Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Nietzsche: τι είναι η βούληση για δύναμη;




Βούληση για δύναμη και πολιτικός τυχοδιωκτισμός


§1

Η γενικότερη στρατηγική της φιλοσοφίας του Νίτσε έγκειται στο να αναζητά πίσω από τις λέξεις, τη γλώσσα και τα αρθρωμένα συστήματα ηθικής την έννοια της γενεαλογίας και της γενεαλογικής αξίας των αξιών. Τούτο σημαίνει πως εξετάζει κάθε σύστημα στη βάση της αξίας της καταγωγής του ως ριζικής αξίας σε εσωτερική σχέση με αυτή τούτη την καταγωγή της αξίας ως τέτοιας. Η γενεαλογία έτσι επιτρέπει στον φιλόσοφο να αντιμετωπίζει κριτικά την έννοια της αξίας· τουτέστιν όχι απλώς ως ένα στατικά απόλυτο ή σχετικά απόλυτο μέγεθος, αλλά ως ένα μέγεθος, που συγχρόνως εκτυλίσσεται  ως επί μέρους εφαρμοσμένο με έναν πάντοτε ωφελιμιστικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει εφαρμογή μη-ωφελιμιστική ούτε απόλυτο μέγεθος χωρίς μια τέτοια εφαρμογή του. Υπ’ αυτή την έννοια δεν υπάρχει κανένα απόλυτο, αιωρούμενο πάνω από τον άνθρωπο ως απόλυτη αξία.   Π.χ. η αξία του κράτους δεν είναι τέτοια παρά σε σχέση πάντοτε με τις επί μέρους ωφελιμιστικές του εφαρμογές: καπιταλισμός, σοσιαλισμός, δημοκρατία κ.λπ. Από την άποψη συναφώς της γενεαλογίας δεν έρχεται στην επιφάνεια απλώς ένα ομοιόμορφο γενεαλογικό στοιχείο, π.χ. ένα θετικό ή αρνητικό χαρακτηριστικό της καταγωγής, ας πούμε η ευγένεια ή η ποταπότητα του καπιταλισμού ή του σοσιαλισμού αντιστοίχως, αλλά το ένα και το άλλο –δηλαδή η ευγένεια και η ποταπότητα– ως αντιθετικές δυνάμεις: ως δράση και αντί-δραση. Τούτο σημαίνει πως γενεαλογικά, στο παράδειγμά μας, ριζική δράση και αντί-δραση δεν προκύπτει μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αλλά στο εσωτερικό κάθε συστήματος μεταξύ των ποιοτικών και ποσοτικών του χαρακτηριστικών, ήτοι δυνάμεων. Τα δυο συστήματα, εξωτερικά ιδωμένα, εμφανίζονται αντί-παλα, αντίθετα συστήματα αξιών. Πρόκειται στ’ αλήθεια για φαινομενικά απλώς αντίθετες δυνάμεις, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από τον παράγοντα άνθρωπο και τη σύλληψή του ή την κατανόηση της υπαρκτικής του συνθήκης ως αγελαίας ή υπό την προ-οπτική της ριζικής ανα-τροπής αυτής της αγελαίας συνθήκης.


§2

Οι δυνάμεις, που εκάστοτε μάχονται και αντιμάχονται η μια την άλλη, δεν είναι μόνο και κύρια το ένα και το άλλο υποκείμενο, αλλά υποκείμενο συν αντικείμενο ως διαφορετικές δυνάμεις: το υποκείμενο, λιγότερο ή περισσότερο ως δύναμη, επιχειρεί να ιδιοποιηθεί, να σφετεριστεί κ.λπ. το αντικείμενο, κι αυτό ως δύναμη. Επίσης μεταξύ των αντικειμένων-φαινομένων σε συνάφεια με αντίστοιχες βλέψεις της συνείδησης. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος περί βούλησης για δύναμη, γενεαλογικά συμβαίνουν δυο τινά: πρώτον, είναι παρούσα η έννοια της δύναμης, ως αναφορική σχέση μιας δύναμης σε μια άλλη δύναμη· δεύτερον, είναι παρούσα η έννοια της βούλησης ως εκείνο το ενδογενές στοιχείο, που κάνει τη μια δύναμη να διαφοροποιείται από την άλλη και δυνάμει αυτής της διαφοροποίησης να προκύπτει ενέργεια, επενέργεια, δράση και αντί-δραση κ.λπ. Τι συμβαίνει εδώ; Κάθε δύναμη είναι δύναμη, για τον εαυτό της, ως ποιότητα και ως τέτοια διαφοροποιείται από την άλλη, που είναι εξίσου ποιότητα, με τη μορφή της ποσότητας. Κάθε δύναμη, απ’ αυτή την άποψη, ανάγει το Είναι της στην εν λόγω διαφορά, η οποία ως σύνθετη δύναμη είναι αυτή τούτη η βούληση.  Η τελευταία τούτη έτσι είναι, ουσιωδώς, το στοιχείο που φέρνει σε ύπαρξη τη δύναμη· είναι το γενετικό στοιχείο της τελευταίας ως σχέσης κυριαρχίας. Και κάθε σχέση κυριαρχίας είναι μια σχέση με εναλλασσόμενους ρόλους, ας πούμε αφέντη και δούλου, κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Ο εν λόγω εναλλασσόμενος ρόλος εξαρτάται κάθε φορά από την εκδήλωση, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, της βούλησης για δύναμη της μιας και της άλλης πλευράς. Τούτο σημαίνει ότι κάθε φορά η βούληση συνθέτει την ικανότητα επίδρασης που δέχεται ο κυρίαρχος ή ο κυριαρχούμενος από άλλες ανώτερες ή κατώτερες –ποιοτικά και ποσοτικά– δυνάμεις. Υπό έναν τέτοιο ορίζοντα, ερμηνεύει, σε πολλά κείμενά του, ο Νίτσε το φαινόμενο του σοσιαλισμού, όπως και εκείνο του καπιταλισμού· και όχι μόνο τα ερμηνεύει, αλλά και τα αξιολογεί παράλληλα ως σχέσεις κυριαρχίας, που ακινητοποιούν τον άνθρωπο στο χαμηλό επίπεδο του αγελαίου όντος και του φράσσουν έτσι την προ-οπτική προς τη βούληση για δύναμη.


§3

Ένα από τα κεντρικά συνθήματα του Γαλλικού Μάη του ΄68 ήταν το ακόλουθο: όλη η φαντασία στην εξουσία. Ετούτη η ρήση, στην αρχέγονη καθαρότητά της και όχι στην ιδιοτελή της εφαρμογή ως επί μέρους σύστημα κυριαρχίας, μεθερμηνεύει, σε μεγάλο βαθμό, τη Νιτσεϊκή θεωρία: «βούληση για δύναμη». Ο γερμανός φιλόσοφος δεν κατανοεί τη συνολική τούτη έννοια ως μια τυχοδιωκτική βλέψη για αρπαγή της εξουσίας και για τυραννική καταδυνάστευση, με εφικτό ή ανέφικτο τρόπο, των άλλων ανθρώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους άξεστους «διαφθορείς της βούλησης»[1], τους τσαρλατάνους δηλαδή της νεοφασιστικής [!] «αριστεράς» που λυμαίνεται, με κάθε ευκαιρία, τον Ελλαδικό τόπο. Απεναντίας την κατανοεί ως ένα «εσωτερικό βούλεσθαι»[2] της εγγενούς δυναμικής της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίο αποτρέπει την τελευταία, ως υποκείμενο, να αποξενωθεί μέσω ενός άλλου υποκειμένου ή αντικειμένου, μέσω μιας άλλης εξωτερικής δύναμης, ενώ συγχρόνως της επιτρέπει να συνδυάζει την ποιότητα και την ποσότητα, που της αναλογεί, και να καθιστά το άτομο κυρίαρχο του εαυτού, αλλά και της εξωτερικής συνθήκης, που το απειλεί ή επιχειρεί να το καθορίσει. Η φαντασία στην εξουσία λοιπόν νοείται, στην πράξη, ως ένας τέτοιος συνδυασμός αυτόνομης δράσης του Εαυτού ενάντια σε καθετί το εξωτερικό/εξουσιαστικό, που επιχειρεί να τον συντρίψει και ως προϋπόθεση για να μένει ο Εαυτός πάντα –και όχι οποιοδήποτε νοσηρό Εγώ– στην κορυφή, νοούμενη ως μέτρο της ελευθερίας του[3]. Μια αρρωστημένη όμως φαντασία στην εξουσία οδηγεί στην «ανικανότητα για δύναμη»[4]. Πιστό αντίγραφο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η σχέση κυριαρχίας που εκφράζει στην Ελλάδα σήμερα ο μετα-μοντέρνος νεοφασιστικός [!!] «αριστερισμός», αλλά και οι σχέσεις κυριαρχίας, που υλοποίησαν αργότερα υπό τη μορφή εξουσιαστικών σχημάτων στην Ευρώπη,  εκείνοι που το Μάη του ΄68 έδιναν το Είναι τους για: τη φαντασία στην εξουσία. Η πεμπτουσία αυτής της ανικανότητας για δύναμη, δηλαδή της ανεστραμμένης σχέσης εξ-ουσίας, αποτυπώνεται ακριβοδίκαια, εάν παραφράσουμε το υπό συζήτηση γαλλικό σύνθημα ως εξής: «όλοι οι τζογαδόροι στην εξουσία». Οι απανωτές τυχοδιωκτικές πράξεις της «αριστερής» συμμορίας –που έχει ως ύψιστο ιδανικό της, ως μοναδικό αξιολογικό της κριτήριο την παντί τρόπω διατήρησή της στην εξουσία και προς τούτο διώκει την ετερότητα– επιβεβαιώνουν αυτή την αίσχιστη πολιτική της: την πολιτική του τζόγου. Η εν λόγω συμμορία παραπέμπει σε ανθρώπους ακατέργαστους, άξεστους, παρίες, υποκριτές…, εντελώς-παντελώς ανίκανους, που λόγω ακριβώς αυτής της απόλυτης ανικανότητάς τους έχουν ως πρότυπο τον πολιτικό-οικονομικό τζόγο και την τυραννική άσκηση της εξουσίας. Γι’ αυτό και ο Νίτσε διαχωρίζει με απόλυτη σαφήνεια τη βουλιμία για εξουσία από τη βούληση για δύναμη.

-----------------------------------------
[1] Fr. Nietzsche: Der Wille zur Macht, § 116.
[2] Ό.π., § 619.
[3] Ό.π., § 770.
[4] Ό.π., § 721.


Πηγή Hegel - Platon

The Hateful Eight, του Quentin Tarantino


του Keunermann


Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ορισμένοι φίλοι του Quentin Tarantino διαμαρτυρήθηκαν για την τελευταία ταινία του, τους «Μισητούς οκτώ». Η ταινία είναι δική του, δεν υπάρχει αμφιβολία. Εντούτοις, διαρκεί τρεις ώρες, μοιάζει με μια αφήγηση εγκιβωτισμένη σε μιαν άλλη (επίσης παρένθετη) αφήγηση – bottle in a bottle, σαν κούκλα Матрёшка, λες και πήγε να δει κανείς τους «Αδερφούς Καραμάζοφ»· η δράση είναι σπάνια αν και εκρηκτική όταν ξεσπάει, οι ρυθμοί κατά κανόνα αργοί, και το πράγμα πάει πολύ «στο κουβεντιαστό», ακόμη και για τα δεδομένα του σκηνοθέτη, που ομολογουμένως εδώ έχει αναστείλει τη χρήση του χαλιναριού. 

Γουέστερν, λοιπόν. Αλλά όχι από εκείνα που έχουν σερίφηδες, πιστολίδια, ενέδρες παρανόμων, ληστείες τραπεζών, Ινδιάνους και κυνηγητά. Αντ’ αυτών ένα whodunnit story, μια ατμόσφαιρα υποβόσκουσας έντασης, το διαρκές «φτύσιμο» ατακών και αρκετό κουβεντολόι. Δεν ανήκουμε σε αυτούς που απογοητεύτηκαν από αυτή την ταινία, τουναντίον. Το σκηνικό έχει στηθεί για ένα απολαυστικό καίτοι αργόσυρτο θεατρικό που ανταμείβει πλουσιοπάροχα τους υπομονετικούς θεατές.

Λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, παρακολουθούμε την ιστορία του John Ruth (Kurt Russell) που πηγαίνει στο Read Rock προκειμένου να παραδώσει στις αρχές την Daisy Domergue (Jennifer Jason Leigh) για να κρεμαστεί. Η αμοιβή για το κεφάλι της είναι 10.000 δολάρια «ζωντανή ή νεκρή», οπότε δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος να την πάει ζωντανή, αλλά ο Ruth είναι ο «Κρεμάλας» που οδηγεί τους ενόχους ή τους επικηρυγμένους στην αγχόνη. Νοικιάζει γι’ αυτόν τον σκοπό μια άμαξα έξι αλόγων που οδηγεί ο Ο.Β (James Parks). Σε όλη τη διαδρομή η απειλή της χιονοθύελλας τους ακολουθεί, ωθώντας τους να αναζητήσουν καταφύγιο στο «υφασματάδικο της Minnie», που το έχει από κοινού με τον Γλυκύ Dave. Σε εκείνο το σημείο του δρόμου εμφανίζεται ο νέγρος επίλαρχος Marquis Warren (Samuel Jackson), που τους ζητά να τον πάρουν μαζί, καθότι το άλογό του έπεσε και αναγκάστηκε να το θανατώσει.

Τη φαρμακερή συντροφιά συμπληρώνουν ορισμένοι ακόμη παλιοί γνώριμοι από τη φιλμογραφία του Tarantino, όπως οι Tim Roth, Michael Madsen (τον οποίο φαίνεται πως συγχώρησε μετά την προ διετίας διαρροή του σεναρίου της ταινίας που φημολογείται ότι διέπραξε), μαζί με έξοχους ηθοποιούς, όπως ο Walton Goggins (ρόλος ζωής ως Boyd Crowder στο “Justified”, όπου τον απολαύσαμε μπαρουτοκαπνισμένο, με νότια προφορά και το μαλλί του Vegeta από το Dragonball Z), o Demián Bichir και ο βετεράνος Bruce Dern. Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο Ennio Morricone, στο πρώτο γουέστερν σάουντρακ που επιμελήθηκε μετά από 35 χρόνια.

Η αφήγηση της ιστορίας εκτυλίσσεται σε έξι κεφάλαια, κατά το σύνηθες πρότυπο του Tarantino. Ορισμένοι εξανέστησαν από το ότι επαναλαμβάνεται ή φαίνεται, λέει, να έχει χάσει την έμπνευσή του. Όμως, αποτελεί συγκροτητική συνθήκη της ιδιοσυστασίας του ως δημιουργού το «μιξάρισμα», το mash up μεταξύ των πλέον ετερόκλιτων πηγών, των προηγούμενων στιγμών της φιλμογραφίας του περιλαμβανομένων. Με τον Tarantino, περισσότερο από όσο με οποιονδήποτε άλλον, το ερώτημα περί μίμησης ή αντιγραφής καθίσταται στην πράξη ανενεργό. Το κάνει καλά, καλύτερα από την προηγούμενη φορά και εν πάση περιπτώσει όσο καλά θα μπορούσε να το κάνει στις παρούσες συνθήκες; Αυτό νομίζουμε ότι θα μπορούσε να αποτελεί το εκάστοτε κριτήριο για την «αποτίμηση» της καλλιτεχνικής του προσφοράς. Κι εδώ, αν μη τι άλλο, τα καταφέρνει αρκετά καλά, δίχως φειδώ σε αιχμές και συμβολισμούς: το ψεύτικο γράμμα του προέδρου Lincoln, ο ρατσισμός, η πατριαρχία, τα θαμμένα κάτω από το χαλί τραύματα νικητών και ηττημένων, οι απωθημένες φιλοδοξίες και βλέψεις εκδίκησης, αναγνώρισης και δικαίωσης σε έναν άγριο κόσμο όπου νόμος είναι η ισχύς των όπλων. Είναι αυτή ακριβώς η δυναμική των χαρακτήρων σε συνδυασμό με τα απωθημένα τραύματα και τα θαμμένα μυστικά (οι σκελετοί στο ντουλάπι) που καθοδηγούν την εξέλιξη της πλοκής με μαεστρικό τρόπο. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η προτίμηση του Tarantino στο φιλμ 70 χιλιοστών, που δίνει εύρος στο ασφυκτικά κλειστό «θεατρικό» περιβάλλον.


Καλογραμμένοι διάλογοι, μεγάλο εύρος χαρακτήρων, εξαιρετικές ερμηνείες (για παράδειγμα η Leigh ως «συμπαθητικά αντιπαθητικό» κακοποιό στοιχείο αξιοποιεί τις εκφράσεις του προσώπου της, καθώς δεν της επιτρέπεται να μιλά ελεύθερα, κατορθώνοντας να αποδώσει ένα δυναμικό γυναικείο χαρακτήρα). Ο Tim Roth είναι απολαυστικός σε έναν ρόλο που μοιάζει να έχει γραφτεί για τον Christoph Waltz. Εντούτοις, ο Tarantino δεν αποφεύγει την ηθικολογία, αφού δεν είναι απαισιόδοξος δημιουργός. Στο τέλος, για μια ακόμη φορά οι έντιμοι δικαιώνονται κι ο καθένας βρίσκει το τέλος που του αξίζει – όλοι χρησιμοποιούν τη βία, αλλά δεν είναι κάθε βία ίδια. Ή, διαφορετικά ειπωμένο: οι «πραγματικά κακοί» πρέπει να οδηγούνται στην αγχόνη. Έτσι, απολαμβάνουμε έναν ημίτρελλο από τον πόνο Marquis, με τους όρχεις του σμπαραλιασμένους και «χυμένους» στο πάτωμα, να πυροβολεί αποδίδοντας δικαιοσύνη με σιδηρά ρομφαία, λες και τον βλέπουμε να υποδύεται τον Samuel Jackson από το “Pulp Fiction”, που, μουρμουρίζοντας παραφθαρμένα τα λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ, υποδύεται με τη σειρά του τον Django από την ομότιτλη ταινία του σκηνοθέτη.

Η ταινία έλαβε τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ, αλλά παραδόξως σε αυτές δε συγκαταλέγεται εκείνη της καλύτερης ταινίας. Δυσπιστούμε απέναντι στην ιδέα ότι προβλήθηκαν στις αίθουσες τη χρονιά που πέρασε ισάριθμες με τους «μισητούς» αγγλόφωνες ταινίες που ήταν καλύτερες από αυτήν (με όλον τον σεβασμό που τρέφουμε προς το πρόσωπο και το έργο του Steven Spielberg, παραδείγματος χάριν). Ας δοκιμάσουμε το εξής νοητικό πείραμα: έστω ότι δε γνωρίζαμε τα ονόματα των συντελεστών για καμία από τις ταινίες που βγήκαν φέτος στις αίθουσες. Θα ήταν εξίσου πιθανό να υποθέταμε ότι πίσω από τη συγκεκριμένη ταινία (τα ονόματα που ακολουθούν είναι φανταστικά) βρίσκεται κάποιος παντελώς άγνωστος που φέρει το όνομα «Κώνστας Γιάκομπσεν-Φλόυντ», ή μια κυρία ονόματι «Κατερίνα Ιβάνοβνα Ντομπρολιούμποβνα», που θα απειλούσε αίφνης να εκτοπίσει τον Andrey Zvyagintsev από τον θρόνο στον οποίο κάθεται, γινόμενη η τσαρίνα του σύγχρονου ρωσικού κινηματογράφου. Δε θα ήταν άραγε μια ταινία που θα ενθουσίαζε μεγάλο μέρος των θεατών, και που, όσοι την έβλεπαν, θα την πρότειναν στους γνωστούς τους ως «σκοτεινό διαμάντι» που ανακάλυψαν, ή -εάν ήταν ξενόγλωσση- ως υποψήφια για το αντίστοιχο βραβείο της Ακαδημίας; Αυτό το υποθετικό σενάριο καλούμε και εσάς να «τρέξετε». Επιχειρήστε να θέσετε για λίγο εντός παρενθέσεων όσα γνωρίζετε: ότι πρόκειται για έναν από τους πλέον χαρισματικούς σκηνοθέτες και σεναριογράφους των καιρών μας, ότι είναι η όγδοη ταινία του, και μάλιστα η δεύτερη σερί σε γουέστερν φόντο και ούτω καθεξής. Υπάρχουν μόνο οι «Μισητοί οκτώ» στο πανί και τα παρθένα βλέμματα των όπου γης σινεφίλ, απορροφημένα για τρεις ώρες από τον ενοχλητικό ήχο των ποπ κορν. «Και τι γίνεται όσον αφορά το αποτέλεσμα;» Η πρώτη εντύπωση κοινού και κριτικών φαίνεται να είναι ότι αυτό αφορά μία από τις σχετικά «αδύναμες» στιγμές του σκηνοθέτη· εμείς θα λέγαμε ότι πρόκειται για μία από τις πλέον «δυνατές».

The Hateful Eight, του Quentin Tarantino (2015)
Διάρκεια: 187 λεπτά.
Είδος: Γουέστερν, Κωμωδία, Μυστηρίου, Δράμα.

Υ. Γ.: Το κείμενο αφιερώνεται στον Σπιούνο, με την ελπίδα ότι θα βγει ζωντανός από το Ράιχ.