ed Harris και μια αγνώριστη όσο και απολαυστική Tilda Swinton. Πρόκειται για μια ταινία με σαφείς πολιτικές και οικολογικές αιχμές.

Από το έτος 2014, ο κόσμος έχει παγώσει εξαιτίας ενός ατυχήματος κατά τη διάρκεια ενός πειράματος για την αντιστροφή των συνεπειών της πλανητικής υπερθέρμανσης. Mόνον ο διορατικός, φιλόδοξος βιομήχανος Wilford είχε προνοήσει για αυτήν τη δυσμενή εξέλιξη. Τώρα βρισκόμαστε στο 2031, και η εναπομείνασα ανθρωπότητα έχει επιβιβαστεί στο θαυματουργό τραίνο του ελεήμονος ευεργέτη, σε αυτήν τη σύγχρονη Κιβωτό, η οποία δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί μικρογραφία και αντανάκλαση της κοινωνίας την οποία διασώζει. Όλα τα καθάρματα, οι ευπατρίδηδες, οι αριστοκράτες, οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι κλοσάρ, οι καλλιτέχνες, οι έμποροι, οι πλούσιοι, οι μάγειροι, οι δάσκαλοι και όλα τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα βρίσκουν εκεί έναν αντιπρόσωπό τους, καθώς περνούμε από βαγόνι σε βαγόνι. Στην ουρά είναι στοιβαγμένοι οι αληταράδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, τα αποβράσματα, οι λούμπεν, οι προλετάριοι, που αποτελούν αναλώσιμα εξαρτήματα για την ομαλή αναπαραγωγή της κοινωνικής Μηχανής. Εξεγέρσεις για τη βελτίωση της θέσης τους έχουν γίνει κατά καιρούς, όλες λιγότερο ή περισσότερο αποτυχημένες – που σημαίνει: όλες πνίγηκαν στο αίμα, η μόνη διαφορά έγκειται στο εάν κατόρθωσαν να φτάσουν ένα βαγόνι παρακάτω από την προηγούμενη. Ο Chris Evans ως Curtis Everett είναι ο εκλεκτός, όπως ο Neo στο Matrix. Στο κάτω-κάτω, είναι ο Captain America (και έχει γένι, σε αντίθεση με τον Τσίπρα). Έτσι αρχίζει η έφοδος των απόκληρων: κάθε πόρτα που ανοίγει είναι κι ένας ανελκυστήρας, κάθε βαγόνι κι ένας όροφος στην κοινωνική αναρρίχηση, κάθε σκαλοπάτι κι ένας σταθμός, κάθε στάση κι ένας άρτια τακτοποιημένος και επιτελών τον ρόλο του κόσμος.


Είναι γνωστό πως η κατασκευή μιας αεικίνητης μηχανής θεωρείται αδύνατη, καθώς θα παραβίαζε ταυτόχρονα τον πρώτο και τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής (που αφορούν τη διατήρηση της ενέργειας και την αύξηση της εντροπίας, ήτοι την εγγενή τάση κάθε τέτοιου συστήματος προς την τερματική κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας). Το πρόβλημα θα μπορούσε να παραβλεφθεί εδώ με δυο τρόπους: αφενός, η λειτουργία της μηχανής, αν και πλήρως αυτοματοποιημένη, θα προϋπέθετε τόσο την εποπτεία όσο και την επιμέρους συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα (όπως και συμβαίνει). Αφετέρου, ο πάγος θα μπορούσε να αποτελεί τον απαραίτητο, εξωτερικό του συστήματος ενεργειακό πόρο, που του επιτρέπει να διατηρεί τα επίπεδα της συνολικής ενέργειας σταθερά, όχι όμως και τα αντίστοιχα της συστημικής εντροπίας αρκούντως χαμηλά, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αυτοαναπαραγωγή του - από μια αυθαίρετη γενίκευση του δεύτερου νόμου προέκυψε το δημοφιλές κατά τον 19ο αιώνα σενάριο του θερμικού θανάτου του σύμπαντος. Βέβαια το κατά πόσον αυτό συμβαίνει δε διευκρινίζεται στην ταινία, και εκτός των άλλων, αυστηρά μιλώντας, τότε δε θα είχαμε να κάνουμε με ένα αεικίνητον. Σε κάθε περίπτωση, η Μηχανή αποκτά τις αναμενόμενες μεταφυσικές διαστάσεις. Όπως η Ζωή η ίδια, τέθηκε σε κίνηση και συνεχίζει μόνη της στο διηνεκές. Η εμφάνιση της ζωής, άλλωστε, και η ανάπτυξη της από απλούστερες σε ολοένα και πιο πολύπλοκες μορφές μοιάζει να καθίσταται εφικτή χάρη σε μια συνεχή «παραβίαση» του δεύτερου νόμου (χρησιμοποιώ τα εισαγωγικά διότι οι έμβιοι οργανισμοί στην πραγματικότητα είναι ανοιχτά και αλληλεπιδρώντα με το περιβάλλον τους και όχι βέβαια απομονωμένα συστήματα, και διότι η ροπή προς την αποδιοργάνωση μακροσκοπικά μπορεί να εξακολουθήσει να αυξάνεται παρά ή ίσως χάρη στις τοπικές της μειώσεις). Με την εμβληματική πλέον διατύπωση των Ματουράνα-Βαρέλα, αποτελούν «αυτοποιητικές μηχανές», δια των οποίων αναδύεται τάξη μέσα από το χάος (hat tip, Prigogine).

Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι ένα μόνο από τα θέματα που αντλεί κανείς από τον «Χιονοτρυπητή», εάν μας επιτρέπεται η άχαρη απόδοση του τίτλου. Ορισμένα ακόμη είναι η οικολογία, η βιώσιμότητα, η κατίσχυση των βιομηχανικών κοινωνιών επί του περιβάλλοντος, η αχαλίνωτη επιδίωξη της ανάπτυξης, η κατασπατάληση των εν σπάνει ευρισκόμενων φυσικών πόρων (από ένα σημείο και μετά, ανθρώπινος παράγοντας αναπτύσσεται παρασιτικά για το σύνολο του περιβάλλοντός του, ρουφάει μέλλον απ' το μέλλον του για να φτιάξει το παρόν, αλλά έτσι απλά σκάβει τον λάκκο του αργά και μεθοδικά, με την ελπίδα ότι δε θα ζούνε έτσι κι αλλιώς μέχρι τότε οι σημερινοί για να πληρώσουν τη νύφη), η βιοποικιλότητα κλπ: εν ολίγοις, όλα αυτά τα ωραία θέματα για τα οποία πλέον αρμόδιοι να γράψουν εκθέσεις ιδεών είναι οι μαθητές της τρίτης λυκείου. Η έτερη μεγάλη προβληματική είναι ασφαλώς εκείνη της ύπαρξης των κοινωνικών διαστρωματώσεων και διαφορισμών, και, ακόμη περισσότερο, της διαιώνισής τους. Η ύπαρξη ιεραρχίας στην κλίμακα της συμμετοχής στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, του κύρους, των προνομίων, η εκμετάλλευση της εργασίας και του πόνου των πολλών, η προσήλωση στην κυρίαρχη ιδεολογία, η εθελοδουλεία, αλλά και το ηρωικό άτομο εναντίον του κομφορμισμού της μάζας, αλλά και η συσπείρωση των «από κάτω», η βιαιότητα, το άψογο στυλ (η ταινία «κάθεται» πολύ καλά στο μάτι και χαρίζει ορισμένες αξιομνημόνευτες εικόνες, συνοδευόμενες ωστόσο από τον ζόφο της δυστοπίας, του φουτουριστικού, μετα-αποκαλυπτικού τοπίου προς το οποίο οι αναγνώστες γνωρίζουν ότι έχουμε μια κλίση).

Είναι απλά μια άντεργκράουντ παραγωγή με γνωστούς ηθοποιούς, ή ένα ανεκμετάλλευτο διαμάντι που περιμένει και απαιτεί την προσοχή των θεατών; Αυτή φαίνεται να είναι η ερώτηση που απασχολεί πολλούς που είδαν το Snowpiercer. Και η δική μας απάντηση είναι ότι μπορεί η ταινία να ενδίδει περιστασιακά σε ορισμένα κλισέ, αλλά, σε γενικές γραμμές, νομίζουμε ότι ισορροπεί επιτυχημένα ανάμεσα στην εμπορική παραγωγή και την καλλιτεχνική προσέγγιση, στην πρωτοτυπία και την γενόσημη μετριότητα, πολύ συχνότερα από όταν δεν το κάνει. 



* Le Transperceneige. Μάλιστα, ο Jean-Marc Rochette, εκ των δημιουργών του κόμικ, κάνει μια cameo εμφάνιση στο φιλμ.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε σταυροδρόμι: Για μια στρατηγική αναδιανομής υπέρ των υποτελών τάξεων


των Σπύρου Λαπατσιώρα και Γιάννη Μηλιού


Στις εκλογές ηττήθηκαν τα κυβερνώντα κόμματα. Η πολιτική απονομιμοποίησή τους εμφανίζεται ραγδαία. Η Χρυσή Αυγή ενισχύθηκε.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ το πολιτικό τοπίο που σχηματίζεται έχει δύσκολες επιλογές και ακόμη πιο δύσκολες για τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι επόμενες εκλογές, αν δεν υπάρξει παρέμβαση των μαζών (όπως με το κίνημα των πλατειών ή τον Φλεβάρη του 2012), με βάση τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, θα γίνουν είτε με αφορμή την Προεδρική εκλογή αρχές του 2015, είτε τον Ιούνιο του 2016.

1) Με δεδομένο τον εκλογικό νόμο και τη σημερινή πολιτική συγκυρία και συσχετισμούς, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πιθανότατα πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές. Ωστόσο, αν κρατήσουμε όλα τα άλλα σταθερά, δεν θα έχει αυτοδυναμία. Γεγονός που σημαίνει συνεργασία με δυνάμεις της Δεξιάς όπως η ΝΔ, της νεοφιλελεύθερης δήθεν Κεντροαριστεράς όπως το Ποτάμι, ή άλλες παρόμοιες ανασχηματισμένες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια ακύρωση της δυνατότητας των μετασχηματισμών που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία και εξαναγκασμός σε μία διαχείριση των συνεπειών που έχουν διαμορφώσει οι «μνημονιακές» πολιτικές και του υποδείγματος συσσώρευσης και αναπαραγωγής που επέβαλαν. Αντί της ανατροπής το βάθος του τούνελ θα φέρει την «ανάσχεση της λιτότητας», έναν ήπιο νεοφιλελευθερισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο».

Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο μοναδική προοπτική φαντάζει η επιδίωξη της αυτοδυναμίας, ως όρος ύπαρξης μιας Αριστεράς που θέλει να κυβερνήσει για να οργανώσει τους αναγκαίους και ώριμους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας, μετά την παγκόσμια κρίση και την ιστορική κρίση που έπληξε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Είναι προφανές ότι αυτές οι σκέψεις δεν αφορούν απλά ένα μελλοντικό ενδεχόμενο. Αφορούν τον πολιτικό σχεδιασμό σήμερα, την οργάνωση της πολιτικής στρατηγικής σήμερα, για το τι θα κάνεις για να επιτύχεις τον στόχο που θα θέσεις και επομένως το πώς θα πορευτείς. Όπως ακριβώς το αποτέλεσμα των εκλογών αποτύπωσε τις επιπτώσεις των σχεδιασμών της προηγούμενης διετίας και του ταχύτατου προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ στον κυβερνητισμό της «παραγωγικής ανασυγκρότησης».

2) Για να εκτιμηθεί η κατάσταση, σε σχέση με το στόχο της αυτοδυναμίας, πρέπει να εξετάσουμε την όλη πολιτική στρατηγική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ, εξέταση που θα είναι ελλιπής όσο δεν αναλύονται πέρα από τα αποτελέσματα και τα υπόλοιπα στοιχεία που καθορίζουν τη σχέση εκπροσώπησης που έχει συνάψει ο ΣΥΡΙΖΑ με κοινωνικά στρώματα.

2α) Μέχρι τις εκλογές του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πολιτικό σχηματισμό ο οποίος με τη συμμετοχή του στα κινήματα για την παιδεία το 2006, με την υποστήριξη στο δικαίωμα της νεολαίας να εξεγείρεται το 2008, με την ενεργή συμμετοχή και στήριξη του κινήματος των πλατειών το 2011 (του κομματιού του κινήματος που είχε κοινωνικό-δημοκρατικό και όχι εθνικιστικό λόγο), καταχωρήθηκε ως το «μαύρο πρόβατο» του πολιτικού συστήματος, ακόμη και από το ΚΚΕ. Εμφανιζόταν ως ο αντισυστημικός/εξωσυστημικός πολιτικός πόλος απέναντι σε ένα σύστημα που κυβέρνησε τις τελευταίες δεκαετίες και δημιούργησε ένα πυκνό θεσμικό συνεχές. Οι επεξεργασίες του για την κρίση ως διεθνή και ευρωπαϊκή κρίση, ως μη-εθνικό ζήτημα, η κριτική του στη στρατηγική διαχείρισης της κρίσης, επαληθεύονταν όσο περνούσε ο καιρός, γεγονός το οποίο του προσέδωσε κύρος και το σημαντικότερο έσπασε με όρους του σήμερα το «δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική» – και όχι με όρους μίας «βέβαιης μελλοντικής» επανάστασης. Παράλληλα στο πρόσωπο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώθηκε η εισβολή στο πολιτικό πεδίο μιας νέας γενιάς, που ζητούσε να έχει λόγο και ευθύνη για τις αποφάσεις, συμπυκνώθηκε μία σχέση που έλεγε ότι ο καθένας μπορεί να έχει λόγο εν αντιθέσει με το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό και την απόσταση που είχε από την κοινωνία.

Αυτά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την πλευρά της κοινωνίας, καθώς αυτή βίωνε τα αποτελέσματα των οικονομικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν, πλατιά τμήματά της κατανόησαν ότι ο «πόλεμος» που κήρυξε η κυβέρνηση Παπανδρέου στρεφόταν εναντίον τους, ότι η νέα κοινωνία που θα γεννιόταν δεν έχει χώρο γι’ αυτά και την ανάγκη τους να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και μετακινήθηκαν ενάντια στο σύστημα που κυβέρνησε τη Ελλάδα. Και μόνο το πολιτισμικό/πολιτικό γεγονός της καθιέρωσης της συνέλευσης (στις πλατείες και πέρα από αυτές) για λήψη αποφάσεων, που ως τότε ήταν σχεδόν αποκλειστικά πρακτική αναρχικών/αυτόνομων ομάδων, δείχνει τις ιδεολογικές μετατοπίσεις που έλαβαν χώρα ακόμη και σε συντηρητικά στρώματα.

Αυτές οι δύο κινήσεις, του ΣΥΡΙΖΑ ως αντισυστημικής/εξωσυστημικής δύναμης και πλατιών τμημάτων της κοινωνίας που κινήθηκαν αντισυστημικά, συναντήθηκαν ιστορικά, κυρίως στις πλατείες και στις κινητοποιήσεις του Φλεβάρη του 2012, καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ έκφραση αυτής της διάθεσης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Το εκλογικό αποτέλεσμα του 2012 είχε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ έχασε τα εργατικά λαϊκά στρώματα, ευρύτερα τους μισθωτούς αλλά και μεσαία στρώματα, που βρέθηκε να τους εκπροσωπεί στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως τότε είχε πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τα μεγάλα αστικά κέντρα, τη νεολαία, τους εργαζόμενους και τους ανέργους και σημείωσε αξιοσημείωτα ποσοστά στην επαρχία.

2β) Το αποτέλεσμα του Ιούνη – μια ιστορική ευκαιρία, ανεπανάληπτη ως προς τους όρους της για την Αριστερά – εκλήφθηκε από το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που κινητοποιήθηκε με στόχο να πετύχει την κυβερνητική αλλαγή ως ήττα. Η μερίδα αυτή της κοινωνίας αποσύρθηκε, μετά από μία αρχική αναμονή κάποιων μηνών, απογοητευμένη. Σημαντικές εξαιρέσεις ο αγώνας της ΕΡΤ και οι απεργίες των εργαζόμενων στην Υγεία και των εκπαιδευτικών (με τα προβλήματα αποτελεσματικής οργάνωσής τους που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ).

Στοιχείο που συνέβαλε στην απόσυρση της κοινωνίας ήταν και ο «φόβος των μαζών» που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτα-πρώτα οργανωτικά. Η διεύρυνση του κόμματος προς το εκλογικό σώμα που τον ψήφισε έγινε με πολλή καθυστέρηση, άτολμα και συντηρητικά. Το μήνυμα που εκπέμφθηκε από τις πρώτες μέρες το πήραν άμεσα τα κοινωνικά στρώματα που κινητοποιήθηκαν και γι’ αυτό ο αρχικός ενθουσιασμός μετριάστηκε, έγινε στάση αναμονής και όταν μετά από πολύ χρόνο έγινε το άνοιγμα, όπως έγινε, ως μη-άνοιγμα στην κοινωνία, πήρε περισσότερο το χαρακτήρα ένταξης πολιτικών οργανωμένων ομάδων, στελεχών με μία πολιτική εμπειρία και όχι μαζικής ένταξης του κόσμου που κινητοποιήθηκε το προηγούμενο διάστημα. Να το πούμε αλλιώς, δυναμικά νέα στρώματα που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας την ελάχιστα δημοκρατική οργάνωσή του, τις φατρίες και ένα διαμορφωμένο κομματικό κατεστημένο, όχι και πολύ φιλικό σε πολλές-πολλές αλλαγές, απλώς στάθηκαν στη γωνία. Ίσως αυτή η καθυστέρηση στο άνοιγμα κατά ένα χρόνο, και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο καταστατικό του συνέδριο δεν πέτυχε να οργανωθεί ως ενιαίο κόμμα, να αποτέλεσε το σημαντικότερο εμπόδιο στην πολιτική διείσδυσή του στην κοινωνία, βασικό παράγοντα που τον οδήγησε στη συνέχεια να επιχειρήσει να διευρύνει την επιρροή του στην κοινωνία σχεδόν αποκλειστικά με τον προσεταιρισμό προσωπικοτήτων και παραγόντων, δηλαδή ανακυκλώνοντας πολιτικό προσωπικό σηματοδοτημένο στην κοινωνία, τοπική ή εθνική, ως «σύστημα».

Συγχρόνως ο μικρός πολιτικός σχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση και αντιμετώπισε το πρόβλημα της σχέσης του προγράμματός του με το επίπεδο κρατικής διαχείρισης, τοποθέτησης και λύσης προβλημάτων, όπως επίσης το ζήτημα διεύρυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.

2γ) Μετά τις εκλογές του 2012, υιοθετήθηκε μία στρατηγική που για χάρη ευκολίας θα την αποκαλούμε στροφή προς τον διεμβολισμό «πολιτικά κεντρώων στρωμάτων», χαρακτηρισμός ο οποίος αδικεί τη συνθετότητα του θέματος αλλά αποτελεί δείκτη που διευκολύνει τη συζήτηση. Το χαρακτηριστικό της αντισυστημικής δύναμης μειώθηκε σιγά-σιγά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ευρωεκλογές τμήματα του εκλογικού σώματος ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ «παρόλο που είναι μία από τα ίδια» επειδή του δίνουν μία ευκαιρία, εφόσον δεν έχει δοκιμαστεί, ενώ άλλα τμήματα του εκλογικού σώματος δεν τον ψηφίζουν «αφού είναι μία από τα ίδια, και οι άλλοι το ξέρουν το παιχνίδι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κατέχει». Κύρια μετατόπιση σε επίπεδο λόγου πέραν της μετατόπισης στο δίπολο αντισυστημικότητα/συστημικότητα έγινε με τη σχετική υποχώρηση του αιτήματος για «αναδιανομή»/«να πληρώσουν οι πλούσιοι», ως οργανωτικού στοιχείου του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, υπέρ του αιτήματος για «παραγωγική ανασυγκρότηση» ως κύριου οργανωτικού στοιχείου. Η μετατόπιση αυτή αντανακλά επίσης την προσπάθεια διεύρυνσης των κοινωνικών συμμαχιών προς τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου που έχουν πληγεί από την κρίση και τη διαχείρισή της. Η γενικότερη εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εικόνα ενός πολιτικού σχηματισμού ο οποίος αποδέχεται τους «κανόνες του παιχνιδιού» και περιμένει να πάρει τις εκλογές. Σ’ αυτό προφανώς επέδρασε καθοριστικά η υποχώρηση των κοινωνικών κινημάτων.

2δ) Ένα σημαντικό στοιχείο, πέραν του ζητήματος του ενιαίου κόμματος και των όρων λειτουργίας του, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δεν έχει ιδεολογική ζωή και – με μία δόση υπερβολής – ούτε σημαντική πολιτική ζωή. Η οργάνωση της σχέσης κοινωνικής εκπροσώπησης αφήνεται εν πολλοίς στο πυκνό θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει ήδη, δηλαδή στη δικαιοδοσία ενός συστήματος που απέτυχε και προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα, αν εξαιρέσουμε τις ομιλίες-συζητήσεις στελεχών του, που αποτέλεσαν από την αρχή της κρίσης έναν οιονεί «νέο» θεσμό οργάνωσης της δημόσιας συζήτησης. Ωστόσο παρά τη σημαντικότητά του ως κοινωνικής μορφής έχει περιορισμένη κοινωνική διεισδυτικότητα.

2ε) Φυσικά μεσολάβησαν πολλά άλλα από τις εκλογές του 2012. Δεν μπορούν να καταγραφούν εδώ. Σημειώνουμε μόνο τη συνέχιση της κοινωνικής καταστροφής του στρώματος των μισθωτών, είτε με τη μορφή της κατάρρευσης του μισθού και των όρων εργασίας είτε με τη μορφή της ανεργίας, καθώς και ενός πλειοψηφικού τμήματος της κοινωνίας. Η ίδια η επιβίωση για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μοιάζει όλο και περισσότερο με “επαναστατική πράξη”. Η θεσμική οργάνωση της αναδιανομής προς όφελος του κόσμου του πλούτου συνεχίστηκε. Η νεολαία κατευθύνθηκε περισσότερο προς τη μετανάστευση και η ανεργία σε αυτήν γιγαντώθηκε. Ο πολιτικός κίνδυνος που αντιπροσώπευσε ο ΣΥΡΙΖΑ και η γενικότερη σηματοδότηση που έδινε το ενδεχόμενο ανατροπής για τις εξελίξεις, αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες που ενέτειναν τον διχασμό στις ιθύνουσες τάξεις, σχετικά με τη δέουσα πολιτική για τη διαχείριση της κρίσης, όπως εκφράστηκε από τη διχογνωμία ΔΝΤ και Γερμανίας και τη φιλική προς το ΔΝΤ «ουδετεροποίηση» της ΕΚΤ. Παράλληλα όμως προκάλεσαν την κινητοποίηση δυνάμεων που επιδίωξαν ενεργά τον πολιτικό παροπλισμό του ΣΥΡΙΖΑ ως δυνητικού κινδύνου.

2στ) Αυτά τα χαρακτηριστικά της κατάστασης αποτυπώνονται και στα εκλογικά αποτελέσματα.
Παρουσιάζεται πτώση των ποσοστών και των ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους/άνεργους και στη νεολαία, στα αστικά κέντρα, παρά την πρωτοφανή και εντεινόμενη όλα αυτά τα χρόνια κοινωνική καταστροφή, ενώ αυξήθηκε στις μεγάλες ηλικίες. Διατηρείται το ίδιο ποσοστό συνολικά επειδή αυξάνεται σημαντικά η δύναμη στην επαρχία.

Με άλλα λόγια αυτό που άλλαξε μεταξύ των δύο εκλογών (2012-2014) σε όρους εκλογικής καταγραφής είναι η σύνθεση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ με μία οριακή πτώση. Σε συνθήκες πόλωσης σε εθνικές εκλογές, με όλα τα άλλα σταθερά, μπορεί κανείς να φανταστεί μία άνοδο που δεν εξασφαλίζει αυτοδυναμία.

3) Συνοψίζοντας, η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 οργανώθηκε στη βάση ότι έχει δεδομένο το «αντισυστημικό ακροατήριο» και πρέπει να διεμβολίσει «μεσαία πολιτικά στρώματα» για να διευρύνει το ποσοστό του. Αυτή η πολιτική στρατηγική σε αυτές τις εκλογές συνάντησε τα όριά της. Πέτυχε οριακά θετικά εκλογικά αποτελέσματα, παρουσίασε ωστόσο αρνητικές τάσεις που αποτελούν πηγή ανησυχίας για το μέλλον και – σημαντικό – δεν μπόρεσε να εμπνεύσει την νεολαία.

Επιπρόσθετα, με δεδομένους τους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να αδυνατεί να συλλάβει την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση: το ότι βρισκόμαστε σε νέα φάση οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης, με σταδιακή μακροοικονομική σταθεροποίηση, αλλά συγχρόνως συνέχεια των ιδιωτικοποιήσεων, των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, αποδόμηση του δημοσίου, της υγείας, της παιδείας, του ασφαλιστικού, των χρεών που έχουν να εξυπηρετήσουν τα νοικοκυριά, με διατήρηση της πολύ ψηλής ανεργίας, με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να τρέφουν εχθρικά αισθήματα απέναντι στο θεσμικό πλαίσιο. Συγχρόνως ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει αδύναμος στο να διεμβολίζει εκείνα τα στρώματα τα οποία θα σταθεροποιούνται, καθώς η οικονομία θα εξέρχεται από τη βαριά ύφεση. Αλλά ούτε αποτελεί την προφανή «λύση» για τα στρώματα που περιθωριοποιούνται. Επομένως, βασικό συμπέρασμα: Πρέπει να αλλάξει η πολιτική στρατηγική οργάνωσης της σχέσης εκπροσώπησης με την κοινωνία, αλλιώς κινδυνεύει να στοχεύσει στον κοινωνικό κενό χώρο.

4) Η ιστορική συγκυρία χαρακτηρίζεται από έντονη κοινωνική πόλωση, απονομιμοποίηση του πολιτικού σκηνικού, εφόσον κατανοείται απλά ως επάγγελμα που πουλάει μεγάλα λόγια και υποσχέσεις στον «κοσμάκη» για να κάνει μπίζνες με επιχειρηματίες, τραπεζίτες κλπ. Η διάθεση ακόμη και δεξιών ψηφοφόρων για ένα «άλλο κράτος», για ένα άλλο τρόπο να «γίνονται οι δουλειές» δείχνει το αντισυστημικό δυναμικό της κοινωνίας, μίας κοινωνίας κουρασμένης από το σύστημα διακυβέρνησης 30 χρόνια τώρα και το πολιτικό προσωπικό που το υπηρέτησε. Επειδή σύστημα είναι «ο τρόπος που γίνονται οι δουλειές». Σύστημα δεν είναι μόνο η Κεντρική Τράπεζα, οι υπουργοί, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι “νόμοι και οι αστυνόμοι”. Είναι το συνολικό θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης της καθημερινής αναπαραγωγής και της διαχείρισής της. Από τις λαϊκές αγορές μέχρι τα ΜΜΕ, την κεντρική τράπεζα και τα σαλέ που κλείνονται οι δουλειές. #Στη ρήξη με αυτό το παγιωμένο σύστημα είναι που πρέπει να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με ένα σαφές αίτημα αναδιανομής υπέρ των κατώτερων τάξεων. Αναδιανομή όχι μόνο του πλούτου αλλά και της εξουσίας. Με ένα σαφές και καθαρό πρόταγμα που θα δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτική δύναμη διαφορετική από τις άλλες. Και αυτά σημαίνουν συγκεκριμένα πράγματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει την αυτοδυναμία πρέπει να στραφεί, με όρους ριζοσπαστικής μετατόπισης της τρέχουσας πολιτικής οπτικής του, στην οργάνωση αυτού του αντισυστημικού δυναμικού το οποίο διασχίζει πολλούς χώρους, με όρους οργάνωσης της ελπίδας και της συστράτευσης των κατώτερων τάξεων για μία διαφορετική ζωή. Ωστόσο για να αλλάξει η κοινωνία πρέπει να αλλάξουμε και εμείς και να αποφύγουμε τους εύκολους δρόμους που σπρώχνει ή ανοίγει ένα παραπαίον σύστημα εξουσίας.

Παράδειγμα. Αν δούμε το δημοσίευμα του περιοδικού Unfollow που περιγράφει τη συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Μελισσανίδη ως κυτταρική μορφή του υποδείγματος διακυβέρνησης που θα ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε ένα έξοχο αντιπαράδειγμα το οποίο πρέπει να συζητηθεί παντού ως αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να κάνει, επειδή τότε δεν θα διαφέρει σε τίποτα από το σημερινό σύστημα διαχείρισης. Και θα πρέπει να συζητηθεί ως τέτοιο, αντί να επιχειρείται να μπει κάτω από τα χαλί. Η συνάντηση εν κρυπτώ με ένα επιχειρηματία για να κανονιστούν δουλειές (ή δουλείες), δηλαδή το ποια πρόταση θα υποστηρίξει η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να διευθετηθούν θέματα για τα οποία έχει ενδιαφέρον και ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι κατά νόμο υπεύθυνος για τα ζητήματα αυτά, είναι το «σύστημα» που η κοινωνία ζητάει να αλλάξει, και το ζητάει σταθερά και επίμονα τουλάχιστον από το 2012. Μια υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στη δύναμη του συστήματος, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, θα άφηνε τη δυνατότητα να καταστεί δύναμη διακυβέρνησης μόνο με βάση την απελπισία (και όχι την ελπίδα ή πολύ περισσότερο τη συστράτευση) των κατώτερων τάξεων – και αυτό δεν πάει πολύ μακριά. Το πιο απλό αναφορικά με το παράδειγμα που συζητάμε, που θα οργάνωνε ένα διαφορετικό πολιτικό ορίζοντα, θα ήταν να απευθυνθεί ο κατά νόμο επιχειρηματίας στο δήμαρχο ή και στους όμορους δημάρχους (ή υποψήφιους δημάρχους) και την περιφερειάρχη, σε μία δημόσια ανακοινωμένη συνάντηση, και αυτοί αφού διαβουλευθούν κατάλληλα με την τοπική κοινωνία, τους θεσμούς της, περιλαμβανομένων των λαϊκών συνελεύσεών της και αφού πάρουν τη συμβουλευτική γνωμοδοτική υποστήριξη των τμημάτων πολιτικής χωροταξικού σχεδιασμού, ανάπτυξης των πόλεων και περιβάλλοντος, να μεταφέρουν τη σύστασή τους στα όργανα του κόμματος για το τι πρόταση θα πρέπει να υποστηρίξει η Κ.Ο. Κι όλα αυτά δημόσια!. Με ένα γενικό όρο: να οργανωθεί μία κοινωνική, δημοκρατική και δημόσια, παραγωγή της απόφασης.

Το γεγονός ότι εμφανίζεται εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ ως κομμάτι του συστήματος που ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες και στο τέλος της κήρυξε και τον πόλεμο για να κερδίσουν οι «φίλοι επιχειρηματίες» (για παράδειγμα μέσω ιδιωτικοποιήσεων) είναι καταστροφικό: δεν είναι μόνο αναγκαίο να καταδικάσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις λογικές, οι οποίες παρατηρούνται σε μικρότερη κλίμακα και αλλού, αλλά να αποστασιοποιηθεί πλήρως από αυτές ακριβώς επειδή «σύστημα είναι ο τρόπος που γίνονται οι δουλειές».

5) Ζούμε μέσα σε μία ιστορική καμπή, σε πυκνό πολιτικό χρόνο, αλλά παρ’ όλα αυτά πολλές φορές καταφεύγουμε σε σχήματα γραμμικά για να εξηγήσουμε τα πολιτικά αποτελέσματα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη την κοινωνική πόλωση και το κοινωνικό δυναμικό. Ένα τέτοιο επιφανειακό και απλοϊκό σχήμα εκφράζεται από την άποψη που εκτιμά ότι απαιτείται στροφή «προς τον πατριωτισμό» για να διευρυνθεί το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό έγινε εν μέρει βέβαια και στις ευρωεκλογές χωρίς να αποδώσει τα υποσχόμενα, πέρα της συμβολής σε μία αλλαγή της σύνθεσης των ψηφοφόρων. Αλλά μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι δοκιμάστηκε για λίγο χρονικό διάστημα στις ευρωεκλογές και δεν υπήρχε ο κατάλληλος χρόνος ή η κατάλληλη ένταση για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά του.

Μερικά σχόλια προς το παρόν σε σχέση με αυτό: Ο πατριωτισμός δεν πρόκειται να μας λείψει. Διαπερνά αναγκαστικά κάθε κυβερνητική δύναμη. Αναγκαστικά λόγω της συμμετοχής της στις «κρατικές υποθέσεις» και επομένως στην αντιπροσώπευση του κράτους-έθνους απέναντι σε άλλα κράτη-έθνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, θα διαπεραστεί επίσης κατά την άσκηση διαχείρισης του κράτους από τον «πατριωτισμό», ούτως ή άλλως, αναγκαστικά και αναπότρεπτα και η ελπίδα είναι ότι θα αποστασιοποιηθεί από αυτόν, θα τον πολεμήσει. Ομως το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Το πραγματικό ερώτημα είναι για «ποια Ελλάδα» μιλάμε, δηλαδή αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να δημιουργήσει νέους θεσμούς, θεσμούς μιας ελληνικής κοινωνίας με συσχετισμούς υπέρ των υποτελών τάξεων. Δηλαδή να οργανώσει μηχανισμούς και θεσμούς αναδιανομής που επιτρέπουν την κοινωνική δικαιοσύνη, οργανώνουν μια κοινωνία με τάση αντιστροφής και μείωσης των ανισοτήτων που θα βρεθεί στην καρδιά μίας «βιώσιμης ανάπτυξης», στον αντίποδα της Ελλάδας που οργανώνει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα παραγωγικής ανασυγκρότησης του Σαμαρά. Αυτό που ενδιαφέρει είναι τι στόχους θα βάλει η κυβέρνηση της Αριστεράς για τη μερίδα των μισθών στο συνολικό προϊόν, τις ώρες και ημέρες εργασίας, τον περιορισμό των πολλαπλών και άνισων αγορών εργασίας (ζήτημα το οποίο δεν αφορά πλέον μόνο τους μετανάστες και τους νέους αλλά μεγάλα τμήματα του συνολικού πληθυσμού), πώς θα μειώσει την ανεργία όσο γίνεται πιο ταχύρρυθμα, τι διάρκεια και τι ύψος θα έχουν τα επιδόματα ανεργίας, τι πρόσβαση θα έχουν οι λαϊκές τάξεις σε υγεία, παιδεία, ασφάλιση, υποδομές και ποιος και σε τι ποσοστό θα επωμίζεται τη σχετική δαπάνη. Ποια είναι η συνολική παραγωγή κοινών αγαθών και η έκταση των συνεταιριστικών δημοκρατικών μορφών παραγωγής, με ποιό τρόπο ασκείται κοινωνικός έλεγχος στα συλλογικά αγαθά, τι σχέση οργανώνεται με το φυσικό περιβάλλον, πως οργανώνεται η ένταξη των μεταναστών και χίλια δύο άλλα επείγοντα θέματα που αφορούν τον 21ο αιώνα. Για ένα τέτοιο εγχείρημα αναδιανομής υπέρ των πολλών, αυτό που λείπει δεν είναι ο πατριωτισμός. Το αντίθετο!

Η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να επιχειρήσει μία φυγή από το κοινωνικό πρόβλημα και την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση. Δεν έχει κανένα λόγο να επικαλείται τον πατριωτισμό για να συσσωρεύει ένα ανεξόφλητο κοινωνικό χρέος, όπως έκανε σε προηγούμενες δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ. Απαιτείται το κόμμα να «κάνει μια πορεία στο λαό», όχι για να του χαϊδέψει τα αυτιά με τον πατριωτισμό, με ένα λόγο δηλαδή που μετασχηματίζει τις υπαρκτές κοινωνικές συγκρούσεις σε φαντασιακές εθνικές διαμάχες (η «γερμανική κατοχή», τα «φερέφωνα της Μέρκελ», κλπ.) και ο οποίος συσκοτίζει αυτό που πραγματικά διακυβεύεται στην ιστορική συγκυρία. Απαιτείται το κόμμα να οργανώσει τις αντιστάσεις της κοινωνίας, να ανοιχτεί στα στρώματα που πλήττονται, προτάσσοντας την αναδιανομή υπέρ των πολλών και οργανώνοντας τα λαϊκά αιτήματα γύρω από αυτόν τον πυρήνα, μετασχηματίζοντας τις διεκδικήσεις σε ένα πρόγραμμα αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας.

6) Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να αντεπεξέλθει στο έργο εξόδου της ελληνικής κοινωνίας από την κρίση προς όφελος των πολλών, με κριτήριο την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και όχι τη μεγιστοποίηση των κερδών, πρέπει να οργανώνεται ως αντιπολίτευση στο κράτος, ήδη από τώρα. Ως αντιπολίτευση απέναντι σε αυτό το πυκνό και συνεχές δίκτυο θεσμών που συνιστά την ιζηματοποίηση των σχέσεων και των συμπεριφορών που εγκαθίδρυσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και το σύστημα εξουσίας το οποίο διαχειρίστηκε τις τύχες του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες. Μόνο ως αντιπολίτευση στο κράτος μπορεί να πραγματοποιήσει τους αναγκαίους κοινωνικούς μετασχηματισμούς – διαφορετικά απλά θα κυβερνήσει «σαν τους άλλους»...

Αντισυστημικότητα σημαίνει τελικά ότι πηγαίνεις προς την κοινωνία. Διότι, όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Adam Smith, ως πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, υπάρχει μία ανισορροπία ισχύος στην κοινωνία. Αυτήν την ανισορροπία πρέπει εμείς να αμφισβητήσουμε.

Οι επιχειρηματίες συχνά και όποτε χρειάζεται συναντούν και συντρώγουν με αυτούς που παίρνουν αποφάσεις, ενώ οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν έχουν τη δυνατότητα να «συναντήσουν» αυτούς που παίρνουν αποφάσεις όποτε το χρειάζονται, ούτε τρώνε μαζί τους και συνήθως τους βλέπουν από μακριά, με ένα στρατό ανάμεσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτείται να ριζοσπαστικοποιήσει τις μεθόδους μέσα από τις οποίες επιδιώκει να δημιουργήσει σχέσεις εκπροσώπησης με τα κοινωνικά στρώματα των υποτελών τάξεων.

Όλα αυτά σημαίνουν ένα ριζικό αναπροσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να διευρύνει όχι μόνο τα εκλογικά του ποσοστά, αλλά την πολιτική και ιδεολογική του εμβέλεια έτσι ώστε να διεκδικήσει την πολιτική αυτοδυναμία: Ώστε να αποτελέσει πολιτικό εκφραστή των υποτελών τάξεων και πρόγραμμα αναδιανομής υπέρ τους.


Βλέπε επίσης συλλογή κειμένων για τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές εδώ

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Από τη νίκη στην ανατροπή: Για τις εκλογές και την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ


Κείμενο συμβολής στη συζήτηση που θα γίνει στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ για την αποτίμηση των πρόσφατων εκλογών υπογράφουν 53 στελέχη, μελη της Πολιτικής Γραμματείας, της ΚΕ, βουλευτές, και άλλα στελέχη που εγγράφονται στην πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το κείμενο που δημοσιοποιήθηκε από την ιστοσελίδα tvxs, όπως διευκρινίζουν οι συντάκτες του, «στάλθηκε στα μέλη της ΚΕ και δεν έχει δοθεί προς δημοσίευση»


Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:


1. Πρώτη φορά Αριστερά

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον πρώτο κόμμα! Η νίκη του στις ευρωεκλογές αποτελεί ιστορική επιτυχία για την ελληνική και ευρωπαϊκή Αριστερά. Είναι μοναδική στιγμή περηφάνιας για κάθε αριστερό και αριστερή. Απολύτως δικαιολογημένα ξεπέρασε τα ευρωπαϊκά σύνορα και έδωσε βάση στην ελπίδα ότι τίποτα πια δεν είναι αδύνατο. Η νίκη αυτή, σε συνδυασμό με την ενίσχυσή μας στην τοπική αυτοδιοίκηση, επιτρέπει να συνεχίσουμε από καλύτερες θέσεις το δρόμο προς την ανατροπή.

Την ίδια στιγμή τα αποτελέσματα της Αριστεράς του Νότου έδειξαν ότι είναι απολύτως ρεαλιστική η δημιουργία ενός πλειοψηφικού ριζοσπαστικού ρεύματος, ικανού να βάλει τέλος στην πολιτική της λιτότητας. Η καμπάνια της υποψηφιότητας του Αλέξη Τσίπρα για την προεδρία της Κομισιόν, ιδιαίτερα το ντιμπέιτ, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις από την πλευρά της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς για την πολιτικοποίησή της. Η άνοδος του ρεύματος αυτού αποδείχτηκε, επιπλέον, το πιο αποτελεσματικό εμπόδιο για την ενίσχυση της Ακροδεξιάς· αρκεί ως προς αυτό μια σύγκριση των καταγραφών της τελευταίας στο Βορρά και στο Νότο.


2. Ο πολιτικός χάρτης

Γενικά, το διακύβευμα των ευρωεκλογών δεν ταυτίζεται με αυτό των βουλευτικών. Κανείς όμως δεν αμφισβητεί την αυξημένη σημασία που εντέλει απέκτησαν οι φετινές ευρωεκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων διαμόρφωσε ένα νέο πολιτικό χάρτη. Τα βασικά στοιχεία αυτού του χάρτη είναι:

α) η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, με ποσοστό που εδραιώνει εκείνο των βουλευτικών εκλογών, β) η υποχώρηση των κομμάτων της συγκυβέρνησης (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ/Ελιά) κατά 11.5%, γ) η προαναγγελθείσα συρρίκνωση του τρίτου εταίρου της συγκυβέρνησης του 2012, της ΔΗΜΑΡ, δ) η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής, που πλέον αποτελεί βασική δύναμη του πολιτικού σκηνικού και, ε) η χαμηλότερη των προσδοκιών (τους) καταγραφή των ΑΝΕΛ, του ΚΚΕ και του νεοσύστατου ΠΟΤΑΜΙΟΥ.

Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι στις 25 Μαΐου πήγαν στις κάλπες 284.698 λιγότεροι σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου 2012 μαρτυρά ότι για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας η εκλογική μάχη ήταν αδιάφορη. Η τάση αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί.


3. Τρεις κάλπες, μία επιλογή

Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε συνομολογήσει ότι η τριπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου θα χαρακτηριζόταν από μια έντονη κοινωνική, πολιτική και σε τελευταία ανάλυση ταξική πόλωση, με έμφαση στη σύγκρουση των ευρωεκλογών. Παράλληλα, ήταν απολύτως αναγκαία μια κεντρική και ως ένα βαθμό βολονταριστική ώθηση για να μεταφερθεί ο «άνεμος του νικηφόρου ΣΥΡΙΖΑ» σε όλες τις γειτονιές.

Ωστόσο, το κατεπείγον της απαίτησης να τελειώσουμε με τη συγκυβέρνηση, την τρόικα και τα μνημόνια κατέστησαν την αυτοτέλεια των αυτοδιοικητικών μαχών δευτερεύον ζήτημα, που επαληθεύτηκε και από τη διαφοροποιημένη ψήφο των πολιτών

Μολονότι λοιπόν υποστηρίξαμε συνδυασμούς σε 214 καλλικρατικούς δήμους (το 2010 ήταν μόλις 65), εξαντληθήκαμε στην αναζήτηση των προσώπων που θα κέρδιζαν, υποτιμώντας τα προγράμματα και τις συλλογικότητες που είναι απαραίτητες για τις μεγάλες αλλαγές στις τοπικές κοινωνίες. Παραγνωρίσαμε εν τέλει ότι οι αυθεντικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις δεν «φυτεύονται», αλλά οικοδομούνται σε βάθος χρόνου.


4. Μεταμορφώσεις της Κεντροαριστεράς

Ξεχωριστό κεφάλαιο, εδώ, είναι η ανθεκτικότητα της Κεντροαριστεράς, που στις αυτοδιοικητικές εκλογές πέτυχε αρκετά καλές επιδόσεις σε σύγκριση με τα ποσοστά της στις ευρωεκλογές, Η αντοχή της Κεντροαριστεράς είχε εκφραστεί νωρίτερα και στις εκλογές των μεγάλων επιστημονικών κλάδων (δικηγόροι, μηχανικοί κ.λπ.), καθώς και στα συνδικάτα, όπου παρά τη συρρίκνωσή της διατηρεί ακόμα σημαντικές δυνάμεις.

Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν και έχουν δίκιο ότι η Κεντροαριστερά είναι εκείνη η πολιτική δύναμη στην Ελλάδα με μεγάλη γραφειοκρατική εμπειρία στην οργάνωση των «υπο-κρατών»: των περιφερειών, των μεγάλων δήμων, των μεγάλων επαγγελματικών ενώσεων, αλλά και των ισχυρών συνδικάτων. Η εμπειρία αυτή αφορά τη διοίκηση, τη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, τη συγκρότηση πελατειακών δικτύων, τη σχέση με το κεφάλαιο και τη διαχείριση των κοινωνικών αντιθέσεων. Στο πλαίσιο δε της Ε.Ε., σχετίζεται επίσης με τη δυνατότητα απορρόφησης και κατανομής υλικών πόρων. Αυτό είναι το «βαθύ κράτος του ΠΑΣΟΚ», που μέχρι τώρα δεν εξατμίστηκε.


5. Τα καλά νέα

Η επόμενη μέρα ξεκινά με ένα σημαντικό κεκτημένο: την κομβικής σημασίας νίκη στην Αττική, τη μεγάλη επιτυχία στα Ιόνια, το νικηφόρο αποτέλεσμα σε πόλεις και συνοικίες με ισχυρή συμβολική και πολιτική αξία για την Αριστερά (Καισαριανή, Ν. Φιλαδέλφεια, Χαλάνδρι, Βύρωνας, Πέραμα κ.ά), και τον παρ” ολίγο θρίαμβο της Ανοιχτής Πόλης στην Αθήνα μετά από μια εκστρατεία-πρότυπο.

Στην Αττική και την Αθήνα, στην καρδιά δηλαδή της χώρας, η ψήφος εξέφρασε με τη μεγαλύτερη διαύγεια τις ταξικές αντιθέσεις· την αντίθεση στην αντιδημοκρατική εκτροπή και την ολιγαρχική διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων· την αντίθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους των πανευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας. Κάπως έτσι, λοιπόν, επιβεβαιώθηκε ότι το στοίχημα της άνοιξης του 2012 παραμένει ανοιχτό.  Και την ίδια στιγμή ανοίγει για μας ένα ευρύ πεδίο όπου έμπρακτα μπορούμε να αποδείξουμε την ικανότητά μας αφενός να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της κρίσης και αφετέρου να εισάγουμε νέους θεσμούς ή να διευρύνουμε υπάρχοντες στην κατεύθυνση των εμπειριών των κινημάτων των πλατειών.


6. Τα κακά νέα: Χρυσή Αυγή και «Πειραιάς Νικητής»

Την ίδια στιγμή, η άνοδος της Χρυσής Αυγής (και ιδίως το τεράστιο 16% του Κασιδιάρη στην Αθήνα) πρέπει να προκαλέσει συναγερμό. Τα ποσοστά των ναζί αποδεικνύουν ότι η δικαστική αντιμετώπισή τους είναι αναγκαία μεν για να περιορίσει την εγκληματική δραστηριότητά τους, αλλά όχι ικανή από μόνη της για να τους αναχαιτίσει πολιτικά και ιδεολογικά. Πρέπει να είμαστε σαφείς: κάθε ψήφος στη Χρυσή Αυγή επιβραβεύει τη ναζιστική τρομοκρατία. Είναι πλέον φανερό ότι μεγάλο τμήμα της ψήφου στη Χρυσή Αυγή έχει ιδεολογικό βάθος. Κατά συνέπεια, παράλληλα με τις δράσεις αλληλεγγύης στις χειμαζόμενες από την κρίση γειτονιές, απαιτείται ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με τα ρατσιστικά ιδεολογήματα τα οποία εντέλει ενισχύουν τους ναζί.

Τα φαινόμενα Μώραλη στον Πειραιά και Μπέου στο Βόλο, συνιστούν συμπτώματα της σωβούσας ασθένειας της αστικής δημοκρατίας στη χώρα μας και πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά. Πρόκειται για όψεις της μετατόπισης τόσο της αστικής τάξης όσο και άλλων στρωμάτων προς μια πιο προκλητικά αγοραία, «ακραία», και λούμπεν διάσταση, μεταξύ πολιτικής και οργανωμένης παραβατικότητας.


7. Διεύρυνση και πολιτική συμμαχιών: Το κόμμα-μαγνήτης

Πώς στέκεται η Αριστερά μπροστά στο νέο πολιτικό χάρτη; Ποια μπορεί να είναι μια αριστερή απάντηση στο πραγματικό ζήτημα των συμμαχιών;

Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να κινηθούμε πάνω σε τρεις βασικούς άξονες:

α) Να επιχειρήσουμε να μεταφέρουμε το πολιτικό παιχνίδι από το πεδίο της επικοινωνίας και των θεσμών σε αυτό του δρόμου και των κινημάτων. Χωρίς αναθέρμανση του λαϊκού κινήματος, αφενός θα πρέπει να περιμένουμε την προεδρική εκλογή για μια ενδεχόμενη ανατροπή της κυβέρνησης, αφετέρου δεν πρόκειται να αλλάξει ο πραγματικός ιδεολογικός συσχετισμός μέσα στην κοινωνία. Αν η έκρηξη των πλατειών δημιούργησε το κατάλληλο κοινωνικό έδαφος για τη ραγδαία άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, τότε εύλογα θα πρέπει να αναζητήσουμε (χωρίς ευκολίες και μηχανιστικές λογικές) το πώς μπορεί να απαντήσουμε στην κινηματική αναιμία. Η βασική αντίληψη από την οποία πρέπει να διακατεχόμαστε, είναι ότι οι συνειδήσεις αλλάζουν στο δρόμο μέσα από την εν σώματι πολιτική συμμετοχή και όχι από τις καλές εμφανίσεις στα τηλεοπτικά πάνελ.

β) Τα ζητήματα της οργανωτικής αναδιάρθρωσης και της προγραμματικής αποσαφήνισης έχουν καίρια σημασία στην προσπάθεια διεύρυνσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ -ειδικά στα στρώματα που δεν έχουν παραδοσιακούς αξιακούς δεσμούς με την Αριστερά. Στην εποχή του διαδικτύου, οι πολίτες και ενημερωμένοι είναι και πολιτικό κριτήριο έχουν -επομένως βλέπουν και τα καλά αλλά και τα κακώς κείμενα. Είναι απαραίτητο λοιπόν να πείσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κυβερνήσει με επιτυχία γιατί διαθέτει απολύτως σαφές πρόγραμμα, ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει ότι αποτελεί εκείνο το σοβαρό συλλογικό πολιτικό οργανισμό που μπορεί να υλοποιήσει το πρόγραμμά του.

γ) Το πραγματικό ζήτημα των συμμαχιών δεν λύνεται ούτε με μπακαλίστικες λογικές τεχνητών συγκολλήσεων ούτε με παραπομπή στις κοινωνικές αντιστάσεις. Αντίθετα, η μεγάλη απήχησή μας στους ανέργους, τους νέους και τους μισθωτούς, δεν έχει φτάσει στο μέγιστο δυνατό. Μπορεί να επεκταθεί πολύ περισσότερο. Μπορούμε να προσεταιριστούμε ακόμα μεγαλύτερα τμήματα της μισθωτής εργασίας, ακόμα περισσότερα λαϊκά στρώματα που πλήττονται. Οφείλουμε να δουλέψουμε εντατικά με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, στα λαϊκά προάστια, στη Δυτική Αθήνα, για παράδειγμα, στη μειονότητα της Θράκης, στη Νεολαία. Μας χρειάζεται η αυτοδυναμία για να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας, από εκεί και πέρα μας χρειάζονται και οι συμμαχίες για να προχωρήσουμε το σχέδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Χρειαζόμαστε μια συνεπή πολιτική πολιτικών συμμαχιών που από τη μια μεριά θα υπηρετεί την αναγκαία διεύρυνση της επιρροής μας και από την άλλη, δεν θα θίγει τις αξίες και τις ευαισθησίες του κόσμου της Αριστεράς, δίνοντας την εντύπωση της αφομοίωσης από το σύστημα. Πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει τη μέχρι τώρα πορεία του, να είναι δηλαδή το κόμμα-μαγνήτης που πολιτευόμενο με ανοιχτό πολιτικά αλλά ιδεολογικά συνεπή τρόπο, έλκει προς τα αριστερά την πολιτική ζωή της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δύναμη να επιβάλει τους όρους του στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σκηνικού. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να «αναστήσουμε» τις δυνάμεις της μνημονιακής νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς, που βαρύνονται με την καταστροφή της κοινωνίας και την οικοδόμηση του διεφθαρμένου πελατειακού κράτους.


8. Επιμονή στη συλλογική και δημοκρατική λειτουργία του κόμματος

Παρά τη μόδα της απαξίωσης της κομματικής λειτουργίας, εμείς επιμένουμε ότι η συλλογικότητα και η δημοκρατία συνιστούν τον ορίζοντα μιας αριστερής αντίληψης για την πολιτική. Στο διάστημα της προεκλογικής περιόδου παροξύνθηκαν φαινόμενα που υπονομεύουν τη συλλογικότητα και τραυματίζουν την «ψυχή» της Αριστεράς. Τόσο η αδρανοποίηση των εκλεγμένων οργάνων κι η ενίσχυση εξωθεσμικών κέντρων αποφάσεων, όσο και η αποχαλίνωση του παραγοντισμού και της διγλωσσίας, έπληξαν τη δημοκρατία κι έφθειραν την αποτελεσματικότητα. Γιατί για μας η δημοκρατία δεν είναι μόνο ο πιο δίκαιος τρόπος λήψης αποφάσεων, αλλά και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος οργάνωσης της συλλογικής διάνοιας. Το «μαζί» δεν το θέλουμε μόνο για να μην καπελωνόμαστε, αλλά και γιατί «μαζί» κάνουμε τις βέλτιστες επιλογές.


9. Δημόσιος λόγος και ιδεολογική ηγεμονία

Πολλοί μας κατηγορούν ότι δεν έχουμε πολιτική συμμαχιών, εννοώντας ότι δεν βάζουμε στα ψηφοδέλτιά μας πολλούς από το προηγούμενο καθεστώς. Θεωρούν ότι ο λόγος μας είναι αφιλόξενος για όσους έρχονται από άλλες πολιτικές διαδρομές, εννοώντας ότι δεν προσαρμόζουμε το δημόσιο λόγο μας στα σχήματα που χρησιμοποιούν τα κόμματα του Μνημονίου και τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Και μας μέμφονται γιατί επιμένουμε σε «παρωχημένα σχήματα» (όπως οι τάξεις, ο διεθνισμός, ο κοινωνικός μετασχηματισμός, ο σοσιαλισμός), γιατί εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η καπιταλιστική κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης και γιατί θεωρούμε ότι το Μνημόνιο δεν είναι μια συνωμοσία της Γερμανίας, αλλά ένα πολιτικό πρόγραμμα για τη μεταφορά του κόστους της κρίσης στους πιο φτωχούς και την επιβολή ενός μοντέλου άγριου καπιταλισμού -πρώτα στην Ελλάδα κι ύστερα στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Κατά τη γνώμη μας, ορισμένα από τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που υπαινίσσεται η κριτική.

Δεν είμαστε ενθουσιασμένοι, για παράδειγμα, με το δημόσιο λόγο του κόμματος, ιδίως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, γιατί πολλές φορές δανειστήκαμε το λόγο του αντιπάλου (ενίοτε και τα συνθήματα, όπως με το neallada.gr), θεωρώντας εσφαλμένα ότι έτσι γινόμαστε πιο λαϊκοί, πιο διεισδυτικοί και πιο ασφαλείς έναντι της δεξιάς και ακροδεξιάς δημαγωγίας. Στην πραγματικότητα, με έναν τέτοιο λόγο πετυχαίνουμε ακριβώς το αντίθετο: να αφήνουμε τον κόσμο μας ιδεολογικά και πολιτικά απροετοίμαστο μπροστά στον κυρίαρχο λόγο και να φαινόμαστε ως καρικατούρα του ΠΑΣΟΚ της λαϊκομετωπικής περιόδου.

Δεν πιστεύουμε ότι τα κόμματα της Αριστεράς, τα κόμματα δηλαδή του κοινωνικού μετασχηματισμού, πρέπει να προσαρμόζονται στον κοινωνικό μέσο όρο και να μοιάζουν «της κοινωνίας» γενικώς. Αν υιοθετούσαμε τις απόψεις της «κοινής γνώμης», θα ήμασταν εναντίον των δημόσιων υπαλλήλων, των μεταναστών, των ομοφυλόφιλων, υπέρ του «μικρού κράτους», των ιδιωτικοποιήσεων και των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Θα είχαμε εγκαταλείψει, δηλαδή, τους λόγους, τις αξίες και του ήθους που μας έφεραν μέχρι εδώ – και, κυρίως, θα είχαμε παραιτηθεί από κάθε απόπειρα κοινωνικού μετασχηματισμού.


10. Οι εκλογές είναι παιχνίδι για μεγάλα παιδιά

Μήπως όμως αυτές οι προσαρμογές στον εθνικό μέσο όρο ήταν υποχρεωτικές ενόψει εκλογών; Κάθε άλλο. Οι εκλογές είναι μια φωτογραφία της στιγμής. Το αποτέλεσμά τους, δηλαδή, συμπυκνώνει όλα όσα κάναμε την προηγούμενη περίοδο, ακόμα και τα λάθη, τις αστοχίες, τις παραλείψεις και τις ασάφειες. Μα πάνω απ” όλα, συμπυκνώνουν τις κοινωνικές συμμαχίες που έχει οικοδομήσει ένας πολιτικός οργανισμός.

Οι εκλογές λοιπόν δεν κερδίζονται κατά κύριο λόγο την προεκλογική περίοδο (όση σημασία και αν έχει μια πετυχημένη καμπάνια), αλλά την προηγούμενη. Γι” αυτό και το αποτέλεσμα δεν είναι υπόθεση των (τελικά, όχι και τόσο) «μάγων» της πολιτικής επικοινωνίας πολύ δε περισσότερο όταν τα «μαγικά» τους εδραιώνουν την πεποίθηση ότι όλοι είναι ίδιοι (αφού όλοι χρησιμοποιούν φτηνά επικοινωνιακά κόλπα για να υφαρπάξουν ψήφους) ή όταν οι ίδιοι εστιάζουν στη συντελεσμένη καταστροφή, υποβαθμίζοντας την προγραμματική μας πρόταση.

Το ίδιο ισχύει, εξάλλου, και για τους «τεχνικούς» της εξουσίας, είτε στην εκδοχή τοπικών παραγόντων είτε σε εκείνη των ανώτερων διαμεσολαβητών ισχύος, από την αποκοπή του γραφείου του προέδρου  ως τους απίθανους συμβούλους και την εκ μέρους τους ωμή περιφρόνηση των αξιών της Αριστεράς, όπως καταγράφηκε στις περιπτώσεις Καρυπίδη και Σαμπιχά.


11. Κριτική στη στρατηγική μας

Ας το υπενθυμίσουμε: Οι αντίπαλοί μας δεν χρησιμοποιούν απλώς κόλπα ή τη λογική του πολιτικού μάρκετινγκ. Έχουν επίσης κοινωνικές αναφορές. Απευθύνονται σε ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που κερδίζει μέσα στην κρίση, σε μεσαία στρώματα, ιδίως σε εκείνα που διασώζονται,  αλλά και σε τμήματα εργαζομένων που αν και έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές, αισθάνονται ότι η κυβέρνηση τους εξασφαλίζει μια θέση στα όρια της επιβίωσης. Στη λογική τους, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τους εγγυάται τη θέση αυτή – αντίθετα, μπορεί να τους βάλει σε νέες περιπέτειες.

Οι δικές μας κοινωνικές αναφορές δεν υποκαθίστανται από σχήματα τύπου «Ελλάδα εναντίον Μέρκελ», «ο λαός ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο» κ.ο.κ. Τα ίδια ισχύουν, εξάλλου, και για έναν ορισμένο σκανδαλοθηρικό-τιμωρητικό λόγο, που παραπέμπει σε σχηματισμούς (πολύ) δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ.


12. Για την επόμενη μέρα: Μόνο η αριστερή γραμμή εγγυάται τη νίκη

Η μνημονιακή συγκυβέρνηση μπορεί και πρέπει να πέσει το συντομότερο. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί με τεχνητές κρίσεις κι επικοινωνιακά τερτίπια. Εξαρτάται, αντίθετα, από τη δυνατότητά μας να ενισχύσουμε την κοινωνική δυναμική της ανατροπής και τη δικιά μας θετική προγραμματική διέξοδο.

Οφείλουμε να επιμείνουμε στη μαζική αριστερή, ανοικτή και ριζοσπαστική γραμμή που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι εδώ και μπορεί να τον πάει ακόμα πιο μακριά. Στη γραμμή αυτή που παλεύει για την ανατροπή του Μνημονίου και την κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά που δεν θέλει το «κυβέρνηση» να πνίξει το «αριστερή». Στη γραμμή αυτή που απορρίπτει το δίπολο κομμουνιστικός δογματισμός ή προσαρμογή στο σύστημα, αποδεικνύοντάς το στην πράξη ότι μια γειωμένη ριζοσπαστική Αριστερά είναι όχι μόνο αναγκαία, αλλά απολύτως εφικτή. Στη γραμμή αυτή που μπορεί να πείσει και να εμπνεύσει του πολίτες, δείχνοντάς τους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια από τα ίδια, που τόσες φορές έχουν δοκιμάσει. Στη γραμμή αυτή που επιμένει ότι ο μόνος τρόπος για να νικήσουμε είναι το άνοιγμα στην κοινωνία με οδηγό το πρόγραμμα, τις αναλύσεις και τις αξίες της Αριστεράς.



Το κείμενο υπογράφουν οι:

Αγαθοπούλου Ειρήνη, Αγγελοπούλου Ελθήνα, Αθανασίου Κώστας, Αθανίτη Όλγα, Αλμπάνης Γιάννης, Βωβός Παναγιώτης,  Διώτη Ηρώ, Δρίτσας Θοδωρής, Ζαχαριάς Κώστας, Θεοδωράτου Κατερίνα, Καλκανδής Πέτρος, Καραγιαννίδης Χρήστος, Καραγιώργος Βαγγέλης, Κατριβάνου Βασιλική, Κατσινοπούλου Ειρήνη, Κερσανίδης Στράτος, Κιτσαντά Λίτσα, Κνήτου Κατερίνα, Κορωνάκης Τάσος, Κουρεμπές Φάνης, Κουτσοθοδωρής Θοδωρής, Κυπριανίδου Ερμίνα, Κυρίτσης Γιώργος, Κωνσταντάτος Χάρης, Λάμπρου Πάνος, Λάσκος Χρήστος, Μαντάς Χρήστος, Μαρματάκης Κώστας, Ματσούκα Χαρά, Μπαλαούρας Μάκης,  Μπαρσέφσκι Μάνια, Μπένος Αλέξης, Νικολάου Νάγια, Νοτοπούλου Κατερίνα, Παπαδάτος Δημοσθένης, Παπαδόπουλος Χριστόφορος,  Ρήγος Άλκης, Σαπουνά Αγγέλικα, Σαμανίδης Νίκος, Σαρρής Μανώλης, Σβίγκου Ράνια, Σταματάκη Ελένη, Σταμπουλή Αφροδίτη, Στασινός Στάθης, Τζήκα Δανάη, Τσακαλώτος Ευκλείδης, Τσιγώνιας Νίκος, Τσίτσοβιτς Τόνια, Υδραίος Μιχάλης, Φωτίου Θεανώ  Χαρίτσης Αλέξανδρος, Χονδρός Γιώργος, Χριστοδουλοπούλου Τασία.

Πηγή Red NoteBook

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Από πού έρχεται ο λόγος του Μπέου;


του Άκη Γαβριηλίδη


Τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοτικών εκλογών έκρυβαν αρκετές εκπλήξεις, άλλες ευχάριστες και άλλες δυσάρεστες (μερικές και τα δύο ταυτόχρονα). Από τις δεύτερες, η πιο χαρακτηριστική ήταν η εκλογή του Αχιλλέα Μπέου στο δήμο Βόλου, η οποία προκάλεσε αποτροπιασμό και πολλά αρνητικά σχόλια.

Τα σχόλια αυτά ήταν βέβαια δικαιολογημένα. Στο παρόν κείμενο, όμως, θα ήθελα να επικεντρωθώ στο ρητορικό μέρος της υπόθεσης και να εξετάσω μήπως απέναντι στο λόγο του Μπέου αισθανόμαστε σοκ και σκανδαλισμό όχι (μόνο) καθόσον μας είναι πρωτάκουστος και ξένος, αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή μας είναι (επίσης/ ως ένα βαθμό) οικείος, επειδή σε αυτόν «αναγνωρίζουμε αντεστραμμένο το ίδιο μας το μήνυμα» όπως έλεγε ο Λακάν.

Αμέσως μετά την εκλογή του, μεταδόθηκε από πολλά μέσα ένα απόσπασμα ομιλίας του Μπέου προς τους πανηγυρίζοντες οπαδούς του. Στο λόγο του αυτό, ο δήμαρχος πλέον Βόλου δείχνει ότι έχει υπόψη του τις εις βάρος του επικρίσεις –και ειδικότερα κάποιο κείμενο που υπέγραψε προεκλογικά ένας αριθμός καλλιτεχνών- και προσπαθεί να απαντήσει σ’ αυτές. Απαντά λοιπόν ως εξής:



Οι άνθρωποι λέει των προοδευτικών δυνάμεων, της δήθεν κουλτούρας, των γραμμάτων, της τέχνης και της πουτάνας της αρπαχτής.

Αυτοί οι άνθρωποι που οδήγησαν αυτήν τη χώρα σε αυτό τον ξεφτυλισμό και αυτόν τον λαό…

Αυτά που κλέβανε τόσα χρόνια αυτοί για να παίρνουν οι άνθρωποι της Τέχνης και των γραμμάτων … ο κάθε αποτυχημένος Νταλάρας και Κιμούλης … Ξεχάσανε να φωνάξουν τον Φασουλή να τους κάνει καμία δήλωση υποστήριξης … Να ξέρατε πόσα εκατομμύρια έχουν πάρει αυτοί από το Υπουργείο Πολιτισμού, αυτοί οι κοπρίτες στην υγειά όλων εμάς … γιατί θεωρούσανε ότι είναι μουσικοί, συνθέτες, άνθρωποι των γραμμάτων και της Τέχνης και εμείς είμαστε οι εργάτες τα κορόιδα οι απλοί άνθρωποι. Έτσι λειτουργούσαν τόσα χρόνια … και ελέγχανε το σύστημα και τώρα τους ενοχλεί. Αυτή είναι η αλήθεια.

Σήμερα όλη η Ελλάδα από το δημοκρατικό Βόλο, από το Βόλο της πραγματικής κουλτούρας παίρνει ένα μήνυμα να αλλάξει τα δρώμενα όλης της χώρας. Γιατί 40 χρόνια αυτοί έκαναν αυτό που κάναν στην πατρίδα μας…

Για μάς η Τέχνη και η Μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουνε, αλλά ποτέ δεν περάσανε να πάρουνε τον ιδρώτα σας από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο Καρράς, ο κουμπάρος μου. Είναι πως λέμε “Της Πάολας θα γίνει”, είναι ο Ρέμος, είναι ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος που τους πληρώνουμε εμείς και δεν πήραν ποτέ τον ιδρώτα σας.

Αυτή την Ελλάδα δημιουργήσανε όλοι αυτοί. Εμείς θα την αλλάξουμε λοιπόν.



Όσοι στηλίτευσαν –ή απλώς ειρωνεύτηκαν- την αναίδεια του λόγου αυτού ή τις «ανίερες συγκρίσεις» μεταξύ ασύγκριτων καλλιτεχνικών μεγεθών, ίσως δεν βρήκαν το χρόνο να παρατηρήσουν ότι η σύγκριση αυτή γίνεται σε ένα υπόβαθρο αμφισβητησιακό-διεκδικητικό. Και μάλιστα με φιλοδοξίες καθολικής αφήγησης η οποία έρχεται και αυτή, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αλλάξει την Ελλάδα, όλη την Ελλάδα, να την σώσει από την μέχρι τώρα εκμετάλλευση και κακοδιοίκηση. Ο λόγος αυτός βέβαια είναι ένα περίεργο υβρίδιο –αλλά τέτοια υβρίδια είναι όλοι οι λόγοι, απλώς μερικοί δεν μας κάνουν εντύπωση επειδή τους συνηθίσαμε. Υπάρχει λοιπόν εδώ η καταγγελία του «σπάταλου δημοσίου», αλλά κατά άλλα ο σκελετός του λόγου αυτού είναι αυτούσιο το ρεπερτόριο της αριστεράς: υπάρχει η επίκληση του «δημοκρατικού Βόλου», του λαού, των «απλών ανθρώπων», ακόμη και των εργατών σε ένα απερίφραστο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς είμαστε οι εργάτες.



Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ακόμα και το «καλλιτεχνικό» μέρος του επιχειρήματος έρχεται από κάπου.

Η αντιδιαστολή της γνησιότητας των λαϊκών καλλιτεχνών προς την επιτήδευση και τη διαπλοκή των λόγιων/ έντεχνων οι οποίοι υφαρπάζουν δόξα και πόρους χωρίς να τους δικαιούνται, έχει εκφραστεί αρκετές φορές στο παρελθόν, αλλά με τη μεγαλύτερη καθαρότητα και επιμονή στο περιοδικό Ντέφι από τη δεκαετία του 80.

Αυτό που κόμισε το περιοδικό αυτό, η ειδοποιός διαφορά του, ήταν η συστηματική προσπάθεια αποενοχοποίησης του νεολαϊκού (και νεοδημοτικού) τραγουδιού, στη βάση τού ότι ήταν άμεσο και ψυχαγωγικό και γνώριζε λαϊκή απήχηση. Σε αντιδιαστολή με το έντεχνο λαϊκό ή το νεοκυματικό τα οποία επικρίνονταν ως ψυχρά, διανοητικά ή απλώς ξενέρωτα, που κακώς έχει επικρατήσει να θεωρούνται ως πιο ποιοτικά επειδή προβάλλονται δυσανάλογα από τα (αποκλειστικώς κρατικά τότε) μέσα ενημέρωσης ή/ και από τα αριστερά κόμματα.

Ίσως τα συγκεκριμένα ονόματα καλλιτεχνών που βάζουν οι μεν και οι δε στις αντίστοιχες κατηγορίες των «άξιων» και των «ανάξιων» να μην ταυτίζονται, αλλά η κατανομή είναι ακριβώς η ίδια.

Το ότι η διχοτομία αυτή δεν είναι μια παλιά ξεχασμένη ιστορία τού 80 αλλά εξακολουθεί να παράγει σημερινούς λόγους και να χρησιμοποιείται ως βάση για σημερινές πολεμικές, αποδεικνύεται και από την κάπως αιφνιδιαστική ανάσυρσή της, λίγο πριν από τις εκλογές, εκ μέρους ενός από τους ίδιους τους θεμελιωτές της: του Στέλιου Ελληνιάδη, ο οποίος ανήκε τότε στη ΣΕ του Ντεφιού και σήμερα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Σε άρθρο του στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς σχετικό με το θέμα που είχε προκύψει σε σχέση με την (μη) υποψηφιότητα της κας Σαμπιχά Σουλεϊμάν, ο Ελληνιάδης προτάσσει μία εκτεταμένη εισαγωγή, (πιο εκτεταμένη από το τμήμα του άρθρου όπου ασχολείται με το κυρίως θέμα), στην οποία όχι μόνο αναφέρεται στο Ντέφι, αλλά βρίσκει ευκαιρία να επιτεθεί μετά από 30 χρόνια σε όσους είχαν ασκήσει τότε κριτική προς αυτό, τους οποίους ουσιαστικά ταυτίζει με όσους αντιτάχθηκαν σήμερα στην υποψηφιότητα της Σουλεϊμάν –άρα παραλληλίζοντας τον εαυτό του με εκείνη στη βάση της κοινής ιδιότητας του θύματος των ίδιων σκοτεινών κύκλων.

Ποιοι είναι αυτοί οι κύκλοι;

Το άρθρο ξεκινάει από όσους είχαν σχολιάσει δυσμενώς τότε μία συναυλία του Μανώλη Αγγελόπουλου:



Ο γύφτος στο Λυκαβηττό! Μ” αυτό τον πηχυαίο τίτλο τα ΝΕΑ έφτυσαν τον Μανώλη Αγγελόπουλο και εγκάλεσαν εμάς που είχαμε το θράσος να ανεβάσουμε τον τσιγγάνο τραγουδιστή στον «ιερό», για τους καθωσπρέπει «λευκούς» ευρωπαϊστές, λόφο του Λυκαβηττού, το καλοκαίρι του 1983.



Μέχρι εδώ καλά. Παρακάτω, όμως, με διάφορες επαμφοτερίζουσες διατυπώσεις, στο ίδιο τσουβάλι με τα ΝΕΑ μπαίνουν πολλοί και διάφοροι, οι οποίοι δεν κατονομάζονται αλλά εμμέσως φωτογραφίζονται:



Τα ΝΕΑ, που όχι μόνο διαβάζονταν από ένα μεγάλο κομμάτι αριστερών, αλλά και γράφονταν από πολλούς αριστερούς των γραμμάτων και των τεχνών. Αριστερούς, «ορθόδοξους», «ανανεωτές» και «σοσιαλδημοκράτες», που , σε ομοφωνία με δεξιούς «ευρωπαϊστές» και ανομολόγητους ρατσιστές, έβγαζαν όχι μόνο σπυράκια, αλλά και χολή εναντίον των λαϊκών τραγουδιστών, με ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο την ιδιαιτερότητα του «γύφτου».

Παρόμοιοι μ” αυτούς που μέσα από τις σελίδες του «Σχολιαστή» κατηγορούσαν την παρέα μας στο «ντέφι» για εθνικισμό επειδή αγαπούσαμε και προβάλαμε το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι! Ακολουθητές, φανερά τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μιας αντίληψης που θεωρούσε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι κατώτερο προϊόν ενός λούμπεν προλεταριάτου και το δημοτικό φορέα του χουντικού εθνικισμού, όψιμοι εκσυγχρονιστές που αλληθώριζαν με την αγγλοσαξονική ανωτερότητα.



Δεν θα σχολιάσω το εκτενές αυτό απόσπασμα περισσότερο διότι εδώ το θέμα μου δεν είναι ούτε η Σαμπιχά –σε αυτήν είχα αναφερθεί ξεχωριστά σε προηγούμενο σημείωμα- ούτε η πολύ συζητήσιμη δεοντολογικά προσπάθεια να ταυτιστούν τα ΝΕΑ με εκείνους που τους … διάβαζαν και έτσι να μεταδοθούν και σε αυτούς σπυράκια, χολές, αλληθωρισμοί, ρατσισμοί και συναφείς παθήσεις. Το παρέθεσα όμως για να δείξω ότι ο Μπέος, όταν προβάλλει την ταύτισή του με την «αυθόρμητη/ αυθεντική διασκέδαση του λαού μας» ως πηγή γοήτρου και ως εφαλτήριο απαξίωσης της αυτοπροβαλλόμενης ως υψηλής κουλτούρας, δεν επινοεί κάτι ο ίδιος, αλλά αντλεί από μια ήδη υπαρκτή δεξαμενή.



Αν όμως ο λόγος του Μπέου είναι υβρίδιο, όπως είπα στην αρχή, δεν θα ήταν ορθό να υποθέσουμε ότι συνδυάζει ένα «αριστερό» στοιχείο –το δίπολο «λαϊκότητα vs ελιτισμός»- με ένα «δεξιό» – το δίπολο «επιβίωση στην ελεύθερη αγορά vs επιχορήγηση από το κράτος». Και το δεύτερο αυτό στοιχείο έχει γνωρίσει αριστερές χρήσεις, και μάλιστα αρκετά απρόσμενες.

Σε άρθρο του –υπό μορφή επιστολής- με τίτλο «”Αγαπητή Βίκυ Ιακώβου”: μια απάντηση για τον Λεβινάς» που δημοσίευσε στο περιοδικό Σημειώσεις, τ. 70 (Δεκέμβριος 2009), ο συγγραφέας και μεταφραστής Φώτης Τερζάκης επιχείρησε να απαντήσει σε μία κριτική που του είχε απευθυνθεί, και η οποία, με τρόπο τεκμηριωμένο και πειστικό, του απέδιδε ότι δεν είχε πραγματικά διαβάσει κάποιους συγγραφείς που παρέθετε σε προηγούμενο άρθρο αλλά ότι αντλούσε πληροφορίες από έμμεσες και απρόσεκτα διαβασμένες πηγές. Στην απάντησή του αυτή, λοιπόν, ο κρινόμενος, χωρίς να υπερασπίζεται επί της ουσίας την ακρίβεια των παραπομπών του, απλώς δηλώνει μονολεκτικά ότι γενικώς … «αντιπαθεί από αισθητική άποψη τις παραπομπές και τις χρησιμοποιεί όσο λιγότερο μπορεί», και αφιερώνει την υπόλοιπη απάντηση, ήδη από την πρώτη φράση της, σε μία συνολική αντεπίθεση κατά της Ιακώβου –αλλά και όλων των «συναδέλφων» της- βασισμένη στην «επαγγελματική εμπλοκή» τους «με τον χώρο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων».

Γιατί είναι προβληματική αυτή η εμπλοκή, και τι πλεονέκτημα εξασφαλίζει όποιος είναι απαλλαγμένος από αυτή;

Η αιτιολόγηση του Τερζάκη είναι η εξής:



"Εκείνο που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι εγώ δεν δουλεύω με τον τρόπο που συνήθως σας βάζουν να γράφετε διδακτορικές διατριβές – rites de passage των οποίων το τελεστικό νόημα θα συνοψιζόταν στη δήλωση: προς Θεού, μη νομίσετε πως το λέω εγώ, αντικειμενικό είναι! Σε ό,τι με αφορά τουλάχιστον, ποτέ δεν διεκδίκησα καμίας μορφής «αντικειμενικότητα» και όταν μιλάω θεωρώ αυτονόητο, και θεωρώ αυτονόητο πως το θεωρεί και ο άλλος, ότι μιλάω εγώ.

(…) κανένας δεν με χρηματοδοτεί για να ερευνώ ούτε μου παρέχει ένα βιοτικά ασφαλές περιβάλλον για να κάνω απερίσπαστος τη δουλειά μου όπως θα μου άρεσε κι όπως πρέπει, με αποτέλεσμα τον χρόνο που αφιερώνω σε ό,τι θεωρώ πιο προσωπική μου υπόθεση να τον κλέβω διαρκώς και λαχανιασμένα από τον κτηνώδη αγώνα για επιβίωση μέσα στον οχετό της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς, τριβόμενος ανώφελα με κάθε είδους ανθρώπινη μικροπρέπεια, ιδιοτέλεια και βλακεία… Με όλους αυτούς τους περιορισμούς, πάντως, θέλω να πιστεύω πως διέσωσα το ουσιώδες: να σκέφτομαι απευθείας εκείνο που απαιτεί σκέψη."



Ο λόγος αυτός ενεργοποιεί, στο χώρο του δοκιμίου, τα ίδια δύο δίπολα που επικαλείται και ο Μπέος για το χώρο της καλλιτεχνίας: πρώτα το δίπολο πολυπλοκότητα/ επιτήδευση vs αυθεντικότητα/ άμεση και ειλικρινής έκφραση του εγώ· αυτό τώρα που οδηγεί στον καθένα από τους δύο αυτούς όρους είναι, αντιστοίχως, η ταξινόμηση με βάση το άλλο δίπολο: κρατική/ θεσμική χρηματοδότηση vs αξιοκρατία, ανάδειξη μέσω του ατομικού μόχθου στην «πιάτσα», στην ελεύθερη αγορά, η οποία είναι μεν κτηνώδης αλλά (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό) εκεί αναδεικνύεται όποιος αξίζει, χωρίς «προστατευτισμούς» και «αδιαφανείς αλληλοϋποστηριζόμενες συντεχνίες». Γι’ αυτό και, παρά την κτηνωδία της, κρίνεται προτιμότερη από το πανεπιστήμιο. Εκεί, οι κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι, καθώς είναι χωμένοι στην τυπολατρία (στους «μεθοδολογικούς βυζαντινισμούς που ενδημούν σε αυτά τα μέρη», με τους όρους του Τερζάκη), είναι αποκομμένοι από την «ουσία» και την αυθεντική της έκφραση, την πραγματική και όχι δήθεν κουλτούρα. Για τον ίδιο λόγο είναι αποκομμένοι από τον «λαό» και την απόλαυσή του (ή, στην περίπτωση του Τερζάκη, από τους «αυστηρά ταξικούς και πολιτικούς όρους» με τους οποίους μας διαβεβαιώνει ότι μιλάει)[1].



Σε αυτά τα δύο προηγούμενα, τα δίπολα που επισήμανα ενεργοποιήθηκαν από ανθρώπους που δεν είχαν, ούτε έχουν καμία σχέση με τη δεξιά, ούτε –ακόμη λιγότερο- με τη μαφία του ποδοσφαίρου ή οποιαδήποτε άλλη μαφία: οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνο αυτοτοποθετούνται στον αριστερό ή/ και αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά και με τις καταθέσεις τους αυτές επιχειρούν να επικρατήσουν σε μία ενδο-αριστερή διαμάχη· να πείσουν ότι οι ίδιοι είναι πιο γνήσιοι/ συνεπείς/ άξιοι του ονόματός τους αριστεροί απ’ ό,τι οι επικριτές τους.

Αυτό είναι καλό να το έχουμε κατά νου, τώρα που τέτοιες ενδο-αριστερές διαμάχες ξαναγίνονται της μόδας στο τοπίο μετά τις εκλογές (και πριν από τις επόμενες), με επίκεντρο το ερώτημα «ποια πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Φυσικά, πέρα από το να το έχουμε κατά νου, ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα· η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να μεταφραστεί μονοσήμαντα σε κάποιο άμεσο πρακτικό δίδαγμα. Πέρα βέβαια από το δίδαγμα ότι ο λόγος είναι δημόσιος, και ότι οι ιδέες και τα επιχειρήματα, καθώς κυκλοφορούν, τις ακούν όλοι· είναι λοιπόν πιθανό, αν όχι αναπόφευκτο, κάποτε κάποιες απ’ αυτές να «αιχμαλωτίζονται» από άλλους παίκτες, απρόβλεπτους, και να τίθενται στην υπηρεσία διαφορετικών σκοπών. «Ανάμεσα στον ανταρτοπόλεμο και το στρατιωτικό μηχανισμό, ανάμεσα στην εργασία και την ελεύθερη δράση, τα δάνεια πάντοτε συμβαίνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις» (Gilles Deleuze-Felix Guattari, Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 502). Kαι, όταν συμβούν, αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι για την επόμενη χρήση «έφταιγαν» οι πρώτοι χρήστες (που και αυτοί άλλωστε δεν ήταν πρώτοι, από κάποιους άλλους το άκουσαν και δανείστηκαν την ιδέα, ενδεχομένως χωρίς να το συνειδητοποιούν). Σημαίνει όμως ότι τα υποτιθέμενα «στρατόπεδα» της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν είναι τελικά τόσο «στρατόπεδα», η διαχωριστική τους γραμμή είναι περατή, ενίοτε κινητή και δυσδιάκριτη. Αυτή η διαρκής εναλλαγή απεδαφικοποίησης και επανεδαφικοποίησης δεν είναι κάτι που μπορούμε να κωδικοποιήσουμε με «καθαρά ταξικούς όρους», διότι τότε θα ήταν σαν να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να ανάψουμε πρώτα το φως και μετά να ψάξουμε πού είναι ο διακόπτης: η ταξική ένταξη δεν είναι δεδομένο, αλλά ζητούμενο· δεν είναι μόνο η προϋπόθεση, αλλά ενίοτε –όπως κατεξοχήν εδώ- και το επίδικο αντικείμενο των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η εναλλαγή λοιπόν αυτή δεν είναι ένας αγώνας «τάξης εναντίον τάξης», έστω του «λαού» ή της «εργατικής τάξης» ως αυτονόητων οντοτήτων κατά του «μη λαού», αλλά συχνά είναι πρώτα απ’ όλα αγώνας για το ποιος είναι ο λαός ή η εργατική τάξη.

Εάν λοιπόν έχουμε επίγνωση αυτής της διαρκούς κίνησης δανεισμού, αυτό τουλάχιστον ίσως μας προφυλάξει από το σοκ –ή μας βοηθήσει να το ξεπεράσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα- που νιώθουμε όταν βλέπουμε άλλους, απρόσκλητους συγκατοίκους να εισβάλλουν και να αξιοποιούν στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο τα σχήματα που ως τώρα χρησιμοποιούσαμε για να «την λέμε» ο ένας στον άλλο στον μικρόκοσμο της αριστεράς. Που και αυτός ούτως ή άλλως δεν ήταν τόσο μικρόκοσμος –ή πάντως δεν ήταν ένας χωριστός κόσμος- ήδη εξ αρχής.

------------------------------
[1] Σημειωτέον ότι και ο Ελληνιάδης στρέφεται κατά των «κρατικών χορηγιών», (αλλά και κατά των πανεπιστημιακών ως αποδεκτών τους), στο ίδιο αυτό άρθρο που αναφέραμε, και ειδικότερα στο τρίτο από τα 4 υστερόγραφα που το συνοδεύουν: «Εάν η ομάδα της Σαμπιχά παίρνει επιχορήγηση, καλό θα ήταν, όσοι την κατηγορούν για κάτι τέτοιο, να μην ξεχνούν ότι τις πιο μεγάλες χορηγίες από το κράτος τις παίρνουν επί δεκαετίες τα κόμματα, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων. Κι απ” αυτές τις χορηγίες πληρωνόμαστε κι εμείς που δημοσιογραφούμε στα αριστερά ΜΜΕ. Όσο για τους κρατικοδίαιτους πανεπιστημιακούς… ουδείς αναμάρτητος».