Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Ντελέζ / Γκουατταρί: Περί μειονοτήτων, γλωσσικών και άλλων


Αναδημοσίευση από nomadic universality

Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο των Gilles Deleuze-Félix Guattari Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, και ειδικότερα από την ενότητα IV του κεφαλαίου 4 («20 Νοεμβρίου 1923 – Αξιώματα της γλωσσολογίας»), το οποίο βρίσκεται στις σελίδες 127-135. Οι σημειώσεις με αστερίσκο και μέσα σε αγκύλες είναι του μεταφραστή.

----------------------
Αφού όλος ο κόσμος ξέρει ότι μία γλώσσα είναι μία μεταβλητή ετερογενής πραγματικότητα, τι σημαίνει η αξίωση των γλωσσολόγων να κόψουν και να ράψουν ένα ομογενές σύστημα για να καταστήσουν δυνατή την επιστημονική μελέτη; Το ζητούμενο είναι να εξαχθούν από τις μεταβλητές ένα σύνολο σταθερών, ή να καθοριστούν σταθερές σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών (το βλέπουμε ήδη στην αντιμεταθετικότητα των φωνολόγων). Αλλά το επιστημονικό μοντέλο με βάση το οποίο η γλώσσα γίνεται αντικείμενο μελέτης είναι ένα και το αυτό με το πολιτικό μοντέλο με βάση το οποίο η γλώσσα είναι ομογενοποιημένη, συγκεντροποιημένη, τυποποιημένη, γλώσσα εξουσίας, μείζων ή επικρατούσα γλώσσα. Αδίκως επικαλείται ο γλωσσολόγος την επιστήμη, την καθαρή επιστήμη και τίποτ’ άλλο· δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που η τάξη της επιστήμης έρχεται να εγγυηθεί τις απαιτήσεις μιας άλλης τάξης. Τι είναι η γραμματικότητα, και το σύμβολο S [του Τσόμσκι], το κατηγοριακό σύμβολο που δεσπόζει επί των αποφάνσεων; Είναι ένας δείκτης εξουσίας πριν γίνει συντακτικός δείκτης, και τα δέντρα του Τσόμσκι εγκαθιδρύουν σταθερές σχέσεις ανάμεσα σε μεταβλητές εξουσίας. Για το ομαλό άτομο, το να σχηματίζει φράσεις γραμματικώς ορθές είναι το προοίμιο κάθε υποταγής στους κοινωνικούς νόμους. Κανείς δεν αναμένεται να αγνοεί τη γραμματικότητα· όσοι την αγνοούν υπάγονται στην αρμοδιότητα ειδικών ιδρυμάτων. Η ενότητα μιας γλώσσας είναι πρώτα απ’ όλα πολιτική. Δεν υπάρχει γλώσσα-μητέρα, αλλά κατάληψη της εξουσίας από μια δεσπόζουσα γλώσσα, η οποία άλλοτε προελαύνει σε ένα ευρύ μέτωπο και άλλοτε μάχεται ταυτόχρονα σε διάφορα κέντρα. Μπορούμε να συλλάβουμε πολλούς τρόπους να ομογενοποιηθεί, να συγκεντροποιηθεί μια γλώσσα: ο ρεπουμπλικανικός τρόπος δεν είναι κατ’ ανάγκην ίδιος με τον μοναρχικό, και δεν είναι ο ηπιότερος[1]. Αλλά πάντοτε το επιστημονικό εγχείρημα να συναγάγουμε σταθερές, και σταθερές σχέσεις, συνοδεύει το πολιτικό εγχείρημα να τις επιβάλουμε σε όσους μιλάνε, και να διαβιβάσουμε παραγγέλματα.

Speak white and loud*

ναι, τι αξιοθαύμαστη γλώσσα

για να προσλαμβάνεις

να δίνεις εντολές

να καθορίζεις την ώρα του θανάτου επί το έργον

και την ώρα της παύσης που αναζωογονεί …

Πρέπει λοιπόν άραγε να διακρίνουμε δύο είδη γλωσσών, τις «υψηλές» και τις «χαμηλές», τις μείζονες και τις ελάσσονες; Με αυτή τη λογική, οι πρώτες θα ορίζονταν ακριβώς από την εξουσία των σταθερών, οι άλλες από τη δύναμη διαφοροποίησης [variation]. Δεν θέλουμε απλώς να αντιπαραθέσουμε την ενότητα μιας μείζονος γλώσσας προς μια πολλαπλότητα διαλέκτων. Κάθε διάλεκτος υφίσταται μάλλον την επίδραση μιας ζώνης μετάβασης και διαφοροποίησης, ή, καλύτερα, κάθε ελάσσων γλώσσα υφίσταται την επίδραση μιας καθαυτό διαλεκτικής [dialectale] ζώνης διαφοροποίησης. Kατά τον Malmberg, σπάνια βρίσκουμε καθαρά σύνορα στους χάρτες των διαλέκτων· βρίσκουμε μόνο μεθοριακές και μεταβατικές ζώνες απροσδιοριστίας. Λέγεται επίσης ότι «η γλώσσα του Κεμπέκ είναι πλούσια σε διακυμάνσεις και παραλλαγές τοπικών προφορών και τονικές διαφορές προφοράς που, χωρίς υπερβολή, φαίνεται ενίοτε ότι θα αποδιδόταν καλύτερα με μουσική σημειογραφία παρά με ένα σύστημα ορθογραφίας»[2]. Η ίδια η έννοια της διαλέκτου είναι πολύ αβέβαιη. Επιπλέον, είναι σχετική, διότι πρέπει να γνωρίζουμε σε σχέση με ποια μείζονα γλώσσα ασκεί τη λειτουργία της: για παράδειγμα, η γλώσσα του Κεμπέκ δεν αξιολογείται μόνο σε σχέση με μία στάνταρ γαλλική, αλλά σε σχέση με τη μείζονα αγγλική γλώσσα από την οποία δανείζεται κάθε είδους φωνητικά και συντακτικά στοιχεία για να τα διαφοροποιήσει. Οι διάλεκτοι μπαντού δεν αξιολογούνται μόνο σε σχέση με μία γλώσσα-μητέρα, αλλά σε σχέση με τα αφρικάανς ως μείζονα γλώσσα, και με τα αγγλικά ως αντι-μείζονα γλώσσα την οποία προτιμούν οι Μαύροι[3]. Με δυο λόγια, δεν είναι η έννοια της διαλέκτου που φωτίζει εκείνη της ελάσσονος γλώσσας, αλλά το αντίστροφο: η ελάσσων γλώσσα ορίζει τις διαλέκτους μέσα από τις δικές της δυνατότητες διαφοροποίησης. Οπότε, μήπως πρέπει τελικά να διακρίνουμε τις μείζονες από τις ελάσσονες γλώσσες, είτε από τη θέση μιας περιφερειακής διγλωσσίας ή πολυγλωσσίας που περιλαμβάνει τουλάχιστον μία δεσπόζουσα και μία κυριαρχούμενη γλώσσα, είτε με την οπτική μιας παγκόσμιας κατάστασης που δίνει σε ορισμένες γλώσσες ιμπεριαλιστική εξουσία σε σχέση με άλλες (όπως ο ρόλος της αγγλο-αμερικανικής γλώσσας σήμερα);

Δύο τουλάχιστον λόγοι μάς εμποδίζουν να υιοθετήσουμε αυτή την οπτική. Όπως παρατηρεί ο Τσόμσκι, μία διάλεκτος, μια γλώσσα του γκέττο, μία ελάσσων γλώσσα δεν αποφεύγει τους όρους μιας μεταχείρισης που αντλεί από αυτήν ένα ομογενές σύστημα και εξάγει σταθερές: η black english έχει τη δική της γραμματική η οποία δεν ορίζεται ως ένα σύνολο λαθών ή παραβιάσεων σε σχέση με τη στάνταρ αγγλική, αλλά ακριβώς αυτή η γραμματική είναι νοητή μόνο αν εφαρμόσουμε σε αυτή τους ίδιους κανόνες μελέτης όπως και στη στάνταρ αγγλική. Από αυτή την άποψη, οι έννοιες του μείζονος και του ελάσσονος δεν φαίνεται να έχουν κανένα γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Η γαλλική, χάνοντας την παγκοσμίως μείζονα λειτουργία της, δεν χάνει τίποτε από τη σταθερότητα και την ομοιογένεια, τη συγκεντροποίησή της. Αντιστρόφως, η αφρικάανς κέρδισε την ομοιογένειά της όταν ήταν μία τοπικώς ελάσσων γλώσσα που αγωνιζόταν κατά της αγγλικής. Ακόμη, και ιδίως, από πολιτική άποψη, είναι δύσκολο να δούμε πώς μπορούν να ενεργήσουν οι υποστηρικτές μιας ελάσσονος γλώσσας, πέρα από το να της προσδώσουν, έστω και μόνο μέσα από τη γραφή, τη σταθερότητα και την ομοιογένεια που να την κάνουν μία τοπικώς μείζονα γλώσσα ικανή να επιβάλει την επίσημη αναγνώρισή της (εξ ου ο πολιτικός ρόλος των συγγραφέων που προβάλλουν τα δικαιώματα μιας ελάσσονος γλώσσας). Φαίνεται όμως ότι το αντίστροφο επιχείρημα είναι ακόμα πιο ισχυρό: όσο περισσότερο μια γλώσσα αποκτά χαρακτηριστικά μείζονος γλώσσας, τόσο περισσότερο «δουλεύεται» από διαρκείς διαφοροποιήσεις που την μετατρέπουν σε «ελάσσονα». Είναι μάταιο να επικρίνουμε τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό μιας γλώσσας καταγγέλλοντας τη φθορά που επιφέρει σε άλλες γλώσσες (για παράδειγμα, η κριτική των καθαρολόγων κατά της αγγλικής επίδρασης, η εθνικολαϊκιστική* ή ακαδημαϊκή καταγγελία των «franglais». Διότι μία γλώσσα, όπως η αγγλική, η αμερικανική, δεν είναι παγκοσμίως μείζων χωρίς να «δουλεύεται» από όλες τις μειονότητες του κόσμου, σύμφωνα με πολύ ποικίλες διαδικασίες διαφοροποίησης. Ας δούμε πώς η γαελική, η ιρλανδική αγγλική, μετασχηματίζει τα αγγλικά. Ας δούμε πώς τα black english και τόσες γλώσσες των «γκέττο» μετασχηματίζουν τα αμερικανικά, σε σημείο που η Νέα Υόρκη είναι σχεδόν μία πόλη δίχως γλώσσα. (Ακόμα περισσότερο, τα αμερικανικά, στις διαφορές τους με τα αγγλικά, δεν θα είχαν καν συγκροτηθεί χωρίς αυτή τη γλωσσική εργασία των μειονοτήτων). Ή και τη γλωσσική κατάσταση στην πρώην αυστριακή αυτοκρατορία: η γερμανική δεν ήταν μείζων γλώσσα σε σχέση με τις μειονότητες χωρίς να υφίσταται από τη μεριά τους μια επεξεργασία που την έκανε ελάσσονα γλώσσα σε σχέση με τη γερμανική των Γερμανών. Δεν υπάρχει όμως γλώσσα που να μην έχει τις εσωτερικές, ενδογενείς, ενδογλωσσικές της μειονότητες. Σε βαθμό που, από τη γενικότερη δυνατή προοπτική της γλωσσολογίας, η θέση του Τσόμσκι και εκείνη του Labov δεν παύουν να περνούν η μία μέσα στην άλλη, να αλλάζουν θέση. Ο Τσόμσκι μπορεί να λέει ότι μία γλώσσα, έστω και ελάσσων, διαλεκτική ή του γκέττο, δεν μπορεί να μελετηθεί παρά μόνο σε συνθήκες που συνάγουν από αυτή αμετάβλητα στοιχεία και που εξαλείφουν τις «εξωγενείς ή μικτές» μεταβλητές· αλλά και ο Λάμποβ να απαντά ότι μία γλώσσα, έστω και μείζων ή στάνταρ, δεν μπορεί να μελετηθεί ανεξάρτητα από «εγγενείς» μεταβλητές, οι οποίες ακριβώς δεν είναι ούτε εξωγενείς ούτε μικτές. Ποτέ δεν θα επιτύχετε ένα ομογενές σύστημα το οποίο να μην «δουλεύεται» πλέον –ή ήδη- από μία εμμενή, συνεχή και ρυθμισμένη διαφοροποίηση (γιατί κάνει ο Τσόμσκι ότι δεν καταλαβαίνει;).

Δεν υπάρχουν λοιπόν δύο είδη γλωσσών, αλλά δύο δυνατοί τρόποι μεταχείρισης μίας και της αυτής γλώσσας. Άλλοτε μεταχειριζόμαστε τις μεταβλητές κατά τρόπο που να συνάγουμε απ’ αυτές σταθερές, και σταθερές σχέσεις, άλλοτε κατά τρόπο που να τις θέτουμε σε κατάσταση διαρκούς διαφοροποίησης. Κακώς αφήσαμε κατά καιρούς να νοηθεί ότι οι σταθερές υπάρχουν δίπλα στις μεταβλητές, ως γλωσσολογικές σταθερές δίπλα σε μεταβλητές εκφοράς: ήταν απλώς για λόγους ευκολίας της έκθεσης. Διότι είναι προφανές ότι οι σταθερές αντλούνται από τις ίδιες τις μεταβλητές: τα καθολικά δεν έχουν από μόνα τους καμία ύπαρξη στη γλωσσολογία περισσότερο απ’ ό,τι στην οικονομία, και πάντοτε προκύπτουν από μία καθολίκευση ή μία ομογενοποίηση που αφορά τις μεταβλητές. Η μεταβλητή δεν αντιδιαστέλλεται προς τη σταθερά, απλώς μία μεταχείριση της μεταβλητής αντιδιαστέλλεται προς την άλλη μεταχείριση, εκείνη της διαρκούς διαφοροποίησης.

(…)

Οι όροι «μείζων» και «ελάσσων» λοιπόν δεν προσδιορίζουν δύο γλώσσες, αλλά δύο χρήσεις ή λειτουργίες της γλώσσας. Η διγλωσσία ασφαλώς έχει παραδειγματική αξία, αλλά, και εδώ, μόνο για λόγους ευκολίας. Ίσως, στην αυστριακή αυτοκρατορία, η τσεχική είναι γλώσσα ελάσσων σε σχέση με τη γερμανική· αλλά η γερμανική της Πράγας λειτουργεί ήδη ως γλώσσα δυνάμει ελάσσων σε σχέση με εκείνη της Βιέννης ή του Βερολίνου· ο δε Κάφκα, Τσέχος Εβραίος που γράφει στα γερμανικά, τα γερμανικά υποβάλλει σε δημιουργική επεξεργασία ελάσσονος γλώσσας, οικοδομώντας ένα συνεχές διαφοροποίησης, διαπραγματευόμενος όλες τις μεταβλητές για να συσφίξει τις σταθερές και, ταυτόχρονα, να επεκτείνει τις διαφοροποιήσεις: να κάνει τη γλώσσα να τραυλίζει, να κλαψουρίζει … για να τείνει τους τανυστές σε ολόκληρη τη γλώσσα, ακόμα και τη γραπτή, και να την κάνει να βγάζει κραυγές, επιφωνήματα, ύψη, διάρκειες, μέταλλα, προφορές, εντάσεις. Συχνά παρατηρήθηκαν δύο σύστοιχες τάσεις στις λεγόμενες ελάσσονες γλώσσες: μία πτώχευση, μία έκλειψη συντακτικών ή λεξιλογικών μορφών· αλλά, την ίδια στιγμή, μία παράξενη αφθονία φαινομένων αλλαγής, μία προτίμηση για την υπερφόρτωση και την παράφραση. Αυτό μπορούμε να το πούμε και για τα γερμανικά της Πράγας, για τα black english, για τη γλώσσα του Κεμπέκ. Αλλά οι γλωσσολόγοι, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, ερμήνευσαν μάλλον δυσοίωνα το φαινόμενο αυτό: επικαλέστηκαν μία φτώχεια και μία ομοούσια πολυτιμότητα. Η υποτιθέμενη φτώχεια είναι στην ουσία μία συρρίκνωση των σταθερών, όπως και η υπερφόρτωση είναι μία επέκταση των διαφοροποίησης, για να αναπτυχθεί ένα συνεχές που να σαρώνει όλες τις συνιστώσες. Η φτώχεια αυτή δεν είναι μια έλλειψη [manque], αλλά ένα κενό ή μία ελλειπτικότητα [ellipse] που επιτρέπει στον ομιλητή να παρακάμπτει μία σταθερά χωρίς να εμπλέκεται με αυτή, ή να την πλησιάζει από πάνω ή από κάτω χωρίς να εγκαθίσταται σε αυτή. Και αυτή η υπερφόρτωση δεν είναι ένα ρητορικό σχήμα, μία μεταφορά ή μία συμβολική δομή, είναι μία κινούμενη παράφραση που μαρτυρεί την μη εντοπισμένη παρουσία ενός πλάγιου λόγου στους κόλπους κάθε απόφανσης. Και από τις δύο πλευρές παρατηρούμε μία άρνηση των σημείων προσανατολισμού, μία διάλυση της σταθερής μορφής υπέρ των διαφορών δυναμικής. Και όσο περισσότερο μια γλώσσα μπαίνει σε αυτή την κατάσταση, τόσο περισσότερο πλησιάζει όχι μόνο στη μουσική σημειογραφία, αλλά στη μουσική την ίδια[4].

Το να αφαιρείς και να θέτεις σε πορεία διαφοροποίησης, να οχυρώνεις και να θέτεις σε πορεία διαφοροποίησης, είναι ένα μόνο και το αυτό εγχείρημα. Δεν υπάρχει κάποια φτώχεια και κάποια υπερφόρτωση που να χαρακτηρίζουν τις ελάσσονες γλώσσες σε σχέση με κάποια μείζονα ή τυποποιημένη γλώσσα· υπάρχει μία νηφαλιότητα και μια διαρκής διαφοροποίηση που είναι κάτι σαν μια ελάσσων μεταχείριση της τυποποιημένης γλώσσας, ένα «γίγνεσθαι-ελάσσων» της μείζονος γλώσσας. Το ζήτημα δεν είναι να επανεδαφικοποιηθούμε πάνω σε μία διάλεκτο ή ένα patois, αλλά να απεδαφικοποιήσουμε τη μείζονα γλώσσα. Οι Μαύροι Αμερικανοί δεν αντιπαραθέτουν τα black προς τα english· φτιάχνουν μία black-english με τα αμερικάνικα, που είναι η δική τους γλώσσα. Οι ελάσσονες γλώσσες δεν υπάρχουν καθαυτές: καθώς υπάρχουν μόνο σε σχέση με μία μείζονα γλώσσα, συνιστούν επίσης επενδύσεις αυτής της γλώσσας με σκοπό να γίνει η ίδια ελάσσων. Ο καθένας πρέπει να βρει την ελάσσονα γλώσσα, διάλεκτο ή μάλλον ιδιόλεκτο, με βάση την οποία θα καταστήσει ελάσσονα τη δική του μείζονα γλώσσα. Αυτή είναι η δύναμη των συγγραφέων που αποκαλούμε «ελάσσονες», και που είναι οι πιο μεγάλοι, οι μόνοι μεγάλοι: να πρέπει να κατακτήσουν τη δική τους γλώσσα, δηλαδή να φτάσουν σε εκείνη τη νηφαλιότητα στη χρήση της μείζονος γλώσσας, για να την θέσουν σε διαρκή διαφοροποίηση (το αντίθετο ενός τοπικισμού). Στη δική του γλώσσα είναι κανείς δίγλωσσος ή πολύγλωσσος. Να κατακτήσουμε τη μείζονα γλώσσα για να χαράξουμε σε αυτή ελάσσονες γλώσσες άγνωστες ακόμα. Να χρησιμοποιήσουμε την ελάσσονα γλώσσα για να ξεφορτωθούμε την μείζονα. Ο ελάσσων συγγραφέας είναι ο ξένος στην ίδια του τη γλώσσα. Αν είναι μπάσταρδος, αν βιώνει τη ζωή του ως μπάσταρδος, δεν είναι επειδή αναμειγνύει ή συνδυάζει γλώσσες, αλλά μάλλον επειδή αποσύρει και διαφοροποιεί τη δική του, απλώνοντας τανυστές στο σώμα της.

Είναι πολύ πολύπλοκη η έννοια της μειονότητας*, με τις μουσικές, λογοτεχνικές, γλωσσικές, αλλά επίσης νομικές και πολιτικές συνδηλώσεις της. Η μειονότητα και η πλειονότητα δεν αντιδιαστέλλονται κατά τρόπο απλώς ποσοτικό. Η πλειονότητα προϋποθέτει μία σταθερά, έκφρασης ή περιεχομένου, ένα μέτρο-γνώμονα σε σχέση με το οποίο αξιολογείται. Ας υποθέσουμε ότι η σταθερά ή ο γνώμονας είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος – λευκός –αρσενικός – ενήλικος – κάτοικος των πόλεων – ομιλητής μιας τυποποιημένης ευρωπαϊκής γλώσσας – ετεροφυλόφιλος (ο Οδυσσέας του Τζόυς ή του Έζρα Πάουντ). Είναι προφανές ότι ο «άνθρωπος» έχει την πλειοψηφία, έστω και αν αριθμητικά είναι πιο ολιγάριθμος απ’ ό,τι τα κουνούπια, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι Μαύροι, οι αγρότες, οι ομοφυλόφιλοι … κ.λπ. Και αυτό διότι εμφανίζεται δύο φορές: μία φορά στη σταθερά, μία στη μεταβλητή απ’ όπου αντλείται η σταθερά. Η πλειονότητα προϋποθέτει μία κατάσταση εξουσίας και επιβολής, και όχι το αντίστροφο. Προϋποθέτει το μέτρο-γνώμονα, και όχι το αντίστροφο. Ακόμη και ο μαρξισμός «μετέφρασε σχεδόν πάντοτε την ηγεμονία από την οπτική τού γηγενούς, εξειδικευμένου, αρσενικού και άνω των 35 εργάτη»[5]. Ένας άλλος καθορισμός λοιπόν σε σχέση με τη σταθερά θα θεωρείται πάντοτε μειοψηφικός, εκ φύσεως και όποιος κι αν είναι ο αριθμός του, δηλαδή ως ένα υπο-σύστημα ή ως κάτι εκτός συστήματος. Αυτό το βλέπουμε σε όλες τις διαδικασίες, εκλογικές ή άλλες, όπου μας αφήνουν να διαλέξουμε, αρκεί η επιλογή μας να είναι σύμφωνη με τα όρια της σταθεράς («δεν έχετε παρά να επιλέξετε μια αλλαγή της κοινωνίας …»). Αλλά, στο σημείο αυτό, όλα αντιστρέφονται. Διότι η πλειονότητα, στο μέτρο που αναλυτικά περιλαμβάνεται στον αφηρημένο γνώμονα, δεν είναι ποτέ κανείς, είναι πάντοτε ο Κανένας –ο Οδυσσέας-, ενώ η μειονότητα είναι το γίγνεσθαι όλου του κόσμου, το δυνητικό του γίγνεσθαι καθόσον αποκλίνει από το μοντέλο. Υπάρχει ένα πλειοψηφικό «γεγονός», αλλά είναι το αναλυτικό γεγονός του Κανενός, το οποίο αντιδιαστέλλεται προς το γίγνεσθαι-μειονότητα όλου του κόσμου. Γι’ αυτό πρέπει να διακρίνουμε: το πλειονοτικό ως ομογενές και σταθερό σύστημα, τις μειονότητες ως υπο-συστήματα, και το μειονοτικό ως δυνητικό γίγνεσθαι, δημιουργημένο και δημιουργικό. Δεν υπάρχει πλειονοτικό γίγνεσθαι, η πλειονότητα δεν είναι ποτέ γίγνεσθαι. Υπάρχει μόνο μειονοτικό γίγνεσθαι. Οι γυναίκες, όποιος και αν είναι ο αριθμός τους, είναι μειονότητα, ορίσιμη ως κατάσταση ή υποσύνολο· αλλά δεν δημιουργούν παρά μόνο καθιστώντας δυνατό ένα γίγνεσθαι, το οποίο δεν είναι κτήμα τους, στο οποίο πρέπει οι ίδιες να εισέλθουν, ένα γίγνεσθαι-γυναίκα που αφορά τον άνθρωπο στο σύνολό του, τόσο τους άντρες όσο και τις γυναίκες. Το ίδιο ισχύει για τις ελάσσονες γλώσσες: δεν είναι απλώς υπο-γλώσσες, ιδιόλεκτοι και διάλεκτοι, αλλά δυνητικοί τελεστές για να εισαγάγουν τη μείζονα γλώσσα σε ένα μειονοτικό γίγνεσθαι όλων της των διαστάσεων, όλων της των στοιχείων. Πρέπει να διακρίνουμε τις ελάσσονες γλώσσες, τη μείζονα γλώσσα, και το γίγνεσθαι-ελάσσων της μείζονος γλώσσας. Ασφαλώς, οι μειονότητες είναι καταστάσεις ορίσιμες αντικειμενικά, καταστάσεις γλώσσας, εθνότητας, φύλου, με τις δικές τους εδαφικότητες του γκέττο· αλλά πρέπει να θεωρηθούν και ως φύτρα, ως κρύσταλλοι ενός γίγνεσθαι, που δεν έχουν αξία παρά μόνο εάν πυροδοτούν ανεξέλεγκτες κινήσεις και απεδαφικοποιήσεις του μέσου ή της πλειονότητας. Γι’ αυτό έδειχνε ο Παζολίνι ότι το ουσιώδες, ακριβώς στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, δεν ήταν ούτε σε μία γλώσσα Α, ούτε σε μία γλώσσα Β, αλλά «σε μία γλώσσα Χ, η οποία δεν είναι άλλη από τη γλώσσα Α καθώς μετατρέπεται πραγματικά σε μία γλώσσα Β»[6]. Υπάρχει μία καθολική φιγούρα της μειονοτικής συνείδησης, ως γίγνεσθαι όλου του κόσμου, και αυτό το γίγνεσθαι είναι δημιουργία. Δεν φτάνουμε σε αυτό με το να κατακτήσουμε την πλειοψηφία. Η φιγούρα αυτή είναι ακριβώς η διαρκής διαφοροποίηση, ως ένα εύρος που δεν παύει να υπερχειλίζει –μέσω υπερβολής και μέσω έλλειψης- από το αντιπροσωπευτικό κατώφλι του πλειοψηφικού γνώμονα. Εγείροντας τη φιγούρα της καθολικής μειονοτικής συνείδησης, απευθυνόμαστε σε δυνάμεις τού γίγνεσθαι που ανήκουν σε ένα έδαφος διαφορετικό από εκείνο της Εξουσίας και της Επιβολής. Είναι η διαρκής διαφοροποίηση που συνιστά το μειονοτικό γίγνεσθαι όλου του κόσμου, σε αντιδιαστολή προς το πλειονοτικό γεγονός του Κανενός. Το μειονοτικό γίγνεσθαι ως καθολική φιγούρα της συνείδησης ονομάζεται αυτονομία. Με το να χρησιμοποιούμε μία ελάσσονα γλώσσα, να προωθούμε τον τοπικισμό και το γκέττο, ασφαλώς δεν γινόμαστε επαναστάτες· με το να χρησιμοποιούμε όμως πολλά μειονοτικά στοιχεία, να τα συνδέουμε, να τα συζευγνύουμε, μπορούμε να επινοήσουμε ένα ειδικό, απρόβλεπτο αυτόνομο γίγνεσθαι.

---------------------------------------
[1] Σχετικά με τις επεκτάσεις και τις διαδόσεις γλωσσικών καταστάσεων, άλλοτε με τον τρόπο της «ελαιοκηλίδας» και άλλοτε υπό μορφή «αερομεταφοράς στρατευμάτων», πρβλ. Bertil Malmberg, Lesnouvellestendencesdelalinguistique, P.U.F., ch. 3 (ο οποίος επικαλείται τις πολύ σημαντικές μελέτες τού N. Lindqvist στη διαλεκτολογία). Θα χρειαζόταν λοιπόν να γίνουν συγκριτικές μελέτες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο επέρχονται οι ομογενοποιήσεις και οι συγκεντροποιήσεις αυτής ή της άλλης μείζονος γλώσσας. Από αυτή την άποψη, η ιστορία των γαλλικών δεν είναι καθόλου ίδια με εκείνη των αγγλικών· η σχέση με τη γραφή ως μορφή ομογενοποίησης επίσης δεν είναι ίδια. Για τα γαλλικά, μια κατεξοχήν συγκεντροποιημένη γλώσσα, θα αναφερθούμε στην ανάλυση των Michel de Certeau, Dominique Julia και Jacques Revel, Une politique de la langue, Gallimard. Η ανάλυση αυτή αφορά μία πολύ σύντομη περίοδο, στο τέλος του 18ου αιώνα, γύρω από τον αββά Γκρεγκουάρ, κι ωστόσο αναδεικνύει δύο διακριτές στιγμές: μία όπου η κεντρική γλώσσα αντιπαρατίθεται στις αγροτικές διαλέκτους, όπως η πόλη στην ύπαιθρο, η πρωτεύουσα στην επαρχία· και μία άλλη όπου αντιπαρατίθεται στα «φεουδαρχικά ιδιώματα», αλλά επίσης στη γλώσσα των μεταναστών, όπως το Έθνος αντιπαρατίθεται σε κάθε τι που του είναι ξένο ή εχθρικό (σ. 160 κ.επ.: «Είναι επίσης προφανές ότι η άρνηση των διαλέκτων προκύπτει από μία τεχνική ανικανότητα να εντοπισθούν σταθεροί νόμοι στην προφορικότητα ή στις ντοπιολαλιές»).

* «Μίλα λευκά και δυνατά» (αγγλικά στο πρωτότυπο).

[2] Βλ. Michel Lalonde, Change, no. 30, όπου βρίσκουμε ταυτόχρονα το ποίημα που παρατέθηκε προηγουμένως («Speak White») και ένα μανιφέστο για τη γλώσσα του Κεμπέκ.

[3] Για την πολύπλοκη κατάσταση των αφρικάανς, το εξαιρετικό βιβλίο τού Breyten Breytenbach FeuFroid, [γαλ. μετ.] Bourgois, 1976 [πρωτότυπος τίτλος: Kouevuur, Buren-Uitgewers, Κaapstad/ Capetown 1969]· η μελέτη τού G. M. Lory (σ. 101-107) αναδεικνύει το εγχείρημα του Μπρέιτενμπαχ, τη βιαιότητα με την οποία χειρίζεται ποιητικά τη γλώσσα, την επιθυμία του να είναι «μπάσταρδος, με μπάσταρδη γλώσσα».

* Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται το επίθετο «poujadiste», από το όνομα του Πιέρ Πουζάντ, ενός γάλλου πολιτικού της λαϊκιστικής δεξιάς τη δεκαετία του 50. Αν θέλαμε να μεταφράσουμε τη φράση χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα για την ελληνική εμπειρία, θα μπορούσαμε να πούμε «η καρατζαφερική ή ακαδημαϊκή καταγγελία των greeklish».

[4] Για τη διπλή όψη των ελασσόνων γλωσσών, φτώχεια-ελλειπτικότητα, υπερφόρτωση-παραλλαγή, θα παραπέμψουμε σε ορισμένες υποδειγματικές αναλύσεις: εκείνη που κάνει ο Wagenbach για τα γερμανικά της Πράγας στις αρχές του 20ού αιώνα (FranzKafka. Annéesdejeunesse, Mercure de France [πρωτότυπο: Klauss Wagenbach, FranzKafka. EineBiographieseinerJugend]· εκείνη του Παζολίνι, που δείχνει ότι η ιταλική δεν οικοδομήθηκε σε ένα στάνταρ ή μέσο επίπεδο, αλλά εξερράγη ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις, «προς τα κάτω και προς τα πάνω», απλουστευμένη ύλη και εκφραστική υπερβολή (L’experience heretique, σ. 46-47)· εκείνη του J. L. Dillard, η οποία αναδεικνύει τη διπλή τάση των black english, απ’ τη μια να παραλείπουν, να χάνουν ή να ξεφορτώνονται, από την άλλη να υπερφορτώνουν, να επεξεργάζονται ένα “fancy talk” (Black-english, Vintage Book, New York). Όπως παρατηρεί ο Ντίλλαρντ, δεν υπάρχει εδώ καμία κατωτερότητα σε σχέση με μία τυποποιημένη γλώσσα, αλλά συσχέτιση δύο κινήσεων που εκφεύγουν αναγκαία του επιπέδου της τυποποιημένης γλώσσας. Πάντοτε σε σχέση με τα black english, ο LeRoi Jones δείχνει σε ποιο βαθμό οι δύο σύστοιχες τάσεις φέρνουν τη γλώσσα κοντά στη μουσική (Lepeupledu blues [πρωτότυπο: Blues People], Gallimard, σ. 44-45 και όλο το κεφάλαιο ΙΙΙ). Γενικότερα, υπενθυμίζουμε την ανάλυση του Pierre Boulez για μια διπλή κίνηση στη μουσική –διάλυση της μορφής, δυναμική υπερφόρτωση ή αφθονία: Parvolonté etparhasard, Ed. du Seuil, σ. 22-24.

* Η λέξη minorité που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο, σημαίνει φυσικά μειονότητα με τη νομικοπολιτική έννοια του όρου, αλλά ταυτόχρονα είναι και το αφηρημένο ουσιαστικό του επιθέτου mineur, το οποίο αποδίδεται, και αποδόθηκε εδώ, ως ελάσσων. Επίσης, σημαίνει και μειοψηφία. Τα αντίστοιχα ισχύουν για την majorité. Φυσικά η γλωσσική συγγένεια –και άρα η πολυπλοκότητα και οι συνδηλώσεις στις οποίες αναφέρονται οι συγγραφείς- παύουν να είναι και γλωσσικά ορατές στην ελληνική μετάφραση όσο είναι στα γαλλικά.

[5] Yann Moulier, πρόλογος στο OuvriersetCapital[πρωτότυπο: Operaiecapitale] του Μάριο Τρόντι, Bourgois, σ. 6.

[6] Ρ. Ρ. Pasolini, L’experience heretique, σ. 62.