Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Υπάρχει «καλή δραχμή»; Μικρή συμβολή στη δημόσια συζήτηση για την Ελλάδα


του Μισέλ Ισόν*


Η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα μπροστά στα τελεσίγραφα της τρόικας είναι μια επώδυνη ήττα για όλους τους οπαδούς μιας πολιτικής εναλλακτικής στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα που επικρατεί στην Ευρώπη. Μπορούμε να θυμίσουμε σύντομα και όχι με ιεραρχική σειρά της αιτίες αυτής της ήττας: υποτίμηση της βιαιότητας των «θεσμών», αυτού του μίγματος οικονομικού φανατισμού και πολιτικής βούλησης, που αποβλέπει στην καταπολέμηση κάθε εναλλακτικής πολιτικής· απουσία προετοιμασίας των υλικών όρων μιας ρηκτικής διαδικασίας, η οποία κυρίως περνά από τη μονομερή παύση των πληρωμών των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους· μη διαμόρφωση ευνοϊκού συσχετισμού δύναμης στο ιδεολογικό πεδίο μέσα στην ίδια τη χώρα, που είναι απαραίτητος για μια τέτοια ρήξη· ανικανότητα αξιοποίησης της δυναμικής του «όχι» στο δημοψήφισμα, που, με μια λογική εθνικής ενότητας, οδήγησε στην υιοθέτηση μέτρων τα οποία η κυβέρνηση είχε ζητήσει από τους πολίτες να απορρίψουν· απουσία πολιτικής ανταπόκρισης από την πλευρά άλλων κυβερνήσεων και υποτονική στήριξη από την πλευρά του κοινωνικού κινήματος.


ΤΙΝΑ και από τους οπαδούς της εξόδου;

Το συμπέρασμα που συχνά συνάγεται από αυτή τη διαπίστωση, είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική που να μπορεί να εφαρμοστεί εντός της ευρωζώνης. Για τον Στάθη Κουβελάκη, «έχει γίνει φανερό ότι δεν είναι δυνατή η ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας παραμένοντας στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια αυταπάτη που κοστίζει πολύ ακριβά. Η ιδέα του “καλού ευρώ” και της “παρακίνησης της Ευρώπης”, η επίμονη άρνηση ενός σχεδίου Β και ο εγκλεισμός σε μια εξαντλητική διαδικασία διαπραγμάτευσης οδήγησαν στην πιο μεγάλη καταστροφή για την ευρωπαϊκή αριστερά που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό από την εποχή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ.»

Ο Ζακ Σαπίρ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: «Στην πραγματικότητα, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε αλλαγή της ΕΕ εκ των έσω. Η “ριζοσπαστική αριστερά” οφείλει να θέσει ως πρώτο στόχο τη ρήξη, τουλάχιστο με τους θεσμούς που το περιεχόμενό τους είναι νεοαποικιακό, δηλαδή τους θεσμούς της ευρωζώνης, και οφείλει να σκεφτεί ποιες συμμαχίες μπορεί να συνάψει με βάση αυτό το στόχο. Η ώρα της επιλογής έχει φτάσει γι’ αυτήν: ή θα προχωρήσει στη ρήξη ή θα καταδικαστεί στην εξαφάνιση».

Είναι πιθανό να μην απομένει σήμερα άλλη επιλογή από την έξοδο από την ευρωζώνη. Αυτό μπορεί να το συζητήσουμε. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να συναγάγουμε από εδώ ένα νέο στρατηγικό προσανατολισμό για την Ευρώπη στο σύνολό της. Αυτή η διλημματική τοποθέτηση του ζητήματος –ή κάποια μορφή συνθηκολόγησης ή έξοδος  από την ευρωζώνη– είναι μια αφυδατωμένη σύλληψη του προβλήματος, που εξαφανίζει όλα τα ενδιάμεσα στοιχεία οικοδόμησης του συσχετισμού δύναμης.


Μόνη εναλλακτική το Grexit;

Υπό το φως της ελληνικής εμπειρίας πολλοί σήμερα συντάσσονται με την έξοδο από την ευρωζώνη σαν τη μόνη εναλλακτική οδό. Αυτό όμως, για μια ακόμη φορά, καταλήγει στη σύγχυση δύο πεδίων δημόσιας συζήτησης: το ένα αφορά την Ελλάδα σήμερα, το άλλο είναι πιο γενικό και αφορά τη στρατηγική ρήξης στην Ευρώπη.

Θα ήθελα να θυμίσω μια κριτική που έχω δεχθεί στη θέση μου αυτή: «Ενδιαφέρουσα άποψη, αλλά γιατί πάντοτε τοποθετείστε κατά της εξόδου από την ευρωζώνη; Φαίνεται σαν να χρειάζεστε πάρα πολύ χρόνο, για να κατανοήσετε ότι το ευρώ και τα προγράμματα προσαρμογής που επιβάλλονται στην Ελλάδα πάνε μαζί. Η άποψή σας δεν έχει συνοχή». Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήμουν «κατά της εξόδου από την ευρωζώνη». Παραθέτω προς απόδειξη ένα απόσπασμα άρθρου μου, που δημοσιεύτηκε ήδη το 2011: «Η έξοδος από την ευρωζώνη δεν είναι πια μέσα σ’ αυτό το σχήμα ένα προαπαιτούμενο. Αντίθετα, είναι ένα όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έσχατη καταφυγή. Η ρήξη θα έπρεπε μάλλον να γίνει σε δύο σημεία, που θα μπορούσαν να παράσχουν πραγματικά περιθώρια χειρισμού: εθνικοποίηση τραπεζών και ακύρωση του χρέους».


Κεντρικό ζήτημα το χρέος

Το ζήτημα – κλειδί για την Ελλάδα είναι ο μη διαχειρίσιμος χαρακτήρας του χρέους. Τα μέτρα που χρειάζονται πρώτα απ’ όλα για να αντιμετωπιστεί, είναι ένα μονομερές μορατόριουμ πληρωμών και κατόπιν μια ολική ή μερική διαγραφή του χρέους. Αλλά αυτά τα μέτρα δεν απαιτούν έξοδο από την ευρωζώνη. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πώς μπορεί να υπάρξει λογική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τύπους μέτρων.

Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα βγαίνει από την ευρωζώνη. Πρώτη εκδοχή: εξακολουθεί να καταβάλλει τις δόσεις χρέους. Δεν είναι λογικό θα πει κάποιος, αλλά πολλοί συνήγοροι της εξόδου από την ευρωζώνη παραδόξως δεν αποκλείουν ρητά αυτή την εκδοχή. Αν το χρέος έπρεπε να αποπληρωθεί σε ευρώ, το πραγματικό βάρος του (σε δραχμές) θα μεγάλωνε εξαιτίας της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Αν αποπληρωνόταν σε δραχμές, αυτό θα σήμαινε μερική διαγραφή του, κατά 20%, εάν, για παράδειγμα, η δραχμή υποτιμηθεί κατά 20%. Όμως αυτή η εκδοχή νομικά αποκλείεται.

Οπωσδήποτε, οι πιστωτές δεν θα αποδέχονταν αυτή την εξέλιξη, χωρίς να αντιδράσουν επιβάλλοντας αντίποινα με τη μέθοδο των κερδοσκοπικών επιθέσεων κατά του νέου νομίσματος. Αυτή η ίδια παρατήρηση ισχύει και στη δεύτερη περίπτωση, όταν η έξοδος από την ευρωζώνη συνοδεύεται –λογικά– με διαγραφή του χρέους ολική ή μερική. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μηλιός, είναι εύκολο να φανταστείς «μια κατάσταση όπου η Ελλάδα, με το που θα βγει από την ευρωζώνη, δεν θα μπορεί να βρει τα αναγκαία αποθεματικά, ώστε να στηρίξει τη συναλλαγματική αξία του νέου νομίσματος και θα χρειαζόταν να δανειστεί από χώρες της ευρωζώνης ή εκτός αυτής. Όμως, κάθε δάνειο στη σημερινή φάση του καπιταλισμού οδηγεί σε πρόγραμμα λιτότητας. Πώς, λοιπόν, θα χρηματοδοτηθεί η χώρα, για να στηρίξει τη συναλλαγματική αξία του νέου νομίσματος;»


Το ζήτημα του εξωτερικού ισοζυγίου

Οι πιστωτές, συνεπώς, θα είναι πάντοτε παρόντες και το πέρασμα στη δραχμή θα τους έδινε ένα βαρύ όπλο. Το όπλο αυτό θα έχανε την αποτελεσματικότητά του μόνο αν οι εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας είχαν ισοσκελισμένο ισοζύγιο. Εδώ έρχεται το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη: χάρη στην υποτίμηση του νέου νομίσματος οι εξαγωγές θα αυξάνονταν απότομα και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να ισορροπούσε.

Ωστόσο, σ’ αυτό το σενάριο ξεχνάμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας: κάθε επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας θα μεταφραζόταν σε αύξηση των εισαγωγών κυρίως ειδών διατροφής, φαρμάκων και πετρελαίου (που οι τιμές του θα επιβαρύνονταν λόγω της υποτίμησης). Μπορεί και πρέπει προφανώς να υιοθετηθεί βιομηχανική και αγροτική πολιτική που ελαχιστοποιεί αυτή την εξάρτηση, αλλά τα αποτελέσματά της δεν θα είναι άμεσα ορατά.


Οι ταξικοί συσχετισμοί δεν αλλάζουν με το νόμισμα

Το άλλο πράγμα που ξεχνάμε είναι ότι προτεραιότητα των καπιταλιστών είναι η ανόρθωση των κερδών τους. Η πρόσφατη πείρα δείχνει ότι η πτώση των μισθών στην Ελλάδα δεν μεταφράστηκε σε πτώση των τιμών, αλλά σε διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους στα εξαγόμενα εμπορεύματα, σε τέτοιο σημείο που η Κομισιόν αναρωτήθηκε για το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό: μετατρέποντας το θέμα του νομίσματος στο άλφα και το ωμέγα του ελληνικού ζητήματος, ξεχνάμε ολοκληρωτικά τους ταξικούς συσχετισμούς εντός της ελληνικής κοινωνίας. Η έξοδος από την ευρωζώνη από μόνη της δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη δομή της ολιγαρχίας.

Ένα πλεονέκτημα της εξόδου θα ήταν η δυνατότητα χρηματοδότησης του δημοσιονομικού ελλείμματος από την κεντρική τράπεζα, δηλαδή ανεξάρτητα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση η έξοδος από την ευρωζώνη δεν αποτελεί προαπαιτούμενο όρο για την αναζήτηση άλλων τρόπων χρηματοδότησης. Η εθνικοποίηση των τραπεζών θα μπορούσε να είναι ένας άλλος πιθανός δίαυλος χρηματοδότησης, ή ακόμα η ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου επί της κεντρικής τράπεζας. Θα ήταν μια άλλη μορφή ρήξης, που δεν έχει να κάνει με την επίκληση ενός «καλού ευρώ».


Ο κίνδυνος μιας ακόμη ευκολίας

Οι οπαδοί της εξόδου από την ευρωζώνη κατάφεραν να περιορίσουν τη συζήτηση στα στενά πλαίσια αυτής της διλημματικής επιλογής: ένα ειδυλλιακό «καλό ευρώ» ή έξοδος από την ευρωζώνη; Ο απολογισμός από την ελληνική εμπειρία οδηγεί στον περιορισμό της συζήτησης για στρατηγικής σημασίας ζητήματα σ’ αυτό το διλημματικό ερώτημα. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά πρόκειται για μια ευκολία.

Στη δραματική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, δεν υπάρχει ήρεμη διέξοδος. Η έξοδος από την ευρωζώνη για την Ελλάδα σήμερα θα μπορούσε να έχει μικρότερο κόστος από την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, που είναι τρομερότερο από τα προηγούμενα. Δεν θα είναι, όμως, ανθόσπαρτος δρόμος, κι αυτό πρέπει να το πούμε εντίμως. Υπάρχει ο κίνδυνος να τη θεωρήσουμε σαν λύση για όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, είτε πρόκειται για τις παραγωγικές δομές είτε για την εξουσία της ολιγαρχίας.

Η έξοδος από την ευρωζώνη παρουσιάζεται πάντοτε σαν ένα είδος μαγικού ραβδιού, που επιτρέπει να αποφύγουμε την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, καθώς και τις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Λες και η έξοδος αυτή θα ισοδυναμούσε με έξοδο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πλούσιοι της Ελλάδας δεν θα έπαυαν να φοροδιαφεύγουν επειδή θα έβγαινε η χώρα από το ευρώ. Ούτε οι έλληνες εφοπλιστές θα αποδέχονταν να χρηματοδοτήσουν με τους φόρους τους το συνταξιοδοτικό σύστημα.


Οι ταξικές σχέσεις δεν μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα

Αυτή η προσήλωση στο ζήτημα του νομίσματος είναι επικίνδυνη, στο βαθμό που θέτει σε δεύτερη μοίρα μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με τις ταξικές σχέσεις, οι οποίες ισχύουν πάνω από σύνορα. Η Ελλάδα δεν είναι ένα «προλεταριακό κράτος» υπό το ζυγό του ευρώ, είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός που δομείται γύρω από τις ταξικές σχέσεις. Το σύνολο των κεφαλαίων που διέφυγαν τα τελευταία δέκα χρόνια είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με το σύνολο του ελληνικού χρέους. Αυτό δεν έχει να κάνει με το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή. Τίποτε δεν θα άλλαζε με τη μια ή την άλλη επιλογή. Αντίθετα, θα επέτρεπε στα διαφυγόντα κεφάλαια να επιστρέψουν κατά ένα μέρος, για να πραγματώσουν την υπεραξία που θα αποκτούσαν σε περίπτωση υποτίμησης του νέου νομίσματος.

Οι οπαδοί της εξόδου από την ευρωζώνη θα ανταπαντούσαν ότι θα είχαμε άλλα πλεονεκτήματα, όπως η δυνατότητα μιας φορολογικής μεταρρύθμισης. Όμως αυτά τα στοιχεία τού προγράμματος πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και είναι εξάλλου δύσκολο να αποδειχθεί ότι η έξοδος από την ευρωζώνη θα διευκόλυνε την εφαρμογή τους. Αντί να προσάπτουμε στον Τσίπρα ότι δεν προετοίμασε ένα σχέδιο Β, όπως η έξοδος από την ευρωζώνη, θα έπρεπε να τον κατηγορούμε γιατί δεν επέβαλε έλεγχο κεφαλαίων από την πρώτη μέρα, πράγμα που απέκλεισε για να διαβεβαιώσει τους θεσμούς για την καλή θέλησή του.


Η πραγματικότητα και η αξιωματική λογική

Η επιχειρηματολογία υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη στηρίζεται τελικά σε ένα αξίωμα που διατυπώθηκε κατά βάση από τον Ζακ Σαπίρ πρόσφατα: «Τα ζητήματα του νομίσματος και της παύσης πληρωμών είναι στενά συνδεδεμένα». Ο Σαπίρ συντάσσει τον κατάλογο των προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη: 1ο το ζήτημα των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας, 2ο το ζήτημα της ρευστότητας, 3ο το ζήτημα του χρέους, 4ο το ζήτημα των εμπορικών τραπεζών. Υπογραμμίζει δε ότι είναι «πολύ σημαντικό η ελληνική κυβέρνηση να αναγγείλει την παύση πληρωμών την ίδια στιγμή που θα πάψει το ευρώ να είναι το νόμιμο νόμισμα στο ελληνικό έδαφος».

Αυτή η ταυτόχρονη απόφαση εγκατάλειψης του ευρώ και παύσης πληρωμών είναι αμφισβητήσιμη. Ο συλλογισμός λογικά θα έπρεπε να έχει διαφορετική ακολουθία: πρώτα η στάση πληρωμών, γιατί είναι αναγκαίος όρος για τον αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας, κατόπιν τα συνοδευτικά μέτρα αυτής της πράξης, δηλαδή η εθνικοποίηση των τραπεζών, ο έλεγχος της κεντρικής τράπεζας, ο έλεγχος κεφαλαίων, η πιθανή έκδοση παράλληλου νομίσματος. Είναι ένα πρόγραμμα με συνοχή, που συνεπάγεται θεμελιώδεις ρήξεις με τους ευρωπαϊκούς κανόνες του παιχνιδιού, αλλά δεν προϋποθέτει έξοδο από την ευρωζώνη.


Η αναγκαιότητα της εξόδου οφείλει να αποδειχθεί

Η έξοδος από την ευρωζώνη δεν συνιστά από μόνη της πρόγραμμα. Δεν είναι παρά ένα εργαλείο που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί. Η αναγκαιότητά του πρέπει να αποδειχθεί, δεν αρκεί η γοητεία του. Η φετιχοποίηση του νομίσματος προκαλεί αστάθεια στη διαδικασία συγκρότησης ενός τέτοιου προγράμματος, διαμορφώνει αυταπάτες περί «καλής δραχμής», που αξίζουν όσο και οι φαντασιώσεις περί «καλού ευρώ» και υποβιβάζει τα κοινωνικά προβλήματα σε μια εθνικο-νομισματική λογική.

Ο Γιάννης Μηλιός, πρώην υπεύθυνος του ΣΥΡΙΖΑ για τα οικονομικά ζητήματα, το εξηγεί πολύ καλά: «Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να πάψει το κοινωνικό κίνημα που αντιτίθεται στο νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό, επειδή η Ελλάδα έχει το ευρώ για νόμισμα. Όμως, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από αυτό το κίνημα και όχι το αντίθετο. Είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι το ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη είναι δευτερεύον. Από μια άποψη, που δεν είναι θεωρητική αλλά πολιτική (γιατί σχετίζεται με τη μεταβολή του συσχετισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων), θεωρώ το ευρώ ως ψευδοπρόβλημα. Δεν μετέχω στις συζητήσεις περί νομίσματος, γιατί παραμερίζουν το κύριο ζήτημα, το οποίο είναι η ανατροπή τής μακροπρόθεσμης στρατηγικής των ελλήνων και ευρωπαίων καπιταλιστών που ευνοεί τη λιτότητα».


*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο alencontre.org στις 27 Ιουλίου 2015.


Πηγή Εποχή


Υπάρχει «καλό ευρώ»;



του Ηλία Ιωακείμογλου


Εάν υπάρχει «καλή δραχμή», αναρωτιέται ο Μισέλ Iσόν, γνωστός Γάλλος οικονομολόγος της 4ης Διεθνούς, σε άρθρο του θέλοντας να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση που υποτίθεται ότι διεξάγεται στην Ελλάδα γύρω από το δίλημμα ευρώ έναντι δραχμής. Το άρθρο του αναλώνεται σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι δεν υπάρχει «καλή δραχμή», αναδεικνύοντας τις δυσκολίες που θα υπάρξουν στη διάρκεια μιας ενδεχόμενης μετάβασης από το ευρώ στο εθνικό νόμισμα. Καμία έκπληξη λοιπόν που δημοσιεύθηκε στην «Εποχή», σε μια εφημερίδα που έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του μεταλλαγμένου, μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ.

Με δε­δο­μέ­νη τώρα την απή­χη­ση που είχε το άρθρο του Μισέλ Ισόν ακόμη και σε κύ­κλους που στέ­κο­νται κρι­τι­κά ένα­ντι του μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (μετά και από την ανα­δη­μο­σί­ευ­ση του άρ­θρου στο rednotebook), αξί­ζει να συ­νε­χί­σου­με τη δου­λειά που ξε­κί­νη­σε ο Γάλ­λος οι­κο­νο­μο­λό­γος από εκεί που την άφησε, θέ­το­ντας δη­λα­δή εμείς το ερώ­τη­μα εάν υπάρ­χει «καλό ευρώ». Γιατί όποιος ρω­τά­ει μόνο εάν υπάρ­χει «καλή δραχ­μή», αφή­νει τη δου­λειά μι­σο­τε­λειω­μέ­νη.


Με το ευρώ, εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση για πάντα

Το ευρώ, λοι­πόν, είναι εκ φύσεως «κακό», διότι επιβάλλει σε κάθε οι­κο­νο­μία της νο­μι­σμα­τι­κής ένωσης να αντι­με­τω­πίζει τις μα­κρο­οι­κο­νο­μι­κές της ανι­σορ­ρο­πίες με τη δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης, δη­λα­δή με τρόπο που στρέφεται ευθέως κατά των ερ­γα­ζόμενων τάξεων και των συν­δι­κα­λι­στι­κών τους ορ­γα­νώσεων. Το ευρώ επιβάλλει τη δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης ανεξάρτητα από τους θε­σμούς που ορί­ζουν τον τρόπο λει­τουρ­γί­ας της Ευ­ρω­ζώ­νης, της Ευ­ρω­παϊκής Κε­ντρι­κής Τράπεζας και των άλλων βαθ­μί­δων της νο­μι­σμα­τι­κής ένωσης. Είναι η θε­σμο­θε­τη­μένη μορφή της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης - και όλοι μας πλέον γνω­ρί­ζου­με τι ση­μαί­νει εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση. Επο­μέ­νως, δεν είναι μια πο­λι­τι­κή (και μόνο κα­τα­χρη­στι­κά την απο­κα­λού­με έτσι), διότι στην έν­νοια της πο­λι­τι­κής εμπε­ριέ­χε­ται η έν­νοια της επι­λο­γής. Στην πε­ρί­πτω­ση, όμως, της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης, από τη στιγ­μή που υιο­θε­τείς το ευρώ, δεν υπάρ­χει επι­λο­γή, πρό­κει­ται για δια­δι­κα­σία προ­σαρ­μο­γής που ακο­λου­θεί ανα­γκα­στι­κά κάθε χώρα της Ευ­ρω­ζώ­νης όταν πρέ­πει να μειω­θούν οι τιμές της ένα­ντι των αντα­γω­νι­στών της, για λει­τουρ­γία χτι­σμέ­νη μέσα στην δομή του οι­κο­νο­μι­κού συ­στή­μα­τος, ανα­γκα­στι­κή και υπο­χρε­ω­τι­κή - και αυτό που της προσ­δί­δει αυτόν τον ανα­γκα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα είναι η υιο­θέ­τη­ση του ευρώ ως εθνι­κού νο­μί­σμα­τος. Δεν χρειά­ζε­ται, δη­λα­δή, να υπάρ­ξει πο­λι­τι­κή από­φα­ση, επί­ση­μη ανα­κοί­νω­ση και εναρ­κτή­ριο λά­κτι­σμα της δια­δι­κα­σί­ας ώστε να εκ­κι­νή­σει η εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση - θα ξε­κι­νή­σει μόνη της, έχει αυ­τό­μα­το πι­λό­το που εγκα­τα­στά­θη­κε εδώ με την υιο­θέ­τη­ση του ευρώ. Ούτε μπο­ρεί κά­ποιος να απαλ­λα­γεί από την εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση επει­δή απαλ­λά­χθη­κε από τα μνη­μό­νια (που βε­βαί­ως ενι­σχύ­ουν και διευ­ρύ­νουν τα απο­τε­λέ­σμα­τά της). Η Ισπα­νία και η Ιτα­λία δεν υπά­χθη­καν σε μνη­μό­νιο, αλλά η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης ξε­κί­νη­σε εκεί και ανα­πτύ­χθη­κε πλή­ρως. Ούτε απαλ­λάσ­σε­ται μια χώρα από την εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση επει­δή μεί­ω­σε το εξω­τε­ρι­κό χρέος της.

Για να γίνει κα­τα­νοη­τό, όμως, για ποιο λόγο ισχύ­ουν αυτά, πρέ­πει να κά­νου­με έναν μικρό απο­λο­γι­σμό των εσω­τε­ρι­κών υπο­τι­μή­σε­ων.


Μι­κρός απο­λο­γι­σμός των εσω­τε­ρι­κών υπο­τι­μή­σε­ων

Ας ξε­κι­νή­σου­με με την αφή­γη­ση της δια­δι­κα­σί­ας της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης από τους ίδιους τους κα­θε­στω­τι­κούς οι­κο­νο­μο­λό­γους στην ιδε­α­τή, στην κα­θα­ρή μορφή της, στην «αγνό­τη­τα» που εμ­φα­νί­ζει στο εσω­τε­ρι­κό της δικής τους θε­ω­ρί­ας. και ας δούμε μετά τι πραγ­μα­τι­κά έχει απο­δώ­σει αυτή η εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση.

Το κα­θε­στω­τι­κό δι­ή­γη­μα της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης πάει ως εξής:

Μέρος πρώτο: Στην οι­κο­νο­μία επι­βάλ­λε­ται ένα αρ­νη­τι­κό σοκ, μια μεγάλη εκού­σια ή ακού­σια μείωση της ζήτησης, που οδη­γεί αμέ­σως σε μείωση της πα­ρα­γω­γής και της απα­σχό­λη­σης, και συ­να­κό­λου­θα σε άνοδο της ανερ­γίας - η οι­κο­νο­μία λοι­πόν εισέρχε­ται σε περίοδο ύφεσης. Καθώς δεν υπάρχει εθνι­κό νόμισμα να υπο­τι­μη­θεί για να μειώ­σει τις εγ­χώ­ριες τιμές και να αυξήσει έτσι την αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα και τη μειω­μέ­νη ζήτηση,[1] ανοίγεται ανα­γκα­στι­κά ο δρόμος σε έναν άλλον τρόπο προ­σαρ­μο­γής της οι­κο­νο­μίας, αυτόν που ονο­μά­ζε­ται «εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση» (και πε­ρι­γρά­φε­ται αμέ­σως πα­ρα­κά­τω ως δεύ­τε­ρο και τρίτο μέρος της κα­θε­στω­τι­κής αφή­γη­σης).

Μέρος δεύ­τε­ρο: Στο νέο, μειω­μένο επίπεδο πα­ρα­γω­γής και αυ­ξη­μένης ανερ­γίας, τα συν­δι­κάτα και οι ερ­γα­ζόμενοι θα απολέσουν ένα μέρος από τη δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή τους δύναμη, με αποτέλεσμα οι μι­σθοί τους να μειω­θούν. Θα πρέ­πει δε να κα­τα­νο­ή­σουν ότι επι­βάλ­λε­ται να απο­δε­χθούν τις τόσο γνω­στές σε εμάς διαρ­θρω­τι­κές αλ­λα­γές στην αγορά ερ­γα­σί­ας για να βοη­θή­σουν τη χώρα - και όταν δεν το κα­τα­νο­ούν, οι δυ­σμε­νείς αλ­λα­γές θα πρέ­πει να τους επι­βλη­θούν από την πο­λι­τι­κή ηγε­σία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο όνομα του γε­νι­κού συμ­φέ­ρο­ντος (όπως το κα­τα­νο­εί η κυ­ρί­αρ­χη τάξη των κε­φα­λαιο­κρα­τών και των οι­κο­νο­μο­λό­γων που τους υπη­ρε­τούν).

Μέρος τρίτο: Η μείωση του κόστους ερ­γα­σίας που θα προ­κύ­ψει έτσι, υπο­τί­θε­ται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των εγ­χω­ρί­ων τιμών, επομένως και σε βελτίωση της αντα­γω­νι­στι­κότητας τιμής. Εάν π.χ. το κό­στος ερ­γα­σί­ας ανά μο­νά­δα προ­ϊ­ό­ντος μειω­θεί κατά 20%, πε­ρί­που όσο και στην Ελ­λά­δα, οι τιμές θα μπο­ρού­σαν να μειω­θούν έως και 20% χωρίς να θι­γούν τα πε­ρι­θώ­ρια κέρ­δους των επι­χει­ρή­σε­ων. Ιδού, λοι­πόν, που υπάρ­χει υπο­τί­μη­ση (μεί­ω­ση των εγ­χω­ρί­ων τιμών) χωρίς εθνι­κό νό­μι­σμα, χωρίς νο­μι­σμα­τι­κή υπο­τί­μη­ση.

Αυτά δι­η­γεί­ται η κα­θε­στω­τι­κή θε­ω­ρία. Αυτά που αφη­γεί­ται στο πρώτο και το δεύ­τε­ρο μέρος της, δη­λα­δή η ύφεση, η άνο­δος της ανερ­γί­ας, η μεί­ω­ση των μι­σθών και η κα­τα­στρο­φή των θε­σμών της αγο­ράς ερ­γα­σί­ας που προ­στα­τεύ­ουν τους ερ­γα­ζό­με­νους, βε­βαί­ως και έχουν επα­λη­θευ­θεί πλή­ρως - όχι μόνο στην Ελ­λά­δα. Το τρίτο μέρος της θε­ω­ρί­ας τους, όμως, ότι θα μειω­θούν οι τιμές, και χάρη σε αυτό θα αυ­ξη­θούν η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα, οι εξα­γω­γές, το ΑΕΠ και η απα­σχό­λη­ση, δεν το εί­δα­με,[2] ούτε στην Ελ­λά­δα και την Πορ­το­γα­λία που ήταν σε μνη­μό­νιο,[3] ούτε στην Ισπα­νία και την Ιτα­λία που δεν ήταν σε μνη­μό­νιο, είτε σε άλλες χώρες που είχαν πιο σύ­ντο­μα είτε λι­γό­τε­ρο σφο­δρά επει­σό­δια εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης (π.χ. Γαλ­λία, Γερ­μα­νία στα χρό­νια της agenda 2010).[4] Το μέσο πε­ρι­θώ­ριο κέρ­δους των επι­χει­ρή­σε­ων είτε έμει­νε άθι­κτο είτε αυ­ξή­θη­κε (με­ρι­κές φορές θε­α­μα­τι­κά) με αντί­στοι­χη μείωση του μέσου μι­σθού συ­νο­δευό­με­νη από ορια­κές μόνο μειώ­σεις των τιμών των εξα­γω­γών (που είναι και το τε­λι­κό ζη­τού­με­νο μιας υπο­τί­μη­σης). Πα­ντού η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης απο­δυ­νά­μω­σε τα ερ­γα­τι­κά σω­μα­τεία και τους θε­σμούς που απο­κρυ­στάλ­λω­ναν τις πα­λιές κα­τα­κτή­σεις τους, πα­ντού ο συ­σχε­τι­σμός δυ­νά­με­ων με­τα­τρά­πη­κε δρα­μα­τι­κά υπέρ του κε­φα­λαί­ου χάρη στη δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης και στο όνομα του ευρώ.[5] Πα­ντού οι ορια­κές μόνο μειώ­σεις των τιμών δεν οφεί­λο­νταν σε κά­ποια εθνι­κή ιδιο­μορ­φία, σε ελ­λι­πή εφαρ­μο­γή των προ­γραμ­μά­των προ­σαρ­μο­γής ή σε κά­ποια αμέ­λεια των κυ­βερ­νή­σε­ων, αλλά οφεί­λο­νταν σε δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κε­φα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής,[6] χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αμε­τά­βλη­τα, που ισχύ­ουν δη­λα­δή για όλες τις χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού σε όλες τις επο­χές και συ­γκυ­ρί­ες.

Στην πα­ρα­πά­νω πε­ρι­γρα­φή της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης, είτε όπως αυτή εμ­φα­νί­ζε­ται στην κα­θε­στω­τι­κή αφή­γη­σή της, είτε όπως υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά, δεν πα­ρεμ­βάλλε­ται που­θε­νά ο χα­ρα­κτήρας της Ευ­ρω­παϊκής Κε­ντρι­κής Τράπεζας, ούτε κάποιου άλλου θε­σμού της νο­μι­σμα­τι­κής ένωσης, δεν γί­νε­ται καμιά ανα­φο­ρά σε άλλα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της Ευ­ρω­ζώ­νης: Απλά και μόνον η ύπαρξη κοι­νού νομίσμα­τος, του ευρώ, απο­τε­λεί την ανα­γκαία και ικανή συνθήκη της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης. Το ευρώ είναι η ικανή και ανα­γκαία συν­θή­κη για την ύπαρ­ξη ενός πα­νί­σχυ­ρου μη­χα­νι­σμού εκτό­νω­σης της πίεσης του διε­θνούς αντα­γω­νι­σμού πάνω στην αγορά ερ­γα­σίας, είναι η μη­χα­νή που με­τα­τρέπει συ­νε­χώς το συ­σχε­τι­σμό δυνάμεων σε βάρος των ορ­γα­νω­μένων δυνάμεων των ερ­γα­ζο­μένων. Το ευρώ μόνο του, χωρίς να χρειά­ζε­ται κα­νέ­ναν άλλο θεσμό ή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Ευ­ρω­ζώ­νης, υπο­χρε­ώ­νει κάθε ερ­γα­τι­κή τάξη να πε­ρά­σει μέσα από τις μυ­λό­πε­τρες της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης. Η εσω­τε­ρι­κή υποτίμηση υπάρ­χει επει­δή είναι εν­σω­μα­τω­μένη στην ύπαρξη του ευρώ.[7] Δεν υπάρ­χει, ούτε μπο­ρεί να υπάρ­ξει «καλό ευρώ».

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Για τον τρόπο που λει­τουρ­γεί η οι­κο­νο­μία όταν υπάρ­χει υπο­τί­μη­ση του νο­μί­σμα­τος, βλ. στο άρθρο “Η αλή­θεια για τις νο­μι­σμα­τι­κές υπο­τι­μή­σεις” στο http://​rproject.​gr/​article/​i-alitheia-gia-tis-nomismatikes-ypotimiseis

[2]  Artus P. “What is to be done in the euro zone since internal devaluations do not work?”, 7 Μαρ­τί­ου 2013, Natixis, http://​cib.​natixis.​com/​flushdoc.​aspx?​id=68885

[3] Οι εξε­λί­ξεις στην Ιρ­λαν­δία δεν είχαν τον ίδιο έντο­νο χα­ρα­κτή­ρα καθώς η χώρα αυτή δια­τη­ρεί προ­νο­μια­κές εμπο­ρι­κές και πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις με τις ΗΠΑ, όπου το ΑΕΠ αυ­ξή­θη­κε μετά την οξεία φάση της χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής κρί­σης (2008-2009) και προ­κά­λε­σε με­γέ­θυν­ση των ιρ­λαν­δι­κών εξα­γω­γών. Η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης δεν μεί­ω­σε τις τιμές των εξα­γω­γών πα­ρό­τι μεί­ω­σε τις εγ­χώ­ριες τιμές για εσω­τε­ρι­κή κα­τα­νά­λω­ση.

[4] Χρειά­στη­κε μια κρίση βα­θύ­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρης διάρ­κειας από την με­γά­λη κρίση της δε­κα­ε­τί­ας του 1930 στις ΗΠΑ για να μειω­θούν οι εγ­χώ­ριες τιμές στην Ελ­λά­δα κατά 4% (με­τα­ξύ πρώ­του τρι­μή­νου 2010 και πρώ­του τρι­μή­νου 2015). Βλ. ανα­λυ­τι­κά στις ετή­σιες εκ­θέ­σεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία και την απα­σχό­λη­ση. Για την Πορ­το­γα­λία και την Ισπα­νία βλ. στο Gonzalez & Gutierrez (2014) “Internal devaluation in the European periphery: the story of a failure”, UCLM, http://​dialnet.​unirioja.​es/​servlet/​articulo?​codigo=4830673&​orden=1&​info=...​. Για άλλες χώρες βλ. στο Artus P., “Prices are sticky in virtually all countries, which means nominal adjustments and"internal devaluations" are doomed to fail”, 7 Νο­εμ­βρί­ου  2012, http://​cib.​natixis.​com/​flushdoc.​aspx?​id=66833

[5] Φυ­σι­κά και ο συ­νο­λι­κός συ­σχε­τι­σμός δυ­νά­με­ων δεν με­τα­τρά­πη­κε απο­κλει­στι­κά χάρη σε αυτά, φυ­σι­κά και υπήρ­ξαν και άλλες πα­ράλ­λη­λες επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον των δυ­νά­με­ων της ερ­γα­σί­ας, αλλά η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης πα­ντού ήταν η κύρια συ­νι­στώ­σα της επί­θε­σης.

[6] Στη διάρ­κεια των κρί­σε­ων του κα­πι­τα­λι­σμού, επι­τε­λεί­ται μια «φυ­σι­κή επι­λο­γή» των αν­θε­κτι­κό­τε­ρων κε­φα­λαί­ων και μια κα­τα­στρο­φή των λι­γό­τε­ρο απο­δο­τι­κών κε­φα­λαί­ων. Η συ­νο­λι­κή ζή­τη­ση πε­ριο­ρί­ζε­ται εξαι­ρε­τι­κά, αλλά όχι τόσο για κάθε επι­χεί­ρη­ση ξε­χω­ρι­στά, αφού οι ισχυ­ρό­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις που επι­ζούν ιδιο­ποιού­νται την ζή­τη­ση των αντα­γω­νι­στών τους που υπέ­κυ­ψαν στην κρίση. Κάθε ξε­χω­ρι­στή επι­χεί­ρη­ση που επέ­ζη­σε, μπο­ρεί κα­νι­βα­λί­ζο­ντας τους αντα­γω­νι­στές της, να υπε­ρα­σπί­ζε­ται αρ­κε­τά απο­τε­λε­σμα­τι­κά το ύψος των τιμών της. Μια ανά­λο­γη δια­δι­κα­σία κα­τα­στρο­φής δεν πα­ρα­τη­ρεί­ται στην αγορά ερ­γα­σί­ας, όπου οι άνερ­γοι δεν εξα­φα­νί­ζο­νται όπως εξα­φα­νί­ζε­ται το απα­ξιω­μέ­νο κε­φά­λαιο των επι­χει­ρή­σε­ων που υπέ­κυ­ψαν στην κρίση, αλλά πα­ρα­μέ­νουν στην αγορά ερ­γα­σί­ας για πολύ καιρό και ασκούν πτω­τι­κή πίεση επί των μι­σθών. Αυτά δεν απο­τε­λούν κά­ποια εθνι­κή ιδιο­μορ­φία της μιας ή της άλλης χώρας, αλλά δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κε­φα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής.

[7] Ας προ­σθέ­σου­με σε αυτά και ότι καθώς οι τιμές δεν μειώ­νο­νται ου­σια­στι­κά με την εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση, αυτή δεν υπο­κα­θι­στά τη βα­σι­κή λει­τουρ­γία της υπο­τί­μη­σης ενός εθνι­κού νο­μί­σμα­τος η οποία κα­θι­στά αμέ­σως φθη­νό­τε­ρα τα εγ­χώ­ρια προ­ϊ­ό­ντα. Με το ευρώ, τα ελ­λείμ­μα­τα στο εξω­τε­ρι­κό εμπό­ριο αγα­θών και υπη­ρε­σιών δεν κλεί­νουν μέσω αλ­λα­γών στις τιμές αλλά με μεί­ω­ση της ζή­τη­σης, δη­λα­δή με ύφεση (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές πε­ρι­πτώ­σεις της Ελ­λά­δας, της Ισπα­νί­ας και της Πορ­το­γα­λί­ας στη διάρ­κεια της τρέ­χου­σας κρί­σης). Έτσι, σε κα­θε­στώς ευρώ, η ύφεση και η βρα­δεία ανά­πτυ­ξη είναι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να υπάρ­χει ισο­σκε­λι­σμέ­νο ισο­ζύ­γιο τρε­χου­σών συ­ναλ­λα­γών. Αυτό μπο­ρεί να ανα­τρα­πεί με με­γά­λες αλ­λα­γές στο πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα (βελ­τί­ω­ση ποιό­τη­τας, πα­ρα­γω­γή νέων προ­ϊ­ό­ντων κ.λπ.). Οι αλ­λα­γές αυτές όμως πραγ­μα­το­ποιού­νται σε ορί­ζο­ντα δε­κα­ε­τί­ας και ευ­νο­ού­νται από συν­θή­κες τα­χεί­ας συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου - κάτι που δεν ευ­νο­εί η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης.


Πηγή Rproject