Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Για την επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ: το καταστατικό


της Ελένης Πορτάλιου

Τα αριστερά κόμματα δεν είναι εργαλειακά μορφώματα, μέσα για την επίτευξη σκοπών. Η υλικότητά τους συμπυκνώνει ιδέες, σύμβολα, βιωμένη και παραδιδόμενη ιστορία. Ενσαρκώνουν την έννοια του συνανήκειν και του συμμερίζεσθαι, νοηματοδοτούν, αν και όχι μοναδικά, την ένταξη στην πολιτική για την αλλαγή του κόσμου. Τα αριστερά κόμματα πρέπει να αποτελούν, με τη μορφή και τις διαδικασίες τους, υποδείγματα της κοινωνίας που οραματίζονται και των νέων θεσμών που θα οικοδομήσουν.

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πολλοί και πολλές από εμάς, θέλοντας να ενταχθούμε αδιαμεσολάβητα στο κόμμα που αισθανόμασταν δικό μας, διεκδικούσαμε την ταυτότητα του μέλους ως τη μόνη καθαρή συνθήκη για να οικειοποιηθούμε ότι μέχρι τότε αποτελούσε τον ΣΥΡΙΖΑ και ότι επιθυμούσαμε να γίνει στο μέλλον, με τη δική μας συμβολή στη δημιουργία του. Γι' αυτό και δεν θα θέλαμε να δούμε τις διαδικασίες επανίδρυσης του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή του μαζικού, δημοκρατικού κόμματος της Αριστεράς, που αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη της κυβερνητικής ανατροπής και της κοινωνικής απελευθέρωσης, ως ένα άψυχο επεισόδιο για να τακτοποιηθούν εκκρεμότητες από το παρελθόν και να ρυθμιστούν ισορροπίες στη νέα εποχή. Χρειαζόμαστε πίστη και ελπίδα για να βαδίσουμε στην εποχή των τεράτων και να επινοήσουμε το νέο καθώς πεθαίνει το παλιό. Χρειαζόμαστε εσωτερική δύναμη και αλληλεγγύη για να συνομιλήσουμε με την κοινωνία, για να πείσουμε και να πειστούμε ότι η δυναστεία του χρήματος δεν είναι ανίκητη και ότι ο λαός μας μπορεί να ζήσει ελεύθερος από την ανάγκη, με δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.


Περί του καταστατικού, λοιπόν.

Το καταστατικό του κόμματος είναι το συμβόλαιο των μελών του και ταυτόχρονα το διαβατήριο για την κοινωνία. Έχοντας καταθέσει από την επόμενη των εκλογών, όταν ξεκινήσαμε τις διαδικασίες αναβάθμισης του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ σε μαζικό αριστερό κόμμα, τρία εκτενή σχετικά κείμενα, θα περιοριστώ στα βασικά θέματα που κρίνονται στο σχέδιο καταστατικού, με το οποίο διεξάγεται ο προσυνεδριακός διάλογος.


Το κράτος

Αν και, όπως γνωρίζουμε, η ταξική πάλη διαπερνά το κράτος και απ' αυτή την άποψη το αριστερό κόμμα δεν αποτελεί ένα συμπαγές σώμα που στρατοπεδεύει «εκτός των τειχών», το κόμμα πρέπει να διαφοροποιείται ριζικά από τη συγκεκριμένη υλικότητα και τη μορφή των μηχανισμών του κράτους.

Τα αστικά κόμματα συγκροτούνται σήμερα κατ' εικόνα και ομοίωση του συνόλου των αντιδημοκρατικών αυταρχικών θεσμών έκτακτης ανάγκης, για να εξυπηρετήσουν την αστική κυριαρχία. Καθώς δεν διαμεσολαβούν ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα πέραν των ισχυρών και ηγεμονικών κεφαλαίων, αφού η όποια συναίνεση υπήρχε στην αυταρχική δημοκρατία έχει προ πολλού διαρραγεί, χάνουν την ελάχιστη αυτονομία που διέθεταν απέναντι στους κυβερνητικούς και συναφείς κρατικούς θεσμούς, μέσα στους οποίους συγκροτούν την πολιτική τους ύπαρξη. Αυτό αποτυπώνεται στη μορφή τους, που αποδίδει με ακρίβεια την τυπολογία του κράτους. Οι οργανώσεις βάσης καταργούνται πολιτικά, λειτουργεί μόνο η κορυφή : η κοινοβουλευτική ομάδα ως χώρος ελέγχου και απορρόφησης τριβών και ο αρχηγός / πρόεδρος της Κ.Ο., ο οποίος συγκεντρώνει - με προσωπικά γραφεία, επιτελεία και αδιαφανή κέντρα - όλη την πολιτική εξουσία. Όταν ο πρόεδρος του κόμματος είναι και πρωθυπουργός, τότε επέρχεται η απόλυτη ταύτιση κόμματος / κράτους.

Το μαζικό αριστερό κόμμα έχει δύο βασικές αρχές για ν' ανατρέψει το αστικό θεσμικό πρότυπο : την ισότητα και τη δημοκρατία, στη βάση των οποίων θ' ανασυγκροτήσει με κοινωνική εντολή τους δημόσιους θεσμούς και θα αποδώσει ουσιαστικά πολιτικά δικαιώματα σε κάθε πολίτη και συνολικά στην κοινωνία.


Η δημοκρατία

Σε μια δημοκρατία, ο λαός μπορεί να κάνει οτιδήποτε και ξέρει ότι δεν πρέπει να κάνει οτιδήποτε. Η δημοκρατία είναι το καθεστώς του αυτοπεριορισμού, είναι συνεπώς επίσης το καθεστώς του ιστορικού ρίσκου - άλλος τρόπος να πούμε ότι είναι το καθεστώς της ελευθερίας - και ένα καθεστώς τραγικό.

Κορνήλιος Καστοριάδης


Δεν έχω συναντήσει πυκνότερη διατύπωση για τη δημοκρατία απ' αυτή τη φράση του Καστοριάδη, στο κείμενό του «Η Ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», το οποίο αναφέρεται στη δημοκρατική συγκρότηση της Αθηναϊκής πόλεως.

Η επινόηση της δημοκρατίας συγκρούεται με την παράδοση των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων που, ενώ από μέσα τους ξεπήδησαν σε ιστορικές στιγμές υποδειγματικά εγχειρήματα δημοκρατίας και ελευθερίας, τα ίδια αυτά τα κόμματα δεν στοχάστηκαν πάνω στη δημοκρατία ως ιστορική δυνατότητα μετασχηματισμού του κόμματος της πρωτοπορίας, το οποίο δομήθηκε σε επικίνδυνους καιρούς στη βάση της σιδηράς πειθαρχίας και συνακόλουθα της ιεραρχίας και της μυστικής αντιμετώπισης των διαφορών και των αντιφάσεων. Το ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο από ό,τι επιτρέπει ένα άρθρο, γι' αυτό και θα περάσω αμέσως στο επίδικο της συζήτησης.

Ο δημοκρατικός δρόμος για τον σοσιαλισμό αναδιατάσσει τις σχέσεις κόμματος/κοινωνίας και μεταμορφώνει τα ίδια τα αριστερά κόμματα ως μορφές οργάνωσης. Δεν χρειάζεται να προβλέψουμε κανένα μέτρο αναστολής της δημοκρατίας, αντίθετα πρέπει να διδάξουμε τη δημοκρατία ως διαρκή άσκηση στην ελευθερία και ταυτόχρονα στον αυτοπεριορισμό και την αμεροληψία.

Τα ρεύματα ιδεών είναι αυτονόητα ελεύθερα όπως και οι τάσεις, που δεν πρέπει να περιοριστούν θεσμικά - εδώ αναφέρομαι και στο θέμα της χωριστής λίστας - αν το επιλέξουν. Βεβαίως γνωρίζουμε ότι, αν ένα κόμμα συντίθεται από παγιωμένες τάσεις που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πλειοψηφία, τότε η αμεροληψία, η δημοκρατία των μελών, η συνομιλία και η ελευθερία της σκέψης και της απόφασης τελούν υπό αίρεση. Αλλά, όπως είπαμε, τόσο η δημοκρατία ως πολίτευμα όσο και η δημοκρατία ως εσωκομματική συνθήκη είναι ταυτόχρονα το καθεστώς του αυτοπεριορισμού. Το συλλογικό, δηλαδή το κοινό μας κόμμα, είναι το σημαντικό και στο όνομά του ασκούνται η ελευθερία και τα δημοκρατικά δικαιώματα των μελών, των ρευμάτων και των τάσεων. Όπως αναφέρει ο Καστοριάδης η δημοκρατία ως καθεστώς ελευθερίας είναι τραγικό, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να αυτοαναιρεθεί και να εκπέσει χωρίς την αυτοδέσμευση και τον αυτοπεριορισμό.


Η ισότητα

Η ιδέα μιας ουσιαστικής πολιτικής και κοινωνικής ισότητας είναι μια κοινωνική φαντασιακή σημασία και ακριβέστερα μια ιδέα που αφορά στους θεσμούς της κοινωνίας ως πολιτικής κοινότητας. Είναι μια ιστορική δημιουργία και μια δημιουργία, αν μπορούμε να το πούμε, άκρως απίθανη.

Κορνήλιος Καστοριάδης, από το προηγούμενο κείμενο


Ο Ρανσιέρ αναφέρεται στην ισότητα ως «μια προϋπόθεση προς επαλήθευση. Αυτή η επαλήθευση είναι η δυναμική της ισότητας. Όσοι ξεκινούν από την ανισότητα επαληθεύουν την ανισότητα».

Η ισότητα δεν είναι επί της ουσίας δεδομένη. Είναι μια διαδικασία που οφείλει να ασκείται στο πλαίσιο της δημοκρατίας, την οποία περιγράψαμε. Γι' αυτό και ό,τι εμποδίζει τα μέλη του κόμματος ν' αναπτύξουν δράση και πρωτοβουλίες, ό,τι τα καθηλώνει στο όνομα εξωτερικών προς τη συμβολή τους σκοπιμοτήτων, αναπαράγει και πολλαπλασιάζει την ανισότητα, η οποία μεταφέρεται, ούτως ή άλλως, από την υπαρκτή κοινωνία στο κόμμα. Από την άλλη, η ισότητα προϋποθέτει ένα κόμμα αντι-ιεραρχικό. Εννοώ ένα κόμμα που δομείται σε δημοκρατικά επίπεδα αλλά δεν μετατρέπει τα επίπεδα αυτά σε ιεραρχίες, οι οποίες καταλύουν την ισότητα των μελών. Οι διακρίσεις, βεβαίως, υπάρχουν, αλλά είναι απόρροια αναγνώρισης, στο πλαίσιο του δημόσιου χώρου του κόμματος και της κοινωνίας, όχι θεσμικά κατοχυρωμένες εξουσίες. Γι' αυτό όλοι οι θεσμοί πρέπει να αποτρέπουν τη συγκέντρωση ισχύος σε ένα πρόσωπο ή πρόσωπα, την αναπαραγωγή εξουσίας μέσω πολυετούς ανάληψης θέσεων και ρόλων, καθώς και να προβλέπουν την ανακλητικότητα των οργάνων. Ισότητα σημαίνει να δίνονται ευκαιρίες δοκιμασίας σε πολλούς/ες, σύμφωνα με τη διακηρυγμένη αρχή μας για ένα κόμμα των μελών του


Συμπέρασμα

Αν και η άσκηση της δημοκρατίας και της ισότητας επαφίενται, σε τελευταία ανάλυση, στη συνείδηση των μελών - κατ' αναλογίαν προς το σύνταγμα που επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων - οι θεσμοί του κόμματος πρέπει να ενισχύουν αυτή τη δυνατότητα.

* Η Ελένη Πορτάλιου είναι μέλος της Κ.Ε. Του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ

Από Αυγή, left.gr

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Πάουλ Μάτικ - Μαρξισμός: Χθες, σήμερα, και αύριο (μέρος ΙΙΙ)


Η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η αυταρχική διοίκηση της κυβέρνησης σίγουρα διαφοροποίησαν το μπολσεβίκικο σύστημα από εκείνο του δυτικού καπιταλισμού. Αλλά αυτό δεν μετέβαλε τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες σε αμφότερα τα συστήματα βασίζονται στο διαχωρισμό των εργατών από τα μέσα παραγωγής και τη μονοπωλιοποίηση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια του κράτους. Δεν ήταν πλέον το ιδιωτικό κεφάλαιο αλλά το κρατικά-ελεγχόμενο κεφάλαιο που τώρα εναντιωνόταν στην εργατική τάξη και διαιώνιζε τη μορφή μισθωτή-εργασία της παραγωγικής δραστηριότητας, ενόσω επέτρεπε την ιδιοποίηση της υπερεργασίας μέσω της δράσης [agency] του κράτους. Μολονότι το σύστημα απαλλοτρίωσε το ιδιωτικό κεφάλαιο, δεν κατέστρεψε τη σχέση κεφάλαιο-εργασία επί της οποίας εδράζεται η σύγχρονη ταξική κυριαρχία. Ήταν επομένως απλά ζήτημα χρόνου πριν [να έρθει η στιγμή για] την ανάδυση μιας νέας άρχουσας τάξης, της οποίας τα προνόμια θα εξαρτώνταν ακριβώς από τη διατήρηση και αναπαραγωγή του κρατικά-ελεγχόμενου συστήματος παραγωγής και διανομής ως της μόνης “ρεαλιστικής” μορφής μαρξιανού σοσιαλισμού. 

Ο μαρξισμός, ωστόσο, ως κριτική της πολιτικής οικονομίας και ως πάλη για μια μη εκμεταλλευτική αταξική κοινωνία, έχει νόημα μόνον εντός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ένα τέλος του καπιταλισμού θα συνεπαγόταν επίσης το τέλος του μαρξισμού. Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, ο μαρξισμός θα ήταν ένα γεγονός της ιστορίας όπως κάθε άλλο στο παρελθόν. Ήδη η περιγραφή του “σοσιαλισμού” ως μαρξιστικού συστήματος αρνείται την αυτο-ανακηρυγμένη σοσιαλιστική φύση του κρατικο-καπιταλιστικού συστήματος. Η μαρξιστική ιδεολογία δε λειτουργεί εδώ ως τίποτε παραπάνω από μιαν απόπειρα να δικαιολογήσει τις νέες ταξικές σχέσεις ως αναγκαία προαπαιτούμενα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και έτσι να κερδίσει τη συναίνεση των εργαζόμενων τάξεων. Όπως στον καπιταλισμό των παλαιών [καιρών], τα ειδικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης τείνουν να εμφανίζονται ως γενικά συμφέροντα.

Αλλά ακόμη κι έτσι, στην αρχή ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν ένα επαναστατικό δόγμα, γιατί ήταν θανατηφόρα σοβαρός σχετικά με την πραγματοποίηση της ίδιας του της αντίληψης του σοσιαλισμού μέσα από ευθέα, πρακτικά μέσα. Ενώ αυτή η αντίληψη δε συνεπαγόταν τίποτε παραπάνω από τον σχηματισμό ενός κρατικο-καπιταλιστικού συστήματος, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο, στην καμπή του αιώνα, ο σοσιαλισμός είχε γίνει σε γενικές γραμμές κατανοητός. Δεν είναι επομένως δυνατό να μιλούμε για μια μπολσεβίκικη “προδοσία” των επικρατουσών μαρξιστικών αρχών· απεναντίας, πραγματοποίησε [η παρέμβαση τους] τον κρατικο-καπιταλιστικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού της ατομικής ιδιοκτησίας, ο οποίος [μετασχηματισμός] είχε υπάρξει επίσης ο διακηρυγμένος στόχος μαρξιστών ρεβιζιονιστών και ρεφορμιστών. Οι τελευταίοι, ωστόσο, είχαν απολέσει κάθε ενδιαφέρον στο να δράσουν σύμφωνα με τις δηλωμένες αρχές τους και προτιμούσαν να προσαρμόζονται στην υπάρχουσα κατάσταση. Εκείνο που έκαναν οι μπολσεβίκοι ήταν να πραγματώσουν το πρόγραμμα της Δεύτερης Διεθνούς μέσω επανάστασης.  

Από τη στιγμή που ήταν στην εξουσία, ωστόσο, η κρατικο-καπιταλιστική δομή της Ρωσσίας των μπολσεβίκων καθόρισε την μετέπειτα ανάπτυξη της, τώρα γενικώς περιγραφόμενη με τον υποτιμητικό όρο “σταλινισμός”. Το ότι εξέλαβε αυτόν τον συγκεκριμένο χαρακτήρα εξηγήθηκε μέσω αναφοράς στη γενική οπισθοδρομικότητα της Ρωσσίας και μέσω [αναφοράς] της καπιταλιστικής της περικύκλωσης, η οποία απαιτούσε την υπέρτατη συγκεντροποίηση εξουσίας και απάνθρωπες θυσίες από τη μεριά του εργατικού πληθυσμού. Υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως εκείνες που επικρατούσαν σε καπιταλιστικά περισσότερο προηγμένα έθνη και υπό πολιτικά περισσότερο ευνοϊκούς διεθνείς συσχετισμούς, ειπώθηκε, ο μπολσεβικισμός δε θα απαιτούσε τη συγκεκριμένη σκληρότητα που έπρεπε να ασκήσει στην πρώτη σοσιαλιστική χώρα. Εκείνοι που ήταν λιγότερο θετικά διακείμενοι προς αυτό το πρώτο "πείραμα στο σοσιαλισμό" υποστήριξαν ότι η κομματική δικτατορία ήταν απλά μια έκφραση της ακόμη “ημι-ασιατικής” φύσης του μπολσεβικισμού και δε θα μπορούσε να επαναληφθεί στα περισσότερο προηγμένα δυτικά έθνη. Το ρωσσικό παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθούν ρεφορμιστικές πολιτικές ως ο μόνος τρόπος για να βελτιωθούν οι συνθήκες [διαβίωσης] της εργατικής τάξης στη Δύση. 

Σύντομα, ωστόσο, οι φασιστικές δικτατορίες στη δυτική Ευρώπη απέδειξαν ότι ο μονοκομματικός έλεγχος του κράτους δεν περιοριζόταν στη ρωσσική σκηνή αλλά ήταν εφαρμόσιμος σε οποιοδήποτε καπιταλιστικό σύστημα. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξίσου για τη διατήρηση των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής όσο [και] για τον μετασχηματισμό τους στον κρατικό καπιταλισμό. Φυσικά, ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός συνέχιζαν να διαφέρουν αναφορικά με την οικονομική δομή, ακόμη κι ενώ γίνονταν πολιτικά αδιαχώριστοι. Αλλά η συγκέντρωση πολιτικού ελέγχου στα ολοκληρωτικά καπιταλιστικά έθνη συνεπαγόταν τον κεντρικό συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για τους συγκεκριμένους σκοπούς των φασιστικών πολιτικών και επομένως μια στενότερη προσέγγιση του ρωσσικού συστήματος. Για τον φασισμό αυτό δεν ήταν στόχος αλλά ένα προσωρινό μέτρο, ανάλογο προς τον “πολεμικό σοσιαλισμό” του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Παραταύτα, ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι ο δυτικός καπιταλισμός δεν ήταν απρόσβλητος από κρατικο-καπιταλιστικές τάσεις.

Με την ελπιδοφόρα αλλά αρκετά απρόσμενη παγίωση του καθεστώτος των μπολσεβίκων και τη σχετικά ανενόχλητη συνύπαρξη των αντίπαλων κοινωνικών συστημάτων μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ρωσσικά συμφέροντα χρειάζονταν τη μαρξιστική ιδεολογία για εσωτερικούς αλλά και για εξωτερικούς σκοπούς, ώστε να διασφαλίσει την υποστήριξη του διεθνούς εργατικού κινήματος στην εθνική ύπαρξη της Ρωσσίας. Αυτή αφορούσε ένα μόνο μέρος του εργατικού κινήματος, να είμαστε βέβαιοι, αλλά το μέρος αυτό θα μπορούσε να διαρρήξει το αντι-μπολσεβίκικο μέτωπο, το οποίο τώρα περιελάμβανε τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα και τις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Καθώς αυτές οι οργανώσεις είχαν ήδη εγκαταλείψει τη μαρξιστική κληρονομιά, η υποτιθέμενη μαρξιανή ορθοδοξία του μπολσεβικισμού έγινε πρακτικά το όλον της μαρξιστικής θεωρίας ως μια αντι-ιδεολογία σε όλες τις μορφές του αντι-μπολσεβικισμού και [σε] όλες τις απόπειρες να αποδυναμωθεί ή να καταστραφεί το ρωσσικό κράτος. Ταυτόχρονα, ωστόσο, απόπειρες έγιναν για να διασφαλιστεί το καθεστώς συνύπαρξης μέσω διαφόρων παραχωρήσεων προς τον καπιταλιστικό αντίπαλο και να αποδειχθούν τα αμοιβαία πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να κερδηθούν από το διεθνές εμπόριο και άλλα μέσα συνεργασίας. Αυτή η διπρόσωπη πολιτική υπηρέτησε τον μοναδικό σκοπό της συντήρησης του κράτους των μπολσεβίκων και της διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων της Ρωσσίας.

Με αυτό τον τρόπο, ο μαρξισμός ανήχθη σε ένα ιδεολογικό όπλο που υπηρετούσε αποκλειστικά τις αμυντικές ανάγκες ενός συγκεκριμένου κράτους και μιας μόνο χώρας. Μην τρέφοντας πλέον διεθνείς επαναστατικές φιλοδοξίες, χρησιμοποίησε την Κομμουνιστική Διεθνή ως ένα περιορισμένο όργανο πολιτικής για τα ειδικά συμφέροντα της Ρωσσίας των μπολσεβίκων. Αλλά τα συμφέροντα αυτά περιελάμβαναν τώρα, σε αυξημένο βαθμό, τη διατήρηση της διεθνούς υπάρχουσας κατάστασης προκειμένου να διασφαλιστεί εκείνη του ρωσσικού συστήματος. Εάν αρχικά ήταν η αποτυχία της παγκόσμιας επανάστασης που επέφερε την πολιτική οχυρώματος της Ρωσσίας, ήταν τώρα η σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού που έγινε όρος της ρωσσικής ασφάλειας, και την οποία το σταλινικό καθεστώς επιχειρούσε να ενισχύσει. Η εξάπλωση του φασισμού και η υψηλή πιθανότητα νέων αποπειρών να βρεθούν ιμπεριαλιστικές λύσεις στην παγκόσμια κρίση έθεταν σε κίνδυνο όχι μόνον το καθεστώς συνύπαρξης αλλά επίσης τις εσωτερικές συνθήκες της Ρωσσίας, οι οποίες απαιτούσαν κάποιο βαθμό διεθνούς ηρεμίας. Η μαρξιστική προπαγάνδα έπαψε να ασχολείται με προβλήματα του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού αλλά, στη μορφή του αντι-φασισμού, κατευθύνθηκε εναντίον μιας συγκεκριμένης πολιτικής μορφής καπιταλισμού που απειλούσε να προκαλέσει έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό συνεπαγόταν, φυσικά, την αποδοχή των αντιφασιστικών καπιταλιστικών δυνάμεων ως δυνητικών συμμάχων και έτσι την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας έναντι επιθέσεων είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, όπως έγινε παραδειγματικά στον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία.  

Ακόμη και πριν από αυτή την κρίσιμη ιστορική στιγμή, ο μαρξισμός-λενινισμός είχε καταλάβει την ίδια αμιγώς ιδεολογική λειτουργία που χαρακτήριζε τον μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Δε συνδεόταν πλέον με μια πολιτική πρακτική της οποίας τελικός στόχος ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού, έστω και μόνο για να φέρει το κρατικο-καπιταλιστικό σύστημα μεταμφιεσμένο σε σοσιαλισμό, αλλά ήταν τώρα ικανοποιημένος με την ύπαρξη του εντός του καπιταλιστικού συστήματος με την ίδια έννοια που το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα απεδέχθη τις δοσμένες συνθήκες της κοινωνίας ως απαράβατες. Το μοίρασμα της εξουσίας σε διεθνή κλίμακα προϋπέθετε το ίδιο στο εθνικό επίπεδο, και ο μαρξισμός-λενινισμός έξω από τη Ρωσσία μετετράπη σε ένα αυστηρά ρεφορμιστικό κίνημα. Έτσι μόνο οι φασίστες απέμειναν ως δυνάμεις που απέβλεπαν πραγματικά στον πλήρη έλεγχο του κράτους. Καμιά σοβαρή απόπειρα δεν έγινε για να αποτρέψει την άνοδο τους στην εξουσία. Το εργατικό κίνημα, περιλαμβανομένης της μπολσεβίκικης πτέρυγας του, στηριζόταν αποκλειστικά στις παραδοσιακές δημοκρατικές διαδικασίες για να απαντήσουν στη φασιστική απειλή. Αυτό σήμαινε την συνολική του παθητικότητα και προοδευτική εξαχρείωση και διασφάλισε τη νίκη του φασισμού ως της μόνης οργανωμένης δύναμης [dynamic force] που δρούσε εντός της παγκόσμιας κρίσης.  

Δεν ήταν βέβαια μόνον ο πολιτικός έλεγχος της Ρωσσίας επί του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μέσω της Τρίτης Διεθνούς, που εξηγεί τη συνθηκολόγηση του με το φασισμό, αλλά επίσης η γραφειοκρατικοποίηση του κινήματος, η οποία συγκέντρωσε όλη τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων εξουσία στα χέρια επαγγελματιών πολιτικών οι οποίοι δε μοιράζονταν τις κοινωνικές συνθήκες του εξαθλιωμένου προλεταριάτου. Αυτή η γραφειοκρατία βρέθηκε στο “ιδανικό” σημείο του να είναι σε θέση να εκφράζει τη λεκτική αντίθεση της στο σύστημα και παραταύτα, την ίδια στιγμή, να μετέχει όλων των προνομίων που η μπουρζουαζία παραχωρεί στους πολιτικούς ιδεολόγους της. Δεν είχαν κανέναν κατευθυντήριο λόγο να εναντιωθούν στις στις γενικές πολιτικές της Τρίτης Διεθνούς, οι οποίες συνέπιπταν με τις δικές τους άμεσες ανάγκες ως αναγνωρισμένων ηγετών της εργατικής τάξης σε μια αστική δημοκρατία. Τελικά, ωστόσο, είναι η γενική απάθεια των ίδιων των εργατών, ανετοιμότητα τους να αναζητήσουν τη δική τους ανεξάρτητη επίλυση του κοινωνικού ερωτήματος, που εξηγεί αυτή την κατάσταση πραγμάτων μαζί με τη φασιστική της έκβαση. Μισός αιώνας μαρξιστικού ρεφορμισμού υπό την αρχή της ηγεσίας, και ο τονισμός της στον μαρξισμό-λενινισμό, παρήγαγαν ένα εργατικό κίνημα ανίκανο να δράσει επί των συμφερόντων του και επομένως ανίκανο να εμπνεύσει την εργατική τάξη ως όλον να αποπειραθεί να αποτρέψει το φασισμό και τον πόλεμο μέσω μιας προλεταριακής επανάστασης.

Δεύτερο Μέρος

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Να ξανασκεφτούμε τον Άγγελο Ελεφάντη


ΠENTE ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Α. ΕΛΕΦΑΝΤΗ: ΜΙΑ ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑ
Μια συζήτηση με τον Χάρη Γολέμη και τον Αριστείδη Μπαλτά
με αφορμή την εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς «Ένα κρασί για τον Άγγελο», την Τρίτη 4 Ιουνίου

επιμέλεια: Στρατής Μπουρνάζος



Πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν την Τετάρτη 29 Mαΐου από τον θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς  μας καλεί, μεθαύριο Τρίτη, στην αυλή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, στο Θησείο, σε μια βραδιά με τίτλο «Ένα κρασί για τον Άγγελο», όπου θα συζητήσουμε για τον Άγγελο, τον Πολίτη και την πολιτική (προηγήθηκε, την Τρίτη 28.5, η εκδήλωση που οργάνωσε ο «Πουλαντζάς» μαζί με τους Φίλους του περιοδικού Ο Πολίτης στην Πάτρα, με πρωτοβουλία της Βαρβάρας Δεσποινιάδου, και ομιλητές τη Σία Αναγνωστοπούλου, τον Γιάννη Ζαρκάδη και τον Στρατή Μπουρνάζο). Την Τρίτη, «με τον τρόπο του Άγγελου Ελεφάντη», θα ανταμώσουμε, θα πιούμε, θα τραγουδήσουμε και θα μιλήσουμε. Επίσης, θα πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο Για τον Άγγελο. Στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη, 1936-2008 (έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς) μια συναγωγή κειμένων για τον Άγγελο και τον Πολίτη, γραμμένων λίγο μετά τον θάνατό του, το οποίο μόλις εκδόθηκε. Με την ευκαιρία της εκδήλωσης μιλήσαμε με τον Χάρη Γολέμη και τον Αριστείδη Μπαλτά, διευθυντή και πρόεδρο αντίστοιχα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Τη συζήτηση την είχαμε προγραμματίσει να γίνει στο εντευκτήριον των «Ενθεμάτων» ή στον «Πουλαντζά». Πλην όμως, τελικά, διεξήχθη στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, όπου βρέθηκε ο Αριστείδης για εξετάσεις. Μάχιμος, στο κρεβάτι και τις πολυθρόνες του πόνου, συζήτησε με τον Χάρη — σε συνθήκες ελαφρώς διαφορετικές, είναι αλήθεια, από την αυλή της Κέκροπος, αλλά με ισοδύναμο πάθος και διάρκεια, όπως τότε.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ


Αριστείδης Μπαλτάς: Πέντε χρόνια απουσίας είναι πολλά – ιδίως όταν ο πολιτικός χρόνος είναι τόσο πυκνός, και γενικά, αλλά και ειδικότερα για την Αριστερά. Εγώ προσωπικά, αλλά και πολλοί άλλοι, είχαμε πολλές φορές το ερώτημα, στα χρόνια αυτά, τι θα έλεγε ο Άγγελος για το ένα ή το άλλο, πώς θα τοποθετούνταν στο δείνα, τι καινούργια ιδέα θα μας έφερνε. Σκεφτήκαμε να γίνει μια ανοιχτή κουβέντα επ’ αυτού. Όχι με τη μορφή της τυπικής επετειακής εκδήλωσης («τι σπουδαίος διανοούμενος ήταν» κλπ. κλπ.), αλλά με έναν τρόπο που του ταιριάζει – άρα με ένα κρασί. Το ξέρετε, οι πιο ενδιαφέρουσες και μακρές συζητήσεις με τον Άγγελο γίνονταν στο κρασί. Και ελπίζουμε ότι η εκδήλωση της Τρίτης θα πάρει και αυτό τον χαρακτήρα.

Χάρης Γολέμης: Ακόμα κι αν θα διαφωνούσαμε σε κρίσιμα θέματα, η παρουσία του σήμερα θα ήταν καθοριστική. Η συζήτηση μαζί του, ακόμα και οι καυγάδες, άνοιγαν δρόμους, ιδιαίτερα σε θέματα της στρατηγικής της Αριστεράς.

Α. Μπαλτάς: Άνοιγε τη συζήτηση σε έναν ορίζοντα έλλογης συμφωνίας.

Χ. Γολέμης: Πολλές από τις σημαντικότερες συζητήσεις που έχουμε κάνει με τον Άγγελο ήταν τρώγοντας και πίνοντας. Είτε στον σπίτι του είτε στο εστιατόριο του «Τζάρου» στην Πλάκα είτε στο μέσα δωμάτιο των γραφείων του Πολίτη στη Ζωναρά είτε στα φεστιβάλ. Ο Άγγελος ήταν παρών σε όλα τα φεστιβάλ, από τα πρώτα της Αυγής-Θούριου μέχρι τα αντιρατσιστικά. Και δεν πήγαινε απλώς, αλλά έψηνε σουβλάκια, έκοβε αποδείξεις, έβγαζε τις μπύρες από τα βαρέλια.

Η εκδήλωση της Τρίτης είναι ένα πρώτο βήμα σε μια γενικότερη αποτίμηση του έργου του. Θυμίζω, εδώ, ότι ο Άγγελος Ελεφάντης υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς από την ίδρυσή του μέχρι τη μέρα που πέθανε. Ήδη έχουμε κάνει κάποιες προκαταρκτικές συζητήσεις με τον Σπύρο Ασδραχά και τα ΑΣΚΙ, που θα μπορούσαν να καταλήξουν στην οργάνωση ενός «συνεδρίου», όπου θα ερευνούσαμε και θα συζητούσαμε πιο επισταμένα την όλη πολιτική και πολιτισμική συνεισφορά του στην ελληνική Αριστερά αλλά και γενικότερα. Προς θεού, δεν έχουμε στο μυαλό μας ένα κλασικό πανεπιστημιακό συνέδριο! Όταν πέθανε ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Άγγελος στην Αυγή τόνιζε την πολιτική παρέμβαση που έκανε με τα γραπτά του ο φίλος και σύντροφός του ως μαχητής της Αριστεράς, σαρκάζοντας εκείνους που ήθελαν να ασχοληθούν απλώς ακαδημαϊκά με το έργο του, στο πλαίσιο κάποιας έδρας… «πουλαντζολογίας». Δεν θα τιμούσαμε τη μνήμη του, λοιπόν, αν κι εμείς κάναμε ένα συνέδριο… «ελεφαντολογίας».

Σε ποια λογική, λοιπόν, σήμερα, θα πούμε ότι πρέπει να ξαναδιαβάσουμε, οι αριστεροί, τον Ελεφάντη (όπως έγραφε ο Άγγελος για τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά), και ιδίως οι νεότεροι; Γιατί να ξαναδιαβάσουν τα κείμενα του Ελεφάντη, και γενικότερα τον Πολίτη;

Α. Μπαλτάς: Προτείνω να κάνουμε ένα νοητικό πείραμα, όπως λένε οι φυσικοί. Παίρνουμε το τεύχος 5, λ.χ., του Πολίτη, αφαιρούμε κάποια κείμενα και αναφορές στενά συνδεδεμένες με την επικαιρότητα, πιθανόν και μερικά ονόματα πολύ αναγνωρίσιμα. Και το κυκλοφορούμε σαν τεύχος με κείμενα που γράφτηκαν σήμερα. Αν τα ξαναδιαβάσουμε χωρίς ημερομηνία και υπογραφές, θα δούμε πόσο δραστικά είναι σήμερα, θα ανακαλύψουμε στοιχεία διαχρονικότητας που τα έχει καλύψει η τύρβη. Σε αυτή τη λογική, λοιπόν, προφανώς να διαβάζουμε Ελεφάντη αλλά όχι για να κάνουμε διατριβές περί του έργου του. Στον Πολίτη, θα το θυμάστε, έλεγε, «δεν θέλουμε τα άρθρα που γράφονται για να γίνουν οι συγγραφείς τους επίκουροι».

Χ. Γολέμης: Πριν αναφερθούμε στις ιδεολογικές και πολιτικές τομές που έκανε με τη σκέψη του στην εποχή που έζησε, τις οποίες πρέπει να γνωρίζουμε γιατί αποτελούν μέρος της ιστορίας της Αριστεράς του τόπου μας, υποστηρίζω ότι υπάρχει ένας βασικός λόγος για να διαβάζουν οι νεότεροι τα κείμενα του Ελεφάντη: να μάθουν πώς ένας αριστερός μπορεί να γράφει καλά, να γράφει κείμενα που χαίρεσαι να τα διαβάζεις. Και, επίσης, πώς μπορείς να είσαι συγκρουσιακός με έναν επιθετικά κόσμιο τρόπο. Τα γραφτά του είναι υπόδειγμα ευγενούς αλλά αμείλικτης πολεμικής — διακριτά από τις προσωπικές του σχέσεις, όπου πολλές φορές μπορούσε να είναι τραχύς, σκληρός.

Α. Μπαλτάς: Πώς γράφονται τα καλά κείμενα: πώς ένας καλός αριστερός συγγραφέας δομεί το επιχείρημα, πώς φτιάχνει τη φράση, τη ροή, πώς αναζητά τις λέξεις.

Χ. Γολέμης: Και αυτό απαιτεί χρόνο και μόχθο, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται για να γίνει ένα πανώ. Ο Άγγελος ήταν ο κατεξοχήν άνθρωπος που πίστευε ότι στην πολιτική συμμετέχεις οπωσδήποτε διά του σώματος, γι’ αυτό κατέβαινε σε όλες τις διαδηλώσεις, θεωρούσε όμως ότι και το γράψιμο θέλει αφοσίωση και χρόνο — κι αυτό παρόλο που ο ίδιος έγραφε με εξαιρετική ευχέρεια.

Α. Μπαλτάς: Τα κομματικά κείμενα, και πολλά κείμενα στελεχών, και τότε και τώρα, πολλές φορές μοιάζουν σχεδόν αυτιστικά: απευθύνονται στον εαυτό τους, χωρίς αποδέκτες. Η έννοια «κείμενο» για ένα στέλεχος σημαίνει συχνά κάτι πολύ απλό, κάτι που ξεπετάς. Ο Ελεφάντης το μισούσε αυτό. Όλη η διδαχή του είναι ότι το plot –παρότι θα με έβριζε, αν άκουγε να χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις, «διδαχή» και «plot»…– είναι το λιγότερο σημαντικό. Στο σινεμά, η υπόθεση είναι κοινή παντού: νεαρός αγάπησε νεαράν και την κέρδισε ή δεν την κέρδισε. Tο όλο παιχνίδι, για να πείσεις, είναι το επιχείρημα, η λέξη, η άρθρωση του επιχειρήματος.

Όταν τον ρώταγες τι να γράψω σου έλεγε: — Ό,τι θέλεις. Γιατί θεωρούσε ότι μπορείς να πιάσεις οποιοδήποτε θέμα, λ.χ. την καρέκλα που καθόμαστε ή έναν περαστικό που έβλεπες από το τζάμι και με αφετηρία αυτό να γράψεις κάτι καλό από τη σκοπιά της Αριστεράς, να το αναπτύξεις, να αναδείξεις το σημαντικό. Όπως έκανε στα γραφτά του ο ίδιος.

Χ. Γολέμης: Προχωράω στο περιεχόμενο αυτών που έγραφε. Ο Ελεφάντης ήταν πολιτικά τολμηρός, δεν ήταν «σιγουράντζα». Πάντα έπαιρνε θέση, ακόμα και αν αυτή δεν ήταν αναμενόμενη ή δημοφιλής· είχε διορατικότητα και έκανε υπερβάσεις. Να θυμίσω, επιγραμματικά, μερικά μεγάλα «μέτωπα» που άνοιξε ή στα οποία παρενέβη στην εποχή του. Την αντιπαράθεσή του με τον λαϊκισμό, τον πασοκικό λαϊκισμό…

Α. Μπαλτάς: Είναι αντιλαϊκιστής και ταυτόχρονα λαϊκός.

Χ. Γολέμης: Απολύτως λαϊκός, όχι μόνο με την έννοια ότι τον απασχολεί ο λαός, ο λαϊκός πολιτισμός κλπ., αλλά σαν άνθρωπος: στις παρέες, στο πώς μιλάει με τον «Τζάρο» και τα άλλα γκαρσόνια στις ταβέρνες, στη δεξιοσύνη του να βάφει τοίχους, να φτιάχνει έπιπλα, να μαγειρεύει…

Αλλά ας συνεχίσω για τα άλλα μέτωπα της εποχής του, στα οποία η παρουσία του Άγγελου ήταν καθοριστική. Η απέχθειά του για την τρομοκρατία, η κριτική του από την πλευρά ενός «αριστερού ευρωπαϊσμού» στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με αποκορύφωμα την έντονη διαφωνία του για τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η αντιπαράθεσή του στον εθνικισμό. Μια απόλυτη αντιπαράθεση στον εθνικισμό, την περίοδο του Μακεδονικού, από έναν άνθρωπο ο οποίος παράλληλα, θεωρητικά, πιστεύει στην έννοια του έθνους. Και, φυσικά, η αντίθεσή του στον δογματισμό, και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» — μια αντίθεση από τη σκοπιά της κομμουνιστικής ανανέωσης. Ας θυμηθούμε, όμως, και τη δυσπιστία του απέναντι στον Γκορμπατσόφ, σε μια περίοδο που κυριαρχούσε μια γενική ευφορία για το «πείραμά» του.

Α. Μπαλτάς: Ναι, εκτιμά η πολιτική Γκορμπατσόφ δεν οδηγεί κατά κανένα τρόπο σε ανανέωση του σοσιαλισμού και της κομμουνιστικής επαγγελίας...

Μεγάλη τομή και σοκ για πάρα πολλούς, και για μένα τότε, ήταν η στάση του έναντι της Ιρανικής Επανάστασης. Σε μια στιγμή όπου μεσουρανεί η δόξα της Ιρανικής Επανάστασης, που τα πλήθη είναι στους δρόμους, υπάρχει ενθουσιασμός σε όλη την Αριστερά, ο Άγγελος, με μεγάλη διορατικότητα, γράφει το κείμενο «Ποιος δεν φοβάται τους αγιοταλλάδες;» ενάντια στον Χομεϊνί. Διαβλέπει την ιδεολογία του νέου καθεστώτος από τις πρώτες μέρες, τη σφαγή που θα ακολουθήσει.

Χ. Γολέμης: Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας είναι κατά των νατοϊκών βομβαρδισμών, παρότι στην ίδια γραμμή είναι και οι εθνικιστές, δεν τον δεσμεύει αυτό. Και πολλά άλλα.

Θεωρώ ότι η σκέψη του Ελεφάντη, το ρεύμα σκέψης που καλλιέργησε είναι εξαιρετικά χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο στη νέα συγκυρία. Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, κατά την γνώμη μου, να μακροημερεύσει αποσιωπώντας ή κουκουλώνοντας τις σφοδρές ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος. Το στοίχημα για κάποιους από εμάς είναι πώς μπορούμε να μπολιάσουμε όσα πήραμε από τον Άγγελο στο νέο πολιτικό υποκείμενο, όχι βέβαια με έπαρση ή περιφρόνηση σε σχέση με άλλες παραδόσεις, αλλά ούτε με αποσιωπήσεις ή σχετικισμούς. Πρέπει να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για τις εντάσεις που είχαμε τότε, να τις αποτιμήσουμε, αλλά να δούμε και τις σημερινές μας διαφορές. Έτσι μόνο μπορεί να υπάρξει μια νέα σύνθεση.

Α. Μπαλτάς: Ο τρόπος σκέψης του Ελεφάντη, πέρα από τις συγκεκριμένες συνεισφορές που αναφέραμε παραπάνω, μας είναι εξαιρετικά χρήσιμος σήμερα, επειδή, εκτός όλων των άλλων, ήταν κατεξοχήν πολιτικός. Το μυαλό ήταν συνέχεια στο ποια πρωτοβουλία μπορεί να βάλει μπρος την κατάσταση στο κίνημα.

Χ. Γολέμης: Δυο παραδείγματα σε αυτό που λες. Ο Ελεφάντης, και όλος Ο Πολίτης, κάνουν έντονη κριτική στο ΚΚΕ εσωτερικού από τα αριστερά. Αλλά στις εκλογές ψηφίζουν –και το δηλώνουν δημόσια– ΚΚΕ εσωτερικού για να μη χαθεί ο χώρος αυτός και επικρατήσει ο δογματισμός.

Δεύτερο παράδειγμα. Την κρίσιμη στιγμή που παίζεται ο κομμουνιστικός χαρακτήρας του κόμματος πρωτοστατεί στο εγχείρημα του ΚΚΕ εσωτερικού-Α.Α. Κάποια στιγμή κρίνει, όμως, ότι η ιστορία αυτή δεν έχει μέλλον. Και το 1993 θα γράψει τρία άρθρα στην Εποχή: στα δύο πρώτα κατακεραυνώνει τον Συνασπισμό, ενώ στο τρίτο λέει ότι πρέπει να ψηφίσουμε Συνασπισμό, επειδή αυτός είναι ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς. Τα χαλάσαμε τότε, αλλά λίγα χρόνια μετά υιοθέτησα το σκεπτικό του και εντάχθηκα στο συγκεκριμένο κόμμα, ενώ ο ίδιος παρέμεινε ανένταχτος.

Α. Μπαλτάς: Με την ίδια ακριβώς τη λογική, του δημόσιου χώρου της Αριστεράς, πήγαινε σταθερά στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. Παρότι διαφωνούσε με τον αριστερισμό, τον κινηματισμό, αν και δεν του άρεσαν διάφορα, ήθελε να είναι εκεί, στο Αντιρατσιστικό, γιατί και αυτός ήταν ένας κατεξοχήν χώρος της Αριστεράς.

Χ. Γολέμης: Δεν στήριζε, ως ανένταχτος, τους διάφορους σχηματισμούς της Αριστεράς με ευχαρίστηση· το αντίθετο θα έλεγα. Το έκανε γιατί τον ενδιέφερε να μη χαθεί η φύτρα, για να συνεχίσουμε. Και δεν ξέρω αν θα είχαν αλλάξει οι συσχετισμοί στην ελληνική Αριστερά, στην περίπτωση που χανόταν ο χώρος της ανανεωτικής κομμουνιστικής και ευρύτερης Αριστεράς, ο οποίος διατηρήθηκε με την «ξεροκεφαλιά» της ΑΚΟΑ και του Γιάννη Μπανιά, αλλά και την ουσιαστική, ιδεολογική κυρίως, συμβολή του Ελεφάντη και του Πολίτη. Αυτό είναι πολιτικό μάθημα και για σήμερα. Θα μιλήσω προσωπικά. Μπορεί να υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ που δεν μου αρέσουν, αλλά αυτός είναι ο χώρος μου, «το κόμμα που μου έλαχε». Αυτό είναι το μείζον, και όχι κάποιες περιπτώσεις εκφοράς λόγου, απόψεων ή συμπεριφορών με τις οποίες διαφωνώ. Το μείζον είναι ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια μεγάλη νέα Αριστερά με μια ταξικότητα που δεν την είχε ποτέ μέχρι σήμερα. Και από τον Ελεφάντη έμαθα, μετά από πολλές συγκρούσεις μαζί του, να με ενδιαφέρει το μείζον.

Α. Μπαλτάς: Αν μιλάμε για το τις οφειλές μας στον Ελεφάντη, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τη στάση ζωής του: το σώμα και το πνεύμα σε διαδικασίας ενοποίησης. Το τι γράφω, πώς μορφώνω τα παιδιά μου, πώς ζω, τι πιστεύω, πώς μιλάω με φίλους … όλα αυτά είναι ένα. Και αν θέλεις να βρεις το κέντρο αυτού του πολυσύνθετου πράγματος είναι το να αλλάξει η πολιτική και η κοινωνία, ώστε αυτό τον πλούτο να τον μοιραζόμαστε όλοι, να γίνει κοινός.

Ο Πολίτης είναι περιοδικό πολιτικής παιδείας. Και αυτό σημαίνει καλλιέργεια, γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Και είναι συναρτημένος, ταυτόχρονα με ένα ήθος καθημερινότητας. Ένα ήθος, με την έννοια την κοινωνιολογική, που φτιάχνει μια επίδραση, η οποία δεν αποτιμάται μόνο με τις τοποθετήσεις στα μεγάλα ερωτήματα. Τα μεγάλα ερωτήματα έρχονται και δένουν με το ήθος. Το ήθος είναι αυτό που υπόκειται. Όλα όσα λέμε για τη ζωή του, τις σχέσεις του κλπ. είναι η πρακτική όψη αυτού του ήθους ως μορφωτικού και πολιτικού ιδεώδους.

Χ. Γολέμης: Είναι ένας τρόπος ζωής σκληρός και γοητευτικός μαζί. Και η επίδρασή του σε πολλούς από εμάς ασφαλώς οφείλεται και σε αυτό, στη στάση ζωής του. Περιφρονούσε τα αξιώματα, το χρήμα.

Α. Μπαλτάς: Και τους αντιμετώπιζε όλους στη βάση μιας προσωπικής σχέσης, μιας ισχυρής προσωπικής σχέσης, και όχι με βάση το στάτους ή τη θέση που είχαν. Είτε ήταν ο Μιτεράν είτε ο Χρήστος, ο Αλβανός, που δούλευε στον Πολίτη: «Έλα να πιούμε καφέ, κάτσε να τα πούμε».

Ο Ελεφάντης –του το είχα πει κάποτε και του άρεσε– ήταν αριστοκράτης. Δεν θα ασχολούνταν με το διάφορο, τη μιζέρια της θέσης, της καρεκλίτσας, τα ευτελή μικροπράγματα κλπ. Τυπικά, κοινωνιολογικά, όπως όλοι μας, ήταν βέβαια μικροαστός. Ωστόσο, για λόγους ιστορικούς, καταγωγικούς, διαπαιδαγώγησης, είναι αριστοκράτης με την έννοια ότι δεν έχει ανάγκη να διεκδικήσει: γνωρίζει την υπεροχή του, πνευματική και πολιτική. Αυτό δύσκολα το βρίσκεις – και είναι κάτι διαφορετικό από τη γενναιοδωρία.

Χ. Γολέμης: Ας μην ξεχνάμε ότι γράφει αποκλειστικά, και με άποψη, στα έντυπα της Αριστεράς: Πολίτη, Εποχή, Κάπα, Αυγή. Και ενώ έχει απόλυτη ανάγκη οικονομική, αρνείται προτάσεις να αναλάβει να γράφει, για θέματα παιδείας, αν θυμάμαι καλά, στα Νέα. Αυτή του η στάση σχετίζεται με πολλά –πρώτα απ’ όλα με το ότι φτιάχνουμε και στηρίζουμε τα δικά μας έντυπα–, αλλά και με αυτή την αριστοκρατικότητα που λέει ο Αριστείδης: δεν θα κάνω κάτι κατώτερο, κάτι που δεν υπηρετεί.