Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ο φιλόσοφος της εξεγερμένης επιθυμίας

 

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Ο Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι που πέθανε στα 90 του δεν ήταν ένας ακαδημαϊκός φιλόσοφος, ο ειδικός στη σκέψη τού Μπαρούχ Σπινόζα ή του Μαρξ. Μάλλον έγινε μια πολιτισμική αναφορά τής παγκόσμιας ριζοσπαστικής σκηνής αφού πρώτα έζησε στη σάρκα του την περιπέτεια της ανατρεπτικής δράσης. Νέος που βγήκε και αυτός από το φυτώριο του κοινωνικού καθολικισμού τής δεκαετίας τού ΄50, μέλος τού Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος συνδέθηκε γρήγορα με μια ιδιαίτερη εκδοχή ιταλικού μαρξισμού: τον «εργατισμό» (operaismo). Οι εργατιστές κοινωνιολόγοι επιχείρησαν να ερευνήσουν τους μετασχηματισμούς τής μισθωτής εργασίας και τις νέες πραγματικότητες του «καπιταλιστικού εργοστασίου» σε μια εποχή εμπέδωσης της νέας καταναλωτικής κοινωνίας. Οι άλλες μεγάλες φυσιογνωμίες τού εργατισμού, ο Μάριο Τρόντι και ο Αλμπέρτο Αζορ Ρόζα κατέληξαν πάλι στην αγκαλιά τού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποκρούοντας την άγρια δυναμική τής νέας ιταλικής άκρας αριστεράς που διαμορφώθηκε σε χίλιες δυο συγκρούσεις και διασπάσεις τού τέλους τής δεκαετίας τού ‘60. Ο Νέγκρι, αντιθέτως, άντλησε από τον εργατισμό ιδέες που βάθυναν τη συναισθηματική και ιδεολογική του ρήξη με τις βασικές επιλογές τής ιταλικής Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Βρέθηκε στην αντίπερα όχθη από τη λεγόμενη «ευρωκομμουνιστική» πορεία και ήταν εξαρχής και έως τέλους ξένος προς τον δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την προτεραιότητα της κοινοβουλευτικής και πολιτικής δράσης.

Οι αρχές της δεκαετίας τού ΄70 στάθηκαν γι’ αυτόν ένα εργαστήριο ιδεών και συναισθημάτων που ιχνηλατούσαν μια εμπειρία διαχωρισμού: τον διαχωρισμό από την αστική πολιτική κοινότητα και τη διαλεκτική μεταξύ της αστικής και της κοινωνικής-εργατικής δημοκρατίας. Η ιδέα της εργατικής αυτονομίας, προτού γίνει τίτλος ενός ολόκληρου κινηματικού γαλαξία, βρισκόταν στην αιχμή τής επίθεσης του Νέγκρι στην βασική παράδοση του ιταλικού κομμουνισμού. Ο Νέγκρι θα αρνηθεί να δει το εργατικό κίνημα ως κέντρο μιας εθνικής δημοκρατικής αναγέννησης, ως υποκείμενο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που θα γεννούσαν μια πιο προοδευτική Ιταλία. Αυτή η γλώσσα και οι στόχοι της τού έφερναν αηδία και θα αποκαλούσε το ΚΚ του Μπερλινγκουέρ «άθλια σοσιαλδημοκρατία». Όσο το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έριχνε το βάρος του στους θεσμούς και προσανατολιζόταν σε μια κουλτούρα κόμματος διακυβέρνησης (αφήνοντας πίσω τη λενινιστική αντίληψη για την κατάληψη της εξουσίας), τόσο εντονότερα ο Νέγκρι και ο χώρος του αναζητούσαν μια εμπειρία «προλεταριακής χαράς» πέρα και εναντίον των θεσμών και του κράτους των κομμάτων. Η κριτική στα εργατικά συνδικάτα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα γινόταν όλο και οξύτερη. Κατηγορούνταν πως επιδίωκαν τον έλεγχο των μαζών και τον εγκλωβισμό τους σε μια ηθική τής παραγωγικής εργασίας και της συνδιαλλαγής με τον εχθρό. Και με τη σειρά τους, οι άνθρωποι του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρονταν με πολύ σκληρά λόγια στον «εξτρεμισμό» τού Νέγκρι και στην Αυτονομία στην οποία έφτασαν να βλέπουν το ύφος των αποσπασμάτων δρόμου τού πρώιμου φασισμού. Ήταν πια η στιγμή τής μεγάλης αντιπαράθεσης όπου στις διαδηλώσεις αλλά και στις παράνομες δράσεις τής Αυτονομίας υπήρχαν πια στοιχεία ένοπλου αγώνα, ακόμα και αν ο Νέγκρι θα κόψει ταχύτητα.

Τον Απρίλιο του 1979, στην ατμόσφαιρα ανελέητης πολιτικής και αστυνομικής σύγκρουσης μετά την απαγωγή και τη δολοφονία τού μετριοπαθούς χριστιανοδημοκράτη Άλντο Μόρο, ο εισαγγελέας Πιέτρο Καλότζερο, δικαστικός με δεσμούς στην Αριστερά, θα κατηγορήσει ευθέως τον Νέγκρι ως στρατηγικό εγκέφαλο όλου του ακροαριστερού ένοπλου χώρου. Ο Καλότζερο και πολλοί άλλοι ήταν πεπεισμένοι ότι ο «καθηγητής Νέγκρι» δεν ήταν απλώς ένας θεωρητικός τού εξεγερσιακού κομμουνισμού αλλά ένας παίκτης στην καρδιά τής ένοπλης αριστερής βίας. Η ιστορία στη συνέχεια αποδείχτηκε πιο περίπλοκη και οι μαρτυρίες, τα αρχεία και οι έρευνες συνεχίζονται ακόμα. Έχει αποδειχτεί σε μεγάλο βαθμό ότι ο Νέγκρι διατηρούσε επαφές με στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών μέχρι το 1976, είναι πάντως φανερό πως από ένα σημείο και μετά η οπτική του οδηγήθηκε αλλού: θα διαφωνήσει έτσι με αυτό που ονομάζουμε ιταλική τρομοκρατία όχι τόσο γιατί είχε ενστάσεις για την επιθετική και βίαιη δράση όσο γιατί αντιλαμβάνεται ως ξεπερασμένη την ανάλυση των Ερυθρών Ταξιαρχιών για τον χαρακτήρα του ιταλικού καπιταλισμού, το παγκόσμιο σύστημα και τον ρόλο τής πολιτικής πρωτοπορίας. Ο Νέγκρι θα δώσει έμφαση στη σφαίρα των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, στους επισφαλείς και άνεργους των μητροπόλεων, στις δυνάμεις μιας νέας, «άγριας» νεολαίας που ζητούν να ζήσουν πέρα από τη θλίψη τής μισθωτής εργασίας και την καταστολή των επιθυμιών τους. Σε επικοινωνία με το πνεύμα φιλοσόφων ενός αριστερού νιτσεϊσμού όπως ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μισέλ Φουκώ, ο Νέγκρι δίνει μεγάλη σημασία στην επιθυμία και στις εμπειρίες κατάφασης σε έναν «διονυσιακό» κομμουνισμό. Βρίσκει έτσι στον μαρξισμό-λενινισμό των τρομοκρατών μια συντηρητική και ακατάλληλη μορφή σκέψης για την έκφραση των επιθυμιών αυτών των νέων τύπου προλετάριων που θα ονομαστούν «κοινωνικοί εργάτες».

Ο Νέγκρι επιλέγει επίσης, με τον δικό του τρόπο, την οδό τής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς αν και η σκέψη του έχει ως αιχμή την ακαταπόνητη επιθυμία για υπέρβαση της μορφής τού κράτους, της εργασιακής δομής και της ιεραρχικής συνθήκης. Η πυκνότερη ενασχόλησή του με τη φιλοσοφική και θεωρητική εργασία, οι δεσμοί του με Γάλλους και Αμερικανούς στοχαστές (ακόμα και η καμπάνια τού φιλελεύθερου και αντικομμουνιστή Μπερνάρ Ανρί Λεβί υπέρ του παίζει τον ρόλο της) θα μετατρέψουν τον Νέγκρι σε φιλόσοφο τής νέας διεθνούς ριζοσπαστικής σκηνής. Η μελέτη του για τον Σπινόζα αναγνωρίζεται ως εξαιρετικά σημαντική και οι αναλύσεις του για τις νέες μορφές κυριαρχίας και γνώσης στον «παγκόσμιο ενοποιημένο καπιταλισμό» θα γεννήσουν διάλογο σε ευρύτερη βάση. Είναι ένας radical leftist philosopher που αποκτά καινούρια ακροατήρια, πέρα από αυτά που είχε ως πολιτικός ηγέτης και στρατευμένος διανοούμενος.

Φυσικά οι δικαστικές και ποινικές εκκρεμότητες θα τον ακολουθούν, θα εκτίσει τέσσερα χρόνια φυλάκισης και ύστερα πάλι (όταν επιστρέψει στην Ιταλία το 1997) θα συναντήσει κάποιους έγκλειστους-φαντάσματα των παλαιών οργανώσεων - εκείνος όμως έχει πια ένα άλλο status. Η ποιότητα των φιλοσοφικών του εργασιών είναι αναμφισβήτητη. Όπως είπε ο Μάσιμο Κατσιάρι, παλαιός σύντροφος του Νέγκρι που πήρε πολύ διαφορετικό δρόμο, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τον στοχαστή Νέγκρι ακόμα και αν είναι αντίπαλός του.

Τώρα βέβαια οι νέοι υπερδεξιοί υπουργοί και παράγοντες της Μελόνι αναφέρονται στον θάνατο του Νέγκρι επαναλαμβάνοντας την έκφραση «κακός δάσκαλος» (cattivo maestro). H έκφραση είχε τις δόξες της στα χρόνια τής τρομοκρατίας όταν στον Τύπο ή στα κόμματα έψαχναν τις σκοτεινές μορφές κάποιων διανοουμένων και καθηγητών πίσω από τους σχεδιασμούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ο Νέγκρι δεν υπήρξε φυσικά περιστερά ή συνηθισμένος ριζοσπάστης δάσκαλος σαν αυτούς που συναντούμε πλέον παντού, από το Harvard μέχρι το Πάντειο. Μερικά από τα κείμενά του πετούσαν σπίθες. Ύμνησε άλλωστε την κουκούλα και την αίσθηση της θερμής, συγκρουσιακής κοινότητας. Είδε τον αγώνα ως μια σχεδόν σωματική, πυρετική και υπαρξιακή εμπειρία που δεν είχε πρόβλημα με κάποιες παραβατικές πρακτικές: την απαλλοτρίωση αγαθών ή διάφορες εκδοχές αστικού «σαμποτάζ». Αυτό το γράφω γιατί υπάρχει ο πειρασμός να παρουσιαστεί ο Νέγκρι σαν να είναι άλλος ένας διανοούμενος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που, απλώς, υπήρξε θύμα κάποιας σκευωρίας.

Η φιλοσοφική αποτίμηση των έργων του είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Η κρίση όμως για τις μεγάλες πολιτικές και ηθικές του επιλογές είναι κάτι διαφορετικό. Το βέβαιο είναι πως ο Αντόνιο Νέγκρι που όλοι τον φώναζαν Τόνι υπήρξε μια από τις σύνθετες, εν μέρει σαγηνευτικές και από άλλες πλευρές απαράδεκτες, προσωπικότητες μιας άλλης σκηνής, μιας αντισυμβατικής –θερμής– εμπειρίας. Το ίχνος του ήταν ένας ιδιόμορφος μαρξισμός που μιλούσε μια αναρχική, νιτσεϊκή και σχεδόν εκστατική γλώσσα. Από την άλλη, έγραψε κοπιώδη, λεπτά και ενημερωμένα κείμενα φιλοσοφίας τού δικαίου και κοινωνικής θεωρίας. Κυρίως όμως προϋπάντησε τη δύναμη του πλήθους απέναντι στην Αυτοκρατορία. Υπονόμευσε πολλά από τα είδωλα του παλιού σοσιαλισμού για να γιορτάσει την πολλαπλότητα των επιθυμιών και των σχεδίων ενός κόσμου που ήθελε και ίσως θέλει να «ζήσει τον κομμουνισμό» στο τώρα.

Κάποιοι από τους συντρόφους του τής παλιάς εποχής δεν τού συγχώρησαν που έγινε διάσημος και αποκήρυξε ορισμένα πρόσωπα και ιδέες. Άλλοι, μάλλον περισσότεροι, δεν μπόρεσαν ποτέ να τον αποδεχτούν γιατί συνέχισε να διεκδικεί ανατρεπτικές ιδέες κλείνοντας πάντα το μάτι στις αποκοτιές τού παρελθόντος του (είχε παραδεχτεί τη συμμετοχή του σε ένοπλες ληστείες που ήταν μια από τις πρακτικές τής Αυτονομίας, ιδίως στην αρχική της φάση).

Με μια έννοια, ο Νέγκρι, καθηγητής στην Πάντοβα, ηγετική φυσιογνωμία  επαναστατικών οργανώσεων και στοχαστής των μεταφυσικών θεμελίων τής κυριαρχίας και της ζωής μπόρεσε να συνυφάνει πολλές διαστάσεις τής εποχής του: να πειραματιστεί πολιτικά με τα όρια, να διδάξει και να γράψει, να δημιουργήσει κύματα συμπαράστασης αλλά και μεγάλη εχθρότητα και αντιπάθειες σε φίλους και αντιπάλους.

Υπήρξε, εντέλει, ένα μεγάλο μέγεθος. Και εγγράφεται ασφαλώς στην ιστορία τού ανατρεπτικού στοχασμού ως μια ιδιαίτερη περίπτωση επιμονής και επινοητικότητας, μέσα στις έννοιες της φιλοσοφίας και στις πρακτικές των αγώνων όπως αυτός τους εννοούσε.

 

Πηγή LiFO