Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ο θαυμαστής του οικείου, ο νοσταλγός της απόλυτης αρχής



του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Τζορτζ Στάινερ, Χάιντεγκερ (μτφρ.: Ασημίνα Καραβαντά), Πατάκης 2009, σ. 233



Ο «μυστικός βασιλιάς της σκέψης» –ο Μάρτιν Χάιντεγκερ όπως τον είδε η Χάνα Άρεντ, γοητεύει–, εξοργίζει και διχάζει ακόμα, πολλούς και διαφορετικούς, γιατί ήταν ένας νοσταλγός του απόλυτου.

Στη Νοσταλγία του απόλυτου (μτφρ.: Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα 2000), ο γοητευτικός Αμερικανός στοχαστής Τζορτζ Στάινερ λέει ότι, αφού ο Νίτσε ανήγγειλε τον «θάνατο του Θεού», οι μεγάλες θεωρίες –ο μαρξισμός, η φροϋδική ψυχανάλυση και η ανθρωπολογία του Λεβί-Στρως: «μυθολογίες» τις αποκαλεί–, αρνούνται μεν τον Θεό, οι ίδιες όμως «έχουν τρομερή ομοιότητα με τις εκκλησίες, με τη θεολογία που θέλουν να αντικαταστήσουν» (σ. 17). Στο κομψοτέχνημά του, Τολστόι ή Ντοστογέφσκι (μτφρ.: Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες 2015), ο Στάινερ επανέρχεται: ό,τι κάνει μεγάλη τη λογοτεχνία των δύο Ρώσων συγγραφέων είναι η αναμέτρησή της με το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού: είτε το ερώτημα αυτό απαντιέται καταφατικά (Τολστόι), είτε όχι (Ντοστογέφσκι).

Στον Χάιντεγκερ, που συζητάμε σήμερα στο τελευταίο σημείωμα της χρονιάς[1], ο Στάινερ συνεχίζει: Το 1921, μας λέει, ο Γερμανός στοχαστής γράφει: «είμαι ένας χριστιανός θεολόγος» (σ. 22)· στο Είναι και χρόνος, όμως, μόλις έξι χρόνια μετά, ο ίδιος απορρίπτει τη θεολογία, όπως κάθε υπερβατική σκέψη. Υιοθετεί ένα «λεξιλόγιο του απόλυτου» (σ. 88) για να μιλήσει για τη σκέψη του Είναι: για την απόλυτη ενθαδικότητα, την απόλυτη εμμένεια, που όμως δεν είναι Θεός – που δεν ταυτίζεται με τα όντα, αλλά χρειάζεται τον άνθρωπο, γιατί σε αυτόν βρίσκει το προνομιακό ξέφωτό της (σ. 131).

Ο Στάινερ στέκεται θαυμάζοντας σχεδόν στη σημασία που δίνει ο Χάιντεγκερ στη γλώσσα: στο πώς οι απλές, παλιές λέξεις, προβιβάζονται σε «πρωτογενείς κόμβους αληθείας (σ. 56). «Ο άνθρωπος», γράφει ο Χάιντεγκερ, «ανακαλύπτει τον εαυτό του στη λέξη, στη γλώσσα» (σ. 108). Οι λέξεις, οι παλιές λέξεις και η ετυμολογία τους, γίνονται η βασιλική οδός για να τεθεί και να απαντηθεί το ερώτημα για το Είναι: η ύπαρξη (existence), υποστηρίζει ο Χάιντεγκερ, προέρχεται από μια ελληνική πηγή (εξίσταμαι) που σημαίνει «παρευρίσκομαι έξω από», είμαι σε μια στάση εξωτερική προς το Είναι». Για τους Έλληνες, στο βαθμό που ακόμη βρίσκονταν υπό το φως του Dasein, της άμεσης παρουσίας, η «ύπαρξη» σήμαινε το «μη είναι» (σ. 103).

Αν όμως δεν είναι ούτε ο Θεός, ούτε τα όντα, η απάντηση στην ερώτηση «τι είναι το Είναι», ποιος είναι ο ρόλος «της αποποίησης και της άρνησης του "θεολογικού", στη σκέψη και τη γλώσσα του Χάιντεγκερ» (σ. 24); Τι συνέπειες έχει ο θάνατος του Θεού στο έργο του Χάιντεγκερ; Αυτό προσπαθεί να απαντήσει ο Στάινερ.

Προειδοποιούμαστε εξαρχής: το έργο του Χάιντεγκερ είναι γλωσσικά δυσπρόσιτο, διχάζει τους κριτικούς, εμπνέει Εβραίους και κομμουνιστές –Λούκατς, Μαρκούζε, Σαρτρ– μολονότι φέρει την υπογραφή ενός φιλοναζιστή, μεταφράζεται δύσκολα, καταλαμβάνει 57 τόμους: υπάρχουν πολλοί λόγοι για να τα παρατήσουμε. Όμως, την ίδια στιγμή, ο Στάινερ μας δείχνει ένα σημείο εισόδου στο σύμπαν-Χάιντεγκερ: είναι το ερώτημα που πρωτοέθεσε ο Γερμανός πολυμαθής Λάιμπνιτς (1646-1716) – και το ερώτημα αυτό δεν γίνεται να το αποφύγεις αν σε ενδιαφέρουν τα σημαντικά: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα κι όχι το τίποτα;» (σ. 15).

Από εδώ αρχίζει η αντιπαράθεση του Χάιντεγκερ με όλη την παραδοσιακή φιλοσοφία – από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως το Νίτσε. Ο Χάιντεγκερ απορρίπτει τη φιλοσοφία αυτή, και μαζί τον Λόγο, που την περιφρουρεί. Η μέχρι σήμερα φιλοσοφία δεν ρωτά σωστά: δεν ξεκινά από τον θαυμασμό για την ύπαρξη, δεν εκπλήσσεται, δεν απο-καλύπτει το Είναι, δεν αίρει τη λήθη του Είναι, δεν οδηγεί στην α-λήθεια. Αντίθετα, έχει συμβάλει τα μέγιστα στη λησμονιά του Είναι.

Ας σκεφτούμε: δεν είναι αυτονόητο αυτό το «α-» στερητικό όταν μιλάμε για την αλήθεια: είναι μια από τις πολλές περιπτώσεις που η εμμονή του Χάιντεγκερ με την ετυμολογία, και με την ελληνική γλώσσα που έθεσε πριν από τον Σωκράτη το ερώτημα του Είναι (Παρμενίδης, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος), δεν είναι μόνο εμμονή.

Επιστρέφουμε στον πυρήνα: Η μουσική δεν είναι απλά η μελωδία. Μια οροσειρά είναι κάτι άλλο από τα επιμέρους βουνά. Ένα έθνος είναι κάτι διαφορετικό από τον αριθμό των κατοίκων μιας χώρας. Ένας πίνακας δεν είναι απλά ο τεντωμένος καμβάς. Τι διάβολο είναι, όμως;

Αισθανόμαστε, γνωρίζουμε, δηλώνει ο Χάιντεγκερ, ότι υπάρχει κάτι άλλο εκεί, κάτι απόλυτα καθοριστικό. Όταν όμως επιδιώκουμε να το αρθρώσουμε, «είναι πάντα σαν να προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τα κενό» (σ. 98).

Η φιλοσοφία που ενδιαφέρεται για το Είναι συνορεύει με τη σκέψη του κενού: πλησιάζει αυτό το κάτι, το Είναι, και τότε γίνεται εμπειρία του ιλίγγου· πάει να το πιάσει, και συντρίβεται, γελοιοποιείται ίσως, ως κενολογία. Δεν έχει εύκολες απαντήσεις· δεν προσφέρει εγγυήσεις. Το κρίσιμο είναι να ρωτά σωστά. Η κριτική στον Χάιντεγκερ, μας λέει ο Στάινερ, του έχει προσάψει τα πάντα: ότι κενολογεί, ότι επαναλαμβάνει  την παλιά φιλοσοφία που ο ίδιος απορρίπτει. Μήπως ο Θεός, που αρνείται ο Χάιντεγκερ, είναι στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς που θα έκανε την χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία διαυγή – αυτό που θα απέτρεπε την αποτυχία της να ορίσει το Είναι (αποτυχία που έχει παραδεχτεί και ο ίδιος ο Χάιντεγκερ); (σ. 26) Εντέλει: τι σχέση έχει το Είναι του Χάιντεγκερ με το ναζιστικό παρελθόν του;

***

Το Είναι και Χρόνος, που καταξίωσε ταχύτατα τον Χάιντεγκερ, έχει μια θέση ανάμεσα στα ογκώδη, βίαια, εσχατολογικά (για τα «έσχατα πράγματα») έργα, που γράφτηκαν μεταξύ 1918 και 1927 στη Γερμανία της Βαϊμάρης· όμοιά τους, το τονίζει ο Στάινερ, δεν είχαμε μετά το 1945. Είναι βιβλία αναφοράς: Η Παρακμή της Δύσης, του Όσβαλντ Σπένγκλερ, Το Πνεύμα της Ουτοπίας, του Ερνστ Μπλοχ – ίσως και Ο Αγών μου, του Αδόλφου Χίτλερ. Η βίαιη γλώσσα, ο αποκαλυπτικός τόνος, το πάθος για αναγέννηση, η ελπίδα που βρίσκεται στο κλείσιμο των λογαριασμών με τον μέχρι τότε κόσμο: να τι συνδέει αυτά τα τόσο διαφορετικά βιβλία. Ο Χάιντεγκερ θέλει να ηγηθεί αυτής της αναγέννησης. Για τον ίδιο, «η απαρχή είναι ό,τι πιο ιδιαίτερο» (σ. 108). Όταν εκδίδεται το Είναι και Χρόνος, ο ψυχολόγος και φιλόσοφος Bollnow λέει: «από σήμερα και στο εξής, μια νέα εποχή ανέτειλε στην ιστορία του κόσμου, και μπορείς να πεις ότι ήσουν παρών στην απαρχή της» (σ. 136).

Η γλώσσα και το ύφος του Χρόνος και Είναι [sic] δικαιώνουν τον ισχυρισμό: ο Στάινερ θεωρεί το βιβλίο εφάμιλλο του Tractatus του Βίτγκενστάιν ή της νιτσεϊκής Γενεαλογίας της ηθικής. Γιατί;

[Σ]το Είναι και Χρόνος, η σκόπιμη μοναδικότητα φαντάζει ακόμα πιο έντονη. Εκτείνεται σε κάθε χαρακτηριστικό του ύφους, του οικοδομήματος των επιχειρημάτων και της δηλωμένης πρόθεσής του. Το νόημα βρίσκεται ολοκληρωτικά στον τρόπο γραφής και ο τρόπος γραφής είναι, από όποια τεχνική και υφολογική γωνία κι αν τον δεις, αναπόσπαστο μέρος του νοήματος (σ. 137).

Τον Χάιντεγκερ τον καταλαβαίνεις καλύτερα αν τον ακούς· αντί δεχτείς ότι η μύηση δεν είναι κατανόηση, αλλά το να δεχτείς να βιώσεις μια εναλλακτική τάξη πραγμάτων. Για να στοχαστείς το Είναι, «πρέπει να το βιώσεις» (σ. 110).

Από τον τίτλο κιόλας, το Χρόνος και Είναι επιτίθεται: αν για τον Πλάτωνα η ουσία πίσω από την παρουσία είναι αμετάβλητη, στον Χάιντεγκερ «το Είναι καθεαυτό είναι χρονικό» (σ. 138). Αν για τον Χάιντεγκερ αυτό που συγκροτεί τη φιλοσοφία είναι «το ερώτημα του Είναι» (σ. 91), [α]πό την άποψη της πίστης μια τέτοια ερώτηση είναι παράλογη, αλλά «η φιλοσοφία είναι ακριβώς αυτός ο παραλογισμός […] Ο Χάιντεγκερ γνωρίζει πολύ καλά ότι το ερώτημα το οποίο θέτει, και ο λόγος, ο οποίος αναδύεται από αυτό το ερώτημα, θα χρησιμοποιήσουν μια γλώσσα που μοιάζει στην κοινή αντίληψη ανοίκεια, εάν όχι παράφρων. Πώς, αν όχι μέσω μιας γλώσσας σχεδόν παράφρονος, μπορεί κανείς να θέσει το ερώτημα του Είναι των όντων (das Sein des Seienden) και να πείσει ότι αυτές οι δύο έννοιες οφείλουν να παραμείνουν διαχωρισμένες;» (σ. 91).

Ας δούμε από πιο κοντά τις διαφορές του Χάιντεγκερ από την παλιά φιλοσοφία:

Κατά τον Πλάτωνα, το Είναι των όντων κατοικεί στις αιώνιες, αμετάβλητες μήτρες της τέλειας μορφής, στις «Ιδέες», ενώ κατά τον Αριστοτέλη, σε αυτό το οποίο ονομάζει ενέργεια, στην εκτυλισσόμενη δηλαδή πραγματικότητα που πραγματώνει τον εαυτό της στην ουσία […] Για τον Χάιντεγκερ, καμία απ’ αυτές τις δύο κληρονομιές, η ιδεαλιστική-μεταφυσική και/ή η επιστημονική-τεχνολογική, δεν ικανοποιεί την αρχέγονη, αυθεντική συνθήκη και το καθήκον της σκέψης, να βιώνει, να στοχάζεται απευθείας τη φύση της ύπαρξης, το «Είναι των όντων» […] Ο Χάιντεγκερ θα δηλώσει χωρίς καμία επιείκεια ότι αυτά τα δύο μεγάλα ρεύματα της εξιδανίκευσης και της ανάλυσης πήγασαν, όχι από μιαν αυθεντική σύλληψη του Είναι, αλλά από τη λήθη του Είναι, από τη θεώρηση του κεντρικού υπαρξιακού ερωτήματος ως δεδομένου (σ. 82).

Ας δούμε απλούστερα: Οι εμπειριστές και οι θετικιστές θα κατηγορούσαν τον Χάιντεγκερ ότι προϋποθέτει λεκτικά το Είναι, αλλά προϋποθέτει κάτι δεν μπορεί να το επαληθεύσει· όμως, θα αντέτεινε ο ίδιος, κάθε φορά που χρησιμοποιούν τη λέξη είναι, και οι εμπειριστές-θετικιστές το ίδιο ακριβώς προϋποθέτουν. Ο Χάιντεγκερ, τουλάχιστον, αποδέχεται την πρόκληση να πει κάτι ουσιαστικό γι’ αυτό. Οι ιδεαλιστές, από την άλλη, θα βεβαίωναν ότι κάτι είναι, από το γεγονός και μόνο ότι πέφτει στην αντίληψή μας· αλλά ένα κτίριο μπορεί να είναι εκεί, ακόμα κι αν εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε – δεν το κοιτάμε: «Μπορούμε να το ανακαλύψουμε μόνο επειδή αυτό ήδη είναι» (σ. 96).

Ο Χάιντεγκερ απορρίπτει, λοιπόν, όλη την παραδοσιακή φιλοσοφία, γιατί αυτή δεν θαυμάζει αυτό το είναι – γιατί δεν απορεί που κάτι είναι. Όπως ο Βιτγκενστάιν, είναι αντιακαδημαϊκός. Στο Είναι και Χρόνος κηρύσσει μια νέα αρχή, κι αυτή περνά από ένα νέο λεξιλόγιο. Προτείνει για το Είναι ένα σύμπλεγμα σημασιών: «οίκω παρεύρεσις, οικειότητα, παρεύρεσις εν εαυτώ, αυτοπερίκλεισις, πλήρης παρουσία εδώ ή εκεί (σ. 102).

Οικειότητα, παρεύρεσις εν εαυτώ: είμαστε οικεία, είμαστε μεταξύ μας. Εδώ είμαστε.

Τον Σεπτέμβρη του 1900 ή του 1901, ένας φίλος του Γερμανοεβραίου καθηγητή Βίκτωρα Κλέμπερερ τον πληροφορεί πως, με αυτά ακριβώς τα λόγια, ο καθηγητής των μαθηματικών σχολιάζει στην τάξη την απουσία τριών Εβραίων συμμαθητών τους: «σήμερα είμαστε μεταξύ μας». Την ιστορία αυτή την ανακαλεί το 1937 ο Κλέμπερερ στο προσωπικό του ημερολόγιο, ένα σπουδαίο ντοκουμέντο για την καθημερινότητα στη ναζιστική Γερμανία, που γράφτηκε μεταξύ 1933 και 1941. Ο Κλέμπερερ ανακαλεί την ιστορία με αφορμή μια λεζάντα της ναζιστικής εφημερίδας Der Stürmer: «Τι ωραίο, που είμαστε μόνο εμείς, μεταξύ μας!»[2]. Εξηγεί ο Στάινερ:

Η χαϊντεγκεριανή ρητορική της «οικειότητας», της οργανικής συνέχειας, η οποία συνέχει τους ζωντανούς με τους πεθαμένους προγόνους που κείνται κοντά, εύκολα ταιριάζει στη ναζιστική λατρεία του «αίματος και της γης» […] Στη χιτλερική ανασύνθεση του ιστορικού παρελθόντος, στην «αποκαλυπτική» (apocalyptic) επιταγή μιας ολότελα καινούριας αρχής στο γερμανικό πεπρωμένο, ο Χάιντεγκερ μπορούσε να βρει μια επιβεβαίωση του δικού του, πιο τεχνικού, πιο εσωτεριστικού αντι-ιστορισμού  […] Υπάρχει στη χαϊντεγκεριανή θέση, που καθεαυτή είναι μεταφορική και ταυτοχρόνως γοητευτική, ότι δεν είναι ο άνθρωπος που ομιλεί εκεί όπου η γλώσσα είναι πολύ αποτελεσματική, αλλά ότι η «ίδια η γλώσσα ομιλεί μέσω του ανθρώπου», ένα δυσοίωνο τεκμήριο της χιτλερικής έμπνευσης, της ναζιστικής χρήσης της ανθρώπινης φωνής ως μιας τρομπέτας που την παίζουν υπερμεγέθεις θεϊκοί μεσάζοντες πέραν της αδύναμης θέλησης ή της κρίσης του λογικού ανθρώπου (σ. 192-3).

Η οικειότητα, το Είναι του Χάιντεγκερ, συντονίζεται με το ναζιστικό κάλεσμα για εθνοκάθαρση. Ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός του, η διάκριση των όντων από το Είναι και η προτεραιότητα σε αυτό το τελευταίο, γίνεται στην πράξη εργαλειοποίηση και απανθρωπισμός. Το προσωπικό βίωμα του Είναι αδιαφορεί για το συλλογικό νόημα. Το αίτημα για μια ριζική νέα αρχή, για μια επανεκκίνηση, γίνεται αίτημα για την Απόλυτη Αρχή/Εξουσία. Πιο σκανδαλώδης, λοιπόν, κι από την ολιγόμηνη θητεία του Χάιντεγκερ ως πρύτανη στο Φράιμπουργκ με το που ανέβηκαν οι ναζί, πιο εξοργιστική κι απ’ όσα είπε ή έκανε ο ίδιος το 1933, είναι για τον Στάινερ η σιωπή του Γερμανού φιλοσόφου μετά το 1945: η χυδαία αποστασιοποίησή του και η απουσία κάθε αυτοκριτικής γι’ αυτές τις κλίσεις της σκέψης του. Η συνέντευξη που παραχώρησε στον Spiegel το 1966[3], ζητώντας να δημοσιευτεί μετά θάνατον, είναι σήμα-κατατεθέν αυτής της σιωπής: σήμα-κατατεθέν ενός ολίγιστου ανθρώπου.

Η αγωνία για το φως του Είναι ωστόσο, κι ακόμα περισσότερο η αγωνία για τη νέα αρχή –στη φιλοσοφία, στην ιστορία, στην πολιτική–, είναι πολύτιμες: ο Μπλοχ, ο Λούκατς, ο Σαρτρ, ο Μαρκούζε, ο Αλτουσέρ το κατάλαβαν έτσι ακριβώς. Και στη νέα χρονιά που έρχεται, την αρχή αυτή τη χρειαζόμαστε απόλυτα – κι ας μην είναι καμιά αρχή απόλυτη ή απόλυτα νέα, κι ας αρχίζουμε πάντα από τη μέση.

---------------------------------------
   1. Οφείλω ευχαριστίες στον Χρήστο Λάσκο γιατί μου έμαθε αυτό το συναρπαστικό βιβλίο.
   2. Βλ. Πήτερ Φρίτσε, Ζωή και Θάνατος στο Τρίτο Ράιχ (μτφρ.: Βασιλεία Αβραμίδου-Κώστας. Δεσποινιάδης), εκδ. Θύραθεν 2013.
   3. Το κείμενο υπάρχει στα ελληνικά, βλ. Ένας στοχαστής στον σύγχρονο κόσμο. Ο Martin Heidegger για τη σχέση του με τον Ναζισμό (μτφρ.: Κώστας Γεμενετζής), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1989.


Πηγή alterthess

Η Σάρκωση και τα Μυστήριά της* (Θ. Παπαθανασίου)




---------------------------------------------

* Για τους φτωχούς (απελπισμένους, ξεχασμένους, εκμεταλλευόμενους, καταπιεσμένους, εξ ανάγκης μόνους, ανώνυμους, καταφρονημένους, σφαγμένους, ... ) όπου γης.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Άθεο εγκώμιο στη θρησκεία


του Μιχάλη Πάγκαλου


Ερνστ Μπλοχ, Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό. Για τη θρησκεία της Εξόδου και της Βασιλείας, Μετάφραση: Πέτρος Γιατζάκης, Αρτος Ζωής, 2019, Σελ. 587.


Η ηθική και πολιτική σημασία της Βίβλου

Όλος Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό,[1] του Ερνστ Μπλοχ (1885-1977), είναι ένας ύμνος στη Βίβλο. Πρόκειται για ένα πυρετικό εγκώμιο στον βιβλικό ανθρωπισμό, που προηγείται κάποιες χιλιάδες χρόνια σε σχέση με τον αναγεννησιακό. Το πρώτο πράγμα που εκπλήσσει τον αναγνώστη είναι ότι τα βιβλικά παραθέματα αποκτούν εδώ νέες και απροσδόκητες σημασίες. Παλιό κρασί σε νέα ασκιά. Ο Μπλοχ δεν χρησιμοποιεί τα παραθέματα αυτά, όπως κάνουν συχνά οι θεολόγοι, για έναν ανώδυνο και ψυχωφελή περίπατο από το ένα στο άλλο, αλλά τα εντάσσει στη συνολική του προβληματική, την προβληματική του ανθρώπου που οδυνάται. Ο Μπλοχ συγκρούεται με τις βεβαιότητές μας και ταράζει τα νερά της αυταρέσκειάς μας.

Χωρίς τον Αθεϊσμό στον χριστιανισμό, η Αρχή της ελπίδας (1954-1959), το μείζον έργο του Μπλοχ, μένει ακατανόητο. Ο πολιτικός φιλόσοφος Μπλοχ γνωρίζει ότι η φιλοσοφία από μόνη της δεν μπορεί να ζωοποιεί και να τρέφει την ελπίδα και ότι γι' αυτό χρειάζονται εξωφιλοσοφικές ηθικές πηγές. «Το humanum του Έγελου, γράφει, εξαφανίστηκε μέσα στο κράτος» (338). Σε αυτές τις ηθικές πηγές ανήκουν οι παγκόσμιες θρησκείες και η ίδια η Βίβλος, η ανθρώπινη καρδιά του δυτικού πολιτισμού.

Η «ουτοπία του ανθρώπου» που διατρέχει τη δυτική ιστορία δεν συλλαμβάνεται από τα προεκλογικά προγράμματα και τους επικοινωνιολόγους, γιατί προϋποθέτει αυτές τις μεγάλες ενοράσεις των ποιητών, των φιλοσόφων και των προφητών. Αντίθετα από τις εθνικές μυθολογίες, η Βίβλος είναι καθολική και παγκόσμια. Δεν εξυμνεί κάποιον εβραϊκό εθνικισμό, αλλά μιλά στην καρδιά του φτωχού και βασανισμένου πλάσματος, στους δυστυχισμένους και τους κατατρεγμένους. Αυτοί, και όχι οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, είναι οι μόνοι αληθινοί αναγνώστες της. Η καθολικότητα της Βίβλου, όπως κηρύχτηκε «έως εσχάτου της γης» από τον χριστιανισμό, συνίσταται στο ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει τις ιστορίες της δικές του.

Η Βίβλος, ως πυλώνας του ανθρωπισμού, της ισότητας και της δικαιοσύνης, αποτελεί πηγή έμπνευσης και για τους σύγχρονους δημοκρατικούς αγώνες. Η αποσύνδεση της Αριστεράς από τη βιβλική παράδοση την αποξενώνει από την ιστορικά δική της ηθική της θυσίας και την οδηγεί στον πιο αδιέξοδο δικαιωματισμό. Η αποκοπή συνολικά του δυτικού πολιτισμού από τη βιβλική και χριστιανική του πηγή τον οδηγεί στα σκοτάδια του ναζιστικού παγανισμού:

«Σε έναν κόσμο που έχει στραφεί ενάντια στη Βίβλο, οι άνθρωποι πηδούν με μεγάλη ευκολία πάνω από τις νεοπαγανιστικές πυρές της γερμανικής γιορτής Γιολ, διότι η ναζιστική καρικατούρα των Χριστουγέννων δεν έχει τίποτε να κάνει με το τέκνο εκ της ρίζης Ιεσσαί [σ.σ. εννοεί τον Χριστό]» (51).


Χριστός και άνθρωπος

Ο Μπλοχ σκέφτεται την ηθική και την πολιτική μαζί. Η ηθική είναι μέρος της εσχατολογίας, της «ερχόμενης βασιλείας». Ας ρητορεύουν κούφια και ας ξιφουλκούν οι ορθόδοξοι θεολόγοι εναντίον της ηθικής: δεν υπάρχει αληθινή θεολογία αν δεν συνδέεται με τη ζωή του φτωχού. Ο Χριστός είναι η ελπίδα των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων και των αναγκεμένων.

Όπως θαυμάσια εξηγεί ο συνομιλητής του Μπλοχ, Γιούργκεν Μόλτμαν, ο Μπλοχ αντλεί από τη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ για να διατυπώσει μια μαρξιστική κριτική της θρησκείας, που είναι όμως «ανθρωπολογικά χρωματισμένη από μια “θρησκευτική” προοπτική» («Τι είναι η θεολογία σήμερα», Αρτος Ζωής, 2008, σ. 126). Η θρησκευτική αυτή προοπτική είναι αλληλένδετη με την ουτοπία και τη δικαιοσύνη. Ο Μόλτμαν γράφει, επί παραδείγματι, ότι η «έσχατη κρίση» είναι «το πιο θαυμάσιο πράγμα που μπορεί να κηρυχθεί στους ανθρώπους», διότι:

«Είναι πηγή άπειρης χαράς να ξέρουμε ότι οι φονιάδες […] δεν θα θριαμβεύσουν τελικά πάνω στα θύματά τους» («Ο ερχόμενος Θεός», Αρτος Ζωής, 2013, σ. 355).

Ο Χριστός είναι η ελπίδα που πρέπει να «εκδιπλωθεί πλήρως» (334). Για τον Πλάτωνα, τα πάντα ήταν «πλήρη θεών». Για τον Μπλοχ όμως ο χριστιανισμός είναι αθεϊσμός ως προς το κλειστό αρχαίο κοσμοείδωλο. Οι θεοί του αρχαίου κόσμου είναι είδωλα, θεοί της δύναμης και της έλλειψης ελπίδας. Η δημοκρατική Αθήνα αποτελεί μονάχα ένα ξέφωτο σε ένα δάσος σκλαβιάς και υποδούλωσης. Ο άρρωστοι, οι φτωχοί και οι ξένοι δεν είχαν καμία ελπίδα μέσα σε αυτόν τον παγανιστικό κόσμο της φυλής και της δύναμης. Η πιο σημαντική ιδέα της σύγχρονης κοινωνίας είναι η ιδέα της καθολικής περίθαλψης, του δημόσιου νοσοκομείου.

Μπορεί ο σκοτεινός Χάιντεγκερ να λάτρευε τη Μοίρα, αλλά στον κόσμο της μοίρας, ο φτωχός θα είναι παντοτινά φτωχός και ο σκλάβος παντοτινά σκλάβος. Χωρίς Θεό, το ανθρώπινο γένος θα ήταν παντοτινός σκλάβος του θανάτου. Ο Χριστός «ηχμαλώτευσεν [την] αιχμαλωσίαν» του θανάτου (Εφ, 4:8). Η απελευθέρωση των ανθρώπων από τον θάνατο είναι η πηγή κάθε αληθινής απελευθέρωσης και επανάστασης. Ο Χριστός είναι λυτρωτής επειδή κατεβαίνει ώς τα απώτατα βάθη της ανθρώπινης οδύνης και αδυναμίας, για να μη χαθεί ο άνθρωπος. Είναι όμως και απελευθερωτής, αφού, ως νικητής του Άδη, «συνέτριψε μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων» (Ακολουθία του Πάσχα). Ποιος μπορεί να αγαπήσει τους ανθρώπους όπως ο Χριστός;


Πρόκληση για τη θεολογία και τη φιλοσοφία

Ο «Αθεϊσμός στον χριστιανισμό» αποτελεί πρόκληση για έναν συνολικό επαναπροσανατολισμό της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης. Ό,τι και αν φρονούν οι «υψηλόφρονες», οι άνθρωποι ξέρουν ότι ο κόσμος είναι αλύτρωτος, γεμάτος βάσανα, αρρώστια και θάνατο. Θρησκεία σημαίνει ελπίδα. Αντίθετα από τον Καστοριάδη, ο Μπλοχ ξεδιψά στις ουτοπικές πηγές της θρησκείας: «Η θρησκεία είναι πλήρης ουτοπίας, και η ουτοπία αποτελεί την πιο κεντρική πτυχή της» (502).

Γι' αυτόν τον κομμουνιστή της αγάπης, η ουτοπία της ακτημοσύνης έγινε πραγματικότητα στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της εντατικής αναμονής της βασιλείας του Θεού και των κοινών γευμάτων («αγάπες»). Το αγαπημένο βιβλίο του Μπρεχτ, μας πληροφορεί ο Μπλοχ, ήταν η Βίβλος. Το αγαπημένο βιβλικό χωρίο του Μπλοχ θα πρέπει να ήταν το 4:32 των Πράξεων: «ην αυτοίς άπαντα κοινά». Βιβλική Αριστερά. Χριστιανικός κομμουνισμός. Εν αγάπῃ κοινοκτημοσύνη.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι ο Μπλοχ υπογραμμίζει το μεγαλείο αλλά ταυτόχρονα παραβλέπει τους κινδύνους του μεσσιανισμού, ενώ η άρνησή του να σκεφτεί την υπερβατικότητα του Θεού ως προϋπόθεση της αγιότητας του ανθρώπου περιορίζει αφενός την ουτοπία στη σφαίρα της γνώσης ή/και της «μυθικής επιθυμίας» και διατρέχει αφετέρου τον κίνδυνο μιας αυτολατρείας του ανθρώπου. Η αγάπη ως δώρημα του Θεού, η χάρις, λείπει από τη σκέψη του Μπλοχ. Ξέρουμε όμως ότι το ανθρώπινο χαρακτηρίζεται από μια ιδρυτική έλλειψη. Χωρίς τη θεϊκή συνδρομή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πηδήξει έξω από τη σκιά του.

Η επίκληση αυτών των υπαρκτών, για τη σκέψη του Μπλοχ, ελλειμμάτων και κινδύνων δεν αρκεί, ωστόσο, για να απομειώσει τη μεγάλη αξία και σημασία της. Είμαστε σίγουροι λοιπόν ότι το σπουδαίο αυτό και ανατρεπτικό για τις βεβαιότητές μας βιβλίο θα εξακολουθήσει να διαβάζεται όσο υπάρχουν άνθρωποι που με θέρμη αναζητούν την ελπίδα. Όπως λέει ο ίδιος ο Μπλοχ για τον Χριστό: «Αυτή η ψυχή δεν μπορεί να χαθεί και η ελπίδα που αυτή η ψυχή εμπνέει δεν θα καταλυθεί ποτέ» (363).

------------
[1]. Ευχαριστώ θερμά τον Σταύρο Ζουμπουλάκη για τις πολύτιμες επισημάνσεις του.



Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Η ΤΙΝΑ της «γνήσιας αριστεράς» – και η χρεωκοπία της


του Άκη Γαβριηλίδη


Ο Λουί Αλτουσέρ παρατηρούσε κάπου ότι οι κομμουνιστές έχουν αναπτύξει τρομερά εκλεπτυσμένα θεωρητικά εργαλεία για την ανάλυση της πολιτικής και της ιστορίας, αλλά συχνά ξεχνάνε να εφαρμόσουν οι ίδιοι αυτά τα εργαλεία στη δική τους πρακτική.

Νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για αυτό το ξέχασμα από έναν τύπο λόγου που έχει αναπτυχθεί, και επιβληθεί ως αυτονόητος με τη δύναμη της συνήθειας, στο εσωτερικό της ελληνικής «γνήσιας αριστεράς»· κατ’ αυτόν, για κάθε πολιτική εξέλιξη, ιδίως για την άνοδο δεξιών κομμάτων στην εξουσία, πάγια αιτία είναι η όχι αρκετά αριστερή πολιτική των μη δεξιών κομμάτων. Μία παραλλαγή αυτής της «ερμηνείας» είναι το: «όταν η αριστερά ασκεί την πολιτική της δεξιάς, τότε ο κόσμος προτιμά την πραγματική δεξιά». Μόνο τα τελευταία ένα-δύο χρόνια, έχω δει να χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα από κατά τα άλλα σοβαρούς ανθρώπους για να ερμηνεύσει διάφορες συναφείς εξελίξεις, από την άνοδο της AfD στη Γερμανία (στη βάση τού ότι «η Μέρκελ υιοθέτησε τη λογική της» και ξεπεράστηκε) μέχρι την εκλογή τού Τραμπ στις ΗΠΑ (λόγω της «αποτυχίας» τού Ομπάμα) ή του Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ο ίδιος generator να τεθεί σε λειτουργία για να ερμηνεύσει την πρόσφατη επικράτηση της ΝΔ στην Ελλάδα.

Η αιτιολόγηση αυτή για την ακρίβεια είχε προταθεί ήδη προκαταβολικά, προ των εκλογών, από έναν άνθρωπο που έχει κάνει στη ζωή του ίσως τόσα όσα κανένας άλλος για τη διάδοση του έργου τού Αλτουσέρ στην Ελλάδα, τον Γιάννη Μηλιό:

βασικός υπεύθυνος για την άνοδο της ΝΔ και τη συνολική στροφή του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά, όπως αυτή καταγράφηκε στις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και, περίπου με τα ίδια λόγια, από την πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ Φώφη Γεννηματά.

Μετεκλογικά, βλέπουμε την ίδια εξήγηση να φιγουράρει στην «Πρώτη ανακοίνωση για το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιούλιου [sic]» του ΝΑΡ:

Βασική αιτία για τη διαμόρφωση αυτού του νέου συντηρητικού πολιτικού σκηνικού είναι η κατάληξη του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, που ευτέλισε την έννοια της αριστεράς στις λαϊκές συνειδήσεις, ο οποίος στην πράξη επανάφερε τη ΝΔ σε ρόλο πρώτου βιολιού στην αστική πολιτική ορχήστρα, νομιμοποιώντας την στις συνειδήσεις χιλιάδων ανθρώπων μέσα από την πολιτική του «δεν υπάρχει εναλλακτική»

(τα έντονα στοιχεία στο πρωτότυπο).

Χωρίς να έχω ψάξει λεπτομερώς, είμαι σίγουρος ότι η ίδια ερμηνεία θα κυριαρχεί στους απολογισμούς τού ΚΚΕ, των διάφορων μ-λ, καθώς και των αναρχικών, με τις κατάλληλες προσαρμογές λεξιλογίου κάθε φορά (π.χ. στην τελευταία περίπτωση η παρέκκλιση των λαϊκών μαζών από τον ορθό δρόμο ονοματίζεται κυρίως με τη λέξη-φετίχ που κυριαρχεί στον χώρο αυτό, την επαίσχυντη «ανάθεση»).

Από λογική άποψη, ο ισχυρισμός αυτός δεν αντέχει σε στοιχειώδη έλεγχο και νομίζω ότι υποτιμά τη νοημοσύνη όσων τον προβάλλουν. Επιπλέον, καθώς αφορά ένα φαινόμενο κατεξοχήν ποσοτικοποιημένο για το οποίο διαθέτουμε πλήθος μετρήσεων, είναι επίσης εύκολα ελέγξιμος εμπειρικά. Και από έναν τέτοιον έλεγχο προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα: δεν στέκει με τίποτα.

Όσον αφορά το πρώτο: ο συλλογισμός αυτός έχει ως λογική προϋπόθεση μία κοινωνιολογίζουσα ουσιοκρατία· βασίζεται δηλαδή στην υπόθεση ότι υφίστανται «αυθορμήτως» κάποιες «λαϊκές συνειδήσεις», οι οποίες φυσικώ τω τρόπω αναμένεται να αναγνωρίζονται στην αριστερά και να εκπροσωπούνται απ’ αυτή, (τη «γνήσια» προφανώς αριστερά, όχι την ψευδή), όπως ο άνθρωπος του Ρουσσώ στη φυσική του κατάσταση ρέπει προς την αγαθότητα· όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην εξωτερική παρέμβαση διεφθαρμένων πολιτικών θεσμών που παρασύρουν αυτόν τον «άνθρωπο» ή αυτές τις «λαϊκές συνειδήσεις» να σκέπτονται και να ενεργούν παρά φύσιν.

Περιττό να επαναλάβουμε, η ουσιοκρατία αυτή είναι επίσης ιδεαλιστική, διότι βασίζεται σε μία διαλεκτική «γνησιότητας» και «ψευδότητας» ακριβώς ίδια με εκείνη που χειρίζεται ο ελληνικός εθνικισμός σε σχέση με την μακεδονικότητα: για να κριθεί κανείς πραγματικά αριστερός δεν αρκεί να αυτοπροσδιορίζεται έτσι ο ίδιος και να προσδιορίζεται έτσι από όλη την υπόλοιπη υφήλιο· όχι. Πραγματικά αριστερός είναι μόνο όποιος πληροί τις προδιαγραφές τού εκάστοτε ομιλούντος. Δηλαδή στην πράξη ο εαυτός του και η γκρούπα του.

Σε όλη αυτή την θεολογία της αντιστοίχισης ουσιών και φαινομένων που αυτοανακηρύσσεται «ταξική ανάλυση», είναι φανερό ότι ξεχνιέται αυτό που συνιστά τον κεντρικό πυρήνα κάθε υλιστικής ανάλυσης: ότι η πολιτική είναι συνάντηση δυνάμεων, η οποία συνάντηση είναι πρωταρχικά ενδεχομενική όπως πολύ ορθά λέει ο ίδιος ο τίτλος τού εξαιρετικού πρόσφατου βιβλίου στο οποίο ο Μηλιός αναλύει ιστορικά τη γένεση του καπιταλισμού.

Ας δούμε εν προκειμένω τι πρακτικά μας λέει η εξήγηση αυτή. Έχουμε εδώ ένα φαινόμενο κατά το οποίο η ΝΔ παίρνει 39,8, ο ΣΥΡΙΖΑ 31,5, το ΚΚΕ 5,3 και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ 0,4%. Πώς είναι δυνατό να λέμε με σοβαρότητα ότι τα ποσοστά αυτά τα προκάλεσε, στο πλαίσιο μιας γραμμικής αιτιότητας, η «δεξιά στροφή τού ΣΥΡΙΖΑ»; Πώς αυτή η στροφή «έστειλε τον κόσμο στη δεξιά»; Και πρώτα απ’ όλα, ποιον κόσμο έστειλε; Υπήρχαν κάπου κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι αγωνίζονταν κοινωνικά και ψήφιζαν –ή ήταν έτοιμοι να ψηφίσουν- πιο ριζοσπαστικά κόμματα, αλλά μεσολάβησε ως άλλος όφις η «πολιτική τού ΣΥΡΙΖΑ» και τους ηπάτησε; Σε ποια εκλογική περιφέρεια, ποιοι, ποιος το διαπίστωσε αυτό και πώς;

Πριν κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ό,τι κάνει, ούτε το ΝΑΡ, ούτε το ΚΙΝΑΛ, ούτε κανείς άλλος από όσους κλαίγονται για αυτόν τον «ευτελισμό» τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά με τις «λαϊκές συνειδήσεις». Από άποψη τόσο εκλογικής, όσο και γενικότερης απήχησης, ήταν πάνω-κάτω στο ίδιο σημείο, ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε πολύ χειρότερο. Πώς είναι λοιπόν δυνατό ο «ευτελισμός» που διενήργησε ο ΣΥΡΙΖΑ να τον οδηγήσει, στην καθεμιά από τέσσερις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, να πάρει πολλαπλάσια ποσοστά απ’ ό,τι είχε πάρει σε όλες τις προηγούμενες μαζί, και από την άλλη να διατηρήσει σταθερά ή και μειωμένα τα ποσοστά των «γνήσιων αριστερών»; Ένα τέτοιο παράδοξο μόνο μία πιθανή εξήγηση μπορεί να έχει: ότι οι «λαϊκές συνειδήσεις» αδιαφορούν για την «γνήσια» αριστερά (πράγμα λοιπόν που διαψεύδει την βασική υπόθεση περί «αυθόρμητης» προτίμησης των μαζών ή των εργαζομένων τάξεων προς αυτήν). Διότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως αριστερός αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν πραγματικά, τότε το εύλογο θα ήταν, ο κόσμος που απογοητεύτηκε από αυτή την αναντιστοιχία να στραφεί σε άλλους που, αυτοί, να είναι. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβη. Μόνο με μία πρόχειρη ματιά στην εκλογική αριθμητική, είναι προφανές ότι ο κόσμος που «πήγε στη δεξιά» και της έδωσε αυτό το 40%, δεν ήταν απογοητευμένοι αριστεροί· εξάλλου αυτό θα ήταν παράλογο. Ήταν άνθρωποι συντηρητικοί, οι οποίοι τρόμαξαν από την «αταξία», την «μεταναστολαγνεία», το νόμο Παρασκευόπουλου, το «ξεπούλημα της Μακεδονίας μας (τους)», άνθρωποι οι οποίοι σε προηγούμενες εκλογές είχαν ψηφίσει ως επί το πλείστον Χρυσή Αυγή, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων, ενδεχομένως και ΣΥΡΙΖΑ αλλά χρησιμοθηρικά, χωρίς να προσχωρήσουν ιδεολογικά στην αριστερά (όπως οι περισσότεροι ψηφοφόροι του του 15 άλλωστε). Οι άνθρωποι αυτοί τώρα έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ –ή δεν πήγαν σε αυτόν- όχι επειδή δεν ήταν επαρκώς αριστερός για τα γούστα τους, αλλά επειδή ήταν υπερβολικά αριστερός.

Αλλά αυτόν τον κόσμο, οι γνήσιοι αριστεροί έχουν εκ προοιμίου παραιτηθεί από οποιαδήποτε φιλοδοξία να τον μετασχηματίσουν και να τον κερδίσουν με το μέρος τους. Έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι μπορούν να συνομιλήσουν μόνο με τον μικρόκοσμό τους. Στην ανακοίνωση του ΝΑΡ, οι συντάκτες δεν παραγνωρίζουν φυσικά ότι εκλογικά συνετρίβησαν, όπως άλλωστε συμβαίνει κάθε άλλη φορά από τότε που υπάρχουν –τώρα ακόμα χειρότερα. Αρνούνται όμως στρουθοκαμηλικά να αναρωτηθούν γιατί συνέβη αυτό, μήπως κάτι δεν πάει καλά με τη βασική τους γραμμή σκέψης, και απλώς υποδεικνύουν μεγαλοφώνως στους εαυτούς τους «ανοικτότητα», «τόλμη», «σκέψη» και άλλα ηχηρά παρόμοια, τα οποία όμως το πολύ πολύ φτάνουν μέχρι τον «κόσμο του κινήματος και της αριστεράς», δηλαδή αυτόν που ήδη αγωνίζεται με την αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά για ακατανόητους λόγους δεν την ψηφίζει!

ως ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλουμε να αναμετρηθούμε ανοικτά και τολμηρά με το ερώτημα γιατί ο κόσμος του κινήματος και της αριστεράς που στηρίζει και αγωνίζεται με την αντικαπιταλιστική αριστερά στο κίνημα, στα μέτωπα πάλης, στις αρχαιρεσίες των σωματείων, στις δημοτικές/περιφερειακές εκλογές, δεν μας αναγνωρίζει ως αυτοτελή πολιτική δύναμη ικανή να εκφράσει τα συμφέροντά του συνολικά απέναντι στο κεφάλαιο, το κράτος και τις κυβερνήσεις του.

Προσωπικά, τους εύχομαι κάθε επιτυχία σε αυτήν την αναμέτρηση με το ερώτημα. Θα τους δώσω όμως και ένα hint από τη μεριά μου για να τους βοηθήσω στην αναζήτηση: πιθανός λόγος για αυτή την αναντιστοιχία, για το γεγονός ότι ο κόσμος που αγωνίζεται, και πολύ περισσότερο εκείνος που δεν αγωνίζεται (ακόμα/ πλέον/ ανά πάσα στιγμή), δεν τους αναγνωρίζει, είναι ακριβώς το ότι αυτός ο κόσμος δεν θέλει κάποιον που να τον «εκφράζει συνολικά». Οι συνολικότητες τον απωθούν και τον τρομάζουν. Και προτιμά το μη Όλον, τις μερικότητες.

Και αυτό, πιο πρακτικά, σημαίνει το εξής: ότι είναι άσφαιρη και αδιέξοδη η τακτική που ακολουθεί όποιος επιλέγει να στρέψει τα πυρά του σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στην πλησιέστερη/ σχετικά ισχυρότερη δύναμη της αριστεράς, καταγγέλλοντάς την ως όχι επαρκώς αριστερή. Αυτό δεν γοητεύει κανέναν, ούτε πείθει κανέναν πέρα από τους ήδη πεισμένους.

Δεν είναι λοιπόν μονόδρομος η θεωρία –και η πρακτική- να καταγγέλλουμε άλλους αριστερούς ότι στέλνουν τον κόσμο στη δεξιά. There are alternatives to that.


Πηγή Nomadic universality 

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών



Περιμένοντας τα «ποιοτικά» στοιχεία που αφορούν την κοινωνική «ανθρωπογεωγραφία» της ψήφου, καταθέτουμε πρόχειρα ορισμένες σκέψεις για τα εγχώρια αποτελέσματα των ευρωεκλογών, ενόψει της επερχόμενης «εθνικής» αναμέτρησης:

α) Για να ανατρέξουμε στις φεντεραλιστικές εμμονές μας, πάλι, ως είθισται, συζητήθηκε λίγο το στρατηγικό και γεωγραφικό βάθος που μπορεί να συνεισφέρει η υπερεθνική και διεθνική διάσταση (σε ζητήματα που αφορούν τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του ευρωκοινοβουλίου, την περαιτέρω πολιτική ενοποίηση, το μεταναστευτικό και προσφυγικό, τις αποκλίσεις στην αναπτυξιακή δυναμική, τις φορολογικές κλίμακες και τις μισθολογικές απολαβές, τη θεσμοποιημένη λιτότητα, την οικολογική μετάβαση, την ανεργία των νέων και όχι μόνο, τα δυσμενή δημογραφικά δεδομένα, τη διαχείριση της «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», την όξυνση πολυειδών ανισοτήτων, την περιστολή ή υπεράσπιση και διεύρυνση δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και ελευθεριών, την απαξίωση της γραφειοκρατικής-τεχνοκρατικής διαχείρισης, την ουσιαστική απουσία συμμετοχής, νομιμοποίησης και ελέγχου των επίσημων θεσμών παραγωγής πολιτικής (βλ. «κρίση αντιπροσώπευσης ή εκπροσώπησης», μολονότι δεν μας αρέσει ο όρος), τη συλλογική διαχείριση των δημοσίων χρεών (και όχι μόνο), τους μηχανισμούς, το εύρος και την έκταση της μετακύλισης βαρών και της εσωτερικής αναδιανομής πόρων, τη θέση και την προοπτική της ΕΕ ως πολιτικής υπόστασης -ως συνομοσπονδίας κρατών με ορισμένα άτυπα ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά- στον διεθνή καταμερισμό δύναμης και επιρροής, κτλ.). Στον βαθμό που ορισμένα από τα θέματα αυτά «άνοιξαν», τούτο έγινε με ρηχό και αόριστο τρόπο (ένας θολός «προοδευτισμός» εναντίον του «επελαύνοντος και επάρατου νεοφιλελευθερισμού» και της έξαρσης των «εθνικισμών») ή από φυγόκεντρες προσεγγίσεις («λιγότερη ΕΕ, άρα λιγότερες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές και ανάκτηση βαθμών εθνικής κυριαρχίας»). Μικρό το κακό, θα πείτε, αφού αυτά τα θέματα έφυγαν από την ημερήσια διάταξη από την εποχή του Σπινέλι και του Ντελόρ και επιπλέον μοιάζουν να μη συγκινούν «τους πολλούς» (ειδικότερα στη χώρα μας).

β) Τα αποτελέσματα ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενα, μολονότι η έκταση της νίκης μας εξέπληξε. Υπήρχε διάχυτη η εντύπωση ότι ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα ήταν πρώτος -ή πολύ κοντά- σε πολλούς γνωστούς μας [όχι μονάχα μεταξύ υποστηρικτών του ή φίλα προσκείμενων σε αυτόν, αλλά εν γένει μεταξύ αριστερών με την ευρύτερη δυνατή έκταση της έννοιας*], οι οποίοι πόνταραν στην επικοινωνιακή υπεροχή του πρωθυπουργού έναντι του βασικού αντιπάλου του, αλλά και στην «πανθομολογούμενη» αναξιοπιστία των δημοσκοπήσεων. Αυτή η διακινούμενη φιλολογία διαψεύστηκε παταγωδώς. Οι καταγραφόμενες στη μακρά διάρκεια τάσεις των δημοσκοπήσεων δικαιώθηκαν σχετικά, στερώντας την καραμέλα της αλά καρτ «αναξιοπιστίας» τους. Πρόκειται αναμφιβόλως για εκλογικό θρίαμβο της κατεξοχήν «αστικής» παράταξης, του συντηρητικού-φιλελεύθερου κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Φαίνεται ότι η τακτική συμπόρευση μιας φιλελεύθερης-εκσυγχρονιστικής ατζέντας με μια παραδοσιακότερη συντηρητική δεξιά (η οποία, στη χώρα μας, συνοδεύεται πάντοτε με μια εσάνς «ρεβανσισμού») αποδίδει. Η ΝΔ, αντίστοιχα με τον ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2011-2012, κινήθηκε έξυπνα από τακτική σκοπιά στο «μακεδονικό», όσον αφορά το βραχυμεσοπρόθεσμο εκλογικό της όφελος, σπεύδοντας να μετατοπίσει τις θέσεις της προκειμένου να εγκολπωθεί τη διαμαρτυρία ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας και να αντλήσει εκλογικά οφέλη από αυτήν. Η δυσαρέσκεια από την ασκούμενη πολιτική αναμενόμενα την ενίσχυσε, αποκτώντας πλέον δυναμική νίκης με το αποτυπωμένο αποτέλεσμα (αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει όχι να ανατρέψει, αλλά να μειώσει εντυπωσιακά τη διαφορά σε τόσο σύντομο διάστημα, θα πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός). Επιπλέον, είναι πιθανό ότι, λόγω του διπολισμού, καρπώθηκε τμήμα του δυσαρεστημένου φιλελεύθερης απόχρωσης κέντρου. Ενδεχομένως να έχουν μικρή σημασία αυτές οι διαστάσεις, αλλά προγραμματικά ο λόγος της παραμένει ασαφής και η επικοινωνιακή της στρατηγική όλο αυτό το διάστημα ήταν μάλλον αδύναμη.

γ) Αντίστροφα, πρόκειται για ηχηρή ήττα της Αριστεράς και σαφή αποδοκιμασία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τόσο από τη σκοπιά των «περιεχομένων» (βλ. τρίτο μνημόνιο, υπερφορολόγηση, «Συμφωνία των Πρεσπών», επιδοματική πολιτική ως υποκατάστατο «παράλληλου προγράμματος», άτολμες ή αδέξιες απόπειρες θεσμικών τομών και μεταρρυθμίσεων), όσο και του «ύφους» της (ο ιδιότυπος «καθεστωτισμός» με το ανισόρροπο μείγμα προχειρότητας, τυχοδιωκτισμού, κυνισμού, ιδεοληψίας, αυταρχισμού, αγαρμποσύνης και διαχειριστικής ανεπάρκειας). Οι δυσκολίες, τα στενά περιθώρια και η απειρία ήταν δεδομένα και αναμενόμενα ως εμπόδια ή ελαφρυντικά, όπως και το ότι, στην κοινοβουλευτική πολιτική, ο μόνος τρόπος να μάθει κάποιος να κυβερνά, είναι ενόσω ακριβώς ασκείται στη διακυβέρνηση και δη στις εύθραυστες ισορροπίες και τη συχνά άχαρη διαχείριση των δημοσιονομικών μεγεθών. Εντούτοις, η σχετική συγκράτηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να ενισχύει την εκτίμηση ότι, καλώς ή κακώς, «ήρθε για να μείνει», εδραιωνόμενος μέχρι νεωτέρας ως ο κυρίαρχος παίκτης στον «προοδευτικό πόλο» του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Παρομοίως, ο πρωθυπουργός δεν έχει απολέσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της υπεροχής του (εξαίρετος –καίτοι συχνά κοντόφθαλμος- «τακτικισμός», «λαϊκότητα» [ενίοτε εν είδει «δημοκρατικής αμορφωσιάς», που τον διακρίνει όμως κοινωνιολογικά από τους αποφοίτους ιδιωτικών πανεπιστημίων του εξωτερικού], επικοινωνιακή άνεση εμφανής στις μετωπικές αντιπαραθέσεις στη βουλή, μια ορισμένη «φρεσκάδα» σε σχέση με πιο έμπειρους πολιτικούς). Εν ολίγοις, φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί τις προϋποθέσεις συνολικής ανάκαμψης σε μεταγενέστερο εκλογικό κύκλο.

δ) Παρατηρείται επίσης η συγκράτηση έως ήπια υποχώρηση των ποσοστών των υπολοίπων. Σε μάλλον ευχάριστα νέα, η τρίτη θέση πήγε στους Κοινωνικούς δημοκράτες, που όμως επανήλθαν στα ποσοστά που είχαν πριν τη δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ (δηλ. στο «όλον ΠΑΣΟΚ» του 2014), δίχως να διαφαίνονται προς το παρόν προοπτικές περαιτέρω ανόδου. Παρομοίως, είδαμε τη νωθρή επίδοση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο παρουσίαζε δημοσκοπικά μία άνοδο κατά τα έτη 2016-2017, ενώ υποχώρησε σε γνώριμα μεν, χαμηλότερα από το 2014 δε, ποσοστά. Έκπληξη δεν αποτέλεσε η σημαντική πτώση του ποσοστού των «Εθνιστών», οι οποίοι φαίνεται πως έχουν «πίσω» τις καλύτερες εκλογικές τους μέρες (ωστόσο, εξακολουθούν να έχουν διεισδυτικότητα σε δυναμικά στρώματα και μικρότερες ηλικιακές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, γεγονός βέβαια γνωστό και εξακριβωμένο), και ενδεχομένως υπέστησαν διαρροές σε επίπεδο ψηφοφόρων από το όψιμο εθνικο-συντηρητικό μόρφωμα της Ελληνικής Λύσης, που πραγματοποίησε δυναμική είσοδο στο προσκήνιο – μένει να φανεί αν θα έχει διάρκεια. Συμπαθητική καταγραφή για τον «προοδευτικό ευρωμεταρρυθμισμό» του ΜΕΡΑ. Ο αμφιλεγόμενος Γιάνης Βαρουφάκης είναι ο λιγότερο φθαρμένος –και κατά τη γνώμη μας ο λιγότερο γραφικός– από τους αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ που διεκδίκησαν κάποιου είδους ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή (βλ. Λαϊκή Ενότητα, Πλεύση Ελευθερίας).

ε) Είχαμε επίσης την καθήλωση σε χαμηλές πτήσεις ή την οιονεί εξαΰλωση πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι γεννήθηκαν και άκμασαν στην κρίση και ευνοήθηκαν ή επιδίωξαν να επωφεληθούν από την αναμόρφωση του κομματικού συστήματος κατά τη ρευστή περίοδο 2010-2015 (βλ. Ποτάμι, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Ένωση Κεντρώων, Δημιουργία Ξανά, όπως και των προαναφερθέντων ΛΑΕ και ΠΕ, ενώ άλλοι –όπως φερειπείν η Δημοκρατική Αριστερά, η οποία συμπορεύτηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ, και ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός– είχαν φθαρεί νωρίτερα).

στ) Στα υπόλοιπα, η ισότητα της ψήφου οδήγησε στο να δούμε κάποιες παράξενες, τραγελαφικές ή χαριτωμένες μάχες: η «αντικαπιταλιστική, επαναστατική αριστερά» υποσκέλισε τον «αντι-ιμπεριαλιστικό λαϊκομετωπισμό» της ΛΑΕ, η οποία κατάφερε να νικήσει τους ακόλουθους του υπόδικου και καταδικασθέντος Αρτεμάκη Ψώρρα, ενώ όλους αυτούς κατά τα φαινόμενα τους προσπέρασαν το ιδιόμορφο φιλελεύθερο κόμμα του Θάνου Τζήμερου και ο νεοπαγής σχηματισμός του απερχόμενου δημάρχου Μαραθώνα.

* Κάνοντας εν προκειμένω λόγο για αριστερούς, περιλαμβάνουμε εξίσου κάποια δείγματα από τον ελευθεριακό χώρο, όπως και ευρύτερο κόσμο που δεν είναι πολιτικά ενταγμένος, αλλά έχει μια «χαλαρή» αριστερή αυτοσυνείδηση. Λοιπόν, τι συνέβη; Όλοι τείνουμε να προβάλλουμε τις επιθυμίες ή τους φόβους μας στην ανάγνωση μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων και ενδεχομένων. Επιπλέον, ο στενός κοινωνικός περίγυρος τείνει να ανατροφοδοτεί θετικά την κοσμοεικόνα και την αυτοαντίληψή μας, με αποτέλεσμα να χάνεται η εποπτεία ευρύτερων συναφειών, υποβοσκουσών τάσεων και κυοφορούμενων δυναμικών. Πέραν αυτής της τετριμμένης ανθρωπολογικής παρατήρησης, η έφεση των εν ευρεία εννοία αριστερών προς την αστοχία σχετίζεται ενδεχομένως με τα ιδιαίτερα κοινωνικο-οικονομικά [βλ. ταξική διαστρωμάτωση, διάρθρωση της παραγωγής, οργάνωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κτλ.], πολιτισμικά και δημογραφικά δεδομένα της χώρας και δη με όσα εξ αυτών συμβάλλουν στην ίδια την αναπαραγωγή του εν ευρεία εννοία αριστερού λόγου. Κατά την άποψή μας, ένα καλό της εκλογικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ –όχι το μοναδικό και ενδεχομένως ούτε το σημαντικότερο– συνίσταται στο ότι, δρώντας εκ των πραγμάτων ως μεγεθυντικός φακός, ανέδειξε τα όρια, τους όρους και τους τρόπους της παραγωγής αριστερού πολιτικού λόγου – εν ολίγοις, το άσκεπτο των ποικίλων εκδοχών αριστεράς στην Ελλάδα.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί: Μια απόπειρα αποκαθήλωσης των ειδώλων της Αριστεράς


του Keunermann


Το Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί: Διανοούμενοι της νέας αριστεράς αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή της παλαιότερης πολεμικής του Roger Scruton σε μια σειρά από θεωρητικούς, στο έργο των οποίων αναφέρονται, εμπνεόμενοι απ’ αυτό, πλείστοι αριστεροί ακτιβιστές, φοιτητές και διανοούμενοι ως τις μέρες μας.

Ο Roger Scruton [1944- ] είναι ίσως ο επιφανέστερος Εγγλέζος συντηρητικός διανοούμενος των τελευταίων δεκαετιών (πολύ πρόσφατα μάλιστα βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα λόγω αμφιλεγόμενων δηλώσεών του). Στα ελληνικά κυκλοφορούν μεταξύ άλλων η συνοπτική εισαγωγή του στη σκέψη του Spinoza και το συλλογικό έργο Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο οποίο είχε συγγράψει το κεφάλαιο που καλύπτει την «ηπειρωτική» φιλοσοφία από τον Fichte ως τον Sartre. Ήδη σε εκείνο το έργο διακρίνονταν το πνευματώδες ύφος γραφής και η τάση προς τη σκιαγράφηση του γενικού περιγράμματος εις βάρος της ανάδειξης των διαφορών και της εστίασης στις λεπτομέρειες και την προσίδια φυσιογνωμία του κάθε έργου.

Η βασική θέση του ανά χείρας πονήματος –το οποίο αποτελεί επανεπεξεργασμένη και ενημερωμένη εκδοχή παλαιότερης μελέτης του συγγραφέα–, είναι ότι η άνευ όρων, παθιασμένη στράτευση των υποστηρικτών της αριστεράς στο ιδεώδες της ισότητας (ή της δικαιοσύνης, της χειραφέτησης, της επανάστασης, κτλ.) ευθύνεται για πολλά απ’ τα προβλήματα, τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, όλοι οι εδώ εξεταζόμενοι διανοούμενοι, όπως εν γένει οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ιδεών της «Αριστεράς» και όσοι διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στις απόψεις της, ενστερνίζονται άμεσα ή έμμεσα τούτο το αντικαπιταλιστικό μένος, την αρνητικότητα, την τάση προς ολοποιούσες γενικεύσεις, την αποδόμηση όλων των εκφάνσεων του υπάρχοντος, την καχυποψία –εάν όχι τη φανερή εχθρότητα ή περιφρόνηση– προς τους θεσμούς του κράτους δικαίου, κτλ. Οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς είναι, άμεσα ή έμμεσα, υποστηρικτές της παλαιάς ατζέντας του επαναστατικού μετασχηματισμού των αστικών κοινωνιών, η οποία έμοιαζε να έχει βγει εκτός της ημερήσιας διάταξης την επαύριον του 1989. Το βιβλίο διαπνέεται λοιπόν από πολεμικό τόνο, καθώς επιδίδεται στην προσπάθεια αποκαθήλωσης των ινδαλμάτων της κομμουνιστογενούς διανόησης. Αυτό συντελεί ενίοτε στον απολαυστικό χαρακτήρα του ως αναγνώσματος, πλην όμως μαρτυρά τη συνήθη αστοχία του ως προς τα περιεχόμενα. Πέραν της ρητής ή λανθάνουσας ανατρεπτικής απόβλεψης, το χαρακτηριστικό που μοιράζονται οι περισσότεροι από τους κρινόμενους είναι η έφεσή τους προς τη συσκότιση, τη σύγχυση, τον δυσνόητο τρόπο γραφής και την παραγωγή κρυπτικών θεωριών στα όρια της ακαταληψίας και της ανοησίας, προκειμένου να προωθήσουν ακριβώς την ευόδωση του ιδεολογικο-πολιτικού τους σχεδίου. Ο Scruton θεωρεί πως έχουμε ως επί το πλείστον να κάνουμε με αγύρτες, οι οποίοι μασκαρεύουν με σύνθετες θεωρητικές αποφάσεις και εικοτολογίες τις κόκκινες ιερεμιάδες τους.

Οι διανοούμενοι που εξετάζονται καλύπτουν ένα ευρύ γεωγραφικό, φιλοσοφικό και θεωρητικοπολιτικό φάσμα, από τον μαρξισμό ίσαμε το εκλαμβανόμενο ως «μεταμοντέρνο», από την παριζιάνικη διανόηση ίσαμε την αμερικανική φιλελεύθερη αριστερά, με αρκετές διαβαθμίσεις και παρακάμψεις στη διαδρομή. Από τις σελίδες του βιβλίου προελαύνουν οι θεωρητικές επεξεργασίες των Antonio Gramsci [1891-1937], György Lukács [1885-1971], Eric Hobsbawm [1917-2012], Jacques Lacan [1901-1981], Perry Anderson [1938- ], E. P. Thompson [1924-1993], John Kenneth Galbraith [1908-2006], Theodor Adorno [1903-1969], Jürgen Habermas [1929- ], Jean-Paul Sartre [1905-1980], Michel Foucault [1926-1984], Louis Althusser [1918-1990], Gilles Deleuze [1925-1995], Alain Badiou [1937- ], Richard Rorty [1931-2007], Ronald Dworkin [1931-2013], Edward Said [1935-2003], Slavoj Zizek [1949- ].

Ο συγγραφέας δηλώνει/διακηρύσσει την πρόθεσή του να παρουσιάσει έντιμα τις απόψεις των κρινόμενων, ευελπιστώντας ότι η διαφωνία του με αυτές δε θα επηρεάσει την ευστοχία της κριτικής ματιάς του (εντούτοις, διαβάζοντας το βιβλίο, ο δύσπιστος αναγνώστης ίσως εισέλθει στον πειρασμό να αναρωτηθεί σχετικά με το πόσο διαφορετικά θα ήταν όντως τα πράγματα, εάν η προαναφερθείσα πρόθεση απουσίαζε). Η δυσχέρεια του εγχειρήματος οφείλεται στον εγγενώς δύσκολα προσπελάσιμο χαρακτήρα των κειμένων, καθώς και στη μεγάλη απόσταση του κριτή από τα περιεχόμενα που κρίνει. Ενώ μια ορισμένη απόσταση είναι απαραίτητη προκειμένου να προσεγγιστεί, όπου είναι δυνατό, ένα ιδεώδες αμεροληψίας, η υπερβολικά μεγάλη απόσταση ενδέχεται να υποσκάπτει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ορθοκρισίας, μετατρεπόμενη ούτως σε επιστημολογικό εμπόδιο. Πράγματι, ο Scruton τείνει ορισμένες φορές να ομογενοποιεί τις εκφάνσεις του αριστερού θεωρητικού λόγου, ως εάν επρόκειτο απλά για πράκτορες στην υπηρεσία της ίδιας δύναμης ή για παραλλαγές του ίδιου θέματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους μη-αγγλόφωνους στοχαστές και δη στους Γάλλους, όπου βιάζεται να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να προβεί σε αφοριστικές επικρίσεις. Ενδέχεται πράγματι ένα δυσνόητο ή απαιτητικό κείμενο να μη δικαιολογεί τον χρόνο, τον μόχθο και την υπομονή που του αφιερώνει ο αναγνώστης προκειμένου να το κατανοήσει επαρκώς ή σε βάθος. Όμως ο Scruton δίνει την εντύπωση ότι δεν επιδόθηκε σε τούτο τον μόχθο, παρά προσπαθεί να υπαγάγει το εκάστοτε ανοίκειο στις προδιαγραφές του ήδη οικείου, το άγνωστο σε αυτό που έχει χωνευθεί ή φαντάζει ως ήδη γνωστό. Χοντρικά, ως έναν βαθμό έχει κατανοήσει κάποια πράγματα με επάρκεια· αυτά τα προσπερνά ως κοινοτοπίες –εφόσον συμφωνεί μαζί τους– ή τα καταγγέλλει στην αντίθετη περίπτωση ως εξωφρενικούς ή αναπόδεικτους ισχυρισμούς. Έπειτα, είναι όσα έχει παρερμηνεύσει ή προσλάβει με τρόπο συγκεχυμένο, τα οποία επικρίνει δίχως να αναρωτηθεί για την ευστοχία των παρατηρήσεών του. Τέλος, υπάρχουν εκείνα τα οποία δεν κατανοεί καθόλου, τα οποία σαρκάζει ως στερούμενους νοήματος γρίφους ή ως τελετουργικά μάντρα, η επανάληψη των οποίων θα οδηγήσει σταδιακά τους πρόθυμους αναγνώστες στη μέθεξη μιας αποκάλυψης ή φανέρωσης. Ανεξαρτήτως της βασιμότητας των μομφών αυτών, ο Scruton δεν ασχολείται με το ζήτημα της δυνατής ανασυγκρότησης των παρατιθέμενων χωρίων, το οποίο βέβαια θα προϋπέθετε την καταβολή ακόμη μεγαλύτερης ερμηνευτικής προσπάθειας εκ μέρους του.

Ενδεικτικά του συνολικού ύφους του βιβλίου είναι αποσπάσματα όπως το ακόλουθο, ένα από τα λίγα που έχουν κολακευτικό χαρακτήρα: «Όπως ο Χομπσμπάουμ, ο Τόμσον διέθετε έξοχο ερευνητικό πνεύμα, προσηλωμένο στα εμπειρικά στοιχεία, και μια εξαιρετική ικανότητα να τα συνθέτει. Με γλαφυρότητα και δύναμη έδειξε πως οι ιστορικοί έχουν την υποχρέωση να εγκαταλείπουν τις όμορφες θεωρίες όταν δεν επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες. Και καταδίκασε αυστηρά τον τσαρλατανισμό της Νέας Αριστεράς που οργίαζε, με κορυφαίο εκπρόσωπό της τον Αλτουσέρ. […] Κάθε αναγνώστης του The Poverty of Theory πρέπει να νιώθει ευγνώμων για αυτόν τον αριστερό διανοητή που σεβόταν την κοινή λογική και τον χαρακτήριζε διανοητική εντιμότητα» (53).

Ορισμένες από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που αφιερώνονται στη σκέψη του Sartre, της οποίας τις υπερβολές και τη ροπή προς το μελόδραμα επικρίνει ο Scruton, δίνοντας ωστόσο την αίσθηση μιας υποβόσκουσας τραγικής συμπάθειας, σαν να συμμερίζεται ή να κατανοεί το υπόβαθρο του εγχειρήματός της. Αλλού βέβαια δεν ισχύει το ίδιο, αφού «[τ]ο να βγάλεις νόημα από τον Χάμπερμας είναι ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας της δομής των βιβλίων του, που αποτελούνται από χαλαρά ενωμένα κεφάλαια χωρίς επιχείρημα, που να υποστηρίζεται σε πάνω από μια-δυο σελίδες. Κάθε κεφάλαιο διαβάζεται σαν “έκθεση” γραμμένη από επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε για να μελετήσει διάφορα ζητήματα, για τα οποία τα μέλη της είναι παγερά αδιάφορα» (172).

Ορισμένες φορές δε η απόπειρα του Scruton να κατανοήσει παράγει ενδιαφέρουσες διαδρομές, οι οποίες βεβιασμένα εγκαταλείπονται: «Σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι είχαν πρόβλημα με τον χρόνο. Τα πράγματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, έρχονται και παρέρχονται, αλλά καμιά ανθρώπινη κοινότητα δεν αποδέχθηκε ποτέ αυτό το γεγονός. Παντού και πάντα οι άνθρωποι πίστευαν ότι υπάρχει δρόμος για την αιωνιότητα, μια πόρτα που οδηγούσε έξω από τον χρόνο, εκεί όπου δεν αλλάζει τίποτα και όλα είναι ακίνητα στο είναι τους. Και πως το κλειδί σε αυτή την πόρτα είναι η επανάληψη. Αυτό επιτυγχάνουν οι ιερές τελετουργίες, οι ιερές λέξεις και οι ιεροί τόποι: οι προσευχές, [οι] ύμνοι, [οι] στολές, [τα] βήματα και [οι] χειρονομίες που πρέπει να επαναλαμβάνονται με ακρίβεια και για τα οποία δεν υπάρχει άλλη εξήγηση πέρα[ν] του ότι έτσι γίνονται τα πράγματα. Κάπου κάπου, διαβάζοντας τον Ντελέζ, νομίζω πως κάτι τέτοιο έχει στο μυαλό του – την πρωταρχική θρησκευτική εμπειρία που χρησιμοποιεί την επανάληψη σαν εικόνισμα της αιωνιότητας» (211-212).

Αν κατακαθίσει η σκόνη των ανατρεπτικών βερμπαλισμών, φαίνεται πως η ατζέντα της αριστερής ιντελιγκέντσιας αποσκοπεί στη νομιμοποίηση και διεύρυνση των προνομίων της, απεχθανόμενη την ιστορική αλήθεια και την κοινωνική πραγματικότητα, περιλαμβανομένης της κατάστασης των λαϊκών τάξεων, τις οποίες αρέσκεται να «λιβανίζει». Διαμέσου της αποδομητικής τους στρατηγικής, οι φορείς του εν λόγω προγράμματος αναγορεύουν σε απόλυτο ή αυταξία την ίδια την αποδόμηση, δίχως να ενδιαφέρονται να παράσχουν θετικά επιχειρήματα για το περιεχόμενο της προτιμούμενης εναλλακτικής. Με την εξασφάλιση της ακαδημαϊκής τους θέσης, της αναγνώρισης και του κύρους που συνεπιφέρουν η δημοτικότητα και η άκριτη αποδοχή των θεωριών τους, οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς είναι στην πραγματικότητα σκυλιά που γαβγίζουν προς το χέρι που τα ταΐζει. Σημαντικότερο αποτέλεσμα της δράσης τους υπήρξε κατά τον συγγραφέα η εν πολλοίς τελεσφόρα αναδιαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στα πανεπιστημιακά τμήματα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Μάλλον αναμενόμενα, ωστόσο, τούτη η ιδιότυπη πολιτιστική επανάσταση «δεν επέφερε τίποτα στη θέση των πραγμάτων που κατέστρεψε εκτός από ζοφερό σχετικισμό. Το τελικό αποτέλεσμα των πολιτιστικών πολέμων ήταν ότι η παλιά κουλτούρα δεν σημαίνει τίποτα, αλλά μόνο επειδή δεν υπάρχει τίποτα που να σημαίνει» (268).

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μία σκιαγράφηση της θετικής πρότασης του συγγραφέα, η οποία συναρμόζει τις ελεύθερες συνομαδώσεις προσώπων, τον γόνιμο και κοινωνικοποιητικό ρόλο της παράδοσης ως δυναμικού αποθέματος αξιών, τελετουργιών, προοπτικών υπαρξιακού προσανατολισμού και πλήρωσης, και τη λειτουργία της κουλτούρας (ειδικότερα της ένθεης), σε μια συνεκτική προοπτική, η οποία δεν έχει στενά πολιτικό χαρακτήρα.

Ας επισημανθεί ακόμη ότι την έκδοση προλογίζει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, καθηγητής πολιτικής επιστήμης που έχει μελετήσει επισταμένα το φαινόμενο του εθνικολαϊκισμού και τον ρόλο του στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Πέραν αυτού, ωστόσο, η κατάσταση του αναγνώστη δυσχεραίνεται από την ύπαρξη χορείας αβλεψιών και παροραμάτων στην έκδοση, όπως και ορισμένων «αγγλισμών» κατά την απόδοση του κειμένου, οι οποίες αποτελούν ένδειξη προχειρότητας και υπονομεύουν την αξιόλογη πρωτοβουλία έκδοσης του συγκεκριμένου βιβλίου. Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, το οποίο μπορεί να ικανοποιήσει ένα κοινό ετερογενούς σύνθεσης, διαφοροποιημένης εξοικείωσης με τη φιλοσοφία και την τρέχουσα ιδεοκίνηση, όπως και πολιτικών πεποιθήσεων, όσο και αν η γνώμη που θα αποκτήσει ο αναγνώστης δύσκολα θα ξεπεράσει εκείνη μιας γενικής εισαγωγικής έκθεσης, στην καλύτερη περίπτωση, ή μιας διασκεδαστικής καρικατούρας, στη χειρότερη (τα πρόσημα των αξιολογήσεων ενδέχεται βέβαια να αντιστρέφονται ανάλογα με τον τύπο αναγνωστών).


Roger Scruton, Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί: Διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς, μετάφραση: Άννα Δαμιανίδη, πρόλογος: Ανδρέας Πανταζόπουλος (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο, 2018), σελ. 344.


Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Σκέψεις για τις εμμενείς δυνατότητες μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης

του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν


Ο οδικός χάρτης της ανατροπής σήμερα


Το πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Λαπαβίτσα (The Left Case Against the EU, Η Υπόθεση της Αριστεράς Κατά της ΕΕ) αξίζει να διαβαστεί ως κριτική του θεσμικού πλαισίου και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ως πρόταση για αριστερό πρόγραμμα, η οποία όμως αποκαλύπτει την εντυπωσιακή θεωρητική και πολιτική ανεπάρκεια της Αριστεράς στην οποία θέλει να ανήκει ο συγγραφέας. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για πρόγραμμα, αλλά για ένα σύνολο τοποθετήσεων, για ρήξη με τους θεσμούς της ΕΕ και έξοδο από την ΟΝΕ, για φορολογικές και νομισματικές πολιτικές προς όφελος της εσωτερικής ζήτησης, για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, για βιομηχανική πολιτική προς όφελος της εγχώριας παραγωγής, για τράπεζες ελεγχόμενες από το δημόσιο, για πρωτεύοντα ρόλο των δημοσίων επενδύσεων. Η κεντρική ιδέα πίσω από αυτές τις τοποθετήσεις είναι ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς σε μια χώρα της ΕΕ μπορεί να υλοποιήσει αυτό το “πρόγραμμα” χάρη στις αντίστοιχες πολιτικές της αποφάσεις.

Κατά την τρέχουσα ιστορική περίοδο, η προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης είναι συνάρτηση μιας νίκης στις εκλογές, και τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη Λατινική Αμερική, αφορά τη διακυβέρνηση του υπάρχοντος καθεστώτος, παρά την ύπαρξη, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, νησίδων εναλλακτικών τρόπων παραγωγής και μορφών λαϊκής εξουσίας. Μια γενικευμένη όμως ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων, απαιτεί αφενός την μαζική εμπλοκή των λαϊκών τάξεων σε ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές και αφετέρου την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος σε ό,τι αφορά τις παραγωγικές σχέσεις, και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και άσκησης των σχετικών πολιτικών, μέσω νέων μορφών δημοκρατικών λειτουργιών. Αν παραβλέπει κάποιος αυτές τις προϋποθέσεις σημαίνει ότι έχει ως πρότυπο την εγκαθίδρυση “σοσιαλιστικών” καθεστώτων στην μεταπολεμική Ανατολική Ευρώπη, όπου όπως γνωρίζουμε εγκαθιδρύθηκαν μη καπιταλιστικά καθεστώτα χάρη στην παρουσία του Κόκκινου Στρατού.

Η κλασική προσέγγιση του επαναστατικού μαρξισμού βασιζόταν στην οργάνωση της εργατικής τάξης στους χώρους παραγωγής, την κατάληψη της εξουσίας σε αυτούς τους χώρους καταρχάς, και την εγκαθίδρυση ενός νέου θεσμικού πλαισίου στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού. Η Οκτωβριανή Επανάσταση έδειξε την κρισιμότητα της εγκαθίδρυσης μιας συμμαχίας και μιας αυθεντικής εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων (σχέσεις της εργατικής εξουσίας με τους αγρότες, εξέγερση της Κροστάνδης), αλλά και την κρισιμότητα της διαθεσιμότητας ενός ανθρώπινου δυναμικού ικανού να στελεχώσει το νέο καθεστώς (αξιωματικοί και κομισάριοι στον Κόκκινο Στρατό). Σε αυτή την κλασική μαρξιστική προσέγγιση τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής, τα οποία κατορθώνει να ελέγξει η νέα εξουσία, ήταν η βάση της σχεδιασμένης πλέον παραγωγικής δραστηριότητας, και οι χώροι αυτοί είναι –κατά τον Γκράμσι– ένα από τα φυτώρια των οργανικών διανοουμένων της εργατικής τάξης.

Στις σημερινές συνθήκες, μετά την επέλαση του νεο-φιλελευθερισμού και την ανάπτυξη του γνωσιακού καπιταλισμού, ο κόσμος της εργασίας είναι διάσπαρτος, δεν αφορά μόνο τη μισθωτή εργασία, και διαθέτει ασύγκριτα υψηλότερες γνωσιακές ικανότητες. Η συγκρότησή του σε μια κοινωνική και πολιτική δύναμη που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός νέου μη καπιταλιστικού καθεστώτος, απαιτεί τη λήψη αποφάσεων σε ό,τι αφορά μεγάλες ανακατανομές των μέσων παραγωγής και της ίδιας της παραγωγής, που είναι συνάρτηση επιλογών στο επίπεδο των αναγκών του συνόλου του πληθυσμού, των περιβαλλοντικών πολιτικών, της κατανομής του παραγόμενου εισοδήματος, στο επίπεδο δηλαδή μιας μεγάλων διαστάσεων ανασυγκρότησης. Είναι επομένως ορατό ότι αυτή η στρατηγική επιλογή απαιτεί μορφές δημοκρατικής οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, που επωμίζονται κατευθύνσεις ανασυγκρότησης, και μορφές γνωσιακής παραγωγής και ενδυνάμωσης που επιτρέπουν τον από κοινού σχεδιασμό και την υλοποίηση αυτών των κατευθύνσεων.

Στις σημερινές συνθήκες εγκαθίδρυσης αριστερών κυβερνήσεων η δυνατότητα ανταπόκρισης σε αυτές τις ανάγκες, είναι μια διαδικασία η οποία ξεκινάει με τη διαχείριση του υπαρκτού καπιταλιστικού καθεστώτος και απαιτεί την υιοθέτηση μεταβατικών μέτρων και πολιτικών πολύπλευρης ενίσχυσης του κόσμου της εργασίας, και την εγκαθίδρυση νέων θεσμικών κατακτήσεων που ικανοποιούν διαπιστωμένες ανάγκες ή αιτήματα μαζικών κινημάτων, και βελτιώνουν με ορατό τρόπο τις συνθήκες ζωής των πολλών, και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών για την παραγωγή και την απασχόληση, το περιβάλλον και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Το σημαντικό δεν είναι να αναγγέλλει κανείς ρήξεις, αλλά να βελτιώνει τον συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος των λαϊκών τάξεων και να εγκαθιδρύει θεσμικές λειτουργίες οι οποίες μπορούν να ενταχθούν στην προοπτική ενός μετα-καπιταλιστικού καθεστώτος.

Η πολιτική στον τομέα της υγείας στην Ελλάδα είναι ένα θετικό παράδειγμα που επεκτείνει τη δημόσια υγεία προς όφελος της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων είναι μια απόφαση που μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της οργανωτικής ικανότητας του κόσμου της εργασίας, και του βιοτικού του επιπέδου. Στον τομέα της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δεν φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό ότι μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο για την επέκταση κοινωνικών μορφών οργάνωσης της παραγωγής και της προσφοράς υπηρεσιών, και το ίδιο ισχύει και για τους συνεταιρισμούς στον αγροτικό τομέα. Τα εργαλεία αναπτυξιακής πολιτικής μπορεί να γίνουν πολύ πιο αποτελεσματικά αν γίνουν εργαλεία άσκησης σχεδιασμένων δημόσιων πολιτικών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Μια αναπτυξιακή τράπεζα και η ενίσχυση θεσμών ελέγχου της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος μπορούν να συμβάλουν επίσης στην μεγέθυνση της παραγωγής και της απασχόλησης με ταχύτερους ρυθμούς, ενώ η αξιοποίηση συμπληρωματικών μέσων πληρωμών μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη σε τοπικό επίπεδο.

Η εμπειρία των “κινηματικών” δήμων στην Ισπανία δείχνει ότι η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος μιας καθεστωτικής αλλαγής. Από την άλλη μεριά οι εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής, δείχνουν ότι μια αριστερή κυβέρνηση που δεν φροντίζει να ενισχύσει αποφασιστικά και με διάρκεια τις κοινωνικές τάξεις που την επέλεξαν και να εγκαθιδρύσει και ενισχύσει θεσμούς που μπορούν να εμποδίσουν την επιστροφή στο παρελθόν, κινδυνεύει από τη μεταστροφή του εκλογικού σώματος που είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απογοήτευσης σε κρίσιμα ζητήματα.

Η αξιοποίηση των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού ενός κρατικού ή αυτοδιοικητικού μηχανισμού, για την υλοποίηση νέων στρατηγικών επιλογών, είναι αναμφίβολα μια δυνατότητα που δεν προκύπτει όμως αυτόματα με την εγκατάσταση των νέων υπουργών. Η πολιτική απόφαση είναι οπωσδήποτε απαραίτητη, αλλά η επιλογή στόχων, προτεραιοτήτων, και η επιλογή διαδικασιών προετοιμασίας του πολιτικού και τεχνικού δυναμικού, και η εφεύρεση νέων θεσμικών λειτουργιών είναι αναπόφευκτες.


Προς το Νέο Παραγωγικό Μοντέλο

Σε πολλές διατυπώσεις της Αριστεράς και των αριστερών, η αναφορά στο Νέο Παραγωγικό Μοντέλο, μια αναφορά προφανώς σε παραγωγικές επιλογές και παραγωγικές σχέσεις, μπορεί να αφορά εύκολες υποσχέσεις και παρουσιάσεις πολιτικών, ή και πιο σοβαρές προσπάθειες περιγραφής στόχων και στρατηγικών. Η επιλογή της ευκολίας είναι η πιο συνηθισμένη εκδοχή, καθώς επιχειρείται να αποκτήσουν ανατρεπτική πατίνα, χρήσεις αυτής της διατύπωσης κοινότοπες και σχεδόν συστημικές. Για να σκεφτεί κανείς πώς μπορεί να αντικατασταθεί το σημερινό παραγωγικό μοντέλο, και να σχεδιαστεί το νέο, δεν αρκεί να περιγράφει κάποιες αλλαγές που συντελούνται ή που αναμένεται να συντελεστούν στο πλαίσιο του σημερινού παραγωγικού συστήματος. Χρειάζεται να αναδειχθούν και να σχεδιαστούν παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να ενταχθούν σε ένα σχέδιο ενίσχυσης του παραγωγικού και πολιτικού ρόλου των λαϊκών τάξεων, και των θεσμών που κατοχυρώνουν την προτεραιότητα του δημοσίου συμφέροντος και της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.

Η δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος, ο συνδυασμός του εξογκούμενου περιβαλλοντικού κόστους, με την αντιπαραγωγική και αντικοινωνική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, και με την ενίσχυση δραματικών κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Στην Ελλάδα ειδικότερα αυτή η δυναμική επιδεινώθηκε από το πελατειακό σύστημα διαχείρισης και την προσαρμογή σε αυτό το σύστημα της διοίκησης του δημόσιου τομέα. Και επομένως η αναζήτηση νέων θεσμικών επιλογών σε ό,τι αφορά την οργάνωση της οικονομίας περιλαμβάνει την ανάγκη να γίνουν σοβαρές αλλαγές στη διοίκηση των πολιτικών που αφορούν την πραγματική οικονομία αλλά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, η απομάκρυνση δηλαδή από το μοντέλο των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, το πέρασμα από την εργατική τάξη στο “πλήθος”, οι αλλαγές που οφείλονται σε τελευταία ανάλυση στην προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού να υποτάξει τη γνωσιακή εργασία, είναι εξελίξεις που πρέπει να οδηγήσουν σε νέες στρατηγικές επιλογές οι οποίες επιδιώκουν την άμεση συλλογική παρέμβαση του κόσμου της εργασίας στα επίπεδα της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής.

Αλλά και στο επίπεδο των διεθνών οικονομικών σχέσεων δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθεί από την Αριστερά το σύνολο των επιλογών του παρελθόντος. Η παγκοσμιοποίηση ως στρατηγική του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, έχει οδηγήσει σε οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις τις χώρες που αποδέχθηκαν την καθαρή μορφή αυτής της στρατηγικής, και σε σχετικές επιτυχίες τις χώρες που αντιστάθηκαν στον ένα ή τον άλλο βαθμό. Η ανάγκη της εξωστρέφειας των οικονομικών δραστηριοτήτων, στις συνθήκες μιας κρίσης που οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό σε μια μακρόχρονη διαδικασία διεύρυνσης του εξωτερικού ελλείμματος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Από την άλλη μεριά όμως, δεν μπορεί να βασιστεί στην εξωστρέφεια και μόνο η ανάκτηση παραγωγικών δυνατοτήτων και η αύξηση της απασχόλησης, όταν μάλιστα το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον δεν χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακό δυναμισμό. Όταν επιπλέον η ανασυγκρότηση της παραγωγής και η κάλυψη κοινωνικών αναγκών πρέπει να συνδεθούν με συστηματικές διαρθρωτικές περιβαλλοντικές παρεμβάσεις, ο τοπικός χαρακτήρας του αναπτυξιακού σχεδιασμού (που συμπεριλαμβάνει τις εξωστρεφείς δραστηριότητες) είναι ένας αναπόφευκτος προσανατολισμός.


Ξανά για την κρίση

Τα υπολείμματα του παλαιού δικομματισμού αλληλοκατηγορούνται σχετικά με τις επιλογές που οδήγησαν στην κρίση το 2009. Το γεγονός όμως ότι το ελληνικό παραγωγικό σύστημα οδηγήθηκε σε ένα θεαματικό αδιέξοδο, είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης περιόδου, κατά την οποία το ανανεωμένο από τον “εκσυγχρονισμό” πελατειακό σύστημα, συρρίκνωσε τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, αναπαρήγαγε έναν αναποτελεσματικό διοικητικό μηχανισμό, οδήγησε άφθονους πόρους στη σπατάλη και τη διαφθορά, και συρρίκνωσε την εφαρμοσμένη οικονομική σκέψη στην επανάληψη των θαυματουργών ιδιοτήτων της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Η φυγή προς τον δανεισμό, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του 2000, δεν ήταν μόνο μια φυγή προς ένα αδιέξοδο, αλλά ήταν και η κατάληξη της αδυναμίας της οικονομικής και πολιτικής ελίτ να σκεφτεί την οικονομία έξω από τη μυθοποίηση του ιδιωτικού συμφέροντος.

Η ενσωμάτωση αυτού του δόγματος στη σύγχρονη οικονομική σκέψη, και η αναπαραγωγή του για τρεις δεκαετίες, αποδυνάμωσε όλες τις πλευρές των καπιταλιστικών θεσμικών πλαισίων υποστήριξης των αναπτυξιακών πολιτικών, και κατά κύριο λόγο τις λειτουργίες που αφορούν τον σχεδιασμό των οικονομιών και τη διοίκησή τους, όπως και την αξιοποίηση της παραγωγής νέας γνώσης σε ό,τι αφορά την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Οι υστερήσεις σε ό,τι αφορά την εισαγωγή καινοτομιών (τεχνολογικού ή οργανωτικού χαρακτήρα) στην παραγωγή, οι άφθονες κακοτεχνίες και ελλιπείς συντηρήσεις στον τομέα των υποδομών (που παρατηρούνται σε όλη τη χώρα), οι παραβιάσεις της νομοθεσίας και οι δραματικές υστερήσεις σε θέματα περιβάλλοντος, υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των αναπόφευκτων αδυναμιών του πελατειακού συστήματος, με τις ανορθολογικές ειδικές επιλογές, τη λήψη αποφάσεων με την υποταγή σε μεμονωμένα συμφέροντα, τη στρέβλωση πολιτικών προς όφελος ειδικών συμφερόντων. Ο συνδυασμός αυτών των δυσλειτουργιών με τις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, συνέβαλε στην επιδείνωση της κρίσης, οδηγώντας τόσο στην απώλεια του ελέγχου των παραγόντων που την τροφοδότησαν, όσο και στην ακαμψία διαδικασιών και εργαλείων που αφορούν την άσκηση αναπτυξιακών πολιτικών.

Ένα σημαντικό αποτέλεσμα της αναπαραγωγής αυτών των δυσλειτουργιών είναι ότι σε μια στιγμή κατά την οποία είναι αναγκαίες μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο και τα εργαλεία άσκησης πολιτικής, για την υλοποίηση μιας στρατηγικής ανασυγκρότησης, η επιχειρηματική τάξη –συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών– παραμένει αναδιπλωμένη στην υπεράσπιση της κερδοφορίας χωρίς την παραμικρή αναζήτηση κατευθύνσεων για το σύνολο της οικονομίας. Παραμένει δηλαδή προσκολλημένη στην ποιότητα των πολιτικών που καθιερώθηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, διεκδικώντας μάλιστα την ενίσχυσή τους προς κατευθύνσεις εξασφάλισης της κερδοφορίας με δημόσιες πολιτικές, όπως συμβαίνει με καθαρό τρόπο στην περίπτωση των συστημικών τραπεζών (στην εποχή της υπερφορολόγησης, πετυχαίνουν αναβολή των πληρωμών φόρων). Παράλληλα, έχει ελαχιστοποιηθεί το προσωπικό του δημόσιου τομέα που έχει τις κατάλληλες γνώσεις και εμπειρίες ώστε να μπορεί να αναλάβει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα εξασφαλίσουν την απεξάρτηση των αναπτυξιακών πολιτικών από την απόλυτη υποταγή στις επιδιώξεις και τις δυνατότητες του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα.

Ένα σύνολο παραγόντων κάνουν ώστε η ριζική ανανέωση του θεσμικού πλαισίου και των κατευθύνσεων των αναπτυξιακών πολιτικών να είναι ταυτοχρόνως απαραίτητη και ιδιαίτερα δύσκολη. Η εμμονή των δυνάμεων του κεφαλαίου με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι στρατηγικού χαρακτήρα, και δεν υπάρχει καμία πρόθεση αλλαγής αυτού του προσανατολισμού τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη. Από την άλλη μεριά οι πολιτικές απέναντι στην εργασία που υλοποιήθηκαν κατά την 30ετή περίοδο και κατά την 8ετία των μνημονίων έχουν αποδυναμώσει συστηματικά τις λαϊκές δυνάμεις, και η κινητοποίησή τους έχει μεν οδηγήσει στις εκλογικές νίκες της Αριστεράς το 2015, αλλά δεν μπόρεσε να επιτύχει τον επηρεασμό των μορφών κοινωνικής οργάνωσης και των κινηματικών πολιτικών παρεμβάσεων. Το βάρος των πρακτικών του πελατειακού συστήματος παραμένει, ακόμα κι αν έχουν αφαιρεθεί σε καθοριστικό βαθμό από τη σημερινή κυβέρνηση οι πρακτικές που συνδέονται με τη διαφθορά και εν μέρει αυτές που οδηγούσαν σε σπατάλη πόρων. Καθώς είναι ακόμα κανόνας η αποσπασματική επιλογή και χρηματοδότηση έργων και δράσεων, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής και πόσο μάλλον υλοποίησης αναπτυξιακών στόχων, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.

Η αποσπασματική προσέγγιση αυτών των πολιτικών συνυπήρχε και συνεχίζει να συνυπάρχει με την εξάρτηση από πολλαπλές και αυτοτελείς κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης (της αναμενόμενης αύξησης της παραγωγής και της απασχόλησης), όπως η ελκυστικότητα του τουριστικού τομέα, οι ξένες επενδύσεις, οι αυξήσεις των δημοσίων και των κοινωνικών δαπανών, οι δημιουργία των start up's. Η ιδέα ότι η δημιουργία ή η εγκατάσταση κάποιων επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα των αυξήσεων της ζήτησης, και χάρη στις πρωτοβουλίες του νεφελώδους χώρου της επιχειρηματικότητας, μπορούν να γεννήσουν ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, είναι –δυστυχώς– μια επανάληψη της μυθολογίας που διέδωσε και εγκαθίδρυσε η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, πείθοντας ιδιοτελείς επιχειρηματίες, ανεπαρκείς δημόσιους λειτουργούς και πολιτικούς όλων των παρατάξεων, για τον αναντικατάστατο χαρακτήρα των αυτοματισμών της αγοράς.


Από την εργατική τάξη στο πλήθος

Η μορφή που μπορεί να πάρει η ένταξη του κόσμου της εργασίας σε ένα νέο μοντέλο, δεν μπορεί πλέον να είναι η υλοποίηση του φορντιστικού οράματος, το οποίο ματαίωσε στην Ελλάδα ο “εκσυγχρονισμός”. Του οράματος δηλαδή που επιδιώκει τον συνδυασμό της οργάνωσης της εργατικής τάξης στα συνδικάτα, των συλλογικών διαπραγματεύσεων, και του κοινωνικού κράτους. Σήμερα ο κόσμος της εργασίας είναι κατά κύριο λόγο ένα πλήθος επισφαλώς απασχολούμενων και ανέργων, εκ των οποίων κάποιοι μπορούν να κατακτήσουν δικαιώματα που είχαν κατακτηθεί παλαιότερα στον φορντιστικό ευρωπαϊκό κόσμο, αλλά πρέπει να είναι στην πραγματικότητα σε αναζήτηση, όχι μόνο μισθού και δικαιωμάτων, αλλά και ρόλου στην οικονομία και την κοινωνία. Είναι προφανές ότι λόγω της κατάρρευσης της παραγωγής, αλλά και της αναδίπλωσης των επιχειρηματιών και των μετόχων στην εξασφάλιση της τρέχουσας κερδοφορίας, υπάρχει ένα τεράστιο κενό ως προς τους παράγοντες ενεργοποίησης του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, και μόνο οι συλλογικές μορφές άσκησης πολιτικών και οργάνωσης της παραγωγής μπορούν να δώσουν λύσεις που έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν ανάγκες αλλά και να αξιοποιήσουν τις υπαρκτές γνώσεις αυτού του δυναμικού.

Οι παρεμβάσεις σε ό,τι αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα, τόσο τα διεθνή όσο και τα τοπικά, απαιτούν και αυτές συλλογικές μορφές απόφασης για ασκούμενες πολιτικές, και το ίδιο ισχύει πόσο μάλλον για τον αναγκαίο συνδυασμό πολιτικών για το περιβάλλον και αναπτυξιακών πολιτικών. Σε ό,τι αφορά τόσο την επεξεργασία, όσο και την υλοποίηση αυτών των πολιτικών, η εκδήλωση της συλλογικής θέλησης δεν μπορεί να προκύψει μόνο “από τα κάτω”, και πρέπει μάλλον να είναι και το αποτέλεσμα μιας εκδήλωσης της θέλησης της κοινωνίας και με αποφάσεις σε επίπεδο θεσμών κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης, οι οποίες αφορούν οικονομικούς πόρους και συνδυασμούς πολιτικών παρεμβάσεων. Απέναντι σε κατόχους των μέσων παραγωγής και των μέσων δημιουργίας και διαχείρισης του χρήματος, που δεν επιδιώκουν την ολοκληρωμένη συγκρότηση ενός συστήματος παραγωγής και αξιοποίησης του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, αλλά επιδιώκουν αντίθετα την αξιοποίηση ευκαιριών κερδοφορίας σε μια κοινωνία αποδιοργανωμένη και φτωχοποιημένη, ο ρόλος του κόσμου της εργασίας είναι να ανασυγκροτήσει την κοινωνία και την παραγωγή μέσω πρωτοβουλιών που αφορούν επιλογές για τις κατευθύνσεις της παραγωγής, και τις μορφές σχεδιασμού και διοίκησής της.

Υπάρχουν ορατές δυνατότητες υλοποίησης ενός τέτοιου προσανατολισμού που αφορούν την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, τις Ενεργειακές Κοινότητες, τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, τις μορφές συνεργασίας Μικρών Επιχειρήσεων, των οποίων η αξιοποίηση εμποδίζεται ή αναστέλλεται από ελλείψεις στον σχεδιασμό της ανάπτυξης και τη διοίκηση της υλοποίησής αυτού του σχεδιασμού. Παράλληλα είναι δυνατή η ενεργοποίηση των εργαζομένων σε μεγάλες δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις και σε δημόσιες υπηρεσίες, με την ανάληψη πρωτοβουλιών από τους ίδιους του εργαζόμενους σε ό,τι αφορά τον αναπτυξιακό ρόλο αυτών των επιχειρήσεων και υπηρεσιών. Επίσης, είναι δυνατή η ενεργοποίηση των πολιτών με τις κατάλληλες συμμετοχικές δομές, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, για να ενισχυθεί ο ρόλος της, και να αντιμετωπιστούν προς όφελος των τοπικών κοινωνιών ζητήματα αναπτυξιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά.

Ένας τέτοιος γενικός προσανατολισμός αποτελεί την οδό για τη συγκρότηση του κόσμου της εργασίας στις νέες συνθήκες, και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της καταστροφικής δυναμικής του καπιταλισμού, χωρίς να παραβλέπουμε και την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου άσκησης αναπτυξιακών πολιτικών με την πλήρη σημασία του όρου. Πρόκειται για έναν προσανατολισμό ο οποίος μπορεί να ξεκινήσει να υλοποιείται με μια μεταβατική λογική, κατακτώντας θεσμικές λειτουργίες που δεν είναι πάντα ξένες προς ιστορικές ή και σύγχρονες μορφές ρύθμισης καπιταλιστικών κοινωνιών, αλλά στην σημερινή συγκυρία μπορούν να ενταχθούν σε μια διαφορετική δυναμική.


Η μεταβατικότητα

Η χάραξη πολιτικών για την επίτευξη στόχων με μεταβατικό χαρακτήρα, που ενισχύουν τον συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος των λαϊκών τάξεων και των μετακαπιταλιστικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης και παραγωγής, σε ένα διεθνές περιβάλλον που είναι ακόμα εχθρικό και με αφετηρία ένα θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης που αναπαράγει την κυριαρχία του κεφαλαίου, είναι η αναπόφευκτη κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν αριστερές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο. Τέτοιες δυνατότητες υπάρχουν, και τα εμπόδια που συναντάει η αξιοποίησή τους δεν είναι η αδιάσπαστη συνοχή των υποστηρικτών του νεοφιλελευθερισμού, αλλά πολύ περισσότερο οι ελλείψεις των αριστερών πολιτικών δυνάμεων ως προς τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μεταβατικών στόχων. Δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, η οποία έχει προφανή αντι-αναπτυξιακά αποτελέσματα, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις καταρχάς των δανειστών, οι οποίοι θα είναι πρόθυμοι να δεχτούν ετερόδοξες πολιτικές και στόχους, όταν είναι ορατά τα μακροοικονομικά τους αποτελέσματα.

Αλλά σε συνθήκες εξασθένισης της οικονομικής ισχύος του κεφαλαίου, είτε του επιχειρηματικού, είτε του τραπεζικού (που είναι η σκιά του εαυτού του και συντηρείται από ισχυρές ενέσεις δημοσίου χρήματος), υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων από συλλογικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής, ειδικότερα από συνεργασίες και δικτυώσεις μικρών επιχειρήσεων, με τις οποίες είναι δυνατόν να επιτευχθούν παραγωγικοί και κοινωνικοί στόχοι, που μπορούν μάλιστα να ικανοποιήσουν και μέρος ενός εκ των προτέρων αρνητικού επιχειρηματικού κόσμου. Τέτοιες παρεμβάσεις μπορούν να αξιοποιήσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες προέρχονται εν μέρει από το θεσμικό οπλοστάσιο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών, και ενισχύουν τόσο τις δυνατότητες ενός αναπτυξιακού ρόλου του δημόσιου τομέα, όσο και τις δυνατότητες ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο, συλλογικών οικονομικών δραστηριοτήτων και δράσεων προστασίας του περιβάλλοντος. Από τη στιγμή που επιτυγχάνονται τέτοιοι στόχοι, μέσω του συνδυασμού της υιοθέτησης των κατάλληλων πολιτικών αποφάσεων και της ενεργοποίησης των ενδιαφερομένων παραγωγών και πολιτών, δεν χρειάζεται να καταληφθούν τα Χειμερινά Ανάκτορα για να διαπιστωθεί ότι μπορεί να αμφισβητηθεί όχι μόνο η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, αλλά και η πρωτεύουσα σημασία της καπιταλιστικής λογικής. Μιας λογικής που έχει προ πολλού υποβαθμιστεί καθώς η αναπαραγωγή του συστήματος δεν αφορά πλέον κατά κύριο λόγο τη συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά την αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος κεφαλαιούχων που υποστηρίζονται και προστατεύονται από την τάξη των πολιτικών. Πρόκειται για τη λογική που αναπαράγει και εμβαθύνει τις κρίσεις.

Η παρέμβαση της Τρόικα είχε δύο διαστάσεις. Η μια αφορούσε την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και η άλλη την υιοθέτηση “διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” που αναμενόταν ότι θα είχαν αναπτυξιακές επιπτώσεις. Όταν ολοκληρώθηκε η τρομερή τριετία 2015-2018, είχαν υιοθετηθεί αποφάσεις σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους, με τα υπερβολικά και αμφισβητούμενα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά ήταν συγχρόνως σαφές ότι οι “διαρθρωτικές” αποφάσεις δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, και επομένως ότι ήταν λογικό να ληφθούν μέτρα ικανά να τονώσουν τη μεγέθυνση του προϊόντος της οικονομίας κι επομένως να επιτρέψουν στην ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει για κάποια χρόνια τις υποσχέσεις της. Είναι προφανές ότι το πεδίο της διαπραγμάτευσης για την μείωση του δημόσιου χρέους δεν πρέπει να κλείσει (σε ευρωπαϊκό επίπεδο), αλλά πρέπει να ενεργοποιηθεί το πεδίο της επιλογής θεσμικών αλλαγών ως προς την άσκηση αναπτυξιακών πολιτικών, που να είναι αποτελεσματικές για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Πολιτικές που πρέπει να είναι ετερόδοξες και αντίθετες όχι μόνο με την εγχώρια νεοφιλελεύθερη στρατηγική, αλλά και με τις λογικές αναπαραγωγής μιας παρακμασμένης, παραγωγικά και θεσμικά, καπιταλιστικής οικονομίας. Η προοπτική ουσιαστικών αλλαγών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα τροφοδοτηθεί από τη δυνατότητά τους να ενισχύσουν την κοινωνική και πολιτική συγκρότηση των λαϊκών τάξεων σε περισσότερες από μια χώρες.

Πρόκειται για μια συγκυρία πρωτοφανή για την Αριστερά. Έχουμε μαζικά κινήματα συνολικής αμφισβήτησης καθεστώτων όπως στη Γαλλία σήμερα (αλλά και την Αλγερία και τα Βαλκάνια), σε συνδυασμό με νησίδες μεταβατικών συστημάτων παραγωγής (Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία) και διοίκησης (Δήμοι στην Ισπανία), ενώ η διακυβέρνηση ή η προοπτική διακυβέρνησης από αριστερά κόμματα αναμένεται να σχεδιάζει και να υλοποιεί πολιτικές που μεταβάλουν τους κοινωνικούς συσχετισμούς προς όφελος του κόσμου της εργασίας και συνθέτουν από την αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού ως την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου σε ένα παρακμασμένο καπιταλιστικό σύστημα. Τα κόμματα της Αριστεράς έχουν να παίξουν σε αυτή τη συγκυρία, έναν πρωτεύοντα ρόλο, να συμβάλουν στην επεξεργασία σχεδίων και στόχων, να αποκτήσουν σε διάλογο με την κοινωνία και τα κινήματα έναν καθαρό προγραμματικό ρόλο.


Πηγή μέσα από το πλήθος 1, 2



Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Ο Λούκατς και η εποχή μας


του Χρήστου Λάσκου


Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Ιστορία και πράξη –Η φιλοσοφία της πράξης του Γκέοργκ Λούκατς, εκδ. Τόπος, σελ. 300



[Η ορθή γνώση της ολότητας] επιφέρει μια αντικειμενική δομική αλλαγή στο αντικείμενο της γνώσης
ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΟΥΚΑΤΣ



Έχει, άραγε, μια μικρή έστω αξία η ενασχόληση σήμερα με το έργο θεωρητικών, όπως ο Γκέοργκ Λούκατς; Σημαίνει τίποτε το έργο του για μας, τους ανθρώπους της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα; Ή είναι ενδιαφέρον, απλώς, από την άποψη μιας ορισμένης ιστορίας των ιδεών, η οποία γράφεται λόγω ακαδημαϊκής εμμονής του συγγραφέα της;

Να το ρωτήσω κι αλλιώς: δεδομένου ότι η στήλη που φιλοξενεί τα λόγια που διαβάζετε είναι μια στήλη βιβλιοκριτικής, η οποία, όμως, κάθε άλλο παρά κρύβει την αριστερή της «στράτευση», αξίζει να ασχολούμαστε μ’ «αυτά», όταν ο κόσμος καίγεται;

Για τον Καβουλάκο, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αποφασιστικά καταφατική:

«Η ανανέωση της κριτικής θεωρίας περνά σήμερα μέσα από την θεωρητική ανάδειξη των περιεχομένων της ζωής του παρόντος που βρίσκονται σε διακινδύνευση εξαιτίας του ότι μερικευτικά κοινωνικά συμφέροντα ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα εις βάρος τους. Όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία, αλλά και η συνεχιζόμενη παγκόσμια κρίση, η δυναμική της επιβολής τέτοιων συμφερόντων […] δεν είναι απεριόριστη, η εκτύλιξή της δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συνεχίζεται επ’ άπειρον χωρίς το ξέσπασμα κρίσεων και την προσφυγή στη βία για τη σταθεροποίηση του κλυδωνιζόμενου καθεστώτος. Γι’ αυτό και […] η έλευση της βαρβαρότητας σε εκσυγχρονισμένη μορφή δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να αποτελεί ανοικτή δυνατότητα και εν μέρει ήδη πραγματωμένο γεγονός.

Η εκ νέου ανάδυση του κλασσικού διλήμματος «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» δεν είναι μέρος μιας επικής αφήγησης για την ιστορική πρόοδο, ούτε μιας δραματικής σκηνοθεσίας κάποιας υποτιθέμενης «αιώνιας ανθρώπινης τραγωδίας». Αποτελεί μάλλον την υπόμνηση του γεγονότος ότι κάθε πρακτική ευκαιρία για τον μετασχηματισμό του κόσμου, η οποία χάνεται κατά τη διαρκώς ανανεωνόμενη διαλεκτική αντιπαράθεση μεταξύ πραγμοποίησης και αποπραγμοποίησης, σηματοδοτεί ένα βήμα υποχώρησης απέναντι την αυτοκαταστροφική τάση μιας κατά βάση παράλογης θέλησης για «ορθολογική κυριαρχία». Οσοδήποτε μικρή κι αν είναι, κάθε υποχώρηση ανοίγει λίγο περισσότερο τη ρωγμή της ιστορίας, μέσα από την οποία μπορεί να αναδυθεί κι έτσι να επαναληφθεί το αδιανόητο. Αν μη τι άλλο, απέναντι στο καθησυχαστικό νανούρισμα της «τραγικής μοίρας» μιας τέτοιας αιώνιας επιστροφής του ίδιου, ο Λούκατς υπέδειξε τον θεωρητικό και πρακτικό δρόμο του ανυποχώρητου αγώνα ενάντια σε τέτοια πισωγυρίσματα» (σελ. 279-280).

Στα λόγια του Καβουλάκου αντηχεί, νομίζω, έντονα η πεποίθηση του Μπένγιαμιν, σύγχρονου του Λούκατς, πως ο ριζικός μετασχηματισμός του κόσμου, η Επανάσταση, συνιστά επείγον «καθήκον», πρώτα απ’ όλα για να αποτραπεί η βαρβαρότητα. Όπως και τότε, όταν η ήδη επελαύνουσα βαρβαρότητα των Μεγάλων Πολέμων, των φασισμών, του ναζισμού, του σταλινισμού, των καταστροφικών οικονομικών κρίσεων έφτιαξε τις ρωγμές, μέσα από τις οποίες «αναδύθηκε το αδιανόητο». Νομίζω, λοιπόν, πως το νέο βιβλίο του για τον Λούκατς είναι απότοκο αυτής της πεποίθησης και της σύστοιχης αγωνίας του. Αγωνίας που μόνο όσοι βαριά εθελοτυφλούν δεν έχουν.

Το βιβλίο του, λοιπόν, μας δίνει μια εξαιρετική δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω σε πολλά από τα κρίσιμα ζητήματα της μετασχηματιστικής πολιτικής πράξης, τα ζητήματα της επαναστατικής πολιτικής, με άλλα λόγια, καθώς και στα γνωσιοθεωρητικά και οντολογικά συμφραζόμενα τους. Το θέμα του αξονίζεται γύρω από το περίφημο έργο του Λούκατς Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, που σηματοδοτεί και την στροφή του τελευταίου προς τον μαρξισμό. Όμως ο Καβουλάκος δεν μας προσφέρει απλώς μια ανάλυση του συγκεκριμένου καθοριστικού έργου του Λούκατς, αλλά ερευνά την πορεία που οδηγεί σε αυτό, τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις του, τις εκλεκτικές του συγγένειες με τις πνευματικές διαμάχες που προηγήθηκαν της συγγραφής του, τις εννοιολογικές οφειλές και τις ασυνέχειες.

Πρόκειται για μια εργασία πολύ πυκνή, πολύ πλούσια και πολύ απαιτητική – προφανώς για τον συγγραφέα της, ακόμη περισσότερο για τον αναγνώστη. Ωστόσο, η συζήτηση για τα μεγάλα θέματα της εποχής δεν μπορεί παρά να είναι «δύσκολη» και απαιτητική – σήμερα, περισσότερο κι από άλλοτε, δεν υπάρχει βασιλική οδός. Εκτός κι αν η φιλοδοξία μας σταματάει στην παρέμβαση σε όσα διαμείβονται μεταξύ των πόλων του δικομματισμού και των οργανικών τους (!) διανοούμενων. Εκτός, δηλαδή, αν η φιλοδοξία μας σταματάει στις κρίσεις περί της προοδευτικής συμμαχίας και της «δίκαιης ανάπτυξης» ή της «αντιαναπτυξιακής φορολογίας» και του αναγκαίου «ευρωπαϊσμού».

Αν δεν σταματάει σε αυτά, τότε δεν υπάρχει παρακαμπτήριος δρόμος, που να αποφεύγει τη βουτιά στα βαθιά, με όλες της τις απαιτήσεις.

Ο Καβουλάκος αναλαμβάνει αυτό το έργο και το κάνει πολύ καλά. Παρουσιάζοντας, μέσα από την ανάλυση της εξέλιξης της σκέψης και της εννοιολογίας του Λούκατς, τη ιστορική φιλοσοφική συζήτηση αναφορικά με τα ζητήματα της [λογικής] μορφής και του [ανορθολογικού] περιεχομένου, του υποκειμένου και του αντικειμένου, της συνείδησης και της πράξης, του παν-λογισμού ή του ακατάληπτου, εν τέλει, πράγματος καθεαυτό [όποιες ονομασίες κι αν δοθούν σε αυτό] διατρέχει, επαρκέστατα, την συζήτηση με σταθμούς τον Καντ, τον Φίχτε, τον Χέγκελ, μέχρι και τους νεοκαντιανούς Ρίκερτ και Λασκ. Κεντρικό ζητούμενο αυτής της συζήτησης δεν είναι παρά η πραγμάτευση του ζητήματος της ανορθολογικότητας του περιεχομένου, όσο κι αν οι λογικές μορφές εξελίσσονται προκειμένου να τιθασεύσουν αυτήν την ανορθολογικότητα.

Με απλά λόγια, το θέμα είναι αν μπορεί να συλληφθεί το όντως ον, η «πλήρης» πραγματικότητα, δεδομένου ότι τα άμεσα δοσμένα στην αντίληψή μας εμπειρικά πράγματα και γεγονότα επιδέχονται τόσο πολλούς προσδιορισμούς, που είναι αδύνατο να καταγραφούν όλοι επιτρέποντας την ολοκληρωτική σύλληψή τους. Από την καντιανή αναλυτική, που μας έδωσε μια εμβριθή ταξινόμηση των βασικών εννοιών και κατηγοριών, με τις οποίες επιχειρούμε να συλλάβουμε το πραγματικό, αλλά πάντοτε με κάποιο άγνωστο υπόλοιπο, στο μέτρο που το «πράγμα καθεαυτό», το πράγμα στο βάθος του πράγματος είναι αδύνατο να γίνει πλήρως γνώσιμο μέχρι την εγελιανή διαλεκτική που ισχυρίστηκε πως επέλυσε το πρόβλημα θεωρώντας το συγκεκριμένο ανορθολογικό περιεχόμενο της εμπειρίας ως περιπτωσιακό «γέννημα» του Λόγου, που μέσα από την αυτοεκτύλιξή του παράγει όλα τα επιμέρους, τα οποία βρίσκουν το «νόημά» τους μόνο μέσα στην ολότητα, η κεντρικότητα αυτού του ζητήματος είναι δεδομένη. Και διαχρονικά επίκαιρη, από την άποψη πως δεν μπορείς π.χ. ως κομμουνιστής ή αναρχικός αγωνιστής να μην αναρωτιέσαι διαρκώς για την συμβατότητα –και την πόση συμβατότητα– της «θεωρίας» σου με την όντως πραγματικότητα και, συνεπώς, με τη δυνατότητα μετασχηματισμού της.

Ο Καβουλάκος πειστικά αναιρεί την επικρατούσα άποψη πως ο Λούκατς, αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα –επομένως, και όλα τα υπόλοιπα- δεν είναι, τελικά παρά ένας ιδεαλιστής εγελιανής κοπής. Άποψη, που προβλήθηκε ήδη από την πρώτη εμφάνιση του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση από τους ντετερμινιστές του μαρξισμού της εποχής, των οποίων η «επιστήμη» περιέγραφε έλεγαν απολύτως ικανοποιητικά την κατάσταση και την εξέλιξη του κόσμου, κορυφώθηκε στην κριτική του Αντόρνο και την αντιμετώπιση ως «ανθρωπιστή» του Λούκατς από τον Αλτουσέρ και επανήλθε μετά την επανάκαμψη του βιβλίου στη δεκαετία του ’60 και του ’70.

Ο Λούκατς, πραγματικά, στην προσπάθειά του, στα συμφραζόμενα της ήττας των επαναστάσεων των αρχών της δεκαετίας του ’20, να αναμετρηθεί με τα δυο κακά της μοίρας του μαρξισμού, δηλαδή, της αντίληψης περί νομοτελειακής έλευσης του σοσιαλισμού και της αντίπαλης, αλλά σύστοιχης, υπερ-βουλησιαρχικής, προσέφυγε στον Χέγκελ, η διαλεκτική μέθοδος του οποίου προσέφερε εργαλεία για μια κάποια διέξοδο. Ωστόσο, υπήρξε ιδιαίτερα κριτικός απέναντί του, αρνούμενος τόσο τη μυθοποιητική έννοια του παγκόσμιου πνεύματος όσο κι εκείνη της περίφημης εγελιανής «πανουργίας του Λόγου». Μ’ όλο τον αναμφισβήτητο ιστορικό χαρακτήρα του εγελιανού συστήματος, ο Λούκατς θεωρεί πως ο Χέγκελ, εντελώς αντίθετα με την δική του θεώρηση, υποβαθμίζει τη σημασία της ίδιας της ιστορίας, η οποία γίνεται μια απλή στιγμή του ολοκληρωμένου συστήματος. Για τον Χέγκελ, υποκείμενα της ιστορίας είναι τα, κατά φάσεις, πνεύματα των λαών, που, όμως, τελικά, δεν είναι παρά υποστασιοποιήσεις του «παγκόσμιου πνεύματος», τις συγκεκριμένες μορφές που κάθε φορά λαμβάνει το Απόλυτο. Ενώ η ίδια η ανθρώπινη πράξη είναι εντελώς ανεξάρτητη από το νόημα που τις αποδίδουν τα δρώντα υποκείμενα.

«Γι’ αυτό και στο εγελιανό πλαίσιο είναι αναγκαία η προσφυγή στην έννοια της «πανουργίας του Λόγου», ενός Λόγου ο οποίος «χρησιμοποιεί» τα επιμέρους σχέδια δράσης των ατόμων και των ανθρώπινων ομάδων προκειμένου να υλοποιηθεί ο ίδιος εντός της ιστορίας […] Για τον Λούκατς, η «λύση» της πανουργίας του Λόγου δεν είναι κάτι περισσότερο από μια «εννοιακή μυθολογία», αφού η εγελιανή φιλοσοφία «είναι αναγκασμένη να πάει πέρα από την ιστορία και να εγκαθιδρύσει εκείθεν της ιστορίας εκείνο το βασίλειο του Λόγου που έχει φτάσει στον εαυτό του, από την σκοπιά του οποίου μπορεί να κατανοηθεί η ιστορία ως βαθμίδα» αυτής ακριβώς της επιστροφής του λόγου στον εαυτό του» (σελ. 93).

Ο Λούκατς δεν είναι ιδεαλιστής, γι’ αυτό και αναζητάει στο Μαρξ την απάντηση στα ζητήματα που θέτει η ιστορία. Και είναι πεπεισμένος πως τη βρίσκει σε αυτόν. Από αυτήν την άποψη, η επαναφορά της «κατηγορίας» για ιδεαλισμό λόγω της γνωσιοθεωρητικής και οντολογικής πρόταξης της πράξης από μέρους του, που τον κάνει για κάποιους νεο-φιχτιανό, είναι εντελώς ανερμάτιστη. Η ιστορία είναι πράξη, η ιδεολογία («συνείδηση») είναι πρακτική, για να θυμηθούμε τον Αλτουσέρ, ο υλισμός είναι εμμονή στην πρακτική, με τα λόγια του Μαρξ, από τις περίφημες Θέσεις για τον Φόιερμπαχ.

Ο Καβουλάκος, νομίζω, αίρει κάθε υπόνοια για τον ιδεαλισμό και τον «ανθρωπισμό» του Λούκατς. Και το κάνει δείχνοντας την προέλευση πολλών εννοιών του, που, ας πούμε, είναι βέβαιο πως μπορούν να αποδοθούν στους νεοκαντιανούς. Γενικότερα –κι αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον στο Λούκατς– έχουμε την αξιοποίηση ενός πολύ πλούσιου αποθέματος από την κλασική γερμανική φιλοσοφία, που επιτρέπει «διαβάσεις», τις οποίες άλλοι μαρξιστές αδυνατούν να διανοίξουν. Χαρακτηριστική είναι η πολύ παραγωγική έννοια της «μορφής αντικειμενικότητας» –κατεξοχήν νεοκαντιανή–, η οποία δεν αναφέρεται στο αντικείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο το αντικείμενο είναι, ιδέα κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση. Όπως σημειώνει ο Andrew Feenberg, στον πρόλογο του βιβλίου, «[σ]το νεοκαντιανό πλαίσιο υπάρχουν πολλαπλοί τέτοιοι τρόποι [να είναι ένα αντικείμενο]. Οι φυσικές επιστήμες έχουν αντικείμενα ενός ορισμένου τύπου, αρκετά διαφορετικού από τα αντικείμενα της καλλιτεχνικής παραγωγής κ.ο.κ. Υπάρχουν πολλοί τύποι αντικειμένων, καθένας από αυτούς αποτελεί μια συνεκτική διατομή στην άπειρη πολυπλοκότητα της εμπειρίας. [Ο] Λούκατς μας λέει ότι το εμπόρευμα αποτελεί το πρότυπο του συγκεκριμένου τρόπου του να είναι κάτι αντικείμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα αντικείμενα στην αστική κοινωνία και διαμορφώνει την υποκειμενική αντίδραση σε αυτά τα αντικείμενα. Το γεγονός ότι επιστρατεύει το νεοκαντιανό όρο έχει σημασία» (σελ. 19). 

Ο Λούκατς αξιοποιεί τη νεοκαντιανή έννοια της «μορφής αντικειμενικότητας» στην ανάπτυξη της κεντρικής στο «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση» σημασίας της πραγμοποίησης. Η πραγμοποίηση στον καπιταλισμό είναι ο τρόπος να είναι τα πράγματα στις ειδικές δικές του –γενική εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευση- συνθήκες. Σημαίνει πως τα αντικείμενα της καπιταλιστικής κοινωνίας μοιάζουν με τα αντικείμενα των φυσικών επιστημών με όρους ποσοτικοποίησης και νομοτελειακότητας.

Ο καπιταλισμός δημιουργεί μια «δεύτερη φύση», φτιαγμένη από τα περιεχόμενα του κοινωνικού κόσμου, περιλαμβανομένων των ανθρώπινων όντων, στην οποία η τεχνολογία και οι νέες μορφές «ορθολογικότητας» παίζουν ένα ρόλο κλειδί. Έτσι γίνονται τα «πράγματα» στον καπιταλιστικό κόσμο κι έτσι είναι τα «πράγματα» όσο συνεχίζει αυτός ο κόσμος να υφίσταται. Αυτή είναι η μορφή αντικειμενικότητας που του αντιστοιχεί. Ο Χάιντεγκερ θα έχει αντίστοιχους προβληματισμούς, στο δικό του ιδιόλεκτο, το καθόλου αντικαπιταλιστικό. Ενώ και ο Βιτγκενστάιν, μαζί με τους δύο προηγούμενους, θα μοιραστεί, στο πλαίσιο αυτής της μορφής αντικειμενικότητας, το εγχείρημα ενός ριζικού αναπροσανατολισμού της σκέψης.

Το ερώτημα, για τον Λούκατς, είναι αν ο κόσμος αυτός είναι υπερβάσιμος ή αποτελεί την απόλυτη ΤΙΝΑ: με τους δικούς του όρους, αν το προλεταριάτο μπορεί, γινόμενο το κατεξοχήν υποκείμενο της ιστορίας, να οδηγήσει στο ριζικό μετασχηματισμό του κόσμου. Η απάντηση του μαρξιστή Λούκατς, ο οποίος ήδη είχε χρηματίσει λαϊκός επίτροπος στην επαναστατική κυβέρνηση της Ουγγαρίας το 1919, είναι καταφατική: το μαρξιστικό βασίλειο της ελευθερίας είναι ήδη εδώ, στην ταξική πάλη του προλεταριάτου, στο πραγματικό κίνημα, που καταργεί από τώρα την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ.

Ο Λούκατς θα αναμετρηθεί με όλα όσα απαιτούνται για την στήριξη αυτής της κατάφασης στην επανάσταση ως ριζικού «ρεαλισμού». Θα αναμετρηθεί, δηλαδή, με την κριτική των «οικονομικών» και του ρεφορμιστικού μαρξισμού, με την ανάδειξη της εμπορευματικής μορφής ως αρχέτυπου της καπιταλιστικής μορφής νεωτερικότητας, όπως και της υπολογιστικής ορθολογικότητας. Με την «τραγωδία της επαναστατικής πράξης», την ταξική συνείδηση, την «καταλογιζόμενη» ταξική συνείδηση, με την ταξική συνείδηση ως άλμα στο ριζικά νέο. Με την επαναστατική συγκυρία και το πρόβλημα της βίας, όπως και της ατομικής τρομοκρατίας. Με το κόμμα ως «πραγματική μορφή διαμεσολάβησης», τη διαλεκτική της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής του, την πολιτική του και το εσωτερικό όριο της από-πραγμοποίησης.

Το βιβλίο του Καβουλάκου είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, νομίζω, για τη μάθηση αυτών των ζητημάτων. Και πείθει για τη μεγάλη σημασία τους, τη μεγάλη σημασία, δηλαδή, του Λούκατς για την επαναστατική πολιτική της εποχής μας.

                                                                      ***

Στην παρουσίαση του βιβλίου στην Θεσσαλονίκη, πριν λίγες μέρες, ο συγγραφέας, στη διάρκεια της συζήτησης, αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν «αλτουσεριανοί» –όπως ο υπογραφόμενος ή ο Άρης Στυλιανού, που το παρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταμάτη και τον Αλέξανδρο Κιουπκολή– να βρουν ενδιαφέρον σε ένα βιβλίο για τον Λούκατς. Είναι σωστό το ερώτημα – είναι πολύ δύσκολο αλτουσεριανός να διαβάσει Λούκατς. Το γεγονός πως κάποιοι το έκαναν δείχνει πόσο καλή είναι η δουλειά έκανε του Καβουλάκου. Πραγματικά εξαιρετικό έργο.


Πηγή alterthess