Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Από την εργασία ποιος θα μας προστατεύσει;


του Άκη Γαβριηλίδη

Ληστέψανε την τράπεζα.
Και τι με νοιάζει εμένα;
Δεν είμαι με κανένα.
Π. Σιδηρόπουλος



Η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση[1] έχει ήδη γεννήσει έναν μεγάλο όγκο κειμένων.

Κάθε τέτοιο κείμενο που σέβεται τον εαυτό του, είθισται να εξηγεί τρία στοιχεία: α) πώς φτάσαμε στην κρίση, β) τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα, γ) γιατί κάνουν λάθος όσοι λένε διαφορετικά πράγματα για τα α) και β).

Κι εγώ στο παρόν άρθρο δεν σκοπεύω να κάνω κάτι διαφορετικό. Αυτά λοιπόν που έχω να πω είναι τα εξής:



α) η κρίση είναι αποτέλεσμα της εξόδου του πλήθους από τη μισθωτή σχέση.

Ο δανεισμός και η «υπερχρέωση των λαϊκών νοικοκυριών», για την οποία φρίττουν συντηρητικοί και προοδευτικοί σχολιαστές, μαρτυρεί μια –γνήσια και όχι «κατασκευασμένη»- επιθυμία των ανθρώπων να εξασφαλίζουν τα προς το ζην ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία· διότι μας δείχνει ότι ο κόσμος, εάν έχει την επιλογή, προτιμά να δανείζεται παρά να εργάζεται. Και η προτίμηση αυτή είναι απολύτως φυσιολογική και θεμιτή· δυνάμει μάλιστα είναι αντικαπιταλιστική. Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε και να ανησυχούμε γι’ αυτή ή να την κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί· αντιθέτως πρέπει να την φέρουμε στο φως, να διδαχτούμε απ’ αυτήν και με βάση αυτήν να χαράξουμε την πολιτική μας.



β) Πώς θα γίνει αυτό; Είπα προηγουμένως ότι η επιθυμία είναι γνήσια και αξιόπιστη, αλλά φυσικά ο τρόπος ο οποίος προσφέρθηκε για την εξυπηρέτησή της –δηλ. ο δανεισμός από καπιταλιστικές επιχειρήσεις- ήταν απρόσφορος και διαστροφικός. Δική μας δουλειά είναι να επινοήσουμε έναν πιο πρόσφορο τρόπο, και έναν τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας με βάση αυτή την επιθυμία. Ένας τέτοιος τρόπος είναι να ζητήσουμε την καθιέρωση πολιτικού μισθού, δηλαδή εξασφαλισμένο εισόδημα για όλους /-ες ασχέτως εάν έχουν θέση εργασίας ή όχι.



γ) Αν τα παραπάνω ευσταθούν, ποιοι –και σε τι ακριβώς- έχουν άδικο;

Για να το εξηγήσω, θα πάρω ως παράδειγμα τη συνέντευξη του Κώστα Λαπαβίτσα στην Εποχή τής 9.11. Εκεί αναφέρεται:



Ο βαθύτερος μετασχηματισμός έχει να κάνει με το πώς άλλαξε καταρχήν το πιστωτικό σύστημα (…). Οι μεγάλες επιχειρήσεις δανείζονται πλέον ελεύθερα πηγαίνοντας στις ανοιχτές αγορές (ομόλογα κτλ) και όχι στις τράπεζες. Όμως για τις τράπεζες αυτό συνιστά περιορισμό του πεδίου κερδοφορίας. Γι΄ αυτό στράφηκαν προς το προσωπικό εισόδημα, προς τα άτομα. Έχουμε έτσι διεύρυνση του δανεισμού για κατοικία, κατανάλωση, εκπαίδευση, υγεία κ.τ.λ.

–Και αυτό συναντήθηκε με κενό της πολιτικής.

-Ακριβώς, συναντήθηκε με την έλλειψη κοινωνικής πολιτικής, την αλλαγή που συμβαίνει τα τελευταία τριάντα χρόνια με την υποχώρηση του κράτους από τους τομείς αυτούς που οδήγησε τον κόσμο, εκόντες άκοντες, για να ικανοποιήσουν αυτές τις βασικές ανάγκες τους, στην αγκαλιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος.



Η αφήγηση αυτή, όσον αφορά την περιγραφική-τεχνοκρατική πτυχή της οικονομίας, είναι ακριβής. Από πολιτική σκοπιά, όμως, βασίζεται σε μια θεμελιώδη ερμηνευτική επιλογή: ότι η πρωτοβουλία ανήκει αποκλειστικά στο κεφάλαιο. Όλες οι εξελίξεις εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των κινήσεων του κράτους, των τραπεζών κ.λπ. τις οποίες ο κόσμος απλώς ακολουθεί «εκών άκων».

Την ερμηνευτική αυτή επιλογή συμμερίζονται όλοι όσες έγραψαν στο σχετικό αφιέρωμα του «Εντός Εποχής» (τ. 33). Για παράδειγμα, ο Ρικ Γουλφ αναφέρει:



Τη δεκαετία του 1970, οι εργοδότες είχαν βρει ένα τρόπο να φρενάρουν τη σε μακροπρόθεσμη κλίμακα βραδεία αύξηση των μισθών των εργαζόμενων. Βγάζοντας με το outsourcing τις θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, για να εκμεταλλευτούν φθηνότερους μισθούς, βάζοντας γυναίκες μέσα στην εργατική δύναμη, αντικαθιστώντας εργάτες με υπολογιστές κι άλλα μηχανήματα και φέρνοντας τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών (…). Αφού οι εργοδότες κατάφερναν να κρατούν τους μισθούς χαμηλούς, ο μόνος τρόπος για να πουλούν τους καρπούς της ολοένα και αυξανόμενης παραγωγής ήταν με το να δανείζουν στους εργάτες χρήματα.



Σε αυτή την αφήγηση, υπάρχει ένας μόνο ενεργός παράγων, μία μόνο δύναμη προικισμένη με αυτενέργεια: οι εργοδότες. Οι άλλοι –στο βαθμό που υπάρχουν καν- σκηνοθετούνται απλώς ως άβουλα όντα που απλώς υφίστανται τη δράση του κεφαλαίου. Η επιθυμία τους δεν υπάρχει πουθενά, η ύπαρξή τους δεν παράγει καθόλου αποτελέσματα. Ο αρθρογράφος δεν φαίνεται ούτε στιγμή να αναρωτιέται: ωραία, οι εργοδότες έβγαλαν θέσεις στο εξωτερικό· αυτοί που κατέλαβαν αυτές τις θέσεις, τι έκαναν μετά; Επίσης, έβαλαν γυναίκες στην παραγωγή. Αυτές οι γυναίκες γιατί μπήκαν; Μήπως αυτό ανταποκρινόταν σε κάποια δική τους σκέψη/ σχέδιο/ επιθυμία; Και αν ναι, μήπως την επιθυμία αυτή πρέπει κάπως να την λάβουμε υπόψη; Έπειτα, έφεραν μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί γιατί ήρθαν; Και, αφού ήρθαν, έκαναν μήπως τίποτε αγώνες, διεκδίκησαν πράγματα; Ή απλώς ήταν και παρέμειναν μια αδρανής ύλη, πιόνια στα χέρια των εργοδοτών; Διότι αν το δεύτερο, τότε το μόνο που μένει είναι να ζητήσουμε να γυρίσουν οι ξένοι στις χώρες τους και οι γυναίκες στις κουζίνες τους.

Τέλος, οι εργοδότες έδωσαν δάνεια. Αυτοί που πήραν δάνεια, γιατί τα πήραν;

Εφόσον ο αρθρογράφος δεν δίνει καμία απάντηση σε αυτό, θα δώσω εγώ μία για λογαριασμό του, η οποία όμως φοβάμαι ότι διευρύνει σε βαθμό υπονόμευσης το βασικό του σχήμα: Τα πήραν διότι ο βασικότερος ταξικός αγώνας των εργαζομένων δεν αφορά την αύξηση των μισθών, αλλά την κατάργησή τους, την έξοδο από αυτούς. Το κεφάλαιο και το κράτος είναι που ακολούθησε εκόν-άκον αυτή την έξοδο, και φυσικά σε δεύτερο χρόνο προσπάθησε να τη διαχειριστεί, να επωφεληθεί απ’ αυτή και να την «βάλει να δουλέψει» για λογαριασμό του. Δεν την προκάλεσε όμως, ούτε ήταν ένα σατανικό σχέδιο που εκπόνησε για να εξαπατήσει τις μάζες και να τις βγάλει από τη θαλπωρή της σταθερής απασχόλησης.



Μια πιο συγκεκριμένη απάντηση όμως ίσως μας δίνει ο Λαπαβίτσας:



[το σύστημα] ωθούσε τις τράπεζες να δώσουν δάνεια στα φτωχά στρώματα και το παρουσίαζε τότε μάλιστα, ως εκδημοκρατισμό του τραπεζικού συστήματος! Είχε να κάνει με την επίλυση, υποτίθεται, κοινωνικών προβλημάτων μέσω του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. (…) Τα στρώματα του πληθυσμού που δανείστηκαν, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είναι οι λατινοαμερικανοί, αφροαμερικανοί, γυναίκες πάρα πολλές, και ήταν αποκομμένα από τον πιστωτικό τομέα. (…). Κατέληξαν στον ιδιωτικό δανεισμό μέσω της τιτλοποίησης υποστηρίζοντας ότι η μέθοδος αυτή και ο μηχανισμός δεν είναι μόνο ο ιδανικότερος για να λύσει τα οικονομικά προβλήματα αλλά και τα κοινωνικά!.



Ας προσέξουμε λίγο εδώ: προς τι ακριβώς ο σκανδαλισμός και τα θαυμαστικά; Με την περιγραφή του αυτή, ο ίδιος ο ομιλών παραδέχεται ότι πράγματι υπήρξε εκδημοκρατισμός του τραπεζικού συστήματος! (εφόσον ομάδες που ως τότε ήταν αποκλεισμένες απ’ αυτό, και από όλα τα άλλα συστήματα, εντάχθηκαν σε αυτό και απέκτησαν πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο). Το ότι αυτό δεν ήταν η «ιδανική λύση», είναι ένα άλλο ζήτημα. Ασφαλώς δεν ήταν. Ποια θα ήταν όμως μία καλύτερη λύση;

Συνεχίζει η συνέντευξη:



Οι τράπεζες, όπως γνωρίζουμε από την Πολιτική Οικονομία και το Μαρξ αλλά και τους νεοκλασικούς, είναι μια επιχείρηση που μεσολαβεί, συλλέγει τα πλεονάσματα και τα κατευθύνει σ’ αυτούς που έχουν έλλειμμα και επιθυμούν να παράγουν. (…) Για να γίνει αυτό συλλέγουν πληροφορίες για την αξιοπιστία του δανειζόμενου και προχωρούν. Το τραπεζικό σύστημα είναι το νευρικό σύστημα του καπιταλιστικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, είδαμε ότι δεν λειτουργεί έτσι. (…) Αντί να συλλέγουν πληροφορίες για τους δανειζόμενους στην ουσία λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι στην κίνηση τίτλων. Δάνειζαν στον οποιονδήποτε. Δεν τους ενδιέφερε.



Και εγώ, εν τη αφελεία μου, αναρωτιέμαι: αφού δεν ενδιέφερε αυτούς, γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει εμάς; Δηλαδή η δουλειά μας είναι να ζητήσουμε από τις τράπεζες να «συλλέγουν πληροφορίες» καλύτερα και να ελέγχουν πιο αυστηρά σε ποιον δανείζουν; Ποιο είναι το πρόβλημα αν οι τράπεζες δανείζουν «στον οποιονδήποτε», ιδίως αν αυτός ο «οποιοσδήποτε» είναι οι λατινοαμερικανοί, οι αφροαμερικανοί και οι γυναίκες;

Αυτό είναι πρόβλημα μόνο για όσους έχουν ως απόλυτο ορίζοντα της πολιτικής τους φαντασίας τη νοσταλγία του εθνικού-κοινωνικού κράτους, τη λεγόμενη «πραγματική οικονομία» και την εργασιολαγνεία.

Στην ίδια πάντα συνέντευξη, διατυπώνεται (ως ερώτηση) ο εξής ισχυρισμός:

Όμως, όλα αυτά συνδέονται με την απασχόληση. Χωρίς αυτή ούτε αποπληρωμή δανείου θα γίνει, ούτε αποταμίευση.

Κι εγώ ρωτάω: τι πειράζει αν δεν γίνει αποπληρωμή δανείου, ούτε αποταμίευση; Ας μη γίνει! Τόσο το καλύτερο.

Είναι βεβαίως πολύ καλό να διακηρύσσουμε, με το ξέσπασμα της κρίσης, ότι θέλουμε να εργαστούμε «για τις ανάγκες των εργαζομένων». Καλό όμως είναι επίσης να θυμόμαστε ότι η πιο βασική, και η πιο υγιής, ανάγκη ενός εργαζόμενου είναι να πάψει να είναι εργαζόμενος. Όσοι θριαμβολογούνε για τη «δικαίωση του Μαρξ εις βάρος του Κέινς», θα πρέπει να βρουν και τον καιρό να θυμηθούν ότι ακριβώς ο Μαρξ όριζε ως ιστορική αποστολή του προλεταριάτου «να καταργήσει τον εαυτό του ως τάξη». Και βεβαίως, να βρουν επίσης την υπομονή να ανιχνεύσουν πώς εκδηλώνεται αυτή η τάση αυτοκατάργησης στις παρούσες συνθήκες. Αλλιώς, αρχίζει να γίνεται δυσδιάκριτο ποια τέλος πάντων είναι αυτή η τόσο ασυμφιλίωτη διαφορά τους από τον Κέινς. Αντί λοιπόν να ζητάμε «προστασία από την ανεργία», ίσως θα ήταν καλύτερο να δούμε πώς θα προστατευθούμε από την εργασία. Αν επιτευχθεί το δεύτερο, επιτυγχάνεται –ή μάλλον, καθίσταται άνευ αντικειμένου- και το πρώτο.

Υποθέτω ότι η λογική μέσω της οποίας αυτό το αίτημα χρίζεται αριστερό/ επαναστατικό, είναι κάποιου είδους «θεωρία των σταδίων»: αν γίνει αυτό, πιο πολλοί άνθρωποι θα γίνουν μισθωτοί, μετά θα καταλάβουν ότι η μισθωτή εργασία είναι σκλαβιά, θα γραφτούν στο συνδικάτο, μετά στο κόμμα, θα κάνουν την επανάσταση, θα φέρουν το σοσιαλισμό και μετά από ογδόντα χρόνια θα καταργηθεί η μισθωτή εργασία.

Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος τρόπος. Η άλλη, εναλλακτική συνεπαγωγή θα ήταν: από την κρίση αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι ο κόσμος δεν γουστάρει να δουλεύει, δεν αντέχει η επιβίωσή του και όλη η ύπαρξή του να εξαρτάται από το αν έχει θέση απασχόλησης ή όχι, και δραπετεύει ήδη τώρα από τη φυλακή της μισθωτής εργασίας αντί να ζητά από το κράτος την διά νόμου κατάργησή της (ή μάλλον τη διάδοσή της ώστε μετά να καταργηθεί). Αυτό ας το ωθήσουμε ως το τέλος, ας αντλήσουμε τις λογικές του συνεπαγωγές.

Η εργασία δεν είναι δικαίωμα, είναι εκβιασμός. Οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να δουλεύουν. Επιθυμούν να ζουν, και ζητούν εργασία απλώς επειδή (όταν) αυτός είναι ο μόνος διαθέσιμος τρόπος για να επιβιώνουν. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε κάποιον καλύτερο, ο οποίος να βαίνει προς την κατεύθυνση της αποδέσμευσης από τον εκβιασμό του μισθού και όχι της μεγαλύτερης πρόσδεσης σε αυτόν.

---------------------------------
[1] To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην Εποχή την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου του 2008. Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει διαθέσιμο ηλεκτρονικά πουθενά, σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ να υπάρχει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου