Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Για την έννοια της πολυπλοκότητας στη σύγχρονη συστημική κοινωνική θεωρία


του Μιχάλη Σκομβούλη


Εντός αυτού του τύπου κοινωνικής θεωρίας θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην κατασκευή και τη χρήση της έννοιας της πολυπλοκότητας από τον Γερμανό κοινωνιολόγο Νικλας Λούμαν – ο οποίος είχε την «αυθάδεια» να χαρακτηρίσει τη θεωρία του ως «ριζικά αντι-ανθρωπιστική, ριζικά αντι-περιφερειακή και ριζικά κονστρουκτιβιστική». Για τον Λούμαν το ερώτημα της πολυπλοκότητας δεν τίθεται ως σημείο γενικής αναγωγής, δεδομένου ότι κυρίως την αντιλαμβάνεται ως δομημένη πολυπλοκότητα. Αυτό σημαίνει ότι η πολυπλοκότητα γίνεται αντιληπτή μέσα από τη διαφορά μεταξύ ενός συστήματος και του περιβάλλοντός του, καθώς και μέσα από την εσωτερική διαφοροποίηση μέσα στο ίδιο το σύστημα (Luhmann 1995: 7-9 και 21). Το εσωτερικό κλείσιμο του κάθε συστήματος επιτυγχάνεται από τη λειτουργία της δικής του καθοδηγητικής νοηματικής διαφοράς, η οποία θέτει μέσω αποκλεισμού τις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες του συστήματος (Luhmann 1995: 32).

Η αναφορά σε οποιοδήποτε θεμελιακό ή ουσιώδες θεμέλιο γίνεται εδώ ακατάλληλη. Η αναπαραγωγή του κάθε συστήματος πραγματοποιείται μέσα από τη δική του καθοδηγητική διαφορά, η οποία γίνεται κατανοητή ως κυρίαρχη επικοινωνιακή σημαντική (Semantik), που μεταμορφώνει έτσι την αναπαραγωγή αυτή σε μια διαδικασία αναπαραγωγής μορφών μέσω μορφών,δηλαδή αναπαραγωγής του συστήματος μέσω σχέσεων των δικών του στοιχείων[1]. Κύριο παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει η θεώρηση του Λούμαν για το οικονομικό σύστημα, η οποία έχει ως κυρίαρχo σημαντικό κώδικα αυτόν μεταξύ πληρωμών/μη πληρωμών. Αυτό το σύστημα διαφοροποιείται εσωτερικά σε δύο κυκλώματα – το εξωτερικό των εμπορευμάτων που ικανοποιούν τις «ανάγκες» και το εσωτερικό που είναι το κύκλωμα του χρήματος και εκφράζει την κατεξοχήν (eigen) λογική του κώδικα (Luhmann 1988: 134-140) – με τα δύο μαζί να έχουν το κοινό ενδοσυστημικό τους περιβάλλον στην αγορά, η πειθαρχική λειτουργία της οποίας επιτρέπει την απρόσκοπτη τήρηση της καθοδηγητικής διαφοράς του συστήματος (Luhmann 1988: 118 και Luhmann 1995: 383). Πάνω σ’ αυτή τη σκέψη ο Λούμαν κάνει ιδιαίτερα σημαντικές παρατηρήσεις για το πώς ο ανταγωνισμός που επιβάλλει η αγορά, και ιδιαίτερα η χρηματαγορά την οποία ο Λούμαν χαρακτηρίζει ως πρωτεύουσα (όχι πρωτογενή) αγορά (Eigenmarkt) (Luhmann 1988: 116 και 118), διασφαλίζει την επικοινωνιακή ενοποίηση του οικονομικού συστήματος. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι όμως και η μέριμνά του να απομακρύνει την έννοια του κεφαλαίου απ’ αυτή τη συντονιστική λειτουργία επικοινωνίας και να επικεντρώσει την τελευταία αποκλειστικά στο χρήμα (Luhmann 1988: 170). Είναι ευνόητο ότι μία τέτοια πιθανή εμπλοκή του κεφαλαίου σ’ αυτή τη λειτουργία θα δημιουργούσε τη δυνατότητα και για την εισαγωγή ενός εξωθεωρητικού/ιδεολογικού στοιχείου κυριαρχίας εντός του συστήματος, κάτι το οποίο θα ήταν ξένο από την μόνο περιγραφική στάση «θεωρητικής εποχής» που λέει ότι υιοθετεί η θεωρητική οπτική του Λούμαν[2].

Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της συστημικής ενοποίησης που επικαλείται ο Γερμανός κοινωνιολόγος, δείχνει να καθιστά αδύνατη μία μορφή συνειδητού συνολικού/«μονοπωλιακού» ελέγχου του οικονομικού συστήματος, που θα παρέπεμπε σ’ έναν περιβαλλοντικό (και κυρίως πολιτικό) έλεγχο (Luhmann 1995: 36 και 43). Υπό αυτή την προοπτική η συνεχής παρουσία της τυχαιότητας ή της ανισορροπίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως το αποτέλεσμα μίας «ιδιαίτερης δημιουργικότητας ή ζωτικότητας» των συμμετεχόντων στο σύστημα, αλλά ως η ανάγκη του κάθε συστήματος να μην χάσει πλήρως την επαφή με το περιβάλλον του (βλέπε το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αστάθειας των τιμών, Luhmann 1995: 50 και αντιπαρέβαλε με Μαρξ 1978-α: 115). Μ’ άλλα λόγια, η τυχαιότητα ως συστημική κατάσταση διατηρεί την επικοινωνία μεταξύ του συστήματος και του πολύπλοκου περιβάλλοντός του, που αποτελείται από τα άλλα συστήματα. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που ο Λούμαν ρητά απορρίπτει την προϋπόθεση ενός είδους ανθρώπινης συνείδησης, ή κυβερνητικού «σχεδίου» πίσω απ’ αυτήν την επικοινωνία, και την αποδίδει σε αμοιβαία ερεθίσματα.

Εντός αυτής της αντίληψης της πολυπλοκότητας μπορούμε να κατανοήσουμε ότι η προκλητική θέση του Λούμαν για το χωρισμό μεταξύ του κοινωνικού συστήματος και του ανθρώπινου υποκειμένου[3] – το οποίο βρίσκεται στο περιβάλλον του συστήματος (Luhmann 1995: 212) και δεν συμμετέχει ποτέ ως τέτοιο στην κοινωνία – βρίσκεται  σε ευθεία αντίθεση με τις προαναφερθείσες ουσιοκρατικές και ανθρωπιστικές προσεγγίσεις[4]. Δεδομένου ότι η πολυπλοκότητα ως δομημένη είναι μια επιλεκτική διαδικασία που δουλεύει μέσα από διάκριση και διαφοροποίηση (Luhmann 1995: 25-27 και 214), και όχι μέσω ενός πλουραλιστικού πολλαπλασιασμού, είναι εμφανές ότι ο Λούμαν κατανοεί την ατομική δράση όχι ως ιδιότητα που απορρέει από την ενοποιημένη ανθρώπινη συνείδηση, αλλά ως μονάδα κάθε φορά προσαρμοσμένη στις επικοινωνιακές και σημαντικές απαιτήσεις των αντίστοιχων (υπο)συστημάτων. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αν και ο Λούμαν υιοθετεί μέρος της εξελικτικής ορολογίας, η οπτική που διατηρεί για την ιστορία δεν υπονοεί καμία «βαθιά εξελικτική συνέχεια», αλλά υπογραμμίζει το ρόλο της ιστορικής τομής (με την έννοια του Ereignis- Συμβάντος), που εγκαθίδρυσε το πέρασμα στους νεωτερικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Είναι ακριβώς αυτή η τομή που διαμορφώνει το νεωτερικό κοινωνικό σύστημα, επιτρέποντας τη διαφοροποίηση της δράσης από μία ενοποιημένη ή ηθική συνείδηση (Luhmann 1995: 240). Η ιδιαιτερότητα του νεωτερικού κοινωνικού συστήματος επιτρέπει την ύπαρξη μιας έντονα διαφοροποιημένης κοινωνικής τάξης (Ordnung/order), όχι όμως μέσω της συνειδητής/ γενικευμένης «χαλίνωσης» της πολύπλοκης τυχαιότητας, αλλά μέσω και εξαιτίας του χαρακτήρα αυτής της τυχαιότητας (Luhmann 1998: ch. 3), σ’ ένα επιχείρημα που απομακρύνει αποφασιστικά τη λουμανική οπτική από τον τεχνικισμό της κυβερνητικής.

Ο λόγος που πραγματοποιήσαμε αυτή την παρέκβαση μέσω των αναπτύξεων του Λούμαν για την πολυπλοκότητα, δεν είναι διότι προτείνουμε ότι αυτή η οπτική θα έπρεπε να υιοθετηθεί και από την κριτική της πολιτικής οικονομίας, αλλά για να υπογραμμιστεί , όπως σημειώσαμε ήδη, πόσο διαφορετικά συλλαμβάνεται, στο συστημικό κοινωνικοθεωρητικό πλαίσιο, η έννοια της πολυπλοκότητας και άρα πόσο αδύναμη μπορεί να είναι αυτή ως κανονιστική έννοια για την επιστροφή του κριτικού υποκειμένου ή για το αίτημα μιας πλουραλιστικής δημοκρατικής τάξης. Μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε εάν στην οπτική της κριτικής της πολιτικής οικονομίας υπάρχει μία μετα-ανθρωπιστική συστηματική έννοια που να μας αποτρέπει από την παλινδρόμηση στη μεταφυσική του κριτικού ανθρώπινου υποκειμένου ή τη μεταφυσική της αυτονομίας της ρεπουμπλικανικής πολιτικής.

------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε σ’ αυτό το σημείο την εγκωμιαστική αναφορά στη μαρξική θεωρία της αξιακής μορφής, Luhmann 1995: 23.

[2]. Η επιδίωξη του Λούμαν για μία μόνο θεωρητική και ιδεολογικά ουδέτερη παρατήρηση του νεωτερικού κοινωνικού συστήματος θα άξιζε να συγκριθεί με την πολύ πιο διάσημη στην Ελλάδα αξίωση «περιγραφικότητας» του Π. Κονδύλη. Κυρίως για να φανεί από αυτή τη σύγκριση η αποτυχία αυτής της τελευταίας αξίωσης, εφόσον ο Κονδύλης αναγκάζεται να παρακάμπτει συνεχώς την ουδετερότητά του και να πέφτει σε παθιασμένες και ιδεολογικά αντιδραστικές καταδίκες της «μαζικής δημοκρατίας» και του «κοσμοπολιτικού, εκθηλυμένου μαζικού πολιτισμού». Μία αποτυχία δε που γίνεται σχεδόν κωμική όταν την υπεράσπισή του αναλαμβάνουν οι εθνικιστές «ρεαλιστές» διεθνολόγοι και οι πνευματικοί ταγοί του Έθνους, τύπου Γιανναρά. Απέναντι σ’ αυτή την αποτυχία, η περιγραφική ψυχρότητα (και δεινότητα) του Λούμαν συνοδεύεται από την εξαιρετικά ασθενή (και ως τέτοια πανίσχυρη και υπόρρητα αναγνωρισμένη) ιδεολογική δέσμευση υπέρ της αναπαραγωγής του νεωτερικού κοινωνικού συστήματος (βλέπε τον χαρακτηρισμό του ως «ιδεολόγου της νεωτερικότητας» σε Τζέημσον 2008: 104), ζητώντας «απλώς» το σύστημα να συνεχίσει να υπάρχει, έναντι μίας «καταστροφής», η οποία θα μπορούσε να είναι και μία αντι-συστημική επανάσταση. Μία τέτοια δέσμευση θυμίζει την ανάλογη ελάχιστα κανονιστική δέσμευση του Χέγκελ υπέρ του νεωτερικού κράτους στον πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου, και θα άξιζε, το λιγότερο, το σεβασμό των μαρξιστών.

[3]. Η έννοια των αυτο-αναφερόμενων συστημάτων παίρνει τη θέση του (καντιανού) υποκειμένου, Luhmann 1995: 28.

[4]. Ένας σαφής ολισμός υιοθετείται από τον Λούμαν (Luhmann 1995: 224, 228).


Βιβλιογραφία

Luhmann Niklas (1988), Die Wirtschaft der Gesellschaft, Suhrkamp.

Luhmann Niklas (1995), Social Systems, Stanford University Press.

Luhmann Niklas (1998), Observations on Modernity, Stanford University Press.

Μαρξ Καρλ (1978-α), Το Κεφάλαιο, τομος 1, Σύγχρονη Εποχή.

Τζέημσον Φρέντρικ (2008), Μία μοναδική νεωτερικότητα, Αλεξάνδρεια.


Πηγή Θέσεις

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Για τα Κοινά της Ελευθερίας (προδημοσίευση)


του Αλέξανδρου Κιουπκιολή


Το σύστημα του αυταξιοποιούμενου κεφαλαίου, που έχει πάθει αμόκ και κινείται καταστροφικά σε αστρονομικές πλέον ταχύτητες, ασκεί όντως παγκόσμια εξουσία. Αλλά η κυριαρχία του δεν είναι απόλυτη και διασχίζεται από πολλαπλά κενά, ρωγμές και αντιφάσεις, συνυπάρχοντας με άλλες αρχές και λογικές κοινωνικών σχέσεων. Η πολλαπλότητα των αξιών, των μορφών ζωής, των επιθυμιών και των καθεστώτων αληθείας αποτελεί μια πραγματικότητα στον κόσμο της ύστερης νεωτερικότητας. Η πολλαπλότητα αυτή, αναμφίβολα, δεν είναι επίπεδη και ισομερής, καθώς τη διατρέχουν και τη διαρθρώνουν συγκεντρώσεις ισχύος, κάθετες ιεραρχίες και αρχές δόμησης που ασκούν μια μερική ηγεμονία, συμβιώνοντας άλλοτε ανταγωνιστικά, άλλοτε αδιάφορα και παράλληλα και άλλοτε συνδυαστικά με άλλα κέντρα εξουσίας και οργανωτικές δομές.

Δεν υφίσταται ένας αξονικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο παρατάξεις, πολιτικά προγράμματα ή κοσμοθεωρίες, ούτε ένα ενιαίο αντικαθεστωτικό κοινωνικό κίνημα. Διακρίνονται ωστόσο ποικίλες μικρότερες αντιθέσεις και συγκρούσεις όχι μόνο στο μακροεπίπεδο αλλά και μέσα στους «αφανείς» κόσμους της καθημερινότητας, όπου η εξουσία και ο βάρβαρος πολιτισμός των αγορών αμφισβητούνται και μετριάζονται από πρακτικές αλληλοβοήθειας, εξισωτικές λογικές και ήθη κοινής ελευθερίας. Και εκτός από τις πολλαπλότητες, τις μερικές ηγεμονίες και τις συγκρούσεις, ο κόσμος μας περιέχει και διαζευκτικές συζεύξεις, συνδέσεις δηλαδή αντίθετων αξιών, αρχών και δομών, όπως οι πολιτικές της αυτονομίας και της ηγεμονίας, που ούτε αλληλοαναιρούνται πλήρως ούτε ενώνονται διαλεκτικά σε μια ανώτερη σύνθεση που περιλαμβάνει και «εξυψώνει» τις αρχικές αντιθέσεις, αλλά συνυφαίνονται σε μια σχέση έντασης, αμοιβαίας ώσμωσης και γονιμοποίησης.

Το σκεπτικό τους δεν συμμερίζεται την ιδέα ότι χρειαζόμαστε μία αιώνια Ιδέα της χειραφέτησης για να βαθύνουμε και να διευρύνουμε την ίση ελευθερία στην εποχή μας, πέρα από τις περιφράξεις των αγορών και των φιλελεύθερων αντιπροσωπευτικών συστημάτων που αποβάλλουν σταδιακά τα τελευταία λείψανα φιλελευθερισμού και αντιπροσωπευτικότητας. Προκρίνουμε ποικίλες διαφορετικές ιδέες για τη μεγαλύτερη ελευθερία από κοινού, οι οποίες γεννιούνται, δοκιμάζονται και αναθεωρούνται στην καθημερινή πράξη των αγώνων, των πειραματισμών και των κοινωνικών κινήσεων. Αυτές οι ιδέες στην πράξη είναι επιθυμητό να συνδυαστούν, να συμμαχήσουν και να επεκταθούν, και προς τα εκεί πρέπει να κατατείνουν οι προσπάθειές μας. Όχι για να επιβάλουν ένα νέο παγκόσμιο καθεστώς αλλά για να οικοδομήσουν σταδιακά πολλαπλούς κόσμους ελευθερίας στη θέση της αγοραίας και φιλελεύθερης-ολιγαρχικής αυτοκρατορίας. Μια τέτοια προοδευτική, αυτόνομη και πλουραλιστική ανασυγκρότηση από τα κάτω θα δημιουργεί βήμα-βήμα τα συλλογικά υποκείμενα που λείπουν σήμερα ως μαζικό πλήθος, αλλά οι πρώτες εστίες τους εντοπίζονται ήδη στις διάσπαρτες εναλλακτικές κοινωνικές κατασκευές της εξισωτικής αυτοδιεύθυνσης και στα διάχυτα ήθη της ισοελευθερίας.

Τα «κοινά», οι συλλογικοί φυσικοί και πολιτισμικοί πόροι που διαχειριζόμαστε από κοινού με συμμετοχικές πρακτικές, αναδεικνύονται σήμερα στην κριτική θεωρία και πράξη ως ένας από τους βασικούς κόμβους της αυτόνομης πληθυντικής ανοικοδόμησης. Η ενδυνάμωσή τους δεν πλουτίζει μόνο την εμπειρία της κοινωνικής αυτοκυβέρνησης μέσα από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς και κοινότητες σε πολιτισμικούς χώρους, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στο διαδίκτυο, στην κατανάλωση και στην παραγωγή. Κτίζει εδώ και τώρα τα μικροθεμέλια της καθημερινής επιβίωσης και συμβίωσης με τους όρους των άλλων κόσμων στους οποίους προσβλέπουμε, εξασφαλίζει τις υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις της μετάβασης προς αυτούς και διαπλάθει την άλλη εξισωτική ηθική της κοινής αυτοδιεύθυνσης χωρίς την οποία οι κόσμοι αυτοί δεν θα μπορέσουν να εξαπλωθούν και να αναπαραχθούν.

Τέτοιες δυναμικές κοινωνικού αυτομετασχηματισμού θα επεκταθούν αβίαστα και θα πολλαπλασιαστούν σε όλο και περισσότερα πεδία του κοινωνικού μέσα από το ελκυστικό τους παράδειγμα και την εκούσια σύμπραξη. Η διά της βίας κατίσχυση σχέσεων ίσης ελευθερίας είναι αντίφαση εν τοις όροις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι εναλλακτικές επιτελέσεις μπορούν να αγνοήσουν απλώς τα κράτη και τις αγορές. Γι’ αυτό και χρειάζεται μια σύζευξή τους με τις πολιτικές λογικές της ηγεμονίας. Όχι για να κατακτηθεί το κράτος και να επιταχθεί ένα άλλο ενιαίο κοινωνικό πρότυπο αλλά για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της αναδιάταξης των σχέσεων εξουσίας και των τρόπων σύνθεσης των διαφορών και οργάνωσης των δεσμών μεταξύ των αυτοδιευθυνόμενων κοινών. Για να σκεφτούμε και να συστήσουμε μια άλλη ηγεμονία, της πλουραλιστικής, αποκεντρωμένης και εξισωτικής αυτονομίας.

Η κριτική πολιτική θεωρία μετέχει συνειδητά στο πολιτικό παρόν και συνδιαλέγεται με τη σύγχρονη πολιτική πράξη. Την παρακολουθεί στενά, την αναστοχάζεται, αναζητεί και ανασύρει αρχές και δυναμικές τάσεις που παράγονται μέσα της και είναι φορείς κοινωνικής αξίας και μελλοντικών προοπτικών. Στο έργο αυτό κινείται υπό το πρίσμα ρητών πολιτικών προσανατολισμών, εν προκειμένω τις αξίες της ίσης ελευθερίας, αλλά με μια στοχαστική απόσταση και νηφαλιότητα που επιτρέπει στη σκέψη να χαράξει τις δικές της διαδρομές. Εμφορούμενη από πολιτικές αρχές, κριτήρια και κατευθύνσεις που έχει δημιουργήσει η ιστορική πράξη, η πολιτική θεωρία αξιολογεί το υπαρκτό και εκτιμά τις πραγματικές δυνατότητες κοινωνικής μεταμόρφωσης. Δεν καθοδηγεί, αλλά προτείνει τρόπους επέκτασης ποικίλων μορφών δράσης και σκέψης που εκκολάπτονται σε χώρους της ιστορικής πραγματικότητας. Το μείζον ερώτημα που συγκεντρώνει εδώ το ενδιαφέρον μας: πώς μπορούμε να συλλάβουμε και να πραγματώσουμε μια άλλη δημοκρατία των κοινών ενδυναμώνοντας και διευρύνοντας υπαρκτές πρακτικές και λογικές συλλογικής αυτοκυβέρνησης στη βάση της ισότητας;

Αν το ριζικά νέο είναι απρόβλεπτο και αδιάγνωστο με βάση τις παρούσες συνθήκες και λογικές, αν ανακύπτει απρόσμενα και απρογραμμάτιστα «ως εκ θαύματος», τότε τι άλλο μένει στα υποκείμενα της δράσης σήμερα από το να περιμένουν ένα θαύμα ή να επιδίδονται σε ενέργειες άρνησης/καταστροφής και προκλητικές δράσεις με στόχο μόνο να διασαλεύσουν το παρόν ώστε να διευκολύνουν μια μαγική ανάδειξη του νέου, το οποίο αδυνατούν να συλλάβουν και να κατασκευάσουν με τους τρέχοντες όρους της σκέψης και της δράσης τους; Από τη σκοπιά αυτή, ο συνδυασμός μιας διαρκούς, ριζικής κριτικής του παρόντος με συλλογικούς εναλλακτικούς πειραματισμούς που μεταμορφώνουν πτυχές της καθημερινότητας εδώ και τώρα, στις ρωγμές της κυριαρχίας, προβάλλει ως πιο δόκιμος και εποικο-δομητικός δρόμος για την αλλαγή. Οι ενεστώσες ετεροτοπίες με μεγαλύτερη ισότητα και ελευθερία δεν συνθέτουν μόνον εστίες δημιουργικής αντίστασης και φύτρες κοινωνικού μετασχηματισμού που μπορούν να εξαπλωθούν σταδιακά και να διευρύνουν ηγεμονικά τις διαδικασίες της κοινωνικής ανασυγκρότησης. Αποτελούν επίσης βάσεις και μηχανές για τη διαμόρφωση των νέων υποκειμένων της χειραφέτησης που μπορούν να σχηματίσουν από κοινού εκείνο ακριβώς το οποίο λείπει σήμερα: το μεγαλύτερο, πληθυντικό συλλογικό υποκείμενο της ρήξης και της δημιουργίας.

Αλλά χωρίς μορφές και δυνάμεις ενός πολιτικού έρωτα που θα υποθάλπει τη στράτευση σε συλλογικά σχέδια και νέες θεσμίσεις αλλά και θα υποστηρίζει ψυχικά νέους τύπους κοινωνικότητας, οι ευρύτερες ανατροπές στην κατεύθυνση της ισοελευθερίας θα παραμείνουν κατά πάσα πιθανότητα όνειρα και ευχές. Πρέπει να εφεύρουμε τρόπους πολιτικού έρωτα που δεν θα είναι φανατικοί, αποκλειστικοί, ασφυκτικοί και εγωιστικοί αλλά θα αγαπούν την ετερότητα των ελευθεριών ξεκινώντας από την αυτονομία του υποκειμένου.


Το βιβλίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Εξάρχεια»