Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Κράτος και κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη κριτική σκέψη

Αναδημοσίευση από τις Αναγνώσεις της "Αυγής"

Να κάψουμε τις «εκκλησίες της αριστεράς»;

του Αλέξανδρου Κιουπκιολή
 
 
Οι Michael Hardt και Antonio Negri κλείνουν τη Διακήρυξή τους (2012) για τη δημοκρατική πολιτική της εποχής μας με την έκκληση-πυροτέχνημα «να αδειάσουμε κι άλλο τις εκκλησίες της αριστεράς, να σφαλίσουμε τις πόρτες τους, και να τους βάλουμε φωτιά!».[1] Οι «εκκλησίες» στις οποίες αναφέρονται είναι τα κόμματα, οι σαφείς ιδεολογικές γραμμές, τα πολιτικά προγράμματα και οι συγκεντρωτικές ηγεσίες. Υποστηρίζουν ότι τα δημοκρατικά κινήματα της Αραβικής Άνοιξης, των Αγανακτισμένων και του Occupy στη Βόρεια Αμερική αποκήρυσσαν αυτούς ακριβώς τους δομικούς άξονες της επαναστατικής ή μεταρρυθμιστικής πολιτικής του παρελθόντος, και από εδώ ακριβώς πήγαζε η δύναμή τους. Σήμερα θα πρέπει όχι απλώς να συνεχίσουμε αλλά να βαθύνουμε αυτή τη ρήξη.

Σε μια χώρα όπου σημαντικές, αν όχι πλειοψηφικές, μερίδες της αριστεράς και των ψηφοφόρων ευρύτερα μοιάζουν να έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για άμεση αλλαγή στη συγκρότηση ενός μεγάλου δημοκρατικού αριστερού κόμματος που θα μπορέσει να αναλάβει σύντομα τα ηνία της κυβέρνησης για να ανασχέσει την κοινωνική καταστροφή, η πρόταση αυτή και η λογική της προέκταση -ότι δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί η κατάληψη της κρατικής εξουσίας- είναι πιθανόν να ακούγεται από παράδοξη ως εξωφρενική, άκρως ανεύθυνη ή και καταστροφική. Και όμως, οι Hardt και Negri έχουν δίκιο! Με κάποιες, ωστόσο, αναγκαίες διευκρινίσεις και αναθεωρήσεις, τις οποίες υπονοούν στην πραγματικότητα και οι ίδιοι στο τελευταίο αυτό μανιφέστο τους, το οποίο ευαγγελίζεται μια ισχυρή, άμεση δημοκρατία του πλήθους.
 
Στον ορίζοντα που άνοιξαν οι δημοκρατικές κινήσεις και εξεγέρσεις του 2011 παγκόσμια, η αναγέννηση της δημοκρατίας, η οποία σήμερα έχει εκφυλιστεί σε μια αυταρχική ολιγαρχία του πλούτου, θα επέλθει μέσα από τη σύσταση πλατιά συμμετοχικών θεσμών που θα ξαναδίνουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση στο σύνολο των πολιτών, στη βάση μιας πραγματικής πολιτικής ισότητας. Η εξισωτική αυτοκυβέρνηση της κοινωνίας έρχεται επί της αρχής σε αντίθεση με την ύπαρξη του κράτους ως φορέα εξαναγκαστικής εξουσίας, ο οποίος στην καθημερινή του λειτουργία έχει σχετικά αυτονομηθεί από το πλήθος των πολιτών, από τη βούληση και τη διαβούλευσή τους. Το κράτος υπ’αυτή την έννοια δεν μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ούτε ως μέσο για την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση. Αυτό ακριβώς είναι το δίδαγμα τόσο της λενινιστικής όσο και της σοσιαλδημοκρατικής αποτυχίας στην εγκαθίδρυση μιας χειραφετημένης κοινωνίας που θα διαχειρίζεται από κοινού τις υποθέσεις της, κάνοντας πράξη την ίση πολιτική ελευθερία. Πολύ απλά, συλλογική αυτοδιεύθυνση από όλους/ες για όλους/ες σημαίνει πρωτοβουλία και αυτενέργεια όλων των πολιτών. Η κρατική εξουσία ως ποιμαντική καθοδήγηση και άνωθεν εξαναγκασμός αναιρούν αυτή τη συνθήκη και εμποδίζουν εξαρχής την ανάπτυξή της, το προοδευτικό ξεδίπλωμα δηλαδή μιας πολιτικής διαδικασίας με την οποία όλα τα μέλη μιας κοινωνίας θα πάρουν μαζί τα πράγματα στα χέρια τους και θα συναποφασίζουν ενεργά για τα κοινά. Οι πολίτες που εξουσιάζονται δεν είναι αυτεξούσιοι ούτε μαθαίνουν στην πράξη πώς να γίνουν. Απεναντίας, μαθαίνουν μόνον πώς να είναι και να παραμένουν υπήκοοι, οπαδοί και πελάτες.
 
Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό ο ιστορικός αναρχισμός είχε αντιταχθεί από την αρχή στη μαρξική στρατηγική της «δικτατορίας του προλεταριάτου» που θα επιστράτευε σε πρώτο στάδιο τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Αλλά αυτή η ιστορική εναλλακτική, που προτείνει την καταστροφή αντί της κατάληψης του κράτους ως πρώτο βήμα για την κοινωνική ισοελευθερία, μοιάζει σήμερα πιο άκαιρη από ποτέ. Τα περισσότερα σύγχρονα κράτη διαθέτουν τέτοια πολεμική τεχνολογία και τέτοια δύναμη πυρός που η «καταστροφή» τους από εξεγερμένες μάζες ηχεί ως αστείο, αν όχι ως προδιαγεγραμμένο μακελειό. Επιπλέον, τα σύγχρονα κράτη έχουν υφάνει τόσο στενές και εκτεταμένες σχέσεις αλληλεξάρτησης με το σύνολο της κοινωνικής ζωής που η άμεση διάλυσή τους δεν φαίνεται απλώς αδύνατη αλλά και ανεπιθύμητη, γιατί θα συνεπαγόταν τον εκμηδενισμό θεμελιωδών προϋποθέσεων του βίου αν δεν δημιουργηθούν πρώτα εναλλακτικές υποδομές για να αντικαταστήσουν τις κρατικές. Δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βασίζονται στην κρατική διοίκηση, τη νομοθεσία και το κράτος πρόνοιας για την καθημερινή οικονομική τους επιβίωση -μέσω των μισθών, των συντάξεων και όλων των πολύπλοκων διασυνδέσεων της αγοράς με το κράτος-, αλλά και για την υγεία, την παιδεία, τις μεταφορές και τη στέγασή τους, όπως και για μια ελάχιστη, έστω, νομοθετική προστασία από την εκμεταλλευτική ασυδοσία του αγοραίου καπιταλισμού ή από το ποινικό έγκλημα.
 
Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, στο μεγαλύτερο μέρος των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, η ολοκλήρωση της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο έχει συμπληρωθεί από την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης και υπαγωγής της κοινωνίας στο κράτος ως μηχανισμό διοίκησης, ελέγχου και κοινωνικής πρόνοιας. Η «απλή» και άμεση εξάρθρωσή του θα συνεπέφερε την απλή και άμεση εξάρθρωση του σύγχρονου κοινωνικού ιστού. Και, εξίσου σημαντικό, δεν θα κατέστρεφε ριζικά το κράτος. Γιατί αυτό δεν είναι απλώς μια εξωτερική θεσμική παρουσία, αλλά ένας τύπος σχέσεων –αντιπροσώπευσης, ανάθεσης, κάθετης ιεραρχίας και γραμμής εντολών, υποταγής- ο οποίος είναι ενσωματωμένος και βαθιά ριζωμένος στο habitus των σύγχρονων μορφών υποκειμενικότητας. Η μορφή-κράτος θα επεβίωνε της κατάλυσης του κράτους-εξωτερικού θεσμού όσο δεν θα καταλύονταν οι υποκειμενικές έξεις που παράγουν και αναπαράγουν τις αντίστοιχες κοινωνικές συνάφειες στην καθημερινότητα.
 
Το διπλό αυτό αδιέξοδο –το σύγχρονο κράτος δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως μοχλός κοινωνικής χειραφέτησης αλλά ούτε και απλώς να γκρεμισθεί από τη μια μέρα στην άλλη- υπαγόρευσε εύλογα τον σημερινό μικρο-ουτοπικό εναλλακτισμό μιας αρχόμενης νέας οικοδόμησης στις «ρωγμές» του κράτους και του καπιταλισμού.[2] Η ιδέα είναι να ξεκινήσουμε σταδιακά να διαπλάθουμε τις διαφορετικές σχέσεις, τις υποκειμενικότητες και τις υποδομές μιας αυτόνομης εξισωτικής κοινωνίας στα διάκενα που αφήνουν ανοικτά τα κατεστημένα πλέγματα εξουσίας τα οποία δεν μπορούμε άμεσα και εύκολα να διαλύσουμε, αλλά δεν θέλουμε επίσης να τα ελέγξουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε. Με την εξάπλωση, την επέκταση και τη δικτύωσή τους, οι ποικίλες νησίδες ενός άλλου κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις νέες εκείνες παραγωγικές, προνοιακές, εκπαιδευτικές κ.α. υποδομές που θα είναι ικανές να αντικαταστήσουν τις κυρίαρχες κρατικές.
 
Πράγματι, αυτή η άμεση μικρο-κοινωνική ανακατασκευή είναι από τους πιο δόκιμους τρόπους για να πειραματιστούμε με το καινούριο και να διαμορφώσουμε τους νέους ανθρώπους μιας άλλης κοινωνίας, μέσα από μια αυτομάθηση της ελευθερίας που μπορεί να λύσει το «ρουσσωικό παράδοξο» -τη δημιουργία κοινωνιών ισότητας και ελευθερίας από ανελεύθερους και υποταγμένους (ή εξουσιαστές) ανθρώπους. Παραμένει, ωστόσο, ένα απαράκαμπτο πρόβλημα: τι κάνουμε στο μεταξύ με τα υπαρκτά κράτη; Ορισμένες συναφείς σύγχρονες προσεγγίσεις προτείνουν να τους στρέψουμε τα νώτα μας, να τα αγνοήσουμε και να ασχοληθούμε με το μείζον, την κατασκευή αυτόνομων κοινωνικών σχέσεων.[3] Ωστόσο, πλείστες όσες ομάδες πολιτών, από τους αντιρρησίες συνείδησης, τους μετανάστες και τους ασχολούμενους με το κτίσιμο δομών αλληλέγγυας οικονομίας ως τη μάζα των φορολογουμένων και των χρηστών των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, γνωρίζουν στο πετσί τους μια προφανή αλήθεια. Όσο και αν θέλουμε εμείς να αδιαφορήσουμε για το κράτος, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό θα αδιαφορήσει για εμάς και θα μας αφήσει στην ησυχία μας, ελεύθερους να οικοδομήσουμε τους εναλλακτικούς μας μικρόκοσμους, ιδίως όταν αυτοί γίνονται πραγματικά ανταγωνιστικοί και επικίνδυνοι.
 
Καταλήγουμε στο εξής τρίπτυχο (φαινομενικό) cul-de-sac: δεν μπορούμε να επιστρατεύσουμε το κράτος για την προαγωγή της κοινωνικής αυτονομίας, αλλά δεν μπορούμε επίσης ούτε να το διαλύσουμε εδώ και τώρα ούτε να το αγνοήσουμε. Διαφαίνεται, ωστόσο, μια πρακτική διέξοδος που διερευνάται ήδη με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής: η σύζευξη της ανάπτυξης αυτοδύναμων κινημάτων που προωθούν την κοινωνική αυτοοργάνωση με τη μερική και υπό όρους συνεργασία με «προοδευτικές» κυβερνήσεις, οι οποίες δεν αντιστρατεύονται τουλάχιστον, αν δεν ενισχύουν, τους κινηματικούς στόχους. Αυτή τη «λύση» εισηγούνται, στην πραγματικότητα, και οι Hardt και Negri στη Διακήρυξή τους, και την επεξεργάζονται θεωρητικά αντλώντας από τις πρόσφατες εμπειρίες τέτοιων υβριδισμών σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Βολιβία και η Βενεζουέλα.[4] Κινήματα όπως το ΜST (Kίνημα των Ακτημόνων) στη Βραζιλία προσέφεραν τη στήριξή τους σε κεντροαριστερά κόμματα και κυβερνήσεις (του Εργατικού Κόμματος του Λούλα και της Ρούσεφ, σήμερα) γιατί θεωρούν ότι παρακωλύουν λιγότερο το έργο της κοινωνικής αλλαγής στο οποίο έχουν επιδοθεί και το οποίο συνεχίζουν ανεξάρτητα, χωρίς να αφομοιώνονται και χωρίς να υποτάσσονται οργανωτικά και ιδεολογικά σε κανένα πολιτικό κόμμα ή κράτος.
 
Σε αυτού του τύπου τη «διαζευκτική σύζευξη» αυτόνομων κοινωνικών κινητοποιήσεων και κυβερνητικών/κομματικών πολιτικών, οι πρώτες δεν περιμένουν από τις κυβερνήσεις την πραγματική κοινωνική αλλαγή, την οποία θεωρούν δική τους υπόθεση, ούτε επιδιώκουν την «κατάληψη» της κρατικής εξουσίας. Το μόνο που επιζητούν είναι να εξασφαλίζουν ένα λιγότερο εχθρικό, αν όχι ευνοϊκό, πλαίσιο κρατικής πολιτικής για τις δικές τους αυτόβουλες δράσεις του κοινωνικού μετασχηματισμού. Έτσι μπορούν να αφοσιωθούν στα μακρόχρονα και κοπιώδη πειράματα της εξισωτικής χειραφέτησης που πρέπει να είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας, περιορίζοντας παράλληλα τους κινδύνους της κρατικής καταστολής, της καπιταλιστικής λαίλαπας ή της κατάρρευσης των προνοιακών υποδομών πριν τη διαμόρφωση νέων. Σε αυτή τη «θεσμικότητα του κοινού», όπως την ονομάζουν οι Hardt και Negri,[5] τα κινήματα δεν διαφυλάσσουν απλώς τη διακριτότητα και την αυτοδυναμία τους στα πλαίσια μιας εξ αποστάσεως και εργαλειακής υποστήριξης κυβερνήσεων φιλικότερων προς τα σχέδιά τους. Η συνεργασία συνδυάζεται με την άσκηση πιέσεων, με αντιστάσεις και ανταγωνισμό, όταν οι κυβερνητικές επιλογές στρέφονται εναντίον βασικών κοινωνικών αναγκών ή των στόχων της εξισωτικής αυτοθέσμισης, όταν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα επιχειρούν να αποκαταστήσουν τον παραδοσιακό εξουσιαστικό τους ρόλο ή εξυπηρετούν και πάλι συμφέροντα της ολιγαρχίας.
 
Πρόκειται για ένα πρότυπο κοινωνικής διακυβέρνησης που διέπεται από έναν πραγματικό πλουραλισμό κέντρων εξουσίας και συναπόφασης, ο οποίος επιμερίζει την κυριαρχία και αδυνατίζει την κρατική εξουσία (στην κατεύθυνση της σταδιακής εξάλειψής της). Η κινηματική αυτονομία συνυφαίνεται με μια εργαλειακή, σχεδόν κυνική συνεργασία με κόμματα και κρατικές διοικήσεις, η οποία αρνείται να αναθέσει στο κράτος τις διαδικασίες του κοινωνικού μετασχηματισμού, και διαπνέεται από σχετική δυσπιστία και κριτική εγρήγορση που γεννά αντιστάσεις και ανταγωνισμούς όταν απαιτείται. Μια τέτοια σχέση κράτους και κοινωνικής αλλαγής δεν υπόσχεται κανένα μαγικό κλειδί για την επίλυση των διλημμάτων που επισημάναμε, αλλά προσφέρει ίσως μια κάποια, πραγματιστική λύση όσο υπάρχουν ισχυρά κράτη, όσο οι κοινωνίες είναι βαθιά ενσωματωμένες σε αυτά και όσο τα κράτη επιδίδονται, όπως σήμερα, στην καταστροφή και την καθυπόταξη του συλλογικού βίου.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιουλής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ


[1] Michael Hardt και Antonio Negri (2012), Declaration, Νέα Υόρκη, σ. 107, Ελληνική μετάφραση: Michael Hardt και Antonio Negri (2012), Να πάρουμε τη σκυτάλη. Διακήρυξη, Αθήνα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα , σελ. 142
[2] Πιο γνωστός εκφραστής αυτής της θέσης σήμερα είναι μάλλον ο John Holloway με τα έργα του Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία (2006), μτφρ. Α. Χόλογουεη, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα και  Ρωγμές στον καπιταλισμό (2011), μτφρ. Α. Χόλογουεη, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα. Βλ. επίσης Richard J.F Day (2008), Το τέλος της ηγεμονίας, μτφρ.Π. Καλαμαράς, Αθήνα, Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.
[3] Βλ. χαρακτηριστικά τα παραπάνω έργα του Holloway.
[4] Βλ. Hardt και Negri, Declaration, ε.α., σσ.80-84.
[5] Βλ. Hardt και Negri, Declaration, ε.α., σσ.82.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Ο κομμουνισμός ως τάση, κίνημα και νέα κοινωνία


Άλλο ένα κείμενο του φίλου και σύντροφου Δημήτρη Αργυρού, που συνδυάζει Λένιν και Νέγκρι. -Weltschmerz K.


Αλήθεια πως μπορούμε να δούμε και να συναντήσουμε το κομμουνισμό;  Και δεν μιλάω για τον κομμουνισμό ως μια άπιαστη ουτοπία ή για την δυστοπία του σοβιετικού μπλοκ. Ιδιαιτέρα η τελευταία είχε τόση σχέση με τον κομμουνισμό όσο σχέση έχει με τα ιδεώδη του χριστιανισμού η εκκλησία,  σε όλες τις εκδοχές.

Μιλάω για τον κομμουνισμό ως τάση ανατροπής και χειραφέτησης στο σήμερα. Τον κομμουνισμό ως ένα πραγματικό κίνημα που αίρει την καπιταλιστική πραγματικότητα. Και ως μια νέα -εντελώς καινούργια- μετακαπιταλιστική κοινωνική και οικονομική διάρθρωση της παγκόσμιας κοινωνίας, για ένα εντελώς νέο τρόπο παραγωγής, σκέψης, ζωής και ύπαρξης.

Για αυτό το λόγο προσεγγίζω τον κομμουνισμό ως τρεις οντολογικές κατηγορίες που συναρθρώνονται χρονικά τόσο ως αυτόνομα πεδία αλλά και σε διαλεκτική αλληλοδιαπλοκή μεταξύ τους.

Καταρχήν ο κομμουνισμός ως τάση. Μια τάση που απορρέει από την σημερινή καπιταλιστική ανάπτυξη. Είναι απόρροια της ανάπτυξης και της κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Που από την μια εκφράζεται με ένα διαλεκτικά και οντολογικά αρνητικό τρόπο. Μιλάμε για τις στιγμές και τα πεδία της «ανάλωσης» του εμπορευματικού-θεαματικού κόσμου που παραμένει, παρά την κρίση, η βάση του σύγχρονου καπιταλισμού. Τέτοιες στιγμές ήταν ο «Δεκέμβρης του 2008».

Παράλληλα τον κομμουνισμό ως τάση μπορούμε να τον συναντήσουμε με ένα θετικό τρόπο. Μέσα από την οικοδόμηση -με  μερικό και αντιφατικό τρόπο- δομών της κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών.

Χρησιμοποιώντας με ένα απελευθερωτικό-επαναστατικό τρόπο τα σύγχρονα μέσα παραγωγής και της νέας τεχνολογίας. Στην προοπτική της χειραφέτησης της γενικής διάνοιας από τους χρόνους της καπιταλιστικής αξιοποίησης.

Αυτή η θετική οπτική του κομμουνισμού ως τάση στην ολότητα του συσχετίζεται με τις εξελίξεις στο τομέα των νέων τεχνολογιών, της πληροφορικής, της ρομποτικής, του ελεύθερου λογισμικού, που οικοδομούν ένα νέο κόσμο στα σπλάχνα του παλαιού.

Σίγουρα υπάρχει ένα ανοικτό θεωρητικό θέμα αν αυτός ο κομμουνισμός μπορεί να χωρέσει στα θεωρητικά πλαίσια ενός ορθόδοξου Μαρξισμού. Μόνο που αυτό ελάχιστα επηρεάζει τις βιοπολιτικές ροές αυτού γνωσιοκρατικού κομμουνισμού.  Εξίσου ανοικτό παραμένει το ζήτημα αν αυτός ο κομμουνισμός της άυλης παραγωγής μπορεί να εξαπλωθεί στο κόσμο της υλικής παραγωγής.
Προσωπική άποψη είναι πως σε μικροκλίμακα μπορεί. Το ζήτημα της άυλης αφθονίας και της υλικής  σπανιότητας υφίσταται σε ένα βαθμό. Μόνο που αυτό ισχύει στο βαθμό που αφθονία και σπανιότητα τους ορίζουμε με βάση τις αξίες και τα ιδανικά του καταναλωτικού μας καπιταλισμού και όχι  με τις αξίες και τα ιδανικά μιας αφθονίας που δίνει σημασία στις ανθρώπινες σχέσεις, στην συμμετοχή και στην ικανοποίηση των βασικών μας αναγκών και όχι στην κατοχή πληθώρας εμπορευμάτων, συχνά άχρηστων και περιττών.

Για αυτό το λόγο στην συνεταιριστική-αλληλέγγυα οικονομία μπορούμε να συναντήσουμε μορφές, πλευρές και εικόνες του κομμουνισμού ως τάση. Δίχως όμως να κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε τον κομμουνισμό ως τάση με τις δομές της αλληλέγγυας και αυτοδιαχειριζόμενης οικονομίας.
Όμως η  παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας από μια αριστερή διακυβέρνηση με βάση το συνεταιριστικό, αυτοδιαχειριζόμενο και αλληλέγγυο τομέα, κάτω από εργατικό – κοινωνικό έλεγχο θα δυναμώσει απίστευτα την θετική πλευρά του κομμουνισμού ως τάση. Ιδιαίτερα αν αυτή η αριστερή διακυβέρνηση προκύψει μέσα από μια γενικευμένη λαϊκή-εργατική  εξέγερση που θα «αναλώσει»  σε ένα γενικευμένο βαθμό τον εμπορευματικό μας κόσμο.

Ο στόχος της αριστεράς και δη της επαναστατικής αριστεράς είναι να δυναμώσει με όλους τους τρόπους τις δομές του κομμουνισμού ως τάση. Γιατί κατά αυτόν τον τρόπο θα ενισχύσει το δεύτερο πρόσωπο του κομμουνισμού, τον κομμουνισμό ως κίνημα.
Ο κομμουνισμός ως κίνημα θα στηρίζεται σε μαζικές ανοικτές διαδικασίες με τα ίδια τα μαχόμενα υποκείμενα να αναλαμβάνουν την εξουσία και την ευθύνη.  Μόνο κατά αυτό τον τρόπο μπορεί να γίνει πράξη η απελευθέρωση της εργατικής τάξης [που] είναι έργο αυτής της ίδιας της τάξης. Μόνο κατά αυτό τον τρόπο δεν πέφτουμε ή αναπαράγουμε τον υποκαταστισμό.

Τούτο δεν μηδενίζει τον ρόλο των συνειδητών επαναστατικών δυνάμεων, το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας. Απεναντίας συναρθρώνει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο μαζικό κίνημα, την επαναστατική κομμουνιστική του πτέρυγα, το αντικαπιταλιστικό κίνημα των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων και του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος. Σχέση διαλεκτική πολυεπίπεδη και πολύμορφη. Σχέση όχι εύκολη μα αναγκαία για να περιγράψεις  και να εκφράσεις τις μορφές και της εικόνες μιας μαχόμενης ενεργούς καθολικότητας.

Για αυτό το λόγο και η εικόνα του κόμματος, του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος δεν μπορεί να ταυτιστεί με την εικόνα του κόμματος νέου τύπου, του κόμματος των συνωμοτών  επαγγελματιών επαναστατών.

Ένα σύγχρονο επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να είναι η μικρογραφία του κόσμου που θέλουμε να οικοδομήσουμε. Θα είναι το κόμμα των κομμουνιστών, θα είναι το κόμμα της κομμούνας. Αυτών που ψυχί και σώματι, οντολογικά, βιώνουν και ζουν τον κομμουνισμό. Ως τάση, ως κίνημα και ως τρόπο ζωής.  Δύσκολο; ναι πολύ δύσκολο, μα και για αυτο το λόγο θα είναι ένα κόμμα ελαχίστων ανθρώπων, ένα κόμμα «αριστοκρατών» της  επανάστασης και του κομμουνισμού.
Που όμως με την ζωή και την δράση τους θα επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία και την ανάπτυξη αυτού του πολυμόρφου επαναστατικού κομμουνιστικού υποκειμένου. Που το ξαναλέμε θα συναρθρώνεται σε ένα μαχόμενο μαζικό κίνημα, την επαναστατική του τάση, το αντικαπιταλιστικό μέτωπο και το κόμμα-κομμούνα.

Με στόχο την επαναστατική καταστροφή του κράτους και της κοινωνίας του καπιταλισμού και του εμπορεύματος. Και την οικοδόμηση μιας επαναστατικής μεταβατικής κοινωνίας και κράτους. Στην οποία οι αντικειμενικές κομμουνιστικές τάσεις, καθώς και οι δομές μιας κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών, απελευθερώνονται περαιτέρω από τα καπιταλιστικά-εμπορευματικά κατάλοιπα. Τσακίζοντας και τις όποιες  εξουσιαστικές καπιταλιστικές και πατριαρχικές τάσεις. Αυτό δεν συνεπάγεται πως και με κοινοβουλευτικό δρόμο δεν μπορεί να υπάρξει μια αριστερή διακυβέρνηση. Γρήγορα όμως ή θα έρθει σε σύγκρουση με τις δομές και τις μορφές του καπιταλιστικού τρόπου ή θα ενσωματωθεί σε αυτές ή θα ανατραπεί.

Η συντριβή του καπιταλιστικού κράτους δεν οδηγεί άμεσα και αυτόματα στην υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της κεφαλαιακής σχέσης. Σίγουρα αυτή η διαδικασία ανοίγει την μεταβατική φάση που μας  οδηγεί στο κομμουνισμό ως νέα κοινωνία.
Ο κομμουνισμός μια νέα κοινωνική οργάνωση προϋποθέτει μια παγκόσμια αταξική κοινωνία που δεν θα υπάρχουν προλετάριοι, γιατί όσο υπάρχουν προλετάριοι, θα υπάρχει και κεφάλαιο. Θα είναι η κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών και των ολοκληρωμένων ατομικών προσωπικοτήτων.

Αυτό σίγουρα δεν μπορεί να οικοδομηθεί ύστερα από την επανάσταση και την συντριβή της κρατικής καπιταλιστικής μηχανής. Η κρατικοποίηση, ακόμη και η συνεταιριστικοποίηση μαζί με την εργατική εξουσία θα δυναμώσουν και θα ενισχύσουν τον κομμουνισμό ως τάση και ως κίνημα-διαδικασία, μόνο που αυτό δεν συνιστά μετάβαση στον κομμουνισμό.

Για αυτό το λόγο  θα ήταν λάθος αυτή η μεταβατική αντικαπιταλιστική κοινωνία να την ταυτίσουμε με το πρώτη φάση του κομμουνισμού, που έχει ονομαστεί σοσιαλισμός. Σίγουρα όπως είπαμε οι κομμουνιστικές τάσεις και δυνατότητες θα πρέπει να έχουν ισχυροποιηθεί, μα ακόμη δεν είναι κυρίαρχες, ιδιαίτερα αν αυτή η μεταβατική κοινωνία δεν έχει αποκτήσει ένα παγκόσμιο και ακρατικό χαρακτήρα.

Και σαφέστατα παράλληλα με τις δομές των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών θα συνυπάρχουν εργαζόμενοι που θα πουλούν την εργατική τους δύναμη στο κράτος, στους συνεταιρισμούς και γιατί όχι σε κάποιες ελεγχόμενες μορφές μικρής και μεσαίας ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Αυτό θα εξαρτηθεί από το βαθμό της παγκοσμιοποίησης της επαναστατικής  διαδικασίας, της συνειδητοποίησης της εργαζόμενης πλειοψηφίας και της δυναμικής που θα έχουν αποκτήσει οι δομές της κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών. Που θα πρέπει να τείνουν στην προοπτική της γενικευμένης κοινωνικής- και όχι απλώς εργατικής- αυτοδιαχείρισης.

Το να ονομάσεις αυτή την μεταβατική αντικαπιταλιστική κοινωνία «δικτατορία του προλεταριάτου», μάλλον είναι λειψό. Καθώς δεν περικλείει τις πολύμορφές και πολυεπιπεδες απελευθερωτικές διαδικασίες που θα πρέπει να τείνουν στην αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και στην μετατροπή του σε ελεύθερο συνεταιρισμένο παραγωγό.

Οι μορφές δε της γενικευμένης κομμουνιστικής αυτοδιαχείρισης δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιούν δομές άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των άμεσων παραγωγών. Δομές και διαδικασίες που θα συνδυάζουν το δημοκρατικά οργανωμένο πλάνο, την τοπικοποίηση και την αποκέντρωση και την παγκοσμιοποίηση.

Η νέα τεχνολογία, η σημερινή ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, πόσο μάλλον μια αυριανή εκτόξευση της ανάπτυξης τους, βοηθά σε ένα οριζόντιο επίπεδο να λειτουργήσει η άμεση δημοκρατία, Ακόμη και σήμερα μέσω Skype δυο χώροι δουλειάς, πχ δυο εργοστάσια, μπορούν την ίδια ώρα να κάνουν γενική συνέλευση και να αποφασίσουν απεργία. Η ένας πολιτικός φορέας να πραγματοποιήσει ένα συνέδριο δίχως αντιπροσώπους, σε πλήρη ολομέλεια των μελών.

Στην λογική της δημοκρατικά συγκροτημένης αυτοδιοίκησης των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών και των εργαζόμενων στους τόπους εργασίας και διαμονής. Δηλαδή όλα θα περνάνε από τα κάτω προς τα πάνω, από το τοπικό στο περιφερειακό και μετα στο παγκόσμιο. Και αυτή η διαδικασία με την βοήθεια και της νέας τεχνολογίας μπορεί να γίνει πολύ εύκολη και απλή στην λειτουργία της, εξασφαλίζοντας την άμεση  συμμετοχή των πάντων και όχι την δια αντιπροσώπων εξουσιοδότηση.

Επίσης είναι λογικό μια τέτοια μεταβατική κοινωνική διάρθρωση να έχει τον κίνδυνο να πισωγυρίσει στην καπιταλιστική κοινωνία. Απόρροια των αδυναμιών των δομών της κοινωνίας των συνεταιρισμένων παραγωγών να επικαθορίσουν τις εξελίξεις και την δυναμική της κομμουνιστικοποίησης.

Αυτό θα εξαρτηθεί από τρεις αλληλο-διαπλεκόμενους  παράγοντες. 1) Από το πόσο θα αλληλο-συσχετιστούν οι δομές της κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών με την γενική διάνοια, τις νέες τεχνολογίες και τα αναπτυγμένα μέσα παραγωγής. 2) Από το πόσο συνειδητά η παραγωγή είναι έργο και προϊόν των εργαζόμενων και άρα οι τελευταίοι μέσα από την διαδικασία της γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης νιώθουν πως αυτοί έχουν την πραγματική και ουσιαστική εξουσία 3) Από το πόσο γενικευμένη και παγκοσμιοποιημένη θα είναι η κομμουνιστικοποίηση.
Σίγουρα βρισκόμαστε πολύ μακριά από το στάδιο της ανάπτυξης ενός δυνατού κομμουνιστικού κινήματος. Χρέος μας είναι να δυναμώσουμε και να οικοδομήσουμε αυτές τις μορφές αγώνα που θα ενισχύσει το κομουνισμό ως τάση. Και αυτό θα συμβεί αν δουλέψουμε πάνω στην προοπτική οικοδόμησης αυτού του πολυμόρφου επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος- αντικαπιταλιστικού μετώπου και ενός νικηφόρου   μαζικού κινήματος των εργαζόμενων και των συμμάχων τους.
Μεταβατική φάση σε αυτή την διαδικασία είναι οι συγκρότηση ενός μαζικού, δυνατού και δημοκρατικά συγκροτημένου ενιαίου εργατικού μετώπου, μιας ισχυρής ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την μετεξέλιξη του ΝΑΡ σε κομμουνιστική οργάνωση.

Όπως και να το κάνουμε σύντροφοι και φίλοι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας… και νομίζω πως έχουμε αργήσει….

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Ο Πουλαντζάς και ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός»


Αναδημοσιεύουμε από το Lenin Reloaded ένα καταστατικό κείμενο για την ταυτότητα και τη στρατηγική της ανανεωτικής-ευρωκομμουνιστικής αριστεράς, με την υποσημείωση ότι δε χρειάζεται να διαβαστεί, εφόσον ο συγγραφέας αντέγραψε σε σύγχρονο μαρξίζον ιδίωμα τον Κάουτσκυ:


Νίκος Πουλαντζάς, “Προς ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό”, από: Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αρχ. έκδοση 1978, Μτφρ.: Γιάννης Κρητικός

...Σοσιαλισμός και δημοκρατία, δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό; το ζήτημα τούτο ανακύπτει σήμερα από δύο ιστορικές εμπειρίες, που λειτουργούν κάπως σαν στηθαία, σαν δύο παραδείγματα προς αποφυγήν: το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα, που το βλέπουμε σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες, και το παράδειγμα των ανατολικών χωρών του λεγόμενου υπαρκτού "σοσιαλισμού". Παρ' όλα όσα διαφοροποιούν τα δύο τούτα ιστορικά παραδείγματα, παρ' όλα όσα αντιθέτουν μεταξύ τους σοσιαλδημοκρατία και σταλινισμό ως θεωρητικο-πολιτικά ρεύματα, αυτά παρουσιάζουν ωστόσο μια ομοιότητα ουσίας: τον κρατισμό και την βαθιά δυσπιστία προς τις πρωτοβουλίες των λαϊκών μαζών, κοντολογίς την καχυποψία προς τα δημοκρατικά αιτήματα.

[...] Φύτρα του σταλινισμού υπήρχαν οπωσδήποτε στον Λένιν και όχι μόνον εξαιτίας των ιδιομορφιών της ιστορικής κατάστασης που ειχε ν' αντιμετωπίσει ο Λένιν (η Ρωσία και το τσαρικό Κράτος): το σφάλμα της 3ης Διεθνούς δεν ήταν απλώς ότι θέλησε να καθολικεύσει --παρεκτρέποντάς το-- ένα μοντέλο μετάβασης στον σοσιαλισμό που, στην αρχική του καθαρότητα, έπρεπε να ταιριάζει στη συγκεκριμένη κατάσταση της τσαρικής Ρωσίας. Τέλος, τα φύτρα αυτά δεν μπορούν να βρεθούν στον ίδιο τον Μαρξ: έχω εξηγήσει τους λόγους στην εισαγωγή. Ο Λένιν, πρώτος, είχε να λύσει το πρόβλημα της μετάβασης στον σοσιαλισμό και του μαρασμού του Κράτους, πρόβλημα για το οποίο ο Μαρξ είχε αφήσει μόνο μερικές πολύ αόριστες υποδείξεις, όλες εξάλλου προς την κατεύθυνση μιας στενής συσχέτισης σοσιαλισμού και δημοκρατίας.

[...] Ποιο είναι το λενινιστικό νόημα αυτού του αφανισμού του αστικού Κράτους; Οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και οι πολιτικές ελευθερίες θεωρήθηκαν από τον Λένιν (αλλά ποτέ από τον Μαρξ) σκέτο προϊόν της αστικής τάξης: αντιπροσωπευτική δημοκρατία=αστική δημοκρατία=δικτατορία της αστικής τάξης. Πρέπει επομένως να ξεριζωθούν ολότελα και ν' αντικατασταθούν μόνο με την άμεση δημοκρατία στη βάση, με ρητή και ανακλήσιμη εντολή, κοντολογίς με την πραγματική προλεταριακή δημοκρατία (τα Σοβιέτ).

[...]

Το θέλουμε ή όχι, η κεντρική γραμμή του Λένιν ήταν αρχικά, απέναντι στο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, στον κοινοβουλευτισμό του και στην τρομάρα που ένιωθε για το καθεστώς τον συμβουλίων, η γραμμή μιας ριζικής υποκατάστασης της λεγόμενης τυπικής δημοκρατίας με τη λεγόμενη πραγματική δημοκρατία, της αντιπροσπευτικής δημοκρατίας με μόνη την άμεση δημοκρατία, τη λεγόμενη δημοκρατία των συμβουλίων (την εποχή εκείνη δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτοδιαχείριση). Πράγμα που με κάνει να θέσω το αληθινό ερώτημα: μήπως ήταν μάλλον αυτή η ίδια η κατάσταση αυτή η ίδια η γραμμή (της ριζικής υποκατάστασης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με μόνη την άμεση δημοκρατία στη βάση) που στάθηκε ο κύριος παράγοντας των όσων συνέβηκαν στην Σοβιετική Ένωση, όταν ακόμα ζούσε ο Λένιν, και που δημιούργησε τον συγκεντρωτικό και κρατιστή Λένιν του οποίου γνωρίζουμε τους επιγόνους;

Λέω ότι θέτω το ερώτημα: είχε ήδη τεθεί από την εποχή εκείνη και είχε λάβει μιαν απάντηση, που τώρα φαίνεται σαν ένα δραματικό προμήνυμα. Την έδωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, για την οποία ο Λένιν έλεγε πως ήταν αητός της επανάστασης. Του αητού είχε και τη ματιά. Η πρώτη σωστή και θεμελιακή κριτική στη μπολσεβίκικη επανάσταση και στον Λένιν είναι η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Είναι αποφασιστική διότι δεν έρχεται από τη μεριά της σοσιαλδημοκρατίας (που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για άμεση δημοκρατία και για καθεστώς συμβουλίων), αλλά ακριβώς από τη μαχήτρια την πεισμένη για τη δημοκρατία των συμβουλίων για την οποία έδωσε τη ζωή της, αφού εκτελέστηκε κατά τη συντριβή των εργατικών συμβουλίων στη Γερμανία από τη σοσιαλδημοκρατία. Εκείνο λοιπόν για το οποίο η Ρόζα ψέγει τον Λένιν δεν είναι ότι αμέλησε ή περιφρόνησε την άμεση δημοκρατία στη βάση, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή στηρίχτηκε αποκλειστικά πάνω στην τελευταία (αποκλειστικά, διότι για τη Ρόζα η δημοκρατία των συμβουλίων παραμένει πάντα απαραίτητη) καταλύοντας απλούστατα την αντιπροσωπευτική δημοκρατία --συγκεκριμένα κατά την αποπομπή της Συντακτικής συνέλευσης, που είχε εκλεγεί υπό μπολσεβίκικη κυβέρνηση--, προς όφελος μόνο των Σοβιέτ. Θα χρειαστεί να ξαναδιαβάσουμε τη Ρωσική επανάσταση, της οποίας παραθέτω μόνο ένα απόσπασμα: "Ο Λένιν και ο Τρότσκυ, αρνούμενοι τα αντιπροσωπευτικά σώματα που βγήκαν από τις γενικές λαϊκές εκλογές, εγκατέστησαν τα Σοβιέτ ως τη μοναδική γνήσια αντιπροσώπευση των εργαζόμενων μαζών. Αλλά με την κατάπνιξη της πολιτικής ζωής σ' όλη τη χώρα, η ζωή των ίδιων των Σοβιέτ δεν θα μπορέσει να ξεφύγει μια εκτεταμένη παράλυση. Σίχως γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία Τύπου και συγκεντρώσεων, δίχως ελεύθερη διαπάλη των διάφορων απόψεων, η ζωή σβήνει σε κάθε πολιτικό θεσμό και θριαμβεύει μόνη η γραφειοκρατία."

[...] το βασικό ζήτημα είναι αυτό που έθεσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: πέρα από τις τοποθετήσεις του Λένιν σε μια σειρά άλλα προβλήματα, πέρα ακόμα κι από τις ιστορικές ιδιομορφίες της Ρωσίας, εκείνο που ακολούθησε, όταν ακόμα ζούσε ο Λένιν, αλλά κυρίως κατοπινά (μονοκομματισμός, γραφειοκρατικοποίηση του κομματος, μπέρδεμα κόμματος και Κράτους, κρατισμός, τέλος κι αυτών των Σοβιέτ, κτλ.), ήταν ήδη εγγεγραμμένο μέσα σ' αυτή την κατάσταση που επέκρινε η Ρ. Λούξεμπουργκ.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, ας δούμε για τώρα το επαναστατικό "μοντέλο" που κληροδότησε η 3η Διεθνής, πάνω στο οποίο ο σταλινισμός άσκησε, στο μεταξύ, τη δική του επίδραση. Ίδια τοποθέτηση έναντι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με την προσθήκη τώρα και του κρατισμού και της περιφρόνησης της άμεσης δημοκρατίας στη βάση, κοντολογίς με τη διαστρέβλωση του νοήματος όλης της προβληματικής πέρα για πέρα από την εργαλειακή αντίληψη για το Κράτος.

Το καπιταλιστικό Κράτος εξακολουθεί να θεωρείται ένα απλό αντικείμενο ή εργαλείο, που το χειρίζεται κατά βούληση η αστική τάξη της οποίας είναι απόρροια: υποτίθεται ότι δεν τη διαπερνούν εσωτερικές αντιφάσεις. Οι αγώνες των λαϊκών μαζών, όχι μόνο δεν μπορούν να είναι, στην αντίθεσή τους προς την αστική τάξη, ένας από τους παράγοντες συγκρότησης αυτού του κράτους (στην περίπτωση αυτή, των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας), αλλά ούτε μπορούν να διαπερνούν το Κράτος που νοείται ως αρραγές μονολιθικό συγκρότημα. Οι ταξικές αντιφάσεις βρίσκονται τάχα ανάμεσα στο Κράτος και τις έξω από το Κράτος λαϊκές μάζες. Κι αυτό ως το σημείο μιας κρίσης της διπλής εξουσίας, ως τη στιμή που το Κράτος αυτό εξαρθρώνεται ουσιαστικά λόγω της κεντρικοποίησης σε εθνικό επίπεδο παράλληλων εξουσιών, που γίνονται η πραγματική εξουσία (τα Σοβιέτ).

[...]

Ποια μορφή παίρνει, μέσα σε τούτο το γενικό πλαίσιο, το πρόβλημα του μετασχηματισμού του κρατικού μηχανισμού σε μία μετάβαση στον σοσιαλισμό; Πρέπει να καταληφθεί πρώτα η κρατική εξουσία και, αφού πραγματοποιηθεί η άλωση του φρουρίου, να σαρωθεί μεμιάς ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός και να υποκατασταθεί με τη δεύτερη εξουσία (τα Σοβιέτ) που θα συγκροτηθεί σε Κράτος νέου τύπου. [...] Τα Σοβιέτ, που πρόκειται να υποκαταστήσουμ μονομιάς το αστικό Κράτος, δεν είναι πια η άμεση δημοκρατία στη βάση που αντικαθιστά την αστική δημοκρατία. Δεν είναι τόσο το αντι-Κράτος αλλά το παρακράτος που αντιγράφει το εργαλειακό μοντέλο του υφιστάμενου Κράτους, ένα προλεταριακό Κράτος, καθόσον θα ελέγχεται καταλαμβάνεται εκ των άνω από το "ενιαίο" επαναστατικό κόμμα, κόμμα που λειτουργεί κι αυτο κατά το πρότυπο του Κράτους. Η δυσπιστία για τις δυνατότητες παρέμβασης των λαϊκών μαζών μέσα στο αστικό Κράτος έχει γίνει δυσπιστία για το λαϊκό κίνημα γενικά. Αυτό λέγεται ενδυνάμωση του κράτους-Σοβιέτ για να γίνει ευκολότερος ο μαρασμός του κάποια μέρα....Έτσι γεννήθηκε ο σταλινικός κρατισμός.

Σταλινικός κρατισμός του οποίου μπορούμε να δούμε τώρα τη στενή ομοιότητα με τον κρατισμό της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Κι αυτή επίσης χαρακτηρίζεται από τη βαθύτερη δυσπιστία για την άμεση δημοκρατία στη βάση και για τις λαϊκές πρωτοβουλίες. Γι αυτήν επίσης, η σχέση των λαϊκών μαζών με το Κράτος είναι μια σχέση εξωτερικότητας, όπου το Κράτος έχει εξουσία και αποτελεί μια οντότητα. Πρόκειται για το Κράτος-Υποκείμενο, κάτοχο μιας ενδογενούς ορθολογικότητας, που την ενσαρκώνουν οι πολιτικές ελίτ και μόνοι οι μηχανισμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το Κράτος αυτό κυριεύεται εμ την αντικατάσταση των κορυφών από μια φωτισμένη αριστερή ελίτ και με ορισμένες διορθώσεις στη λειτουργία των θεσμών. Εξυπονοείται ότι το κράτος αυτό θα φέρει έτσι στις μάζες τον σοσιαλισμό από τα πάνω: έχουμε εδώ τον τεχνο-γραφειοκρατικό κρατισμό των εμπειρογνωμόνων.

Σταλινική κρατολατρία, σοσιαλδημοκρατική κρατολατρία: μία από τις παραδόσεις του λαϊκού κινήματος, όπως σωστά έχει ειπωθεί. Το να πιστέυει όμως κανείς ότι γλυτώνει απ' αυτήν με την άλλη παράδοση, της άμεσης δημοκρατίας στη βάση ή του αυτοδιαχειριστικού κινήματος και μόνο, είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο για να είναι αληθινό: δεν πρέπει να εξχνάμε την περίπτωση του Λένιν και τα φύτρα του κρατισμού που περιείχε το πρώτο πείραμα των συμβουλίων. Το δίλημμα από το οποίο πρέπει να βγούμε είναι στο βάθος το ακόλουθο: είτε να διατηρήσουμε το υφιστάμενο Κράτος, να αρκεστούμε μόνο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία επιφέροντας τις δευτερεύουσες αλλαγές, πράγμα που καταλήγει στον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό και στον λεγόμενο φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό· είτε να αρκεστούμε μόνο στην άμεση δημοκρατία πστη βάση ή στο αυτοδιαχειριστικό κίνημα, πράγμα που οδηγεί απαπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, σ έναν κρατιστικό δεσποτισμό ή σε μια δικτατορία των εμπειρογνωμόνων. Πώς να συλλάβουμε έναν ριζικό μετασχηματισμό του Κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχεριστικών εστιών, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα ενός δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό και ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Πρόβλημα που η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου όχι μόνο δεν έθεσε, αλλά τελικά το κουκούλωσε.

Θα πω τούτο μόνο: η δικτατορία του προλεταριάτου ήταν για τον Μαρξ μια στρατηγική έννοια με πρακτικό περιεχόμενο που λειτουργούσε το πολύ σαν πίνακας-οδηγός. Αναφερόταν στην ταξική φύση του Κράτους, στην ανάγκη του μετασχηματισμού του για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό και στη διαδικασία του μαρασμού του Κράτους. Αν και όλα τούτα στα οποία αναφερόταν παραμένουν πραγματικά, ωστόσο η έννοια αυτή είχε, κατοπινά, μια συγκεκριμένη λειτουργία: να κουκουλώσει το θεμελιακό πρόβλημα, το πρόβλημα ακριβώς της σπονδύλωσης μιας μετασχηματισμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με την άμεση δημοκρατία στη βάση. Να ποιοι είναι οι αληθινοί λόγοι που, κατά τη γνώμη μου, δικαιώνουν την εγκατάλειψή της και όχι επειδή η έννοια αυτή κατέληξε να ταυτιστεί μόνο με τον σταλινικό ολοκληρωτισμό. Ακόμα κι όταν πήρε διαφορετικά νοήματα, εξακολούθησε να διατηρεί την πιο πάνω ιστορική λειτουργία της: αυτό έγινε με τον Λένιν στις αρχές της Οκτωβριανής επανάστασης, αυτό έγινε, πιο κοντά σε μας, και με τον Γκράμσι. Ασφαλώς, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη σημαντική θεωρητικο-πολιτική συνεισφορά του Γκράμσι και είναι γνωστή η απόσταση που πήρε από το σταλινικό πείραμα. Παραμένει γεγονός ωστόσο ότι ούτε αυτός (κι ας τον τραβάνε σήμερα πότε αριστερά και πότε δεξιά) μπόρεσε να θέσει το πρόβλημα σ' όλη του την έκταση. Οι περίφημες αναλύσεις του για τις διαφορές ανάμεσα στον πόλεμο κινήσεων (τον πόλεμο των μπολσεβίκων στη Ρωσία) και στον πόλεμο θέσεων νοούνται βασικά ως εφαρμογή της λενινιστικής στρατηγικής-μοντέλου σε "διαφορετικές συγκεκριμένες καταστάσεις", τις καταστάσεις της Δύσης. Πράγμα που, παρά τις αξιοσημείωτες ενοράσεις του τον οδηγεί σε ολόκληρη σειρά αδιέξοδα στα οποία δεν υπάρχει λόγος να σταθούμε εδώ.

Να ποιο είναι επομένως το πρόβλημα ουσίας ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού: δεν αφορά μόνο τις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες, με την έννοια ότι πρόκειται εδώ για ένα στρατηγικό μοντέλο προσαρμοσμένο μόνο στην κατάσταση αυτών των χωρών. [...] το πρόβλημα αυτό αφορά κάθε μετάβαση στο σοσιαλισμό, έστω κι αυτή παρουσιάζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο στις διάφορες χώρες. Είναι τώρα γνωστό ότι δεν μπορεί να υπάρχει, ανάλογα με τις διάφορες χώρες, πότε ένας δημοκρατικός σοσιαλισμός, πότε ένας άλλος. Το ότι οι συγκεκριμένες καταστάσεις είναι διαφορετικές, το ότι οι στρατηγικές οφείλουν να προσαρμόζονται στις ιδιομορφίες των διαφόρων χωρών δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, αλλά δεν μπορεί να υπάρχει σοσιαλισμός παρά μόνο δημοκρατικός.

Όσο για αυτόν τον σοσιαλισμό, όσο για τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη παρουσιάζει ολοφάνερες ιδιομορφίες: αυτές αφορούν ταυτόχρονα τις νέες κοινωνικές σχέσεις, την κρατική μορφή που επιβάλλεται, τη μοναδικότητα της κρίσης του Κράτους. Αυτές οι ιδιομορφίες αποτελούν, για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ισάριθμες ευκαιρίες και δυνατότητες, ίσως για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, μίας επιτυχίας του πειράματος ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού, μιας επιτυχημένης συνάρθρωσης ανάμεσα σε μια μετασχηματισμένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την άμεση δημοκρατία στη βάση. Πράγμα που συνεπάγεται μια νέα στρατηγική, τόσο για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από τις λαϊκές μάζες και τις οργανώσεις όσο και για τις μεταβολές του Κράτους: είναι αυτό που ονομάζεται δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό.

Το Κράτος είναι σήμερα λιγότερο από ποτέ ένας φιλντισένιος πύργος αποκομμένος από τις λαϊκές μάζες. Οι αγώνες των τελευταίων διαπερνούν συνεχώς το Κράτος, ακόμα κι όταν πρόκειται για μηχανισμούς όπου οι μάζες δεν είναι παρούσες οι ίδιες. Η κατάσταση διπλής εξουσίας, κατάσταση μετωπικού αγώνα συγκεντρωμένου σε μία συγκεκριμένη στιγμή, δεν είναι η μόνη που επιτρέπει μια δράση λαϊκών μαζών μέσα στο Κράτος. Ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό είναι μια μακρά πορεία, όπου ο αγώνας των λαϊκών μαζών δεν αποβλέπει στην δημιουργία μιας πραγματικής εξουσίας, παράλληλης και εξωτερικής προς το Κράτος, αλλά εφαρμόζεται στις εσωτερικές αντιφάσεις του Κράτους. Η κατάληψη της εξουσίας προϋποθέτει ασφαλώς πάντα μία κρίση του Κράτους (αυτού που υπάρχει σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες), αλλά η κρίση αυτή, που οξύνει ακριβώς τις εσωτερικές αντιφάσεις του Κράτους, δεν ανάγεται σε μια κρίση κατάρρευσης του κράτους. Κατάληψη ή κατάκτηση της κρατικής εξουσίας δεν μπορεί να σημαίνει ένα απλό πάρσιμο των εξαρτημάτων της κρατικής μηχανής, με σκοπό την υποκατάστασή της υπέρ της δεύτερης εξουσίας. Η εξουσία δεν είναι μια ουσία ποσοποιήσιμη που την κατέχει το Κράτος και που θα πρέπει να του την αφαιρέσουμε. Η εξουσία συνίσταται σε μια σειρά σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, κατεξοχήν συγκεντρωμένες στο Κράτος που αποτελεί την συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Το Κράτος δεν είναι ούτε ένα πράγμα-εργαλείο που μπορεί κανείς να βάλει χέρι πάνω του, ούτε ένα φρούριο όπου εισδύει κανεις με δούρειους ίπους, ούτε ένα χρηματοκιβώτιο που το ανοίγει κανείς με διάρρηξη: είναι το κέντρο άσκησης της πολιτικής εξουσίας.

Πάρσιμο της κρατικής εξουσίας σημαίνει ανάπτυξη ενός μαζικού αγώνα, τέτοιου που να αλλάζει τον συσχετισμό δυνάμεων μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς, μέσα στο ίδιο δηλαδή το στρατηγικό πεδίο των πολιτικών αγώνων. Ενώ για τη στρατηγική του τύπου διπλής εξουσίας η αποφασιστική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων δεν συντελείται μέσα στο Κράτος αλλά ανάμεσα στο Κράτος και τη δεύτερη εξουσία, το αντι-Κράτος που υποτίθεται ότι βρίσκεται ριζικά εκτός Κράτους, ανάμεσα στο Κράτος και τις μάζες που υποτίθεται πως είναι εξωτερικές προς το Κράτος.

Αυτή η μακρόχρονη πορεία για την κατάληψη της εξουσίας σ' ένα δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό συνίσταται βασικά στην ανάπτυξη, ενίσχυση, συντονισμό και καθοδήγηση των σκόρπιων κέντρων αντίστασης που διαθέτουν πάντα οι μάζες μέσα στα κρατικά δίκτυα, με τη δημιουργία και ανάπτυξη και νέων, έτσι που τούτα τα κέντρα να γίνουν, πάνω στο στρατηγικό κέντρο που είναι το Κράτος, τα ουσιαστικά κέντρα της πραγματικής εξουσίας.

Δεν πρόκειται επομένως για μιαν απλή διάζευξη ανάμεσα στον μετωπικό πόλεμο κινήσεων και στον πόλεμο θέσεων, αφού ο τελευταίος, κατά τον Γκράμσι, συνίσταται πάντα σε μια περικύκλωση του Κράτους-φρουρίου.

Προβάλλει το ερώτημα: μήπως αποδεχόμαστε έτσι τον παραδοσιακό ρεφορμισμό; Για ν' απαντήσουμε πρέπει να δούμε πώς έχει τεθεί το ζήτημα του ρεφορμισμού από την 3η Διεθνή. Γι' αυτήν, ρεφορμιστική είναι κάθε στρατηγική που ξεχωρίζει από εκείνην της διπλής εξουσίας. Η μόνη ριζική ρήξη ως προς την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, η μόνη χαρακτηριστική ρήξη που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον ρεφορμισμό είναι η ρήξη ανάμεσα στο Κράτος (απλό εργαλείο της αστικής τάξης έξω από τις μάζες) και στο υποτιθέμενο απόλυτο εξωτερικό του, τη δεύτερη εξουσία (τις μάζες/ Σοβιέτ). Πράγμα που --μικρή παρένθεση-- δεν εμπόδισε, το αντίθετο μάλιστα, έναν ιδιαίτερο ρεφορμισμό της 3ης Διεθνούς, που οφειλόταν ακριβώς στην εργαλειακή αντίληψη του Κράτους. [...] στην περίπτωση ενός δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, το κριτήριο του ρεφορμισμού δεν είναι τόσο αποφασιστικό όσο στη στρατηγική της διπλής εξουσίας, και οι κίνδυνοι σοσιαλδημοκρατικοποίησης -περιττό να το αρνηθούμε-- είναι μεγαλύτεροι. Οπωσδήποτε, αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων [...] σημαίνει κατηγορηματικά μια πορεία ουσιαστικών ρήξεων που το κορυφαίο σημείο τους --και θα υπάρξει αναγκαστικά ένα τέτοιο σημείο-- βρίσκεται στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών πάνω στο στρατηγικό έδαφος του Κράτους.

Αυτός ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν είναι επομένως απλός κοινοβουλευτικός ή εκλογικός δρόμος. Το να κερδηθεί η εκλογική πλειοψηφία (στη Βουλή ή για τη θέση του Προέδρου) δεν μπορεί να αποτελεί παρά μια φάση, όσο κι αν αυτή είναι σπουδαία: δεν είναι άλλωστε κατανάγκη το κορυφαίο σημείο των ρήξεων μέσα στο Κράτος. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος αφορά το σύνολο των μηχανισμών και των οργάνων του: δεν αφορά μόνο το Κοινοβούλιο ή, όπως επαναλαμβάνεται σήμερα κατά κόρον, τους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, που υποτίθεται ότι κατέχουν τώρα τον καθοριστικό ρόλο στο "σύγχρονο" Κράτος. Η διαδικασία αυτή απλώνεται επίσης, και κατά πρώτο λόγο, στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, εκείνους που κατέχουν το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας: τον στρατό και την αστυνομία κυρίως. [...] Eίναι φανερό ότι η εσωτερική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στους κατασταλτικούς μηχανισμούς θέτει προβλήματα ιδιαίτερα και, κατά συνέπεια, επίφοβα:  αλλά --η περίπτωση της Πορτογαλίας το έδειξε περίτρανα-- οι ίδιοι αυτοί μηχανισμοί διαπερνούνται από τους αγώνες των λαϊκών μαζών.

Κάτι περισσότερο, η εναλλακτική λύση όσον αφορά τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό είναι οπωσδήποτε ο αγώνας των λαϊκών μαζών που αποβλέπει στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος, αντί της μετωπικής στρατηγικής τύπου διπλής εξουσίας. [...] Κάτι ακόμα: οι λαϊκοί αγώνες οφείλουν πάντα να εκδηλώνονται και με την ανάπτυξη κινημάτων και την εξάπλωση οργάνων άμεσης δημοκρατίας στη βάση και αυτοδιαχειριστικών εστιών.

Πράγμα που συνδέεται με το ζήτημα των μετασχηματισμών του Κράτους αλλά και --ας μην το ξεχνάμε-- με το θεμελιακό ζήτημα της κρατικής εξουσίας και, γενικότερα, της εξουσίας. Το ζήτημα: ποιος είναι στην εξουσία και για να κάνει τι, δεν μπορεί να μείνει ξένο προς τους αγώνες για την αυτοδιαχείριση ή την άμεση δημοκρατία. Ωστόσο, αυτοί οι αγώνες και αυτά τα κινήματα δεν μπορούν --προκειμένου να συμβάλουν στην αλλαγή των σχέσεων εξουσίας-- να τείνουν προς μια συγκέντρωση σε μια δεύτερη εξουσία, χώρο που υποτίθεται ότι βρίσκεται απόλυτα έξω από το Κράτος, αλλά στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων πάνω στο ίδιο το έδαφος του Κράτους. Αυτοί οι αγώνες κι αυτά τα κινήματα, εφόσον είναι πολιτικού χαρακτήρα, έστω κι αν τοποθετούνται έξω από τον φυσικό χώρο του Κράτους, δεν είναι εκτός Κράτους: οπωσδήποτε είναι πάντα τοποθετημένοι μέσα στο στρατηγικό του πεδίο. Εδώ επομένως βρίσκεται η πραγματική εναλλακτική λύση και όχι εκείνη, η απλή ενός "εσωτερικού αγώνα" έναντι ενός "εξωτερικού αγώνα". Σ' έναν δημοκρατικό δρόμος προς τον σοσιαλισμό, οι δύο αυτές μορφές αγώνα πρέπει να συνδυάζονται.

Η "ενσωμάτωση" ή όχι στους κρατικούς μηχανισμούς, η υπηρέτηση ή όχι των συμφερόντων της εξουσίας, δεν ανάγεται στην εκλογή ανάμεσ σ' έναν αγώνα εξωτερικό και σ' έναν αγώνα εσωτερικό. Η ενσωμάτωση αυτή δεν είναι εξάλλου η αναγκαία συνέπεια μιας στρατηγικής που αποβλέπει σε αλλαγές στον χώρο του Κράτους, λες και μπορούσε ποτέ ένας πολιτικός αγώνας να τοποθετηθεί απόλυτα έξω από το Κράτος.

Αυτή η στρατηγική για το πάρσιμο της εξουσίας παραπέμπει κατευθείαν στο ζήτημα των μετασχηματισμών του Κράτους σ' έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Μόνο μια συνάρθρωση των δύο τρόπων ενέργειας, δηλαδή του μετασχηματισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανάπτυξης των μορφών άμεσης δημοκρατίας ή του κινήματος για την αυτοδιαχείριση, μπορεί να αποτρέψει τον αυταρχικό κρατισμό. Αυτή όμως η συνάρθρωση θέτει νέα προβλήματα.

[...] ριζικός μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού σ' έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνεται πια λόγος για εκείνο που ονομάστηκε από παλιά σπάσιμο ή καταστροφή αυτού του μηχανισμού. Ο όρος σπάσιμο, που υπήρξε κι αυτός ένας όρος ενδεικτικός στον Μαρξ, κατέληξε ωστόσο να δηλώσει ιστορικά κάτι το πολύ συγκεκριμένο: το ξερίζωμα ακριβώς κάθε μορφής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των λεγομένων τυπικών ελευθεριών, αποκλειστικά υπέρ της άμεσης δημοκρατίας στη βάση και των λεγόμενων πραγματικών ελευθεριών. Πρέπει να πάρουμε θέση πάνω σε τούτο το ζήτημα: αν ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός σημαίνουν επίσηε πλουραλισμό πολιτικό (κομμάτων) και ιδεολογικό, αναγνώριση του ρόλου της καθολικής ψηφοφορίας, επέκταση και βάθεμα όλων των πολιτικών ελευθεριών, μαζί και για τους αντιπάλους, κτλ, τότε δεν μπορούμε πια να χρησιμοποιούμε τον όρο σπάσιμο ή καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, εκτός κι αν παίζουμε με τις λέξεις. Πρόκειται ασφαλώς, μέσα απ' όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς, για μια ορισμένη νομιμότητα και συνέχεια των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: συνέχεια με την έννοια όχι μιας θλιβερής επιβίωσης που υφιστάμεθα εφόσον αδυνατούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά ενός αναγκαίου όρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού.

[...] Ένας μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού που κατευθύνεται προς τον μαρασμό του Κράτους δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια όλο και μεγαλύτερη παρέμβαση των λαϊκών μαζών στο Κράτος, διαμέσου βέβαια των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους αντιπροσωπειών, αλλά και με την ανάπτυξη των δικών τους πρωτοβουλιών μέσα στο ίδιο το Κράτος. Πορεία κι εδώ κατά στάδια, αλλά που δεν μπορεί να περιορίζεται σ' έναν απλό εκδημοκρατισμό του Κράτους. Οπωσδήποτε, αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει ν' ακολουθήσουν οι αναγκαίες μεταβολές του Κράτους, είτε πρόκειται για το κοινοβούλιο, είτε για τις ελευθερίες, για τον ρόλο των κομμάτων, τον εκδημοκρατισμό των ίδιων των συνδικαλιστικών και πολιτικών μηχανισμών της Αριστεράς ή για την αποκέντρωση.

Όλα τούτα πρέπει να συνοδεύονται από την ανάπτυξη νέων μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών δικτύων και εστιών. Ένας μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού και μια ανάπτυξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν μπορούν μόνοι τους να ξεφύγουν από τον κρατισμό. [...] στην πραγματικότητα, δεν μπαίνει ζήτημα να κάνουμε τη "σύνθεση" των δύο παραδόσεων του λαϊκού κινήματος, της κρατικιστικής και της αυτοδιαχειριστικής, που θα πρέπει τάχα να τις συγκολλήσουμε. Μπαίνει ζήτημα να τοποθετηθούμε σε μια σφαιρική προοπτική μαρασμού του Κράτους, προοπτική που περιλαμβάνει δύο συναρθρωμένες διαδικασίες: τον μετασχηματισμό του Κράτους και την ανάπτυξη της άμεσης δημοκρατίας στη βάση. Η αποσύνδεση αυτών των δύο πορειών είναι εκείνη που προκάλεσε μια διάσπαση υπό τη μορφή των δύο παραδόσεων, διάσπαση που τ' αποτελέσματά της μας είναι γνωστά.

Ο δρόμος αυτός, ο μόνος που μπορεί να οδηγήσει στον δημοκρατικό σοσιαλισμό, έχει την ανάποδή του: δύο κίνδυνοι τον παραμονεύουν.

Πρώτα πρώτα, ένας παλιός κίνδυνος, πολύ γνωστός, αλλά που εδώ παρουσιάζεται έντονος: η αντίδραση του αντιπάλου, στην προκειμένη περίπτωση της αστικής τάξης. [...] εφόσον δεν έχουμε να κάνουμε με μια καταστροφή του κρατικού μηχανισμου και την υποκατάστασή του από τη δεύτερη εξουσία, αλλά με τον μετασχηματισμό του στη διάρκεια μιας μακρόχρονης πορείας, αυτό -έστω και μόνο η ανάπτυξη και η επέκταση των ελευθεριών και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας- προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες στον αντίπαλο, είτε για να μποϋκοτάρει ένα πείραμα δημοκρατικού σοσιαλισμού, είτε για να επέμβει βίαια και να βάλει τέρμα σ' αυτό. Ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν θα είναι ασφαλώς ένα ειρηνικό πέρασμα.

Ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί ν' αντιμετωπιστεί παρά μόνο με την υποστήριξη ενός πλατιού λαϊκού κινήματος. Ας το πούμε ξεκάθαρα: οπωσδήποτε, κι αντίθετα προς την "αβανγκαρντίστικη" στρατηγική της διπλής εξουσίας, η πραγμάτωση αυτού του δρόμου και των στόχων που συνεπάγεται, η συνάρθρωση των δύο πορειών που αποβλέπει στην αποτροπή του κρατισμού και του σοσιαλδημοκρατικού αδιεξόδου, προϋποθέτουν την αποφασιστική και συνεχή υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος βασισμένου σε πλατιές λαϊκές συμμαχίες. [...] Αυτό το πλατύ λαϊκό κίνημα αποτελεί ένα εχέγγυο έναντι της αντίδρασης του αντιπάλου, έστω κι αν δεν είναι αρκετό και πρέπει να συνδυάζεται πάντα με ριζικούς μετασχηματισμούς του Κράτους. Αυτό είναι το διπλό δίδαγμα που μπορούμε ν' αντλήσουμε από τη Χιλή [...] Για να μπορέσει η Αριστερά να ξεσηκώσει τούτο το πλατύ κίνημα οφείλει να πάρει τα κατάλληλα μέτρα και κυρίως να επωμιστεί τα νέα λαϊκά αιτήματα στα μέτωπα εκείνα που ονομάστηκαν κάποτε, εντελώς λαθεμένα, "δευτερεύοντα μέτωπα" (αγώνες των γυναικών, αγώνες για το "περιβάλλον", κλπ).

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις μορφές συνάρθρωσης των δύο διαδικασιών, της διαδικασίας των μετασχηματισμών του Κράτους και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, και της διαδικασίας της άμεσης δημοκρατίας και του αυτοδιαχειριστικού κινήματος. Πρόβλημα νέο από τη στιγμή που δεν μπαίνει ζήτημα κατάργησης της μιας προς όφελος της άλλης, είτε με σκέτη αποβολή της μιας από τις δύο είτε με ενσωμάτωση της μιας στην άλλη [...] Μία κατάσταση διπλής εξουσίας, ακόμη και μεταξύ δύο αριστερών εξουσιών, δεν μοιάζει καθόλου με ένα παιχνίδι εξουσιών και αντεξουσιών που εξισορροπούνται αμοιβαία για το καλό του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας. Η κατάσταση αυτή οδηγεί γρήγορα σε μια αντοιχτή αντίθεση ανάμεσα στους δύο, με κίνδυνο εξοβελισμού του ενός για χάρη του άλλου. Στη μία περίπτωση έχουμε τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση (περίπτωση της Πορτογαλίας), στην άλλη (εξοβελισμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας) δεν θα έχουμε τον μαρασμό του Κράτους και τον θρίαμβο της άμεσης δημοκρατίας, αλλά, αργά ή γρήγορα, μια αυταρχική δικτατορία νέου τύπου. Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος θα είναι εκείνο που θα βγει τελικά κερδισμένο.

[...] η ιστορία δεν μας έχει δώσει ως τώρα επιτυχημένο πείραμα δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό: απεναντίας μας έδωσε αρνητικά παραδείγματα προς αποφυγήν και σφάλματα για μελέτη, πράγμα όχι αμελητέο. Ασφαλώς, μπορεί κανείς ν' αντιτείνει, στο όνομα φυσικά του ρεαλισμού (του ρεαλισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου ή του ρεαλισμού των άλλων, των υγιώς σκεπτόμενων νεοφιλελεύθερων) πως αν αυτός ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν υπήρξε ακόμη πουθενά είναι διότι είναι ανέφικτος. Ίσως: δεν έχουμε πια τη χιλιαστική πίστη, τη βασισμένη σε μερικούς σιδερένιους νόμους μιας αναπόφευκτης δημοκρατικής και σοσιαλιστικής επανάστασης. Ένα όμως είναι βέβαιο: ο σοσιαλισμός θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός. Επιπλέον, η αισιοδοξία μας για τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό δεν θα πρέπει να μας κάνει να τον θεωρούμε σαν μια "βασιλική ατραπό", ευκολοδιάβατη και δίχως κινδύνους. Κίνδυνοι υπάρχουν, αλλά κάπως μετατοπισμένοι: τελικά, οι κίνδυνοι είναι να πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις σφαγές και να είμαστε εμείς τα διαλεχτά τους θύματα.

Σ' αυτό θα απαντήσω ότι, κίνδυνος για κίνδυνος, είναι πάντως προτιμότερος παρά να σφάζουμε τους άλλους για να καταλήξουμε κι οι ίδιοι κάτω από το λεπίδι κάποιας Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας ή κάποιου Δικτάτορα του προλεταριάτου.

Κίνδυνοι του δημοκρατικού σοσιαλισμού που δεν μπορούσαμε σίγουρα ν' αποφύγουμε παρά μόνο μ' έναν τρόπο: να κάτσουμε φρόνιμα και να βαδίσουμε χωρίς λοξοδρομήματα υπό την προστασία και την επιτήρηση της προχωρημένης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία...

Τέλος.