Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Νιλ Γκέιμαν, Σπουδή σε σμαραγδί II


ΙΙ. Το δωμάτιο

Victor's “Vitae”! Ένα ηλεκτρικό υγρό! Οι μηροί και οι κάτω περιοχές σας δεν έχουν ζωή; Αναπολείτε τις μέρες της νεότητας σας με φθόνο; Έχουν οι ηδονές της σάρκας τώρα θαφτεί και ξεχαστεί; Το Victor's “Vitae” θα φέρει ζωή εκεί όπου η ζωή έχει από καιρό χαθεί: ακόμη και το γηραιότερο άτι μπορεί να γίνει ένας περήφανος επιβήτορας ξανά! Φέρνοντας Ζωή στους Νεκρούς: από μια παλιά οικογενειακή συνταγή και τις κορυφές της σύγχρονης επιστήμης. Για να παραλάβετε υπογεγραμμένες μαρτυρίες της αποτελεσματικότητας του Victor's “Vitae” γράψτε στην Εταιρεία Β. Φον Φ., 1b Τσηπ Στρητ, Λονδίνο.




Ήταν ένα φτηνό δωμάτιο στο Σόρντιτς. Υπήρχε ένας αστυνομικός στη μπροστινή πόρτα. O Λεστράντ τον χαιρέτησε με το όνομα του, και έκανε να μας βάλει μέσα, και ήμουν έτοιμος να μπω, αλλά ο φίλος μου έκατσε σταυροπόδι πάνω στο κατώφλι, και τράβηξε ένα μεγεθυντικό φακό από την τσέπη του παλτού του. Εξέτασε τη λάσπη πάνω στον παπουτσοξύστη [μεταλλική πλάκα που υπήρχε σε σπίτια πριν το στρώσιμο των δρόμων, σ.τ.μ.] από κατειργασμένο σίδηρο, και την κέντριζε με το δείχτη του. Μόνο όταν ικανοποιείτο θα μας άφηνε να πάμε μέσα. Ανεβήκαμε πάνω. Το δωμάτιο στο οποίο είχε διαπραχθεί το έγκλημα ήταν πρόδηλο: φυλασσόταν από δύο μεγαλόσωμους χωροφύλακες.

Ο Λεστράντ ένεψε στους άντρες, και εκείνοι παραμέρισαν. Μπήκαμε μέσα.

Δεν είμαι, όπως είπα, ένας κατ' επάγγελμα συγγραφέας, και διστάζω να περιγράψω εκείνο το μέρος, γνωρίζοντας ότι οι λέξεις μου δεν θα σταθούν αντάξιες. Αλλά πάλι, έχω αρχίσει την αφήγηση αυτή, και φοβάμαι ότι πρέπει να συνεχίσω. Ένας φόνος είχε διαπραχθεί σε εκείνο το μικρό δωμάτιο. Το σώμα, ό, τι είχε απομείνει από αυτό, ήταν ακόμα εκεί, στο πάτωμα. Το είδα, αλλά, στην αρχή, με κάποιον τρόπο, δεν το είδα. Εκείνο που είδα αντ' αυτού ήταν εκείνο που ανέβλυζε και διαχεόταν από το λαρύγγι και το στέρνο του θύματος: στο χρώμα εκτεινόταν από το πράσινο της χολής στο πράσινο της χλόης. Είχε εμποτιστεί στο ξεφτισμένο χαλί και είχε ραντίσει την ταπετσαρία. Το φαντάστηκα μια στιγμή ως το έργο ενός διαβολικού καλλιτέχνη, ο οποίος είχε αποφασίσει να δημιουργήσει μια σπουδή σε σμαραγδί.

Έπειτα απ' όσο μου φάνηκε σαν εκατό χρόνια κοίταξα το πτώμα κάτω, ανοιγμένο σαν κουνέλι στην πλάκα χασάπη, και προσπάθησα να βγάλω νόημα απ' ό, τι είδα, μετακίνησα το καπέλο μου, και ο φίλος μου έκανε το ίδιο.

Γονάτισε και επιθεώρησε το πτώμα, ελέγχοντας τα κοψίματα και τις εκδορές. Έπειτα έβγαλε το μεγεθυντικό φακό του, και περπάτησε μέχρι τον τοίχο, εξετάζοντας τις μάζες ξεραμένου πύον.

“Το έχουμε ήδη κάνει αυτό”, είπε ο Επιθεωρητής Λεστράντ.

“Αλήθεια;” είπε ο φίλος μου. “Τότε τι συμπέρασμα βγάλατε απ' αυτό; Πιστεύω πως είναι μια λέξη”.

Ο Λεστράντ βάδισε ως το μέρος που στεκόταν ο φίλος μου , και κοίταξε. Υπήρχε μια λέξη, γραμμένη με κεφαλαία, με πράσινο αίμα, πάνω στην ξεθωριασμένη κίτρινη εφημερίδα, λίγο πάνω από το κεφάλι του Λεστράντ. “Rache;” είπε ο Λεστράντ, συλλαβίζοντας τη. “Προφανώς πρόκειτο να γράψει Rachel, αλλά τον διέκοψαν. Άρα – πρέπει να ψάξουμε για μια γυναίκα...”

Ο φίλος μου δεν είπε τίποτε. Επέστρεψε στο πτώμα, και σήκωσε τα χέρια του, το ένα μετά το άλλο. Τα ακροδάχτυλα ήταν καθαρά από πύον. “Νομίζω έχουμε αποδείξει ότι η λέξη δε γράφτηκε από την αυτού Βασιλική Υψηλότητα -”.

“Τι στο διάβολο σε κάνει να λες–”

“Αγαπητέ μου Λεστράντ. Σε παρακαλώ δώσε μου λίγα έυσημα που έχω μυαλό. Το πτώμα προφανώς δεν είναι εκείνο ενός άντρα – το χρώμα του αίματος του, ο αριθμός των άκρων, τα μάτια, η θέση του προσώπου, όλα αυτά τα πράγματα προδίδουν το βασιλικό αίμα. Ενώ δε μπορώ να πω ποιας βασιλικής γραμμής, θα διακινδύνευα την υπόθεση ότι είναι διάδοχος, ίσως... όχι, δεύτερος στο θρόνο... σε ένα από τα γερμανικά πριγκηπάτα”.

“Αυτό είναι εκπληκτικό”. Ο Λεστράντ δίστασε, έπειτα είπε “Αυτός είναι ο Πρίγκηψ Φραντς Ντράγκο της Βοημίας, ήταν εδώ στην Αλβιώνα ως καλεσμένος της Αυτής Μεγαλειότητος Βικτόριας. Ήταν εδώ για διακοπές και για μια αλλαγή αέρα...”

“Για τα θέατρα, τις πόρνες και τα τραπέζια χαρτοπαιγνίων, εννοείς”.

“Αφού το λες εσύ”. Ο Λεστράντ έμοιαζε ενοχλημένος. “Όπως και να 'χει, μας έδωσες ένα καλό ίχνος μ' αυτή τη Rachel. Μολονότι, δεν αμφιβάλλω ότι θα την είχαμε βρει από μόνοι μας”.

“Αναμφιβόλως”, είπε ο φίλος μου.

Επιθεώρησε περαιτέρω το δωμάτιο, σχολιάζοντας δηκτικά πολλές φορές ότι οι αστυνομικοί, με τις μπότες τους είχαν θολώσει τα αποτυπώματα, και μετακινήσει πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε όποιον επιχειρούσε να ανασυγκροτήσει τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας.

Ακόμα, έδειχνε να ενδιαφέρεται για μια μικρή κηλίδα λάσπης που βρήκε πίσω από την πόρτα.

Δίπλα από το τζάκι βρήκε κάτι που φαινόταν να είναι στάχτη ή βρωμιά.

“Το είδες αυτό;” ρώτησε τον Λεστράντ.

“Η αστυνομία της αυτής μεγαλειότητος”, απάντησε ο Λεστράντ, “τείνει να μην ενθουσιάζεται από λίγη στάχτη σε τζάκι. Είναι το μέρος όπου στάχτη αναμένεται να βρεθεί”. Και κάγχασε μ' αυτό.

Ο φίλος μου πήρε μια πρέζα της στάχτης και την έτριψε ανάμεσα στα δάχτυλα του, έπειτα μύρισε τα κατάλοιπα. Τελικά, μάζεψε ό, τι είχε μείνει από το υλικό και το έβαλε σε ένα γυάλινο φιαλίδιο, το οποίο έκλεισε και τοποθέτησε σε μια εσωτερική τσέπη του παλτού του.

Σηκώθηκε. “Και το σώμα;”

Ο Λεστράντ είπε, “το παλάτι θα στείλει τους δικούς του ανθρώπους”. Ο φίλος μου ένεψε σε μένα, και προχωρήσαμε μαζί ως την πόρτα. Ο φίλος μου αναστέναξε. “Επιθεωρητά. Η αναζήτηση σας για την Κυρία Rachel μπορεί να αποδειχθεί άκαρπη. Μεταξύ άλλων, Rache είναι μια γερμανική λέξη. Σημαίνει εκδίκηση. Έλεγξε το λεξικό σου. Υπάρχουν άλλα νοήματα”.

Φτάσαμε στο τέρμα της σκάλας και βγήκαμε έξω στο δρόμο. “Δεν έχεις ξαναδεί γαλαζοαίματους πριν απ' αυτό το πρωί, έτσι δεν είναι;” ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου. “Λοιπόν, το θέαμα μπορεί να είναι εκνευριστικό, αν είσαι απροετοίμαστος. Γιατί καλέ μου σύντροφε – εσύ τρέμεις!”

“Συγχώρησε με, θα είμαι καλά σε λίγες στιγμές”.

“Θα σου έκανε καλό να περπατήσεις;” ρώτησε, και εγώ συναίνεσα, σίγουρος ότι αν δεν περπατούσα τότε θα άρχιζα να ουρλιάζω.

“Δυτικά, τότε”, είπε ο φίλος μου, δείχνοντας προς τον σκοτεινό πύργο του Παλατιού. Και αρχίσαμε να περπατάμε.

“Λοιπόν”, είπε ο φίλος μου, μετά από λίγη ώρα. “Δεν είχες ποτέ καμία προσωπική συνάντηση με καμία από τις εστεμμένες κεφαλές της Ευρώπης;”

“Όχι”, είπα.

“Πιστεύω ότι μπορώ με βεβαιότητα να δηλώσω ότι θα έχεις”, μου είπε. “Και όχι με πτώμα αυτή τη φορά. Πολύ σύντομα”.

“Αγαπητέ μου σύντροφε, τι σε κάνει να πιστεύεις -;”

Σε απάντηση έδειξε μια άμαξα, βαμμένη μαύρη, που είχε σταματήσει πενήντα γιάρδες μπροστά μας. Ένας άντρας με ημίψηλο καπέλο και βαρύ πανωφόρι στεκόταν δίπλα στην πόρτα, κρατώντας την ανοιχτή, περιμένοντας, σιωπηλά. Ένα οικόσημα γνωστό σε κάθε παιδί στην Αλβιώνα ήταν ζωγραφισμένο με χρυσό πάνω στην πόρτα της άμαξας.

“Υπάρχουν προσκλήσεις που δεν αρνείται κανείς”, είπε ο φίλος μου. Έδωσε το δικό του καπέλο στον υπηρέτη, και πιστεύω ότι χαμογελούσε καθώς ανέβαινε στον σαν κουτί χώρο, και αναπαύτηκε πίσω στα μαλακά δερμάτινα μαξιλάρια.

Όταν επιχείρησα να του μιλήσω στη διάρκεια του ταξιδιού προς το Παλάτι, έβαλε το δάχτυλο του πάνω στα χείλη του. Έπειτα έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε σε σκέψη. Εγώ, από μέρους μου, προσπάθησα να θυμηθώ τι ήξερα από γερμανικά βασιλικά πρόσωπα, αλλά, πέραν του συζύγου της Βασίλισσας, του Πρίγκηπος Αλβέρτου, που είναι Γερμανός, ήξερα αρκετά λίγα.

Έβαλα το χέρι στην τσέπη, έβγαλα μια χούφτα νομίσματα – καφέ και ασημί, μαύρα και στο πράσινο του χαλκού. Κοίταξα την προσωπογραφία της Βασίλισσας μας που είχε επισφραγισθεί στο καθένα απ' αυτά, και ένιωσα μαζί πατριωτική περηφάνια και έντονη αναμονή. Είπα στον εαυτό μου ότι υπήρξα κάποτε στρατιωτικός, και άγνωστος στο φόβο, και μπορούσα να θυμηθώ μια εποχή που αυτό ήταν η καθαρή αλήθεια. Προς στιγμήν θυμήθηκα μια εποχή κατά την οποία ήμουν καλός στο σημάδι -ακόμη, ήθελα να πιστεύω, κάποιου είδους άσσος-σκοπευτής- αλλά το δεξί μου χέρι έτρεμε σαν να ήταν παράλυτο από φόβο, και τα νομίσματα κουδούνιζαν και τσούγκριζαν, και αισθάνθηκα μόνο λύπη.