Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Mad Max: Fury Road


του Keunermann



Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα sequel μετά από τριάντα χρόνια, και μάλιστα ένα επιτυχημένο, που δεν περιορίζεται στην αντιγραφή του εαυτού του, αλλά στον εκσυγχρονισμό και την κόμιση νέων ιδεών που πλαισιώνουν τη διατήρηση της φυσιογνωμίας ενός franchise. Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός George Miller αντεπεξέρχεται επιτυχώς στην πρόκληση που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του, επιστρέφοντας μετά από πολλά εμπόδια σε μια τέταρτη ταινία στο σύμπαν του Mad Max. Πρόκειται για τον κόσμο εκείνον για τον οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι επινοήθηκε ο όρος «μετα-αποκαλυπτικό ντίζελπανκ».

Μιλώντας για το Fury Road, θα όφειλε ίσως να ξεκινήσει κανείς τα σχόλιά του από τους πρωταγωνιστές και τους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν. Εξαιρετικές θεωρούμε πως είναι οι επιλογές του Thomas Hardy, της Charlize Theron και του Nicholas Hoult (ο Hank McCoy των νέων X-men) στο καστ. Ειδικά η δεύτερη κλέβει την παράσταση, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της ουσιαστικής πρωταγωνίστριας στην ταινία, ως η μαχητική αμαζόνα των δρόμων Furiosa. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο εμβληματικός villain Immortan Joe (τον υποδύεται ο Hugh Keays-Byrne, ο Toecutter από την πρώτη ταινία), ο οποίος «φτύνει» ορισμένες από τις πλέον αξιομνημόνευτες ατάκες -δεν είναι και πολλές- που ακούγονται στη διάρκεια του φιλμ. Ο Hardy είναι ιδανικός για τον ρόλο και κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχθεί πολύ καλύτερος ηθοποιός από τον Mel Gibson, αλλά νομίζω ότι προς το παρόν μένει στη σκιά του προκατόχου του, που έμοιαζε κομμένος και ραμμένος για τον ρόλο του περιπλανώμενου, σκληρού και ευαίσθητου συνάμα χαρακτήρα.

Να υποθέσουμε ότι είναι βάσιμο να γίνεται λόγος περί ενός νέου κύματος μεγαλόπνοης κι ευφυούς επιστημονικής φαντασίας, ενός πρόσφατου αστερισμού ταινιών, σε απόσταση από το Hollywood (βλέπε διαμάντια όπως τα “District 9” και “Snowpiercer”), τη στιγμή που το τελευταίο ασθμαίνει από την ανακύκλωση παλαιών ιδεών και τον οπτικό εντυπωσιασμό των ακριβών παραγωγών; Παρά τον ενδεχομένως βιαστικό χαρακτήρα της, η εκτίμηση αυτή δε στερείται αλήθειας. Πάντως, η ταινία που μας αφορά εδώ χαιρετίστηκε ως ένα επιτυχημένο πάντρεμα δράσης και πλοκής, φαντασίας και καλλιτεχνικής άποψης, όπου δεσπόζει η -προκύψασα στην πορεία- φεμινιστική πινελιά, έστω και όχι δίχως αστερίσκους και επιφυλάξεις. Έχουμε μια ιστορία επιβίωσης και ταυτόχρονα εκδίκησης, που εκτυλίσσεται ως μια αντιπαράθεση μεταξύ των θεσμικών μηχανισμών του κράτους -εν προκειμένω, της πατριαρχικής κρατικής δομής υπό τον Immortan και τα φανατισμένα “War Boys” του- και μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής, η οποία είναι εξωτερική και διεκδικεί για λογαριασμό της έναν τρόπο πτύχωσης, οικειοποίησης και διαμόρφωσης του χώρου. Υπέροχες είναι οι εικόνες του ρημαγμένου ερημικού τοπίου, από το κεραμιδί των κόκκων της άμμου υπό το φως του πύρινου ήλιου μέχρι το γκριζομπλέ των νυχτερινών πλάνων, καθώς διευθυντής φωτογραφίας είναι ο βραβευμένος με Όσκαρ, John Seale, που επανήλθε στην ενεργό δράση για τις ανάγκες του φιλμ. Τα γυρίσματα έγιναν στη Ναμίμπια και επίσης -όπως είναι αναμενόμενο- σε εκτάσεις της αυστραλιανής υπαίθρου. Η μουσική, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα πρακτικά εφέ που ως επί το πλείστον «κάνουν τη δουλειά» είναι επίσης αξιοπρόσεκτα. Ασφαλώς, δε θα μπορούσε να λείπει από αυτή την απαρίθμηση η καταιγιστική δράση υψηλών οκτανίων, εφόσον η ταινία συνίσταται εν πολλοίς σε μια μεγάλη σκηνή καταδίωξης.


Υδάτινοι πόροι και καύσιμα έχουν περιέλθει σε καθεστώς σπάνεως, ενώ οι υφιστάμενες υποδομές άντλησης και αποθήκευσης και τα συναφή δίκτυα διανομής καναλιζάρονται από τον Ηγέτη ως εργαλείο ελέγχου και καθυπόταξης των υπηκόων του, ήτοι ισχύος, μέσω διασφάλισης της εξάρτησής τους από αυτόν και της πειθήνιας στάσης τους. Υπόσχεται στους πολεμιστές του μία αθάνατη ζωή δίπλα σε αυτόν, καλπάζοντας στη Βαλχάλα, προκειμένου να τους εμψυχώσει και να τους πωρώσει μπροστά στο ενδεχόμενο ενός ηρωικού θανάτου στο πεδίο της μάχης. Στο σύμπαν αυτής της καλτ λατρείας, η μυθολογία των βίκινγκς και το πολεμικο-πατριαρχικό φαντασιακό της μαχητικής πυγμής, της γενναιότητας και της δόξας δεσπόζουν ολοσχερώς ως ιδεολογικοί αρμοί που συνέχουν και διατηρούν τον κοινωνικό δεσμό, παρέχοντας έτσι το εχέγγυο της ομαλής αναπαραγωγής του καθεστώτος στο πέρασμα του χρόνου.



Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Fury Road πλαισιώνει θαυμάσια την πρώτη τριλογία. Το Mad Max του 1979 λειτουργεί ως εισαγωγή, υπό την αφήγηση μιας ιστορίας εκδίκησης. Το πράγμα έχει ξεφύγει στο The Road Warrior, δυο χρόνια αργότερα: εκεί παρακολουθούμε τον πόλεμο μεταξύ συμμοριών στο δυστοπικό ερημωμένο τοπίο, όπου κυριαρχούν οι έχοντες ενεργειακή αυτάρκεια και οι δυνάμενοι να εύρουν τους απαιτούμενους ενεργειακούς πόρους (βενζίνη, πετρέλαιο), και ασφαλώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Πρόκειται για μια ταινία καταδίωξης με πανκ αισθητική, όπου κατοχυρώνεται το trademark ύφος του franchise (και εντάσσεται επίσης σε μια αντίστοιχη φουρνιά sci-fi της εποχής, μια ακολουθία που θα μπορούσαμε ενδεικτικά να αποδώσουμε αναφέροντας τα “Escape from New York” [1981], “Blade Runner” [1982], “The Terminator” [1984], “Brazil” [1985]). Στο “Beyond Thunderdome” του 1985 ο προϋπολογισμός είχε αυξηθεί, αλλά η αντίδραση των θεατών δεν υπήρξε ενθουσιώδης, μολονότι κατά τη γνώμη μας είναι ελαφρώς υποτιμημένη η αξία και η θέση της στο σύμπαν του «Τρελλομάξ».

Κάτι που μας φαίνεται ενδιαφέρον στη σειρά αφορά το ότι κάθε ταινία είναι διαφορετική από τις άλλες. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει για τα σημεία που δεν του άρεσαν, για το ποια είναι η λιγότερο αγαπημένη του, αλλά όχι να κατηγορήσει τον σκηνοθέτη για αντιγραφή του εαυτού του, αφού σε κάθε μία βλέπουμε μια διαφορετική ενσάρκωση του αντι-ήρωα -ως αστυνομικό/εκδικητή, ως οδηγό/προστάτη και ως μονομάχο/μεσσία αντίστοιχα-, πλαισιωμένου από ένα γνώριμο, αλλά πάντοτε ανανεωμένο σκηνικό. Το ερημωμένο περιβάλλον με τα οχήματα και τη μεταλλική επίστρωση απηχεί κάθε φορά τα προηγούμενα, δίχως να είναι ποτέ το ίδιο. Ανεξαρτήτως του αν θα υπάρξει επόμενη ταινία -κάτι εξαιρετικά πιθανό, μετά τη δεδομένη επιτυχία της- και του κατά πόσον αυτή θα είναι καλή ή όχι, ο Max Rockatansky είναι ένα άβαταρ καταδικασμένο να επιστρέφει.


Κείμενα: