Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Η μέτρια κανονικότητα, η βαθιά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και το ακροδεξιό φυτώριο

 

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Νέα Πραγματικότητα

Μετά την Κυριακή κινούμαστε σε μια νέα πραγματικότητα που φυσικά προϋπήρχε του συγκεκριμένου εκλογικού αποτελέσματος. Τα χαρακτηριστικά αυτής της πραγματικότητας είναι η αποδοχή –από ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων πολιτών‒ μιας διαχείρισης μέτριων προσδοκιών με την προσδοκία μιας ανεκτής κανονικότητας εν μέσω κρίσεων και παγκόσμιας αβεβαιότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να καταλάβει αυτό το γεγονός ή το ερμήνευσε ως προϊόν ενός προπαγανδιστικού μοντάζ ή μιας ακροδεξιάς μετάλλαξης κοινού και ηγεσίας του νεοδημοκρατικού χώρου.

Η επιτυχία μιας σκοταδιστικής ακροδεξιάς με φασίστες εντός της προσεγγίζεται ήδη είτε ως παραπροϊόν των εκλογικών πειραματισμών του ΣΥΡΙΖΑ (από τους οπαδούς του Κυριάκου Μητσοτάκη) είτε ως λογική συνέπεια της «ακροδεξιάς» πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη (όπως συνεχίζουν να πιστεύουν πολλοί μέσα στην αριστερά). Όμως αυτός ο χώρος που τώρα αγγίζει το 15% είναι, όπως έχουμε πει, ένας «άλλος» λαός, συνέχεια και γονιμοποίηση των αλλοπρόσαλλων εθνικισμών-συνωμοσιολογιών που αναπτύχθηκαν μέσα στη δεκαετία των Μνημονίων.

Σε τι αντιστοιχεί όμως η νέα διάταξη δυνάμεων; Η κυρίαρχη πολιτική της έκφραση σημαδεύτηκε από την προσπάθεια του επιτελείου του Μητσοτάκη να «συνθέσει» αξίες του τεχνοκρατικού, διαχειριστικού κέντρου με εκδοχές κοινωνικού συντηρητισμού εντός ορίων. Αυτό χρειαζόταν δόσεις οικονομικής αισιοδοξίας και γεωπολιτικής και ψυχολογικής φοβίας για έναν κόσμο διαρκών απειλών. Το μείγμα απευθυνόταν συγχρόνως στους πιο εύπορους αλλά και σε όσους φτωχότερους και νέους βαρέθηκαν ή μπούχτισαν με την «αρνητικότητα» και αναγνώρισαν στη μεταπανδημική κατάσταση καλύτερες προοπτικές ατομικής ζωής. Την ίδια στιγμή, όμως, η σταθεροποίηση σε μια μετρίως υποσχόμενη κανονικότητα γίνεται ένας από τους λόγους για την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διακηρύξει ή είχε προσπαθήσει να πολιτευτεί «κεντροαριστερά», διατηρώντας συγχρόνως πρόσωπα, ρητορικές και αναλύσεις που επαναλάμβαναν μονότονα πως η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη είναι ακροδεξιά. Ισχυριζόταν ότι επιδιώκει να καλύψει το «κέντρο», δοκιμάζοντας συστηματικά να φασιστικοποιήσει τους αντιπάλους του. Αντί να σταθεί στα σοβαρά ελαττώματα και στις μεγάλες ευθύνες του επιτελείου της Νέας Δημοκρατίας για θεσμικές και κοινωνικές παθογένειες, έπεσε θύμα της ιδέας πως έχει απέναντί του μια μεταμφιεσμένη ΕΡΕ του χωροφύλακα. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο τόσο τα τραυματικά συναισθήματα των μεγαλύτερων ηλικιών όσο και οι απογειωμένες, θεωρητικές κατασκευές νεότερων και μορφωμένων ανθρώπων του χώρου.

Τι διευκολύνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη

Τώρα πλέον ο Κυριάκος Μητσοτάκης διευκολύνεται να κυβερνήσει και από την παρουσία των συγκεκριμένων εξτρεμιστικών φωνών που προέκυψαν στη νέα Βουλή. Εξουδετερώνοντας μια πολιτικά πρόχειρη αξιωματική αντιπολίτευση και με το ΠΑΣΟΚ σε πορεία αργής ανασύνταξης δίχως επαρκή κοινοβουλευτική δύναμη, η πλειοψηφία θα έχει απλώς να χειριστεί ευφυώς το θέαμα κάποιων ασπόνδυλων ή παλαιολιθικών αντιπολιτεύσεων. Θα εμφανίζεται, ας πούμε, ως φωνή της λογικής απέναντι στον ψεκασμένο ανορθολογισμό, θα επαινεί κατά κανόνα τον συντηρητικό παλαιολιθισμό του ΚΚΕ και φυσικά θα αξιοποιήσει το θεατρικό μαρτύριο στο οποίο σκοπεύει να υποβάλει τη Βουλή η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Όπως και αν το δούμε, η εκστρατεία κάποιων οργισμένων αντι-μητσοτακικών έπαιξε το παιχνίδι της νέας κεντροδεξιάς κυριαρχίας του ίδιου του Μητσοτάκη. Η περιγραφή μιας κατάστασης αθλιότητας και χουντικής εξαχρείωσης γέννησε «κάτω» την αντίθετη διάθεση: σε νεότερους ανθρώπους και σε πιο λαϊκά υποκείμενα μεγάλωσε ο πειρασμός δουν πιο θετικά την ίδια την «απεχθή» φιγούρα του Μητσοτάκη και του κόσμου του. Η μπαρόκ απέχθεια εξημερώθηκε και σε έναν βαθμό διαλύθηκε από τα επιμελή σκετσάκια του ΤikΤοk, αλλά κυρίως από την ανακάλυψη της αναλήθειας ενός αφηγήματος κατάλληλου για λατινοαμερικανικές ολιγαρχίες. Όσοι πολιτεύτηκαν με τη λοιδορία και το φαρμάκι για τους πλούσιους γόνους δεν κατάλαβαν καθόλου την κρυφή έλξη για τις ανέσεις ενός αστισμού που μεγάλο τμήμα των νέων τον γνωρίζει πια καλά από τις εικόνες των social media.

Αυτό είναι μια συγκεκριμένη ήττα. Δεν είναι όμως κάποια συντριβή των ιδεών της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά χρεοκοπία ενός αριστερισμού του φθόνου και της ρηχής αντεπίθεσης, ήττα δηλαδή χρόνων ρηχής «αντικουλικής» ακρότητας. Αντιθέτως, το ότι η Νέα Δημοκρατία κυριάρχησε πολιτικά με βασική υπόσχεση καλύτερους μισθούς ή ένα πιο ανθεκτικό δημόσιο σύστημα υγείας (άσχετα από το αν στέκουν αυτές οι υποσχέσεις της) δείχνει ότι συνέτριψε τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα από μια δική της «σοσιαλδημοκρατικοποίηση». Εκεί που μια βραχνιασμένη φωνή συνεχίζει να φωνάζει μονότονα «νεοφιλελευθερισμός», η κεντροδεξιά ισχύς διαμορφώνεται μέσα από μια εμπειρική προσαρμογή σε παρεμβατικές πολιτικές και συμπονετικές κοινωνικές χειρονομίες.

Πέρα από μια πολιτική και επικοινωνιακή τεχνολογία, αυτή η πορεία θα έχει πλέον απέναντί της την αλήθεια των προβλημάτων αλλά και το εύθραυστο διεθνές περιβάλλον. Αυτό που απέδειξε όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ότι μπορεί να ελέγχει ως έναν βαθμό τα αποτελέσματα διαφόρων κρίσεων και έκτακτων γεγονότων. Βοηθός του σε αυτό δεν τόσο ήταν ο κωμικά φιλοκυβερνητικός Αυτιάς ή ο Άρης Πορτοσάλτε (ας πούμε πως ασκούν επιρροή στους ήδη πεισμένους υπέρ Μητσοτάκη άνω των 60) όσο οι ίδιοι οι φανατικοί εχθροί του πρωθυπουργού που προσπάθησαν επί χρόνια να συντονιστούν με όλες τις εκδοχές αρνητικού λόγου που κυκλοφόρησαν, αρκεί να στρέφονταν κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το πρόβλημα για τη δημοκρατία

Πρόβλημα για τη δημοκρατία είναι πλέον αυτός ο χώρος των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που υποστηρίζουν τη θεοκρατία, τη μισαλλοδοξία και τον ανοιχτό ρατσισμό. Εδώ διαγράφεται ήδη ένας διττός κίνδυνος: οι «Σπαρτιάτες» και οι λοιποί να προσφέρουν στον ηττημένο και ζαλισμένο ΣΥΡΙΖΑ μια ευκαιρία να συνεχίσει στη λάθος διάγνωση και στις απλοϊκές ευκολίες που τον έφεραν σε δεινή θέση. Μιλώ εδώ για τη θέση που βλέπει όλη αυτή την παρδαλή ακροδεξιά ως προέκταση και ομόκεντρο κύκλο με τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιμείνει σε αυτή την προσέγγιση, θα είναι απόδειξη πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει χάσει πλήρως την ικανότητα σύνδεσης με την πραγματικότητα και τη δυναμική της.

Κίνδυνος όμως υπάρχει και για την κυβέρνηση αν πάει απλώς να εκμεταλλευτεί μικροκομματικά τον ακροδεξιό εθνικιστικό χώρο (μαζί με το ιδιόμορφο αρχηγικό μόρφωμα της Πλεύσης) για να απαξιώσει κάθε πολιτική αντιπολίτευση, ταυτίζοντάς τη με εχθρούς της ομαλότητας και σύνεσης. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ θα φασιστικοποιεί τον Μητσοτάκη και αυτός θα σπεύδει να χαρακτηρίζει κάθε αντιπολιτευτικό ψόγο ως ακροδεξιά ή αριστερο-λαϊκιστική συνωμοσιολογία.

Τέλος, το πλήθος κόσμου που απείχε ή αποτραβήχτηκε από την εκλογική μάχη της 25ης Ιουνίου είναι μια άλλη χώρα για την οποία δεν αρκούν τα εύκολα εργαλεία της κριτικής. Υπάρχει μια κοινωνία που θέλει να ξεφύγει από τη «μιζέρια», επιλέγοντας λογικές ατομικής επιβίωσης μακριά ή έξω από τους θεσμούς και τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Η σχεδόν πλήρης απουσία μελών στις εφορευτικές επιτροπές και ο κόσμος που προτίμησε την παραλία από την κάλπη είναι ίσως συγκοινωνούντα δοχεία μιας εξόδου προς τη «ζωή» που μεταφράζει έναν τονωμένο ατομικισμό (εξαιτίας της ανακτημένης, μέτριας κανονικότητας). Κάποτε όμως πρέπει να συζητήσουμε για τους κύκλους και τις εκκρεμότητες της πολιτικοποίησης και για το πώς η απογοήτευση και η κόπωση είναι κι αυτοί παίκτες των πολιτικών εξελίξεων: τα κενά και οι απουσίες λένε πολλά και για όσους θέλουν να είναι ακόμα παρόντες και να κάνουν πολιτική.

 

Πηγή LiFO