Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Ο Deleuze και η διαλεκτική (σχόλιο για τη γενική έλλογη διάρθρωση του ντελεζιανού έργου)


του Ονειρμάρξ (Γιόχαν φον Όιστατ)


“Έίναι τετριμμένο στις μέρες μας να μιλά κανείς για την παρακμή των συστημάτων...Υπάρχουν δύο προβλήματα σε αυτή την ιδέα: οι άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους να πραγματοποιούν οποιαδήποτε σοβαρή εργασία εκτός αν αυτή εκτελείται σε πολύ περιορισμένες και συγκεκριμένες μικρές ακολουθίες. Ακόμη χειρότερα, οποιαδήποτε ευρύτερη προσέγγιση αφήνεται στη ψευδεπίγραφη εργασία διαφόρων οραματιστών, με τον καθένα να λέει ο,τιδήποτε έρχεται στο κεφάλι του. Στη πραγματικότητα, τα συστήματα δεν έχουν χάσει τίποτα από τη δύναμή τους”.

- Gilles Deleuze, Negotiations (1972–1990), trans. Martin Joughin (New York: Columbia University Press, 1995), p. 31.


''O Μπερξόν ισχυρίζεται ότι η νεωτερική επιτήμη δεν έχει βρει τη μεταφυσική της, τη μεταφυσική που θα χρειαζόταν. Αυτή η μεταφυσική είναι που με ενδιαφέρει''. 

- Gilles Deleuze, στο Villani, Arnaud, 1999. La guêpe et l'orchidée: Essai sur Gilles Deleuze, Paris: Belin. https://plato.stanford.edu/entries/deleuze/


''Αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο από όλα ήταν ο Εγελιανισμός και η διαλεκτική''

- Gilles Deleuze, Letter to a harsh critic, Negotiations, Columbia University Press, 1995. 




Αν το πρώτο βιβλίο του Deleuze, για τον Hume, τον εμπειρισμό και την υποκειμενικότητα, δημοσιεύτηκε το 1953, ένα χρόνο μετά ο Deleuze έρχεται σε απόσταση αναπνοής από τη διαλεκτική του Hegel, στη βιβλιοκριτική του, για το Logic and Existence του J. Hyppolite, που δημοσιεύτηκε το 1954 (J.Hyppolite, Logic and Existence, 1997: 191). Στο κείμενο αυτό, ο Deleuze παρατηρεί, σχηματικά, τα εξής: Ο Hyppolite έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι η φιλοσοφία είναι οντολογία, και όχι ανθρωπολογία. Σε αντίθεση με την ανθρωπολογική ερμηνεία του Hegel από τον Kojeve, η οποία βασίζεται στη προνομιακή θέση της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, ο Hyppolite προκρίνει τη διαλεκτική οντο-λογία στη βάση της εγελιανής Επιστήμης της Λογικής. Δεν μπορεί να υπάρξει οντολογία της Ουσίας, παρά μόνο οντολογία του Νοήματος. Δεν υπάρχουν δύο Κόσμοι, ο Κόσμος της επιφάνειας και ο Κόσμος του βάθους, αλλά ο συγκεκριμένος κόσμος της εμμένειας του Νοήματος στο Είναι. Το Είναι βρίσκεται σε εσωτερική διαφορά προς τον εαυτό του σκεπτόμενο τον εαυτό του, εκφράζοντας νόημα. Εμπειρική και απόλυτη γνώση είναι οι δύο όψεις της ίδιας κίνησης έκφρασης νοήματος. Ο Hyppolite εντοπίζει σωστά τη διαφορά του εμπειρικού από το οντο-λογικό, δεν μπορεί όμως να εξηγήσει πειστικά τη σχέση του Λογικού με το Ιστορικό, ή αλλιώς, τη σχέση της Λογικής με τη Φιλοσοφία της Ιστορίας. Στο βαθμό που το Είναι ταυτίζεται με τη Νόηση διαφέροντας από τον εαυτό του, σύμφωνα με την εγελιανή ερμηνεία του Hyppolite αντιφάσκει με τον εαυτό του. Όμως η αντίφαση, λέει ο Deleuze, είναι η ύστατη βαθμίδα διαφοράς όπως αυτή εμφανίζεται στην ανθρώπινη σκέψη. Θεωρώντας πως η αντίφαση χαρακτηρίζει το ίδιο το Είναι, επανακάμπτουμε σε μια ανθρωποκεντρική αναπαράσταση του Είναι μέσω της αναπαραστατικής νόησης, και δεν συλλαμβάνουμε το ίδιο το Είναι ως τέτοιο, στην αυτοέκφραση και κατάφασή του, που δεν αντιφάσκει με τον εαυτό του, παρά μόνο βρίσκεται σε ένα γίγνεσθαι. Για τον Deleuze, ο Hyppolite ανοίγει νέους δρόμους οδηγώντας με την ερμηνεία του στα όριά της την εγελιανή διαλεκτική, αλλά δεν αποφασίζει τελικά να της ασκήσει θεμελιακή κριτική. Παραμένει εγκλωβισμένος στην ιδέα της διαλεκτικής «Αντίφασης» ως έσχατης οντολογικής πραγματικότητας, ενώ αυτή δεν είναι παρά παράγωγη όψη των αντικειμένων, όπως αυτά εμφανίζονται στη στατική αναπαράσταση της ανθρώπινης σκέψης, παράγωγη της Διαφοράς του Είναι από τον εαυτό του στη στη διαδικασία της αυτο-έκφρασής του.

Ο Deleuze, λοιπόν, επικροτεί την ανάγνωση του Hegel από τον Hyppolite που θέτει στο επίκεντρο τη διάσταση της εμμένειας και την υπέρβαση του διαχωρισμού ουσίας-φαινομένου, αλλά ασκεί κριτική στην αδυναμία του Hyppolite να απαντήσει στο πρόβλημα της σχέσης της λογικής του Hegel με την ιστορικότητα, άρα με τη συγκεκριμένη ύπαρξη, όπως επίσης και στην αδυναμία του να απεγκλωβιστεί από την έννοια της αντίφασης, ως σύμπτωμα ακριβώς της ίδιας υποτίμησης της άμεσης, ενικής ύπαρξης υπέρ της νοητικής αναπαράστασής της. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η κριτική στον Hegel είναι ιδρυτική, χρονικά και λογικά, για τη ντελεζιανή προβληματική. Όλο το έργο του Deleuze που θα ακολουθήσει, μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπάθεια να επιλυθούν τα προβλήματα που δεν κατάφερε να επιλύσει ο Hyppolite μέσω της πρωτότυπης ερμηνείας του Hegel. Η επιστροφή στην προκαντιανή φιλοσοφία του Hume, του Leibniz και του Spinoza, η στροφή στη κριτική ανάγνωση και αξιοποίηση της ρητά αντιεγελιανής νιτσεϊκής φιλοσοφίας καθώς και τα άλλα έργα του Deleuze, είναι μια προσπάθεια να ξεπεραστεί ο Kant με τρόπο άλλο από του Hegel, να νικηθεί, τελικά, η εγελιανή διαλεκτική. 

Όταν ο Deleuze καταθέτει το 1968, 14 χρόνια αργότερα, δύο εργασίες για τη θέση του καθηγητή, το Διαφορά και Επανάληψη και το Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της Έκφρασης, ο αντιεγελιανισμός πλέον τοποθετείται καταφατικά, μέσα από το μείζον φιλοσοφικό του έργο, το Διαφορά και Επανάληψη, και μέσα από τη σημαίνουσα επιστροφή στην οντολογία του Spinoza. Η Διαφορά και η Επανάληψη στο πρώτο έργο, η Έκφραση στο δεύτερο, αποτελούν τα τρία εννοιολογικά όπλα που ο Deleuze αντλεί από τη φιλοσοφική παράδοση για να θεμελιώσει τον αντιεγελιανισμό του σε στέρεη βάση, ενάντια στις εγελιανές συντεταγμένες της Αντίφασης, της Ταυτότητας, και της Εργασίας του Αρνητικού.

Στο Διαφορά και Επανάληψη ο Deleuze εκτιμά ότι η εποχή της θεωρητικής σκέψης που ανοίγεται με την κατάρρευση του Γερμανικού Ιδεαλισμού, από τον ύστερο Schelling, τον Nietzsche, τον Schopenhauer, τον Kierkegaard μέχρι τον Heidegger και το ρεύμα του γαλλικού δομισμού, αποπνέει έναν ισχυρό αντιεγελιανισμό, με την κατάφαση των αρχών της επανάληψης και της διαφοράς έναντι των αρχών του αρνητικού, της ταυτότητας και της αντίφασης. Η αρχή της ταυτότητας χαρακτηρίζεται από την αναπαραστατική σκέψη, όμως για τον Deleuze ήδη η νεωτερική εποχή αποτελεί το τέλος της αναπαράστασης και την ανάδυση του κόσμου της παραγωγής και της προσομοίωσης. Η κριτική στροφή και Κοπερνίκεια Επανάσταση της καντιανής φιλοσοφίας, που στρέφει το ενδιαφέρον από το αντικείμενο στους υποκειμενικούς υπερβατολογικούς όρους εμπειρικής εποπτείας και νοητικής σύλληψής του, ανακαλύπτει τη μη εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στο πράγμα καθεαυτό και το φαινόμενο όπως αυτή προσεγγίζεται από την υπερβατολογική συνείδηση εσωτερικά, υπό τη μορφή της καθαρής εσωτερικής μορφής της εποπτείας, του Χρόνου. Η αυτοσυνείδηση είναι ταυτόχρονα φαινόμενο και πράγμα καθεαυτό του εαυτού της. Για τον Deleuze, η μετακαντιανή φιλοσοφία μέχρι και τον Heidegger αναδεικνύει αυτή την οντολογική διαφορά εντός του ανθρώπινου, δεν καταφέρνει, ωστόσο, να υπερβεί την ανθρωπολογική μορφή της φτάνοντας σε μια οντολογία της Διαφοράς, παραμένοντας εγκλωβισμένη σε μια οντολογία της ανθρώπινης αυτοσυνείδησης. Ο Γάλλος φιλόσοφος επαναλαμβάνει τη κριτική που είχε ασκήσει στον Hegel του Hyppolite στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του προς τον ίδιο τον Hegel λίγα χρόνια αργότερα, σε πολλά διαφορετικά σημεία του μείζονος φιλοσοφικού έργου του (βλ Deleuze, Difference and Repetition, Continuum, 1994: xv, xix, xxi, 7, 8,10, 26-7, 33, 42-5, 49-50, 52, 58, 63, 87, 88,107,129,136,150,164, 188,190,197, 207, 224, 262-3, 268, 273, 277, 306, 308, 310-1, 319, 321, 326), Ο Hegel, ασκώντας κριτική στην καντιανή, περατή αναπαράσταση της διάνοιας, φτάνει σε μια “οργιαστική αναπαράσταση’’ με οντολογικό κινητήρα την “εργασία του αρνητικού’’, επαναλαμβάνοντας όμως σε μία επ’ άπειρον αναδρομή την αρχή του οντο-θεολογικού Ενός, την υπαγωγή της μη αναπαριστώμενης διαφοράς στην ταυτότητα με το αξίωμα της ταυτότητας της ταυτότητας και της ετερότητας, εξομοιώνοντας την Ιδέα της οντολογικής Διαφοράς που ανακαλύπτει εκ νέου ο Heidegger, με την εννοιολογική διαφορά, αντί της οντολογικής διαφοράς, υψωμένη στο βαθμό της αντίφασης. Ασκώντας κριτική στους προκατόχους του γιατί δεν αναγνώρισαν το έλλογο και πραγματικό της αντίφασης, υπάγοντας τα είδη και τα μέρη σε ένα νέο Γένος που ενσωματώνει τη μη εννοιολογική διαφορά με τη μορφή της διαλεκτικής αντίφασης, ο Hegel συνεχίζει την παράδοση της δυτικής μεταφυσικής, οδηγώντας τη στα όριά της. Ο Deleuze, αντίθετα, καταφάσκει μια φιλοσοφία της Διαφοράς πέρα από την αναπαράσταση, αλλά με την αναπαράσταση ως αναγκαία αναληθή στιγμή της, η άλλη όψη της οποίας είναι η Επανάληψη. Η Ιστορία της Φιλοσοφίας στη ντελεζιανή μετεγγραφή της, αλλά και η ιστορία της τέχνης και της επιστήμης, δεν είναι παρά η ιστορία της απώθησης της απροϋπόθετης Διαφοράς που προϋποθέτουν ασυνείδητα όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, ενώ η ίδια η ντελεζιανή φιλοσοφία έρχεται ως ύστερη επίγνωση και εκφορά της, ως επιστροφή του απωθημένου μη φιλοσοφικού και μη αναπαραστάσιμου εντός της φιλοσοφίας.

Ο Deleuze μοιράζεται με τον Hegel ένα κοινό στόχο: την υπέρβαση του καντιανού δυϊσμού, χωρίς αυτό να σημαίνει την επιστροφή στην παραδοσιακή μεταφυσική, με πρωταρχικό στόχο τη λογική και φιλοσοφική, δηλαδή οντολογική, θεμελίωση των επιστημών και ευρύτερα της γνώσης, με απώτερο στόχο την οντολογική θεμελίωση μιας κοινωνικοπολιτικής πρακτικής.

Στην κατεύθυνση αυτή, κόντρα στην κυρίαρχη πρόσληψη της ντελεζιανής φιλοσοφίας, ο Deleuze υπερασπίζεται μια τυπικά μη εγελιανή, και μάλιστα τριαδική, συστηματική διαφορική διαλεκτική. Στο Διαφορά και Επανάληψη υποστηρίζει ότι (υπογραμμίσεις δικές μας):


“Το σύμβολο dx εμφανίζεται ως ταυτόχρονα το απροσδιόριστο, το προσδιορίσιμο και το προσδιορισμένο. Τρεις αρχές από κοινού διαμορφώνουν έναν αποχρώντα λόγο που αντιστοιχεί σε αυτές τις τρεις όψεις: μία αρχή προσδιορισιμότητας που αντιστοιχεί στο απροσδιόριστο ως τέτοιο (dx,dy), μία αρχή αμοιβαίου προσδιορισμού που αντιστοιχεί στο ρεαλιστικά προσδιορίσιμο (dx/dy), μία αρχή πλήρους προσδιορισμού που αντιστοιχεί στο αποτελεσματικά προσδιορισμένο (τιμές των dy/dx). Εν ολίγοις, το dx είναι η Ιδέα-η πλατωνική, η λαιμπνιτσιανή ή καντιανή Ιδέα, το “πρόβλημα” και το είναι του [...] Αυτό το οποίο λείπει είναι το εξω-προτασιακό ή υπο-αναπαραστασιακό στοιχείο που εκφράζεται στην Ιδέα από το διαφορικό, ακριβώς με τη μορφή ενός προβλήματος. Πρέπει να μιλήσουμε για μια διαλεκτική του διαφορικού λογισμού αντί μάλλον για μια μεταφυσική. Με τον όρο “διαλεκτική” δεν εννοούμε κάποιου είδους περιστροφή αντιτιθέμενων αναπαραστάσεων που θα τις έκανε να συμπέσουν στην ταυτότητα μιας έννοιας, αλλά το “προβληματικό” στοιχείο στο βαθμό που αυτό μπορεί να διακρίνεται από το μαθηματικώς ορθό στοιχείο των επιλύσεων [...] Τα προβλήματα είναι πάντα διαλεκτικά: η διαλεκτική δεν έχει άλλο νόημα, ούτε τα προβλήματα έχουν άλλο νόημα. Ό,τι είναι μαθηματικό (ή φυσικό, βιολογικό, ψυχικό ή κοινωνιολογικό), είναι οι επιλύσεις. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι από τη μια μεριά η φύση των επιλύσεων αναφέρεται σε διαφορετικές τάξεις προβλημάτων εντός της διαλεκτικής της ίδιας, και από την άλλη μεριά ότι τα προβλήματα -εξαιτίας της εμμένειάς τους, η οποία δεν είναι λιγότερο ουσιαστική από την υπερβατολογικότητά τους- εκφράζουν τον εαυτό τους, από τεχνική σκοπιά, στην επικράτεια των επιλύσεων στις οποίες οδηγούν λόγω της διαλεκτικής τους τάξης. Για αυτό το λόγο πρέπει να ειπωθεί ότι υπάρχουν μαθηματικά, φυσικά, βιολογικά, ψυχικά και κοινωνιολογικά προβλήματα, αν και κάθε πρόβλημα είναι εκ φύσεως διαλεκτικό και δεν υπάρχουν μη διαλεκτικά προβλήματα. Τα μαθηματικά, συνεπώς, δεν περιλαμβάνουν μόνο επιλύσεις των προβλημάτων. Περιλαμβάνουν, επίσης, την έκφραση προβλημάτων που σχετίζονται με το πεδίο επιλυσιμότητας που προσδιορίζουν εξαιτίας της διαλεκτικής τους τάξης. Αυτός είναι ο λόγος που ο διαφορικός λογισμός ανήκει εξολοκλήρου στα μαθηματικά, ακόμα και τη στιγμή ακριβώς που αποκτά νόημα με την αποκάλυψη μιας διαλεκτικής η οποία δείχνει πέρα από τα μαθηματικά [...] Kάθε αναδυόμενο πεδίο, στο οποίο οι διαλεκτικές ιδέες της μίας ή της άλλης τάξης ενσαρκώνονται, διαθέτει το δικό του λογισμό. Οι Ιδέες πάντα έχουν ένα στοιχείο ποσοτικοποίησης, ποιοτικοποίησης, και δυνητικοποίησης. Υπάρχουν πάντα διαδικασίες προσδιορισιμότητας, αμοιβαίου προσδιορισμού και πλήρους προσδιορισμού. Πάντα κατανομές μοναδικών και κανονικών σημείων, πάντα μεταβαλλόμενα πεδία τα οποία διαμορφώνουν μια συνθετική εξέλιξη ενός αποχρώντος λόγου [...] Εδώ έγκειται η περιπέτεια των Ιδεών. Δεν πρόκειται για μαθηματικά που εφαρμόζονται σε άλλα πεδία, αλλά για τη διαλεκτική η οποία θέτει για τα προβλήματά της, μέσω της τάξης και των συνθηκών τους, τον άμεσο διαφορικό λογισμό που αντιστοιχεί ή αρμόζει στο εκάστοτε εξεταζόμενο πεδίο. Με αυτή την έννοια υπάρχει μια mathesis universalis που αντιστοιχεί στην οικουμενικότητα της διαλεκτικής. Αν οι Ιδέες είναι τα διαφορικά της σκέψης, υπάρχει ένας διαφορικός λογισμός που αντιστοιχεί σε κάθε Ιδέα, ένα αλφάβητο του τί σημαίνει να σκέφτεσαι” (Deleuze, Difference and Repetition, Continuum, 1994: 170, 178, 181).

Η ντελεζιανή γενική λογική της Διαλεκτικής Ιδέας ενεργοποιείται λοιπόν σε διαφορετικές, λογικά ιεραρχημένες επικράτειες πραγμάτωσης της διαλεκτικής mathesis universalis. Τα πεδία αυτά ταξινομούνται με ποικίλους τρόπους, αλλά σε γενικές γραμμές φαίνεται να είναι το μαθηματικό, το φυσικό, το βιολογικό, το ψυχικό και το κοινωνιολογικό. Επιπλέον, η διαλεκτική Ιδέα για τον Deleuze έχει μια κάθετη και μια οριζόντια διάσταση (οπ.π: 187). Η κάθετη διάσταση αφορά τη συστηματική ιεράρχηση των πεδίων και των λογικών κατηγοριών του επιστητού με κριτήριο την οντο-λογική προτεραιότητα: η κοινωνιολογία προϋποθέτει τη ψυχολογία, η ψυχολογία τη βιολογία, η βιολογία τη χημεία, η χημεία τη φυσική κ.ο.κ. Η οριζόντια διάσταση αφορά τη σχέση των φιλοσοφικών εννοιών στο ίδιο οντολογικό επίπεδο, στο πλαίσιο του κάθε συστήματος. Η κάθετη και η οριζόντια διάσταση τέμνονται στους αξιωματικούς-καταστατικούς όρους ύπαρξης κάθε συστήματος. O Deleuze μας προτρέπει να μην συγχέουμε την κάθετη με την οριζόντια διάσταση, καθώς και να μη συγχέουμε τις “λογικές κατηγορίες” της διαλεκτικής mathesis universalis με απλές “μεταφορές”, και σημειώνει

“Αυτές είναι κατηγορίες της διαλεκτικής ιδέας, οι εκτατικότητες του διαφορικού λογισμού (μια mathesis universalis αλλά και μια καθολική φυσική, μια καθολική ψυχολογία και μια καθολική κοινωνιολογία) που αντιστοιχούν στην Ιδέα σε όλα τα πεδία πολλαπλότητάς της” (όπ.π: 190).

Ο Deleuze φέρνει τρία παραδείγματα της διαλεκτικής Ιδέας, σε τρία διαφορετικά πεδία, στη φυσική, τη βιολογία, την κοινωνιολογία: α) ο ατομισμός ως μία φυσική Ιδέα, β) ο οργανισμός ως βιολογική Ιδέα γ) η κοινωνική Ιδέα (184 και επ.). Σύμφωνα με το Γάλλο φιλόσοφο, ο αρχαίος και ο νεωτερικός ατομισμός στη φυσική, η βιολογία του Geoffroy Saint-Hilaire και η νεότερη βιολογία, η μαρξική έννοια της κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης ανθρώπινης κοινωνίας, προσεγγίζουν σε διαφορετικά οντολογικά επίπεδα τη σύλληψη μιας Ιδέας-δομής που απαρτίζεται από αφηρημένες δυνητικές διαφορικές σχέσεις “ατομικών” στοιχείων, μια δυνητική δομή που “ενεργοποιείται” σε συγκεκριμένες, δομημένες υλικές σχέσεις μερών μέσα σε καθορισμένες συνθήκες.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα, με τον πλέον συστηματικό τρόπο, τη φιλοσοφική προβληματική του Deleuze, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στις Λογικές Κατηγορίες και τις Φιλοσοφικές Έννοιες:

Στις Λογικές Κατηγορίες ανήκουν κατηγορίες της οντο-λογίας της διαλεκτικής Ιδέας (και του Νοήματος) όπως τη συλλαμβάνει ο Deleuze, κυρίως στα δύο μεγάλα του φιλοσοφικά έργα, το Difference and Repetition και το Logic of Sense. Έννοιες όπως η απόλυτη Διαφορά, η Επανάληψη, η (διαλεκτική) Ιδέα, το “πρόβλημα”, το «παράδοξο» στοιχείο, το «αντικείμενο-x» , η Ενικότητα, το Συμβάν, το Δυνητικό και το Ενεργό, συγκροτούν την κατηγορική εκτατικότητα της διαφορικής Διαλεκτικής Ιδέας κατά την εκδίπλωσή της.

Αντίθετα,, οι Φιλοσοφικές Έννοιες είναι δημιουργικές δραματοποιήσεις και κατασκευές των παραπάνω κατηγοριών σε διαφορετικά, εποπτικά συγκεκριμένα πεδία εμμένειας.

Ο φιλόσοφος είναι ο φίλος της έννοιας, είναι ό,τι είναι δυνάμει της έννοιας. Τούτο σημαίνει πως η φιλοσοφία δεν είναι απλή τέχνη του να σχηματίζεις, να επινοείς ή να φτιάχνεις έννοιες, διότι οι έννοιες δεν είναι κατ’ανάγκην μορφές, επινοήσεις ή προιόντα. Αυστηρότερα μιλώντας, η φιλοσοφία είναι ο κλάδος εκείνος που συνίσταται στο να δημιουργείς έννοιες. [...] Μπορούμε να θεωρήσουμε αποφασιστικής σημασίας τον εξής ορισμό της φιλοσοφίας: γνώση μέσω εννοιών και μέσω κατασκευής εννοιών εντός της δυνατής εμπειρίας ή της εποπτείας. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την νιτσεϊκή ετυμηγορία, ποτέ δεν θα μάθεις κάτι μέσα από τις έννοιες αν κατ’αρχήν δεν τις έχεις δημιουργήσει, δηλαδή αν δεν τις έχεις κατασκευάσει σε μίαν εποπτεία που προσιδιάζει σε αυτές - σε ένα πεδίο, σε ένα επίπεδο, ένα έδαφος το οποίο να μην συγχέεται με αυτές αλλά να προφυλάσσει τα σπέρματά τους και τα πρόσωπα που τα καλλιεργούν. Ο κονστρουκτιβισμός απαιτεί κάθε δημιουργία να είναι κατασκευή [πάνω] σε ένα επίπεδο που της δίνει αυτόνομη ύπαρξη. Το να δημιουργείς έννοιες τουλάχιστον σημαίνει πως κάτι κάνεις.’’ (Deleuze-Guattari, Τί Είναι Φιλοσοφία;, εκδ. Καλέντης: 11,14)

Η ταξινόμηση των ντελεζιανών εννοιών σε ένα σύστημα λογικών κατηγοριών και φιλοσοφικών εννοιών ανά επίπεδο μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με τη πρόθεση των Deleuze-Guattari στο τελευταίο τους έργο, το Τί είναι Φιλοσοφία;, να συγκροτήσoυν ένα πλέγμα εννοιών, ή αλλιώς νοολογικό ρίζωμα, υποστηρίζοντας τη θέση ότι κάθε έννοια είναι μια συνισταμένη συνιστωσών εννοιών κ.ο.κ επ’ άπειρον, αρνούμενοι έτσι μια πρώτη αρχή της φιλοσοφίας, και, ευρύτερη, τη δενδροειδή λογική της ιεραρχίας. Είναι αλήθεια πως οι Deleuze-Guattari επέλεξαν συχνά να καταστήσουν όσο πιο αόρατη γίνεται την τάξη των εννοιών τους, υιοθετώντας την πολιτική στρατηγική μιας pop φιλοσοφίας που αντανακλούσε το πνεύμα της εποχής, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παρά τη γενικά διακηρυγμένη τους πρόθεση, όμως, σε ορισμένα σημεία του έργου τους διακρίνουν διαφορετικά και λογικά ιεραρχημένα επίπεδα εμμένειας, που ακολουθούν τη γραμμή του Deleuze στο Διαφορά και Επανάληψη. Για παράδειγμα, στο A Thousand Plateaus διακρίνουν τρία strata, το φυσικοχημικό, το οργανικό, και το ανθρωπομορφικό επίπεδο (Deleuze-Guattari, Α Τhousand Plateaus, University of Minnesota Press, 1987: 57-63).

Επομένως, ο Deleuze αναπτύσσει τις λογικές κατηγορίες του κατά κύριο λόγο στο Διαφορά και Επανάληψη και τη Λογική του Νοήματος, ενώ αναπτύσσει τις φιλοσοφικές του έννοιες σε  άλλα έργα του, σε διαφορετικές οντολογικές περιοχές και επίπεδα, από τη φυσική φιλοσοφία μέχρι την κοινωνικοπολιτική οντολογία και την τέχνη (ζωγραφική, κινηματογράφος κ.α).

Με αυτό το σκεπτικό, νομιμοποιούμαστε να παρέμβουμε και στην εκτεταμένη, εξαιρετικά διαθεματική δευτερογενή βιβλιογραφία πάνω στο έργο του Deleuze, οργανώνοντας το ερμηνευτικό χάος που επικρατεί γύρω από τις ντελεζιανές έννοιες που προβάλλουν ως «σχεδόν συνώνυμες», κατά την έκφραση του DeLanda, υποκαθιστώντας στη σχετική βιβλιογραφία η μία την άλλη με τη “μέθοδο” της αναλογίας και ανεξάρτητα από τα πεδία αναφοράς τους. Θα μπορούσαμε, με βάση τα παραπάνω κριτήρια, να ταξινομήσουμε σχηματικά και τα βιβλία του Deleuze, παρεμβαίνοντας στην κυρίαρχη πρόσληψη της εργογραφίας του. Τα βιβλία του Deleuze για άλλους φιλοσόφους και δημιουργούς αφορούν την Ιστορία της ντελεζιανής προβληματικής, τα δύο μεγάλα φιλοσοφικά έργα του αφορούν τη Λογική της ντελεζιανής προβληματικής, ενώ τα υπόλοιπα έργα του αφορούν τη φιλοσοφική δημιουργία εννοιών σε συγκεκριμένα πεδία (Φύση, ''Ψυχολογία'', Κοινωνιολογία), στη βάση της ντελεζιανής λογικής.

Θα μπορούσαμε, επιπλέον, κατά την εγελιανή φιλοσοφική τοπογραφία, να εντοπίσουμε στο ντελεζιανό έργο, σε λανθάνουσα μορφή, μια Επιστήμη της (διαλεκτικής) Λογικής, ένα δηλαδή γενικό σύστημα λογικών κατηγοριών, και τα επιμέρους συγκεκριμένα πεδία ενεργοποίησής τους, που χωρίζονται σε δύο μεγάλες οντολογικές επικράτειες: σε μια Φιλοσοφία της Φύσης και σε μια Φιλοσοφία του Πνεύματος, με την τελευταία να περιλαμβάνει τη Ψυχολογία και την Κοινωνιολογία.

Πέραν, όμως, της γενικής διάταξης των λογικών κατηγοριών και των φιλοσοφικών εννοιών, θα έπρεπε να καταδείξει κανείς, με συγκεκριμένο τρόπο, την εσωτερική και μεθοδική συνάρτηση των λογικών κατηγοριών μεταξύ τους, πώς η κάθε μία προϋποθέτει και παράγει την άλλη, ακολουθώντας τη τροχιά που διαγράφεται από το λογικό-κατηγορικό στο φιλοσοφικό και εποπτικό επίπεδο. Η Επιστήμη της Λογικής του Hegel, περιλαμβάνοντας τη διδασκαλία περί του Είναι, τη διδασκαλία περί της Ουσίας και τη διδασκαλία περί της Έννοιας, επιδιώκει να πραγματώσει το στόχο της εσωτερικής-εμμενούς τελολογίας της παραγωγής και συνάρτησης των λογικών κατηγοριών. Θεωρούμε πως ένα ευρύτερο ερευνητικό πρόγραμμα επαναθεμελίωσης της διαλεκτικής λογικής με τη συστηματική συνάρθρωση εγελιανής και ντελεζιανής φιλοσοφίας, θα έπρεπε να αναλάβει το εγχείρημα αυτό, επαναθεμελίωσης της διαλεκτικής του Hegel, ενδεχομένως και εκτεταμένης αναθεώρησής της, υπό το πρίσμα του εννοιολογικού πλαισίου που παρέχει ο Deleuze με γνώμονα τις τεράστιες επιστημονικές, τεχνολογικές και αισθητικές επαναστάσεις που ακολούθησαν το θάνατο του Hegel.

Ο Hegel, κληρονόμος των Kant, Fichte, Schelling αλλά και όλης της δυτικής μεταφυσικής που προηγήθηκε της καντιανής κριτικής στροφής, έχοντας διαμορφώσει τους φαινομενολογικούς όρους ανάβασης της γνώσης από την αισθητηριακή αμεσότητα στη βαθμίδα της Επιστήμη της Λογικής μέσω της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, αναπτύσσει ως ειδικά γνωστικά αντικείμενα και ιεραρχημένα πεδία εξωτερίκευσης-αλλοτρίωσης της Απόλυτης Ιδέας της Λογικής (της διαλεκτικής μεθόδου), τη Φιλοσοφία της Φύσης και τη Φιλοσοφία του Πνεύματος, με την τελευταία να αποτελείται από δύο κύρια μέρη, το Υποκειμενικό και το Αντικειμενικό πνεύμα. Καθένα από αυτά τα έργα, έχοντας μια διάρθρωση εν είδει “διαλεκτικού fractal”, υποδιαιρείται σε τριαδικά οργανωμένες θεματικές ενότητες ανάπτυξης και προσδι-ορισμού του Απόλυτου. Το Υποκειμενικό Πνεύμα ειδικότερα, αποτελείται, με τη σειρά του, από τρία μέρη: την Ανθρωπολογία, τη Φαινομενολογία, και την Ψυχολογία. Στο τέλος της διαλεκτικής ανέλιξης του Υποκειμενικού Πνεύματος, στο επίπεδο δηλαδή της Ψυχολογίας, ο Hegel συνάγει συλλογιστικά την ορμή και τελικά την Ιδέα της ελευθερίας της βούλησης. Η ελευθερία της βούλησης αποτελώντας την κατακτημένη κορωνίδα του Υποκειμενικού Πνεύματος, αποτελεί την απλούστερη σχέση, το υποκειμενικό κύτταρο του Αντικειμενικού Πνεύματος, επιτρέποντας την είσοδο στο πρώτο μέρος του, τη Φιλοσοφία του Κράτους και του Δικαίου, και την ανάπτυξη του δεύτερου μέρους του, της Φιλοσοφίας της Ιστορίας. Επομένως, η συλλογιστική πορεία του Hegel κινείται από την εγελιανή διαλεκτική λογική (Επιστήμη της Λογικής) στην έλλογη κατανόηση της φύσης (Φιλοσοφία της Φύσης) που αποτελεί προϋπόθεση της έλλογης κατανόησης του ανθρώπινου πνεύματος ως, τελικά, ελεύθερης βούλησης (Φιλοσοφία του Πνεύματος-Υποκειμενικό Πνεύμα, Ψυχολογία), προχωράει στην έλλογη κατανόηση της κοινωνικο-κρατικής οργάνωσης της Ιδέας της ελεύθερης (έλλογης) βούλησης (Φιλοσοφία του Κράτους και του Δικαίου) και, τέλος, στην έλλογη κατανόηση της κοινωνικο-κρατικής ιστορικής διαδικασίας ως εκδίπλωσης και πραγμάτωσης της ελεύθερης βούλησης (Φιλοσοφία της Ιστορίας).

Στον Gilles Deleuze, αν τo Διαφορά και Επανάληψη και το Logic of Sense, υπέχουν τη θέση βιβλίων περί της γενικής διαλεκτικής λογικής, η διαλεκτική λογική συγκεκριμενοποιείται, όπως και στον Hegel, σε ειδικά, ιεραρχημένα επίπεδα και γνωστικά αντικείμενα, στο υλικό-ανόργανο, στο βιοψυχικό και στο κοινωνικό επίπεδο. Στο δίτομο Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια οι Deleuze-Guattari παρουσιάζουν το πέρασμα της ντελεζιανής λογικής από το βιοψυχικό στο κοινωνικό επίπεδο, με το βασικό σκελετό της συλλογιστικής τους να εκτίθεται στον πρώτο τόμο, τον Αντι-Οιδίποδα. Το πρώτο κεφάλαιο του Αντι-Οιδίποδα επιχειρεί την παρουσίαση της λογικής της απλούστερης σχέσης, του κυττάρου της κοινωνικής παραγωγής, της επιθυμητικής παραγωγής, το δεύτερο κεφάλαιο μια κριτική στην οικογενειοκρατική ψυχανάλυση για τη μεταφυσική της σύλληψη της επιθυμίας, ενώ το τρίτο κεφάλαιο (Άγριοι, Βάρβαροι, Πολιτισμένοι) παρουσιάζει την ιστορική εκδίπλωση και πραγμάτωση της επιθυμητικής παραγωγής μέσα από διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, σε μια Παγκόσμια Ιστορία της Επιθυμίας. Στο δεύτερο τόμο του Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, τα Χίλια Επίπεδα, οι Deleuze-Guattari αναπτύσσουν και εμπλουτίζουν διαθεματικά τη λογική και ιστορική τους σύλληψη, αναπτύσσοντας, σε δύο από τα κεφάλαια του βιβλίου, μια Παγκόσμια Ιστορία των Κρατικών Μορφών ως ιστορία κρατικής παραμόρφωσης της επιθυμητικής παραγωγής, και την απάντηση μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής απέναντι στο Κράτος.

Επομένως, στους Hegel και Deleuze συναντάμε μια κοινή συλλογιστική. Μια γενική λογική θεμελιώνει τη φιλοσοφική τοποθέτηση για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του ανθρώπινου ως βιοψυχικού όντος, η οποία, με τη σειρά της, θεμελιώνει την έλλογη και αξιολογικά τοποθετημένη κατανόηση της κοινωνικο-ιστορικής διαδικασίας, που διέρχεται μέσα από Κρατικές μορφές. Οι σημαντικές διαφορές ως προς τη μέθοδο, τον προσδιορισμό του ανθρώπινου (η ελεύθερη βούληση στον Hegel, η επιθυμητική παραγωγή στον Deleuze και τον Guattari), ως προς την αξιολογική και πολιτική τοποθέτηση απέναντι στη Κρατική μορφή και ως προς την κατανόηση των ακρατικών κοινωνιών, ενώ μοιάζουν σημαντικότερες από τις ομοιότητες, δημιουργώντας μια ασυμβίβαστη ασυμμετρία μεταξύ των δύο φιλοσόφων, έρχονται κατά τη γνώμη μου σε δεύτερη μοίρα.


Πηγή Λέσχη Νέων Χεγκελιανών