Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Ο άνθρωπος που αναζητούσε τον Χριστό


«Ο Μεσσίας θα έλθει από τη στιγμή που ο πλέον άτακτος ατομισμός θα είναι εφικτός μέσα στην πίστη – εκεί που δεν θα βρεθεί κανείς για να ακυρώσει αυτήν τη δυνατότητα και κανείς για να ανεχθεί αυτήν την ακύρωση, δηλαδή όταν θα ανοίξουν οι τάφοι... Ο Μεσσίας δεν θα έρθει παρά όταν δεν θα είναι πια αναγκαίος, δεν θα έρθει παρά μία μέρα μετά τον ερχομό του, δεν θα έρθει την τελευταία αλλά την εντελώς τελευταία ημέρα»...
Franz Kafka





Ήταν λοιπόν ένας άνθρωπος που αναζητούσε τον Χριστό, και τριγυρνούσε γι' αυτόν τον σκοπό σε διάφορα μέρη. Ρωτώντας έμαθε ότι μπορούσε να τον βρει στο σπιτάκι που έστεκε απομονωμένο δίπλα στη θάλασσα. Καθώς ξεκίνησε τη διαδρομή του, συνάντησε ένα παιδί που φαινόταν να είχε χάσει τον δρόμο του και ζήτησε τη βοήθεια του με βλέμμα γεμάτο ανησυχία. “Που θες να πας;” ρώτησε ο άνθρωπος. “Δεν ξέρω”, είπε το παιδί. “Μάλλον ο λόγος που έχω χαθεί είναι ότι δεν έχω να πάω κάπου, κι εντούτοις πρέπει να πορευτώ. Για που; Μου είναι άγνωστο. Ίσως εκεί που θα βρω κάποιον να με φιλοξενήσει”. “Εγώ”, είπε ο άνθρωπος, “γυρεύω τον Ναζωραίο που λένε πως ζει δίπλα στη θάλασσα. Μπορείς να μου πεις αν πορεύομαι σωστά;” “Καλά πας, μόνο που δεν τον έχω δει ποτέ ούτε εγώ ούτε κάποιος άλλος που να γνωρίζω. Το λένε όλοι πράγματι ότι ζει εκεί, σ' ένα μικρό καλύβι, αλλά δεν είναι εύκολο να το εξακριβώσει κανείς αυτό γιατί για να φτάσεις εκεί πρέπει να περάσεις τους ψηλούς πασσάλους, κάτω από τους οποίους υπάρχουν τα νερά της θάλασσας και το κοπάδι με τους λεγόμενους αδέσποτους κοπρίτες”. “Έχω ακούσει για αυτά, τα βλέπω σαν κάποιου είδους δοκιμασίες που πρέπει να ξεπεράσει κανείς για να ανταμειφθεί με την αιώνια γαλήνη. Θα συμφωνήσεις ότι το όποιο τίμημα φαντάζει πολύ μικρό για μια τόσο μεγάλη στιγμή”. “Ω, ναι”, είπε ο πιτσιρικάς, “οπωσδήποτε, απλά οι κίνδυνοι είναι τόσο μεγάλοι για κάτι που μοιάζει τόσο μακρινό. Έχεις στ' αλήθεια σκεφτεί τι θα του πεις όταν τον δεις;” Ο φίλος μας σάστισε, διότι ήταν πραγματικά η πρώτη φορά που του περνούσε απ' το μυαλό κάτι τέτοιο. “Υποθέτω...”, είπε έπειτα από σύντομη σκέψη, “υποθέτω ότι θα τον ρώταγα για την Ανάσταση. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά κάτι για την ανάσταση των νεκρών, σίγουρα”. “Μου φαίνονται υπερβολικά σκοτεινά τέτοια θέματα, αν και πρέπει να είναι ενδιαφέροντα. Δεν τα καταλαβαίνω ακριβώς, αλλά ανυπομονώ να τα διδαχτώ και να τα διαβάσω. Πρόσφατα μας είπαν στο σχολείο ότι ανάσταση σημαίνει αναστήλωση, δηλαδή ανέγερση, σήκωμα και στήσιμο έπειτα από κάποια πτώση ή παύση... Καλά πηγαίνεις πάντως, στο ξανάπα, θυμήσου μόνο να στρίψεις αριστερά στη μεγάλη διασταύρωση, και μετά ευθεία μέχρι να αρχίσουν τα νερά. Καλό σου δρόμο, λοιπόν, και καλή δύναμη στην πορεία που ακολουθείς”. Αφού ευχαρίστησε τον μικρό, ο άνθρωπος πορεύτηκε μέχρι του σημείου όπου πέτυχε μια διασταύρωση· ενθυμούμενος τι του είχε πει, έστριψε αριστερά και προχώρησε αρκετή ώρα ακόμη ώσπου τα κύματα της θάλασσας έγιναν ορατά. Τότε έφτασε στο σημείο που άρχιζαν οι πάσσαλοι. Μιλάμε για χοντρούς ανθεκτικούς πασσάλους ύψους δεκαπέντε μέτρων σε απόσταση δυο μέτρων ο ένας από τον άλλο, σαν να βρίσκονταν εκεί με σκοπό να στοιβάξουν κάποια ξύλινη γέφυρα την οποία με τα χρόνια παρέσυρε ο αέρας και η φθορά των σχοινιών. Κάτω από τους πασσάλους χύνονταν ολόγυρα τα πράσινα αδιαφανή ύδατα που πάφλαζαν με μεγάλη ένταση από τον αέρα, πάντα ευρισκόμενο σε οίστρο σε εκείνο το σημείο. Για αυτό δε σύχναζε κανείς εκεί ούτε για να κολυμπήσει. Το μέρος ήταν ερημικό, δεν υπήρχε κανείς σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων και η ορμή των κυμάτων ήταν τέτοια που θα μπορούσε να τσακίσει έναν καλοσχηματισμένο άντρα. Λίγο παραδίπλα, κατά μήκος της στεριάς, υπήρχε μια αγέλη από δέκα ή είκοσι υδρόκυνες, ξεβρασμένους εκεί από όταν κανείς από τους σημερινούς δεν είχε γεννηθεί, και ίσως ακόμη παλιότερα. Φαντάζομαι πως θα αναρωτιέσαι τι είναι οι υδρόκυνες, που τους ξέρουνε και ως αδέσποτους κόπρους καθώς και με άλλα παρόμοια ονόματα... Παράξενα πλάσματα. Μεγάλα κουτάβια που έχουν ελάχιστο ή καθόλου τρίχωμα, πατικωμένα κεφάλια και λέγεται ότι κανένα δεν είναι ίδιο με τα άλλα. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, από μια αλλόκοτη ιδιοτροπία της εξέλιξης, το καθένα αποτελεί ξεχωριστό είδος. Κάθε γενιά διαφοροποιείται γενετικά από την προηγούμενη, ίσως λόγω του σκοτεινού νερού που πίνουν. Ζουν κοντά σε ορισμένες απομακρυσμένες θάλασσες γιατί τρέφονται μόνο με αρμυρό νερό και σάρκες άλλων ζώων ή ανθρώπων που πέφτουν στα χέρια τους. Είναι αλήθεια τρομερά θηρία που καλό θα είναι να μη βρει κανείς στο δρόμο του γιατί εκτός των άλλων ζέχνουν και έχουν μάτια που σαν λαμπεροί σβώλοι γυαλίζουν από μακριά. Αντί για συνηθισμένα γαβγίσματα βγάζουν κρωξίματα και μακρόσυρτους ήχους που μοιάζουν με λόξιγκες ή βεβιασμένες αναπνοές μανιασμένων γιγάντιων βατράχων!... Ο μόνος τρόπος για να έφτανε ο άνθρωπος μας στον επιθυμητό προορισμό του ήταν να πηδήξει από τον ένα πάσσαλο στον άλλο, ελπίζοντας ότι δε θα γλιστρήσει ώστε να πέσει κάτω και ότι δε θα σπάσει κανένα πλευρό στην προσπάθεια του να γατζωθεί από τους ανθεκτικούς αλλά όχι πολύ χοντρούς πασσάλους. Ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, όπως αντιλαμβάνεσαι. Αλλά ο άνθρωπος ήταν αποφασισμένος κι έτσι αργά αλλά σταθερά κατόρθωσε να περάσει τους πασσάλους έναν-έναν, ενώ από κάτω του θέριευαν τα κύματα τόσο που νόμιζε πως τα πάντα θα γκρεμιστούν και θα καταλήξει πνιγμένος. Μερικά μέτρα δίπλα του, η χορωδία των υδρόκυνων που παραμόνευαν οσμιζόμενοι καινούρια λεία αποτελούσε μόνιμη συνοδεία στις προσπάθειες του. Δεν τον άφηναν σε ησυχία με τους ακατανόητους θορύβους τους που έμοιαζαν να έρχονται από πολλά μέρη ταυτόχρονα, μολονότι όποτε τα κοίταζε έβλεπε τα στόματα τους ακίνητα και τα δυσανάλογα μεγάλα μάτια τους να τον παρατηρούν με ύφος μοχθηρό και ταυτόχρονα βλαμμένο. Εντέλει, όπως ανέφερα, πέρασε όλους τους πασσάλους και βρέθηκε σε ένα ακόμη βραχώδες έδαφος. Το σπιτάκι φαινόταν στο βάθος και περπάτησε προσεκτικά για μερικά λεπτά έως ότου φτάσει στην είσοδο του. Χτύπησε την πόρτα δυο φορές κι έπειτα από λίγο άλλες δυο αλλά κανείς δεν του άνοιξε κι ούτε ακουγόταν από μέσα ο παραμικρός θόρυβος. Κατάλαβε ότι μπορούσε να μπει σπρώχνοντας με δύναμη και αποφάσισε να γκρεμίσει την πόρτα, αφού πρώτα χτύπησε για άλλη μια φορά και ρώτησε αν ήταν κανείς εκεί. Απόκριση δεν πήρε και σύντομα η πόρτα υποχωρούσε από την πίεση των στιβαρών ώμων του. Όλο το μέσα μέρος αποτελούσε ένα σχετικά ευρύχωρο δωμάτιο ή σαλόνι, καθώς δεν υπήρχαν άλλοι χώροι ούτε για δείγμα. Δεν υπήρχε επίσης λάμπα και, στο φως που έμπαινε από την γκρεμισμένη πόρτα και το μοναδικό μικρό παραθυράκι που φαινόταν κρεμασμένο σαν κάδρο στον απέναντι τοίχο, ο άνθρωπος είδε καθαρά πως εκτός από ένα μεγάλο παλιομοδίτικο και κάπως αριστοκρατικό τραπέζι με τρεις καρέκλες δεν υπήρχε κανείς άλλος. Η σκόνη πρόδιδε μια ατμόσφαιρα παντελούς εγκατάλειψης από κάθε ζωή· η απουσία επίπλων, φωτογραφιών στους τοίχους ή άλλων αντικειμένων επέτεινε το αίσθημα μοναξιάς που είχε καταβάλει τον άντρα. “Τί κρίμα!”, σκέφτηκε. “Φαίνεται πως δεν είναι κανείς εδώ και μάλιστα πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που πάτησε κάποιος το πόδι του.” “Που είναι ο Χριστός;” αναρωτήθηκε φωναχτά μετά από λίγο, “εγώ έκανα τόσο δρόμο για να τον δω κι εκείνος δεν είναι εδώ. Μήπως θα ' πρεπε να περιμένω την επιστροφή του; Το δίδαγμα απ' όλα αυτά να είναι άραγε ότι δεν μπορεί κανείς να βρει τον Χριστό, αν δεν τον χάσει πρώτα; Αλλά σάμπως οι σκόνες δε μου φωνάζουν κατάμουτρα ότι δε βρίσκεται κανείς εδώ; Ο λόγος που κανείς ως τώρα δεν είχε πατήσει εδώ να ήτανε τάχα όπως λέγανε η δυσκολία του δρόμου, με τους λυσσασμένους κοπρίτες και τα χτυπήματα της άγριας θάλασσας, ή το σιωπηρά και κοινά παραδεχτό γεγονός πως δεν υπήρξε ποτέ κανείς ένοικος αυτού του σπιτιού, κι αν ακόμη υπήρξε έχει φύγει προ πολλού;”

Όταν μετά από κάμποση ώρα απογοητευμένος βγήκε από το σπίτι και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, δεν ήταν το ίδιο συγκεντρωμένος και γλίστρησε σε έναν από τους πασσάλους και τα κύματα τον άρπαξαν στην αγκαλιά τους και τον βρόντηξαν με δύναμη στα βράχια. Μετά από λίγο ξεβράστηκε και οι υδρόκυνες όρμηξαν με χαρά πρώτα στα στραπατσαρισμένα πόδια του, και το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει ήταν το μισοφαγωμένο σώμα του παιδιού που είχε συναντήσει όταν ερχόταν, παρατημένο πιο πέρα από τα κτήνη για να ευχαριστηθούν τώρα την πιο φρέσκια τροφή τους, και να επιστρέψουν αργότερα σε αυτό για να το τελειώσουν.

---------------------------
* Πρόκειται για την ιστορία που σε έναν άλλο κόσμο χάρισε τη δημοσιότητα στον Weltschmerz K. Γράφτηκε πέρυσι τα Χριστούγεννα και αποτελεί τμήμα ενός μυθιστορήματος που αυτός προσπαθεί να γράψει εδώ και πέντε σχεδόν χρόνια. Κάποιος διηγείται τα παραπάνω στον πρωταγωνιστή.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ρόμπερτ Βάλζερ, Στο βιβλιοπωλείο

* Παραθέτω ένα απόσπασμα που μου άρεσε από το βιβλίο "Ο περίπατος" του Robert Walser, εκδόσεις "Γαβριηλίδης", μετάφραση: Τέο Βότσος - Αγορίτσα Μπακοδήμου. Καταλαμβάνει τις σελίδες 25-33 της δίγλωσσης έκδοσης. Weltschmerz K.



Καθώς ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό και πληθωρικό βιβλιοπωλείο εισχώρησε ευχάριστα στο πεδίο της όρασης μου και αισθάνθηκα την παρόρμηση και την επιθυμία να το τιμήσω με μια σύντομη και φευγαλέα επίσκεψη, δεν δίστασα να μπω μέσα, με εμφανή αβρότητα, επιτρέποντας όμως στον εαυτό μου να θεωρήσει ότι δίνω ίσως περισσότερο την εντύπωση ενός εκτιμητή και ελεγκτή βιβλίων ή ενός συλλέκτη πληροφοριών και ευαίσθητου ειδήμονα, παρά ενός αγαπητού και καλοδεχούμενου ευκατάστατου αγοραστή και καλού πελάτη. Με ευγενή, συγκρατημένα επιφυλακτικό τόνο, και επιλέγοντας, όπως ήταν αυτονόητο, τις πιο φίνες αποχρώσεις του λόγου, έκανα μια ερώτηση, σχετικά με τις πιο πρόσφατες και βέλτιστες εκδόσεις στον τομέα της καλής λογοτεχνίας. «Μου επιτρέπετε», ρώτησα διστακτικά, «να γνωρίσω και ως εκ τούτου να εκτιμήσω πάραυτα το πιο ξεχωριστό και σοβαρό, και ταυτοχρόνως, αναμφισβήτητα, το πιο δημοφιλές, ευπώλητο και με ταχεία αναγνώριση ανάγνωσμα; Θα με ωθούσατε σε ασυνήθιστο βαθμό ευγνωμοσύνης εφόσον ήσασταν τόσο καλός ούτως ώστε να παρουσιάσετε γενναιόδωρα μπροστά μου το βιβλίο εκείνο που, όπως σίγουρα εσείς και κανείς άλλος δεν γνωρίζει με περισσότερη ακρίβεια, έχει καταφέρει να βρεθεί και εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο βάθρο της εκτίμησης τόσο του αναγνωστικού κοινού όσο και της κριτικής, η οποία καθώς προκαλεί τον φόβο οδηγεί, αναμφίβολα, τον καθένα στην προσπάθεια να την προσεταιριστεί. Είναι αδύνατον να συλλάβετε με πόση ανυπομονησία επιθυμώ να μάθω πάραυτα ποιο από όλα αυτά τα βιβλία ή τα δημιουργήματα της πένας που έχουν στοιβαχτεί προς έκθεση εδώ, είναι το ως άνω αναφερόμενο εκλεκτό, η θέα και μόνο του οποίου, όπως υποθέτω με κάθε ειλικρίνεια, θα με καταστήσει πιθανότατα πάραυτα ευτυχή και ενθουσιώδη αγοραστή του. Η επιθυμία μου να δω τον αγαπημένο συγγραφέα του καλλιεργημένου κόσμου και το θαυμαστό, πολυχειροκροτούμενο αριστούργημα του, και, όπως προείπα, πιθανώς να το αγοράσω αμέσως, στέλνει κύματα ανατριχίλας σε όλο μου το σώμα. Μπορώ, με κάθε ευγένεια, να σας παρακαλέσω όπως μου επιδείξετε αυτό το πλέον επιτυχημένο βιβλίο, ούτως ώστε αυτός ο πόθος, που έχει κατακλύσει όλη την ύπαρξη μου, να θεωρήσει πως ικανοποιήθηκε και να πάψει πλέον να με βασανίζει;» - «Πολύ ευχαρίστως», απάντησε ο βιβλιοπώλης. Εξαφανίστηκε με ταχύτητα αστραπής από το πεδίο όρασης μου, για να επιστρέψει αμέσως στον ανυπόμονο πελάτη και ενδιαφερόμενο βιβλιόφιλο, προσκομίζοντας το πιο ευπώλητο και πολυδιαβασμένο βιβλίο μιας αναμφισβήτητα αιώνιας αξίας. Αυτόν τον πολύτιμο καρπό του πνεύματος τον κρατούσε τόσο προσεκτικά και επίσημα σαν να κρατούσε κάποιο ιερό λείψανο φορτισμένο με καθαγιασμένη μαγεία. Το πρόσωπο του έδειχνε συνεπαρμένο, το ύφος του ακτινοβολούσε βαθύτατο δέος, και έχοντας στα χείλη το χαμόγελο που διαθέτουν μόνο όσοι πιστεύουν και εκστασιάζονται μέχρι τα βάθη του είναι τους, έθεσε μπροστά μου με τον πιο ελκυστικό τρόπο αυτό που είχε φέρει. Κοίταξα το βιβλίο και ρώτησα:

«Μπορείτε να ορκιστείτε ότι αυτό είναι το βιβλίο με τη μεγαλύτερη διακίνηση φέτος;»

«Χωρίς καμία αμφιβολία!»

«Μπορείτε να επιμείνετε ότι αυτό είναι το βιβλίο που κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει;»

«Ανεπιφύλακτα».

«Είναι και πραγματικά καλό βιβλίο;»

«Εντελώς περιττή και απαράδεκτη ερώτηση!»

«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπα ψυχρά, και προτίμησα ν' αφήσω στη θέση του το βιβλίο, το οποίο έκανε τις μεγαλύτερες πωλήσεις επειδή θεωρούνταν απαραίτητο να διαβαστεί, και αποσύρθηκα αθόρυβα, χωρίς να σπαταλήσω ούτε μια παραπάνω λέξη. «Αμόρφωτε και αδαή άνθρωπε!» φώνεαξε από πίσω μου ο βιβλιοπώλης, γιατί ήταν πολύ δικαιολογημένα και βαθύτατα προσβεβλημένος.