Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Ενάντια στον κυρίαρχο λόγο για το δημόσιο χρέος: Ζενεβιέβ Αζάμ, Τομά Κουτρό, Ντομινίκ Μεντά, Ετιέν Μπαλιμπάρ, Υβ Σεντομέ

[Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 13 Ιανουαρίου και σχετίζεται με τις προσπάθειες του διεθνούς οργανισμού ATTAC για τον έλεγχο των διεθνών χρηματαγορών και τη δημοκρατική παγκοσμιοποίηση. Η Geneviève Azam είναι πανεπιστημιακός, καθηγήτρια οικονομικών και οικολόγος· ο Etienne Balibar είναι φιλόσοφος, μαζί με τον Ρανσιέρ και τον Μασρέ οι γνωστότεροι επίγονοι της αλτουσεριανής σχολής που μεσουρανούσε στη Γαλλία τη δεκαετία του 1960· ο Thomas Coutrot είναι οικονομολόγος και στατιστικός· η Dominique Méda είναι φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, ειδική σε θέματα απασχόλησης· ο Yves Sintomer είναι πολιτικός επιστήμονας. Η αναδημοσίευση γίνεται από: http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=7478&LID=1]



Contre le discours dominant sur la dette publique - 13.01.2012

©Le Monde



Υπάρχουν δύο τρόποι αφήγησης όσων συμβαίνουν σήμερα στην Ευρώπη:

Η κυρίαρχη εξιστόρηση θεωρεί πως κάναμε υπέρμετρες δαπάνες. Ειδήμονες και αρθρογράφοι φλυαρούν για το πώς η Γαλλία και τα άλλα χρεωμένα κράτη «ζουν με δανεικά εδώ και τριάντα χρόνια». Το μόνο που οφείλει να κάνει η αριστερά είναι «να προσδώσει πολιτικό περιεχόμενο στη λιτότητα» και να «πυροδοτήσει ξανά την ανάπτυξη». Αυτό το σενάριο μας φαίνεται πια τόσο προφανές όσο ο αέρας που αναπνέουμε. Κι όμως, το διαψεύδουν τα βασικά επίσημα στοιχεία, στα οποία μοιάζει να θεμελιώνεται πολύ καλύτερα η εναλλακτική αφήγηση.

Έτσι, σύμφωνα με την έκθεση «οι δημόσιες δαπάνες και η εξέλιξή τους» που δημοσίευσε το υπουργείο οικονομικών, το ύψος των δημοσίων δαπανών στη Γαλλία αυξήθηκε από 52.8% του ΑΕΠ το 1990 στο... 52.9% το 2000! Τα ελλείμματα δεν εκτοξεύθηκαν λόγω της αύξησης των δαπανών, αλλά της μείωσης των εσόδων. Σύμφωνα με τον εισηγητή του προϋπολογισμού βουλευτή της «ένωσης για ένα λαϊκό κίνημα» (UMP) Ζιλ Καρέζ (Gilles Carrez), οι φοροαπαλλαγές και οι μειώσεις φόρων που καθιερώθηκαν μετά το 2000 στέρησαν από τα δημόσια ταμεία πάνω από 100 δις ευρώ. Με την οικονομική κρίση να επιδεινώνει απότομα την κατάσταση των δημοσίων εσόδων, που είχε ήδη ροκανίσει η φορολογική αντεπανάσταση.

Υπεύθυνοι για τα χρέη είναι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και ο νεοφιλελευθερισμός, όχι οι πολίτες κι οι κοινωνικές δαπάνες.


Δύο τόσο αντιτιθέμενες αφηγήσεις της ιστορίας του δημοσίου χρέους απαιτούν δύο ανταγωνιστικές απαντήσεις. Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση, αν η Γαλλία επιθυμεί να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική της ισορροπία και να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών της, απαιτείται αναπόφευκτα μια δριμεία «αγωγή» μείωσης των κρατικών δαπανών -και το μόνο που μένει να συζητηθεί είναι ο τρόπος που θα γίνει αυτό.

Αντιστρόφως, στην εναλλακτική αφήγηση η σημερινή συγκυρία απαιτεί μια αναδιανεμητική φορολογική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με την επιβολή «δίαιτας» και ελέγχου... στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Πράγματι, η τρέχουσα φορολογική μεταρρύθμιση, με σκοπό τη μείωση του ελλείμματος, δε μειώνει το χρέος: το 2011, τα επιτόκια που καρπώθηκαν οι εισοδηματίες (οι ίδιοι που επωφελήθηκαν από τις μειώσεις της φορολογίας) ανήρθαν στα 50 δις ευρώ, πριν καν μειωθεί η πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας, πράγμα που υποχρεωτικά θα οδηγήσει σε άνοδο των επιτοκίων που θα απαιτήσουν οι αγορές.

Προκειμένου να μειωθεί αυτό το άχθος, να επιβιώσουν οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι δημόσιες παροχές και να πυροδοτηθεί η οικολογική μετάβαση, ο δημοκρατικός διάλογος θα χρειαστεί να αποφανθεί αν ένα τμήμα των χρεών αυτών είναι «απεχθές» ήτοι άκυρο (στο όνομα των αβάσιμων αιτιών για τις οποίες έγιναν ή των ιδιωτικών συμφερόντων που υπηρετούσαν) και συν τω χρόνω να αποφασισθεί η κήρυξη στάσης πληρωμών σε ένα μέρος του χρέους αυτού.

Στο μέλλον τα κράτη θα κληθούν να βρουν χρηματοδότες αλλού πέραν των χρηματαγορών, όπως το έκαναν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980: αν δεν το κάνουν, θα απολέσουν κάθε πρόσβαση στην εθνική κυριαρχία.

Θα χρειαστεί επίσης να συνειδητοποιήσουν πως αυτή η κρίση είναι επίσης κρίση του μη βιώσιμου τρόπου ανάπτυξης που ακολούθησαν και να προσανατολιστούν προς δημόσιες επενδύσεις πολύ πιο αξιόπιστων οικολογικά και πιο παραγωγικών σε θέσεις εργασίας, αντί των δαπανηρών, αρχαϊκών και κοντόθωρων έργων που χρηματοδοτούν σήμερα.

Αν όμως η κριτική αφήγηση πλεονεκτεί ως προς την εγκυρότητα των στοιχείων της, προσκρούει στην καταιγίδα των καθεστωτικών «δεδομένων», ενώ ο ριζοσπαστισμός των αναγκαίων πολιτικών επιλογών μπορεί να προκαλεί ανασφάλεια. Αυτός είναι ο λόγος που στα μέσα Οκτωβρίου 2011 ζητήθηκε να δημιουργηθεί μια «επιτροπή λογιστικού ελέγχου» από πολυάριθμες προσωπικότητες και συνδικαλιστικές, κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις, στις οποίες προστέθηκαν 50,000 πολίτες.

Σε πολλές περιοχές δημιουργούνται τοπικές επιτροπές που καλούν τους πολίτες να αναμειχθούν ενεργά σε αυτή την πρωτοβουλία. Αν και δεν έχουν ακόμα προσελκύσει τα φώτα της δημοσιότητας, σκοπός τους είναι να προκαλέσουν σε ολόκληρη την κοινωνία μια συζήτηση ανάλογη με εκείνη που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική ευρωπαϊκή συνθήκη, το 2005.

Ενώ η μεσογειακή Ευρώπη πλήττεται από ένα τσουνάμι λιτότητας, τα ζητήματα αυτά αποκτούν πολύ μεγάλη κρισιμότητα. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν εδώ κι ένα χρόνο, με επιστέγασμα τη διακυβερνητική συμφωνία των 26 της ευρωπαϊκής συνόδου του Δεκεμβρίου, το μόνο που κάνουν είναι να ριζοσπαστικοποιούν τη λογική της δημοσιονομικής πειθάρχησης και της υποταγής στη βούληση των χρηματαγορών, την ίδια στιγμή που η ίδια η κρίση αποκαλύπτει την παταγώδη αποτυχία τους. Ενώ η ναυαρχίδα του Μάαστριχτ ξεσκίζεται στα βράχια, οι καπετάνιοι της εξαντλούνται στην προσπάθεια να βρουν και να προσπαθούν να συγκολλήσουν στο καραβοτσακισμένο σκαρί τα θραύσματα που επιπλέουν τριγύρω...

Από το Μάαστριχτ και μετά, μια ιδέα κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική: οι αγορές ξέρουν καλύτερα από τις κυβερνήσεις και τους πολίτες. Συνεπάγεται: φορολογικός και κοινωνικός ανταγωνισμός σε μια ελεύθερη και ανεξέλεγκτη αγορά· μείωση των κοινωνικών δαπανών στο όνομα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας· υποχρέωση των κρατών να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους προσφεύγοντας στις χρηματαγορές· απαγόρευση της χρηματοδότησης μεταξύ κρατών... Η ευρωζώνη κατασκευάστηκε προκειμένου ως αντίδοτο σε κάθε βολονταριστική οικονομική πολιτική, για να βάλει τα κράτη στον αυτόματο πιλότο των αγορών.

Η άπελπις προσπάθεια να διασωθεί αυτή η απαρχαιωμένη αρχιτεκτονική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, ακόμα και με την έκδοση ευρωομολόγων (κοινών χρεογράφων για αναδιανομή του συνολικού χρέους της ευρωζώνης ανάμεσα στα κράτη-μέλη της), που θα εξακολουθούν να υπόκεινται στην κρίση και στα κριτήρια «καλής» διαχείρισης των αγορών.

Η προγραμματισμένη αποτυχία αυτής της επιχείρησης διάσωσης, τα επόμενα χρόνια μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση της ευρωζώνης και αναζωπύρωση των εθνικιστικών, αυταρχικών και ξενόφοβων ρευμάτων που ήδη αναπτύσσονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αλλά όπως δείχνουν τα κινήματα των «αγανακτισμένων» στα κράτη του νότου, που μέχρι σήμερα έχουν πληγεί περισσότερο από τη κοινωνική και δημοκρατική κρίση, ο πόθος για δημοκρατία εξακολουθεί στην Ευρώπη να εμφανίζει ιδιαίτερη ζωτικότητα.

Όπως φαίνεται, ο διορισμός παλαιών αξιωματούχων της «Γκόλντμαν Σακς» ως πρωθυπουργών στην Ιταλία και την Ελλάδα, υπουργού οικονομίας στην Ισπανία, προέδρου της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) δεν περνάει. Όπως δεν περνάνε ούτε οι οιμωγές ενώπιον της προοπτικής ενός... δημοψηφίσματος, στην Ελλάδα κι αλλού. Οι πολίτες αρνούνται να συνεχίσουν να είναι «παιχνίδι στα χέρια τραπεζιτών και πολιτικών», όπως λένε οι Ισπανοί «αγανακτισμένοι». Θέλουν να μπορούν να αποφασίζουν για το μέλλον τους, να κάνουν όνειρα για τα παιδιά τους, να σταματήσουν την κοινωνική και οικολογική υποβάθμιση που τους οδηγούν στην αγανάκτηση.

Απέναντι στην απάθεια των ελίτ, είναι αναγκαία μια δημοκρατική εξέγερση και στην Ευρώπη, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον αραβικό κόσμο, τη Ρωσία... Το διακύβευμα είναι η επάνοδος της δημοκρατίας στο πεδίο της πολιτικής, διαμέσου της έντονης προσφυγής σε αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς (πρωτοβουλίες πολιτών, ανακλητικά δημοψηφίσματα) και ανανέωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (λαϊκές συνελεύσεις, κληρωτό δεύτερο νομοθετικό σώμα...). Διακύβευμα επίσης είναι η διεύρυνση του πεδίου της οικονομίας, αρχής γενομένης από το τραπεζικό σύστημα, που η ανάγκη διάσωσής τους οφείλει να δώσει την ευκαιρία να τεθούν όχι πια υπό την εποπτεία των γραφειοκρατιών των Βρυξελλών ή του υπουργείου οικονομίας, αλλά της κοινωνίας των πολιτών.

Ο ουρανός μοιάζει σκοτεινιασμένος από τα χρέη. Ας τον καθαρίσουμε, εφευρίσκοντας ξανά τη δημοκρατία μας.