Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί: Μια απόπειρα αποκαθήλωσης των ειδώλων της Αριστεράς


του Keunermann


Το Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί: Διανοούμενοι της νέας αριστεράς αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή της παλαιότερης πολεμικής του Roger Scruton σε μια σειρά από θεωρητικούς, στο έργο των οποίων αναφέρονται, εμπνεόμενοι απ’ αυτό, πλείστοι αριστεροί ακτιβιστές, φοιτητές και διανοούμενοι ως τις μέρες μας.

Ο Roger Scruton [1944- ] είναι ίσως ο επιφανέστερος Εγγλέζος συντηρητικός διανοούμενος των τελευταίων δεκαετιών (πολύ πρόσφατα μάλιστα βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα λόγω αμφιλεγόμενων δηλώσεών του). Στα ελληνικά κυκλοφορούν μεταξύ άλλων η συνοπτική εισαγωγή του στη σκέψη του Spinoza και το συλλογικό έργο Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο οποίο είχε συγγράψει το κεφάλαιο που καλύπτει την «ηπειρωτική» φιλοσοφία από τον Fichte ως τον Sartre. Ήδη σε εκείνο το έργο διακρίνονταν το πνευματώδες ύφος γραφής και η τάση προς τη σκιαγράφηση του γενικού περιγράμματος εις βάρος της ανάδειξης των διαφορών και της εστίασης στις λεπτομέρειες και την προσίδια φυσιογνωμία του κάθε έργου.

Η βασική θέση του ανά χείρας πονήματος –το οποίο αποτελεί επανεπεξεργασμένη και ενημερωμένη εκδοχή παλαιότερης μελέτης του συγγραφέα–, είναι ότι η άνευ όρων, παθιασμένη στράτευση των υποστηρικτών της αριστεράς στο ιδεώδες της ισότητας (ή της δικαιοσύνης, της χειραφέτησης, της επανάστασης, κτλ.) ευθύνεται για πολλά απ’ τα προβλήματα, τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, όλοι οι εδώ εξεταζόμενοι διανοούμενοι, όπως εν γένει οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ιδεών της «Αριστεράς» και όσοι διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στις απόψεις της, ενστερνίζονται άμεσα ή έμμεσα τούτο το αντικαπιταλιστικό μένος, την αρνητικότητα, την τάση προς ολοποιούσες γενικεύσεις, την αποδόμηση όλων των εκφάνσεων του υπάρχοντος, την καχυποψία –εάν όχι τη φανερή εχθρότητα ή περιφρόνηση– προς τους θεσμούς του κράτους δικαίου, κτλ. Οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς είναι, άμεσα ή έμμεσα, υποστηρικτές της παλαιάς ατζέντας του επαναστατικού μετασχηματισμού των αστικών κοινωνιών, η οποία έμοιαζε να έχει βγει εκτός της ημερήσιας διάταξης την επαύριον του 1989. Το βιβλίο διαπνέεται λοιπόν από πολεμικό τόνο, καθώς επιδίδεται στην προσπάθεια αποκαθήλωσης των ινδαλμάτων της κομμουνιστογενούς διανόησης. Αυτό συντελεί ενίοτε στον απολαυστικό χαρακτήρα του ως αναγνώσματος, πλην όμως μαρτυρά τη συνήθη αστοχία του ως προς τα περιεχόμενα. Πέραν της ρητής ή λανθάνουσας ανατρεπτικής απόβλεψης, το χαρακτηριστικό που μοιράζονται οι περισσότεροι από τους κρινόμενους είναι η έφεσή τους προς τη συσκότιση, τη σύγχυση, τον δυσνόητο τρόπο γραφής και την παραγωγή κρυπτικών θεωριών στα όρια της ακαταληψίας και της ανοησίας, προκειμένου να προωθήσουν ακριβώς την ευόδωση του ιδεολογικο-πολιτικού τους σχεδίου. Ο Scruton θεωρεί πως έχουμε ως επί το πλείστον να κάνουμε με αγύρτες, οι οποίοι μασκαρεύουν με σύνθετες θεωρητικές αποφάσεις και εικοτολογίες τις κόκκινες ιερεμιάδες τους.

Οι διανοούμενοι που εξετάζονται καλύπτουν ένα ευρύ γεωγραφικό, φιλοσοφικό και θεωρητικοπολιτικό φάσμα, από τον μαρξισμό ίσαμε το εκλαμβανόμενο ως «μεταμοντέρνο», από την παριζιάνικη διανόηση ίσαμε την αμερικανική φιλελεύθερη αριστερά, με αρκετές διαβαθμίσεις και παρακάμψεις στη διαδρομή. Από τις σελίδες του βιβλίου προελαύνουν οι θεωρητικές επεξεργασίες των Antonio Gramsci [1891-1937], György Lukács [1885-1971], Eric Hobsbawm [1917-2012], Jacques Lacan [1901-1981], Perry Anderson [1938- ], E. P. Thompson [1924-1993], John Kenneth Galbraith [1908-2006], Theodor Adorno [1903-1969], Jürgen Habermas [1929- ], Jean-Paul Sartre [1905-1980], Michel Foucault [1926-1984], Louis Althusser [1918-1990], Gilles Deleuze [1925-1995], Alain Badiou [1937- ], Richard Rorty [1931-2007], Ronald Dworkin [1931-2013], Edward Said [1935-2003], Slavoj Zizek [1949- ].

Ο συγγραφέας δηλώνει/διακηρύσσει την πρόθεσή του να παρουσιάσει έντιμα τις απόψεις των κρινόμενων, ευελπιστώντας ότι η διαφωνία του με αυτές δε θα επηρεάσει την ευστοχία της κριτικής ματιάς του (εντούτοις, διαβάζοντας το βιβλίο, ο δύσπιστος αναγνώστης ίσως εισέλθει στον πειρασμό να αναρωτηθεί σχετικά με το πόσο διαφορετικά θα ήταν όντως τα πράγματα, εάν η προαναφερθείσα πρόθεση απουσίαζε). Η δυσχέρεια του εγχειρήματος οφείλεται στον εγγενώς δύσκολα προσπελάσιμο χαρακτήρα των κειμένων, καθώς και στη μεγάλη απόσταση του κριτή από τα περιεχόμενα που κρίνει. Ενώ μια ορισμένη απόσταση είναι απαραίτητη προκειμένου να προσεγγιστεί, όπου είναι δυνατό, ένα ιδεώδες αμεροληψίας, η υπερβολικά μεγάλη απόσταση ενδέχεται να υποσκάπτει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ορθοκρισίας, μετατρεπόμενη ούτως σε επιστημολογικό εμπόδιο. Πράγματι, ο Scruton τείνει ορισμένες φορές να ομογενοποιεί τις εκφάνσεις του αριστερού θεωρητικού λόγου, ως εάν επρόκειτο απλά για πράκτορες στην υπηρεσία της ίδιας δύναμης ή για παραλλαγές του ίδιου θέματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους μη-αγγλόφωνους στοχαστές και δη στους Γάλλους, όπου βιάζεται να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να προβεί σε αφοριστικές επικρίσεις. Ενδέχεται πράγματι ένα δυσνόητο ή απαιτητικό κείμενο να μη δικαιολογεί τον χρόνο, τον μόχθο και την υπομονή που του αφιερώνει ο αναγνώστης προκειμένου να το κατανοήσει επαρκώς ή σε βάθος. Όμως ο Scruton δίνει την εντύπωση ότι δεν επιδόθηκε σε τούτο τον μόχθο, παρά προσπαθεί να υπαγάγει το εκάστοτε ανοίκειο στις προδιαγραφές του ήδη οικείου, το άγνωστο σε αυτό που έχει χωνευθεί ή φαντάζει ως ήδη γνωστό. Χοντρικά, ως έναν βαθμό έχει κατανοήσει κάποια πράγματα με επάρκεια· αυτά τα προσπερνά ως κοινοτοπίες –εφόσον συμφωνεί μαζί τους– ή τα καταγγέλλει στην αντίθετη περίπτωση ως εξωφρενικούς ή αναπόδεικτους ισχυρισμούς. Έπειτα, είναι όσα έχει παρερμηνεύσει ή προσλάβει με τρόπο συγκεχυμένο, τα οποία επικρίνει δίχως να αναρωτηθεί για την ευστοχία των παρατηρήσεών του. Τέλος, υπάρχουν εκείνα τα οποία δεν κατανοεί καθόλου, τα οποία σαρκάζει ως στερούμενους νοήματος γρίφους ή ως τελετουργικά μάντρα, η επανάληψη των οποίων θα οδηγήσει σταδιακά τους πρόθυμους αναγνώστες στη μέθεξη μιας αποκάλυψης ή φανέρωσης. Ανεξαρτήτως της βασιμότητας των μομφών αυτών, ο Scruton δεν ασχολείται με το ζήτημα της δυνατής ανασυγκρότησης των παρατιθέμενων χωρίων, το οποίο βέβαια θα προϋπέθετε την καταβολή ακόμη μεγαλύτερης ερμηνευτικής προσπάθειας εκ μέρους του.

Ενδεικτικά του συνολικού ύφους του βιβλίου είναι αποσπάσματα όπως το ακόλουθο, ένα από τα λίγα που έχουν κολακευτικό χαρακτήρα: «Όπως ο Χομπσμπάουμ, ο Τόμσον διέθετε έξοχο ερευνητικό πνεύμα, προσηλωμένο στα εμπειρικά στοιχεία, και μια εξαιρετική ικανότητα να τα συνθέτει. Με γλαφυρότητα και δύναμη έδειξε πως οι ιστορικοί έχουν την υποχρέωση να εγκαταλείπουν τις όμορφες θεωρίες όταν δεν επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες. Και καταδίκασε αυστηρά τον τσαρλατανισμό της Νέας Αριστεράς που οργίαζε, με κορυφαίο εκπρόσωπό της τον Αλτουσέρ. […] Κάθε αναγνώστης του The Poverty of Theory πρέπει να νιώθει ευγνώμων για αυτόν τον αριστερό διανοητή που σεβόταν την κοινή λογική και τον χαρακτήριζε διανοητική εντιμότητα» (53).

Ορισμένες από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που αφιερώνονται στη σκέψη του Sartre, της οποίας τις υπερβολές και τη ροπή προς το μελόδραμα επικρίνει ο Scruton, δίνοντας ωστόσο την αίσθηση μιας υποβόσκουσας τραγικής συμπάθειας, σαν να συμμερίζεται ή να κατανοεί το υπόβαθρο του εγχειρήματός της. Αλλού βέβαια δεν ισχύει το ίδιο, αφού «[τ]ο να βγάλεις νόημα από τον Χάμπερμας είναι ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας της δομής των βιβλίων του, που αποτελούνται από χαλαρά ενωμένα κεφάλαια χωρίς επιχείρημα, που να υποστηρίζεται σε πάνω από μια-δυο σελίδες. Κάθε κεφάλαιο διαβάζεται σαν “έκθεση” γραμμένη από επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε για να μελετήσει διάφορα ζητήματα, για τα οποία τα μέλη της είναι παγερά αδιάφορα» (172).

Ορισμένες φορές δε η απόπειρα του Scruton να κατανοήσει παράγει ενδιαφέρουσες διαδρομές, οι οποίες βεβιασμένα εγκαταλείπονται: «Σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι είχαν πρόβλημα με τον χρόνο. Τα πράγματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, έρχονται και παρέρχονται, αλλά καμιά ανθρώπινη κοινότητα δεν αποδέχθηκε ποτέ αυτό το γεγονός. Παντού και πάντα οι άνθρωποι πίστευαν ότι υπάρχει δρόμος για την αιωνιότητα, μια πόρτα που οδηγούσε έξω από τον χρόνο, εκεί όπου δεν αλλάζει τίποτα και όλα είναι ακίνητα στο είναι τους. Και πως το κλειδί σε αυτή την πόρτα είναι η επανάληψη. Αυτό επιτυγχάνουν οι ιερές τελετουργίες, οι ιερές λέξεις και οι ιεροί τόποι: οι προσευχές, [οι] ύμνοι, [οι] στολές, [τα] βήματα και [οι] χειρονομίες που πρέπει να επαναλαμβάνονται με ακρίβεια και για τα οποία δεν υπάρχει άλλη εξήγηση πέρα[ν] του ότι έτσι γίνονται τα πράγματα. Κάπου κάπου, διαβάζοντας τον Ντελέζ, νομίζω πως κάτι τέτοιο έχει στο μυαλό του – την πρωταρχική θρησκευτική εμπειρία που χρησιμοποιεί την επανάληψη σαν εικόνισμα της αιωνιότητας» (211-212).

Αν κατακαθίσει η σκόνη των ανατρεπτικών βερμπαλισμών, φαίνεται πως η ατζέντα της αριστερής ιντελιγκέντσιας αποσκοπεί στη νομιμοποίηση και διεύρυνση των προνομίων της, απεχθανόμενη την ιστορική αλήθεια και την κοινωνική πραγματικότητα, περιλαμβανομένης της κατάστασης των λαϊκών τάξεων, τις οποίες αρέσκεται να «λιβανίζει». Διαμέσου της αποδομητικής τους στρατηγικής, οι φορείς του εν λόγω προγράμματος αναγορεύουν σε απόλυτο ή αυταξία την ίδια την αποδόμηση, δίχως να ενδιαφέρονται να παράσχουν θετικά επιχειρήματα για το περιεχόμενο της προτιμούμενης εναλλακτικής. Με την εξασφάλιση της ακαδημαϊκής τους θέσης, της αναγνώρισης και του κύρους που συνεπιφέρουν η δημοτικότητα και η άκριτη αποδοχή των θεωριών τους, οι διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς είναι στην πραγματικότητα σκυλιά που γαβγίζουν προς το χέρι που τα ταΐζει. Σημαντικότερο αποτέλεσμα της δράσης τους υπήρξε κατά τον συγγραφέα η εν πολλοίς τελεσφόρα αναδιαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στα πανεπιστημιακά τμήματα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Μάλλον αναμενόμενα, ωστόσο, τούτη η ιδιότυπη πολιτιστική επανάσταση «δεν επέφερε τίποτα στη θέση των πραγμάτων που κατέστρεψε εκτός από ζοφερό σχετικισμό. Το τελικό αποτέλεσμα των πολιτιστικών πολέμων ήταν ότι η παλιά κουλτούρα δεν σημαίνει τίποτα, αλλά μόνο επειδή δεν υπάρχει τίποτα που να σημαίνει» (268).

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μία σκιαγράφηση της θετικής πρότασης του συγγραφέα, η οποία συναρμόζει τις ελεύθερες συνομαδώσεις προσώπων, τον γόνιμο και κοινωνικοποιητικό ρόλο της παράδοσης ως δυναμικού αποθέματος αξιών, τελετουργιών, προοπτικών υπαρξιακού προσανατολισμού και πλήρωσης, και τη λειτουργία της κουλτούρας (ειδικότερα της ένθεης), σε μια συνεκτική προοπτική, η οποία δεν έχει στενά πολιτικό χαρακτήρα.

Ας επισημανθεί ακόμη ότι την έκδοση προλογίζει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, καθηγητής πολιτικής επιστήμης που έχει μελετήσει επισταμένα το φαινόμενο του εθνικολαϊκισμού και τον ρόλο του στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Πέραν αυτού, ωστόσο, η κατάσταση του αναγνώστη δυσχεραίνεται από την ύπαρξη χορείας αβλεψιών και παροραμάτων στην έκδοση, όπως και ορισμένων «αγγλισμών» κατά την απόδοση του κειμένου, οι οποίες αποτελούν ένδειξη προχειρότητας και υπονομεύουν την αξιόλογη πρωτοβουλία έκδοσης του συγκεκριμένου βιβλίου. Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, το οποίο μπορεί να ικανοποιήσει ένα κοινό ετερογενούς σύνθεσης, διαφοροποιημένης εξοικείωσης με τη φιλοσοφία και την τρέχουσα ιδεοκίνηση, όπως και πολιτικών πεποιθήσεων, όσο και αν η γνώμη που θα αποκτήσει ο αναγνώστης δύσκολα θα ξεπεράσει εκείνη μιας γενικής εισαγωγικής έκθεσης, στην καλύτερη περίπτωση, ή μιας διασκεδαστικής καρικατούρας, στη χειρότερη (τα πρόσημα των αξιολογήσεων ενδέχεται βέβαια να αντιστρέφονται ανάλογα με τον τύπο αναγνωστών).


Roger Scruton, Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί: Διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς, μετάφραση: Άννα Δαμιανίδη, πρόλογος: Ανδρέας Πανταζόπουλος (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο, 2018), σελ. 344.