Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Το πνεύμα του μηδενισμού, ή ένας νέος Γάλλος φιλόσοφος III


Το κεντρικό ερώτημα του Κασέμ στο Πνεύμα του μηδενισμού είναι, «Γιατί είναι η συμβαντική περιοχή τόσο συχνά μια κατάσταση εξαίρεσης, και γιατί πολιτικά το συμβάν τόσο συχνά σπαίρνει τους σπόρους της κατάστασης εξαίρεσης, οδηγώντας στη σύγχυση που συχνά εγείρεται μεταξύ του “θετικού” συμβάντος (ας το αποκαλέσουμε επαναστατικό) και του αρνητικού συμβάντος (γενοκτονία, κρατικά εγκλήματα);» Με άλλα λόγια, γιατί είναι τα συμβάντα σήμερα συχνότερα ταραχές παρά επαναστάσεις; Ή όπως το έθεσε ο Ρομπέρτο Εσποζίτο στο θαυμάσιο βιβλίο του Βίος. Βιοπολιτική και φιλοσοφία (2004), «Γιατί μια πολιτική της ζωής διακινδυνεύει πάντα να αντιστραφεί σε μια εργασία θανάτου;» Ίσως αυτό που ο Κασέμ κάνει στον Μπαντιού να είναι η αφύπνιση μιας θεωρίας του “σκοτεινού συμβάντος”, του συμβάντος που δεν απαιτεί την πιστότητα του υποκειμένου, αλλά δείχνει αντ' αυτού ένα θεμελιώδες κακό, μια εναρκτήρια τραγωδία. Γι' αυτό το κενό του Μπαντιού είναι τόσο ελκυστικό στον Κασέμ, ο οποίος υποστηρίζει ότι «εκείνο που διακυβεύεται στο εγχείρημα μας είναι το να σημάνουμε τη “φύση” αυτής της παρουσίας [του κενού]».

Συγχωνεύοντας τον Μπαντιού με τον Αγκάμπεν, ο Κασέμ προσθέτει την έννοια του άθλιου στη συμβαντική περιοχή. Ο Χάιντεγγερ εισάγεται σαν αντιπαραθετικός χαρακτήρας στην πορεία. «Το είναι δεν είναι “ψευδαίσθηση”», γράφει ο Κασέμ, εννοώντας ότι το ίδιο το είναι γίνεται σαφές και ανοικτό μόνον όταν επανεγγράφεται (από τον Μπαντιού) στη σαφή και ανοικτή γλώσσα των μαθηματικών. Να είμαστε σίγουροι, ο Μπαντιού δεν είναι ο πρώτος που το κάνει αυτό, απλώς ο πλέον σύγχρονος. Αυτό βάζει τον Μπαντιού σε αιχμηρή αντίθεση με τη χαϊντεγγεριανή φαινομενολογία, η οποία τείνει να θεωρεί το είναι ως κάτι καλυμμένο, σκοτεινό, ή αποσυρμένο. «Το νεοπλατωνικό παράδειγμα είναι έτσι το καλύτερο», συμπεραίνει ο Κασέμ, συμφωνώντας πάλι με τον Μπαντιού. Ακόμα, αφιερώνει μακρά τμήματα του Πνεύματος του μηδενισμού στον Χάιντεγγερ, απαντώντας συγκεκριμένα στο λιγότερο γνωστό βιβλίο του Χάιντεγγερ, Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis), το οποίο είχε γραφτεί στη δεκαετία του 1930 [1936-1938] αλλά όχι δημοσιευτεί στα αγγλικά μέχρι το 1989. Ο όρος Ereignis [στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως “Ιδιοσυμβάν”] είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον Κασέμ έναντι του Μπαντιού. Ενώ στην αγγλική έκδοση των Πέρβις Ήμαντ και Κέννεθ Μάλυ μεταβράζεται αδέξια ως “enowning” [αμετάφραστος όρος], ο όρος επίσης σημαίνει απλώς “συμβάν”, όπως το “Συμβάν της Οικειοποίησης” [ο συγγραφέας του άρθρου παραπέμπει σε συλλογή μεταφρασμένων στα αγγλικά κειμένων του Χάιντεγγερ για περισσότερες διευκρινίσεις]. Ο Κασέμ κάνει ένα σαφή διαχωρισμό μεταξύ των Χάιντεγγερ και Μπαντιού:

«Οι δυο σημαντικότεροι μεταφυσικοί του εικοστού αιώνα, ο Χάιντεγγερ και ο Μπαντιού, εφαρμόζουν τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες, πρωτοφανείς στην ιστορία της φιλοσοφίας: Είναι, συμβάν, ενικότητα, περιοχή, απόφαση του αναποφάνσιμου (undecidable), κλπ. Εκείνο που πρέπει να εξεταστεί στενότερα, τότε, είναι η διαφορά μεταξύ των δύο θέσεων: η πρώτη, η ερμηνευτική, υπολογίζει ότι είναι δυνατό να θεμελιώσουμε [εγκαθιδρύσουμε] την περιοχή, την περιοχή όπου θα εγερθεί το συμβάν. Θα αποκαλέσουμε αυτήν τη μεταφυσική τάση την οντολογική ακροδεξιά. Η δεύτερη τάση υποστηρίζει ότι είναι απολύτως αδύνατον να θεμελιώσουμε την περιοχή. Μάλλον, είναι η περιοχή που “θεμελιώνει”, εννοώντας ότι αναδύεται απ' αυτήν, χωρίς καμιά προετοιμασία, καμιά βούληση, ή καμιάν απόφαση, το συμβάν. Θα αποκαλέσουμε αυτήν τη μεταφυσική τάση την οντολογική ακροαριστερά».

Μολονότι αποκαλεί το βιβλίο του Χάιντεγγερ μιαν “εσωτερική κριτική του εθνικοσοσιαλισμού”, οι αναφορές του Κασέμ στην “οντολογική ακροδεξιά” λειτουργούν ως πρελούδιο στην τελική καταγγελία του ναζισμού του Χάιντεγγερ. Ο Κασέμ ισχυρίζεται ότι είναι μόνο στο φασισμό που οι συνθήκες για το συμβάν αναγκάζονται να έρθουν στην ύπαρξη μέσω της ορθολογικής βούλησης. Αντιθέτως, για τον Μπαντιού η συνθήκη του συμβάντος οντολογικά προϋπάρχει οιασδήποτε έννοιας “θεμελίωσης”, διότι η συνθήκη είναι το ίδιο το Είναι, χωριστά από το οποίο ίσταται το συμβάν. Όπως έκαναν άλλοι πριν απ' αυτόν, ο Κασέμ κατηγορεί τον Χάιντεγγερ, προτείνοντας ότι η επιθυμία να οικοδομηθούν συμβάντα θα οδηγήσει εντέλει στην κατασκευή θαλάμων αερίων: «Είναι στον εθνικοσοσιαλισμό, στην ικανότητα του κτίζειν, στο να θέλει να εκμηδενιστεί η “αθλιότητα”... που καταλήγει κανείς να διαπράττει τις χείριστες αθλιότητες». Ενώ το επιχείρημα του Κασέμ μπορεί να κερδίσει επιδοκιμασία πολιτικά, φιλοσοφικά αφήνει έναν αριθμό από ζητήματα ημιτελή. Για παράδειγμα, είναι ασαφές πόσο μακριά θα πάει ο Κασέμ για να υπερασπιστεί την έννοια ενός ριζικού αντι-κονστρουκτιβισμού, και επιπροσθέτως, [είναι ασαφές] εάν η τοποθέτηση αυτή θα τον έκανε ευάλωτο στο είδος των αντι-ουσιοκρατικών κριτικών που ήταν δημοφιλείς κατά τη διάρκεια των πολιτιστικών πολέμων των δεκαετιών του 1980 και 1990. Ή μήπως απλώς αναδιατυπώνει ο Κασέμ την έννοια της “αρνητικής ελευθερίας” του Αζάια Μπέρλιν κάτω από ένα νέο όνομα; Με άλλα λόγια, προβαίνει στον παλαιό φιλελεύθερο ισχυρισμό ότι κάθε προσπάθεια να μετασχηματιστεί η κοινωνία είναι πάντοτε πρωτοφασιστική; Θα έπρεπε να καθήσουμε πίσω και να αφήσουμε τους απόλυτους νόμους να αναλάβουν – αν όχι τις αγορές τότε τα μαθηματικά ή την οντολογία; Οι εύρωστες ιδεαλιστικές έννοιες του απολύτου, του απείρου, ή του πνεύματος απετέλεσαν σίγουρα κάποιες από τις μεγάλες κοινοτοπίες του εικοστού αιώνα. Από τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία είχε γίνει εξαιρετικά εκτός μόδας σε ορισμένους κύκλους το να διαβάζουν Χέγκελ ή Πλάτωνα. Αλλά σήμερα, με την άνοδο μορφών όπως οι Μπαντιού, Σλαβόι Ζίζεκ, και Μεγιασσού, αυτό έχει αλλάξει πλήρως. Όπως το βλέπω, το φλέγον ερώτημα είναι, “θα επιστρέψει ποτέ το απόλυτο στην πρότερη θέση του ως ο πολιτικός εχθρός της αριστεράς, και, αν ναι, πόσο έντονη και γρήγορη θα είναι η αντίδραση;”

Ο Αγκάμπεν είναι η σανίδα σωτηρίας του Κασέμ από αυτήν τη ζόρικη κατάσταση. Πέρα από το ενδιαφέρον του στην ανάλυση του Αγκάμπεν της κατάστασης [κράτους] εξαίρεσης και της γυμνής ζωής, ο Κασέμ υπήρξε ένας από τους πρώτους θεωρητικούς που αγκάλιασε την έννοια της βεβήλωσης του Αγκάμπεν. Στο κεφάλαιο δέκα του Πνεύματος του μηδενισμού, “Μηδενισμός, παρωδία και βεβήλωση”, ο Κασέμ παρέχει ένα φιλοσοφικό προνόμιο στην έννοια της βεβήλωσης, παρουσιάζοντας τη σαν το αγκαμπενιανό αντίστοιχο της έννοιας του συμβάντος του Μπαντιού. Όπως ακριβώς το συμβάν είναι μια οικειοποίηση, η βεβήλωση είναι μια επανοικειοποίηση· όπως ακριβώς το συμβάν σηματοδοτεί μιαν υπέρβαση (excess), η βεβήλωση δείχνει μιαν επιστροφή (εκείνου που μετακινήθηκε). Όπως ισχυρίζεται ο Κασέμ, «το συμβάν είναι η καθαρή οικειοποίηση του ανοικείωτου· η βεβήλωση είναι η επανοικειοποίηση εκείνου που ήταν απαλλοτριωμένο εντός της “ιερής” σφαίρας». Η ιδέα της βεβήλωσης είναι κεντρική επειδή επιτρέπει στον Κασέμ να θεωρητικοποιήσει τη σημερινή κατάσταση των παγκόσμιων υποθέσεων, εκείνη που αποκαλεί κατάσταση του “δημοκρατικού μηδενισμού” (όρος χοντρικά συνώνυμος με τον “δημοκρατικό υλισμό” του Μπαντιού). Είμαστε η πρώτη βέβηλη γενιά, γράφει, «έτσι η βεβήλωση δεν είναι τίποτε λιγότερο από την απόλυτη ενικότητα της εποχής στην οποία έχουμε μεγαλώσει... εικονοκλασία και εικονολατρεία εμφανίζονται πολύ αυστηρά ως το ίδιο πράγμα». Η σύγχρονη λατρεία του βέβηλου, την οποία χρεώνει σε αμφότερους τους “βιταλιστές αριστεριστές” του Μάη του 1968 και τις ανάγκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού (διότι εν τέλει [αυτά τα δύο] είναι τώρα πλήρως ενοποιημένα), είναι αυτή στην οποία ένας αριθμός παλιών αρετών εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως αληθείς, αλλά παραταύτα εμφανίζονται απαίσιες και άψυχες. Για παράδειγμα, έχουμε ισότητα, αλλά είναι μια καθολική ισότητα που παράγει έναν επίπεδο κόσμο επίπεδων ατόμων. Και έχουμε διαφάνεια, αλλά πρόκειται για μια διαφάνεια τόσο αυστηρά επιβεβλημένη που την αισθάνεται κανείς πιο πορνογραφική (δείξτε τα όλα!) παρά ανώτερη (transcendent). «Κάθε αλήθεια πρέπει να φαίνεται», γράφει, απηχώντας τις κριτικές των πραγμοποιήσεων και του θεάματος της δεκαετίας του 1960, «κάθε φαινόμενο, και μόνο κάθε φαινόμενο, είναι αλήθεια».