Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Ευρώπη ή... Επανάσταση

Του Χρήστου Λάσκου


Ο τίτλος του κειμένου αυτού είναι προϊόν υποκλοπής. Αντιγράφει τον αντίστοιχο του editorial του Βήματος της Κυριακής, δια χειρός Σταύρου Ψυχάρη. Εκεί, όπου ο μεγαλοεκδότης της αστικής επικοινωνιακής ναυαρχίδος διευκρινίζει με σαφήνεια στα όρια της απλοϊκότητας, όπως συνηθίζει, άλλωστε, το διακύβευμα –τι λέξη κι αυτή, αλήθεια;- της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Γράφει, λοιπόν: «Οι ψηφοφόροι όμως δεν τρώνε κουτόχορτο. Η ψήφος στις προσεχείς εκλογές είναι συνάρτηση της επιλογής: με την Ευρώπη και το ευρώ ή με την πτώχευση που θα φέρει κοινωνική αναταραχή και την… επανάσταση;».

Εξαίρετη, πράγματι, αστική σαφήνεια! Που εξελίσσει, αναβαθμίζοντας το εναγώνιο αίτημα του παιδιού με το τσεκούρι για σύμπηξη ενός μετώπου του αστικού κόσμου –τρομάρα του– απέναντι στο διαμορφούμενο «λαϊκό μέτωπο» των αριστερών μηδενιστών και το κυρίως θέμα της επικοινωνιακής στρατηγικής των συντρόφων –μεταξύ τους- Σαμαρά και Βενιζέλου, κατά τους οποίους το δίλημμα είναι ή με την Ευρώπη και την καλή χαρά ή με την δραχμή και την… εθνική ταπείνωση. Το γεγονός, βέβαια, πως κανένα σχήμα της μαζικής και απολύτως πλειοψηφικής Αριστεράς στην Ελλάδα δεν τάσσεται με το δεύτερο σκέλος της διάζευξης, κυρίως δε με την εθνική ταπείνωση, είναι αδιάφορο. Όπως αδιάφορο είναι το γεγονός πως η κυρίαρχη πολιτική της κοινωνικής εξόντωσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη δραχμή σε ορίζοντα, ίσως, μόλις μερικών μηνών -όπως οδήγησε στην αναδιάρθρωση που αποτάσσονταν, την πτώχευση που θα απέφευγε και στον πλήρη αποκλεισμό από τις «αγορές», στις οποίες κατά τις έγκυρες προβλέψεις θα είχε επιστρέψει από το τέλος του 2011.

Γιατί, όμως, χρειάζονται αναβάθμιση τα αστικά αιτούμενα και διλήμματα; Νομίζω πως ο κύριος λόγος είναι πως αν η διαχείριση του φόβου, μέσω της διαρκούς αύξησης της δοσολογίας, είναι απελπιστικά αναγκαία για την ελλαδική άρχουσα τάξη, δεν είναι, ωστόσο, αρκετή. Κι αυτό γιατί από τη μία τα φτωχότερα στρώματα δεν αντιλαμβάνονται καν τα συγκεκριμένα διλήμματα ως τέτοια στο μέτρο που δεν έχουν πια τίποτε σχεδόν να χάσουν, ενώ τα μεσαία μπορεί να σκέφτονται και να αγωνιούν για την τύχη των εναπομεινασών καταθέσεών τους στην περίπτωση που «βγούμε από το ευρώ», αλλά, δεν φτάνει αυτό για να επιτελέσουν τον πάγιο ρόλο τους ως τάξεων στηριγμάτων του αστικού συνασπισμού εξουσίας.

Ως προς αυτό, λοιπόν, η επανάσταση είναι συμπληρωματικό –και καλύτερο– επιχείρημα από τη δραχμή. Εδώ, πλέον, δεν είναι παίξε γέλασε. Εδώ είναι που πρέπει στα σοβαρά να τοποθετηθούν οι νοικοκυραίοι, δηλαδή οι ιδιοκτήτες, μικροί, μεγάλοι και μεσαίοι, απέναντι στους ξεβράκωτους, τους άθλιους κι ανάξιους πληβείους, τους κατεξοχήν τεμπέληδες. Φυσικά, δεν λέγεται έτσι. Και πάλι φυσικά, αυτό ακριβώς υπονοείται. Όταν δεν έχεις να προσφέρεις την παραμικρή προοπτική όχι βελτίωσης, αλλά ούτε καν υποφερτής επιδείνωσης, για την πλειοψηφία του πληθυσμού δεν έχεις παρά να μηχανεύεσαι μεγάλες ιστορικές… διακυβεύσεις. Κι αφού σε λίγο καιρό τα ως τώρα κυρίαρχα διλήμματα θα έχουν ήδη καεί ετοιμάζονται τα άλλα, τα μεγάλα.

Περί αυτού πρόκειται. Γι’ αυτό κιόλας, μαζί με τα διλήμματα, το «συγκρότημα» φροντίζει και για την «ανάλυση». Αρχίζει, δηλαδή, να «λέει την αλήθεια», για να προειδοποιήσει τους πραγματικούς αποδέκτες. Διαβάστε: «Καμιά φορά οι αριθμοί φωτογραφίζουν με απόλυτη ευκρίνεια την πολιτική συγκυρία. Ξένος που εδρεύει στην Αθήνα υπέδειξε σε έλληνα συνομιλητή του την αριθμητική που ακολουθεί. Προσέξτε: στην Ολλανδία, το 80% του ΑΕΠ αναλογεί σε μισθωτούς και εργαζόμενους γενικά. Μόνο το 20% πάει σε αφεντικά, κεφαλαιούχους και ραντιέρηδες… Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ξένου, η αναλογία είναι διαφορετική. Μόνο το 34% του ΑΕΠ αναλογεί τους εργαζόμενους. Το υπόλοιπο 66% είναι συγκεντρωμένο σε ολίγους…». Ποιος τα γράφει αυτά; Ένα από τα καλύτερα παιδιά του «συγκροτήματος», ο Δ. Μητρόπουλος (Νέα, 16 Μαρτίου 2012).

Και πού τον οδηγούν αυτά τα δεδομένα; Όχι, βέβαια, στην απόρριψη των μνημονίων. Ούτε στην αποδοχή των προτάσεων του, έξαλλου κι ανεύθυνου, άλλωστε, ΣΥΡΙΖΑ για ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Στην πραγματικότητα, πουθενά δεν τον οδηγούν παρά μόνο σε μια διαπίστωση: «Το φθινόπωρο θα έχουμε την κοινωνική έκρηξη που όλοι (;, ΧΛ) φοβούνται εδώ και δύο χρόνια. Αυτή θα έχει πραγματικές αιτίες και η καταστολή δεν θα είναι επαρκής λύση…». Προσέξτε το τελευταίο: η καταστολή δεν απορρίπτεται, κρίνεται απλώς ως μη επαρκής λύση!
Την επόμενη μέρα ήταν που το μεγάλο αφεντικό αναβάθμισε το δίλημμα «απειλώντας» τους νοικοκυραίους με την επερχόμενη επανάσταση και καλώντας τους να επιλέξουν, ταγμένοι και αποφασιστικοί, το μονόδρομο που τους «ταιριάζει».

Και η Αριστερά; Αν αυτοί προετοιμάζονται για την αντεπανάσταση, εμείς δεν πρέπει να σκεφτούμε λίγο περισσότερο; Αν, διαφορετικά, αυτοί φοβούνται την «επανάσταση», εμείς δεν θα πρέπει να την αγκαλιάσουμε πείθοντας το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων πως αυτό που αυτοί φοβούνται είναι ακριβώς η λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μεγάλη πλειοψηφία; Πως η λύση, δηλαδή, βρίσκεται στη μαχητική κινητοποίηση, τη συμμετοχή, τη μεγάλη δημοκρατική ανατροπή, που ανοίγει το δρόμο σε ευρύτερες επικράτειες, όπου οι άνθρωποι με τα κοινά προβλήματα μπορούν να διεκδικήσουν τις κοινές λύσεις; Μετατρέποντας, δηλαδή, το δίλημμα «Ευρώπη ή Επανάσταση» στην ταυτότητα «Ευρώπη, δηλαδή Επανάσταση»;

Πηγή: alterthess

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Μισέλ Φουκώ: Προς μια θεωρία της εξουσίας

Αναδημοσίευση από hegel-platon.blogspot.com (Δημήτρης Τζωρτζόπουλος)


Περί της ουσίας της εξ-ουσίας

1. Όταν ο Φουκώ συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του σε μια πολιτική ανάγνωση της κοινωνίας, αναγνώριζε ρητά την ανάγκη ουσιαστικής πολιτικοποίησης της γνώσης. Πώς κατανοεί αυτή την ανάγνωση και αυτή την πολιτικοποίηση; Προφανώς όχι υπό τη μορφή μυωπικών αντιπαραθέσεων, παραδοσιακής υφής, ανάμεσα σε «συντηρητισμό» και «προοδευτισμό» ή ασφυκτικού εναγκαλισμού της θεωρίας από έναν ακίνδυνο πρακτικισμό και ακτιβισμό, αλλά υπό την προοπτική της προβολής μιας σκέψης που τελεί πάντοτε σε κίνηση, δηλαδή αναπροσανατολίζεται μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενων καταστάσεων και επιζητεί να εισχωρεί στο πεδίο κατανόησης αυτών των καταστάσεων και γενικότερα της κάθε ύποπτης ή ανύποπτης συγκυρίας. Αυτός ο τρόπος σκέψης του επιτρέπει να μην αναλώνεται σε υιοθετήσεις αφηρημένων προτύπων ζωής και να μην αναλαμβάνει να ομιλεί για λογαριασμό άλλων. Κατ’ αυτό το πνεύμα χωρεί πέρα από την καθεστηκυία πρακτική της εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης και προσηλώνει το στοχαστικό του βλέμμα στην ενικότητα του παρόντος, στη μοναδικότητά του. Έτσι ξαναδιαβάζει το καθολικό, π.χ. την κοινωνία, την πολιτική κ.λπ. όχι ως ένα αφηρημένο όλο, αλλά ως εκείνο που μέσα του περιέχει το ενικό· ως την κοινωνία, ας πούμε, που περιέχει συγκεκριμένους χώρους εγκλεισμού, καθορισμένες δομές πειθαρχίας κ.α.

2. Με βάση μια τέτοια γραμμή σκέψης, ο Φουκώ απομυθοποιεί τον ρόλο των διανοουμένων και τον ρόλο της θεωρίας σε σχέση με την ανάγκη διαφώτισης και δράσης των μαζών. Γνώση, αλήθεια και λόγος αποτελούν μορφές εξουσίας, στις οποίες θα χρειαζόταν να αντιστέκεται ο διανοούμενος. Η ως τώρα καθιερωμένη θεωρητική πρακτική του τελευταίου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια δυστυχισμένη πρακτική, κατά το πρότυπο της δυστυχισμένης συνείδησης στον Χέγκελ. Τούτο σημαίνει, πέραν των άλλων, ότι η σκέψη του Φουκώ δεν εγκλείεται στην παραγωγή ολοποιητικών μορφωμάτων γνώσης, ενταγμένων στην εξελικτική εκδίπλωση μιας καθολικής ιστορίας, μονοσήμαντα προσανατολισμένης, αλλά διανοίγεται στην ανάδειξη του συμβάντος, φιλοσοφεί επ’ αυτού: εκτυλίσσεται ως σκέψη του ενικού· του ενικού που απηχεί μια καθορισμένη εκάστοτε κατάσταση, π.χ. την κατάσταση στις επιχειρήσεις, στο σχολείο, στην εκπαίδευση, στη φυλακή κ.α., και το οποίο δεν ανάγεται σε κάποια διαμεσολάβηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναδεικνύει τον ενδεχόμενο, τον δυνάμενο να ισχύει, χαρακτήρα των συστημάτων γνώσης και εξουσίας και κινείται στα όρια των δομήσεων και αποδομήσεών τους. Η κίνηση τούτη της σκέψης (του) μεταμορφώνεται έτσι σε κίνηση απελευθέρωσης, σε πράξη ελευθερίας, γιατί επιχειρεί να καταδείξει χώρους ελευθερίας ανάμεσα σ’ αυτά τα συστήματα, ανάμεσα στις συνάφειές τους, τις δομήσεις και αποδομήσεις τους.

3. Οι εν λόγω χώροι ελευθερίας καθιδρύουν μια άλλη λογική θεώρησης εκ μέρους του ανθρώπινου υποκειμένου, αλλά και άλλη λογική θεώρησης των δομών και σχέσεων εξουσίας. Ως προς το πρώτο ζητούμενο καθιδρύουν μια πρακτική του υποκειμένου ως εαυτού. Πώς συμβαίνει αυτό; Ό,τι απηχεί τη λογική του συστήματος παραπέμπει σε ένα συμβάν, που θέτει σε κίνηση τη γνώση και τη δράση του εαυτού. Εάν, για παράδειγμα, το σύστημα εξουσίας αποτελεί μια ολότητα και σχετίζεται με ιεραρχικές ολοποιήσεις, η λογική του εκφράζεται στο ένα ή άλλο σημείο ή πεδίο αυτής της εξουσίας, ας πούμε στο πεδίο της εκπαίδευσης, του εργοστασίου κ.λπ. Η δράση, ήτοι η αντί-δραση του εαυτού απέναντι σε ένα τέτοιο πεδίο ανάγει το ερέθισμά της στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο πεδίο στην εκάστοτε λειτουργία του ή εφαρμογή του λαμβάνει χώρα για το υποκείμενο ως συμβάν που προκαλεί την ενεργοποίηση, την κινητοποίηση του εαυτού ως διαμαρτυρία, ως απεργία κ.λπ. Αυτή η ενεργοποίηση και κινητοποίηση αποτελεί μια έκρηξη των ίδιων των εμπλεκομένων και όχι κάποιων άλλων. Γενικότερα, σε επίπεδο μαζών, αυτή η θεώρηση του Φουκώ εγγράφει στη δράση τους το συμβάν ως πρακτική ελευθερίας, με το νόημα ότι ενεργοποιούνται αγωνιστικά ενάντια σε αυτό που τις βρίσκει, που τις συντυχαίνει και τις αλλάζει. Κάθε στάση βέβαια σε σχέση με το συμβάν της εξουσίας, για παράδειγμα, δεν είναι ή δεν γίνεται αυτόματα αγωνιστική, αλλά αρχίζει να στέκεται αγωνιστικά, όταν ο εαυτός –το άτομο, η μάζα κ.λπ.– επιλέγει τις κατάλληλες μορφές αγώνα κάθε φορά. Πώς μπορεί να επιλέγει τις κατάλληλες μορφές; Όταν γνωρίζει τι σημαίνει εξουσία; Έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο ζητούμενο: στην άλλη λογική θεώρησης των δομών και σχέσεων εξουσίας.

4. Πώς προσπαθεί να σκεφτεί την εξουσία ο Φουκώ; Χωρίς να παραγνωρίζει την παραδοσιακή θεωρία και πρακτική του κράτους, διαπιστώνει ότι το πεδίο άσκησης και λειτουργίας της εξουσίας είναι πολύ ευρύτερο από τις ως τώρα σχετικές εννοήσεις και κατανοήσεις. Η εξουσία με τις δομές, τους μηχανισμούς της, τις διευθυντικές ή πειθαρχικές και καταπιεστικές της δομές και όλες τις παρόμοιες ιδιότητες δεν στοιχειοθετεί απλώς μια κατάσταση συντήρησης, με την κυριολεκτική και μεταφορική σημασία, αλλά και μια διαρκώς μετασχηματιζόμενη κατάσταση. Επομένως κάθε αντίσταση ξεκινά από το δικό της πεδίο δράσης για να ενσωματωθεί σε ευρύτερες στρατηγικές. Όπως τονίζει ο φιλόσοφος, «κάθε αγώνας ξεδιπλώνεται γύρω από μια ιδιαίτερη εστία εξουσίας». Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να καταγγέλλονται αυτές οι εστίες, να καταδεικνύονται, να εντοπίζονται. Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική γύρω από την ουσία της εξουσίας σχετίζεται με την εν τη πράξει κατανόηση πολυσύνθετων στρατηγικών καταστάσεων σε μια δεδομένη κοινωνία και όχι μόνο με μια γενική κατονομασία ενός θεσμού ως εξουσίας. Απ’ αυτή την άποψη, η εξουσία δεν έρχεται μόνο από τα πάνω, αλλά και από τα κάτω. Παντού παρατηρούμε «πολλαπλές σχέσεις δύναμης που διαμορφώνονται και λειτουργούν στους μηχανισμούς της παραγωγής, στις οικογένειες, τις περιορισμένες ομάδες, στους θεσμούς». Στη συνάφεια τούτη, η σύλληψη της εξουσίας που προτείνει ο Φουκώ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικροεξουσίες που μας περικυκλώνουν και μας καθορίζουν καθημερινά: μικροεξουσίες πάνω στα σώματά μας, για να καθίστανται πιο παραγωγικά, πειθαρχημένα, εργασιομανή κ.λπ., και κατ’ επέκταση πάνω σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.