Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Για μια άλλη δημοκρατία των κοινών


Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή [1]

Δεν υπάρχει ίσως πιο κοινότοπη διάγνωση για τη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα (και όχι μόνον) από εκείνη που επισημαίνει τη βαθιά και πολυδιάσταση παρακμή της. Η εξάλειψη της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας, η υποκατάσταση της κοινοβουλευτικής εξουσίας από μια διακυβέρνηση με άνωθεν διατάγματα («πράξεις νομοθετικού περιεχομένου»), η υποταγή στη δικτατορία των αγορών και των διεθνών οργάνων τους, η καρκινωματική διαφθορά που εκτρέφει πλέον έναν κανιβαλισμό μέσα στο ίδιο το κατεστημένο, προβάλλουν αυτόματα σε μια πρόχειρη σταχυολόγηση των συμπτωμάτων.

Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι η κρίση της αντιπροσώπευσης και η έκπτωση της πολιτικής δεν περιορίζονται στις παλιές καθεστωτικές δυνάμεις. Επιπλέον, ριζοσπαστικές εναλλακτικές που αναδύθηκαν τα τελευταία χρόνια, από το κίνημα των πλατειών ως την εξάπλωση αυτόνομων χώρων και πρωτοβουλιών κοινωνικής οικονομίας, δεν έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν αποτελεσματικές και εκτεταμένες δημοκρατικές αντιεξουσίες, παραμένοντας ασταθείς, φευγαλέες, ευάλωτες και μικροσκοπικές κουκκίδες σε έναν ζοφερό αρχιπέλαγος. Αυτό δείχνουν, μεταξύ άλλων, οι πρόσφατες καθεστωτικές επιδρομές σε μια σειρά αυτοοργανωμένων καταλήψεων.

Το αίτημα για μια άλλη δημοκρατία έχει διατυπωθεί και εξακολουθεί να διατυπώνεται συλλογικά, αλλά δεν απαντάται ακόμη συλλογικά, και η υπαρκτή δημοκρατία εκφυλίζεται βαθύτερα μέρα με τη μέρα, δυναστεύοντας και καταστρέφοντας την κοινωνία. Πώς μπορούμε να σκεφτούμε και να πράξουμε σήμερα μια διαφορετική, συμμετοχική, μαζική, κοινωνική πολιτική, όταν απέχουμε πολύ από τη δημιουργία των θεσμών και του ήθους μιας γενικευμένης συλλογικής αυτοκυβέρνησης; Πώς, όταν η κατεστημένη κρατική διακυβέρνηση, με το τεράστιο πλέγμα των κοινωνικών υποδομών της, το εύρος της οργάνωσης και την πανοπλία των κατασταλτικών μηχανισμών της, είναι πάντα παρούσα, καθοριστική για την καθημερινότητα των πολλών, επικίνδυνη και ισχυρή;

Το γεγονός ότι το σύγχρονο κράτος δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως μοχλός κοινωνικής χειραφέτησης αλλά ούτε και απλώς να γκρεμισθεί από τη μια μέρα στην άλλη υπαγόρευσε εύλογα τον σύγχρονο μικρο-ουτοπικό εναλλακτισμό μιας αρχόμενης νέας οικοδόμησης στις «ρωγμές» του κράτους και του καπιταλισμού.[2] Η ιδέα είναι να ξεκινήσουμε σταδιακά να διαπλάθουμε τις διαφορετικές σχέσεις, τις υποκειμενικότητες και τις υποδομές μιας αυτόνομης εξισωτικής κοινωνίας στα διάκενα που αφήνουν ανοικτά τα κατεστημένα πλέγματα εξουσίας τα οποία δεν μπορούμε άμεσα και εύκολα να διαλύσουμε, αλλά δεν θέλουμε επίσης να τα ελέγξουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε. Με την εξάπλωση, την επέκταση και τη δικτύωσή τους, οι ποικίλες νησίδες ενός άλλου κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις νέες εκείνες παραγωγικές, προνοιακές, εκπαιδευτικές κ.ά. υποδομές που θα είναι ικανές να αντικαταστήσουν τις κυρίαρχες κρατικές.

Πράγματι, αυτή η άμεση μικρο-κοινωνική ανακατασκευή είναι από τους πιο δόκιμους τρόπους για να πειραματιστούμε με το καινούριο και να διαμορφώσουμε τους νέους ανθρώπους μιας άλλης κοινωνίας, μέσα από μια αυτομάθηση της ελευθερίας που μπορεί να λύσει το «ρουσσωικό παράδοξο» -τη δημιουργία κοινωνιών ισότητας και ελευθερίας από ανελεύθερους και υποταγμένους (ή εξουσιαστές) ανθρώπους. Παραμένει, ωστόσο, ένα απαράκαμπτο πρόβλημα: τι κάνουμε στο μεταξύ με τα υπαρκτά κράτη;

Μια πρακτική διέξοδος διερευνάται ήδη με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής: η σύζευξη της ανάπτυξης αυτοδύναμων κινημάτων που προωθούν την κοινωνική αυτοοργάνωση με τη μερική και υπό όρους συνεργασία με «προοδευτικές» κυβερνήσεις, οι οποίες δεν αντιστρατεύονται τουλάχιστον, αν δεν ενισχύουν, τους κινηματικούς στόχους. Αυτή τη «λύση» εισηγούνται, στην πραγματικότητα, και οι Hardt και Negri στην πρόσφατη Διακήρυξή τους (2012), και την επεξεργάζονται θεωρητικά αντλώντας από τις πρόσφατες εμπειρίες τέτοιων υβριδισμών σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Βολιβία και η Βενεζουέλα.[3] Κινήματα όπως το ΜST (Kίνημα των Ακτημόνων) στη Βραζιλία προσέφεραν τη στήριξή τους σε κεντροαριστερά κόμματα και κυβερνήσεις (του Εργατικού Κόμματος του Λούλα και της Ρούσεφ, σήμερα) γιατί θεωρούν ότι παρακωλύουν λιγότερο το έργο της κοινωνικής αλλαγής στο οποίο έχουν επιδοθεί και το οποίο συνεχίζουν ανεξάρτητα, χωρίς να αφομοιώνονται και χωρίς να υποτάσσονται οργανωτικά και ιδεολογικά σε κανένα πολιτικό κόμμα ή κράτος.

Σε αυτού του τύπου τη «διαζευκτική σύζευξη» αυτόνομων κοινωνικών κινητοποιήσεων και κυβερνητικών/κομματικών πολιτικών, οι πρώτες δεν περιμένουν από τις κυβερνήσεις την πραγματική κοινωνική αλλαγή, την οποία θεωρούν δική τους υπόθεση, ούτε επιδιώκουν την «κατάληψη» της κρατικής εξουσίας. Το μόνο που επιζητούν είναι να εξασφαλίζουν ένα λιγότερο εχθρικό, αν όχι ευνοϊκό, πλαίσιο κρατικής πολιτικής για τις δικές τους αυτόβουλες δράσεις του κοινωνικού μετασχηματισμού. Έτσι μπορούν να αφοσιωθούν στα μακρόχρονα και κοπιώδη πειράματα της εξισωτικής χειραφέτησης που πρέπει να είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας, περιορίζοντας παράλληλα τους κινδύνους της κρατικής καταστολής, της καπιταλιστικής λαίλαπας ή της κατάρρευσης των προνοιακών υποδομών πριν τη διαμόρφωση νέων. Σε αυτή τη «θεσμικότητα του κοινού», όπως την ονομάζουν οι Hardt και Negri,[4] τα κινήματα δεν διαφυλάσσουν απλώς τη διακριτότητα και την αυτοδυναμία τους στα πλαίσια μιας εξ αποστάσεως και εργαλειακής υποστήριξης κυβερνήσεων φιλικότερων προς τα σχέδιά τους. Η συνεργασία συνδυάζεται με την άσκηση πιέσεων, με αντιστάσεις και ανταγωνισμό, όταν οι κυβερνητικές επιλογές στρέφονται εναντίον βασικών κοινωνικών αναγκών ή των στόχων της εξισωτικής αυτοθέσμισης, όταν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα επιχειρούν να αποκαταστήσουν τον παραδοσιακό εξουσιαστικό τους ρόλο ή εξυπηρετούν και πάλι συμφέροντα της ολιγαρχίας. Μια τέτοια σχέση κράτους και κοινωνικής αλλαγής δεν υπόσχεται κανένα μαγικό κλειδί για την επίλυση των διλημμάτων που επισημάναμε, αλλά προσφέρει ίσως μια κάποια, πραγματιστική λύση όσο υπάρχουν κραταιά κράτη, όσο οι κοινωνίες είναι βαθιά ενσωματωμένες σε αυτά και όσο τα κράτη επιδίδονται, όπως σήμερα, στην καταστροφή και την καθυπόταξη του συλλογικού βίου.

Η ανταγωνιστική σύνταξη κοινωνικών κινητοποιήσεων και θεσμικών φορέων επιτρέπει την προαγωγή μιας πλουραλιστικής κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης και τη σταδιακή αυτοανάπτυξη μιας άλλης δημοκρατίας των κοινών. Αν συγκροτηθούν ανοικτοί και πολλαπλοί τόποι συνεννόησης και αντιπαράθεσης διαφορετικών πολιτικών βουλήσεων, η κυρίαρχη εξουσία διαλύεται σε ένα «ανοικτό εργαστήριο συναινετικών παρεμβάσεων και πλουραλιστικών δημιουργιών νομοθετικών κανόνων».[5] Μπορεί να διαμορφωθεί έτσι μια ευρύτερη δύναμη που θα καταλύσει τα παλιά αστικά συντάγματα και θα ξεκινήσει μια αργή επεξεργασία των ηθικών και πολιτικών αξόνων ενός νέου συντάγματος. Και τα κινήματα θα έχουν πρόσβαση σε «αντι-εξουσίες» που μπορούν να επιστρατευθούν στην περίπτωση εμφάνισης σοβαρών απειλών κατά της διαδικασίας οικοδόμησης των κοινών. Οι πλουραλιστικές-συναινετικές μορφές διακυβέρνησης με πολλαπλά σημεία εισόδου και η διαρκής διάπλαση των κανόνων για την κοινή ζωή μέσω αυτών των μορφών συνιστούν στοιχεία του «διαδικασιακού ορίζοντα μιας συμμετοχικής δημοκρατίας του κοινού».[6]

Ποια μορφή, όμως, μπορεί να έχει μια νέα «δημοκρατία των κοινών» που θα οικοδομηθεί σταδιακά και αυτόνομα, από τη συλλογική κινητοποίηση, στο πλαίσιο που θα δημιουργήσει μια ευνοϊκή «διαζευκτική σύζευξη» με τις σημερινές κρατικές διακυβερνήσεις; Το «κοινό» δηλώνει συλλογικούς φυσικούς (π.χ. νερό, αέριο) και άλλους κοινωνικούς πόρους, για την υπεράσπιση των οποίων αγωνίζονται λαοί ανά τον πλανήτη ενάντια στην «πολιτεία της ιδιοκτησίας». Αλλά σημαίνει κυρίως ότι οι αγώνες του πλήθους βασίζονται σε «κοινές οργανωτικές δομές», όπου το κοινό δεν αποτελεί φυσικό πόρο αλλά κοινωνικό προϊόν και συνιστά μια «ανεξάντλητη πηγή καινοτομίας και δημιουργίας». Το πλήθος που συγκροτεί τα κοινά αποτελείται από ένα «ανοικτό σύνολο κοινωνικών μοναδικοτήτων που είναι αυτόνομες και ίσες».[7] Η δημοκρατία των κοινών δεν θα αποβλέπει στην ομοιοφωνία και την ισοπεδωτική συναίνεση αλλά στη «συγκόλληση» των διαφορών και τον πλουραλιστικό, κατά το δυνατό, συμβιβασμό τους.[8]

Ποιες «κυβερνητικές τεχνολογίες» μπορούν  να προάγουν στην πράξη την ελευθεριακή πληθυντικότητα και πώς είναι δυνατόν, από άποψη οικονομίας χρόνου και ενέργειας, να εμπλέκονται όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας, ταυτόχρονα και διαρκώς, στη δημοκρατική συνδιαχείριση όλων των βασικών, έστω, συλλογικών αγαθών και υποδομών (νερό, ενέργεια, τράπεζες, εκπαίδευση, διαβουλευτικά φόρουμ για τις ευρύτερες κοινωνικές υποθέσεις); Σε ένα τέτοιο καθεστώς, θα έμενε ελάχιστος χρόνος για βιωτικές και άλλες δραστηριότητες, καθώς εδώ δεν θα είχαμε απλώς μια αναβίωση της κλασσικής άμεσης δημοκρατίας, η οποία προϋπέθετε ότι άλλοι/ες επωμίζονται σημαντικό μέρος της καθημερινής αναπαραγωγικής πράξης ώστε να μπορούν οι πολίτες να συνεδριάζουν στην εκκλησία του δήμου. Θα είχαμε μια πολλαπλά απαιτητική άμεση δημοκρατία στη νιοστή, όπου ν=το πλήθος των συλλογικών αγαθών και πεδίων σε μια σύνθετη, ανεπτυγμένη κοινωνία. Είναι γνωστό, εξάλλου, από την κοινωνιολογία των κινημάτων, ότι η εντατική και «συμπαγής» μαζική συμμετοχή έχει έναν περιοδικό, φευγαλέο και απρόβλεπτο χαρακτήρα και δύσκολα νοείται ως μόνιμη κατάσταση, λόγω του βαθμού της αφοσίωσης και της υψηλής ανάλωσης ενέργειας που απαιτεί από όλες/ους όσες/ους συνεργούν.

Για την αντιμετώπιση και των δύο κομβικών ζητημάτων που καθιστούν ανέφικτη ή ανεπιθύμητη μια «κοινοποίηση» της πολιτικής και όλων των κοινωνικών αγαθών, θα σκιαγραφήσουμε ένα τρόπο συλλογικής λειτουργίας που βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τη φιλοσοφία και την πολιτική των κοινών, καθώς εντοπίζεται στις «κοινότητες ανοικτού λογισμικού», σε ανοικτές διαδικτυακές κοινότητες wiki (όπως η Wikipedia), στην πλουραλιστική «θεσμικότητα του κοινού» των Hardt και Negri, αλλά στις δημοκρατικές πρακτικές «των πλατειών» του 2011. Ένας κρίσιμος κοινωνικός πόρος, όπως είναι η εκπαίδευση, οι μεγάλες κοινωφελείς επιχειρήσεις, οι τράπεζες κ.ο.κ, μπορεί να «κοινοποιηθεί» εφόσον η διακυβέρνησή του ως κοινού κτήματος διεξάγεται μέσα από ανοικτές πλατφόρμες συλλογικής διαβούλευσης στις οποίες συμμέτεχει ελεύθερα κάθε ενδιαφερομένο μέρος στη βάση της ισότητας. Στην πράξη, αυτή η πολιτική λογική οδηγεί στη σύσταση πυρήνων από αφοσιωμένους «ακτιβιστές» που προωθούν τη δημιουργία του κοινού έργου, το παρακολουθούν επιμελώς, αποκτούν μεγαλύτερη εμπειρία και εποπτική γνώση για τη διαχείρισή του κλπ. Γύρω από αυτούς σχηματίζονται κύκλοι συμμετεχόντων από την ευρύτερη κοινότητα με διαφορετικούς βαθμούς ενδιαφέροντος, αφοσίωσης και προσφοράς, οι οποίοι ωστόσο συνεισφέρουν με ιδέες, προτάσεις και έργα στην κατασκευή των κοινών και μπορούν, εφόσον το επιθυμήσουν, να ενταχθούν στον κεντρικό πυρήνα.

Το «μοντέλο της ανοικτής πλατφόρμας» στη διαχείριση των κοινών είναι τρωτό, φυσικά, στον κίνδυνο εμφάνισης νέων ελίτ και κλειστών κύκλων που δεν θα αντιπροσωπεύουν την πληθυντικότητα και τις αντιθέσεις της κοινωνίας στην οποία εντάσσονται και ενδέχεται να υψώσουν νέους, άτυπους φραγμούς εισόδου. Θα πρέπει συνεπώς να εμπλουτιστεί με αποδοτικούς μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας στην ευρύτερη κοινωνία, οι οποίοι θα ελέγχουν τη συνύφανση των επιλογών του «διαχειριστικού κοινού» με γενικότερες έγνοιες και ενδιαφέροντα, θα αποτρέπουν την εκ νέου περιχαράκωση και ηγεμόνευση των κοινών από αποκλειστικές ελίτ, θα διευκολύνουν τη σύμπραξη κάθε νέου ενδιαφερόμενου και θα επινοούν τρόπους προσέλκυσης νέων συμμετοχών στη διακυβέρνηση και στην παραγωγή από κοινού. Θα μεριμνούν, επίσης, ώστε να υπάρχει ένα επαρκές μείγμα ετεροτήτων, εντάσεων και αντιθέσεων στον κεντρικό πυρήνα της διεύθυνσης των κοινών, και θα ανοίγουν φόρουμ μητροπολιτικής διαβούλευσης και παρέμβασης από τα έξω, σπάζοντας ξανά όποια στεγανά τείνουν να επανεμφανιστούν.

Η φαντασίωση μιας «πλήρους παρουσίας της κοινωνίας στον εαυτό της», μιας καθολικής συμμετοχής και γενικής συναίνεσης στα ανακτημένα κοινά, που είναι πιθανόν να συγκαλύπτει στην πραγματικότητα νέες ιδιοποιήσεις, οριοθετήσεις και ηγεμονίες, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Στη θέση της καλούμαστε να σφυρηλατήσουμε την αγωνιστική και πλουραλιστική πολιτική τεχνολογία μιας διασπασμένης,  πολυκεντρικής και ομόσπονδης κυριαρχίας που θα μπορέσει να κάνει πράξη μια αποτελεσματική κοινοποίηση των κοινωνικών αγαθών διασώζωντας με πολιτικούς μηχανισμούς και δυναμικές πρακτικές την πληθυντικότητα, τον ανταγωνισμό, την ετερογένεια, τη δημιουργικότητα και την ανοικτότητα.

__________________________

[1] Το κείμενο αντλεί στοιχεία από το άρθρο μου «Να κάψουμε τις «εκκλησίες της αριστεράς»;», που δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής, 13.01.2013.

[2] Πιο γνωστός εκφραστής αυτής της θέσης σήμερα είναι μάλλον ο John Holloway με τα έργα του Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία (2006), μτφρ. Α. Χόλογουεη, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα και  Ρωγμές στον καπιταλισμό (2011), μτφρ. Α. Χόλογουεη, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα.

[3] Βλ. Hardt και Negri, Declaration, (2012), Declaration, Argo Navis Author Services, New York, σσ. 80-84. Ελληνική μετάφραση: Michael Hardt και Antonio Negri (2012), Να πάρουμε τη σκυτάλη. Διακήρυξη, Αθήνα, Βιβλιόραμα , σσ. 103-107.

[4] Βλ. Hardt και Negri, Declaration, ε.α., σσ. 82.

[5] Ε.α., σ. 82.

[6] Ε.α., σ. 84.

[7] Hardt, Negri, Commonwealth, Cambridge, Mass.: Belknap Press of Harvard University Press, σ. 111.

[8] Ε.α., σ. 64.

Αναδημοσίευση από Red NoteBook