Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ντελέζ-Γκουατταρί: Κράτη και επαναστάσεις στη Δύση και στην Ανατολή



Aπόσπασμα από το βιβλίο Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 477-480 (κεφ. 12 με τίτλο «1227 – Traité de nomadologie : la machine de guerre » [1227 – Πραγματεία περί νομαδολογίας: η πολεμική μηχανή]. Ο τίτλος και οι σημειώσεις με αστερίσκο προστέθηκαν από τον μεταφραστή.

Ο λείος ή νομαδικός χώρος είναι ανάμεσα σε δύο γραμμωτούς χώρους: εκείνον του δάσους, με τις κάθετες γραμμές βάρους του· εκείνον της γεωργίας, με την ορθογώνια κατάτμησή του και τις γενικευμένες παράλληλες γραμμές του, τη βλάστησή του που έγινε ανεξάρτητη, την τέχνη του να αποσπά το δέντρο και την ξυλεία από το δάσος. Αλλά «ανάμεσα» σημαίνει επίσης ότι ο λείος χώρος ελέγχεται από αυτές τις δύο πλευρές του που τον περιορίζουν, που αντιτίθενται στην ανάπτυξή του και του αναθέτουν όσο το δυνατόν περισσότερο ένα ρόλο επικοινωνίας, ή αντιθέτως ότι στρέφεται εναντίον τους, κατατρώγοντας το δάσος από τη μία πλευρά, αποσπώντας από την άλλη τις καλλιεργημένες γαίες, εκφράζοντας εμφατικά μία δύναμη μη επικοινωνιακή ή δύναμη απόκλισης, σαν μία «σφήνα» που μπήγεται. Οι νομάδες στρέφονται πρώτα εναντίον των ανθρώπων του δάσους και των ορέων, έπειτα ξεχύνονται πάνω στους γεωργούς. Εκεί υπάρχει κάτι σαν το ανάποδο ή το εξωτερικό της μορφής-κράτος –αλλά με ποια έννοια; Η μορφή αυτή, ως καθολικός και σχετικός χώρος, προϋποθέτει έναν ορισμένο αριθμό συνιστωσών: δάσος-εκχέρσωση• γεωργία-ορθογώνια κατάτμηση• κτηνοτροφία υποταγμένη στη γεωργική εργασία και στη διατροφή των εδραίων πληθυσμών• σύνολο επικοινωνιών πόλης-υπαίθρου (πόλεως-νομού**) στη βάση του εμπορίου. Όταν οι ιστορικοί διερωτώνται για τους λόγους της νίκης της Δύσης κατά της Ανατολής, επικαλούνται κυρίως τα παρακάτω χαρακτηριστικά που είναι γενικώς εις βάρος της Ανατολής: αποδάσωση αντί εκχέρσωσης, απ’ όπου απορρέουν μεγάλες δυσκολίες για την απόσπαση ή έστω την απόκτηση ξυλείας• καλλιέργεια τύπου «ορυζώνας και κήπος» αντί για βλάστηση δέντρων και πεδιάδα• κτηνοτροφία που σε μεγάλο βαθμό ξεφεύγει από τον έλεγχο των εδραίων πληθυσμών, σε βαθμό που αυτοί στερούνται το ζωικό δυναμικό και την κρεοφαγία• χαμηλή περιεκτικότητα σε επικοινωνία της σχέσης πόλης-υπαίθρου, απ’ όπου απορρέει ένα πολύ πιο άκαμπτο εμπόριο[1]. Από αυτό βέβαια δεν θα συμπεράνουμε ότι η μορφή-κράτος απουσιάζει από την Ανατολή. Αντιθέτως, χρειάζεται μία σκληρότερη βαθμίδα για να συγκρατεί και να συνενώνει τις διάφορες συνιστώσες, οι οποίες διαπερνώνται από διανύσματα φυγής. Τα κράτη έχουν πάντοτε την ίδια σύνθεση• αν μάλιστα υπάρχει μια αλήθεια την πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ, είναι ότι «κάθε κράτος φέρει μέσα του τις ουσιώδεις στιγμές της ύπαρξής του». Τα κράτη δεν αποτελούνται μόνο από ανθρώπους, αλλά από δάση, πεδιάδες ή κήπους, από κτήνη και εμπορεύματα. Υπάρχει μία ενότητα σύνθεσης όλων των κρατών, αλλά τα κράτη δεν έχουν όλα ούτε την ίδια εξέλιξη ούτε την ίδια οργάνωση. Στην Ανατολή, οι συνιστώσες είναι πολύ πιο απομακρυσμένες, αποσυνδεδεμένες, πράγμα που επιβάλλει μία μεγάλη ακίνητη Μορφή για να τις συγκρατεί μαζί: τα «δεσποτικά μορφώματα», ασιατικά ή αφρικανικά, συνταράσσονται από αδιάκοπες εξεγέρσεις, αποσχίσεις, αλλαγές δυναστειών, οι οποίες όμως δεν θίγουν το αμετάβλητο της μορφής. Αντιθέτως, στη Δύση, η διαπλοκή των συνιστωσών καθιστά δυνατούς μετασχηματισμούς της μορφής-κράτος μέσω επαναστάσεων. Είναι αλήθεια ότι η ιδέα της επανάστασης είναι η ίδια αμφίσημη• είναι δυτική στο βαθμό που παραπέμπει σε ένα μετασχηματισμό του κράτους· αλλά είναι ανατολική στο βαθμό που προβάλλει μία καταστροφή, μία εξάλειψη του κράτους[2]. Το ζήτημα είναι ότι οι μεγάλες αυτοκρατορίες της Ανατολής, της Αφρικής και της Αμερικής, προσκρούουν σε μεγάλους λείους χώρους οι οποίοι διεισδύουν μέσα τους και διατηρούν τις αποστάσεις ανάμεσα στις συνιστώσες (ο νομός δεν γίνεται ύπαιθρος, η ύπαιθρος δεν επικοινωνεί με την πόλη, η μεγάλη κτηνοτροφία είναι υπόθεση των νομάδων κ.λπ.): υπάρχει άμεση αντιπαράθεση του κράτους της Ανατολής με μία νομαδική πολεμική μηχανή. Η πολεμική αυτή μηχανή θα καταστεί δυνατό να περιοριστεί στο δρόμο της ενσωμάτωσης, και να προχωρά μόνο μέσα από την εξέγερση και την αλλαγή δυναστείας• είναι όμως αυτή που επινοεί το όνειρο και την πραγματικότητα της εξάλειψης, ως νομάς. Τα κράτη της Δύσης είναι πολύ πιο προφυλαγμένα στον γραμμωτό τους χώρο, έχουν ως εκ τούτου πολύ περισσότερο εύρος για να συγκρατούν τις συνιστώσες τους, και έρχονται μόνο έμμεσα αντιμέτωπα με τους νομάδες, μέσω των μεταναστεύσεων που οι τελευταίοι πυροδοτούν ή των οποίων παίρνουν τη μορφή[3].

Ένα από τα θεμελιώδη καθήκοντα του κράτους είναι να γραμμώνει το χώρο στον οποίο βασιλεύει, ή να χρησιμοποιεί τους λείους χώρους ως μέσο επικοινωνίας στην υπηρεσία ενός γραμμωτού χώρου. Όχι μόνο το να νικήσει το νομαδισμό, αλλά να ελέγξει τις μεταναστεύσεις, και γενικότερα να επιβάλει μία ζώνη δικαιωμάτων σε ένα ολόκληρο «εξωτερικό», στο σύνολο των ροών που διασχίζουν την οικουμένη, αποτελεί ζωτική υπόθεση για κάθε κράτος. Πράγματι, το κράτος, παντού όπου μπορεί, γίνεται αξεχώριστο από μια διαδικασία αιχμαλώτισης ροών κάθε είδους, πληθυσμών, εμπορευμάτων ή ανταλλαγών, χρήματος ή κεφαλαίων κ.λπ. Και πάλι απαιτούνται σταθερές διαδρομές, προς κατευθύνσεις σαφώς ορισμένες, που περιορίζουν την ταχύτητα, που ρυθμίζουν τις κυκλοφορίες, που σχετικοποιούν την κίνηση, που μετρούν μέχρι τις λεπτομέρειές τους τις σχετικές μετακινήσεις των υποκειμένων και των αντικειμένων. Εξ ου η σημασία της θέσης του Πωλ Βιριλιό, όταν δείχνει ότι «η πολιτική εξουσία ενός κράτους είναι πόλις*, police [αστυνομία], δηλαδή οδικό δίκτυο», και ότι «οι πύλες της πόλης, τα φοροφυλάκια και τα τελωνεία της είναι φράγματα, φίλτρα στη ρευστότητα των μαζών, στην ισχύ διείσδυσης μεταναστευτικών αγελών», προσώπων, κτηνών και αγαθών[4]. Η βαρύτητα, gravitas, είναι η ουσία του κράτους. Όχι ότι το κράτος αγνοεί την ταχύτητα, κάθε άλλο• έχει όμως ανάγκη ακόμα και η πιο γρήγορη κίνηση να πάψει να είναι η απόλυτη κατάσταση ενός κινητού που καταλαμβάνει έναν λείο χώρο, για να γίνει ο σχετικός χαρακτήρας ενός «κινούμενου» που πηγαίνει από ένα σημείο σε ένα άλλο μέσα σε ένα γραμμωτό χώρο. Με αυτή την έννοια, το κράτος δεν παύει να αποσυνθέτει, να ανασυνθέτει και να μετασχηματίζει την κίνηση, ή να ρυθμίζει την ταχύτητα. Το κράτος ως επόπτης δρόμων, οδικός μετατροπέας ή ανταλλάκτης: πρβλ. συναφώς και το ρόλο του μηχανικού. Η απόλυτη ταχύτητα και κίνηση δεν είναι χωρίς νόμους, αλλά οι νόμοι αυτοί είναι εκείνοι του νομού, του λείου χώρου που τον ξεδιπλώνει, της πολεμικής μηχανής που τον ενοικεί. Αν οι νομάδες σχημάτισαν την πολεμική μηχανή, το έκαναν εφευρίσκοντας την απόλυτη ταχύτητα, όντας «συνώνυμο» της ταχύτητας. Και κάθε φορά που υπάρχει κάποια επιχείρηση κατά του κράτους, απειθαρχία, ταραχές, ανταρτοπόλεμος ή επανάσταση ως πράξη, θα έλεγε κανείς ότι αναδύεται και πάλι μια πολεμική μηχανή, ότι ένα νέο νομαδικό δυναμικό εμφανίζεται, με ανασυγκρότηση ενός λείου χώρου ή ενός τρόπου να υπάρχεις μέσα στο χώρο σαν να ήταν λείος (ο Βιριλιό υπενθυμίζει τη σημασία του εξεγερτικού ή επαναστατικού θέματος «να επικρατείς στο δρόμο»**). Με αυτή την έννοια είναι που η απάντηση του κράτους είναι να γραμμώνει το χώρο, ενάντια σε κάθε τι που τείνει να του ξεφύγει. Το κράτος δεν ιδιοποιήθηκε την ίδια την πολεμική μηχανή χωρίς να της δώσει τη μορφή της σχετικής κίνησης: έτσι συνέβη με το μοντέλο του φρουρίου ως ρυθμιστή της κίνησης, το οποίο ακριβώς υπήρξε και το σημείο όπου σκόνταφταν οι νομάδες, ο ύφαλος και η ασπίδα πάνω στην οποία κατέληγε και συντριβόταν η απόλυτη στροβιλική κίνηση. Αντίστροφα, όταν ένα κράτος δεν καταφέρνει να γραμμώσει τον εσωτερικό ή τον γειτονικό του χώρο, οι ροές που τον διασχίζουν παίρνουν αναγκαία τη μορφή μιας πολεμικής μηχανής που κατευθύνεται εναντίον του, και που αναπτύσσεται σε έναν λείο χώρο εχθρικό ή εξεγερμένο (έστω και αν άλλα κράτη μπορεί να εισχωρούν εκεί και να θέτουν τις δικές τους γραμμώσεις). Αυτή την περιπέτεια γνώρισε η Κίνα η οποία, προς το τέλος του 14ου αιώνα, παρά την πολύ υψηλή τεχνική της όσον αφορά τα πλοία και τη ναυσιπλοΐα, απομακρύνθηκε από τον τεράστιο θαλάσσιο χώρο της, είδε τότε τις εμπορικές ροές να στρέφονται εναντίον της και να συμμαχούν με την πειρατεία, και δεν μπόρεσε να αντιδράσει παρά μόνο με μια πολιτική ακινησίας, μαζικού περιορισμού του εμπορίου, πράγμα που ενισχύει τη σχέση αυτού του τελευταίου με μια πολεμική μηχανή[5].


Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

------------------------------------
** Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία: «polis-nomos». Αυτός ο nomos εδώ δεν είναι ο κανόνας δικαίου, αλλά έχει σχέση με το έτυμο του νομαδισμού. Έκανα την επιλογή να το αποδώσω με τη λέξη νομός η οποία επιτρέπει τη διαφοροποίηση από το νόμο-loi και διατηρεί τη σύνδεση με το νέμειν/ νέμεσθαι και την (κατα/δια)νομή.

[1] Αυτή η αντιπαράθεση Ανατολή-Δύση ήδη από το Μεσαίωνα (συνδεδεμένη με το ερώτημα: γιατί ο καπιταλισμός στη Δύση και όχι αλλού;) ενέπνευσε ωραίες αναλύσεις στους σύγχρονους ιστορικούς. Πρβλ. ιδίως Fernand Braudel, Civilisation matérielle et capitalisme [Υλικός πολιτισμός και καπιταλισμός], Armand Colin, σ. 108-121. Pierre Chaunu, L‘expansion européenne du XIIIe au XVe siècle [Η ευρωπαϊκή επέκταση από το 13ο ως το 15ο αιώνα], PUF, σ. 334-339 («Γιατί η Ευρώπη; Γιατί όχι η Κίνα;»). Maurice Lombard, Espaces et réseaux du haut Moyen Âge [Χώροι και δίκτυα του ύστερου Μεσαίωνα], Mouton, κεφ. VII (και σ. 219: «Αυτό που στην Ανατολή αποκαλείται αποδάσωση, στην Ανατολή αποκαλείται εκχέρσωση. η πρώτη βαθιά αιτία της μετατόπισης των κέντρων κυριαρχίας από την Ανατολή στη Δύση είναι λοιπόν μια γεωγραφική αιτία, ο συνδυασμός δάσος-ξέφωτο αποδείχθηκε ότι είχε ισχυρότερο δυναμικό από το συνδυασμό έρημος-όαση»).

[2] Οι παρατηρήσεις του Μαρξ πάνω στα δεσποτικά μορφώματα στην Ασία ή την Αφρική επιβεβαιώνονται από τις αφρικανικές αναλύσεις του Gluckman (Custom and Conflict in Africa [Έθιμο και σύγκρουση στην Αφρική], Oxford): ταυτόχρονα αμετάβλητο της μορφής και μόνιμη εξέγερση. Η ιδέα ενός «μετασχηματισμού» του κράτους μοιάζει αρκετά δυτική. Παραμένει το γεγονός ότι η άλλη ιδέα, η ιδέα μιας «καταστροφής» του κράτους, παραπέμπει πολύ περισσότερο στην Ανατολή, και στις συνθήκες μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής. Όσο και αν παρουσιάζουμε τις δύο αυτές ιδέες ως διαδοχικές φάσεις μιας επανάστασης, είναι πολύ διαφορετικές και δύσκολα συμβιβάζονται, συνοψίζουν δε την αντίθεση μεταξύ σοσιαλιστικών και αναρχικών ρευμάτων του 19ου αιώνα. Το δυτικό προλεταριάτο το ίδιο θεωρείται από δύο οπτικές γωνίες: καθόσον πρέπει να κατακτήσει την εξουσία και να μετασχηματίσει τον κρατικό μηχανισμό, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης εργασίας, αλλά, καθόσον θέλει ή θα ήθελε μία καταστροφή του κράτους, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης αποεδαφικοποίησης. Ακόμα και ο Μαρξ ορίζει τον προλετάριο όχι μόνο ως αλλοτριωμένο (εργασία), αλλά ως αποεδαφικοποιημένο. Ο προλετάριος, από αυτή την τελευταία άποψη, εμφανίζεται ως ο κληρονόμος του νομάδα μέσα στον δυτικό κόσμο. Και όχι μόνο πολλοί αναρχικοί επικαλούνται νομαδικά θέματα φερμένα από την Ανατολή, αλλά κυρίως η αστική τάξη του 19ου αιώνα πρόθυμα ταυτίζει προλετάριους και νομάδες, και εξομοιώνει το Παρίσι με μια πόλη στοιχειωμένη από τους νομάδες (πρβλ. Louis Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses [Εργαζόμενες τάξεις και επικίνδυνες τάξεις], L.G.F., σ. 602-604).

[3] Βλ. Lucien Musset, Les invasions, le second assaut [Οι εισβολές, η δεύτερη έφοδος], P.U.F.: για παράδειγμα, την ανάλυση των τριών «φάσεων» των Δανών, σ. 135-137.

* Η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.

[4] Paul Virilio, Vitesse et politique [Ταχύτητα και πολιτική], εκδ. Galilée, σ. 21-22 και passim. Η «πόλη» όχι μόνο είναι αδιανόητη ανεξάρτητα από τις εξωτερικές ροές με τις οποίες εμπλέκεται, και των οποίων την κυκλοφορία ρυθμίζει, αλλά επιπλέον και συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά σύνολα, για παράδειγμα το φρούριο, είναι πραγματικοί μετασχηματιστές, χάρη στους εσωτερικούς τους χώρους που επιτρέπουν μία ανάλυση, μία παράταση ή μία αποκατάσταση της κίνησης. Ο Βιριλιό συνάγει από αυτό ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο εκείνο του εγκλεισμού όσο εκείνο του οδικού δικτύου ή της ελεγχόμενης κίνησης. Ο Φουκώ ήδη ανέλυε με ανάλογο τρόπο το θαλάσσιο νοσοκομείο ως πολλαπλασιαστή και ως φίλτρο: βλ. Surveiller et punir [Επιτήρηση και τιμωρία], σ. 145-147.

** Στο γαλλικό «κινηματικό» λεξιλόγιο, η έκφραση αυτή (tenir la rue) είναι πολύ τρέχουσα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι τα μέλη μιας συγκεκριμένης πολιτικής/ κοινωνικής τάσης έχουν επιβάλει την παρουσία τους στους δρόμους μιας πόλης (σε αντιδιαστολή με τα «γραφεία»), είναι σε θέση να πραγματοποιούν διαδηλώσεις, καταλήψεις κ.λπ. και να εκτοπίζουν άλλες ανταγωνιστικές. Μπορούμε να σκεφτούμε παραδείγματα ανάλογων εκφράσεων στα ελληνικά όπως π.χ. «Οι νόμοι καταργούνται στο δρόμο», «Στο δρόμο στο δρόμο να σπάσουμε τον τρόμο» κ.ο.κ.

[5] Σχετικά με την κινεζική –και την αραβική- ναυσιπλοΐα, τους λόγους της αποτυχίας τους, και τη σημασία του ζητήματος αυτού ως προς το «φάκελο» Δύση-Ανατολή, βλ. Braudel, ό.π. σ. 305-314, και Chaunu, σ. 288-308.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Ιστορία και κριτική του καπιταλισμού


του Moishe Postone



Ι.

Ο εκτεταμένος μετασχηματισμός του κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες καταδεικνύει με δραματικό τρόπο ότι η σύγχρονη κριτική θεωρία οφείλει να ασχοληθεί πρωτίστως με τα ζητήματα της χρονικότητας, της ιστορικής δυναμικής και των μεγάλων δομικών αλλαγών, προκειμένου να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την κοινωνική πραγματικότητα[i]. Η μαρξική κατηγορία του κεφαλαίου μπορεί, κατά την άποψή μου, να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στη θεμελίωση μιας τέτοιας θεωρίας για τον σύγχρονο κόσμο, υπό την προϋπόθεση να επανεξεταστεί προκειμένου να διαχωριστεί τόσο από τις διάφορες αναγνώσεις στις οποίες την υποβάλλουν οι παραδοσιακές μαρξιστικές ερμηνείες, όσο και από τις αντίστοιχες πρόσφατες προσεγγίσεις των κοινωνικών επιστημών.

Η κατηγορία του κεφαλαίου, σύμφωνα με αυτήν την επανεξέταση, διαφέρει κατά πολύ από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τον όρο «κεφάλαιο» ευρύ φάσμα θεωρητικών, από τον Γκάρι Μπέκερ μέχρι τον Μπουρντιέ, καθώς και πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί, για τους οποίους το «κεφάλαιο» ορίζεται ως ιδιωτική ιδιοποίηση ενός κοινωνικού πλεονάσματος. Μολονότι συμφωνώ ότι η κατηγορία του κεφαλαίου στον Μαρξ αναφέρεται στη δόμηση της κοινωνίας ως όλου, θεωρώ ότι δεν περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο τρόπο εκμετάλλευσης, αλλά ότι συνιστά επίσης ευρύτερα μια κατηγορία χρονικής διαμεσολάβησης. Συλλαμβάνει τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία ως μορφή κοινωνικής ζωής η οποία χαρακτηρίζεται από οιονεί αντικειμενικές μορφές κυριαρχίας που γεννούν μια ιστορική δυναμική.

ΙΙ.

Η επικέντρωσή μου στον ιστορικά δυναμικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας σχετίζεται με τους μαζικούς μετασχηματισμούς του καπιταλισμού κατά το τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από το ξήλωμα της μεταπολεμικής φορντικής σύνθεσης στη Δύση η οποία είχε ως επίκεντρο το κράτος, από την κατάρρευση ή τον ριζικό μετασχηματισμό των κομμάτων-κρατών και των σχεδιοποιημένων οικονομιών τους στην Ανατολή, καθώς και από την ανάδυση μιας νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης, η οποία όμως μπορεί να υποσκαφθεί από την εμφάνιση μεγάλων ανταγωνιστικών περιφερειακών μπλοκ. Καθώς αυτές οι μεταβολές περιέλαβαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ευρωπαϊκού κομμουνισμού θεωρήθηκαν συχνά ότι σηματοδοτούν το τέλος του μαρξισμού και της θεωρητικής χρησιμότητας του Μαρξ. Εντούτοις, αυτοί οι ιστορικοί μετασχηματισμοί καταδεικνύουν την ανάγκη να καταπιαστούμε με την προβληματική της ιστορικής δυναμικής και των δομικών αλλαγών ευρείας κλίμακας, μια προβληματική που αποτελεί τον πυρήνα της κριτικής ανάλυσης του Μαρξ.

Η κεντρική σημασία αυτής της προβληματικής γίνεται εμφανής όταν εξετάζει κανείς την πορεία του επικεντρωμένου στο κράτος καπιταλισμού κατά τον 20ο αιώνα, απ’ τις απαρχές του οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρώσικη Επανάσταση, μέχρι το απόγειό του κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την παρακμή του στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της πορείας είναι ο παγκόσμιος χαρακτήρας της, δεδομένου ότι αφορά τόσο τις δυτικές καπιταλιστικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση όσο και τα αποικιακά εδάφη και τις αποαποικιοποιημένες χώρες. Προφανώς, υπάρχουν διαφορές σε αυτή την ιστορική εξέλιξη, όταν όμως εξετάζονται στο πλαίσιο της συνολικής πορείας που διέγραψε ο καπιταλισμός, αποδεικνύεται ότι αποτελούν περισσότερο εκφάνσεις ενός κοινού σχήματος, παρά ριζικά διαφορετικές πορείες. Για παράδειγμα, το κράτος πρόνοιας εξαπλώθηκε σε όλες τις δυτικές βιομηχανικές χώρες κατά την εικοσιπενταετία που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια περιορίστηκε ή αποδιαρθρώθηκε μερικώς, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτές οι εξελίξεις –παράλληλα με τη μεταπολεμική επιτυχία και τη μετέπειτα απότομη παρακμή της Σοβιετικής Ένωσης– έλαβαν χώρα ασχέτως αν στην εξουσία βρίσκονταν συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά («φιλελεύθερα») κόμματα.

Τέτοιου είδους γενικές εξελίξεις δεν μπορούν να εξηγηθούν με όρους τοπικών πολιτικών αποφάσεων ενδεχομενικού χαρακτήρα, αλλά αναδεικνύουν την ύπαρξη γενικών δομικών περιορισμών που καθορίζουν τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αποφάσεις. Παράλληλα, φανερώνουν την ύπαρξη ισχυρών δυνάμεων που δεν υπόκεινται πλήρως στον κρατικό έλεγχο.

Η εξέταση των γενικών ιστορικών σχημάτων που χαρακτηρίζουν τον 20ο αιώνα σχετικοποιεί από ιστορική σκοπιά τις θεωρίες περί πρωταρχικότητας  της πολιτικής σφαίρας, που ήταν τόσο διαδεδομένες στις μεταπολεμικές δεκαετίες, και θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταστρουκτουραλιστική κατανόηση της ιστορίας ως ουσιωδώς ενδεχομενικής. Σε έναν βαθμό, η μεταμαρξιστική στροφή της δεκαετίας του 1970 μπορεί να κατανοηθεί ως κριτική αντίδραση στη φορντική εποχή –τόσο στη δυτική όσο και στην κομμουνιστική εκδοχή της–, δηλαδή ως αντίδραση σε πολιτικές οι οποίες επικεντρώνονταν στα υλικά συμφέροντα που έπρεπε να ικανοποιήσει μια πυραμιδωτή γραφειοκρατική οργάνωση της κοινωνίας. Τα κοινωνικά και πολιτιστικά κινήματα του τέλους της δεκαετίας του 1960 φάνηκαν να αποτελούν ιστορική ανασκευή της αντίληψης περί ευμάρειας. Η Σοβιετική Ένωση έπαψε να αποτελεί παράδειγμα χειραφέτησης για μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς το αργότερο το 1968. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτιστικό περιβάλλον, η πολιτική οικονομία κατανοήθηκε με καταφατικούς όρους, ενώ η ιστορία εξέλαβε μια κωδική μορφή a priori μετα-αφηγηματικού χαρακτήρα. Έτσι, η αντίληψη του Μαρξ για την ιστορία και τη χρονικότητα ταυτίστηκε με εκείνη του Χέγκελ, γεγονός που συνέβαλε στην αναβίωση του Νίτσε, αυτού του μεγάλου αντιεγελιανού. Όμως, η πανουργία της ιστορίας εκδικήθηκε. Ο μεταστρουκτουραλισμός και ο μεταμοντερνισμός αποδείχτηκαν διανοητικά αδύναμοι να εξετάσουν με συνολικούς όρους τις αλλαγές ευρείας κλίμακας που αναφέραμε. Ως τόποι κριτικής, φαίνονται να συνδέονται με μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που έχει προ πολλού ξεπεραστεί.

Ωστόσο, αυτές οι ιστορικές επισημάνσεις δεν αντιβαίνουν αναγκαστικά με την κριτική ιδέα που διαπερνούσε τις προσπάθειες να εξεταστεί η ιστορία με όρους ενδεχομενικότητας, ότι δηλαδή η ιστορία νοούμενη ως εκδίπλωση μιας εμμενούς αναγκαιότητας  υποδηλώνει μια μορφή ανελευθερίας.

Αυτή η μορφή ανελευθερίας αποτελεί αντικείμενο της κριτικής θεωρίας του Μαρξ, η οποία επικεντρώνεται στις επιταγές και τους περιορισμούς που διέπουν την ιστορική δυναμική και τις δομικές αλλαγές του σύγχρονου κόσμου. Αντί να αρνείται την ύπαρξη μιας τέτοιας ανελευθερίας εστιάζοντας στην ενδεχομενικότητα, η μαρξική κριτική επιδιώκει να αποκαλύψει τη βάση της και τη δυνατότητα κατάργησής της. Προτείνω, λοιπόν, μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η επανιδιοποίηση της κατηγορίας του κεφαλαίου μπορεί να υπερβεί την κλασική αντίθεση αναγκαιότητας και ελευθερίας, μια αντίθεση που συνοψίζεται στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην σύλληψη της ιστορίας ως αναγκαιότητας και στη μεταστρουκτουραλιστική απόρριψη αυτής της άποψης στο όνομα της ενδεχομενικότητας (και πιθανώς της ικανότητας για δράση). Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, η κατηγορία του κεφαλαίου εδραιώνει την εμμενή δυναμική της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας σε ιστορικά καθορισμένες μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η κίνηση της Ιστορίας, νοούμενη ως εμμενής κατευθυντήρια δυναμική, δεν συνιστά καθολική κατηγορία που διέπει εν γένει την ανθρώπινη κοινωνική ζωή. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ιστορικά ιδιάζον χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας, το οποίο μπορεί να προβληθεί και προβάλλεται στην ανθρώπινη κοινωνική ζωή εν γένει. Μακράν του να αντιλαμβάνεται την ιστορία με καταφατικούς όρους, μια θεωρία που θεμελιώνει μια τέτοια δυναμική στην κατηγορία του κεφαλαίου, συλλαμβάνει αυτή τη δυναμική ως μορφή ετερονομίας.

Κατ’ αυτήν την αξιολόγηση, η κριτική μαρξική θέση είναι πιο κοντά στον μεταστρουκτουραλισμό παρά στον ορθόδοξο μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς. Εντούτοις, δεν αντιλαμβάνεται τον ετερόνομο χαρακτήρα της ιστορίας ως αφήγημα το οποίο μπορεί να διαλυθεί απλώς διά του λόγου, αλλά ως έκφραση μιας δομής χρονικής κυριαρχίας. Από αυτή την άποψη, οποιαδήποτε προσπάθεια να διασωθεί η ανθρώπινη ικανότητα για δράση μέσω της επιμονής στην ενδεχομενικότητα και με τρόπους που δεν λαμβάνουν υπόψη τέτοιες ιδιάζουσες δομές κυριαρχίας αποδυναμώνει –κατά ειρωνικό τρόπο– τον αγώνα.

ΙΙΙ.

Τι είναι το κεφάλαιο σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ; Στον πυρήνα της κατηγορίας του κεφαλαίου βρίσκεται η υπεραξία. Αυτή η κατηγορία, σε γενικές γραμμές, έχει γίνει κατανοητή σε συνάρτηση με την εκμετάλλευση, αφού καταδεικνύει ότι, παρά τα φαινόμενα, το υπερπροϊόν στον καπιταλισμό δεν συνιστά αποτέλεσμα διαφόρων παραγωγικών συντελεστών, όπως η εργασία, η γη και ο μηχανικός εξοπλισμός, αλλά αποκλειστικά της εργασίας. Η υπεραξία, σε αυτό το παραδοσιακό πλαίσιο, αποτελεί κατηγορία που άπτεται της ταξικής εκμετάλλευσης. Χωρίς να διαφωνώ με αυτή την ανάλυση, τη θεωρώ μερική. Η συμβατική κατανόηση της υπεραξίας εστιάζεται αποκλειστικά στη δημιουργία ενός πλεονάσματος, αλλά δεν αναγνωρίζει επαρκώς τη σημασία της ανάλυσης του Μαρξ για τη μορφή του πλούτου, δηλαδή της αξίας. Επομένως, για να επεξεργαστούμε την αντίληψη του Μαρξ για το κεφάλαιο θα χρειαστεί να εξετάσουμε εν συντομία τις βασικότερες κατηγορίες της ανάλυσής του, δηλαδή το εμπόρευμα και την αξία.

Αυτές οι κατηγορίες δεν πρέπει να θεωρούνται διιστορικές, αλλά ιστορικά προσιδιάζουσες στη νεότερη –ή καπιταλιστική– κοινωνία[ii]. Στα ώριμα έργα του, ο Μαρξ προσπάθησε να εντοπίσει την πιο θεμελιώδη μορφή κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κοινωνία και να αναπτύξει σε αυτή τη βάση μια θεωρία ικανή να συλλάβει το σύνολο των διεργασιών αυτής της κοινωνίας. Η εν λόγω κεντρική μορφή είναι τοεμπόρευμα[iii]. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε τον όρο «εμπόρευμα» για να ονομάσει μια ιστορικά ιδιάζουσα μορφή κοινωνικών σχέσεων, που συγκροτείται ως δομημένη μορφή κοινωνικών πρακτικών και συγχρόνως ως δομούσα αρχή των δράσεων, των κοσμοεικόνων και των διαθέσεων του ανθρώπων. Ως πρακτική κατηγορία που αφορά την πρακτική, αποτελεί μορφή τόσο κοινωνικής υποκειμενικότητας όσο και αντικειμενικότητας. (Μια τέτοια κατανόηση των κατηγοριών, η οποία βασίζεται στον Λούκατς και τον Αντόρνο, συνεπάγεται μια προσέγγιση για τον πολιτισμό και την κοινωνία πολύ διαφορετική από το μοντέλο βάσης – εποικοδόμηματος.)

Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τη μορφή εμπόρευμα των κοινωνικών σχέσεων, κατά την ανάλυση του Μαρξ, είναι ότι συγκροτείται από την εργασία και ότι υπάρχει υπό αντικειμενοποιημένη μορφή[iv]. Αυτή η ανάλυση είναι αλληλένδετη με την αντίληψή του για την ιστορική ιδιοτυπία της εργασίας στον καπιταλισμό. Πράγματι, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η εργασία στον καπιταλισμό έχει «διττό χαρακτήρα»: είναι ταυτοχρόνως «συγκεκριμένη εργασία» και «αφηρημένη εργασία»[v]. Η «συγκεκριμένη εργασία» αναφέρεται στο γεγονός ότι κάποια μορφή εργασιακής δραστηριότητας διαμεσολαβεί τη σχέση ανθρώπων και φύσης σε κάθε μορφή κοινωνίας. Από την άλλη, η «αφηρημένη εργασία» δεν αποτελεί απλώς συγκεκριμένη εργασία εν γένει, αλλά συνιστά μια ιδιάζουσα, ιστορικά προσδιορισμένη κατηγορία. Τούτο σημαίνει ότι η εργασία στον καπιταλισμό διαθέτει μια μοναδική κοινωνική λειτουργία που δεν είναι εγγενής στην εργασιακή δραστηριότητα καθεαυτή. Σε μια κοινωνία που δομείται με κέντρο τη μορφή εμπόρευμα, η εργασία και τα προϊόντα της δεν διανέμονται κοινωνικά με βάση τους παραδοσιακούς κανόνες ή με βάση ανοιχτές σχέσεις δύναμης και κυριαρχίας, όπως σε προηγούμενες μορφές κοινωνιών. Τουναντίον, η εργασία στον καπιταλισμό αποτελεί μια νέα μορφή κοινωνικής αλληλεξάρτησης, όπου οι άνθρωποι δεν καταναλώνουν ό,τι παράγουν, αλλά όπου η εργασία τους ή τα προϊόντα της λειτουργούν ως οιονεί αντικειμενικά μέσα για την απόκτηση προϊόντων που παράγουν άλλοι. Έχοντας τον ρόλο ενός τέτοιου μέσου, η εργασία και τα προϊόντα της προκαταλαμβάνουν στην πραγματικότητα τη λειτουργία των έκδηλων κοινωνικών σχέσεων.

Στα έργα του ώριμου Μαρξ, η κεντρικότητα της εργασίας στην κοινωνική ζωή δεν αποτελεί διιστορική πρόταση. Δεν υποδηλώνει ότι η υλική παραγωγή αποτελεί την πλέον ουσιώδη διάσταση της κοινωνικής ζωής εν γένει ή του καπιταλισμού πιο συγκεκριμένα. Τουναντίον, αναφέρεται στην ιστορικά ιδιάζουσα συγκρότηση μιας μορφής κοινωνικής διαμεσολάβησης από την εργασία στον καπιταλισμό, η οποία χαρακτηρίζει ουσιωδώς την καπιταλιστική κοινωνία. Επειδή η εργασία στον καπιταλισμό δεν είναι απλώς η εργασία όπως την εννοούμε διιστορικά και με τους όρους του κοινού νου, αλλά και μια ιστορικά ιδιάζουσα δραστηριότητα κοινωνικής διαμεσολάβησης, οι αντικειμενοποιήσεις της (εμπόρευμα, κεφάλαιο) συνιστούν, κατά τον Μαρξ, προϊόντα της συγκεκριμένης εργασίας και συγχρόνως αντικειμενοποιημένες μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, οι θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν ουσιωδώς την καπιταλιστική κοινωνία είναι πολύ διαφορετικές από τις έκδηλες, ποιοτικά εξειδικευμένες, σχέσεις που χαρακτηρίζουν τις μη καπιταλιστικές κοινωνίες (όπως οι σχέσεις συγγένειας ή οι σχέσεις άμεσης προσωπικής κυριαρχίας).  Μολονότι το τελευταίο είδος κοινωνικών σχέσεων εξακολουθεί να υφίσταται στον καπιταλισμό, εκείνο που τελικώς δομεί αυτή την κοινωνία είναι ένα νέο επίπεδο κοινωνικών σχέσεων οι οποίες συγκροτούνται από την εργασία. Αυτές οι σχέσεις έχουν έναν ιδιόμορφο, οιονεί αντικειμενικό μορφικό χαρακτήρα και είναι διττές: χαρακτηρίζονται από την αντίθεση ανάμεσα σε μια αφηρημένη, γενική και ομοιογενή διάσταση και σε μια συγκεκριμένη, ιδιαίτερη, υλική διάσταση, αμφότερες οι οποίες εμφανίζονται ως φυσικές παρά ως κοινωνικές, ενόσω καθορίζουν τις κοινωνικές προσλήψεις της φυσικής πραγματικότητας.

Η αφηρημένη διάσταση της κοινωνικής διαμεσολάβησης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό εκφράζεται μέσω της αξίας, δηλαδή της μορφής του πλούτου που κυριαρχεί σε αυτή την κοινωνία. Η «εργασιακή θεωρία της αξίας» του Μαρξ έχει συχνά εκληφθεί εσφαλμένα ως μια εργασιακή θεωρία του πλούτου, σαν να υποστήριζε ότι η εργασία αποτελεί, ανεξαρτήτως χρόνου και τόπου, την αποκλειστική κοινωνική πηγή του πλούτου. Ωστόσο, η ανάλυση του Μαρξ δεν αποτελεί ανάλυση του πλούτου εν γένει, όπως δεν αποτελεί και ανάλυση της εργασίας εν γένει. Ο Μαρξ αναλύει την αξία ως ιστορικά ιδιάζουσα μορφή πλούτου η οποία είναι συνυφασμένη με τον ιστορικά μοναδικό ρόλο της εργασίας στον καπιταλισμό. Επιπλέον, διακρίνει ρητά την αξία από αυτό που ονομάζει «υλικό πλούτο» και συνδέει αυτές τις δύο διακριτές μορφές πλούτου με τον διττό χαρακτήρα που έχει η εργασία στον καπιταλισμό[vi]. Έτσι, ο υλικός πλούτος υπολογίζεται με βάση την παραγόμενη ποσότητα των προϊόντων και σε συνάρτηση με ορισμένους παράγοντες που προστίθενται στην εργασία,  όπως η γνώση, η κοινωνική οργάνωση και οι φυσικές συνθήκες[vii]. Η αξία, από την άλλη, συγκροτείται αποκλειστικά από τη δαπάνη του ανθρώπινου εργάσιμου χρόνου και είναι η κυρίαρχη μορφή πλούτου στον καπιταλισμό[viii]. Ενώ ο υλικός πλούτος, όταν αποτελεί την κυρίαρχη μορφή πλούτου, διαμεσολαβείται από φανερές κοινωνικές σχέσεις που είναι εξωτερικές προς αυτόν, η αξία συνιστά αυτοδιαμεσολαβούμενη μορφή πλούτου.

Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από μια ιστορικά ιδιάζουσα και οιονεί αντικειμενική μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης η οποία συγκροτείται από την εργασία και αντικειμενοποιείται ως μορφή εμπόρευμα. Μολονότι αυτή η ιστορικά ιδιάζουσα μορφή διαμεσολάβησης συγκροτείται από καθορισμένες μορφές πρακτικών, γίνεται οιονεί ανεξάρτητη από τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτές τις πρακτικές. Προκύπτει έτσι μια ιστορικά νέα μορφή κοινωνικής κυριαρχίας, η οποία υποβάλλει τους ανθρώπους σε ολοένα και πιο απρόσωπες εξορθολογισμένες υποχρεώσεις και περιορισμούς, που δεν μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς με όρους ταξικής κυριαρχίας – ή γενικότερα με όρους συγκεκριμένης κυριαρχίας κοινωνικών ομαδοποιήσεων ή θεσμικών βαθμίδων του κράτους και / ή της οικονομίας. Αυτή η μορφή κυριαρχίας, όπως και η έννοια της εξουσίας στον Φουκώ (ακόμη κι αν είναι ακριβέστερα θεμελιωμένη), δεν βρίσκεται σε καθορισμένους τόπους και, παρότι συγκροτείται από καθορισμένες μορφές κοινωνικών πρακτικών, εμφανίζεται εντελώς απαλλαγμένη από κάθε κοινωνικό χαρακτήρα.

Ως προς αυτό, έχει κομβική σημασία ο προσδιορισμός, από τον Μαρξ[ix], του μεγέθους της αξίας με όρους κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Αυτός ο χρονικός προσδιορισμός της αξίας ως μορφής του κοινωνικού πλούτου δεν είναι απλώς περιγραφικός, αλλά σκιαγραφεί έναν επιτακτικό κανόνα, γενικού κοινωνικού χαρακτήρα. Η παραγωγή οφείλει να συμμορφώνεται με αυτόν τον κυρίαρχο, αφηρημένο και γενικό κανόνα προκειμένου να δημιουργήσει  ολόκληρη την αξία των προϊόντων της. Η ιστορικά ιδιάζουσα αφηρημένη μορφή κοινωνικής κυριαρχίας που είναι εγγενής στις θεμελιώδεις μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης του καπιταλισμού είναι η κυριαρχία του χρόνου επί του λαού. Αυτή η μορφή κυριαρχίας είναι αλληλένδετη με μια ιστορικά ιδιάζουσα μορφή χρονικότητας –τον αφηρημένο νευτώνειο χρόνο–, η οποία συγκροτείται ιστορικά μαζί με τη μορφή εμπόρευμα.

Ωστόσο, η χρονικότητα αυτής της μορφής κοινωνικής διαμεσολάβησης δεν είναι μόνο αφηρημένη. Μια ιδιαιτερότητα της αξίας ως χρονικής μορφής του πλούτου είναι ότι αν και η άνοδος της παραγωγικότητας αυξάνει την ποσότητα της αξίας χρήσης που παράγεται ανά μονάδα χρόνου, δεν προκύπτουν παρά μόνο βραχυπρόθεσμες αυξήσεις στο μέγεθος της αξίας που δημιουργείται ανά μονάδα χρόνου. Όταν γενικεύεται η παραγωγική αύξηση, το μέγεθος της αξίας ανά μονάδα χρόνου επιστρέφει στο αρχικό επίπεδο[x], με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα είδος κυκλικότητας. Τα υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας επιφέρουν ανάλογη αύξηση στην παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά δεν επιφέρουν ανάλογη μακροχρόνια αύξηση στην αξία. (Πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η ιδιότυπη κυκλική δυναμική ριζώνει στη χρονική διάσταση της αξίας. Δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τον τρόπο με τον οποίο γενικεύεται αυτό το μοντέλο, λόγου χάρη μέσω του ανταγωνισμού της αγοράς.) Ωστόσο, αν και οι αλλαγές στην παραγωγικότητα, ως προς τη διάσταση της αξίας χρήσης, δεν μεταβάλλουν την ποσότητα της αξίας που παράγεται ανά μονάδα χρόνου, καθορίζουν αυτό που λογίζεται ως δεδομένη μονάδα χρόνου. Οι συνεχείς αυξήσεις της παραγωγικότητας σπρώχνουν, τρόπον τινά, τη μονάδα του (αφηρημένου) χρόνου στον ιστορικό χρόνο. Πρόκειται για κίνηση χρόνου. Τόσο ο αφηρημένος όσο και ο ιστορικός χρόνος συγκροτούνται ιστορικά ως δομές κυριαρχίας.

Η διαλεκτική αυτών των χρονικοτήτων συλλαμβάνεται από την κατηγορία του κεφαλαίου, που αναλύεται από τον Μαρξ ως αυτοαξιοποιούμενη αξία. Πρόκειται για μια κατηγορία κίνησης που συνεπάγεται μια ακατάπαυστη διαδικασία αυτοεπέκτασης της αξίας, μια κατευθυντήρια κίνηση χωρίς εξωτερικό σκοπό, η οποία γεννά κύκλους παραγωγής και κατανάλωσης, δημιουργίας και καταστροφής σε ευρεία κλίμακα. Όταν ο Μαρξ την εισάγει στο Κεφάλαιο, επισημαίνει ότι αυτή η κατηγορία διαπερνά την ιστορική δυναμική της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας και την περιγράφει με την ίδια γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Χέγκελ στηΦαινομενολογία για το Geist (την αυτοκινούμενη υπόσταση που συνιστά υποκείμενο της δικής της διαδικασίας[xi]). Με αυτό τον τρόπο, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι στον καπιταλισμό υπάρχει όντως ένα ιστορικό Υποκείμενο με την εγελιανή έννοια. Όμως –και αυτό έχει κομβική σημασία– δεν ταυτίζει αυτό το υποκείμενο με το προλεταριάτο (όπως ο Λούκατς) ή και με την ανθρωπότητα. Τουναντίον, το ταυτίζει με το κεφάλαιο, ως δυναμική δομή μιας αφηρημένης κυριαρχίας η οποία, μολονότι συγκροτείται από ανθρώπους, αυτονομείται από τη βούλησή τους. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ιδεαλιστικός χαρακτήρας της διαλεκτικής του Χέγκελ εξέφραζε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορικής δυναμικής του καπιταλισμού.

Συνεπώς, ο Μαρξ δεν παρουσιάζει στα ώριμα έργα του ένα ιστορικό μετα-υποκείμενο, όπως το προλεταριάτο, το οποίο θα αυτοπραγματωνόταν σε μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά παρέχει τις βάσεις για μια κριτική αυτής της ιδέας. Διατυπώνει έτσι μια θέση πολύ διαφορετική από εκείνη ορισμένων θεωρητικών όπως ο Λούκατς, για τον οποίο η κοινωνική ολότητα η οποία συγκροτείται από την εργασία παρέχει την οπτική γωνία για την κριτική του καπιταλισμού και πρόκειται να πραγματωθεί στον σοσιαλισμό. ΣτοΚεφάλαιο, η ολότητα και η εργασία που την συγκροτεί έχουν γίνει αντικείμενα της κριτικής. Το ιστορικό Υποκείμενο είναι η αλλοτριωμένη δομή της κοινωνικής διαμεσολάβησης στην καρδιά της ιστορικής δυναμικής του καπιταλιστικού σχηματισμού. Επομένως, οι αντιφάσεις του κεφαλαίου υποδεικνύουν την κατάργηση και όχι την πραγμάτωση του υποκειμένου. Πράγματι, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο εδραιώνει εντέλει την ιστορική δυναμική του καπιταλισμού στον διττό χαρακτήρα του εμπορεύματος και συνεπώς του κεφαλαίου. Αυτός ο χαρακτήρας δεν μπορεί όμως να γίνει κατανοητός αν η κατηγορία της υπεραξίας νοηθεί αποκλειστικά με όρους εκμετάλλευσης, ως υπερ-αξία και όχι επίσης ως υπερ-αξία, δηλαδή ως πλεόνασμα μιας χρονικής μορφής πλούτου.

Η κυκλική δυναμική του κεφαλαίου που περιέγραψα, η οποία διέπεται από τη διαλεκτική αξίας και αξίας χρήσης, βρίσκεται στην καρδιά της πολυσύνθετης και μη γραμμικής ιστορικής δυναμικής της σύγχρονης κοινωνίας. Αφενός, αυτή η δυναμική χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετασχηματισμούς της παραγωγής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής και, αφετέρου, συνεπάγεται τη συνεχή ανασυγκρότηση της θεμελιώδους προϋπόθεσής της ως ένα αμετάβλητο στοιχείο της κοινωνικής ζωής – ότι δηλαδή η κοινωνική διαμεσολάβηση επιτελείται από την εργασία και ότι επομένως η ζωντανή εργασία παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας (θεωρούμενης με όρους κοινωνίας ως όλου) ανεξαρτήτως του επιπέδου παραγωγικότητας. Η ιστορική δυναμική του καπιταλισμού δημιουργεί συνεχώς το νέο, την ίδια στιγμή που επαναδημιουργεί το ίδιο. Η εν λόγω δυναμική δημιουργεί τη δυνατότητα για μια άλλη οργάνωση της κοινωνικής ζωής και την ίδια στιγμή δεν επιτρέπει σε αυτή τη δυνατότητα να πραγματωθεί.

Με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας, σύμφωνα με τον Μαρξ, το κεφάλαιο γίνεται ολοένα και λιγότερο η φενακισμένη μορφή των ικανοτήτων που, «στην πραγματικότητα», ανήκουν στους εργάτες. Τουναντίον, η παραγωγική ικανότητα του κεφαλαίου γίνεται ολοένα και περισσότερο μια γενική κοινωνική παραγωγική δύναμη που δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι ανήκει αποκλειστικά στους άμεσους παραγωγούς. Η συγκρότηση και συσσώρευση μιας κοινωνικά γενικής γνώσης καθιστούν την προλεταριακή εργασία ολοένα και περισσότερο αναχρονιστική. Ταυτόχρονα, όμως, η διαλεκτική αξίας και αξίας χρήσης ανασυγκροτεί την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εργασίας[xii].

Μια από τις συνέπειες που προκύπτουν απ’ αυτήν την ανάλυση είναι ότι το κεφάλαιο δεν συνιστά ενιαία ολότητα και ότι η μαρξική έννοια της διαλεκτικής αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων δεν αναφέρεται σε μια αντίφαση μεταξύ σχέσεων που είναι υποτίθεται εξωγενείς προς την παραγωγή (λόγου χάρη, η αγορά και η ιδιωτική ιδιοκτησία) και παραγωγικών δυνάμεων που είναι δήθεν εξωγενείς προς το κεφάλαιο (λόγου χάρη, η εργασία). Αντιθέτως, η διαλεκτική αντίφαση αφορά τις δύο διαστάσεις του ίδιου του κεφαλαίου. Ως αντιφατική ολότητα, το κεφάλαιο γεννά μια σύνθετη ιστορική δυναμική που υποδεικνύει τη δυνατότητα της ίδιας του της υπέρβασης από μια κοινωνική δομή βασισμένη στον υλικό πλούτο.

Να επισημάνουμε εν παρόδω ότι καθώς ο Μαρξ θεμελίωνε τον αντιφατικό χαρακτήρα του κοινωνικού σχηματισμού σε ιστορικά ιδιάζουσες δυαδικές μορφές (εμπόρευμα και κεφάλαιο), υποδείκνυε ότι η δομικά θεμελιωμένη κοινωνική αντίφαση προσιδιάζει στον καπιταλισμό. Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η θέση ότι η πραγματικότητα ή οι κοινωνικές σχέσεις γενικώς είναι ουσιωδώς αντιφατικές και διαλεκτικές συνιστά απλώς μεταφυσική υπόθεση και δεν μπορεί να εξηγηθεί. Αυτό σημαίνει επίσης ότι κάθε θεωρία που προϋποθέτει μια λογική ανάπτυξης που θα ήταν εγγενής στην ιστορία ως τέτοια –είτε διαλεκτική είτε εξελικτική λογική– προβάλλει αυτό που ισχύει για τον καπιταλισμό στην ανθρώπινη ιστορία εν γένει.

Η κατανόηση της σύνθετης δυναμικής του καπιταλισμού, την οποία περιέγραψα, επιτρέπει μια κριτική κοινωνική (παρά τεχνολογική) ανάλυση με αντικείμενο τη διαδικασία της ανάπτυξης και τη δομή της παραγωγής στη σύγχρονη κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια καθορισμένη ραγδαία μορφή ανάπτυξης. Ωστόσο το πρόβλημα με την οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν είναι απλώς ότι σφραγίζεται από κρίσεις, όπως συχνά και ορθά έχει επισημανθεί από παραδοσιακές μαρξιστικές προσεγγίσεις, αλλά ότι ημορφή αυτής της ανάπτυξης, η οποία επιφέρει την προϊούσα καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, είναι καθεαυτή προβληματική. Η πορεία της ανάπτυξης θα ήταν εντελώς διαφορετική, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, εάν τελικός σκοπός της παραγωγής ήταν η αύξηση της ποσότητας των αγαθών και όχι της υπεραξίας.

Αυτή η προσέγγιση παρέχει επίσης τη βάση για μια κριτική ανάλυση της δομής της κοινωνικής εργασίας και της φύσης της παραγωγής στον καπιταλισμό. Δείχνει ότι η βιομηχανική διαδικασία παραγωγής είναι εγγενώς καπιταλιστική και δεν μπορεί να κατανοείται ως μια τεχνική διαδικασία η οποία, αν και κοινωνικοποιείται ολοένα και περισσότερο, αξιοποιείται από τους ατομικούς καπιταλιστές για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπών. Η τάση του κεφαλαίου για διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας δημιουργεί έναν τεχνολογικά περίπλοκο παραγωγικό μηχανισμό ο οποίος καθιστά την παραγωγή υλικού πλούτου ουσιωδώς ανεξάρτητη από την άμεση δαπάνη του χρόνου της ανθρώπινης εργασίας. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, διαμορφώνει δυνατότητες για μια γενική κοινωνική μείωση ευρείας κλίμακας του χρόνου εργασίας και για θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση και την κοινωνική οργάνωση της εργασίας. Ωστόσο, αυτές οι δυνατότητες δεν πραγματώνονται στον καπιταλισμό. Η ανάπτυξη της τεχνολογικά περίπλοκης παραγωγής δεν απελευθερώνει τους ανθρώπους από την τμηματική και επαναληπτική εργασία. Ομοίως, ο χρόνος εργασίας δεν μειώνεται σε γενικό κοινωνικό επίπεδο, αλλά κατανέμεται άνισα, και μάλιστα αυξάνεται υπερβολικά για κάποιους.

Η κατανόηση των δυνατοτήτων και των περιορισμών του καπιταλισμού θέτει με νέους όρους το ζήτημα της ιστορικής του υπέρβασης μέσα από την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και της εργασίας που αυτό εκτελεί, όπως και από την εξάλειψη του δυναμικού συστήματος αφηρημένου καταναγκασμού που συγκροτείται από την εργασία ως διαμεσολαβητική κοινωνική δραστηριότητα. Αναδεικνύει επίσης τη δυνατότητα ενός μετασχηματισμού της γενικής δομής της εργασίας και του χρόνου, παρέχοντας έτσι τη βάση για μια κριτική τόσο της παραδοσιακής μαρξιστικής ιδέας περί «πραγμάτωσης του προλεταριάτου» όσο και του τρόπου με τον οποίο ο καπιταλισμός καταργεί τις εθνικές εργατικές τάξεις, δημιουργώντας μια υπο-τάξη στο πλαίσιο της άνισης κατανομής της εργασίας και του χρόνου σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Αν και το αφηρημένο –με όρους λογικής– επίπεδο ανάλυσης που σκιαγραφούμε εδώ δεν αναφέρεται στους ειδικούς παράγοντες που σχετίζονται με τους δομικούς μετασχηματισμούς της προηγούμενης τριακονταετίας, παρέχει ένα πλαίσιο όπου αυτοί οι μετασχηματισμοί μπορούν να θεμελιωθούν κοινωνικά και να κατανοηθούν ιστορικά. Μας βοηθά να κατανοήσουμε τη μη γραμμική δυναμική ανάπτυξης της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία θα μπορούσε να φωτίσει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην πραγματική οργάνωση της κοινωνικής ζωής και στον τρόπο που θα μπορούσε να οργανωθεί, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί η αυξανόμενη βαρύτητα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό το χάσμα μεγαλώνει εδώ και σαράντα χρόνια, και εκφράζεται κοινωνικά μέσα από τη διαίρεση του πληθυσμού σε ένα μεταβιομηχανικό τομέα και σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από μια διαρκώς εντεινόμενη κοινωνική, οικονομική και πολιτική περιθωριοποίηση.

Επίσης, αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει βάση για μια κριτική ανάλυση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως εναλλακτικών μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης, παρά ως κοινωνικών τρόπων που αντιπροσώπευαν την ιστορική άρνηση του κεφαλαίου, σε ατελή έστω μορφή. Γενικότερα, επιχειρεί να απελευθερώσει την κριτική θεωρία του καπιταλισμού από την επιβεβαίωση κρατικιστικών μορφών ανάπτυξης, με τις οποίες είχε συνδεθεί για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Στον βαθμό που επιχειρεί να θεμελιώσει κοινωνικά, από κριτική σκοπιά, τις οιονεί αντικειμενικές αφηρημένες κοινωνικές σχέσεις, τη φύση της παραγωγής, της εργασίας και των επιταγών της ανάπτυξης στον καπιταλισμό, αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε επίσης να στραφεί σε πολλές σημερινές έγνοιες, δυσαρέσκειες και βλέψεις, που εκφράζονται  ποικιλοτρόπως από μια σειρά κινημάτων, με τρόπο που θα μπορούσε να τις συσχετίσει με την ανάπτυξη του κεφαλαίου – έστω και με μη παραδοσιακούς ταξικούς όρους.

Καθώς αυτή η ερμηνεία επαναστοχάζεται ουσιαστικά τη σημασία της θεωρίας της αξίας και επανεξετάζει τη φύση του καπιταλισμού, αλλάζει τους όρους της συζήτησης μεταξύ των κριτικών θεωριών για τον καπιταλισμό και των υπόλοιπων κοινωνικών θεωριών. Υποστηρίζει εμμέσως ότι μια επαρκής κριτική θεωρία της νεωτερικότητας θα έπρεπε να είναι μια αναστοχαστική θεωρία, ικανή να υπερβαίνει τις θεωρητικές διχοτομίες του πολιτισμού και της υλικής ζωής, της δομής και της δράσης, την ίδια στιγμή που θα θεμελιώνει κοινωνικά τη δεσπόζουσα μη γραμμική κατευθυντήρια δυναμική του σύγχρονου κόσμου, τις μορφές της οικονομικής του ανάπτυξης και τη φύση και την πορεία της παραγωγικής διαδικασίας του. Με άλλα λόγια, μια τέτοια θεωρία πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσει με κοινωνικούς όρους τα παράδοξα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας που αναφέραμε προηγουμένως.

Συγκροτώντας ένα πλαίσιο για την προσέγγιση αυτών των ζητημάτων, η ερμηνεία που προτείνω επιδιώκει να συμβάλει στον λόγο της σύγχρονης κριτικής κοινωνικής θεωρίας και στην κατανόηση των εκτεταμένων μετασχηματισμών του σύγχρονου κόσμου.

 Μετάφραση: Γαβριήλ Σακελλαρίδης

[i] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Mark Loeffler για τις πολύτιμες κριτικές παρατηρήσεις του.

[ii] Karl Marx, Capital, τόμος 1, αγγλική έκδοση (μτφρ. Ben Fowkes), Pelican Books,Λονδίνο, 1976, σ. 166, 169.

[iii] Ό.π., σ. 125.

[iv] Ό.π., σ. 128 κε.

[v] Ό.π., σ. 131-139.

[vi] Ό.π., σ. 134.

[vii] Ό.π., σ.130.

[viii] Ό.π., σ. 129, 130, 136.

[ix] Ό.π., σ. 129.

[x] Στο ίδιο.

[xi] Ό.π., σ. 255-256.

[xii] Τα ζητήματα αυτά αναπτύσσονται εκτενώς στο βιβλίο

Πηγή ΤransformAthemita

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Πατριωτισμός και Αριστερά


του Χρήστου Λάσκου



Να το πω από την αρχή: τα όσα ακολουθούν δεν έχουν τον χαρακτήρα κάποιας βαθιάς ή εμβριθώς αιτιολογημένης τοποθέτησης στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος. Μια επιφυλλίδα αποτελούν, γραμμένη στην ατμόσφαιρα της επετείου του ΟΧΙ. Σκέψεις κοφτές, εκκινήσεις μιας πολύ πιο απαιτητικής ανάπτυξης. Θεώρησα, ωστόσο, πως αξίζει να κατατεθούν για μια σειρά από λόγους. Πρώτος και κυριότερος, το γεγονός πως ένας ορισμένος πατριωτισμός βρίσκει όλο και περισσότερο ευήκοα ώτα στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και αυτό, νομίζω, δεν είναι καλό πράγμα.

Παράξενη απόφανση θα πουν πολλοί. Αφού είναι άλλο πράγμα ο εθνικισμός και άλλο ο πατριωτισμός. Το πρώτο είναι πράγματι κακόν πράγμα. Το δεύτερο, όμως, από πού κι ως πού; Ας το δούμε, λοιπόν.

Θα έπρεπε να είναι γνωστό πως η πρώτη φορά που τα συναφή ζητήματα τέθηκαν με καθοριστικό τρόπο για το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν στην περίοδο του Μεγάλου Πολέμου του 1914-1918. Τότε που η πλειοψηφία των ενιαίων Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», αμυντικού, βεβαίως, ψήφιζε στα κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών σε έναν πόλεμο, που έμελλε να αποδειχτεί το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε. 

Με την εξαιρετικά τιμητική εξαίρεση των σέρβων και ρώσων επαναστατών, οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων αγνοώντας δεκαετίες διεθνιστικής προσήλωσης του κινήματος, αποφάσεις Διεθνών και έναν ολόκληρο αξιακό πολιτισμό, που ήταν η κύρια εγγύηση πως ο σοσιαλισμός ήταν ρεαλιστικό πρόταγμα, αποδείχτηκαν πολύ πατριώτες, δηλαδή καθόλου επαναστάτες. Προσέξτε! Πατριώτες, όχι εθνικιστές. Γι’ αυτό κιόλας η επίθεση που τους γινόταν από τις αριστερές πτέρυγες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τις διασπάσεις, που θα διαμόρφωναν στη συνέχεια την κομμουνιστική παράταξη, τους χαρακτήριζε με σαφήνεια σοσιαλπατριώτες, θεωρώντας τον χαρακτηρισμό αυτό τη μεγαλύτερη προσβολή, που θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Στο μέτρο που έβαζαν τα εθνικά συμφέροντα πάνω από τα ταξικά η κατηφόρα ήταν χωρίς τέλος. Η συνεργασία των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών της πλειοψηφίας με τα προφασιστικά Freikorps  στη δολοφονία του Λήμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ συμβόλισε στο διηνεκές αυτό το γεγονός. Πατριώτες ήταν, λοιπόν, όσοι εργατικοί ηγέτες μπήκαν με παιάνες και εμβατήρια στο σφαγείο του Α΄ Π.Π. Όχι εθνικιστές, προς Θεού! Την άμυνα της πατρίδας φρόντιζαν. Μακριά από αυτούς οι επιθετικές προθέσεις. 

Κι όσοι αντιστάθηκαν σε αυτόν τον εξευτελισμό, απλώς δεν καταλάβαιναν. Ο αριστερισμός τους τύφλωνε. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν θα επιχειρούσαν επαναστατικές προσπάθειες θα έβρισκαν τους πατριώτες πρώην συντρόφους τους πάντοτε στην αντίθετη πλευρά. Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Η ανωριμότητα των μπολσεβίκων, η απίστευτη αντιπατριωτική τους τρέλα, η απλοϊκότητά τους, που τους οδηγούσε να πορεύονται με χονδροειδή «σχήματα» περί του κοινωνικού, διαμόρφωναν  ένα υπόδειγμα, που έπρεπε απαρεγκλίτως να παταχθεί. Και οι σοσιαλπατριώτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για τον σκοπό αυτό.   

Στις ακραία δύσκολες αυτές συνθήκες, η αριστερά του εργατικού κινήματος, με πρώτους τους ρώσους κομμουνιστές, συνέχιζε να ισχυρίζεται πως η καταληκτήρια φράση του Μανιφέστου, περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αποτελούσε τον πυρήνα μιας αξιοπρεπούς και ρεαλιστικής πράξης, στο μέτρο που ο στόχος ήταν πράγματι ο σοσιαλισμός. Πάει να πει, η εθνική ενότητα είναι μια παγίδα, οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα. Προσέξτε και πάλι: πατρίδα λέει το σύνθημα, όχι έθνος. Στους πατριώτες αντιπαρατίθεται και όχι στους εθνικιστές. 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο απόγειο μιας περιόδου ιστορικής απαισιοδοξίας, ο Τέρι Ήγκλετον έγραψε πως «ίσως η οριστική μάχη για τον κομμουνισμό δόθηκε ήδη και χάθηκε για πάντα», δείχνοντας αυτήν την κρίσιμη περίοδο, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Χωρίς να θεωρώ τίποτε οριστικό, όπως θα έκανε και ο Ήγκλετον, άλλωστε, αργότερα, κατανοώ απολύτως τι ήθελε να πει. Η «σοσιαλπατριωτική προδοσία», για να χρησιμοποιήσουμε την τοτινή αργκό, αποδείχτηκε ένα από τα καθοριστικότερα γεγονότα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, άρα και της ιστορίας γενικότερα.

Καλά, θα πει κάποιος, όμως στη συνέχεια ο πατριωτισμός «μετεξελίχθηκε» με τα νάματα του αντιφασιστικού αγώνα. Μεγάλη συζήτηση με πολλά «αυτονόητα» που, προφανώς, δεν μπορεί να γίνει εδώ. Δυό τρεις παρατηρήσεις, ωστόσο, θα ήθελα να κάνω, με αναφορά στη δική μας την ελληνική εμπειρία:

Το πρώτο που επισημαίνω είναι πως η αντιφασιστική πάλη υπήρξε, στη διάρκεια της κατοχής, πολύ περισσότερο κοινωνικά επικαθορισμένη από ό,τι αντιλαμβάνονταν ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της πολλές φορές. Με αυτήν την έννοια, μια πολύ ισχυρή ερμηνεία του γεγονότος πως η «νικηφόρα επανάσταση» χάθηκε με τον τραγικότερο τρόπο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με  την ιδιαίτερη εμμονή και από το ΚΚΕ, για λόγους που μένει να συζητηθούν, στην «εθνική» διάσταση του αγώνα, ακόμη κι όταν ήταν φως φανάρι το ταξικό περιεχόμενο του και, πολύ περισσότερο, η ταξική διάσταση των «πλησιαζόντων γεγονότων». Οι αντίπαλοι το κατάλαβαν πολύ καλύτερα και πορεύτηκαν ορθολογικά με βάση το πραγματικό επίδικο γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, κιόλας, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό, ακόμη και οι αντιφασίστες ανάμεσά τους, να συνεργαστούν αδελφικά με τους δοσίλογους και τους ταγματασφαλίτες.  

Θέλω να πω, με όλο το μεγαλείο, το ΕΑΜ δεν κέρδισε: έχασε. Και η ήττα δεν μπορεί να αφήνεται στο χώρο του ανεξήγητου. Κατά τη γνώμη μου, να το ξαναπώ, η πατριωτική υπερεπένδυση ήταν κύρια αιτία αυτής της τόσο επώδυνης για την ελληνική κοινωνία ήττας. 

Τα προηγούμενα, ωστόσο, δεν σημαίνουν πως μου διαφεύγει ο πολύ υλικός χαρακτήρας της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στη μείζονα φαντασιακή κοινότητα, την οποία συνιστά το έθνος και το έδαφός του.  Ούτε ό,τι θεωρώ ασήμαντα όσα σπουδαία μας έμαθε ο Γκράμσι με τα κείμενά του για το Risorgimento.

Οι ιδέες, οι παραστάσεις, τα αισθήματα τα σχετικά «με το έθνος και την πατρίδα» είναι εξαιρετικά πρακτικά και αποτελεσματικά στοιχεία της ύπαρξης όλων μας. Γι’ αυτό, άλλωστε, αποτελούν και σημαντικό μέρος της διαδικασίας κατασκευής του σύγχρονου υποκειμένου. Ξέρω καλά, επομένως, πως κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση μαζί τους. Δεν πρόκειται για ψευδή συνείδηση, αλλά για απολύτως υλική πραγματικότητα.  Και, ακριβώς γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους πατριωτικά κλίνοντες ανάμεσά μας, θεωρώ πως πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ: η προσβολή του εθνικού αισθήματος των ανθρώπων δεν μπορεί να τίθεται εντός παρενθέσεως. Πολύ περισσότερο, όμως, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πως είναι πολιτικά αξιοποιήσιμη ως τέτοια. Η επιμονή στο διεθνισμό σε αυτήν ακριβώς την περίσταση είναι που γίνεται απολύτως αναγκαία. 

Θα τελειώσω όπως ξεκίνησα, θυμίζοντας δηλαδή πως διαβάζετε μια επιφυλλίδα και όχι κάποιο απαιτητικό πόνημα. Και επιμένοντας πως αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει σοβαρά και σε βάθος, εφόσον η κύρια παράδοση της αριστεράς δεν βοηθάει, νομίζω, στην αντιμετώπιση των μεγάλων αυτών θεμάτων. Τα «αυτονόητα» δηλαδή, και τα πατριωτικά-αντιιμπεριαλιστικά ανάμεσά τους, ελάχιστα αυτονόητα είναι. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι θέλω να πω παραπέμπω στο μέσον (!) τοy θαυμάσιου τόμου Φωνές από τη Βαϊμάρη [1], εκεί όπου «αντικρυστά» είναι τα κείμενα του «Σπάρτακου» και του Γκέμπελς. Όπου ο ναζιστής απευθύνεται στο γερμανό εργάτη και στον «αγαπητό φίλο της Αριστεράς», λέγοντας πως το βασικό ζήτημα, «που μας χωρίζει» είναι «εθνικός ή διεθνικός ο στόχος;» και η κομμουνιστική συλλογικότητα καταλήγει «ω, νάτη μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής».  Έχουν δίκιο και οι δυό. 

___________

[1] Σε μετάφραση και με εισαγωγικό σημείωμα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδόσεις Ύψιλον, 2011. Περιέχει κείμενα των Albert Einstein, Sigmund Freud, Ernst Junger, Hans Ostwald, Ομάδα "Σπάρτακος", Joseph Goebbels, Ludwig Bauer, Alfred Döblin, Heinrich Mann, Stefan Zweig.

Σχόλια

Σχόλιο από: Β.

Γράφεις: Η συνεργασία των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών της πλειοψηφίας με τα προφασιστικά Freikorps στη δολοφονία του Λήμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ συμβόλισε στο διηνεκές αυτό το γεγονός... Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Η ανωριμότητα των μπολσεβίκων, η απίστευτη αντιπατριωτική τους τρέλα, η απλοϊκότητά τους, που τους οδηγούσε να πορεύονται με χονδροειδή «σχήματα» περί του κοινωνικού.. 

Οι μπολσεβίκοι του Λένιν καθόλου δεν ήταν στην άλλη όχθη. Επί της ουσίας ήταν βαθύταταπατριώτες και εθνικιστές, όχι με την παραδοσιακή έννοια, αλλά με την προσπάθεια υπεράσπισης των κεκτημένων και τηνιδεολογικοποίηση αυτής της ηθικής ταπεινής αλλά αντεπανααστικής προσπάθειας. 

Ξεχνάς ότι η Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ υπήρξε το αποκορύφωμα της πατριωτικής λογικής. Στο όνομα της υπεράσπσισης της πατρίδας δηλαδή των ελεγχόμενων εδαφών από το Κόμμα, ο Λένιν ξεπούλησε όλη την Ουκρανία και την Κριμαία, αλλά και τον Καύκασο (Καρς-Αρνταχάν) και Ανατολικό Πόντο στους Γερμανούς και τους Νεότουρκους. Με τη Συνθήκη αυτή η Επανάσταση στη Ρωσία αποχώρησε εθελοντικά από τις ευρωπαίκές εξελίξεις και άφησε τα κινήματα (Σπαρτακιστές κυρίως) να κατακρεουργηθούν από τους αντιπάλους.... 





Σχόλιο από: dmpa12p

Η “ψευδής συνείδηση” (και ακριβώς αυτό είναι το έθνος ως τέταρτη μονοθεϊστική θρησκεία) είναι μια απολύτως υλική πραγματικότητα. Το ότι οι σκέψεις-απόψεις μας καθορίζουν το συναίσθημα και την συμπεριφορά μας είναι βασική παραδοχή της σύγχρονης γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας, σχετίζεται δε με κάτι που είχε παρατηρηθεί από την αρχαιότητα, συγκεκριμένα τους στωϊκούς, ότι δεν είναι τα γεγονότα αυτά καθεαυτά που μας “ταράζουν” αλλά η ερμηνεία που δίνουμε στα γεγονότα. Αυτή η παραδοχή δεν φτάνει στο ακραίο νιτσεϊκό ότι “δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά μόνο ερμηνείες” και νομίζουμε συμβιβάζεται με το μαρξιστικό ότι οι κοινωνικές συνθήκες-σχέσεις καθορίζουν την συνείδηση, η οποία καθορίζει μετά απολύτως υλικά πράγματα όπως η συμπεριφορά. Υπάρχει από παλιά ενδομαρξιστική διαμάχη περί της έννοιας της ψευδούς συνειδήσεως, δυστυχώς (κατά την γνώμη μας) η μαρξιστική πλειοψηφία την θεωρεί ιδεαλιστική παρέκκλιση. Ο Lukacs αποκήρυξε τον εαυτό του και το “Ιστορία και ταξική συνείδηση”, ο I.Meszaros επιπλήττει τον Adorno για την ταύτιση ιδεολογίας και ψευδούς συνειδήσεως, ακόμη και ο Zizek της επιτίθεται κατηγορώντας τον ίδιο τον Marx ενώ άλλοι κατηγορούν τους οπαδούς της έννοιας με το επιχείρημα ότι πουθενά στον Marx δεν υπάρχει ο όρος. Το θέμα είναι πολύ περίπλοκο για ένα σχόλιο. dmpa12p


Σχόλιο από: Μ.Τ.

Λόγια, λόγια, λόγια... Ακούγονται καλά για όσους έχουν ακόμη δουλειά κι ασφάλιση, τσιμπάνε λιγότερο ή συμπαθητικούς μισθούς σε ευρώ, στη χρεοκοπημένη Ελλάδα όπου πολλές χιλάδες άλλων είμαστε άνεργοι, χωρίς ασφάλιση και χρεωμένοι στην εφορία για το σπίτι όπου ζούμε. Οι πρώτοι έχουν άφθονο χρόνο και δυνατότητες να παλεύουν για το σοσιαλισμό με τους άλλους ευρωπαίους εργαζόμενους, και 100 χρόνια να κάνει να έρθει, και ποτέ να μην έρθει. Οι δεύτεροι απλά θα ψοφήσουμε όπου νάναι. 

Για να έχουν οποιοδήποτε νόημα όλα αυτά τα αντιδιασταλτικά περί πατριωτισμού-εθνικισμού και ταξικότητας (που προφανώς δεν ενδιαφέρουν ούτε εσάς ούτε εμάς πρωτίστως στο όνομα της 28ης Οκτωβρίου αλλά στο όνομα της πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα και η αριστερά), πρέπει να ξεκινήσετε από μια σοβαρή μελέτη-αναγνώριση των βασικών στοιχείων του πλαισίου και των όρων της κρίσης αφενός του Μεσοπολέμου και αφετέρου της παρούσας. Όταν το δούμε αυτό από το ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, ξανασυζητάμε.


Σχόλιο από: red reader

ο σ.Λάσκος κάνει ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση και επιτέλους ακόμα ένας μαρξιστής αξιοποιεί και τον Μπ.Αντερσον. Δυστυχώς, στο δια ταύτα μας προτείνει να κάνουμε γαργάρα τον επιθετικό αντιεθνικιστικό αγώνα γιατί θα χασουμε.. 
Είναι σαν να κατανοείς επιστημονικά και πολιτικά ένα φαινόμενο αλλά να αρνείσαι τη μαρξιστική μέθοδο στη ρίζα της Πατριαρχίας του Μπόρνεμαν. Ή σαν αναλογία, το να βάζεις μπροστά από τα επαναστατικά σου ιδεώδη τον άμεσο πολιτικό αγώνα ταξικής συνεργασίας και ιδεολογικού αναχωρητισμού..


Σχόλιο από: aftercrisis

Διακρίνονταν όντως οι Ρώσοι (και Ουκρανοί και άλλοι) μπολσεβίκοι κυβερνώντες της πρώτης φάσης (1917 - 1921) από κάποιου είδους αντιπατριωτική τρέλα; 
Πολλά στοιχεία συνηγορούν, π.χ. η συνθήκη του Μπρέστ Λιτόφσκ. Ωστόσο, οι στρατιωτικές και πολιτικές καταστάσεις ήταν τέτοιες που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη πολλούς παράγοντες, πριν βγάλει συμπέρασμα. 
Άλλα γεγονότα και κυρίως ο Πολωνο-Σοβιετικός πόλεμος (1919–21), που έληξε με την συμφωνία της Ρίγας, δίνει άλλη διάσταση και παρακινεί σε άλλες πιθανές αξιολογήσεις. Το ίδιο και ο διμέτωπος πόλεμος της Εσθονίας κατά Γερμανών και Σοβιετικών. Οι χώρες αυτές ήταν ανέκαθεν τυπικό πεδίο άσκησης της ιμπεριαλιστικής πολιτικής τως Τσαρικής Ρωσίας. Πόσο ακραία είναι η υπόθεση, ότι αυτή η ιστορία που συνεχίσθηκε, ακόμη και στη φάση εκείνη, ήταν ένα είδος γέφυρας που συνεχίσθηκε μετά, με τον Μολότωφ και τον Ribbentropp και με τον τρίτο στην ιστορία απο κοινού διαμελισμό της Πολωνίας (1939);


Σχόλιο από: aftercrisis

Για τη συνολική εικόνα, θα προσθέσω και κάτι άλλο: 
Εκτός από την στάση της πλειοψηφίας των (ενιαίων) Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπέρ της εμπλοκής στον Μεγάλο Πόλεμο, και την στάση της (μετέπειτα ανεξάρτητης) αριστερής μειοψηφίας - μπολσρβίκοι κτλ, υπήρξε και η επίσης αντιπολεμική τρίτη τάση, που όμως παρέμεινε στην Β Διεθνή. Με κύριους εκπροσώπους τον λεγόμενο «Αυστρομαρξισμό» των Μπάουερ, Ρέννερ κτλ. 
Έχει σημασία να την αναφέρουμε, δεδομένου ότι «ερχόταν από μακριά»: Είχε προυπάρξει η οξεία διαφωνια και σύγκρουση του Οττο Μπάουερ και της Λούξεμπουργκ αφενός με τον Κάουτσκυ και τον Λένιν αφετέρου, για το εθνικό κράτος και την πολυεθνική συνύπαρξη μέσα σε Ομοσπονδιακά κράτη. Ως προς το λεγόμενο «εθνικό θέμα», τα μέτωπα των αντιθέσεων μάλλον διέσχιζαν τις δύο βασικές πτέρυγες του εργατικού κινήματος, την μεταρρυθμιστική και την επαναστατική, «μενσεβίκους» και «μπολσεβίκους». 
Μια τέτοια οπτική εξηγεί καλύτερα νομίζω όσα επακολούθησαν μετά το 1925. Η εκδοχή ότι οι μεταρρυθμιστές υπήρξαν γενικά «πατριώτες», ενώ οι επαναστάτες «απάτριδες», πέρα από θεωρητικές ασάφειες, έχει εναντίον της πολλά πραγματολογικά στοιχεία.


Σχόλιο από: Left G700

—Δεν θα απαντήσει ο Λάσκος στον/στην Β που του υπενθυμίζει αυτό που ‘‘ξέχασε’’; 

—Θα απαντούσε, αλλά… 

—Αλλά φρόντισε να λείπει σε ταξίδι για δουλειές; ;-) 

—Είναι κι αυτό. Αλλά δεν είναι το κύριο. 

—Και ποιο είναι το κύριο; 

—Το κύριο είναι ότι αυτοί οι ‘‘αντισταλινικοί’’ πουλάνε τσαμπουκά μόνο στον Ιωσήφ. Μπροστά στον Λένιν είναι κότες! Δεν μπορούν να τα βάλουν με τον Λένιν, δεν τους παίρνει, πώς το λένε; 

—Και γιατί δεν τους παίρνει δηλαδή; Πεθαμένος άνθρωπος είναι, τι έχουν να φοβηθούν; 

—Ρε μπουμπούνα! Δεν τα βάζουν με τον Λένιν για να μη χαλάσει το (νεο)κομμουνιστικό προφίλ τους! 


Σχόλιο από: aftercrisis

Μια χαρά τα λέει ο Λάσκος, μόνον που απολυτοποιεί τον διαχωρισμό μεταρρυθμιστών και επαναστατών στο ζήτημα πατριωτισμός / διεθνισμός. Στον Πρώτο Πόλεμο (και γενικά στον 20ό αιώνα), υπήρξε και μεταρρυθμιστικός διεθνισμός, όπως και επαναστατικός πατριωτισμός. Αλίμονο, υπήρξε όμως (και υπάρχει!) και επαναστατικός εθνικισμός. Με ή χωρίς εισαγωγικά.
Γνώμη μου είναι ότι στο συγκεκριμένο, σωστοί ήταν ο Όττο Μπάουερ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο Κάουτσκυ και ο Λένιν έκαναν λάθος - που δεν ήταν μόνο θεωρητικό. Γι αυτό άλλωστε αναφέρω τον Ρωσο-Πολωνικό πόλεμο και την εισβολή στην Εσθονία. 
Ο Μεσοπόλεμος, με τη διάλυση των μεγάλων πολυεθνικών κρατών στην Ευρώπη και την κυραρχία των μονοεθνικών κρατών (το επέβαλε ο Γούντροου Ουίλσον) ήταν εποχή ιστορικής οπισθοδρόμησης και βαρβαρότητας. Η ιστορία έβγαλε ετυμηγορία. 
Δεν βλέπω κανένα λόγο να μη τα βάλει ο Λάσκος (ή οποιοσδήποτε άλλος) με τον Β. Ουλιάνωφ, για όσα θέματα εκείνος είχε σφάλμα. Πάπας δεν ήταν.


Σχόλιο από: κάποιος σύντροφος

Τεράστια ζητήματα , απαντημένα με τσιτάτα μέσα σε εισαγωγικά ? 

Πρωτοετής κνίτης έγινε ο σύντροφος Λάσκος ? 

Κάποιος θα έλεγε για την σχέση υπεράσπισης της πατρίδας και Κομμούνας πχ . 

Κάποιος άλλος για την ανεξαρτησία των σοσιαλιστικών κρατών απέναντι στην ΣΕ , και την Άνοιξη της Πράγας . 

Άλλος θα έλεγε για τον Τρότσκι που τράβαγε τα μαλλιά του με τους τροτσκιστές . 

Άλλως θα αποτιμούσε την στάση των 2 τροτσκιστικών φραξιών στην Κατοχή , η μια ήταν σωστή . 

Άλλως θα μίλαγε για το ποια κόμματα δικαιώθηκαν μετά το Ρίμπεντροπ - Μολότοφ . Αυτά που κατάλαβαν το διακύβευμα και επέμειναν ή όσα είπαν δεν μας αφορά ο πόλεμος ? 

άλλος δεν θα έκανε μια απλή αναφορά στον Γκράμσι , που ,πάλι καλά , δεν είναι για πέταμα . 

επίσης , συνήθως , ένα κείμενο που λέει σε όλη την έκταση ότι δεν μας χρειάζεται αναφορά στο έθνος , μετά δεν πετάει ότι χρειάζεται αναμέτρηση μαζί του . Με ποιον τρόπο προτείνει να γίνει αυτό ο σ ? Απλά προσπαθεί να κρατήσει μια επαφή με τον Γκράμσι και το ρεύμα του πρόσφατου δυτικού μαρξισμού , που δεν αφορίζει την πατρίδα σε καμία περίπτωση . 

μπορούμε να διαβάσουμε και τις αναφορές του Λούτσιο Μάγκριhttp://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1179&Itemid=29 στην παρακμή - καθόλου διεθνιστική - των εθνών κρατών στον σημερινό καπιταλισμό , και να μην ψάχνουμε δικαίωση στο πως διάβασε τις αντιθέσεις ο Λένιν στην Ρωσία της κυριαρχίας των καπιταλιστικων σχέσεων χωρίς όμως να έχουν σταθεροποιηθεί , και χωρίς να υπάρχει καν αυτό που λέμε στον καπιταλισμό εθνική συνείδηση , στην Ρωσία του τότε . 

σίγουρα δεν μπορεί να κλείνουμε με μια προβοκάτσια του Γκέμπελς και να νομίζουμε ότι είπαμε κάτι .Σιγά την απόδειξη ! 

κάποιος σύντροφος


Σχόλιο από: κάποιος σύντροφος

και επειδή το θέμα είναι πάντα η πολιτική γραμμή , πάντα τι λες για σήμερα , να δούμε τι θα ακούσουμε και διαβάσουμε από αύριο , για την Ελλάδα , την ΟΝΕ και την παγκόσμια κρίση . 

γιατί αυτό που καίει εν προκειμένω είναι να αποδείξουμε με προλεταριακή φλυαρία , πως οι κοιτίδες αντίστασης χρειάζονται χαλινάρι , φρένο , ευρωπαϊκή ( προς θεού όχι εθνική ) συνέναιση . 

εκτός και αν οι , πραγματικά αξιόλογοι , σύντροφοι συγγραφείς κάνουν την έκπληξη . 

αλλά αυτά είναι μια άλλη κουβέντα , βασικά η ίδια , τυπικά άλλη όμως . 

μπορούμε επίσης , να πάμε στον Μάρτιο , να συζητήσουμε για την μπολιβιριανή επανάσταση . 

αλλάζουμε την NAFTA , ή φτιάχνουμε την ALBA ? το τσαβιστικό υπόδειγμα ( ότι πιο σύγχρονο , ότι πιο μαζικό και ότι πιο αριστερό έχουμε ) απάντησε με έναν ορισμένο τρόπο . 

εδώ όμως υπάρχει έτοιμο επιχείρημα . 

ααααλλο η Βενεζουέλα . 

ενώ η Ρωσία του 17 είναι ξεκάθαρα το ίδιο .... 

κάποιος σύντροφος

Πηγή Red NoteBook