Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Ο νεοφιλελευθερισμός και η στρατοπεδική μετάλλαξη του κοινωνικού δεσμού: Λακάν, Φουκώ, Αγκάμπεν (κι ένα τηλεγραφικό και ανεκδοτολογικό σχόλιο)


του Δημήτρη Βεργέτη


Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού αληthεια, που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Πατάκη) περιέχει ένα διπλό αφιέρωμα στη λακανική θεώρηση της πολιτικής και του κοινωνικού δεσμού καθώς και στην προσφυγική κρίση. Δημοσιεύουμε εδώ μια εισαγωγή στη διπλή προβληματική αυτού του τεύχους. 


Ένα ακαταμάχητο ιδεολόγημα δεσπόζει στις συνειδήσεις του Δυτικού κόσμου: παρά την ιλιγγιώδης ανάπτυξη των οικονομικών ανισοτήτων, η κατίσχυση των νεοφιλελεύθερων ιδεωδών δημιούργησε πιο ανεκτικές και ανοιχτές κοινωνίες.

Η αλήθεια δεν συμπίπτει ωστόσο με αυτό το ιδεολόγημα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η ανεκτικότητα δεν αποτελεί διόλου ανιδιοτελή δωρεά του νεοφιλελευθερισμού αλλά κατάκτηση πολύμορφων αγώνων. Εμβαθύνοντας την μικροφυσική της εξουσίας που επεξεργάστηκε ο Φουκώ, ο Ντελέζ αντιπαρέθετε στις κλασικές πειθαρχικές κοινωνίες τις σύγχρονες κοινωνίες ελέγχου.

Οι πειθαρχικές κοινωνίες συγκροτούνταν σαν ένα δίκτυο αυτόνομων αλλά αλληλέγγυων κατασταλτικών θεσμών, κατόχων ειδικών εξουσιών, που διατηρούσαν σχέσεις εξωτερικότητας με το κοινωνικό σώμα, σχέσεις ετερότοπης γειτνίασης. Αντίθετα στις κοινωνίες ελέγχου –καθότι κοινωνίες επιτρεπτικότητας, επικοινωνίας, δικτύωσης, φρενήρους κυκλοφορίας πληροφορίας και αντικειμένων– οι μηχανισμοί εξουσίας είναι εμμενείς στο κοινωνικό σώμα.

Η μικροφυσική της εξουσίας διαχέεται παντού και διεισδύει στους πιο λεπτούς πόρους της καθημερινότητας, χωρίς να συμπυκνώνεται αποκλειστικά στην περιχαρακωμένη τοπική πειθαρχικών θεσμών. Η εξατομικευμένη χημική ομαλοποίηση αντικατέστησε το άσυλο, για να δώσουμε ένα μικροσκοπικό παράδειγμα, ενώ είναι γνωστό τοις πάσι πόσο αβίαστα, χωρίς την παραμικρή παραβατική έξαψη, πλήθος νόμιμων και ενάρετων ψυχοτρόπων ουσιών μετατρέπονται σε υποκατάστατη μαστούρα.

Οι τρόποι απόλαυσης του «μεταμοντέρνου» υποκειμένου συμ-φράζονται πλέον αρμονικά με το λόγο του καπιταλιστή, την υπερεγωτική προστακτική «απόλαυσε» και τις τεχνολογίες της εξουσίας. Η κυνική αξιοποίηση πάσης φύσεως κοιτασμάτων απόλαυσης, η εμπορευματοποίηση των ηδονών, μίζερων ή φαντασμαγορικών, αγοραίων ή εκλεπτυσμένων, ανεσταλμένων ή αχαλίνωτων, κακόφημων ή ευυπόληπτων μετέχουν σε περίοπτη θέση στον επενδυτικό προγραμματισμό του κεφαλαίου- αποτελούν χρυσές επενδυτικές ευκαιρίες στο κερδοσκοπικό Ελντοράντο των ενιαίων αγορών.

Οι πάσης φύσεως, παραβατικές και μη, ηδονές συστεγάζονται στην προσοδοφόρο ανεκτικότητα της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και διατίθενται ως εγγυημένα προϊόντα. Ταυτόχρονα, ομόρροπα πορεύεται και το υποκείμενο που συνυποθέτει και ντρεσάρει ένας υπερσύγχρονος καπιταλισμός, διαζευγμένος από τα ήθη της παρωχημένης προτεσταντικής εγκράτειας. Υποκειμενικό και κοινωνικό συναρθρώνονται με όρους αδιάπτωτης συμβατότητας και ομόρροπων έξεων, καθώς το «μεταμοντέρνο» υποκείμενο συμ-φράζεται ιδεωδώς με το λόγο του καπιταλιστή, που αγνοεί όρια, αρχές ετερονομίας και υπερβατικές αρχές.

Εφεξής, στον αναθεωρημένο νομικό κώδικα του Υπερεγώ δεν υπάρχουν πλέον ένοχες απολαύσεις, ειδικά κατά την οικόσιτη ιδιοποίησή τους − πλην αριθμητικά αμελητέων εξαιρέσεων. Ενοχοποιήσιμες πλέον είναι οι αναστολές. Το μεταμοντέρνο υποκείμενο που απαιτεί η λειτουργία της αγοράς καλείται να κινείται χωρίς καταναλωτικούς ενδοιασμούς. Ο πάλαι ποτέ μηνυτήριος ζήλος του Υπερεγώ απέναντι στις παραβατικές έξεις έχει αποβάλει τη βικτωριανή τήβεννό του και έχει μεταλλαχτεί σε ένθερμη αβανταδόρικη συνηγορία. Συνεπικουρούσα, η διαφήμιση δεν ορρωδεί πλέον μπροστά σε κανένα φραγμό.

Από τις κοινωνίες στις οποίες ορισμένα εποπτευόμενα όρια σηματοδοτούνταν ως απαράβατα, περάσαμε σε κοινωνίες  «απαραβατικών» οριοθετήσεων, στις οποίες ναι μεν υπάρχουν διαφοροποιημένοι τομείς και διαχωριστικές γραμμές, αλλά στις οποίες η διαπερατότητα αποτελεί τον κυρίαρχο κανόνα συγκρότησής τους. Η διαπερατότητα αντιβαίνει στη λογική της παραβατικότητας. Κανένας πειθαρχικός κέρβερος δεν φυλάσσει τη διαδικτυακή πύλη, κανένα βικτωριανό πέπλο δεν συγκαλύπτει τις εκτιθέμενες ωμότητες. Κανείς δεν διανοείται να χαρακτηρίσει παραβατική υπέρβαση ένα κλικ πρόσβασης στους πορνογραφικούς ιστότοπους. Θα ηχούσε σαν φαιδρή ανοησία. 

Παρόλα αυτά –και εδώ συναντάμε την προφητική οξύνοια του Λακάν– μέσα στις ανοιχτές κοινωνίες της επιτρεπτικότητας και της ανοχής αναδύονται συμπαγείς οριοθετήσεις, ανελέητες, εφιαλτικές, ανθρωποβόρες. Αυτή είναι η εκτροχιασμένη πραγματικότητα του σήμερα, της οποίας το πολύμορφο πρόσωπό της αποτελεί τον ζοφερό καθρέφτη της κοινοτοπίας των δεινών που μαστίζουν τον μειοδοτικά δημοπρατούμενο πολιτισμό, βορά των αγορών. 

Η ριζοσπαστική πολιτική ευφυΐα αυτού του πολιτικά συντηρητικού ανθρώπου, σύμφωνα με τα συμβατικά κριτήρια, εντόπιζε από τη δεκαετία του '60 την παράδοξη συνύπαρξη αυτών των αντιφατικών φαινομένων. Ανίχνευσε και διατύπωσε με απαράμιλλη διαύγεια την κυοφορούμενη και επερχόμενη θριαμβευτική άνοδο των διακρίσεων (ségrégations), που θα αναλάμβαναν να υφάνουν εκ νέου ένα ζοφερό ιστό διάσπαρτων αποκλεισμών μέσα στο πορώδες σύμπαν της γενικευμένης επιτρεπτικότητας.

Δεκαετίες πριν από τις «πρωτοποριακές», ρηξικέλευθες θέσεις του Αγκάμπεν, ο Λακάν είχε εξαγγείλει μετ' επιτάσεως, απευθυνόμενος σε δύσπιστα ώτα, ότι οι νεότευκτες κοινωνίες των απελευθερωμένων καταναλωτικών ηθών, του τέλους της τυραννικής αναλγησίας των υπερεγωτικών απαγορεύσεων και της πανταχόθεν προσβάσιμης απόλαυσης θα ήσαν δομημένες σύμφωνα με το υπόδειγμα του « στρατοπέδου συγκέντρωσης»!

Ήδη από το 1949, στην παρέμβασή του για το Στάδιο του καθρέφτη, ο Λακάν υπογράμμιζε τη «στρατοπεδική μορφή του κοινωνικού δεσμού» στις κοινωνίες οι οποίες «δεν αναγνωρίζουν άλλη λειτουργία εκτός από την ωφελιμιστική». Ήδη από το 1963, στο σεμινάριό του L'angoisse, εγκαλούσε την εποχή του, γιατί «το πρόβλημα του στρατοπέδου συγκέντρωσης και της λειτουργίας του, αυτή την περίοδο της ιστορίας, πραγματικά παρακάμφθηκε καθ' ολοκληρίαν, συσκοτίσθηκε πλήρως από [...] την παράλογη ιδέα ότι επρόκειτο να ξεμπερδέψουμε με αυτό στα γρήγορα».

Ήδη από το 1967, σε μια ομιλία του στο ψυχιατρείο Saint-Anne, τόνιζε την αλλαγή του υποδείγματος της δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό, συναρτώντας την ευθέως με τη στρατοπεδική ανάπλαση του κοινωνικού δεσμού, υπό το κράτος της θριαμβευτικής επέλασης των διακρίσεων και των συμφραζόμενων πολιτικών γκετοποίησης: «Οι πρόοδοι του παγκόσμιου πολιτισμού θα μεταφραστούν όχι μόνο με μια ορισμένη δυσφορία αλλά και με μια πρακτική που θα τη δείτε να επεκτείνεται όλο και περισσότερο και η οποία δεν θα δείξει αμέσως το αληθινό πρόσωπό της, αλλά η οποία έχει ένα όνομα: διακρίσεις».

Πρόκειται για τις διακρίσεις που προάγουν και νομιμοποιούν στιγματισμούς, στρατοπεδικές περιχαρακώσεις και γκετοποίηση επιλεκτικά οριοθετημένων υποσυνόλων πληθυσμού, τα οποία αποκόπτονται από το κοινωνικό σώμα και εκτοπίζονται, αλλά εντός του, σε θέση εσωτερικού αποκλεισμού. Η στρατοπεδική τροπή του κοινωνικού δεσμού δεν συνιστά μια παροδική μορφοποίηση ανταγωνιστικών σχέσεων, δεν αποτελεί μια ειδεχθή επιδερμική εξέλκωση της ιστορικής συγκυρίας, αντίθετα αδήριτη αναγκαιότητα της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης των κοινωνιών. 

Ήδη από το μακρινό πια 1967, ο Λακάν αποφαινόταν με διαγνωστική οξύνοια ότι «το μέλλον που μας επιφυλάσσουν οι ενιαίες αγορές θα βρει το ισοζύγιό του μέσα από την όλο και πιο σκληρή επέκταση των διαδικασιών διάκρισης (ségrégations).

Παγκοσμιοποιημένες αγορές –πέραν της στενής ευρωπαϊκής «κοινής αγοράς»–, ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και εμπορευματοποιημένων ανθρώπων, φρενήρης κυκλοφορία αντικειμένων υπεραπόλαυσης, καταναλωτικός ευδαιμονισμός, άρση αναστολών και απαγορεύσεων, πολύμορφες απολαύσεις πανταχόθεν προσβάσιμες, ελευθερία λόγου ως την κλίμακα του κρετινισμού και της χυδαιότητας, ναρκισσευόμενος κυνισμός της επί πτωμάτων αναρριχόμενης επαγγελματικής επιτυχίας κ.τ.λ., όλα αυτά κατανέμονται παραδόξως σε έναν κοινωνικό χώρο που αντλεί τη συνεκτικότητά του όχι από κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο, όχι από το ιδεώδες της δημοκρατικής διαβούλευσης, όχι από τις αρετές του «κράτους δικαίου» αλλά από το υπόδειγμα του στρατοπέδου, που δεσπόζει πλέον χάρη στον δυσοίωνο πολλαπλασιασμό των διακρίσεων. 

Ο Λακάν συνέλαβε επίσης έγκαιρα το στρατηγικό βάρος της βιο-πολιτικής συνιστώσας, που έμελλε να αποτελέσει τον κεντρικό άξονα των επεξεργασιών του Φουκώ. Σε μία διάλεξη του 1971, την τοποθετούσε με ακρίβεια: «Όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον θα μας κατακλύσουν προβλήματα διακρίσεων, που θα στιγματίσουμε με τον όρο ρατσισμός. Όλα αυτά τα προβλήματα προέρχονται από τον έλεγχο όσων διαδραματίζονται στο επίπεδο της αναπαραγωγής της ζωής...» . 

Αυτές οι προφητικές τοποθετήσεις του Λακάν απαντώνται όχι μόνο στα γραπτά του, πρωτογενή ή απομαγνητοφωνημένα, αλλά και στον εσώτερο πυρήνα των μεταγενεστέρων επεξεργασιών του Αγκάμπεν. Σύμφωνα με τον Αγκάμπεν, το βιοπολιτικό υπόδειγμα δεν σηματοδοτεί μια ρήξη στο δικαιϊκό υπόβαθρο της πολιτικής ιστορίας της Δύσης, αλλά συνιστά την καταγωγική μήτρα της, όπως αφήνει να διαφανεί η αρχαιολογία της «γυμνής ζωής».

Πέρα από εξελικτικές μεταμορφώσεις, που σημάδεψαν τις τεχνικές της βιο-εξουσίας ως την μικροφυσική βελτιστοποίησή της, η βιο-εξουσία ως τέτοια συγκροτεί την ενδότερη, εμμενή αρχή του πολιτισμού στη Δύση. Η πολιτική δεν θα ήταν παρά το μετωνυμικό συνεχές της βιοπολιτικής. Αυτή η υπόρρητη μετωνυμική συναίρεση της βιοπολιτικής και του πολιτικού αποκάλυψε το αποτρόπαιο αυθεντικό της πρόσωπο υπό την οριακή μορφή του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, όπου κανονικότητα και εξαίρεση, γεγονός και δίκαιο συμπίπτουν, καθώς η εξαίρεση επέχει θέση κανονικότητας και το γεγονός εκδηλώνεται με ισχύ νόμου.

Η συμπερασματική αιχμή της αρχαιολογίας του βιοπολιτικού υποδείγματος αποτυπώνεται σε μια διάγνωση που κεντροθετεί τους σύγχρονους μηχανισμούς πολιτικής κυριαρχίας στο στρατόπεδο ως τόπου συναίρεσης της βιοπολιτικής και της κατάστασης εξαίρεσης. Η βιοπολιτική διάχυση της κατάστασης εξαίρεσης σε πλανητική κλίμακα διαμορφώνει τον ιστορικό ορίζοντα των σύγχρονων κοινωνιών.

Το στρατόπεδο δεν αποτελεί πλέον μια παρένθετη ανωμαλία μέσα στην κανονιστική τάξη, αντίθετα «είναι το υπόδειγμα του πολιτικού χώρου τη στιγμή που η πολιτική γίνεται βιοπολιτική». Συνιστά το βιοπολιτικό θεμέλιο του κοινωνικού δεσμού και διασφαλίζει το πλαίσιο όπου ανοριοθέτητη η κατάσταση εξαίρεσης επιβάλλεται ως κανονιστική μορφή διακυβέρνησης.

Η δραματικά επίκαιρη προσφυγική κρίση προσδίδει επονείδιστη ορατότητα στη λειτουργία του στρατοπέδου ως πολιτικής μήτρας διαχείρισης της «γυμνής» ή μινιμαλιστικά ενδεδυμένης −από νομική άποψη− ζωής.

Περίκλειστοι χώροι για ανεπιθύμητους μετακινούμενους πληθυσμούς, κέντρα κράτησης, αστυνομευόμενοι αυτοσχέδιοι καταυλισμοί, ολόκληρα νησιά όπως τα Nauru και τα Christmas, τα οποία οι αυστραλιανές κυβερνήσεις έχουν μετατρέψει σε πλωτά στρατόπεδα εγκλεισμού προσφύγων –σύγχρονη, βιοπολιτική παραλλαγή του «πλοίου των τρελών» (stultifera navis), που απαθανάτισε η πένα του Φουκώ–, παραγκουπόλεις, αποκομμένα μπανλιέ αλλά και περιφραγμένες μικροπόλεις πλουσίων, εκουσίως εγκλωβισμένων υπό την προστασία ιδιωτικών στρατών.

Θα ήταν ένοχη παράλειψη να μην υπενθυμίσουμε εδώ τις πρωτοποριακές επεξεργασίες του Μπαντιού πάνω στα φαινόμενα «ζωνοποίησης», κατάτμησης σε ζώνες ολόκληρων περιοχών, καθότι χαρτογραφούν νέες μορφές του στρατοπεδικού υποδείγματος σε διευρυμένη κλίμακα. Βλέπουμε να συγκροτούνται «ξένες κηδεμονίες, εδαφικοί διαμελισμοί [...] θύλακες υπό τη δικαιοδοσία ιδιωτικού στρατού ή ένοπλων συμμοριών» σε πλήρη αποσύνδεση από κάθε συντεταγμένη κεντρική εξουσία.

Θα ήταν, άραγε, αυθαίρετος υπερθεματισμός να προσθέσουμε εδώ τη διολίσθηση ολόκληρων κοινωνιών στο υπόδειγμα του στρατοπέδου, με την υπαγωγή τους σε καθεστώς μνημονιακής κατοχής, όπου, υπό το πρόσχημα της έκτακτης οικονομικής κατάστασης, αναστέλλονται οι εθνικές νομοθεσίες και αποκτά ισχύ νόμου η ληστρική απαιτητικότητα των κερδοσκόπων δανειστών;

Θα μπορούσαμε νομίμως να ταυτοποιήσουμε τον σύγχρονο νέο-φιλελεύθερο καπιταλισμό με μια μήτρα τερατογένεσης πρωτόγνωρων, εφιαλτικών μορφών στρατοπέδου. 


Y.Γ  Η Ηριάννα παραμένει έγκλειστη για να εκτίσει ποινή 13 ετών με ανυπόστατες κατηγορίες. Η  περίπτωσή της αποδεικνύει με τρόπο δραματικό πόσο ακραίες πρακτικές διακρίσεων και εγκλεισμού μπορούν να ενεργοποιηθούν υπό την επίφαση μιας νομιμότητας κομμένης και ραμμένης στα μέτρα εμμονικών πειθαρχικών κοινωνιών.


*Ψυχαναλυτής, διευθυντής του περιοδικού αληthεια




* Τηλεγραφικό σχόλιο: Προσυπογράφουμε την κριτική του Ονειρμάρξ στη Λέσχη Νέων Χεγκελιανών ως προς τις (κατα)χρήσεις του όρου "νεοφιλελευθερισμός" από τον συγγραφέα, όπως και από το μεγαλύτερο μέρος των φίλων, στελεχών και διανοουμένων της Αριστεράς και της Αναρχίας (κύρια δε από τους εντασσόμενους στις νεοσοσιαλδημοκρατικές εκδοχές της). Ωστόσο, μεταξύ της πολιτικά αφελούς "αντινεοφιλελεύθερης" οπτικής και της ροπής προς τη νεοκομμουνιστική τελετουργία, η οποία οδηγεί σε οιονεί-κενολογικές, αν και όχι στερούμενες νοήματος διαπιστώσεις ("φταίει ο καπιταλισμός που μπήκε μέσα η Εριάννα" κλπ, ["φταίει η ΕΕ που δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος**", μου είχε πει κάποτε μια κοπέλα από το Κομμουνιστικό Κόμμα, για να δώσω ένα ακόμη πιο ακραίο παράδειγμα]), αρνούμαστε καταρχήν να επιλέξουμε. Οι διατυπώσεις αυτές είναι αντίστοιχες με το "φταίει ο σοσιαλισμός που εκτελέστηκε ο (χ, ψ) Κίροφ", που θα προσυπέγραφε για παράδειγμα ένας αντικομμουνιστής: Όλο και κάτι λένε, αλλά όχι αρκετά κατά τη γνώμη μας -εκτός των συνηθισμένων πολεμικών συμφραζομένων-, ώστε να είναι αναλυτικά ή πολιτικά χρήσιμες.

** Έχουν ακουστεί και χειρότερα. Έτερο μέλος (άρρεν) της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν προφανώς ευκολότερο -και όντας εν βρασμώ- να ταυτιστεί λιμπιντικά με την επιθυμία επιβολής ή φιλήσυχης διασφάλισης της τάξης του σκληρά εργαζόμενου αστυνομικού υπαλλήλου απέναντι στην έλλειψη σεβασμού και την καθύβριση. "Καλά του έκανε!", λοιπόν. Προς τιμήν του, έστω και δύο ημέρες αργότερα αναθεώρησε. Το αγαπημένο όλων εκστόμισε φυσικά ο απολαυστικός κ. Σώρρας, με τη συνωμοσιολογία περί σκηνοθεσίας του όλου θεάματος, αφού "και το Χόλυγουντ των Εβραίων είναι, δεν το ξέρατε; Δικό μας είναι, μωρέ; Δεν είναι δικό μας! Δεν είναι δικό μας! Των Εβραίων είναι"!